«Μετά των θηρίων» — Τεσσαράκοντα
ημέραι — Η στιγμή της εξαντλήσεως — Ο πρώτος πειρασμός — Η πονηρία του —
«Ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος» — Αι προτάσεις του πειρασμού —
Το πτερύγιον του Ναού — Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ — Η νίκη
«Τότε ο Ιησούς ανήχθη εις την έρημον». Το ανθρώπινον πνεύμα του ήτο
πλήρες ισχυρών συγκινήσεων, και εζήτησε την απομόνωσιν και ηθέλησε να
μείνη μόνος με τον Θεόν και να βυθισθή άπαξ έτι εις λογισμούς διά το
μέγα έργον του! Από τα ύδατα του Ιορδάνου ήχθη, — και κατά την
ζωηροτέραν και γραφικωτέραν έκφρασιν του Μάρκου, «εξεβλήθη, — υπό του
Πνεύματος εις την Έρημον. «Ήχθη, — λέγει ο Ιερεμίας Ταίυλορ, — υπό του
Αγαθού Πνεύματος, όπως πειραχθή υπό του Κακού Πνεύματος». Είχε περιβληθή
τώρα την πανοπλίαν του όχι διά να καθίση και αναπαυθή, αλλά διά να
παλαίση τον αγώνα τον δεινόν.
Μία παράδοσις, χρονολογουμένη από της εποχής των Σταυροφοριών, θέτει
την σκηνήν του πειρασμού εις ένα όρος ουχί μακράν της Ιεριχούς, όπερ
ωνομάσθη εκ τούτου «Τεσσαρακοντάς.» Γυμνόν και άνυδρον ως όρος
κατηραμένον, ορθούται αποτόμως εν τω μέσω αυχμηράς και ερήμου πεδιάδος,
και δεσπόζει των νεκρών και ασφαλτούχων υδάτων της Σοδομιτικής Θαλάσσης,
εις εκπλήσσουσαν αντίθεσιν προς την μειδιώσαν γλυκύτητα του Όρους των
Μακάρων και προς το διαυγές κρύσταλλον της Λίμνης της Γεννησαρέτ. Η
φαντασία είδεν εις εκείνο το όρος κατάλληλον καταφύγιον των κακών
πνευμάτων, ένα μέρος όπου, κατά την γλώσσαν των προφητών, εμφωλεύουν αι
γλαύκες και χορεύουν οι σάτυροι.
Και ενταύθα ο Ιησούς, σύμφωνα με εκείνην την γραφικήν και
κατανύσσουσαν έκφρασιν του δευτέρου Ευαγγελιστού, «ην μετά των θηρίων».
Δεν τον επείραζον ταύτα. «Επί ασπίδα και βασιλίσκον επιβήση και
καταπατήσεις λέοντα και δράκοντα». Ούτω είχε λαλήσει άλλοτε η φωνή της
παλαιάς επαγγελίας· και εν τω Χριστώ όπως εις πολλά εκ των τέκνων του, η
προφητεία εξεπληρώθη. Εκείνοι των οποίων η δειλή πίστις καταπτοείται
προ του θαυμαστού, δεν έχουν αφορμήν ν' ανησυχούν ενταύθα. Δεν είναι
φυσικόν να το προσβάλλουν τα θηρία αγρίως τον άνθρωπον, όστις είναι ο
φυσικός αυτών δεσπότης, ουδέ το να φεύγουν τρομαγμένα προ αυτού. Ένας
ποιητής έψαλλε μίαν τροπικήν νήσον «όπου η ζωή ήτο τόσον αγρία, ώστε ήτο
ήμερος». Η μανία ή ο τρόμος των θηρίων αν και διαιωνισθείς διά του
κληρονομικού ενστίκτου, ήρχισε το πρώτον ένεκα της σκληράς επιθέσεως του
ανθρώπου· και αφθονούν τα ιστορικά παραδείγματα κατά τα οποία η
αγριότης ενικήθη από την πραότητα, το μεγαλείον, την ευγένειαν του
ανθρώπου. Δεν υπάρχει αναλόγου βαρύτητος λόγος όπως αποκρούσωμεν την
κοινήν πεποίθησιν των πρώτων αιώνων, ότι τα θηρία της Θηβαΐδος έζων
ελεύθερα και αβλαβή εν τω μέσω των αγίων ερημιτών, και ότι τα αγριώτερα
και ωμότερα πλάσματα της φύσεως ήσαν ήμερα και φιλικά προς τον όσιον
Γεράσιμον τον εν τω Ιορδάνη· τις δεν εγνώρισεν ανθρώπους των οποίων το
βλέμμα γοητεύει τα πτηνά, και οίτινες δύνανται να πλησιάσουν άνευ του
ελαχίστου κινδύνου τα αγριώτερα ζώα; Και δυνάμεθα να πιστεύωμεν
ακραδάντως ότι η γοητεία την οποίαν ως άνθρωπος ήσκει ο Ιησούς επί των
αλόγων πλασμάτων, τον επροφύλαξε παντός κινδύνου. Εις τας κατακόμβας και
εις άλλα αρχαία μνημεία των πρώτων χριστιανών παριστάνεται κάποτε ως
Ορφεύς γοητεύων με το άσμα του τα ζώα. Παν ό,τι είναι ωραίον και αληθές
εις τας αρχαίας παραδόσεις εξεπληρούτο εν αυτώ, και ήτο σύμβολον του
βίου του και του έργου του.
