08. Το βάπτισμα του Ιωάννου - Point of view

Εν τάχει

08. Το βάπτισμα του Ιωάννου




Χαρακτηριστικά της εποχής — Βαθύτατον σκότος προ της αυγής — Ασκητισμός — Ιωάννης ο Βαπτιστής — Ο χαρακτήρ του — Η διδασκαλία του — Οι ακροαταί του — Σκηνή εκ της διδασκαλίας του — Το κήρυγμά του — Ο Ιωάννης προ του Ιησού — Διατί εβαπτίσθη ο Χριστός — Αναγνώρησις του Μεσσίου


Ούτω λοιπόν η παιδική του ηλικία και η νεότης του και τα πρώτα έτη της ωριμότητος αυτού παρήλθον εν ταπεινή ευπειθεία εις τα κελεύσματα του Θεού και εν ιερά σιγή, και ο Ιησούς ήτο τώρα τριάκοντα ετών. Το βαθύ μάθημα, το σωτήριον διά πάντα άνθρωπον πάσης τάξεως και ηλικίας, όπερ προκύπτει από μίαν μακράν ήσυχον εργασίαν και από ένα αφανή και ήρεμον βίον, το είχε διδαχθή ήδη τελείως ο Ιησούς, και τώρα πλέον είχε σημάνει οριστικώς η ώρα της διδασκαλίας του και η ώρα του μεγάλου έργου της αναγεννήσεως του ανθρώπου. Έμελλε να γίνη ο Σωτήρ του γένους όχι μόνον διά του παραδείγματος, αλλά και διά της αποκαλύψεως και διά του θανάτου.
Και ήδη είχεν αρχίσει ν' ακούεται η Φωνή η εν τη ερήμω, ήτις συνεκίνει μέχρι των μιχιαιτάτων τας καρδίας του έθνους βοώσα: «Μετανοείτε και προσεύχεσθε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των Ουρανών!»
Ήτο εποχή μεταβατική, εποχή αβεβαιότητος, αμφιβολίας. Εις εκείνον τον κατακλυσμόν της γενικής διαφθοράς, εις το ναυάγιον των ιερών θεσμών, εις εκείνα τα μεγάλα νέφη τα οποία επυκνούντο συσκοτίζοντα ολονέν περισσότερον τον πολιτικόν ορίζοντα, εφαίνετο εις πολλούς ευσεβείς Ιουδαίους ότι επέκειτο η συντέλεια του κόσμου. Ήδη το σκήπτρον είχε ξεφύγει από τας χείρας της φυλής· ήδη το ισχυρόν αξίωμα και η κολοσσαία δύναμις του μεγάλου Αρχιερέως είχεν εκμηδενισθή προ των Ιδουμαίων τετραρχών ή των Ρωμαίων υπάτων· ήδη η καταπιεστική επίδρασις, η ασκουμένη επί του παρηκμακότος Συνεδρίου, ήτο εις χείρας ασυνειδήτων οπαδών της Ηρωδείου δυναστείας ή δολίων Σαδδουκαίων. Εφαίνετο ως να μη είχε μείνει τίποτε προς παρηγορίαν του έθνους, παρά η πίστις του μόνον προς τους μωσαϊκούς θεσμούς και αι ελπίδες τας οποίας ηδέως έθαλπε περί του ελευσομένου Μεσσίου. Εις εποχήν τόσον τεταραγμένην και τόσον ανήσυχον, — καθ' ην παν ό,τι παλαιόν παρήρχετο ανεπιστρεπτεί και παν ό,τι νέον εξηκολούθει να μένει άγνωστον, — εδικαιολογείτο κάλλιστα ο Φαρισαίος ζητών ευκαιρίαν προς επανάστασιν, και περισσότερον αυτού ο Εσσαίος ασπαζόμενος τον βίον τον μοναχικόν, τον βίον τον άγαμον, και βυθιζόμενος εις αγρίαν απομόνωσιν από της κοινωνίας. Υπήρχε γενική προσδοκία «της μελλούσης εκείνης οργής», ήτις έμελλε να είναι η ωδίς του τοκετού της ερχομένης βασιλείας, το σκότος το βαθύτατον το προ της αυγής. Ο κόσμος είχε γηράσει, και η ειδωλολατρεία εξώκειλεν εις μυσαράς καταχρήσεις. Η αθεΐα είχεν ως συνέπειαν την ηθικήν κατάπτωσιν, όπως συμβαίνει πάντοτε μεταξύ των εθνών. Η αδικία εφαίνετο ότι είχε πάρει ένα δρόμον αχαλίνωτον πλέον. Η φιλοσοφία η τόσα καυχηθείσα, ήτο τώρα η παρηγορία των ολίγων. Το έγκλημα ήτο παγκόσμιον, και δεν υπήρχε φάρμακον διά την φρίκην και τον όλεθρον που επροκάλει εις χιλιάδας καρδιών. Και αυτή η τύψις του συνειδότος είχεν εξαντληθή, ούτως ώστε η ανθρωπίνη φύσις «είχε διεξέλθει παν είδος κακίας». Ήτο μία πώρωσις καρδιών, μία απολίθωσις του ηθικού συναισθήματος, καταθλιπτική και πανίσχυρος, ως την εύρισκον και εκείνοι ακόμη όσοι έπασχον εξ αυτής. Και αυτός δε ο εθνικός κόσμος είχε τώρα την αμυδράν συναίσθησιν, ότι επέστη πλέον το πλήρωμα του χρόνου.
