Ο Γάμος εν Κανά — «Οίνον ουκ έχουσιν» — Η απάντησις προς την Παρθένον — Το θαύμα — Χαρακτήρες τούτου και άλλων θαυμάτων
«Τη τρίτη ημέρα (λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης) γάμος εγίνετο εν Κανά
της Γαλιλαίας». Γράφων εν πλήρει γνώσει και ζωηρά αναμνήσει παντός
γεγονότος το οποίον συνέβη κατά τας θεσπεσίας εκείνας ημέρας, σημειοί
τας χρονολογίας ως να ήσαν τα γεγονότα ταύτα τόσον οικεία εις τους
άλλους όσον και εις αυτόν. Η τρίτη ημέρα πρέπει να εννοηθή ως η τρίτη
μετά την αναχώρησιν του Ιησού εις Γαλιλαίαν. Εάν ωδοιπόρει συντόνως
ακολουθών την κοινήν οδόν, θα κατέλυε την πρώτην νύκτα εις Σιλώ ή Συχέμ,
την δευτέραν εις Εγγανίμ, την τρίτην θα έφθανεν εις Ναζαρέτ, και μη
ευρίσκων εκεί την μητέρα Του και τους αδελφούς Του (ήτοι τους οικείους
Του (4)), θα ηδύνατο εις μίαν και ημίσειαν ώραν ακόμη, να φθάση εις Κανά
εν καιρώ, διά να παρευρεθή εις τον γάμον.
Είναι γνωστόν ότι αι τελεταί αύται, ήρχιζαν περί την αμφιλύκην της
εσπέρας, εν Παλαιστίνη, ως και εν Ελλάδι, ωδήγουν δε την νύμφην, και
οψιαίτερον ακόμη, την νύκτα, βαθύπεπλον, ανθοστεφή, και λαμπροστόλιστον.
Προεπέμπετο με λαμπάδας, με άσματα και με χορούς εις την οικίαν του
γαμβρού. Συνωδεύετο υπό νεανίδων της κώμης, και ο νυμφίος ήρχετο εις
προϋπάντησίν της μετά των νεαρών φίλων του. Η παράδοσις λέγει, ότι
παράνυμφος ήτο ο Ναθαναήλ αλλ' η παρουσία της Παρθένου, επίτηδες
μεταβάσης ίσως, φαίνεται να δεικνύη ότι ο γαμβρός ή η νύμφη ήτο εκ των
συγγενών των. «Εκλήθη δε και ο Ιησούς και οι μαθηταί Αυτού εις τον
γάμον». Η χρήσις του ενικού ίσως σημαίνει ότι οι μαθηταί εκλήθησαν προς
χάριν του, όχι Αυτός προς χάριν εκείνων. Το ότι η Παρθένος έλαβε
προφανώς εξάρχουσαν θέσιν εις τον γάμον, και προστάττει τους
υπηρετούντας με τόνον εξουσίας. («Ό,τι αν λέγη υμίν ποιήσατε») πιθανόν
καθιστά ότι ο γάμος ήτο ενός των ανεψιών της, των υιών του Αλφαίου, ή
των θυγατέρων του Ιωσήφ, εις τας οποίας η παράδοσις αποδίδει ονόματα
Εσθήρ και Θάμερ. Ο δε Ιωσήφ είχεν αποθάνη, ως φαίνεται εκ της άκρας
σιωπής των Ευαγγελιστών, οίτινες, μετά την πρώτην επίσκεψιν του
δωδεκαετούς Χριστού εις Ιεροσόλυμα, δεν μνημονεύουν πλέον το όνομά του.