Και παρέμεινεν εις την έρημον ημέρας τεσσαράκοντα. Ο αριθμός των
ημερών τούτων απαντά επανειλημμένως εν ταις Γραφαίς, συνδεόμενος πάντοτε
με γεγονότα πειρασμού, άτινα επακολουθεί η αμοιβή της νίκης. Είνε
προδήλως ιερός και συμβολικός αριθμός, και ανεξαρτήτως άλλων
περιστατικών μετ' αυτού συνδεομένων, τεσσαράκοντα ημέρας έμεινεν ο
Μωυσής επί του όρους Σινά και ο Ηλιού εις την έρημον. Εν στιγμαίς
μεγάλης εξάψεως ή βαθέων λογισμών, αι συνήθεις ανάγκαι του σώματος
φαίνεται ως να μεταβάλλωνται ή επί στιγμήν εκλείπουν· και αν δεν πρέπει
να λάβωμεν κυριολεκτικώς τας λέξεις του Λουκά «ουκ έφαγεν ουδέν»,
δυνάμεθα τουλάχιστον να υποθέσωμεν, ότι ο Ιησούς εύρισκε παν ό,τι ήτο
αναγκαίον προς συντήρησίν του εις τους αγρίους καρπούς τους οποίους
ηδύνατο να τω χορηγή η έρημος, αλλ' όπως και αν έχη το πράγμα, — ζήτημα
άλλως τε μικράς σπουδαιότητος, — συντελεσθεισών των τεσσαράκοντα ημερών,
ο Χριστός επείνασε. Και αύτη ήτο η στιγμή η κατάλληλος προς πειρασμόν.
Κατά το χρονικόν εκείνο διάστημα αι ηθικαί και πνευματικαί δυνάμεις του
Ιησού υπέστησαν δεινήν έντασιν. Εις τοιαύτας υψηλάς στιγμάς εκστάσεως, ο
άνθρωπος δύναται να υποβληθή εις απείρως καταπονητικόν μόχθον χωρίς να
υποκύψη, και ο στρατιώτης ημπορεί να εξακολουθή πολεμών καθ' όλην την
ημέραν αναίσθητος προ των τραυμάτων του και λησμονών αυτά. Όταν όμως ο
ενθουσιασμός εξαντληθή και όταν η έξαψις εξατμισθή και όταν το καίον πυρ
σβέση, όταν η Φύσις, κατάκοπος και εκνευρισμένη, ανακτά τα δικαιώματά
της, — όταν εν ενί λόγω αρχίση η ισχυρά αντίδρασις, ήτις αφίνει τον
πάσχοντα άνθρωπον εξηντλημένον και λιπόψυχον, — τότε είνε η ώρα του
εσχάτου κινδύνου και είνε στιγμή κατά την οποίαν ο άνθρωπος πίπτει θύμα
μιας δολεράς υποσχέσεως ή μιας τολμηράς εφόδου. (3) Και εις τοιαύτην
στιγμήν ο Κύριος ημών απεδύθη εις πόλεμον κατά των δυνάμεων του Κακού
και ενίκησεν.
Η πάλη δεν ήτο προδήλως απλή αλληγορία. Είνε περιττόν και ασεβές να
θελήσωμεν να εξετάσωμεν την εξωτερικήν υπόστασιν του πειρασμού·
περιττόν, διότι παν απόλυτον συμπέρασμα και πάσα οριστική απόφασις
φαίνεται αδύνατος· ασεβές, διότι οι Ευαγγελισταί ήκουσαν το επεισόδιον
από τα χείλη του Ιησού, ή από εκείνους εις τους οποίους το διεκοίνωσε,
και ο Κύριος ημών αφηγήθη αυτό κατά τρόπον δυνάμενον να παράσχη την
πλέον ζωηράν εντύπωσιν και ν' αποβή διδακτικόν μάθημα. Οι διάφοροι
συγγραφείς έσχον διαφορετικήν έκαστος αντίληψιν του γεγονότος τούτου και
της υποκειμενικής ή αντικειμενικής υποστάσεως αυτού. Από του Ωριγένους
μέχρι του Σλαϊερμάχερ μερικοί εθεώρησαν αυτό ως απλούν όραμα ή
αλληγορίαν, — μίαν συμβολικήν περιγραφήν καθαρώς εσωτερικής πάλης· και
την γνώμην ταύτην ησπάσθη μάλιστα και ο Καλβίνος, ο τόσον κυριολεκτικός
και τόσον αυστηρός σχολιαστής. Επί του ζητήματος τούτου, — ζητήματος
απλής ερμηνείας, έκαστος δύναται να έχη την γνώμην, ήτις φαίνεται εις
αυτόν μάλλον συνάδουσα προς την αλήθειαν· το ουσιώδες όμως είναι ότι η
πάλη υπήρξεν ισχυρά, προσωπική, πραγματική, — και ότι ο Χριστός χάριν
ημών αντιπαρετάχθη, και κατέβαλε τας ανεγνωσμένας προσπαθείας του
Σατανά.