Εις τοιαύτας κρισίμους περιόδους η τάσις προς την ασκητικήν απομόνωσιν καθίσταται ισχυροτάτη. Η σιωπηλή επικοινωνία μετά του Θεού εν τω μέσω των αγρίων σκηνών της φύσεως φαίνεται προτιμοτέρα του ενοχλητικού συμφυρμού μέσα εις μίαν απογοητευμένην κοινωνίαν. Η ανεξαρτησία και η συντήρησις της ζωής διά των πλέον λιτών μέσων, τα οποία εξαρκούσιν εις τας πρώτας ανάγκας μας, ελκύουν περισσότερον από την αένναον αγωνίαν και από την σαπίζουσαν αθλιότητα μιας ταπεινωτικής και αγωνιζομένης πενίας. Η αγριότης και η σιωπή της αδιαφορούσης φύσεως φαίνονται ότι παρέχουν εις τοιαύτας περιστάσεις θελκτικόν καταφύγιον μακράν του θορύβου, της ποταπότητος και της μοχθηρίας των ανθρώπων. Ο Βάνος ο Φαρισαίος, όστις απεσύρθη εις την έρημον και έζησεν εκεί ένα χρονικόν διάστημα ίσον προς τους κατόπιν ερημίτας της Θηβαΐδος, ήτο μόνον είς εκ των πολλών εις τους οποίους επέδρασαν αι τοιαύται βιωτικαί συνθήκαι. Ο Ιώσηπος, όστις έζησε τρία έτη μετ' αυτού εις το ορεινόν σπήλαιόν του, περιγράφει τας αυστηράς στερήσεις, τας οποίας επέβαλεν εις εαυτόν και τον πλήρη σκληραγωγιών βίον του, και μας λέγει, πως ενεδύετο με φύλλα, και πως ετρέφετο με ρίζας και πως νυχθημερόν κατεβυθίζετο εις τα παγερά ύδατα, διά να διατηρήται το σώμα του πάντοτε καθαρόν και η καρδία του αγνή.
Αλλ' ο ασκητισμός προέρχεται εκ διαφόρων αιτίων. Δυνατόν να προκύπτη εκ της οιήσεως του κυνικού, όστις θέλει να ευρίσκεται μακράν παντός ανθρώπου· ή από τον αηδή πλέον κόρον του επικουρείου, όστις ποθεί να εύρη καταφύγιον, όπως προφυλαχθή και από τον ίδιον εαυτόν του· ή από τον εγωιστικόν τρόμον του φανατικού, του σκοπούντος μόνον την ιδίαν σωτηρίαν. Πλέον διαφορετική και υψηλοτέρα ήτο η απλοϊκότης και η αυταπάρνησις του Βαπτιστού. Οι ζωγράφοι του μεσαιώνος δεν απομακρύνονται της αληθείας παριστώντες αυτόν κάτισχνον από αυστηράν άσκησιν εξ απαλών ονύχων. Η φυσική ροπή προς την ζωήν της απομονώσεως είχε φανερωθή εις τον νεαρόν Ναζαρηνόν από τα πρώτα έτη της παιδικής ηλικίας του· αλλ' εν αυτώ προέκυψεν εκ της συναισθήσεως, ότι ήτο προωρισμένος να εκπληρώση ένδοξον αποστολήν, εκ του πόθου ν' ακολουθήση ένα πεπρωμένον εμπνεόμενον από φλογεράς ελπίδας. Το φως το εν αυτώ έμελλε ν' ανάψη εν ανάγκη εις παμφάγον φλόγα όχι χάριν αυτού, αλλά προς τον σκοπόν τού να φωτίση τον δρόμον του ερχομένου Βασιλέως.
