ΠΟΛΥΤΟΝΙΚΟ
ἐξετάζονται ἐδῶ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν
μονοτονιστῶν.
1)
«Τὸ πολυτονικὸ εἶναι συντηρητικό». Γιατί τότε μὲ πολυτονικὸ
ἔγγραφαν ἀριστεροὶ ὅπως ὁ Καστοριάδης, ὁ
Βρεττάκος, ἡ Ζωγράφου καὶ ὁ Ρίτσος,
ἀκόμη καὶ μετὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ;
Γιατί οἱ τρεῖς πρώτοι ἐναντιώθηκαν δημόσια στὸ μονοτονικό, ἂν καὶ Ἀριστεροί; Ἡ
ἀπάντηση εἶναι μία: οἱ μονοτονιστὲς εἶναι συκοφάντες, γιατὶ, ἐνῶ ἡ
πραγματικότητα δείχνει τὸ ἀντίθετο, ἰσχυρίζονται ὅτι ὅσοι ζητοῦν τὴν ἐπαναφορὰ
τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι εἴτε (ἀκρο)δεξιοὶ εἴτε κατὰ βάθος ὁπαδοὶ τῆς καθαρεύουσας,
τὴν ὁποία μὴ μπορῶντας δημόσια νὰ ὑπερασπιστοῦν, τάσσονται ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ,
στὴν πραγματικότητα μὲ σκοπὸ ἀπώτερο νὰ ἐπανέλθει ἡ καθαρεύουσα. Τοὺς
συμφέρει νὰ τσουβαλιάζουν τοὺς πολυτονιστὲς καθαρευουσιάνους μὲ τοὺς
δημοτικιστὲς πολυτονιστές.
Η προσπάθεια νὰ ἐμφανιστεῖ τὸ μονοτονικὸ ὡς ἡ ἀναπόφευκτη ἢ λογικὴ συνέχεια τῆς
δημοτικῆς καὶ τῆς μεταρρύθμισης του 1976 εἶναι συνεπῶς ἀβάσιμη. Οἱ δημοτικιστὲς
ποιητὲς καὶ λογοτέχνες τῶν ἀρχῶν τοῦ 20οῦ καὶ τοῦ τέλους τοῦ 19ου αἰ. δὲν
ὑποστήριζαν τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ ἔγραφαν τὴ δημοτικὴ στὸ πολυτονικό.
Τὸ μονοτονικὸ καὶ τὸ πολυτονικὸ εἶναι τονικὰ συστήματα, ἡ
καθαρεύουσα κι ἡ δημοτικὴ μορφὲς τῆς ἑλληνικῆς. Τὸ ἀντίθετο τοῦ πολυτονικοῦ δὲν
εἶναι ἡ δημοτική, λοιπόν (ἀφοῦ δημοτικιστὲς ἔγραφαν καὶ γράφουν στὸ πολυτονικό),
ἀλλὰ τὸ μονοτονικό. Ἀγνοοῦν ἠθελημένα ἐπιπλέον ὅσοι προσδίδουν στὴν
δημοτικὴ τῆς Μεταπολίτευσης (καὶ τῆς Δημοκρατίας) ἀντιπολυτονικὸ χαρακτήρα ὅτι
πρὶν τὸ 1982 ὁ Ριζοσπάστης καὶ ἡ Αὐγὴ τυπώνονταν μὲ πολυτονικὸ καὶ ὄχι μὲ
μονοτονικό. Φυσικὰ οἱ συκοφάντες μονοτονιστὲς δὲν πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψουν τὸ
παραμύθι τους "πολυτονικό = καθαρεύουσα" (ὅλοι τὸ ἴδιο ἀκριβῶς λὲν... ἴσως ἔχουν
κοινὸ ἰνστρούχτορα καὶ βγαίνουν ὅλοι φτυστοί), διότι ἡ παραδοχὴ ἐκ μέρους τους
τῆς ἀβασιμότητάς του θὰ κονιορτοποιοῦσε ἕνα κλασσικὸ ἐπιχείρημά τους, ὅτι αὐτοὶ
εἶναι οἱ δημοκράτες, οἱ φιλολαϊκοί. Ὅτι μετὰ τὴν
καθιέρωση τῆς δημοτικῆς καθιερώθηκε τὸ μονοτονικό, εἶναι ἕνα ἐπιχείρημα ἐκ τῶν
ὑστέρων: δὲν ἀποδεικνύει τὴν ἐσωτερικὴ διασύνδεση δημοτικῆς καὶ μονοτονικοῦ οὔτε
ἀποδεικνύει ὅτι ἅπαξ καὶ καθιερώθηκε ἡ δημοτική, τὸ μονοτονικὸ ἦταν πρὸ τῶν
θυρῶν ἢ (ἀκόμη πιὸ μεταφυσικὴ ἀντίληψη) ἀναπόφευκτο.
2) «Τὸ
πολυτονικὸ εἶναι ἄχρηστο. Σύμβολα ποὺ δὲν ἀλλοιώνουν τὴν ἀνάγνωση/προφορά δὲν
εἶναι ἀπαραίτητα». Ἀπαντοῦμε:
i) Ἂν εἶναι
ἔτσι, τότε ἂς ἐξηγήσουν, ἡ φράση «Η Νίκη πρόβαλε μοιραία μπροστά του»
σημαίνει α’) «ἡ Νίκη πρόβαλε μοιραῖα μπροστά του» ἢ β’) «ἡ Νίκη πρόβαλε μοιραία
μπροστά του»; Στὸ α’) ἡ λέξη μοιραῖα εἶναι ἐπίρρημα˙ στὸ β’) ἐπίθετο. Ἄλλο
παράδειγμα: ἡ φράση «τρικυμία παρέσυρε βοηθό ασυρματιστή» σημαίνει α’) «τρικυμία
παρέσυρε βοηθὸ ἀσυρματιστή» ἢ β’) «τρικυμία παρέσυρε βοηθὸ ἀσυρματιστῆ»; Στὸ α’)
ὁ παρασυρμένος εἶναι β’ ἀσυρματιστὴς, ἐνῶ στὸ β’) εἶναι βοηθὸς τοῦ ἀσυρματιστῆ,
ἀλλὰ ὄχι ἀσυρματιστὴς ὁ ἴδιος. Τρίτο παράδειγμα: ἡ φράση «περιμένω την ακριβή
εικόνα που μου υποσχέθηκες» σημαίνει α’) περιμένω κάποια εἰκόνα μεγάλης
χρηματικῆς ἀξίας («ἀκριβὴ») ἢ β’) περιμένω κάποια πιστὴ ἀντιγραφὴ τῆς αὐθεντικῆς/πρότυπης
εἰκόνας («ἀκριβῆ»); Βλέπουμε, λοιπόν, πόσο σημαντικὴ εἶναι ἡ «ἄχρηστη»
περισπωμένη ( ῀ ). Βοηθᾶ στὴν κατανόηση δύσκολων νοηματικῶς φράσεων, ποὺ,
ἂν χρησιμοποιοῦμε μόνο τὴν ὀξεία, ἀδυνατοῦμε ν’ ἀντιληφθοῦμε ἄμεσα τὸ νόημα. Οἱ
μονοτονιστὲς θὰ ἀπαντήσουν ὅτι τὸ νόημα βγαίνει ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα.
Ἀλλὰ μιὰ γραπτὴ γλώσσα πρέπει νὰ ἔχει ἀκρίβεια νοηματικὴ δίχως νὰ πρέπει νὰ
κρυφοκοιτᾶμε δίπλα, πάνω ἢ κάτω ἀπὸ τὴ φράση ποὺ διαβάζουμε, χάνοντας τὸν εἱρμὸ
τῆς σκέψης. Γιατὶ ἔτσι βοηθᾶται ὁ ἀναγνώστης στὴν ἄμεση, ταχεία κατανόηση τοῦ
νοήματος κάθε πρότασης. Ἀλλιῶς παρουσιάζονται νοηματικὲς ἀσάφειες.
Μονοτονικὴ γραφή, ἄνευ περισπωμένης, σημαίνει γλωσσικὸ ἐπίπεδο παντομίμας.
ii) Καὶ ἡ βαρεία ( ` )
εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητη.
Παράδειγμα: μποροῦν νὰ ἐξηγήσουν οἱ μονοτονιστὲς, ἂν ἡ φράση «γιατί
έφυγε» σημαίνει ὅτι α’) ἀναρωτιώμαστε γιὰ ποιὸ λόγο ἔφυγε («γιατί
ἔφυγε») ἢ β’)
αἰτιολογοῦμε τὴν ἀναχώρηση («γιατὶ ἔφυγε»); Στὸ παράδειγμα αὐτὸ βλέπουμε
πόσο
χρήσιμη εἶναι ἡ «ἄχρηστη» βαρεία. Τὸ «γιατὶ»
εἶναι αἰτιολογικό (ἐπειδή, διότι), ἐνῶ τὸ «γιατί»
εἶναι ἐρωτηματικό (γιὰ ποιὸ λόγο). Μόνο μὲ κλεφτὲς ματιές, δηλαδὴ χάσιμο χρόνου
καὶ διακοπὴ τῆς συνέχειας τῆς σκέψης, μπορεῖ κανεὶς νὰ κατανοήσει ἂν τὸ «γιατί»
εἶναι «γιατὶ» ἢ «γιατί». Ἀλλὰ ἡ βαρεία, ποὺ συνήθως μπαίνει στὴν τελευταία
τονισμένη συλλαβή τῶν λέξεων εἶναι καὶ φωνητικῶς ὀρθή, γιατὶ προφέροντας λ.χ. τὴ
φράση «Γλυκὸ κραςί.», μαλακώνουμε τὴν τάση τῆς φωνῆς ὅταν τονίζουμε τὸ «γλυκὸ»,
ἐναρμονίζοντας ἔτσι μουσικὰ τὴν πρώτη μὲ τὴ δεύτερη λέξη. Ἀντίθετα, στὸ «κραςί.»,
ἐπειδὴ ἀκολουθεῖ σημεῖο στίξης (ἡ τελεία), κόβεται δηλαδὴ ἡ ἀναπνοή, ἐντείνουμε
τὴν ἔνταση τῆς φωνῆς, διότι τὸ σημεῖο στίξης τρέπει –«κοιμίζει» ἔλεγαν κάποτε –
τὴν ὀξεία σὲ βαρεία. Ἂν ὅμως ἡ πρόταση δὲν σταματοῦσε στὸ «κραςί.», ἀλλὰ ἦταν «Γλυκὸ
κραςὶ πεθύμησα.», ἐκφωνοῦμε τὸ «γλυκὸ» καὶ τὸ «κραςὶ» βαρύνοντας τὸν τὸνο καὶ
στὶς δυὸ λέξεις. Ἀλλὰ καὶ τὸ ὁρκωτικὸ μόριο "μα" ("μά τὴν
ἀλήθεια"), τὸ προτρεπτικὸ μόριο "για" (γιά ἔλα) καὶ τὸ δεικτικὸ μόριο "να" (νά ἡ
Μαρία) παίρνουν ὀξεία πάντοτε, ὥστε νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ τὸν σύνδεσμο "μα" (μὰ σοῦ
τὸ εἶπα), τὸν σύνδεσμο "να" (θέλω νὰ πάω) καὶ τὸ βουλητικὸ μόριο "να" (θέλω νὰ
πάω), τὰ ὁποῖα παίρνουν βαρεία. Κάποιος μονοτονιστὴς ἐμμένοντας στὸ ἐπιχείρημα
τοῦ κοινοῦ συκοφάντη ("πολυτονικό = καθαρεύουσα") εἰρωνεύτηκε τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ
πολυτονιστὲς ὡς παράδειγμα ὑπὲρ τῆς βαρείας χρησιμοποιοῦν τὴ διάκριση μεταξὺ
αἰτιολογικοῦ καὶ ἐρωτηματικοῦ "γιατι", ἰσχυριζόμενος ὅτι λίγες δεκαετίες πρὶν οἱ
πολυτονιστὲς θὰ ἔφριτταν μὲ τέτοια "μαλλιαρὰ" παραδείγματα, γιατὶ ἀπέφευγαν νὰ
χρησιμοποιήσουν τὸ δημοτικὸ "γιατὶ" προτιμῶντας ἀποκλειστικὰ τὸ καθαρευουσιάνικο
"διότι". Ὁ δημοτικιστὴς Τριανταφυλλίδης πολὺ πρὶν τοὺς "καθαρευουσιάνους
πολυτονιστὲς" γράφει τὴ δεκαετία του 1940 ὅτι σωστὰ τονίζονται μὲ διαφορετικὸ
τρόπο τὸ ἐρωτηματικὸ "γιατί" καὶ τὸ "πῶς" σὲ σχέση μὲ τὸ αἰτιολογικὸ "γιατὶ" καὶ
τὸ ἀναφορικὸ "πὼς", διότι "ἔτσι μόνο ἀναγνωρίζονται εὔκολα καὶ ἀμέσως, καὶ
διαβάζονται σωστὰ λέξεις ποὺ ἀλλιῶς θὰ μπερδεύονταν μὲ τὶς ὁμόηχες". Ἄρα δὲν
εἶναι ἕνα πρόσφατο, ὑπὲρ τῆς βαρείας, ἐπιχείρημα ἀπελπισίας κάποιων "κρυπτοκαθαρευουσιάνων"
ἡ ἀναφορὰ στὴ διαφορὰ μεταξὺ γιατὶ καὶ γιατί,
ὅπως οἱ μονοτονιστὲς ἰσχυρίζονται: εἶναι ἕνα κλάσσικὸ ἐπιχείρημα
δημοτικιστῆ, ἀκόμη κι ἂν ὁ τελευταῖος ἦταν ὑπὲρ τῆς ἁπλοποίησης.