Είτε επτά ημέρας διήρκεσεν ο γάμος, όπως παρά τοις ευπόροις είθιστο,
είτε τρεις μόνον, όπως ήτο συνηθέστερον, αίφνης ο οίνος έλειψεν. Όστις
γνωρίζει πόσον ιερά και πλουσία είναι η φιλοξενία ανά την Ανατολήν, και
πόση μεγάλη η φιλοτιμία των αγόντων χαράν ή εορτάς κατ' οίκον, εκείνος
μόνον δύναται κατανοήση την λύπην και την στενοχωρίαν εις ην ευρέθησαν
τότε οι νεόνυμφοι και οι οικείοι των. Εις την Ανατολήν το έχουν αυτό ως
δυστύχημα και όνειδος.
Δυνατόν η αιτία της ελλείψεως ταύτης του οίνου να ήτο η παρουσία του
Ιησού και των πέντε συντρόφων του. Η πρόσκλησις έγεινε κυρίως διά τον
Ιησούν μόνον, ο δε νεαρός νυμφίος δεν θα ήξευρεν ότι από τεσσάρων ημερών
ο Ιησούς είχεν αποκτήσει πέντε μαθητάς και ακολούθους. Είναι πιθανόν
ότι δεν είχε γείνη πρόσθετος προμήθεια διά την αύξησιν ταύτην των
δαιτυμόνων. Ούτε είναι πιθανόν ότι, από μακράν πορείαν εννενήκοντα
μιλίων ελθούσα, η συνοδία του Ιησού συνεμορφώθη με το ιουδαϊκόν έθιμον,
και έφερε μεθ' εαυτής τροφάς και ασκούς οίνου.
Τούτων ούτως εχόντων, η μήτηρ του Ιησού θα είχεν ιδιαίτερον λόγον διά
να του είπη. «Οίνον ουκ έχουσιν». Η παρατήρησις ήτο βεβαίως εύστοχος
και σκόπιμος. Κανείς δεν είξευρεν, ως είξευρεν η Παναγία, ποίος ήτον ο
Υιός της· και όμως επί τριάκοντα έτη, καθ' α επερίμενεν εν υπομονή την
φανέρωσίν Του, τον έβλεπε να μεγαλόνη καθώς μεγαλόνουν τα άλλα παιδιά·
έζη εν πραότητι και ταπεινώσει και χάριτι και αναμαρτήτω σοφία, ως
νεόφυτον δένδρον ενώπιον του Θεού, πλην κατά τα άλλα όμοιος με τους
άλλους νέους, υπερέχων μόνον κατά το άκρως άσπιλον. Αλλά τώρα ήτο
τριακοντούτης, και η φωνή του μεγάλου Προφήτου, εκ της φήμης του οποίου
αντήχει το έθνος, τον είχε κηρύξει τον επηγγελμένον Χριστόν. Ηκολουθείτο
δημοσία υπό μαθητών, οίτινες τον ανεγνώριζον ως Διδάσκαλον και ως
Κύριον. Ιδού υπήρχεν εδώ μία δυσχέρεια να θεραπευθή, μία καλωσύνη να
γείνη, μία έλλειψις ν' αναπληρωθή. Δεν ήλθεν ακόμη η ώρα του; Ποίος
ημπορεί να είπη τι ηδύνατο να κάμη αν ήθελε, και αν το ήξευρε συμφέρον;
Δεν ηδύνατο τάχα να διατάξη στρατιάν φαιδρών αγγέλων, ως εκείνην ήτις
εκήρυξε την εν σπηλαίω γέννησίν Του, να έλθωσι και μεταβάλωσι το
ταπεινόν τούτο γαμήλιον συμπόσιον εις ουρανίαν σκηνήν;
Ισχυρά ήτο η πίστις της Παρθένου, καθαροί οι σκοποί της, εκτός ίσως
της τόσον φυσικής εκείνης επιθυμίας του να ίδη τον υιόν ενώπιόν της
τιμώμενον, καθά παρετήρησεν ήδη ο ιερός Χρυσόστομος. Και η ώρα του υιού
Της σχεδόν είχεν έλθη, αλλ' ήτο αναγκαίον τώρα και εισάπαξ να δείξη προς
αυτήν ότι από τούδε δεν ήτο μόνον Ιησούς ο Υιός της Μαρίας, αλλ' ο
Χριστός ο Υιός του Θεού. Και το έδειξε με αποφασιστικόν τρόπον.