Υπό φυσικήν έποψιν, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήτο πλήρης ορμών και πλήρης πυρός. Ο μακρός αγών, κατά τον οποίον κατώρθωσε να καθυποδουλώση τελεσφόρως εαυτόν και να παρασυρθή υπό μιας μοναδικής, της σκέψεως του Θεού, ο αγών όστις του ενέπνευσε την αφοβίαν προ του κινδύνου και την ταπεινοφροσύνην εν τω μέσω του θριάμβου, — είχεν αφήσει τα ίχνη του εις τον αυστηρόν χαρακτήρα και εις την όψιν και εις την διδασκαλίαν του ανδρός. Αν είχεν εύρει την ειρήνην και την ησυχίαν εις την μακράν προσευχήν και εις την μετάνοιαν της ζωής του εν τη ερήμω, η ειρήνη αύτη δεν ήτο η ειρήνη η αυτόματος ανεξικάκου εκ φύσεως και αγίας ψυχής. Η νίκη την οποίαν ήρατο ήτο ακόμη πλήρης από τα ίχνη του αγώνος· και η ειρήνη την οποίαν κατέκτησεν απήχει έτι από τον μακρυνόν θόρυβον της θυέλλης. Η διδασκαλία του αντικατώπτριζε της ερήμου τας εικόνας — τους βράχους, τον όφιν, το γυμνόν δένδρον. Και του Λανζ η περιγραφή είναι πλήρης ευγλωττίας: «Όταν εξεδηλούτο εις προφήτην, ήτο ωσεί δαυλός ανημμένος· ο δημόσιος βίος του υπήρξε σεισμός, — ολόκληρος ο άνθρωπος ήτο ένα κήρυγμα· ηδύνατο κάλλιστα ν' αποκαλέση εαυτόν φωνήν, — την φωνήν ενός όστις εβόα εν τη ερήμω: «Ετοιμάσατε την οδόν Κυρίου».
Ενώ δε ήτο βυθισμένος εις τους βαθείς διαλογισμούς του, το πυρ το εν αυτώ ήναψεν, και ωμίλησεν επί τέλους με την γλώσσαν του. Από παιδικής σχεδόν ηλικίας υπήρξεν εκουσίως ερημίτης. Εν τη απομονώσει του είχε κατανοήσει τα άρρητα μυστήρια της φύσεως. Εκεί ο αόρατος κόσμος κατέστη δι' αυτόν πραγματικότης. Επικοινωνών με την ιδίαν του μόνον μεγάλην καρδίαν, — επικοινωνών με τας υψηλάς σκέψεις της μακράς εκείνης σειράς των προφητών, των προδρόμων του μέσα εις ένα ανυπότακτον λαόν, — επικοινωνών με τας μυστικάς φωνάς, αίτινες ήρχοντο προς αυτόν από το όρος και από την θάλασσαν, — έμαθε μάθημα βαθύτερον και πλέον αποκαλυπτικόν εκείνου όπερ ηδύνατο να διδαχθή εις τους πόδας του Ιλλήλ και του Σαμμαΐ. Εις την τροπικήν μεσημβρίαν της βαθείας εκείνης κοιλάδος του Ιορδάνου, όπου ο αήρ φαίνεται πλήρης μιας λεπτής και φρισσούσης φλογός, ακούων τους ωρυγμούς των αγρίων θηρίων κατά τας μακράς νύκτας, υπό το φέγγος των άστρων «τα οποία εφαίνοντο κρεμάμενα ωσάν σφαίραι πυρός εις πορφυρόχρουν στερέωμα» — περιδιαβάζων παρά τα θολά ύδατα της νεκράς και κατηραμένης εκείνης λίμνης, — ο Ιωάννης είχε διδαχθή ένα μάθημα, ο Ιωάννης είχε φωτισθή από μίαν αποκάλυψιν, ήτις δεν κατέρχεται μέχρι των κοινών ανθρώπων, και ήτις δεν εμπνέεται εις τα σχολεία των Ραββίνων, αλλ' εις το σχολείον της ερημίας και εις το σχολείον του Θεού.