iii) Ἀλλὰ καὶ
τὰ πνεύματα εἶναι ἀπόδειξη τῆς ἱστορικῆς συνέχειας τοῦ προφορικοῦ λόγου. Ἄλλο
πρᾶγμα τὸ «ὅρος» κι ἄλλο τὸ «ὄρος». Τὸ πρῶτο σημαίνει ὅριο, ὅρο συμφωνίας, ἐνῶ
τὸ πρῶτο σημαίνει τὸ βουνό. Ἀλλά, νὰ καταργούσαμε τὴ δασεία καὶ τὴν ψιλή, ἐπειδὴ
δὲν εἶναι τόσο σημαντικὴ πιὰ ἡ ἀλλαγὴ στὴν προφορά, καὶ νὰ φτιάξουμε ἕνα τρίτο,
ἐνδιάμεσο σύστημα μεταξὺ ἀρχαίου πολυτονικοῦ καὶ μονοτονικοῦ (ὅπως προτείνουν
μερικοί), εἶναι ἄδικος καὶ ἐπιπλέον βλαβερὸς κόπος. Θὰ σήμαινε νὰ πρέπει νὰ
ξαναγράψουμε ὁλόκληρη τὴν ἀρχαία γραμματεία σὲ νέο σύστημα, ἄνευ δασειῶν, ἢ νὰ
χρησιμοποιοῦμε δύο πολυτονικὰ συστήματα, ἕνα γιὰ τὴν ἀρχαία κι ἕνα γιὰ τὴ νέα
γλώσσα.
Ὑπόψιν ὅτι αὐτὴ τὴ στιγμὴ τὰ παιδιὰ μαθαίνουν οὔτως ἢ ἄλλως δύο συστήματα
τονισμοῦ, τὸ μονοτονικὸ ἀρχικᾶ καὶ ὕστερα τὸ πολυτονικό. Ὁπότε, ἀφοῦ
θέλουν-δὲ-θέλουν οἱ μονοτονιστές, τὰ παιδιὰ τὸ μαθαίνουν τὸ πολυτονικό, δηλαδὴ
μαθαίνουν ἔτσι κι ἀλλιῶς ποιὲς λέξεις δαςύνονται, ἀπὸ ἄποψης λιγότερων ὀδυνῶν
εἶναι καλύτερο νὰ διδάσκωνται μόνο τὸ πολυτονικὸ (διότι θὰ ἦταν φρικτὸ νὰ
μαθαίνουν ἀρχαῖα δίχως πνεύματα καὶ
περισπωμένεςΚΑΙΜΑΛΛΟΝΘΑΗΤΑΝΛΙΓΟΚΟΥΡΑΣΤΙΚΟΝΑΔΙΑΒΑΖΟΥΝΕΤΣΙΤΑΑΡΧΑΙΑΗΤΑΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΑΚΕΙΜΕΝΑΕΠΕΙΔΗΕΤΣΙΤΑ
ΣΚΑΛΙΖΑΝΣΤΙΣΠΛΑΚΕΣΤΟΝΠΕΜΠΤΟΑΙΩΝΑΠΡΟΧΡΙΣΤΟΥ),
παρὰ τὸ μονοτονικό. Γιατί νὰ μὴν χρησιμοποιοῦμε τὸ ὑπάρχον πολυτονικὸ σύστημα,
ἑνιαῖα, λοιπόν;
iv) Ἐπιπλέον,
παρατηροῦμε ὅτι στὸ μονοτονικὸ οἱ μονοςύλλαβες λέξεις δὲν παίρνουν τόνο, πράγμα
ποὺ ἔρχεται σὲ σαφῆ ἀντίθεση μὲ τὴν προφορικὴ γλώσσα. Ἂν ὑποτεθεῖ ὅτι ὁ τόνος μᾶς
προστάζει νὰ ἐντείνουμε τὴ φωνή, μονοτονισμένες φράσεις ὅπως «να πάρεις το στυλό
και το μολύβι» δὲν διαβάζονται σὲ ἁρμονία μὲ τὴν
πραγματικὴ προφορά τους. Ἂς δοκιμάσουν οἱ μονοτονιστὲς νὰ προφέρουν ἄηχα τὸ
«να», τὸ «το» καὶ τὸ «και», στὴν παραπάνω φράση˙ θὰ ἔχουν ἔκτρωμα προφορᾶς τῆς
Ἑλληνικῆς, μιὰ λαχανιασμένη ψιθυριστὴ γλώσσα.
Ἀλλιῶς τὰ προφέρουμε κι ἀλλιῶς τὰ γράφουμε. Ἐκπληκτικὴ πρόοδος στὴν
προφορά. Μὲ τὸ πολυτονικό, ὅπου καὶ οἱ μονοςύλλαβες λέξεις
τονίζονται, δὲν ὑπάρχει τέτοια πιθανότητα νὰ «πνιγεῖ» ὁ ἀναγνώστης ἢ νὰ καταλήξει
νὰ ψιθυρίζει τὶς μονοςύλλαβες λέξεις.
Θὰ ποῦν ὁρισμένοι μονοτονιστές: "Γράφουμε ἄνευ τόνου το "ναι", ἀλλὰ ἐπειδὴ
ξέρουμε ἐκ τῶν προτέρων (δηλ. μιλῶντας) ὅτι τὸ "ναι" τονίζεται, δὲν ὑπάρχει
πρόβλημα". Αὐτὲς τὶς ταχυδακτυλουργίες, θὰ ἦταν καλὸ νὰ τὶς ἀφήσουν.
Γιατὶ αὐτοὶ ἦταν ποὺ κραυγάζανε γιὰ τὴν ἐναρμόνιση γραπτοῦ-προφορικοῦ
λόγου καὶ τὴν κατάργηση, στὸν γραπτό, ὅσων πραγμάτων δὲν ὑπάρχουν στὸν
προφορικό. Ὁ γραπτὸς λόγος πρέπει νὰ ἔχει σαφήνεια. Ἔτσι δὲν ὑπάρχει
ἐναρμόνιση,
ὑπάρχει διαστροφὴ τῆς ὑπάρχουσας προφορᾶς, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸ ἂν ξέρουμε ἢ
δὲν
ξέρουμε ἐκ τῶν προτέρων ποιὰ προφορὰ εἶναι ἡ σωστή. Γιατὶ εἶναι
ὁ τρόπος τονισμοῦ ποὺ θὰ ὑποδείξει τὴ σωστὴ προφορὰ τὴ στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία
διαβάζουμε, ὄχι τὸ ἀντίθετο, ὄχι ἡ (ὑποτιθέμενη
γνωστὴ ἢ δεδομένη) προφορὰ ποὺ θὰ διορθώνει τὸν
λανθασμένο γραπτὸ τρόπο τονισμοῦ. Γιατὶ ἡ σαφήνεια εἶναι τὸ
ζητούμενο ἀπὸ τὸ γραπτό λόγο.
Πράγματι οἱ μονοτονιστὲς ἐξαγριώνονται καὶ μόνο στὴν ἄποψη ὅτι τὸ μονοτονικὸ
ὁδηγεῖ σὲ δυσλεξία, ὡστόσο δὲν κατέθεσαν κανένα σοβαρὸ ἀντεπιχείρημα. Ἡ
μηχανιστικὴ μέθοδος τονισμοῦ (μονοσύλλαβη λέξη: ἄνευ τόνου. Δισύλλαβη: τόνος)
δὲν λαμβάνει ὑπόψη της ὅτι στὴν Νέα Ἑλληνικὴ καὶ οἱ μονοσύλλαβες λέξεις
τονίζονται. Τί ἀπαντοῦν οἱ μονοτονιστὲς γι' αὐτό; Εἴτε (α) ὅτι "τίποτε δὲν
ἔχει σημασία", ἀφοῦ γι' αὐτοὺς γλώσσα=προφορικὸς λόγος μόνον(!), ὁπότε δὲν ἔχει
(!) σημασία ὁ τρόπος γραφῆς: ἔτσι ὅμως καταρρίπτουν τὸ δικό τους ἐπιχείρημα κατὰ
τῶν πολλῶν τόνων, ὅτι "ἀφοῦ δὲν τοὺς προφέρετε, τί τοὺς βάζετε;", γιατὶ ἂν "δὲν
πειράζει" ποὺ ὁ γραπτὸς λόγος ἀποκλίνει ἀπὸ τὸν προφορικό (ὅπως μὲ τὸν
μονοτονικὸ μὴ-τονισμὸ τῶν μονοσύλλαβων λέξεων οἱ ὁποῖες στὸν προφορικὸ λόγο
τονίζονται), τότε ἐπίσης "δὲν πειράζει" ἐὰν ὑπάρχει καὶ ἡ περισπωμένη ἢ τὰ
πνεύματα. Ἀλλὰ ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι τὸ πολυτονικό, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τονίζει καὶ τὶς
μονοσύλλαβες λέξεις, εἶναι πιὸ κοντὰ στὸν προφορικὸ λόγο ἀπὸ τὸ μηχανιστικὸ
μονοτονικό. Εἴτε (β) ὅτι θὰ ἀπαντήσουν ἀργότερα: τὴν ἑπόμενη χιλιετία προφανῶς.
Ἐδῶ πρέπει νὰ γίνει λόγος γιὰ τὸ "μηχανιστικὸ" τοῦ μονοτονικοῦ τονισμοῦ. Ποιὸς
φωστήρας ἄραγε σκέφτηκε ὅτι οἱ μονοσύλλαβες λέξεις (το, την, θα, για, θες, ναι
κ.ο.κ.) δὲν τονίζονται στὸν προφορικὸ λόγο καί, συνεπῶς, δὲν (πρέπει νὰ)
παίρνουν τόνο στὸν γραπτό; "Δύο πόδια κακό, τέσσερα πόδια καλό", ποὺ φώναζαν τὰ
πρόβατα στὴ Φάρμα τῶν Ζώων. Γιατὶ προφανῶς κάποιος καρα-δημοκράτης γλωσσολόγος
ἦταν αὐτὸς ποὺ σκέφτηκε τὸν παραπάνω κανόνα τονισμοῦ.