Το ζήτημα αν ο Χριστός ήτο ή ου ικανός ν' αμαρτήση, — και διά να
εκφρασθώμεν εις την γλώσσαν της σχολαστικής και θεολογικής εκείνης
χώρας, εν τη οποία ηγέρθη και συνεζητήθη, το ζήτημα του αμαρτωλού ή
αναμαρτήτου της ανθρωπίνης φύσεώς του, — είνε ζήτημα το οποίον ουδέποτε
θα εγεννάτο εις απλοϊκόν και ευσεβές πνεύμα. Πιστεύομεν και γνωρίζομεν
ότι ο Κύριος ημών ο ευλογητός ήτο αναμάρτητος, — ήτο ο Αμνός του Θεού ο
άνευ ελαττωμάτων και ακηλίδωτος. Ποία προκύπτει εποικοδόμησις ή τι το
όφελος εκ της συζητήσεως περί του αν το αναμάρτητον προκύπτει εκ του
posse non peccare ή non posse peccare. Μερικοί, με ζήλον άκρατον και εν
ταυτώ αμαθή, βλέπουν εις τον Χριστόν όχι μόνον το απολύτως αναμάρτητον,
αλλά και φύσιν εις την οποίαν το αμαρτάνειν ήτο θεόθεν αδύνατον. Και εκ
τούτου, τι; Αν η μεγάλη πάλη η προς τον Σατανάν, ήτο απλή απατηλή
φαντασμαγορία, ποίον το όφελος όπερ δύναται να προκύψη δ' ημάς εκ
ταύτης; Ποίαν ανακούφισιν ή ποίαν παρηγορίαν θα αισθανθώμεν, όταν
γνωρίζωμεν ότι ο Κύριος ημών επάλαισεν όχι μόνον νικηφόρως, αλλά και
χωρίς να διατρέξη τον ελάχιστον πραγματικόν κίνδυνον; Ότι όχι μόνον
έμεινεν άτρωτος, αλλά και ότι δεν ήτο δυνατόν να λάβη το παραμικρόν
τραύμα; Πού είναι το θάρρος του πολεμιστού, όταν γνωρίζη ότι αποδύεται
εις ψευδή πόλεμον; Οι θέλοντες τοιουτοτρόπως να δοξάσουν Αυτόν μας
στερούσιν ενός Χριστού ζωντανού, ενός Χριστού όστις ήτο, όσον Θεός τόσον
και άνθρωπος, και υποκαθιστούν εις την θέσιν του ένα επικίνδυνον
φάντασμα ανίκανον να εμπνεύση πίστιν και αγάπην.
Οθενδήποτε λοιπόν και αν προέρχεται η δοξασία αύτη, είτε εκ
φαρισαϊκής ψευδοορθοδοξίας, σκοπούσης απλώς να καταδικάση την
υποτιθεμένην αίρεσιν των άλλων, είτε εξ υπερβολικού σεβασμού
μεταβληθέντος εις πνεύμα φόβου και δουλείας, ημείς πρέπει να προσέχωμεν
μη τυχόν αναιρέσωμεν την αξιοπιστίαν των Γραφών, και, σχετικώς με το
επεισόδιον τούτο, την αξιοπιστίαν αυτού του Χριστού, διά της υποθέσεως,
ότι δεν υπέκειτο εις αληθή πειρασμόν. Απεναντίας υπέκειτο εις πειρασμούς
τόσω μάλλον αλγεινοτέρους και βασανιστικωτέρους, όσον παρουσιάζοντο υπό
το σχήμα αγωνίας εις μίαν φύσιν απείρως ισχυράν και απείρως αγνήν.
Και ο Ιησούς επειράχθη υπό του Κακού Πνεύματος. Η έρημος της Ιεριχούς
και ο κήπος του χωρίου Γεθσημανή υπήρξαν οι άφωνοι μάρτυρες των δύο
μεγαλειτέρων αγώνων του, καθ' ους απέκρουσε τας φοβερωτέρας εφόδους του
εχθρού των ψυχών· αλλ' ουδέποτε καθ' όλην την ζωήν του την επίγειον
υπήρξεν απηλλαγμένος πειρασμών, αφού άλλως εν τω κόσμω τούτω υπήρξε και
αυτός άνθρωπος και αφού έπρεπε να καταλίπη εις ημάς αξιομίμητον
παράδειγμα. «Υπήρξαν και πολλαί άλλαι περιστάσεις, καθ' ας επειράχθη»,
λέγει ο Άγιος Ευτύχιος. «Οι ισχυριζόμενοι ότι τρις μόνον επειράχθη ο
Κύριος ημών, δεικνύουν ότι αγνοούσι τας Γραφάς», προσθέτει ο άγιος
Βερνάρδος. Και παραπέμπει εις το έβδομον κεφάλαιον του κατά Ιωάννην
Ευαγγελίου, εις την «προς Εβραίους Επιστολήν», 6, 15· ηδύνατο να
παραπέμψη ασφαλέστερον εις την μαρτυρίαν του Λουκά, ότι όταν ο πειρασμός
εν τη ερήμω τον αφήκεν, «απέστη απ' αυτού άχρι καιρού»,
τουτέστιν έως ότου παρουσιασθή νέα ευκαιρία καταλληλοτέρα. Εν τούτοις
δυνάμεθα να πιστεύωμεν, ότι κατά την θριαμβευτικήν νίκην, κατά τον
δεινόν εκείνον αγώνα του τον εν τη ερήμω, πας μεταγενέστερος πειρασμός
μέχρι του τελευταίου επεσκίασε τόσον ελαφρώς την αναμάρτητον ψυχήν του,
όσον επισκιάζουν τα ασθενή και παροδικά νέφη μίαν εαρινήν ημέραν,
κυμαινόμενα ασταθώς εις το κυανούν στερέωμα χωρίς να δύνανται να το
κηλιδώσουν. Ο Άγιος Θωμάς παριστάνει τας βαθμίδας της αμαρτίας
αποτελουμένας, πρώτον από την σκέψιν, ύστερον από την φαντασίαν, και κατόπιν από την στιγμήν την ατιμωτικήν, ήτις είναι η συγκατάθεσις·
«και ούτω», προσθέτει, «ο πονηρός εχθρός εισέρχεται βήμα προς βήμα,
αλλ' εντελώς, διότι δεν απεκρούσθη εις την πρώτην βαθμίδα». Αλλ' εις την
καρδίαν του Χριστού δεν ηδύνατο να εισέλθη βαθμιαίως και να την
κατακτήση, διότι από της πρώτης βαθμίδος είχεν αποκρουσθή
αποτελεσματικώς.