Τοιούτοι διδάσκαλοι είνε κατάλληλοι διά τοιαύτας εποχάς. Κηρύσσουν την αλήθειαν και λαλούν την γλώσσαν της πραότητος και προφητεύουν τον δόλον του ανθρώπου. Οι συνήθεις γραμματείς ή Φαρισαίοι, εκτεθηλυμμένοι εκ της ευωδίας, οιηματίαι προ του γενικού σεβασμού, συνήρχοντο εν τη συναγωγή με τα πλατέα φυλακτήριά των και τους πολυτελείς χιτώνας των, και προέβαινον εις υπνηλήν εποικοδόμησιν των ακροατών αυτών, κρατούντες ανά χείρας το μιδράς το βρίθον παιδαριωδιών και αγόνων και κοινών παραδειγμάτων· αλλά μόνη η θέα του Ιωάννου του Βαπτιστού εδείκνυεν ότι ήτο άλλου είδους διδάσκαλος. Ο παλμώδης τόνος φωνής απηχούοης εκ περιφρονήσεως και θυμού, η ηλιοκαής όψις, οι ακτένιστοι πλόκαμοι, τα συνεσφιγμένα χείλη, η δερματίνη ζώνη, και το εκ τριχών καμήλου ένδυμα, εδείκνυον παρευθύς άνδρα πλήρη μεγαλείου και ατρόμητον εις την δύναμίν του, όστις όπως ο τραχύς προφήτης Ηλιού, ο οποίος ήτο το πρωτότυπόν του, ίστατο απτόητος ενώπιον των πορφυρογεννήτων Αχαάβ και των μοιχών Ιεζάβελ. Δεν ήτο επιδεικτικός τις και πομπώδης Φαρισαίος, κατάφορτος εκ κροσσών και φυλακτηρίων· ουδέ χιτωνοφόρος τις ιερεύς απορροφημένος εις μικράς τελετάς· ωμοίαζε προς τους μεγάλους προκατόχους του και ήτο επικριτής αμφοτέρων τούτων των τάξεων. Η αξία της διδαχής του ήτο ότι παρέβλεπε την πατροπαράδοτον ορθότητα των εξωτερικών τύπων και κατέρριπτε την οίησιν των προνομίων και εδίδασκεν ότι η ηθική είνε ο σκοπός και τέρμα της θρησκείας. Είνε γνωστόν ότι το μόνον ποτόν του ήτο το ύδωρ του ποταμού και ότι ετρέφετο με ακρίδας και μέλι άγριον. Οι άνθρωποι ησθάνοντο εν αυτώ την δύναμιν εκείνην της υπεροχής, με την οποίαν είνε πάντοτε πεπροικισμένη η τελεία αυταπάρνησις. Εκείνος όστις είνε ανώτερος των κοινών φιλοδοξιών του ανθρώπου, είνε ωσαύτως ανώτερος και των κοινών φόβων του. Εάν ολίγα έχη να ελπίζη εκ της ευνοίας των ομοίων του, ολίγα έχει και να φοβήται εκ της δυσμενείας των και της αποστροφής των· αφού δεν έχει τίποτε να κερδίση κολακεύων ευτελώς, δεν έχει τίποτε να χάση επικρίνων δικαίως. Είνε τρόπον τινά υπεράνω των ομοίων του, επάνω εις ένα ηλιόλουστον ύψωμα ειρήνης και αγνότητος, μη τυφλούμενος από την ομίχλην, ήτις επισκοτίζει τους οφθαλμούς των, ασυγκίνητος από τας ολεθρίας επιδράσεις, αίτινες ταράσσουν τον βίον των.