Δὲν ἦταν "φυσικὸς" ὁ
κανόνας αὐτός. Κανονίστηκε ἔτσι. Ἔ, λοιπόν, ἂς τοὺς χαίρονται τέτοιους
γλωσσολόγους οἱ μονοτονιστές. Τοὺς ἱατροδικαστὲς αὐτοὺς τῆς γλώσσας, ποὺ
καθορίζουν ὅπως γουστάρουν καὶ σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν προφορικὸ λόγο τὸν
τονισμὸ τοῦ γραπτοῦ, ἂς τοὺς κάνουν ὅσα ἀγάλματα θέλουν κι ἂς τοὺς λιβανίζουν
στοὺς αἰῶνες. Ἐπιστήμονες οἱ ὁποῖοι διαστρέφουν τὴν προφορὰ τῆς γλώσσας στὸ
ὀνομα μάλιστα τῆς ἐναρμόνισης τοῦ γραπτοῦ μὲ τὸν προφορικὸ λόγο, εἶναι
- στὸ σημεῖο αὐτὸ - γιὰ γέλια
καὶ ὄχι ἄξιοι σεβασμοῦ. Ἂς τοὺς κάνουν καὶ σημαία καὶ λάβαρο τοῦ ἀγώνα τους οἱ
μονοτονιστές. Ἄνθρωποι ποὺ ἔκαναν τέτοια λάθη δὲν εἶναι ἀξιοσέβαστοι ὡς "ἀντικειμενικοὶ"
ἐπιστήμονες οὔτε ὅσα ὑποστήριξαν στὸ ζήτημα αὐτὸ
εἶναι δόγματα ἀκαταμάχητα.
3) «Τὸ
πολυτονικὸ εἶναι χάσιμο χρόνου. Δὲν μαθαίνεται εὔκολα καὶ βασανίζονται τὰ παιδιά»,
λένε οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ μονοτονικοῦ. Κρίνοντας ἀπὸ τὰ
παραπάνω, τὸ πολυτονικὸ ὄχι μόνο δὲν εἶναι χάσιμο χρόνου, ἀλλὰ εἶναι καὶ
ἀπαραίτητο, γιὰ νὰ μὴν καταλήξουμε τραυλοί, μουγγοὶ καὶ ἀποβλακωθοῦμε, ὅταν
διαβάζουμε, φωναχτὰ ἢ σιωπηρά, τὰ γραπτὰ ἑλληνικὰ κείμενα. Ὅσο γιὰ τὴ
δυσκολία, αὐτὸ ἀφενὸς εἶναι ἐπιχείρημα τῶν τεμπέληδων, δηλαδὴ τῶν χαραμοφάηδων,
ἀφετέρου εἶναι πολὺ σαθρὸ ἐπιχείρημα: τὴ στιγμὴ ποὺ τὰ παιδάκια τοῦ δημοτικοῦ
μαθαίνουν ἀπέξω χιλιάδες ἄχρηστα πράγματα (ἀπὸ τοὺς παῖχτες τῶν ὁμάδων ὣς τοὺς
παῖχτες τῶν τηλεπαιχνιδιῶν), τὸ νὰ μάθουν τοὺς κανόνες τοὺ πολυτονικοῦ εἶναι
ἀπείρως εὐκολότερο καὶ ἀπαιτεῖ ἀπείρως λιγότερη σπατάλη φαιᾶς οὐσίας.
4)
Ἀσυναίσθητα τὸ μονοτονικὸ ὁδηγεῖ στὴ φωνητικὴ γραφή, δηλαδὴ στὴ γραφή, ὅπου ἡ
σημαςία περιορίζεται στὴν ἡχητικὴ μορφὴ τῆς λέξης˙ στὴ φωνητικὴ γραφή, ποὺ
λειτουργεῖ σὰ μαγνητόφωνο, ποὺ ἀντὶ σημασιῶν ἐγγράφει ἁπλῶς ἥχους. «Πάλι»,
«πάλη», «pali». Σὲ τέτοιου εἴδους μονοπάτια ὁδηγεῖ τὸ μονοτονικό. Σὲ μορφὴ
γραπτῆς γλώσσας ποὺ εἶναι μηχανιστική.
Ἐδῶ ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ ἀκόμη μιὰ κουτοπονηριὰ τῶν μονοτονιστῶν. Οἱ τελευταῖοι
ἰσχυρίζονται πὼς ὅταν οἱ πολυτονιστὲς ὑποστηρίζουν ὅτι μονοτονικὸ καὶ
ἐκλατινισμὸς τῆς γραφῆς ἢ φωνητικὴ γραφὴ εἶναι ἀλληλένδετα, ὅτι τὸ μονοτονικὸ
εἶναι προθάλαμος στὴν φωνητικὴ γραφὴ κι ἔπειτα στὴν λατινικὴ γραφή, ψεύδονται.
Ἰσχυρίζονται δηλαδὴ οἱ μονοτονιστὲς ὅτι οἱ πολυτονιστὲς
τοὺς συκοφαντοῦν ἀποδίδοντας στοὺς πρώτους πρόθεση ἐκλατινισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς
γραφῆς καὶ ὅτι ἡ κατάργηση τῶν τόνων καμμία ἀμεση ἢ ἔμμεση σχέση μὲ υἱοθέτηση
τοῦ λατινικοῦ ἀλφάβητου δὲν ἔχει οὔτε εἶχε ποτέ. Ἀλλὰ ἀκριβῶς οἱ
μονοτονιστὲς ἀποσιωποῦν τὶς προτάσεις Γληνοῦ καὶ προβάλλουν μόνο τὸν Κακριδῆ
(ὁ ὁποῖος, ἂν καὶ δημοκράτης, σύμφωνα μὲ τὸν Γ. Κορδᾶτο ["Ἱστορία τοῦ γλωσσικοῦ
μας ζητήματος" σ. 244, Ε' Ἔκδοση, Μπουκουμάνης, 1973] ὑπῆρξε πνευματικὸς
σύμβουλος τῆς 4ης Αὐγούστου): ὁ
Γληνὸς συνδύαζε τὴν πρότασή του γιὰ κατάργηση τῶν τόνων ὄχι ἁπλῶς μὲ τὴν
κατάργηση τῆς ἱστορικῆς ὀρθογραφίας, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν υἱοθέτηση τοῦ λατινικοῦ
ἀλφαβήτου. Ὁ λόγος ποὺ τὶς ἀποσιωπᾶ ὅλη ἡ παράταξη τῶν μονοτονιστῶν εἶναι ὅτι
αὐτὲς ἀποδεικνύουν πὼς διόλου "κινδυνολογία" δὲν εἶναι ἡ ἐπισήμανση τῆς σύνδεσης
μεταξὺ προτάσεων γιὰ κατάργηση τῶν τόνων καὶ προτάσεων γιὰ λατινικὸ ἀλφάβητο:
ἱστορικὰ οἱ ἐμπνευστὲς τοῦ
μονοτονικοῦ, παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις τῶν σημερινῶν μονοτονιστῶν γιὰ τὸ ἀντίθετο,
συνδύαζαν ἄνετα μονοτονικὸ καὶ ἐκλατινισμὸ τῆς γραφῆς. Δὲν πρόκειται γιὰ "ἀκόμη
μιὰ φοβία τῶν πολυτονιστῶν", ἀλλὰ γιὰ προγραμματικὴ θέση τῶν πρώτων μονοτονιστῶν.
Καὶ δὲν ἦταν μόνο ὁ Γληνός, ὁ ὁποῖος ἦταν τόσο ἀπύθμενα κομπλεξικός, ὥστε
πίστευε (στὰ 1929) ὅτι τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο "μᾶς εἰσάγει μορφικὰ στὴν οἰκογένεια
τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν" (λὲς καὶ οἱ Σλάβοι ποὺ δὲν ἔχουν τὸ λατινικὸ ἀλφάβητο, δὲν
εἶναι Εὐρωπαῖοι!), ἀλλὰ καὶ ὁ Φῶτος Γιοφύλλης,
ὁ Μ. Φιληντάς κ.ἄ. Ὥστε δὲν εἶναι οἱ πολυτονιστὲς
"γλωσσαμύντορες" ποὺ ἀδίκως κατηγοροῦν τοὺς μονοτονιστὲς γιὰ ὅλα τὰ κακὰ τῆς
γλώσσας βάσει τῶν "ἀνυπόστατων φοβιῶν τους", ἀλλὰ οἱ μονοτονιστὲς ποὺ κρύβουν
τοὺς λατινικοὺς σκελετοὺς μέσα στὰ κρανία τους καὶ
μετὰ παίρνουν αὐτὸ τὸ ὑφάκι
ἀνήξερου ποὺ προσβλήθηκε ἀπὸ τὰ λεγόμενά μας. Ἀλλὰ εἴτε εἶναι εἴτε παριστάνουν
τοὺς ἠλίθιους, αὐτὸ δὲν ἐπηρεάζει τὴν ἱστορικὴ ἀλήθεια:
ὅσα ἔχουν ὑποστηρίξει τοὺς καταδικάζουν.
Ἡ εἰρωνία μὲ τοὺς πρώιμους μονοτονιστὲς ἔγκειται καὶ στὸ ὅτι ἐπεδίωκαν ἡ νέα
ὀρθογραφία "νὰ ζωγραφίζει μονάχα τὴν ἠχητικὴ μορφὴ τῆς γλώσσας μας" (Φ. Γιοφύλλης,
περ. Πρωτοπορία, Μάρτιος 1930). Ὅπως.. ξεκάθαρα εἴδαμε, τὸ μονοτονικὸ
"ζωγραφίζει" ἀπολύτως! τὸν προφορικὸ τονισμὸ τῶν μονοσύλλαβων λέξεων.
Ὅτι τὸ μονοτονικὸ ὁδηγεῖ στὴ φωνητικὴ ὀρθογραφία (μὲ ὅσες κωμικοτραγικὲς
συνέπειες γιὰ τὶς πολλὲς ὁμόηχες λέξεις τῆς νεοελληνικῆς) καὶ τὴ λατινικὴ γραφὴ
δὲν ἀποδεικνύεται μόνο ἀπὸ ὅσα ὑποστήριζαν οἱ πρῶτοι μονοτονιστές, ἀλλὰ καὶ
λογικῶς. Γιατὶ βάση τοῦ μονοτονικοῦ, προκειμένου νὰ μὴν ὑπάρχουν δασεῖες, ψιλὲς
καὶ περισπωμένες στὸ γραπτὸ λόγο, εἶναι ὅτι ὅλα αὐτὰ τὰ σημάδια δὲν προφέρονται.
Δηλαδὴ βάση τῆς μονοτονικῆς ἐπιχειρηματολογίας εἶναι ἡ
ἀπαίτηση γιὰ ἀντιστοιχία μεταξὺ τοῦ φωνολογικοῦ συστήματος τοῦ προφορικοῦ λόγου
καὶ τῆς ὀρθογραφίας - π.χ. μᾶς λένε ὅτι μπορεῖ κάποτε νὰ χρειάζονταν τὰ
πολυτονικὰ σημάδια, εἶναι ἄχρηστα ὅμως ἀπὸ τότε ποὺ χάθηκε ἡ ἀρχαία προφορά.