Η εξάντλησις μακράς νηστείας θα είχεν επιδράσει επί του οργανισμού
του Χριστού, εις την περίστασιν ταύτην περισσότερον ή άλλοτε. Έζη με
ευγενή σκοπόν, όχι ως απομεμονωμένος ασκητής επιβάλλων εις εαυτόν
στερήσεις και αλγηδόνας, αλλ' ως άνθρωπος μεταξύ των ανθρώπων.
Επιβάλλει, δε την νηστείαν ως θετικήν υποχρέωσιν, και εις δύο χωρία του
Ευαγγελίου την παραδέχεται ως τοιαύτην (Ματθ. 6, 16 — 9, 15). Γενικώς
όμως γνωρίζομεν ότι έτρωγε και έπινε, και ότι δεν συνίστα την αποχήν αλλά την εγκράτειαν.
Μετά την νηστείαν του όθεν την τεσσαρακονθήμερον, όσον και αν
υπεστήριζον τας δυνάμεις του οι βαθείς λογισμοί και η υπερφυσική
βοήθεια, η πείνα την οποίαν ησθάνθη ήτο μεγάλη. Και τότε ήλθεν ο
πειρασμός· υπό ποίον σχήμα, — αν ως πνεύμα σκότους ή ως άγγελος φωτός,
αν υπό ανθρωπίνην μορφήν ή ως άυλος υποβολή — δεν γνωρίζομεν ούτε
δυνάμεθα να καυχηθώμεν ότι είμεθα εις θέσιν να είπωμεν, αρκούμενοι απλώς
εις την αφήγησιν των Ευαγγελίων και, ουχί δογματικώς βεβαιούντες ότι αι
εκφράσεις τούτων είναι κατά το μάλλον και ήττον αλληγορικαί. Ο σκοπός
ημών είναι να επωφεληθώμεν των βαρυσημάντων ηθικών εκείνων μαθημάτων, τα
οποία μόνον μας αφορώσι και άτινα μόνον είναι επιδεκτικά
αδιαμφισβητήτου ερμηνείας.
«Ει υιός ει του Θεού, ειπέ τω λίθω τούτω ίνα γένηται άρτος». Ούτως
ωμίλησε κατά πρώτον ο πειρασμός. Ο Ιησούς επείνα, και «ο λίθος ούτος»
ήσαν βεβαίως αι χαλικώδεις εκείναι πέτραι, αι γνωσταί υπό το όνομα
«ιουδαϊκοί λίθοι», μερικαί εκ των οποίων έχουν ακριβώς το σχήμα μικρών
άρτων, ενώ άλλαι ομοιάζουσαι με πέπονας παριστάνονται εν τη παραδόσει ως
απολιθωμένοι καρποί από τας Πόλεις της Πεδιάδος. Το μαρτύριον της
πείνης είναι τόσω μάλλον αλγεινόν, όσον διερεθίζεται από τας
επιπροσθέτους βασάνους της φαντασίας. Και αν η ανωτέρω εικασία είναι
ορθή, τότε και αυτό το σχήμα και αυτή η θέα των λίθων εκείνων υπεβοήθουν
μεγάλως το καταχθόνιον και πονηρόν έργον του πειρασμού.
Ο πρώτος πειρασμός απηυθύνετο εις τας αισθήσεις. Ήτο μία πρόκλησις
εις την όρεξιν, — μία παρόρμησις προς ικανοποίησιν της ταπεινής εκείνης
φυσικής ανάγκης, ήτις υπάρχει εξ ίσου εις τον άνθρωπον και εις τα ζώα.