Ουδέν θαυμαστόν αν τοιούτος άνθρωπος επεβλήθη εν τω άμα ως κολοσσαία δύναμις εις τον λαόν του. Εθρυλήθη καθ' άπασαν την χώραν ότι έζη εν τη ερήμω της Ιουδαίας είς προφήτης, τους φλογερούς λόγους του οποίου ήξιζε τον κόπον ν' ακούση τις· ένας ασκητής, όστις υπενθύμιζε τον Ησαΐαν διά των εκφράσεών του και τον Ηλιού διά της ζωής του. Είς Τιβέριος εμίαινε με τας ατιμίας του τον θρόνον της Αυτοκρατορίας· είς Πόντιος Πιλάτος με την αυθάδειάν του και με τας ωμότητας και τους διωγμούς και τας σφαγάς εξετρέλλαινεν ένα φανατικόν λαόν· ο Ηρώδης Αντίπας επεδείκνυεν εις προθύμους μιμητάς το παράδειγμα της αποστασίας και της ακορέστου απληστίας· ο Καϊάφας και ο Άννας διήρουν τα καθήκοντα μιας αρχιερατείας την οποίαν ητίμαζον. Αλλ' η ομιλία του νέου προφήτου δεν ενεπνέετο από τας πολιτικάς ταύτας περισπάσεις· τα μαθήματα τα οποία είχε να διδάξη ήσαν βαθύτερα και πλέον παγκόσμια εν τη ηθική και κοινωνική σημασία των. Οιοιδήτοτε και αν ήσαν οι ακροαταί, οίτινες συνέρρεον εις το αυστηρόν ερημητήριόν του, η διδασκαλία του ήτο κατ' εξοχήν πρακτική, αλγεινώς ερευνητική της ανθρωπίνης καρδίας, πλήρης αφόβου παρρησίας. Και ούτω οι Φαρισαίοι και Σαδδουκαίοι, γραμματείς και στρατιώται, ιερείς και λαϊκοί, έσπευδον ν' ακούσουν τους λόγους του. Το μέρος όπου εκήρυσσε ήτο η αγρία εκείνη έρημος, η ακαλλιέργητος και ακατοίκητος, ήτις εξετείνετο δυσμικώς από της Ιεριχούς και από των αβαθών μερών του Ιορδάνου μέχρι των ακτών της Νεκράς Θαλάσσης. Οι άβατοι βράχοι, οίτινες εδέσποζον του στενού του άγοντος από Ιερουσαλήμ εις Ιεριχώ ήσαν κρησφύγετον επικινδύνων ληστών· τα άγρια θηρία και οι κροκόδειλοι δεν είχον εκλίπει ακόμη από τους καλαμώνας τους παρά τας όχθας του Ιορδάνου· αλλ' όμως τα πλήθη εξεπορεύοντο προς αυτόν πανταχόθεν, και από της ιεράς Ιερουσαλήμ και από της μειδιώσης Γαλιλαίας και από των περιχώρων του Ιορδάνου, όπως ενωτισθώσι του ήχου της αλλοκότου εκείνης φωνής. Και αι λέξεις της φωνής ταύτης ήσαν ωσεί σφυρίον θρυμματίζον τας μάλλον απολιθωμένας καρδίας, ήσαν ως μία φλοξ διατρυπώσα τας μάλλον ενδομύχους σκέψεις. Άνευ σκιάς εκφυλισμού, χωρίς τον ελάχιστον τόνον υποταγής, άνευ ενδοιασμών και άνευ φόβου, επετίμα τους τελώνας διά τας καταπιέσεις των· τους «στρατευομένους» διά την παράφορον βίαν των και διά τας παρανομίας των και διά την πλεονεξίαν των· τους πλουσίους Σαδδουκαίους και τους μεγαλοπρεπείς Φαρισαίους διά την προσήλωσίν των εις τους τύπους και διά την απιστίαν των, ήτις τους μετέβαλλεν εις «γεννήματα εχιδνών». Τον δε λαόν προειδοποίει ότι τα πολύτιμα προνόμιά του ήσαν κατά τι χειρότερον από μηδαμινά, αν τα εθεώρει άνευ μετανοίας άξια να τον προστατεύσουν από της μελλούσης οργής. Υπερηφανεύετο διά την πατριαρχικήν καταγωγήν του, έλεγεν ότι πατέρα είχε τον Αβραάμ· αλλ' ο Θεός, όπως είχε πλάσει εκ του χώματος τον Αδάμ, ούτω ηδύνατο εκ των λίθων εκείνων της ερήμου του Ιορδάνου να «εγείρη τέκνα τω Αβραάμ». Και οι ακροαταί ήκουον τον κήρυκα της αληθείας με συντετριμμένας καρδίας· και επειδή είχεν ορίσει το βάπτισμα ως σύμβολον της μετανοίας των και του εξαγνισμού των, «εβαπτίζοντο εν τω Ιορδάνη υπ' αυτού, εξομολογούμενοι τας αμαρτίας αυτών».