Ὅμως οὔτε τὸ "αι", τὸ "η", τὸ "ει", τὸ "υ" χρειάζονται πιά, ἀφοῦ προφέρονται ὡς
"e" και "i", ἀκριβῶς ὅπως τὸ "ε" καὶ τὸ "ι". Ἂν ἡ περισπωμένη στὸ
"μῆκος" εἶναι ἄχρηστη, ἐπειδὴ τὸ "η" δὲν εἶναι μακρὸ οὔτε τὸ "ο" βραχύ, τότε
γιατί, μὲ τὴν ἴδια λογική, δὲν πρέπει νὰ θεωρεῖται ἄχρηστο τὸ "ει" ἐφόσον
φωνολογικῶς δὲν διαφέρει καθόλου ἀπὸ τὸ "ι"; Ἄρα ἡ βάση τοῦ ἐπιχειρήματος ὑπὲρ
τῆς ἐξάλειψης τῶν πολυτονικῶν σημαδιῶν εἶναι ἡ ἴδια ἀκριβῶς μὲ τὴν βάση τοῦ
ἐπιχειρήματος τὸ ὁποίο θὰ δικαιολογοῦσε τὴν κατάργηση των "οι", "ει", "αι" κ.λπ.
(φωνητικὴ γραφὴ) καί, ἀργότερα, γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς λατινικῆς γραφῆς. Σήμερα
βέβαια οἱ μονοτονιστὲς ἀποκρύβουν ἀκριβῶς τόσο τὰ λογικὰ καὶ συνεπῆ συμπεράσματα
τῶν πρώτων μονοτονιστῶν (ὅτι τὸ μονοτονικὸ ὁδηγεῖ στὴ φωνητικὴ-λατινικὴ γραφή),
μὲ σκοπὸ νὰ παρουσιάζουν τὸ μονοτονικὸ ὡς "μετριοπαθές" (ἐνῶ δὲν εἶναι, ἀφοῦ
ὁδηγεῖ, βάσει τῶν ἀρχῶν του, στὴ φωνητικὴ γραφή, στὴν ἀτονική, στὰ
greeklish κ.λπ.) καὶ ὡς "πόρισμα τῆς Ἐπιστήμης" (ἐνῶ δὲν εἶναι,
διότι ἡ ἀπαίτηση γιὰ ἀντιστοιχία προφορικοῦ λόγου καὶ ὀρθογραφίας ἦταν παλιότερο
αἴτημα καὶ ἀντίληψη τῆς Ἐπιστήμης).
5) «Μὰ τὸ
πολυτονικὸ εἶναι οἰκονομικᾶ ἐπιβαρυντικό», θὰ ποῦν ἄλλοι. Ἡ γλώσσα μας δὲν εἶναι
μπακαλοτέφτερο νὰ τὴν καταστρέφουμε, ἐπειδὴ μὲ τὸ μονοτονικὸ θὰ γλιτώσουν κάποια
ἑκατομμύρια τὸ χρόνο οἱ ἰδιοκτῆτες ἐφημερίδων καὶ οἱ
ἐκδότες βιβλίων. Αὐτοὶ καὶ οἱ ἑταιρεῖες ὑπολογιστῶν ἦταν ποὺ ὑποστήριξαν τὸ
μονοτονικό. Οἱ ἐκδότες/ἰδιοκτῆτες, διότι θὰ τὰ κονόμαγαν, χρησιμοποιῶντας
λιγότερο μελάνι, καὶ οἱ ἑταιρεῖες ὑπολογιστῶν, διότι ἐκείνη τὴν ἐποχὴ δὲν εἶχαν
ἀναπτύξει ἀκόμη προγράμματα πολυτονικῶν ἐπεξεργαστῶν κειμένου καὶ συνεπῶς δὲ θὰ
μποροῦσαν νὰ πουλήσουν τὰ προγράμματά τους στοὺς Ἕλληνες. Γιὰ τὰ φράγκα
λοιπὸν καταστρέψαμε τὴ γλώσσα μας. Τώρα ὅμως ὑπάρχουν προγράμματα
πολυτονικὰ καὶ δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιολογία ποὺ ὑπῆρχε τὴ δεκαετία τοῦ ’80.
6) «Μὰ γιατί
τόσος συντηρητισμός; Οἱ γλῶσσες ἐξελίσσονται», λένε οἱ ὁπαδοὶ τοῦ μονοτονικοῦ.
i) Ναί,
ἐξελίσσονται, ἀλλὰ ὄχι μὲ διατάγματα χάριν τῆς κονόμας καὶ εἰς βάρος τῆς ἴδιας
τῆς γλώσσας. Καὶ οὔτε ἀπὸ τὴν μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη. Ἂς μᾶς ποῦν, ὑπάρχει κανένα
σπουδαῖο κείμενο νεοελληνικῆς γλώσσας ποὺ νὰ γράφτηκε στὸ μονοτονικὸ ἀπὸ κανένα
μεγάλο νεοέλληνα συγγραφέα πρὶν τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικόῦ;
Δὲν ὑπάρχει.
Κανεὶς ποιητής, κανεὶς συγγραφέας μεγάλος, δὲν καταδέχθηκε νὰ «εἰσάγει» καὶ νὰ
προωθήσει τὸ μονοτονικὸ πρὶν τὸ 1982. Δηλαδὴ ἐπρόκειτο γιὰ μιὰ πολιτική,
οἰκονομίστικη, ψευτοπροοδευτικὴ ἀπόφαση ὑποστηριζόμενη ἀπὸ τοὺς μεγαλέμπορες τοῦ τύπου. Ἄλλωστε, καὶ μετὰ
το 1982 οἱ μεγάλοι ποιητές, π.χ. Ἐλύτης, οὐδέποτε ἔγραψαν στὸ μονοτονικό. Δὲν
ἦταν τὸ μονοτονικὸ ἐπίτευγμα τοῦ γραπτοῦ λόγου, μὲ καρποὺς πνευματικούς, ὥστε νὰ
δικαιολογεῖται ἡ εἰσαγωγή του. Ἦταν μιὰ πρόταση ἀκαδημαϊκή.
ii) Δὲν
ὑπάρχει λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖο μιὰ περιστασιακὴ κοινοβουλευτικὴ πλειοψηφία διάρκειας 4
ἑτῶν μπορεῖ νὰ κάνει ὅ,τι τῆς καπνίσει καὶ νὰ διαγράφει ἱστορία 2000 χρόνων μέσα
στὰ μαῦρα μεςάνυχτα. Τὸ ὅτι ἔχουμε «δημοκρατία», δὲν σημαίνει, ὅτι ἡ πλειοψηφία
μπορεῖ νὰ ἀποφαςίζει γιὰ κάθε ζήτημα. Δηλαδή, ἂν λ.χ. ἡ πλειοψηφία ἀποφάσιζε ὅτι
καταργοῦνται τὰ ἀνθρώπινα δικαιώματα, θὰ ἦταν σωστὴ καὶ δημοκρατικὴ ἡ ἀπόφαςή
της, ἁπλῶς ἐπειδὴ τὴν ἔλαβε ἡ πλειοψηφία; Ὄχι βέβαια. Ἐπιπλέον, αὐτοὶ οἱ
βουλευτὲς ἦταν δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί, κ.ἄ. Δὲν ἦταν λογοτέχνες, δὲν ἦταν
φιλόλογοι. Ἀδιαφοροῦσαν καὶ εἶχαν ἄγνοια γιὰ τὴ γλώσσα, ὅπως κι ἕνας φιλόλογος
ἀδιαφορεῖ ἢ ἔχει ἄγνοια γιὰ τὴν ἰατρική.
Οἱ μόνοι ποὺ ἔχουν δικαίωμα νὰ ἀλλάζουν
τὴ μορφὴ τῆς γλώσσας, εἶναι οἱ λογοτέχνες. Κάθε
ἄλλου εἴδους παρέμβαση εἶναι φασιστική, διότι τὸ Κράτος παρεμβαίνει στὴν
ἐλεύθερη διαμόρφωση τῆς γλώσσας. Καὶ ἡ γραπτὴ γλώσσα διαμορφώνεται ἀπὸ
αὐτοὺς ποὺ τὴν γράφουν καὶ ὄχι ἁπλῶς τὴν γράφουν, ἀλλὰ ἀποδίδουν στὸ λαό τους λογοτεχνικὰ
ἔργα. Οἱ ἀκαδημαϊκοὶ δὲν εἶχαν κανένα δικαίωμα περισςότερο ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες.
Ἐὰν οἱ τελευταῖοι, δεκαετίες πρὶν ἐπιβληθεῖ τὸ μονοτονικό, εἶχαν ἀρχίσει νὰ
ἐγκαταλείπουν τὸ πολυτονικὸ καὶ ἔγραφαν στὸ
μονοτονικό, τότε ἡ γνώμη τους θὰ μετροῦσε καταλυτικά, διότι οἱ λογοτέχνες
εἶναι οἱ καλλίτεροι καὶ ἐγκυρότεροι χρῆστες μιᾶς γλώσσας. (Σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν
ἀμόρφωτο ὁ ὁποῖος ξέρει ἴσα-ἴσα νὰ διαβάζει, καὶ σὲ ἀντίθεση μὲ τὸν ἀκαδημαϊκό,
ὁ ὁποῖος ἁπλῶς μελετᾶ τὴ γλώσσα, οἱ λογοτέχνες ἔρχονται σ’ ἐπαφὴ καθημερινὰ μαζί
της) Αὐτὸ, ὅμως, δὲν συνέβη, πρᾶγμα ποὺ σημαίνει, ὅτι ἡ ὅλη κίνηση γιὰ
μονοτονικό, ἦταν τεχνητή, ἀπὸ ὁρισμένους πανεπιστημιακοὺς
καὶ κατ' ἐπάγγελμα προοδευτικοὺς ποὺ
κάθονται στὶς ἔδρες τους καὶ κατεβάζουν ἰδέες - ἢ μᾶλλον ἀντιγράφουν ἰδέες – καὶ
βοηθούμενη ἀπὸ τὰ κοράκια τοὺς ἐκδότες ἐφημερίδων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιῶντας τὸ
μονοτονικό, θὰ κέρδιζαν περισςότερα χρήματα.
Τὸ θέμα τῆς ἐλεύθερης διαμόρφωσης, δίχως κρατικὴ παρέμβαση, τῆς ὀρθογραφίας
ἔχει σημασία, γιατὶ οἱ μονοτονιστὲς συνεχῶς (τὸ συκοφαντικὸ ἐπιχείρημα ξανά "πολυτονικὸ
= καθαρεύουσα") λὲν ὅτι ἡ ἱστορικὴ ὀρθογραφία καὶ οἱ τόνοι εἶναι προϊὸν
ἀντιδημοκρατικῆς νοοτροπίας, συντηρητισμοῦ κ.λπ. Τὸ πολυτονικὸ δὲν τὸ ἐπέβαλε
κανείς, κανὲνα κράτος: τὸ υἱοθέτησαν ὅσοι ἔγραφαν τὴν ἑλληνικὴ μεταξὺ 2ου καὶ
9ου αἰ. Κρατιστὲς καὶ ὁπαδοὶ τοῦ "ἀποφασίζομεν καὶ διατάσσομεν" εἶναι ὅσοι
λύνουν γλωσσικὰ ζητήματα μὲ ἐγκυκλίους καὶ νόμους.
Οἱ μονοτονιστὲς παρουσιάζουν μιὰ μυριάδα γλωσσολόγων οἱ ὁποῖοι (ὑποτίθεται
ὅτι) ὑποστήριζαν τὸ μονοτονικὸ πρὶν τὸ 1982. Καταρχὴν λένε τὴ μισὴ ἀλήθεια.