«Τι εμοί και σοι, γύναι;» Αι λέξεις φαίνονται τραχείαι και απότομοι,
αλλά τούτο οφείλεται εν μέρει εις τους τρόπους μας και εν μέρει εις τας
νεωτέρας μας γλώσσας. Το «γύναι» ήτο τόσον αβρόν και ευλαβές εις την
Αραμαϊκήν γλώσσαν, εις ην ωμίλει πιθανώς ο Κύριος. Και επί του Σταυρού
ακόμη είπε το «Γύναι, ιδού ο υιός σου». Και το «τι εμοί και σοι,» είναι
κατά γράμμα μετάφρασις κοινής Αραμαϊκής φράσεως (μαχ λι βελάκ), η οποία
λύει μεν το ζήτημα και κόπτει τον λόγον, αλλ' όμως μετέχη αβρότητος και
φιλοφροσύνης. Η δε φιλοφροσύνη αύτη θα επετάθη ακόμη διά του τόνου και
του βλέμματος του Ιησού, διό και η Παρθένος, χωρίς ποσώς να προσβληθή ή
να λυπηθή, εστράφη προς τους διακονούντας και είπεν: — Ό,τι σας λέγη
κάμετε.
Εκεί ήσαν υδρίαι λίθιναι έξ κείμεναι, διά την ανάγκην του συνήθους
λουτρού και της καθαριότητος των ποδών και των χειρών, όπως είθιστο μετά
πάσαν οδοιπορίαν και προ του δείπνου εν τη Παλαιστίνη. Αι υδρίαι αύται
εχωρούσαν ανά μετρητάς δύο ή τρείς, τουτέστιν ως δεκαπέντε γαλλόνια. Ο
Ιησούς διέταξε τότε τους υπηρέτας·
— «Γεμίσατε τας υδρίας ύδατος». Και τας εγέμισαν ως επάνω. Είτα ο
Ιησούς διέταξε ν' αντλήσουν εκ του περιεχομένου και να το φέρουν εις τον
αρχιτρίκλινον, ήτοι τον συμποσίαρχον. Ο άνθρωπος, άμα εγεύθη το ύδωρ το
οποίον είχε μεταβληθή εις οίνον, τω παντοδυνάμω πνεύματι του Χριστού,
και δεν ήξευρε πόθεν τούτο — μόνον οι υπηρέται το ήξευραν, οι οποίοι
είχον γεμίσει οι ίδιοι τας υδρίας, και πάλιν οι ίδιοι εκένωσαν εκ των
υδριών εις αγγείον μικρότερον — εστράφη προς τον νυμφίον και του λέγει
ευθύμως: — Κάθε άνθρωπος βάλλει πρώτον τον καλόν οίνον, και όταν οι
καλεσμένοι μεθύσουν, τότε τον χειρότερον· συ όμως εφύλαξες τον καλόν
οίνον τελευταίον.
Τούτο ήτο το πρώτον σημείον, ή το πρώτον θαύμα του Ιησού. Πόσον
απλούν και πόσον θεσπεσίως γαλήνιον! Η μέθοδος του θαύματος, όπερ είναι
πολύ θαυμασιώτερον από τας συνήθεις ιάσεις των αρρώστων, υπερβαίνει την
ημετέραν κατάληψιν· και όμως δεν έγεινε με πομπήν ούτε με επίδειξιν.