Είχεν όμως και άλλο τι να κηρύξη, ένα κήρυγμα πλέον παράδοξον και πλέον αυστηρόν, αλλά πλήρες ελπίδων· δι' εαυτόν δεν απήτει άλλο κύρος εκτός το του προδρόμου ενός άλλου· το βάπτισμά του το εθεώρει απλώς ως μύησιν εις την επικειμένην βασιλείαν των ουρανών. Όταν η πρεσβεία του Συνεδρίου, η εξ ιερέων και λευιτών το ηρώτησε τις ήτο, όταν όλος ο λαός διηρωτάτο ενδομύχως αν ήτο ο Χριστός, ο Ιωάννης ουδ' επί στιγμήν εδίστασε να είπη· ότι δεν ήτο ούτε ο Χριστός, ούτε ο Ηλίας, ούτε άλλος τις προφήτης. Ήτο «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», και ουδέν πλέον· αλλά μετ' αυτόν, — και ήτο τούτο η αναγγελία, ήτις συνεκλόνει βαθύτατα τας καρδίας τον ανθρώπων, — ήρχετο Είς, «ος έμπροσθεν μου γέγονε, ότι πρώτος μου ην» — Είς, ούτινος δεν ήτο ικανός, ίνα λύση τον ιμάντα των υποδημάτων αυτού, — Είς, όστις δεν θα εβάπτιζεν εν ύδατι, αλλ' εν Πνεύματι Αγίω και Πυρί, — Είς, ου το πτύον ήτο εν τη χειρί αυτού, και όστις θα εκάθαιρε τελείως την άλωνα και θα συνήγε τον σίτον εις την αποθήκην αυτού, αλλά θα κατέκαιε το άχυρον πυρί ασβέστω. Η ώρα της αιφνιδίας ελεύσεως του από πολλού ονειροπολουμένου, του από αιώνων ποθητού Μεσσίου είχε σημάνει. Ήτο πλησίον των φοβερός, ήτο μεταξύ των, αλλά δεν τον εγνώριζον.
Ούτω, η μετάνοια και η βασιλεία τον ουρανών ήσαν τα δύο κυριώτερα σημεία του κηρύγματος αυτού, και μολονότι δεν ηξίου το βραβείον ουδενός θαύματος, εν τούτοις ενώ ηπείλει τιμωρίαν εις τους υποκριτάς και όλεθρον εις τους κακούς, υπέσχετο ωσαύτως άφεσιν αμαρτιών εις τους μετανοούντας και την βασιλείαν τον ουρανών εις τους αγνούς και τους αναμαρτήτους. Προς το κήρυγμα τούτο και προς το βάπτισμα, κατά το τριακοστόν έτος της ηλικίας του, προσήλθε και ο Ιησούς εκ της Γαλιλαίας. Ο Ιωάννης ήτο συγγενής του εξ αίματος, αλλ' αι περιστάσεις αι βιωτικαί τους είχαν χωρίσει τελείως. Ο Ιωάννης διήγαγε τον παιδικόν βίον αυτού εν τω οίκω του αγνού ιερέως, του πατρός του, εν τη πόλει Ιούτα, κατά την μεσημβρινήν εσχατιάν της χώρας του Ιούδα· ο Ιησούς είχε ζήσει εις πλήρη απομόνωσιν εν τω εργαστηρίω του τέκτονος, εις την κοιλάδα της Γαλιλαίας. Όταν ήλθε κατά πρώτον εις τας όχθας του Ιορδάνου, ο μέγας πρόδρομος, κατά την ιδίαν αυτού εμφαντικήν και δις επαναληφθείσαν μαρτυρίαν, δεν τον εγνώριζε. Και εν τούτοις, μολονότι ο Ιησούς δεν είχεν ακόμη αποκαλυφθή ως Μεσσίας εις τον μέγαν προφήτην, τον κηρύσσοντα την έλευσίν του, υπήρχε κάτι τι εις το βλέμμα του, κάτι τι εις το αναμάρτητον κάλλος των τρόπων του, κάτι τι εις το πάνδημον μεγαλείον της όψεώς του, όπερ είλκυσεν αμέσως την ψυχήν του Ιωάννου και εκυριάρχησεν αυτής. Διά τους άλλους ήτο ο αμάλακτος προφήτης· ηδύνατο και βασιλείς