Γιατὶ ὁ Βιλάμοβιτς δὲν ὑποστήριξε ὅτι οἱ σύγχρονοί του
Ἕλληνες πρέπει νὰ υἱοθετήσουν τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ οἱ μαθητὲς Γερμανοί. Ὁ
Χατζηδάκις ὑποστήριξε πάλι ἁπλῶς ὅτι πρέπει ἡ διδασκαλία τοῦ τονισμοῦ νὰ γίνεται
στὸ γυμνάσιο καὶ ὄχι στὸ δημοτικό, ὄχι ὅτι οἱ τόνοι πρέπει νὰ καταργηθοῦν.
Ἀλλά, ὅπως ὁ πόλεμος εἶναι πολὺ σοβαρὴ ὑπόθεση γιὰ νὰ τὸν ἀφήσουμε στοὺς
στρατιωτικούς, ἔτσι καὶ ἡ γλώσσα εἶναι πολὺ σοβαρὴ ὑπόθεση γιὰ νὰ τὴν ἀφήσουμε
στοὺς γλωσσολόγους. Οἱ τελευταῖοι μποροῦν νὰ μιλήσουν γιὰ τὴ γλώσσα, ὄχι νὰ
ἰσχυρίζονται ὅτι ἡ γνώμη τους εἶναι ὑπεράνω ὅλων σὲ θέματα ὅπως τὸ πολυτονικό.
Γιατὶ ἡ ἐπιστημοσύνη τους - αὐτῶν τῶν συγκεκριμένων - οὔτε ὑπεράνω τῆς
ζωῆς (δηλ. τῆς γραφῆς ὅπως τὴν διαμόρφωσαν οἱ λογοτέχνες) εἶναι οὔτε πολιτικῶς
οὐδέτερη καὶ ἀντικειμενική.
iii)
Ἐπιπλέον, εἶναι παράξενο, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ Ρῶσσοι ἄφησαν τὴ γραπτὴ γλώσσα τους
ἀνέπαφη, τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ Ἄραβες, οἱ Κινέζοι, οἱ Ἰνδοί, οἱ τεχνολογικῶς
προηγμένοι Ἰάπωνες (ὁπότε δὲν ὑπάρχει ἡ δικαιολογία ὅτι τάχα «μόνον ὑπανάπτυκτοι
δὲν μεταβάλλουν τὴ γλώσσα τους») δὲν διανοοῦνται νὰ ἀλλάξουν τίποτε ἀπὸ τὸ
γραπτὸ λόγο, νὰ καταστρέφουμε τὴ
γλώσσα μας, νὰ χωρίζουμε τὴ λογοτεχνία μας καὶ τὴ
φιλολογικὴ παραγωγὴ 3000 χρόνων σὲ «πρὸ 1982» καὶ «μετὰ 1982» κάνοντας ἀκόμη
δυσκολότερη τὴν ἀνάγνωση στὸ πρωτότυπο τῶν ἀρχαίων, μεσαιωνικῶν καὶ νεότερων
κειμένων μας (καὶ ἡ ἐπαφὴ μὲ τὸ πρωτότυπο σημαίνει ὅτι δὲν
χρειαζόμαστε
τοὺς «μεςάζοντες» ποὺ ἴσως τὸ διαστρεβλώνουν). Μόνο λαοὶ σὰ τοὺς
Τούρκους μποροῦν, προφανῶς ἐξαιτίας τῆς τόσο τεράστιας λογοτεχνικῆς
παραγωγῆς ποὺ ἔχουν, νὰ ἀλλάξουν ἀπὸ τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἀλλη τὴ μορφὴ
τῆς
γραπτῆς γλώσσας τους. Ἐμεῖς ὅμως δὲν ἔχουμε ἱστορία 1000 χρόνων. Εἶναι
ντροπή,
τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ξένοι διατηροῦν ἀκόμη καὶ τὴ δασεία ( ῾ ) ὡς h- ἢ s-
(π.χ.
harmony, hellas, history), ἐμεῖς νὰ τὰ θεωροῦμε ὅλα αὐτὰ «βαρετά»,
«δύσκολα»,
«ἄχρηστα».
Προφανῶς γιὰ τοὺς Κινέζους, τοὺς Ἰάπωνες καὶ τοὺς Ρώσσους ποὺ δὲ σκοτίζονται,
ὅπως ὁ Γληνός, νὰ μποῦν "στὴν εὐρωπαϊκὴ οἰκογένεια", ἡ ἀντι-οικονομικότητα τῆς
γραφῆς τους οὔτε πρόβλημα εἴναι οὔτε ντροπή.
7) Νὰ
τονίσουμε, ὅτι τὴν ἐποχή, κατὰ τὴν ὁποία προωθοῦνταν τὸ μονοτονικό, ἐπικρατοῦσαν
ἀπόψεις, ποὺ ἔφταναν ὣς καὶ τὴν πρόταση λογοκριςίας κατὰ τοῦ πολυτονικοῦ καὶ
ὅσων ἐπέμεναν σὲ αὐτό! Ἔτσι, σὲ ἐρώτηση ποὺ ὑποβλήθηκε στὸν διευθυντὴ τοῦ
Ἰνστιτούτου Νεοελληνικῶν Σπουδῶν τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Β. Φόρη, σὲ
δημόσια συζήτηση στὴν Ἀθήνα τὸ 1979, ἐὰν ὁ λογοτέχνης ἢ οἱ κληρονόμοι τοῦ
λογοτέχνη δὲν ἐπιτρέπουν νὰ τυπωθοῦν τὰ κείμενά τους μὲ τὸ μονοτονικὸ στὰ
σχολεῖα, ἐκεῖνος ἀπάντησε:
«Κανονικὰ δὲν θὰ
διδαχτοῦν αὐτὰ τὰ κείμενα ὅσο οἱ
ἴδιοι οἱ λογοτέχνες ἢ οἱ κληρονόμοι τους ἐξαρτοῦν ἀπὸ τὶς δασεῖες καὶ τὶς
περισπωμένες τὴν ἀξία τῶν πνευματικῶν τους προϊόντων» (Ἀπὸ ἄρθρο τοῦ Φόρη,
στὴν ἐφ. «Ο ΧΡΟΝΟΣ» τῆς Κοζάνης, 1 καὶ 8 Ὀκτωβρίου 1984). Τέτοιο ἦταν τὸ ἦθος
τῆς «πρωτοπορίας», ποὺ κυριαρχοῦσε ἐκεῖνα τὰ χρόνια
- καὶ κυριαρχεῖ παραλλαγμένη ἀκόμη. Τὸ ἀστεῖο τῆς ὑπόθεσης εἶναι ὅτι οἱ
μονοτονιστὲς παριστὰνουν τοὺς "διωκόμενους", ἐνῶ εἶναι τὸ κατεστημένο πλέον, καὶ
ὅτι παριστάνουν τοὺς ἁγνοὺς καραδημοκράτες πολέμιους τῶν "φασιστῶν" πολυτονιστῶν.
Ποιὸς εἶναι ὁ δημοκράτης καὶ ποιὸς ὄχι, ποιὸς ζῆ ἀκόμη στὸ 1950 καὶ ποιὸς
σήμερα, εἶναι προφανές.
8) Ὁ Κορνήλιος
Καστοριάδης γράφει: «Ἂν δὲν θέλετε κύριοι τοῦ ὑπουργείου νὰ κάνετε
φωνητικὴ ὀρθογραφία, τότε πρέπει ν’ ἀφήσετε τοὺς
τόνους καὶ τὰ πνεύματα, γιατὶ αὐτοὶ ποὺ τοὺς βάλανε ἤξεραν τί κάνανε. Δὲν
ὑπῆρχαν στὰ ἀρχαῖα ἑλληνικά, γιατὶ ἁπλούστατα ὑπῆρχαν μέσα στὶς ἴδιες τὶς λέξεις.
Αὐτοί, τὰ κτήνη τὰ τετράποδα ποὺ ἔκαναν αὐτὲς τὶς μεταρρυθμίσεις – αὐτὸ
παρακαλῶ νὰ γραφῇ στὶς ἐφημερίδες – δὲν ξέρουν τί εἶναι γλώσσα. (...) Ἡ
κατάργηση τῶν τόνων καὶ τῶν πνευμάτων εἶναι ἡ κατάργηση τῆς ὀρθογραφίας, ποὺ
εἶναι τελικὰ ἡ καταστροφὴ τῆς συνέχειας. Ἤδη, τὰ παιδιὰ δὲν μποροῦν νὰ
καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ἐλύτη, γιατὶ αὐτοὶ εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ τὸν
πλοῦτο τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν. Δηλαδή, πᾶμε νὰ καταστρέψουμε ὅ,τι χτίσαμε.
Αὐτὴ εἶναι η δραματικὴ μοῖρα τοῦ σύγχρονου ἑλληνισμού» (Διάλεξη στὸ Βόλο,
16.2.1989). Ἀσφαλῶς τὸ ὕφος τοῦ Καστοριάδη εἶναι ἔντονο καὶ προσβλητικό. Τί ἄλλο
παρὰ προσβλητικὸ εἶναι ὅμως τὸ ὕφος τῶν μονοτονιστῶν ποὺ κατηγοροῦν γιὰ
ἐθνικισμὸ τοὺς "γλωσσαμύντορες", τοὺς "κρυπτοκαθαρευουσιάνους",
ποὺ κάνουν λόγο γιὰ "πολυτονιάτες" καὶ εἶχαν τὸ
θράσος νὰ ζητᾶν πράγματα ὅπως αὐτὸ τὴς παραγράφου 7;
Ἀσφαλῶς καὶ τοὺς ἀξίζουν τέτοιοι χαρακτηρισμοί.
9) Οἱ
μονοτονιστὲς ἰσχυρίζονται ὅτι ἔχουν μὲ τὸ μέρος τους τὴν "ἀντικειμενικὴ"
ἐπιστήμη, τοὺς γλωσσολόγους καὶ τοὺς καθηγητές φιλολογίας. Νομίζουν ὅτι αὐτὸ
εἶναι σοβαρὸ ἐπιχείρημα. Πρέπει νὰ δοῦν πάλι ὅτι στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αι. ἡ
συντριπτικὴ πλειοψηφία τῶν τοτεινῶν "εἰδημόνων" (γλωσσολόγων, φιλολόγων,
ἀκαδημαϊκῶν) ὑποστήριζε τὴν καθαρεύουσα, ἐνῶ τὴ δημοτικὴ ὑποστήριζε μιὰ
μειοψηφία φιλολόγων καὶ οἱ ποιητές. Τί ἀποδεικνύουν αὐτά; Ὅτι
οἱ μονοτονιστὲς εἶναι ὑπέρμαχοι τῆς κατεστημένης
"ἐπιστήμης" ὅποτε τοὺς συμφέρει, διαφορετικὰ πρέπει νὰ
ἀποδέχονται ὅτι ἡ
κρατούσα ἄποψη ἰσχυρίζεται. Ἄλλο πρᾶγμα ποὺ ἀποδεικνύεται εἶναι ὅτι οἱ
ποιητές,
τοὺς ὁποίους χλευάζουν σήμερα ὡς ρομαντικοὺς οἱ μονοτονιστές, ὥστε νὰ
ἀπορρίψουν ἀσυζητητὶ τὰ ἐπιχειρήματά τους ὡς ὑποκειμενικὰ,
ἦταν ἡ σημαία τοῦ δημοτικισμοῦ. Σήμερα πάλι εἶναι αὐτοί, οἱ ποιητές, ποὺ
γράφουν καὶ στηρίζουν περισσότερο ἀπὸ ὅλους τὸ πολυτονικό. Συνεπῶς, ὅποτε
συμφέρει τοὺς μονοτονιστὲς οἱ λογοτέχνες εἶναι καλοί, προοδευτικοὶ κ.λπ., ἐνῶ
ὅποτε δὲν τοὺς συμφέρει, εἶναι ρομαντικοί, λιγάκι
χαζούληδες κ.λπ. Ἀντιφάσεις ἐπὶ
ἀντιφάσεων. Τέλος, ἐπειδὴ οἱ λογοτέχνες ἦταν καὶ δημοτικιστὲς καὶ
πολυτονιστές, ἀποδεικνύεται ἀβάσιμο γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸ
ἐπιχείρημα "πολυτονικὸ = καθαρεύουσα" καὶ τοῦ "οἱ πολυτονιστὲς κατὰ βάθος
ἐπιθυμοῦν τὴν ἐπαναφορὰ τῆς καθαρεύουσας".