Υπήρξαν εις τας ημέρας ταύτας της απιστίας άνθρωποι οίτινες μωρώς και
αλαζονικώς ηξίωσαν ότι ο Υιός του Θεού ώφειλε να κάμη τα θαύματά του
ενώπιον σοφών και επιστημόνων, εάν ήθελε να Τον πιστεύσωμεν. Αλλά πρώτον
ο Υιός του Θεού δεν έχει ανάγκην να Τον πιστεύσωμεν, κ' έπειτα οι σοφοί
και επιστήμονες του κόσμου τούτου δεν είναι ως τίποτε ενώπιόν Του. Η δε
πίστις των χριστιανών εις τον Υιόν του Θεού θα ήτο ακόμη ακλόνητος, και
αν δεν είχεν ευδοκήσει να κάμη θαύματα, καθώς δεν έκαμεν ο Ιωάννης. Τα
θαύματα του Χριστού υπήρξαν θαύματα απευθυνόμενα ουχί εις ψυχράν και
λεπτολόγον περιεργίαν, αλλ' εις στέργουσαν και ταπεινήν πίστιν. Υπήρξαν
τα σημεία της θείας αποστολής Του· αλλά το κυριώτερον τέρμα των ήτο η
ανακούφισις των ανθρωπίνων κακοπαθειών, η ανάδειξις ιεράς τινος
αληθείας, ή, ως εις την παρούσαν περίστασιν, η αύξησις της θεμιτής και
αθώας χαράς. Έν αφανές χωρίον, πτωχικός γάμος, οικία πενιχρά, ταπεινών
αγροτών ομήγυρις, παρέστησαν εις έν των μεγίστων δειγμάτων της θείας
παντοδυναμίας.
Το θαύμα είνε θαύμα, και παραδεχόμενοι αυτό, αναγκαίως παραδεχόμεθα
υπερφυές τι. Τι το όφελος, και πώς το θαύμα γίνεται καταληπτότερον, αν
υποθέσωμεν μετά του Ολσχάουζεν ότι το γενόμενον ήτο επιτάχυνσις των
ενεργειών της φύσεως; ή μετά του Νεάνδρου, ότι αι δυνάμεις του ύδατος
εμαγνητίσθησαν προς τας του οίνου; οι μετά του Λάγγε, ότι αι δαιτυμόνες
ήσαν εις κατάστασιν υπερφυσικής εξάρσεως; ή μετά του Μπάουρ, του Κάιμ
και άλλων ότι το θαύμα ήτο κάπως μόνον παραπλήσιον, όχι πραγματικόν;
Όσοι ευρίσκουν λυσιτελές να εκφέρουν τοιαύτας υποθέσεις, ας το κάμνουν·
εις ημάς φαίνονται δυσμήχανοι και ανωφελείς. Ωφέλει τις να πιστεύη ή ν'
απιστή· άλλον μέσον όρον δεν βλέπομεν. Η λέξις Φύσις ποίαν έννοιαν έχει,
αν δεν εμπερικλείη την ιδέαν του δημιουργού της; Εάν απλώς
αναγνωρίσωμεν το γεγονός, το οποίον μας διδάσκει η επιστήμη, ότι η
απλουστάτη και στοιχειωδεστάτη ενέργεια των νόμων της φύσεως είνε
ασυγκρίτως υπερτέρα της κατανοήσεως και της υψίστης νοημοσύνης μας· εάν
μόνον πιστεύσωμεν ότι η πρόνοια του Θεού δεν είνε αφηρημένη ιδέα, αλλά
ζώσα και φιλόστοργος μέριμνα υπέρ της ζωής του ανθρώπου· τέλος, εάν
εισάπαξ πιστεύσωμεν ότι ο Χριστός ήτο ο μονογενής Υιός και Λόγος του
Θεού, ο ελθών ίνα αποκαλύψη και φανερώση τον Πατέρα Του εις την
ανθρωπότητα, τότε τίποτε δεν υπάρχει εις τα θαύματα τα ιστορούμενα εν
τοις Ευαγγελείοις το οποίον να προσβάλη την πίστιν μας. Οφείλομεν να
θεωρούμεν τα θαύματα του Χριστού ως πηγάζοντα απ' αυτήν την ύπαρξιν και
την αποστολήν Του, φυσικώς και αφεύκτως, όπως αι ακτίνες από τον ήλιον.