Αλλ' αντί να γίνη με ένα απότομον ή απροκάλυπτον τρόπον, κολακεύοντα την
αίσθησιν, περιεβλήθη ένα λεπτότατον πέπλον πονηρίας. Και ο Ισραήλ
ωσαύτως είχε ταπεινωθή αφ' εαυτού και υπέφερεν εκ της πείνης εις την
έρημον, και εκεί, εν τη εσχάτη αυτού ανάγκη, ο Θεός τον έθρεψε με μάννα,
όπερ ήτο ωσεί τροφή αγγέλων πίπτουσα εξ ουρανού. Διατί και ο Κύριος
ημών δεν επεκαλέσθη την εξ ύψους βοήθειαν εν τη ερήμω; Ηδύνατο να το
πράξη, αλλά διατί εδίστασε; Αν οι άγγελοι είχον αποκαλύψει εις την
λιπόψυχον Άγαρ την πηγήν του Βεέρ-Λαχαί, — αν είχον βοηθήσει τον
λιμοκτονούντα Ηλιού και έδειξαν εις αυτόν τροφήν, διατί και αυτός να μη
επικαλεσθή την βοήθειαν των αγγέλων, ήτις τόσον προθύμως θα τω
εχορηγείτο;
Πόσον δε βάθος κρύπτει η σοφία της απαντήσεως! Αναφερόμενος εις το
μάθημα, το οποίον διδάσκει η πτώσις του μάννα, και παραπέμπων εις μίαν
εκ των βαθυτέρων εμπνεύσεων της Παλαιάς Διαθήκης, ο Κύριος ημών
απήντησε: «Γέγραπται, ότι ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται ο άνθρωπος, αλλ' επί
παντί ρήματι Θεού». Και το μάθημα το εγκλειόμενον εις τους λόγους
τούτους, — μάθημα το οποίον ενισχύεται διά τόσον μεγάλου παραδείγματος, —
είναι ότι δεν πρέπει ν' αφίνωμεν να μας οδηγούν αι ανάγκαι αι ταπειναί
της ημετέρας φύσεως· είναι ότι δεν πρέπει να καταχρώμεθα της φύσεως
ταύτης προς τον σκοπόν του ν' απολαμβάνωμεν παν αγαθόν· είναι ότι δεν
ανήκομεν εις ημάς αυτούς και δεν δυνάμεθα να διαθέσωμεν κατά βούλησιν
εκείνο το οποίον φανταζόμεθα ότι μας ανήκει· ότι και εκείνα ακόμη τα
πράγματα, άτινα φαίνονται νόμιμα, δεν είναι αποτελεσματικά· ότι ο
άνθρωπος έχει αρχάς υψηλοτέρας εν τω βίω του από την συντήρησιν του
σώματος, όπως έχει και ύπαρξιν πολύ υψηλοτέραν της υλικής αυτού
υπάρξεως. Ο φρονών ότι επ' άρτω μόνω ζώμεν, καθιστά την προμήθειαν του
άρτου κύριον σκοπόν της ζωής του, αποφασίζει να προμηθεύηται αυτόν αντί
πάσης θυσίας, είναι δυστυχής και εξανίσταται αγρίως, όταν προς στιγμήν
στερηθή αυτού· και επειδή δεν ζητεί θειοτέραν τινά τροφήν, αφεύκτως
θέλει αποθάνει της πείνης εν τω μέσω αυτού. Αλλ' ο γνωρίζων ότι ο
άνθρωπος δεν ζη μόνον επ' άρτω, δεν απόλλυσι τοιουτοτρόπως, μόνον και
μόνον διά να ζήση, παν ό,τι καθιστά την ζωήν προσφιλή. Όταν πράττη το
καθήκον του, αναθέτει εμπιστευτικώς εις τον Θεόν την μέριμναν του να
προμηθεύη αυτώ παν ό,τι είναι αναγκαίον προς συντήρησιν του σώματος,
όπερ εκείνος έπλασε· θα ζητήση μετά περισσοτέρας θέρμης τον άρτον
εκείνον τον εξ ουρανού, και το ζείδωρον εκείνο ύδωρ εκ του οποίου, όστις
πίνει δεν διψά πλέον.
Και ούτω ο πρώτος αυτού πειρασμός ήτο ανάλογος κατά την διατύπωσιν
προς τον τελευταίον χλευασμόν, τον απευθυνθέντα κατ' αυτού επί του
σταυρού. «Ει υιός ει του Θεού, κατάβηθι από του σταυρού». Επί του
σταυρού ο Ιησούς δεν απαντά· απαντά ενταύθα μόνον και μόνον, όπως
εκφράση μίαν μεγάλην αρχήν αθάνατον. Δεν λέγει, «Θεού ειμί υιός». Εν τη
βαθεία ταπεινοφροσύνη του, εν τη άκρα αυτοθυσία του, δεν έκρινε καλόν να
στηριχθή επί της ισότητος αυτού προς τον Θεόν, «Ουχ αρπαγμόν ηγήσατο το
είναι ίσω Θεώ», αλλ' ηθέλησε να παραστήση εαυτόν ως ταπεινόν άνθρωπον.
Νικά τον πειρασμόν όχι ως Θεός, αλλ' ως άνθρωπος.
Διαφορετικά παριστάνουν την σειράν των πειραγμάτων ο Ματθαίος και ο
Λουκάς, καθόσον ο μεν πρώτος φέρει ως δευτέραν την σκηνήν επί του
πτερυγίου του Ναού, ο δε δεύτερος το όραμα της βασιλείας του κόσμου.