10)
Στὴ συνέχεια τοῦ παραπάνω, οἱ εἰρωνίες τῶν μονοτονιστῶν ἐπικεντρώνονται στὸ ὅτι
τὸ πολυτονικὸ θὰ ἐκλείψει, ὅτι τὸ μονοτονικὸ εἶναι ἀναπόφευκτο καὶ ἀκλόνητο, ὅτι
θὰ θάψουν τοὺς πολυτονιστὲς βάζοντας πολυτονικὴ ἐπιτύμβια πλάκα κ.λπ., νομίζουμε
ὅτι ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο θὰ συμβεῖ. Τὸ πολυτονικὸ θὰ ἐπιβιώνει καὶ θὰ κερδίζει
ὅλο καὶ περισσότερο ἔδαφος μεταξὺ τῶν λογοτεχνῶν. Τὰ τελευταῖα χρόνια ἔχει
αὐξηθεῖ κατὰ πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν βιβλίων, τῶν ἐκδοτικῶν οἴκων καὶ τῶν περιοδικῶν
ποὺ χρησιμοποιοῦν τὸ πολυτονικό, καὶ δὲν εἶναι τὸ τελευταῖο διόλου ἀποκλειστικὴ
ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας ἢ τῶν ἀκροδεξιῶν, ὅπως θὰ ἤθελαν πολὺ οἱ κακομοίρηδες
μονοτονιστές.
Ἀσφαλῶς οἱ μονοτονιστὲς νομίζουν πώς, ἐπειδὴ οἱ πολλοὶ γράφουν μὲ μονοτονικό, ἡ
ὑπόθεση ἔκλεισε. Ὅμως οἱ πολλοί, ποὺ δὲν ξέρουν οὔτε μιὰ αἴτηση νὰ κάνουν, ποὺ
δὲν ξέρουν οὔτε πῶς τὸ ὄνομά τους γράφεται σωστά (στὸ μονοτονικό, ἐννοεῖται!),
καὶ οἱ ὁποῖοι μόνο στὶς περιπτώσεις αὐτὲς γράφουν κάτι, ἂν λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ
χρησιμοποιοῦν τὸ μονοτονικό, δὲν ἔχει καμμία σημασία, διότι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι
δὲν πρόκειται νὰ ἀφήσουν τίποτε, ὅταν πεθάνουν καὶ ξεχαστοῦν, στὴν ἑλληνικὴ
λογοτεχνία ἢ τὶς ἐπιστῆμες. Ἡ βαρύτητα τῆς ἐπιλογῆς τους εἶναι - ὄχι λόγω
ἐλιτιστικῆς διάθεσής μας - ἀσήμαντη στὸ γραπτὸ ἑλληνικὸ λόγο. Ἔχει τὴν ἴδια
σημασία γιὰ τὴν ἐξέλιξη τῆς γραφῆς καὶ γιὰ τὴν ἑλληνικὴ λογοτεχνία ὅση εἶχε τὸ
γεγονὸς ὅτι οἱ περισσότεροι στὸ Μεσαίωνα καὶ τὴν Ἀρχαιότητα ἦταν ἀγράμματοι, δὲν
ὑπῆρχαν γιὰ τὸν κόσμο τῆς γραφῆς. Ὅτι τὶς 10-20 σελίδες, ὅλες κι ὅλες κατὰ τὴ
διάρκεια τῆς ζωῆς τους, θὰ τὶς γράψουν αὐτοὶ στὸ μονοτονικό, δὲ συνιστᾶ
γιὰ κανένα λόγο αἰτία θριαμβολογιῶν γιὰ τοὺς μονοτονιστές. Τὰ ἴδια ἰσχύουν καὶ
γιὰ τὶς ἐφημερίδες. Κανεὶς δὲ θὰ διαβάζει μετὰ ἀπὸ 40 χρόνια μιὰ σημερινὴ
ἐφημερίδα. Θὰ διαβάζει ὅμως, ἴσως, ἕνα μυθιστόρημα ἢ μιὰ ποιητικὴ συλλογὴ ποὺ
ἐκδόθηκε σήμερα στὸ πολυτονικό.
Στὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ τὸ μέλλον τῆς ἑλληνικῆς θεωρεῖτο ἡ καθαρεύουσα, ὅπως ἔλεγε ὁ
Χατζιδάκις. Οἱ μονοτονιστὲς μὲ τὴ σαχλὴ θριαμβολογία τους ἐπαναλαμβάνουν τὰ ἴδια
λάθη παρουσιάζοντας τὶς πολιτικὲς ἀπόψεις καὶ τὰ μεσοπολεμικὰ ἰδεολογήματά τους
(γιὰ γραφή = ἁπλὴ ἠχητικὴ ἀναπαράσταση τοῦ προφορικοῦ λόγου, γιὰ πολύπλοκη
ὀρθογραφία = συντηρητισμό, κ.ἄ τέτοια εὑρισκόμενα σὲ σταλινικὲς μπροσοῦρες τῆς
ἐποχῆς) ὡς τὸ Μέλλον καὶ ὡς τὸ "ζουμὶ" τῆς Ἐπιστήμης. Χαρακτηριστικὸ τῆς ἀφελοῦς
θριαμβολογίας τους εἶναι ὅτι δηλώνουν πώς, ἐπειδὴ τὸ πολυτονικὸ εἶναι δύσκολο,
οἱ πολυτονιστὲς θὰ ἀναγκάζονται νὰ γράφουν μονοτονικῶς καὶ ἔπειτα νὰ
πολυτονίζουν. Τουλάχιστον στὴ δική μου περίπτωση αὐτὸ δὲ συμβαίνει. Μάλιστα ἡ,
λόγω δυσκολίας (ἡ ὁποία εἶναι σχετική: ἂν ὅλοι γράφουν
πολυτονικά, τότε ἡ μικρότερη ταχύτητα γραφῆς, ὡς σχετικὴ πάντα, δὲ θὰ ξενίζει
κανέναν), βραδύτητα στὴ δακτυλογράφηση ἐμπεριέχει ἕνα πλεονέκτημα: αὐτὸ
τῆς ἔκλειψης τῆς πολυλογίας.
11)
Οἱ μονοτονιστὲς κάνουν λόγο γιὰ τοὺς ἄπειρους κανόνες τοῦ
πολυτονικοῦ, οἱ ὁποῖοι ἀλληλοσυγκρούονται. Δὲ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ γεγονὸς
καθεαυτὸ τῆς δυσκολίας ἐκμάθησης τῶν κανόνων, γιατὶ οἱ κανόνες εὔκολα
μαθαίνονται, ὅπως τὰ μυριάδες ὀνόματα τραγουδιστῶν, ποδοσφαιριστῶν κ.ἄ. Θὰ
κάνουμε λόγο γιὰ τοὺς ἀλληλοσυγκρουόμενους κανόνες. Αὐτὸ δὲν εἶναι σοβαρὸ
ἐπιχείρημα ἐναντίον τοῦ πολυτονικοῦ, γιατὶ πρὶν τὴν κατάργησή του ὑπῆρχαν ἢ
διδάσκονταν συγκεκριμένοι, ὁρισμένοι κανόνες, δίχως φυσικὰ νὰ λείπουν οἱ
πολυτονιστὲς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν διάφορες παραλλαγὲς τῶν κανόνων αὐτῶν. Ἀλλὰ τί
λέει αὐτὸ κατἀ τοὺ πολυτονικοῦ; Ὅτι δὲν ὑπάρχει ἑνιαῖο πολυτονικό, ἄρα δὲν
ὑπάρχει σοβαρὴ ἀντιπρόταση στοὺς μονοτονικοὺς κανόνες; Μὰ καὶ τὸ μονοτονικὸ πρὶν
τὴν ἐπιβολή του ὁ καθένας τὸ ἔγραφε ὅπως νόμιζε ἢ ὅπως τοῦ κατέβαινε: ἄλλος
βάζοντας τόνους σὲ κάθε λέξη, ἄλλος υἱοθετῶντας τὸ σημερινὸ μονοτονικὸ κ.ο.κ.
Κατὰ τὴν ἐπιβολὴ τοῦ μονοτονικοῦ (1982) μερικοὶ μονοτονιστὲς ὑποστήριζαν τὴ
διατήρηση τοῦ τόνου καὶ στὶς μονοσύλλαβες λέξεις, ἄλλοι μονοτονιστὲς τὴν
ἀπάλειψη τοῦ τόνου στὶς μονοσύλλαβες λέξεις, ἐνῶ ὑπῆρξαν καὶ ἄλλοι οἱ ὁποῖοι
ὑποστήριζαν ὅτι τὰ συμφραζόμενα ἐξασφαλίζουν τὸ νόημα καὶ δὲν χρειάζεται καθόλου
τόνος. Στὸ σοβιετικό, ποντιακὸ
μονοτονικὸ σύστημα ἡ λήγουσα δὲν τονιζόταν. Ποιοὺς ἑνιαίους κανόνες μονοτονικοῦ λοιπὸν εἶχαν κατὰ νοῦ οἱ μονοτονιστές;
Γιὰ ποιὰ ἁπλότητα τοῦ μονοτονικοῦ κάνουν λόγο οἱ σημερινοὶ μονοτονιστές; Καθένας
εἶχε καὶ διαφορετικοὺς κανόνες. Ὅταν ἐπιβλήθηκε τὸ μονοτονικό, ὅσοι ἔγραφαν σὲ αὐτὸ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν
σημερινὸ υἱοθέτησαν τὸν σημερινὸ τρόπο μονοτονικοῦ τονισμοῦ. Κανεὶς πολυτονιστὴς
δὲν κατέθεσε τὸ βλακῶδες ἐπιχείρημα "πόσα μονοτονικὰ συστήματα ὑπάρχουν;", διότι
αὐτὸ ἦταν δευτερεῦον καὶ ἀνούσιο. Τὸ ἴδιο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ὕπαρξη πολλῶν
πολυτονικῶν κανόνων, λοιπόν. Ὅπως κανονιστικὰ ἐπιβλήθηκε τὸ "δυὸ συλλαβές,
τόνος", ἔτσι καὶ στὸ πολυτονικὸ μπορεῖ νὰ ἰσχύει λ.χ. ἡ γραμματικὴ τοῦ
Τριανταφυλλίδη.