Ήσαν όχι απλώς τέρατα, ή δυνάμεις, ή σημεία, αλλ' ήσαν έ ρ γ α, κατά την
λέξιν του Ευαγγελιστού Ιωάννου, τα συνήθη και άφευκτα έργα Εκείνου του
οποίου αύτη η ύπαρξις ήτο το υψηλότατον πάντων των θαυμάτων. Ήτο
αναμάρτητος, και τούτο ήτο θαύμα μέγιστον, περισσότερον ή όσον η πλάσις
του κόσμου. Είπέ τις των φιλοσόφων ότι δύο πράγματα τον εξέπληττον· οι
έναστροι ουρανοί και ο ηθικός νόμος ο εν αυτοίς· αλλ' εις ταύτα
προσετέθη τρίτη πραγματικότης η πλήρωσις του ηθικού νόμου η εν τω Ιησού
Χριστώ. Ήλθε Θεός επί της γης, και ως Θεός έπραξεν.
Υπάρχουσι δε δύο χαρακτήρες του πρώτου τούτου θαύματος αξιοσημείωτοι.
Ο είς τούτων είνε το ανθρωπιστικόν και το κοινωνικόν του θαύματος. Η
αποστολή Του είνε χαράς και ειρήνης αποστολή. Δεν επιβάλλει την άσκησιν
και σκληραγωγίαν, αν και την δέχεται εν μετανοία και συντριβή
προσφερομένην, αλλ' επιτρέπει την αθώαν χαράν· δεν επιτάσσει την
αναγκαστικήν αγαμίαν και αγνείαν, αν και την αναγνωρίζει εις όσους
δέδοται, αλλ' εγκρίνει τον ιερόν δεσμόν του γάμου. Διά την ιδίαν πείναν
του δεν ήθελε να μεταβάλη τους λίθους εις άρτους, και προς χάριν των
άλλων μεταβάλλει το ύδωρ εις οίνον. Το πρώτον θαύμα του Μωυσέως υπήρξε
το να μεταβάλη τον ποταμόν ανόμου έθνους εις αίμα. Το πρώτον του Ιησού
το να γεμίση τας υδρίας ακάκου οικογενείας με οίνον.
Ο έτερος χαρακτήρ είνε το συμβολικόν του θαύματος. Καθώς όλα σχεδόν
τα θαύματα του Χριστού, μετέχει ελέους, εμβλήματος, και προφητείας. Ο
κόσμος αποδίδει πρώτον ό,τι καλόν έχει και είτα όλην την υποστάθμην και
την πικρίαν. Αλλ' ο Χριστός ήλθε να μετατρέψη όλα τα χθαμαλώτερα εις τα
πλουσιώτερα και γλυκύτερα, τα βάρη του Μωσαϊκού νόμου εις τον τέλειον
νόμον της ελευθερίας, το βάπτισμα του Ιωάννου εις βάπτισμα εν Αγ.
Πνεύματι και πυρί, την λύπην και την μόνωσιν εις συμβίωσιν αρμονικήν,
την θλίψιν και τον στεναγμόν εις ελπίδα και ευλογίαν, και το ύδωρ εις
οίνον. Και ούτω η κατά Θεόν πολιτεία την οποίαν ο Χριστός εκόσμησε κ'
εκάλλυνε διά της Παρουσίας Του και του πρώτου θαύματός Του εν Κανά της
Γαλιλαίας προεικονίζει την μυστικήν ένωσιν του Χριστού και της Εκκλησίας
Του· και το κοινόν στοιχείον το οποίον θαυμασίως μετέβαλεν εις οίνον
αποβαίνει τόπος της ζωής μας μεταμορφωμένης κ' εξευγενιζομένης διά των
προσδοκιών της ουρανίου ευφροσύνης· τύπος του οίνου τον οποίον Εκείνος
θα πίη καινόν μεθ' ημών εν τη βασιλεία του Πατρός.