ακόμη να επιτιμήση· αφήρει το προσωπείον των Φαρισαίων μετ' αγανακτήσεως· αλλά προ της παρουσίας εκείνου, όλη η υψηλοφροσύνη του καταπίπτει. Όπως όταν απρόοπτός τις τρόμος σταματά την αχαλίνωτον πτήσιν του αετού, και τον ρίπτει με ένα πεπνιγμένον κρωγμόν και με μαζωμένα τα πτερά εις το έδαφος, ούτω και προ εκείνης της αγνότητος του αναμαρτήτου βίου, και προ της υπεροχής της εσωτερικής ευδαιμονίας, ο άγριος προφήτης της ερήμου μεταβάλλεται εις ευπειθές και συνεσταλμένον παιδίον. Ο Ιωάννης έκυψε προ του ακηλιδώτου ανθρώπου, πρωτού αναγκασθή ν' αναγνωρίση αυτόν ως Θεόν. Προσεπάθησε μετά ζέσεως να «διακωλύση» τον σκοπόν του Ιησού. Αυτός όστις είχε δεχθή τας εξομολογήσεις όλων των άλλων, μετά σεβασμού τώρα και ταπεινώς ποιείται την ιδίαν αυτού εξομολόγησιν. «Εγώ χρείαν έχω υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;»
Η απάντησις αύτη περιλαμβάνει τους δευτέρους λόγους, ους αναφέρεται ειπών ο Ιησούς, και αποτελεί τας πρώτας λέξεις της διδαχής του ενώπιον πολυαρίθμου κοινού: — Άφες άρτι· «ούτω γαρ πρέπον εστιν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην.»
«Θέλω ράνει επάνω σας καθαρόν ύδωρ και θέλω σας καθαρίσει»(Ιεζ. 36, 25) — τοιούτο φαίνεται να ήτο το κήρυγμα του Ιωάννου προς τους αμαρτωλούς, οίτινες μετενόουν ειλικρινώς.
Αλλ' αν ούτως είχε το πράγμα, διατί ο Κύριος ημών δέχεται το βάπτισμα από τας χείρας του δούλου του; Οι ίδιοι λόγοι του μας λέγουν το διατί: ήθελε να πληρώση πάσαν δικαιοσύνην υποδεικνυομένην παρά του Θεού. Δεν εδέχετο το βάπτισμα ως συνέπειαν εξομολογήσεως, διότι ήτο αναμάρτητος· και υπό τοιαύτην έποψιν, προτού μάλιστα τον αναγνωρίση ως Χριστόν, ο Βαπτιστής σαφώς υπέδειξεν ότι η τελετή αύτη ήτο ως προς αυτόν εξαιρετική. Το εδέχθη ως επικυρωτικόν της αποστολής του μεγάλου προδρόμου του, ως ωραίον σύμβολον του ηθικού εξαγνισμού και ως ταπεινόν εγκαίνιον της διδασκαλίας του, ήτις δεν ήλθε να καταστρέψη τον νόμον, αλλά να πληρώση αυτόν. Αι ίδιαι λέξεις του αποκρούουν πάσαν ενδεχομένην παρερμηνείαν. Δεν λέγει «Οφείλω», αλλά «πρέπον εστιν ημίν». Δεν λέγει «χρείαν έχω βαπτισθήναι», ουδέ λέγει «χρείαν ουκ έχεις βαπτισθήναι υπ' εμού», αλλ' «άφες άρτι». Το βάπτισμα τούτο είναι αληθώς βάπτισμα μετανοίας.
Ούτω ο Ιησούς κατεβυθίσθη εις τα ύδατα του Ιορδάνου, — «προσευχόμενος», όπως τόσον χαρακτηριστικώς προσθέτει ο Λουκάς, — και τότε εδόθη άνωθεν το σημείον ότι αυτός ήτο «ο μέλλων να έλθη». Από τους σχισθέντας ουρανούς το Πνεύμα το Άγιον κατέβη εν είδει ακτινοβόλου περιστεράς και επτερύγισεν υπέρ την κεφαλήν του και φωνή εγένετο λαλούσα εις τα ώτα του Βαπτιστού.
— «Ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα».
via

Pages