Στὸ σημεῖο αὐτὸ οἱ μονοτονιστὲς ἀναρωτιῶνται τί νόημα ἔχει ἡ περισπωμένη ὅταν ὁ
φυσικὸς λόγος τῆς νέας ἑλληνικῆς δὲν ἔχει μακρὰ καὶ βραχέα. Τὸ πρόβλημα ποὺ
ἔχουν εἶναι ἡ ἀντίληψη περὶ "φυσικῆς γλώσσας". Ἀσφαλῶς ἀγνοοῦν ὅτι καὶ ἡ
ἐπίσημη δημοτικὴ εἶναι μιὰ λόγια, τεχνητὴ γλώσσα, γλώσσα
μιὰς περιοχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους (Μωριάς-Ρούμελη) ἡ οποία ἔχει μιὰ ντουζίνα λέξεις τὶς
ὁποῖες δημιούργησαν οἱ καθαρευουσιάνοι. Κανεὶς λαὸς δὲν ἔλεγε ἐφημερίδα,
διαβατήριο, κουρέας, στρατός, ἀλλὰ γκαζέτα, πασαπόρτι, μπαρμπέρης, ἀσκέρι. Ἂν
εἶναι τόσο ἀκραιφνεῖς δημοτικιστές, οἱ μονοτονιστὲς θὰ ἔπρεπε νὰ σκέφτονται
περιγραφικά, δηλαδὴ νὰ μὴν ἀλλάζουν τίποτε ἀπὸ τὴ γλώσσα τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ. Ἀλλὰ
φυσικὰ ἄλλαξαν, καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ καθαρευουσιάνοι. Ἔτσι, εἶναι τελείως μάταιο νὰ
ψάχνει κανεὶς γιὰ "φυσικὴ γλώσσα", δίχως παρεμβάσεις. Τὸ θέμα εἶναι ποιοὶ κάνουν
τὶς παρεμβάσεις αὐτές: οἱ νεκροτόμοι τῆς γραπτῆς γλώσσας, οἱ γλωσσολόγοι καὶ οἱ
πανεπιστημιακοὶ μὲ τὴ βοήθεια τῆς βίας τοῦ κράτους, ἢ οἱ λογοτέχνες;
12) Οἱ
μονοτονιστές, προσπαθῶντας νὰ ἀποκρούσουν τὰ περὶ ἀφελληνισμοῦ τῆς γλώσσας λόγω
ἀγγλομανίας καὶ ἐκλατινισμοῦ, παραθέτουν ὡς "δημοκρατικιὰ" τὴν ἀπόφαση τοῦ ΕΑΜ
γιὰ τὴν καθιέρωση τῆς φωνητικῆς ὀρθογραφίας καὶ τοῦ μονοτονικοῦ (1944). Ἔτσι,
μᾶς λένε, τὸ πολυτονικὸ δὲν ἦταν κάτι ξενόφερτο ἢ κοσμοπολίτικο, ἀλλὰ προϊὸν τῶν
ἴδιων τῶν Ἑλλήνων. Ἀσφαλῶς αὐτὰ δὲν στέκουν. Γιατὶ τὸ σταλινοκρατούμενο ΕΑΜ τοῦ
1944 μπορεῖ νὰ θεωρηθεῖ τόσο ἀνεπηρέαστο ἀπὸ ξενικὲς ἐπεμβάσεις ὅσο ἡ βασιλεία
τοῦ Μεσοπολέμου. Ἐπιπλέον οἱ μονοτονιστὲς ἀποκρύβουν ὅτι ἡ φωνητικὴ ὀρθογραφία
καθιερώθηκε γιὰ πρώτη φορὰ σύμφωνα μὲ τὶς ὑποδείξεις, δηλαδὴ τὴν ἐπιβολή, τῆς
ΕΣΣΔ στὸν ποντιακὸ ἑλληνισμὸ τῆς ΕΣΣΔ τοῦ Μεσοπολέμου, μὲ προφανὴ σκοπό: οἱ
Πόντιοι ἀποκόβονταν ἀπὸ τὴ γλώσσα καὶ τὴ γραφὴ τοῦ ὑπόλοιπου ἑλληνικοῦ ἔθνους,
ἄρα γίνονταν πιὸ νομοταγεῖς σοβιετικοὶ πολίτες. Ἔτσι λ.χ. οἱ Πόντιοι πρόσφυγες
στὴν ΕΣΣΔ δὲ θὰ κατανοοῦσαν τίποτα ἀπὸ ὅσα θὰ ἔγραφαν στὴν κοινὴ δημοτικὴ οἱ
Πόντιοι πρόσφυγες στὴν Ἑλλάδα.
13)
Ὅτι ἡ ἀντιπολυτονικὴ μανία τῶν
μονοτονιστῶν εἶναι περίεργη, ἀπατεωνίστικη καὶ ὑποκριτικὴ φαίνεται ἀμέσως ἀπὸ τὶς ἀντιδράσεις
τους ἐναντίον τοῦ ἀτονικοῦ συστήματος ποὺ γιὰ περισσότερη κονόμα χρησιμοποιοῦν
οἱ ἀγράμματοι τῶν τηλεοπτικῶν σταθμῶν: εἶναι ἀνύπαρκτες. Κάνουν τὴν
πάπια, ὅταν παρουσιάζονται τὰ φαινόμενα τοῦ ἀτονικοῦ στὸν γραπτὸ λόγο. Εἶναι
προφανὲς γιατί τὴν κάνουν: διότι ἡ ἐμφάνιση, σὲ σημαντικὴ ποσότητα, ἀτονικῶν
κειμένων στὴν τηλεόραση ἢ ἀλλοῦ ἀποδεικνύει ὅτι οἱ "ἀνυπόστατες φοβίες τῶν
γλωσσαμυντόρων", πὼς τὸ μονοτονικὸ θὰ φέρει (ὡς συνειρμὸ τουλάχιστον) τὸ ἀτονικό,
τὴ φωνητικὴ καὶ τέλος τὴ λατινικὴ γραφή, δὲν εἶναι ἀνυπόστατες - τουλάχιστον
τόσο ἀνυπόστατες, ὥστε νὰ μὴν προβάλλονται ἀπὸ τηλεοπτικοὺς (καὶ τοὺς κρατικοὺς)
σταθμοὺς καὶ ἀπὸ διάφορους συγγραφεῖς.
14) Τὸ
ἐπιχείρημα τῶν μονοτονιστῶν ὅτι οἱ Ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν τόνους εἶναι πραγματικὰ
δεῖγμα τῆς ἀνοησίας τους. Γιατὶ οἱ Ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν οὔτε μικρογράμματη γραφή.
Συνιστᾶ ὅμως περιφρόνηση τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας ἀπὸ τὸν 2ο-9ο αἰ. καὶ μετὰ ἡ
ἀναφορὰ στὴν "ἀνυπαρξία τόνων στὴν ἀρχαία γραφή". Κι ἂν οἱ Βυζαντινοὶ δὲν γεμίζουν
τὸ μάτι τῶν μονοτονιστῶν, θὰ ἔπρεπε οἱ τελευταῖοι νὰ δώσουν σημασία στὰ κείμενα τοῦ 18ου κ.ἑ.
αἰώνα. Οἱ πολυτονιστὲς συνεχίζουν τὴν παράδοση, δὲν ἀρνοῦνται τὴν ἐξέλιξή της
ὅμως, ὅπως οἱ καθαρολόγοι μονοτονιστές, ποὺ ὡς κριτήριο γιὰ τὸ τονικὸ σύστημα (εἶναι
ἱκανοὶ νὰ) ἔχουν ἀποκλειστικὰ τὴν ἑλληνικὴ γραφὴ τοῦ "Χρυσοῦ Αἰώνα". Οἱ
μονοτονιστὲς φτιάχνουν μιὰ καρικατούρα, μιὰ μαριονέτα-ἀχυράνθρωπο ὡς ἀντίπαλό
τους καὶ ἔπειτα χλευάζουν ὅτι "δὲν ἀκολουθεῖτε τὴν (ἄτονη ἀρχαιοελληνικὴ)
παράδοση, ἐνῶ ὑποστηρίζετε τὸ πολυτονικὸ λόγω παραδόσεως".
Μὲ ἄλλα λόγια ἕνα βασικὸ ἐπιχείρημα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ ("οἱ Ἀρχαῖοι δὲν εἶχαν
τόνους, ἄρα πρέπει νὰ τοὺς καταργήσουμε") προέρχεται ἀπὸ μιὰ ρατσιστικὴ καὶ (προ)ναζιστικὴ
θεώρηση τῆς Ἀρχαίας Ἑλλάδας, αὐτὴν ποὺ κάνει λόγο γιὰ "κλασσικὴ ἀκμὴ" καὶ γιὰ "ἑλληνιστικὴ
παρακμὴ" καὶ θεωρεῖ πραγματικοὺς Ἕλληνες μόνο ἐκείνους τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς -
ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν ὅσοι τὸ ὑιοθετοῦν σήμερα δὲν εἶναι ρατσιστὲς οὔτε ναζιστές.
15) Οἱ πολυτονιστὲς συνεχῶς
ἀναφέρουν τὰ παραδείγματα λαῶν τῶν ὁποίων ἡ γραφὴ ἔχει τόνους (λ.χ Γάλλους),
ὥστε νὰ "ἀποδείξουν" ὅτι οἱ τελευταῖοι διατηροῦν τοὺς πολύπλοκους τόνους μόνο
ὅταν εἶναι ἀπαραίτητοι, ὄχι -λὲν οἱ μονοτονιστὲς - ὅπως στὴν Ἑλλάδα τὸ μὴ
ἀπαραίτητο πολυτονικό. Ἀλλὰ τὰ πράγματα δὲν ἔχουν ἔτσι. Γιὰ παράδειγμα στὰ
Ἀγγλικά, ὅπου δὲν σημειώνονται τόνοι οἱ Ἄγγλοι διατήρησαν τὴν ἱστορικὴ
ὀρθογραφία, δίχως κανεὶς νὰ κατορθώσει νὰ ἐπιβάλει τὴ φωνητικὴ ὀρθογραφία.
Κανεὶς δὲν γράφει lait ἀντὶ light,
κανεὶς δὲν γράφει speis ἀντὶ space.
Τὸ κυριότερο: κανεὶς Ἀγγλοσάξωνας δὲν ἰσχυρίστηκε (ἢ τόσοι
νεκροτόμοι-γλωσσολόγοι, ὥστε νὰ δημιουργηθεῖ θέμα) ὅτι λόγω τῆς ἱστορικῆς
ὀρθογραφίας (ἡ ὁποία εἶναι ὁλοφάνερα περιττὴ καὶ δυσκολεύει ὅσους μαθαίνουν τὴν
ἀγγλικὴ) τίθεται θέμα ἀγραμματοσύνης τῶν Ἄγγλων καὶ τῶν
Ἀμερικάνων, οὔτε κανεὶς κατόρθωσε νὰ καταστρέψει τὴν ἀγγλικὴ ὀρθογραφία στὸ
ὄνομα τῆς δημοκρατίας (ἐδῶ γελᾶμε) ἢ τῆς προόδου ἢ τῆς ἐξάλειψης τῆς κοινωνικῆς
ἀδικίας. Οἱ μεταβολὲς ἔγιναν ὁμαλὰ ἢ τουλάχιστον δὲν ὑπῆρξε καμμία τέτοια
ἀπόφαση τοῦ Κράτους γιὰ ἐξάλλειψη τῶν γραμμάτων ὅταν αὐτὰ δὲν προφέρονται στὶς
λέξεις. Θὰ ἀπαντήσουν οἱ μονοτονιστὲς ποτέ: γιατί ἡ Ἑλλάδα νὰ κάνει ὅ,τι δὲν
ἔκαναν ἡ Ἀγγλία καὶ οἱ ἀγγλόφωνες χῶρες; Τὸ παράδειγμα τῆς ὀρθογραφικῆς
μεταρρύθμισης στὴ Γερμανία τὸ 1996 θὰ πρέπει νὰ προβληματίσει τοὺς χλευαστές.