Αμφότεροι σφάλλονται χρονολογικώς· αλλ' από ηθικής απόψεως η διαφορά
έχει μεγάλην σημασίαν και είναι διδακτική, διότι οι άνθρωποι, — κατά το
λέγειν του Αγίου Θωμά του Ακουινάτου, — μεταπίπτουν ενίοτε από της
υπερηφανείας εις τον πόθον και από του πόθου εις την υπερηφάνειαν. Και
δυνατόν ο Λουκάς να ωρμήθη εις μίαν τοιαύτην κατάταξιν των διαφόρων
πειρασμών εκ της σκέψεως, ότι ο πειρασμός ο απευθυνόμενος εις την
ικανοποίησιν της υπερηφανείας και της φιλοδοξίας, ήτο λεπτότερος και
συνεπώς ισχυρότερος του πειρασμού της πτώσεως. Αλλ' αι λέξεις «ύπαγε
οπίσω μου Σατανά», αι αναφερόμεναι υπ' αμφοτέρων των Ευαγγελιστών, το
γεγονός ότι μόνος ο Ματθαίος δίδει ένα ωρισμένον ειρμόν αφηγήσεως
(«Τότε», «και πάλιν») και ίσως ο λόγος ότι ο αυτός Ευαγγελιστής ως είς
εκ των Αποστόλων, ήκουσε πιθανώς τον ίδιον Χριστόν αφηγούμενον την
σκηνήν ταύτην, — προσδίδουν μεγαλείτερον βάρος εις την κατάταξιν ην
κάμνει. Περιπλέον δυνάμεθα να παρατηρήσωμεν ότι ο πειρασμός ούτος είναι
εντελώς αντίθετος του πρώτου. Ο Σατανάς, αποτυχών να παγιδεύση τον
Ιησούν εις το αμάρτημα της δυσπιστίας, προσπαθεί να περιτυλίξη αυτόν εις
το της αυτοπεποιθήσεως.
Ο Ιησούς ενίκησε τον πρώτον πειρασμόν διά της εκφράσεως απολύτου
εμπιστοσύνης εις τον Θεόν. Κατανοήσας όθεν πονηρότατα την ψυχικήν
διάθεσιν του Σωτήρος, ο Σατανάς εις τον επόμενον πειρασμόν, προυκάλεσεν
αμέσως την απόλυτον ταύτην πεποίθησιν και εζήτησεν όπως εκδηλωθή αύτη
όχι εν τη θεραπεία αμέσου τινός ανάγκης, αλλ' εν τη αποτροπή μεγάλου
τινός κινδύνου. «Τότε παραλαμβάνει αυτόν ο διάβολος εις την αγίαν πόλιν
και ίστησιν αυτόν επί το πτερύγιον του ιερού». Οι Ευαγγελισταί υπονοούσι
βεβαίως κάποιον γνωστότατον πτερύγιον του γνωστοτάτου εκείνου κτιρίου·
ίσως την στέγην της Βασιλικής Στοάς, κατά την
μεσημβρινήν πλευράν του Ναού, ήτις ήτο εστραμμένη προς την κοιλάδα των
Κέδρων, και ωρθούτο εις ύψος τόσον ιλιγγιώδες, ώστε, κατά τον Ιώσηπον,
αν ετόλμα τις να κυττάξη κάτω, η κεφαλή του εσκοτίζετο από το αμέτρητον
βάθος· ίσως το πρόστοον του Σολομώντος, την Ανατολικήν Στοάν, την οποίαν
περιέγραψεν ωσαύτως ο Ιώσηπος, και από την οποίαν κατά την παράδοσιν
κατεκρημνίσθη κάτω εις την αυλήν ο Ιάκωβος, ο αδελφός του Κυρίου.
«Ει», — ο Σατανάς μεταχειρίζεται και πάλιν την αμφιβολίαν με τον
σκοπόν του να διεγείρη εις τον κόσμον το πνεύμα της υπερηφανείας, — ει
υιός ει του Θεού, βάλε σεαυτόν κάτω». Και ο Σατανάς επικαλείται τας
Γραφάς: «Γέγραπται γαρ ότι τοις αγγέλοις αυτού εντελείται περί σου, και
επί χειρών αρούσί σε μήποτε προσκόψης προς λίθον τον πόδα σου». Τόσον
βαθύς και πονηρός ήτο ο πειρασμός ούτος. Και ούτω, αφού ο Ιησούς
επεκαλέσθη εις την πρώτην απάντησίν του τας Γραφάς, τας επεκαλέσθη
ωσαύτως και ο διάβολος προς εξυπηρέτησιν των σκοπών του. Καθόσον δεν
υπήρχε τίποτε το κοινόν, ουδέν το εγωιστικόν, ουδέν το σαρκικόν εις το
δεύτερον τούτο πείραγμα. Ήτο μία έκκλησις ουχί προς ικανοποίησιν φυσικών
ορέξεων, αλλ' εις διεστραμμένα διανοητικά ένστικτα. Και δεν μας
αποδεικνύει η ιστορία των αιρέσεων και η ιστορία των κομμάτων και των
εκκλησιών, ότι χιλιάδες ανθρώπων οίτινες δεν ήθελόν ποτε διολισθήσει εις
την κατωφέρειαν του κορεσμού της σαρκός, ερρίφθησαν εν τούτοις
επιδεικτικώς εις ασκόπους κινδύνους και κατεκρημνίσθησαν θρυμματισθέντες
εκ του πτερυγίου της πνευματικής υπερηφανείας; Και πόσον ήρεμος, αλλά
και πόσον σημαντική, υπήρξεν η απλή εκείνη απάντησις: «Πάλιν γέγραπται,
ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου». Ο εστι δεν πρέπει να πειράζης
αυτόν μέχρις εσχάτων· δεν πρέπει να φαντάζεσαι ότι τα πάντα δύναται να
πράξη προς χάριν σου· δεν πρέπει να ζητής την θαυμαστήν επέμβασίν του,
όπως σε σώση από την ιδίαν οίησίν σου και την τρέλλαν σου· δεν πρέπει να
υποβάλλης την δύναμίν του εις δοκιμασίαν. Όταν βαδίσης την οδόν του
καθήκοντος, επαναπαύου εις αυτόν μετά της μεγαλειτέρας εμπιστοσύνης. Και
ο Ιησούς ούτε καν υπενίσσεται τον φαινομενικόν κίνδυνον τον οποίον
διατρέχει. Ο κίνδυνος ο μη εκζητηθείς είναι η σωτηρία. Οι λόγοι του
πειρασμού υπήρξαν ωσεί μία εκμυστήρευσις της ιδίας αυτού αδυναμίας. —
«Βάλε σεαυτόν κάτω». Δεν είχε την δύναμιν να εκσφενδονίση εις το κενόν
από του ιλιγγιώδους εκείνου ύψους Εκείνον, τον οποίον επροστάτευεν ο
Θεός. Η εκ της Γραφής περικοπή ήτο αληθής, αν και διέτρεψεν αυτήν.
Ουδείς πειρασμός, όσον μέγας και αν είναι, έχει ως συνέπειαν
αναπόφευκτον την αμαρτίαν. Διά πάντα πειρασμόν ο Θεός επιφυλάσσει και τα
μέσα της σωτηρίας.
Νικηθείς εις την προσπάθειάν του εκείνην, όπως επωφεληθή της πείνης
και διεγείρη την πνευματικήν υπερηφάνειαν, ο Σατανάς ηθέλησε να
εκμεταλλευθή «την τελευταίαν αδυναμίαν των ευγενών πνευμάτων». Από
υψηλού όρους, έδειξεν εις τον Χριστόν πάσας τας βασιλείας της οικουμένης
και την δόξαν αυτών, και ως κοσμοκράτωρ, και ως βασιλεύς του κόσμου
τούτον τας προσέφερεν όλας εις Εκείνον, όστις μέχρι τούδε είχε διαγάγει
την ζωήν του χωρικού, την ζωήν του τέκτονος, ως αμοιβήν μιας λέξεως
υποταγής, ως αμοιβήν αναγνωρίσεώς του υπό του Ιησού.
«Την βασιλείαν του κόσμου και την δόξαν αυτών».
«Υπάρχουν πολλοί οίτινες θα είπουν», λέγει ο Επίσκοπος Άνδριους, «ότι
ουδέποτε πειραζόμεθα υπό του πόθου της Βασιλείας. Εν τούτοις ο Χριστός
υπέκειτο εις τοιούτον πειρασμόν το πνεύμά του το μέγα, το πνεύμα του το
υψηλόν δεν ήτο δυνατόν να αισθάνεται τον πειρασμόν των μικρών, των
ευτελών πραγμάτων. Αλλά δεν συμβαίνει το αυτό και δι' ημάς, οίτινες
εκτιμώμεν ολιγώτερον τους ιδίους εαυτούς. Έχομεν μικράς και ταπεινάς
φιλοδοξίας· ο Σατανάς ημπορεί να μας αγοράση ευθυνά. Δεν ευρίσκεται εις
την ανάγκην να μας συναρπάση μέχρι του ύψους ενός όρους. Το πτερύγιον
είναι πολύ υψηλόν, μία κατωτέρα βαθμίς δύναται κάλλιστα να εξυπηρετήση
τους σκοπούς του Σατανά. Ας μη μας μεταφέρη μάλιστα έξω των οικιών μας·
ας σταθώμεν εις το παράθυρόν μας ή εις την θύραν μας· αν μας προσφέρη
ότι δυνάμεθα εκείθεν να ίδωμεν, θα υποκύψωμεν εις τον πειρασμόν· θα
αποδεχθώμεν την προσφοράν και μάλιστα θα τον ευχαριστήσωμεν. Ολίγα
χρήματα, έν ζεύγος υποδημάτων, έν φόρεμα, κάτι τι ευτελές, θα μας ρίψη
γονυπετείς προ των ποδών του Διαβόλου.»
Αλλ' ο Χριστός εδίδαξε, τι ωφελεί τον άνθρωπον εάν κερδίση τον κόσμον όλον και ζημιωθή την εαυτού ψυχήν;
Έζη τότε είς άνθρωπος, διά τον οποίον δύναται να λεχθή άνευ
υπερβολής, ότι εδέσποζεν ολοκλήρου του κόσμου. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτωρ
Τιβέριος ήτο εκείνην την εποχήν ο κραταιότερος των συγχρόνων του, ο
απόλυτος, ο μέγας παντοκράτωρ και μέγας δεσπότης παντός ό,τι ωραιότερον
και πλουσιώτερον υπήρχεν εις τα βασίλεια της γης. Ουδείς φραγμός υπήρχεν
εις την δύναμίν του, ουδέν όριον εις τον πλούτον του και εις τας ηδονάς
του. Και διά να δίδεται μάλλον ελευθέρως εις την αχαλίνωτον απόλαυσιν
των τρυφηλών οργίων του, έκτισεν ανάκτορον εις έν εκ των ωραιοτέρων
μερών της επιφανείας της γης, υπό την σκιάν του κοιμωμένου ηφαιστείου,
εις μίαν μαγευτικήν νήσον, υπό το γλυκύτερον κλίμα του κόσμου. Τι καλόν
προέκυψεν εξ όλων τούτων; Ήτο, όπως αποκαλεί αυτόν ο Πλίνιος, «ο
ομολογουμένως μάλλον τεθλιμμένος των ανθρώπων». Και εκείθεν από την
οικίαν εκείνην των κρυπτομένων ατιμιών του, από εκείνην την νήσον, όπου
είχε προσπαθήσει να εύρη την ευτυχίαν εις μίαν εγωιστικήν ζωήν πλήρη
απολαύσεως και ηδονών, έγραψε προς την δουλόφρονα και διεφθαρμένην
Σύγκλητόν του: «Αν γνωρίζω τι να σας γράψω, ή τίνι τρόπω να σας γράψω, ή
εν γένει τι να μη γράψω τώρα, οι θεοί και αι θεαί να με καταστρέψουν
χειρότερον παρ' όσον αισθάνομαι ότι καταστρέφομαι καθ' εκάστην». Σπανίως
ο κόσμος έσχε μεγαλειτέραν απόδειξιν ότι τα πλουσιώτερα δώρα του δεν
είναι παρά χρυσός όστις κατατρίβεται εις κόνιν, και τα πλέον κολοσσαία
οικοδομήματα της προσωπικής λαμπρότητος και του μεγαλείου είναι φραγμοί,
τους οποίους η δυστυχία συντρίβει με την αυτήν ευκολίαν με την οποίαν
τα κύματα του Ατλαντικού σαρόνουν ένα σωρόν άμμου εις την ακτήν.
Και πάντοτε εις τοιαύτην αμηχανίαν και εις τοιαύτην αγωνίαν καταλήγει
η αμαρτωλός κατοχή του πλούτου, η συγκέντρωσις πάσης εξουσίας. Τοιαύτη
είναι η αναλλοίωτος Νέμεσις της αχαλινώτου φιληδονίας. Δεν χρησιμοποιεί
τους οφιοειδείς πλοκάμους των μυθολογουμένων Εριννύων. Η ένοχος και υπό
τύψεων ταρασσομένη συνείδησις είναι το μόνον όργανον της εκδικήσεως· και
«αν ο κόσμος όλος ήτο είς μέγας χρυσόλιθος», και αν ο χρυσόλιθος ούτος
ήτο αποκλειστικόν ημών κτήμα, πάλιν δεν θα ήρκει να μας παρηγορήση και
να αντισταθμίση μίαν μόνον ώραν εσωτερικής βασάνου και αγωνίας.
Αλλ' ο κληρονομών την βασιλείαν των ουρανών δεσπόζει ευρυτέρων και
αληθεστέρων κόσμων, και είναι απείρως ευτυχέστερος διότι είναι απείρως
αγνότερος. Και εις την βασιλείαν ταύτην, από την οποίαν αποκλείεται ο
«ακάθαρτος κόσμος» του Αγίου Αυγουστίνου, ο Σατανάς ουδεμίαν έχει
επιρροήν και δύναμιν. Είναι η Βασιλεία του Θεού· και αφού ο άνθρωπος δεν
δύναται να λάβη το παραμικρόν δώρον από τον Σατανάν χωρίς να υποβάλη
την ψυχήν του εις την βάσανον της υποταγής, η απάντησις εις πάντα
πειρασμόν του είναι η απάντησις του Χριστού: «Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά.
Γέγραπται γαρ: «προσκυνήσεις Κύριον τον Θεόν σου και αυτώ μόνω
λατρεύσεις».
Και ούτω ο Χριστός εξήλθε νικητής, χάρις εις εκείνην την αυταπάρνησίν
του ήτις μόνη δύναται να εξασφαλίση την νίκην. Ο Σατανάς μάτην τον είχε
πειράξει· μάτην επετέθη κατά του προσώπου του, κατά της φύσεως αυτού,
κατά της δυνάμεως την οποίαν είχεν ο Χριστός να επικαλήται την εξ ύψους
βοήθειαν. Ενικήθη. Αι στιγμαί μιας τόσον ευγενούς πάλης, στεφομένης υπό
της νίκης, είναι αι γλυκύτεραι και ευτυχέστεραι εν τω βίω ενός ανθρώπου·
είναι πλήρης εξάρσεως και ηδονής, ήτις δύναται να περιγραφή μόνον διά
της γλώσσης των αγγέλων.
«Και συντελέσας πάντα πειρασμόν», λέγει ο Λουκάς, «ο διάβολος απέστη
απ' αυτού», αν και ουχί οριστικώς, αλλά «άχρι καιρού», ή απλούστερον,
μέχρις ου παρουσιασθή και πάλιν η κατάλληλος ευκαιρία. Μάτην είχεν
εξαντλήσει όλους τους πειρασμούς του, πειρασμούς σαρκός, πειρασμούς
οφθαλμού, πειρασμούς υπερηφανείας. Εν τέλει «απέστη απ' αυτού».
«Και ιδού άγγελοι προσήλθον και διηκόνουν αυτώ». Και ήτο μία
ιδιαιτέρα ευχαρίστησις και μία ιδιάζουσα τιμή διά τα πνεύματα εκείνα τα
στελλόμενα προς διακονίαν παντός κληρονόμου της σωτηρίας, να διακονούν
τον Κύριον της Σωτηρίας.