Κάποιοι ἐπέβαλαν μέσω νόμου μιὰ νέα μορφὴ τῆς Γερμανικῆς (δίχως ἔς-τσὲτ κ.ἄ.,
Filosofie ἀντὶ Philosophie κ.ο.κ.),
οἱ Γερμανοὶ λογοτέχνες ἀντέδρασαν, ἡ ὑπόθεση πῆγε ὣς τὰ δικαστήρια, οἱ ὁπαδοὶ
τῆς ἱστορικῆς (καὶ ... περιττῆς!) ὀρθογραφίας νίκησαν, καὶ τελικὰ ἡ μεταρρύθμιση
οὔτε πέρασε οὔτε ἔπικράτησε. Ὥστε λοιπόν ὅταν ψάχνουμε γιὰ ἀντίστοιχα
παραδείγματα στὸ ἐξωτερικό, στὴν Δ. Εὐρώπη, πρέπει νὰ κοιτᾶμε τί πράττουν μὲ τὴν
ἱστορικὴ ὀρθογραφία τους οἱ λαοὶ καὶ ὄχι μὲ τοὺς τόνους τους, τοὺς ὁποίους δὲν
ἔχουν οἱ περισσότεροι. Δηλαδὴ νὰ κοιτᾶμε τί πράττουν μὲ ὅ,τι
θεωρεῖται ἐκεῖ "περιττό" (κατ' ἀντιστοιχία μὲ τοὺς ἑλληνικοὺς
τόνους καὶ πνεύματα).
Σχετικὸ μὲ τὸ παραπάνω εἶναι καὶ τὸ μονοτονικὸ ἐπιχείρημα ὅτι δὲν ἔχει νόημα ὁ
τονισμὸς μὲ πολυτονικὸ λέξεων οἱ ὁποῖες δὲν εἶναι ἀρχαιοελληνικές, π.χ. τὸ οὖζο.
Οἱ Ἄγγλοι γράφουν spaceship καὶ δὲν τοὺς πέρασε ποτὲ κατὰ
νοῦ ἡ ἀντίστοιχη ἐξυπνάδα τῶν μονοτονιστῶν μας, νὰ γράφουν μὲν space
γιατὶ εἶναι ἀρχαῖα λέξη καὶ θέμα παράδοσης, ἀλλὰ γιὰ κάτι καινούργιο, τὸ
διαστημόπλοιο, νὰ γράφουν λ.χ. speissip.
16) Ἡ γλώσσα
δὲν εἶναι μόνο περιεχόμενο, εἶναι καὶ μορφή. Διαφορετικὰ διαβάζοντας ποίηση θὰ
νοιαζόμασταν μόνο γιὰ τὸ περιεχόμενο ἑνὸς ποιήματος καὶ ὄχι γιὰ τὴ μορφή του,
τὴν πρόζα κ.λπ. Κανεὶς ὅμως δὲ διαβάζει ἔτσι ἕνα ποίημα. Ἀκριβῶς τὸ ἴδιο
συμβαίνει στὸν γραπτὸ λόγο. Δὲν εἶναι ἁπλῶς ὅτι στὸ πολυτονικὸ ἡ πληροφορία
παρέχεται μὲ πολὺ μεγαλύτερη σαφήνεια. Εἶναι καὶ ὅτι στὸ γραπτὸ λόγο Περιεχόμενο
καὶ Μορφὴ εἶναι ἀλληλένδετα.
(22/5/2008)
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ὅπως εἶναι φυσικό, ὑπάρχουν καὶ διαφωνοῦντες μὲ
ὅσα ὑποστηρίζουμε οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ. Χάριν συντομίας, ἂς ἀποκαλέσουμε τὰ
ἐπιχειρήματα ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ ἢ μᾶλλον τὰ ἀντεπιχειρήματα ἐναντίον τῶν
ἐπιχειρημάτων ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ ὡς τὰ ἐπιχειρήματα τοῦ μονοτονιστῆ μας.
Ἀντεπιχείρημα πρῶτο: «ἐπιλέγεις λίγες λέξεις ὁμόηχες (ἢ
τὴν ἴδια λέξη μὲ ἄλλη σημαςία) καὶ ὅπου ὁριακὰ μπορεῖ νὰ ὑπάρξει σύγχυση, καὶ
πάνω σ’ αὐτὸ χτίζεις ὅλο τὸ οἰκοδόμημά σου περὶ ἀναγκαιότητας τοῦ πολυτονικοῦ!»
Ἀπάντηση: τὸ πραγματικὸ ζήτημα εἶναι: σὲ ποιόν
βαθμὸ μπορεῖ καθένας τρόπος γραφῆς νὰ κάνει πιὸ κατανοητὸ τί θέλει νὰ πεῖ ὁ γράφων;
Στὰ θέματα στὰ ὁποῖα ὑπάρχει δυνατότητα σύγκρισης, σὲ αὐτὰ ὑπερνικᾶ τὸ
πολυτονικό. Τὸ ὅτι δὲν ὑπάρχουν περισσότερα θέματα σύγκρισης δὲ συνεπάγεται πὼς
τὰ ὑπαρκτὰ θέματα δὲν ἐπαρκοῦν γιὰ τὴν ἀπόδειξη τῆς ὀρθότητας τοῦ πολυτονικοῦ. Καὶ τὸ
πολυτονικὸ κερδίζει, τουλάχιστον στὶς λίγες περιπτώσεις ποὺ ἀναφέρθηκαν. Δηλαδή,
ἀκόμα κι ἂν τὸ μονοτονικὸ εἶχε πλεονεκτήματα (ποὺ δὲν ἔχει) ἀλλὰ ὄχι
τόσα πολλὰ ὅσα τὸ πολυτονικό, πάλι τὸ πολυτονικὸ θὰ ἦταν καλύτερο καὶ
χρησιμότερο ἀπὸ τὸ μονοτονικό, ἀκόμη κι ἂν ὑπῆρχαν ἄλλες 600 περιπτώσεις ὅπου
οὔτε τὸ πολυτονικὸ οὔτε τὸ μονοτονικὸ ἐπαρκοῦν.
Ἀντεπιχείρημα δεύτερο: «α) ὑπάρχουν ἄλλες τόσες καὶ
περισςότερες περιπτώσεις ἀμφισημίας ὅπου τὸ πολυτονικὸ δὲν βοηθάει, καὶ ὅτι β) ἡ
ἄρση τῆς ἀμφισημίας δὲν εἶναι ἐγγενὴς ἰδιότητα τοῦ πολυτονικοῦ ἀλλὰ
σύμπτωματική».
Ἀπάντηση: ποῦ βρίσκεται τὸ συμπτωματικό;
Ἀπὸ πότε συνιστᾶ σύμπτωση ἡ ἐπιλογὴ τῆς χρήσης τῆς βαρείας; Ὅταν
ἐξαιτίας – καὶ μόνο ἐξαιτίας αὐτῆς – τῆς περισπωμένης (δηλαδὴ χαρακτηριστικοῦ
ἀποκλειστικᾶ τοῦ πολυτονικοῦ) αἴρεται μιὰ ἀμφισημία, τότε ἡ ἄρση τῆς ἀμφισημίας
ὀφείλεται ἀποκλειστικᾶ στὸ πολυτονικὸ καὶ εἶναι ἐγγενὴς ἰδιότητα τοῦ πολυτονικοῦ
- ὄχι συμπτωματική. Τὸ μονοτονικὸ εἶναι «δομημένο» νὰ εἶναι ἐκφραστικὰ πολὺ πιὸ
ἀνεπαρκὲς ἀπὸ τὸ πολυτονικό. Εἶναι σὰ νὰ λέγαμε, ποιὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο εἶναι
ἐπαρκές, αὐτὸ μὲ 20 ἢ κάποιο μὲ 24 γράμματα. Σίγουρα ὑπάρχουν φθόγγοι γιὰ τοὺς
ὁποίους δὲν ὑπάρχει ἀντιστοιχία στὸ ἑλληνικὸ ἀλφάβητο. Ὡστόσο, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ
ἀλφάβητο τῶν 24 γραμμάτων εἶναι ἀνεπαρκές, ἐξακολουθοῦμε νὰ τὸ προτιμᾶμε ἀπὸ τὸ
ἀλφάβητο τῶν 30 ἢ 27 γραμμάτων. Τὸ ἀντίστοιχο συμβαίνει καὶ μὲ τὸ πολυτονικό:
ὅσο κι ἂν δὲν λύνει ὅλα τὰ προβλήματα, λύνει περισςότερα προβλήματα ἀπὸ τὸ
μονοτονικό (ποὺ δὲν λύνει κανένα). Ἂν τὸ πολυτονικὸ ἐκφράζει καλύτερα ὸ τὸ
μονοτονικὸ τὸν γραπτὸ λόγο λ.χ. σὲ 5 ἀπὸ τὶς 100 περιπτώσεις, αὐτὸς δὲν εἶναι
λόγος νὰ πεῖ κανεὶς «τὸ πολυτονικὸ εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὸ μονοτονικό»! Ἴσα-ἴσα,
θὰ πεῖ: «ἀφοῦ πρὸς τὸ παρὸν ἔχω αὐτὰ τὰ δύο συστήματα, ἐπιλέγω ὅποιο ἐπιλύνει τὰ
περισςότερα προβλήματα». Τὸ ἂν αὐτὰ τὰ προβλήματα ἀφοροῦν λέξεις ὁμόηχες ἢ εἶναι
τὰ ἔσχατα προβλήματα ἢ λέξεις ποὺ βλέπει κανεὶς μιὰ στὶς 1 ἑκ., δὲν ἔχει καμμία
σημαςία. Σημαςία ἔχει πιὸ εἶναι τὸ τονικὸ σύστημα μὲ τὸ ὁποῖο λύνονται
συγκριτικὰ τὰ περισςότερα προβλήματα.
Ἀντεπιχείρημα τρίτο, ἐναντίον τῆς βαρείας: «Πολὺ πρὶν τὴν
ἀποφράδα νύχτα τοῦ 1982 ὅταν μιὰ δράκα ἐπίορκων ἐθνοπατέρων ἀποψίλωσαν τὴ γλώσσα
μας, ἡ βαρεία εἶχε σταματήσει νὰ διδάσκεται στὴν ἐκπαίδευση. Ἔβγαλα τὸ μιςὸ
δημοτικὸ καὶ τὸ μιςὸ (ἑξατάξιο) γυμνάσιο ἐπὶ δικτατορίας καὶ θυμᾶμαι πολὺ καθαρᾶ
ὅτι τὴ βαρεία τὴν ἀναφέραμε μόνο ἐν παρόδῳ στὸ μάθημα τῆς γλώσσας. Δὲν διόρθωνε
ὁ δάσκαλος ὅταν δὲν βάζαμε τὴ βαρεία».
Ἀπάντηση: αὐτὸ δὲν εἶναι ἐπιχείρημα, ὅπως
δὲν
εἶναι ἐπιχείρημα ὅτι τὰ ἰδιωτικὰ κανάλια γράφουν τοὺς τίτλους στὸ
ἀτονικό, δίχως
κανένα ΕΡΣ νὰ τοὺς τραβήξει τ’ αὐτί. Δὲν εἴδαμε κανέναν μονοτονιστή, ἀπὸ
αὐτοὺς
ποὺ ἐπιτίθενται στὸ πολυτονικό, νὰ οὐρλιάζει ἔξαλλος ἢ νὰ εἰρωνεύεται τὸ
ἀτονικὸ
κι αὐτοὺς ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦν στὰ κανάλια. Ἂν αὐτὸ δὲν εἶναι ὑποκριςία,
τότε τί
εἶναι ὑποκριςία; Ἡ ἀναφορὰ στὸ 1982 καὶ τοὺς «ἐπίορκους ἐθνοπατέρες»
εἶναι
σκόπιμη, ὥστε ὁ μονοτονιστής μας ν’ ἀποδείξει εἴτε ὅτι ὅσοι κατακρίνουν
τὸ
μονοτονικὸ εἶναι δεξιοὶ ἢ ἀντικοινοβουλευτικοὶ ἀκροδεξιοὶ ποὺ δὲν
κατακρίνουν τὴ
χούντα ἢ τὶς μεταδικτατορικὲς δεξιὲς κυβερνήσεις γιὰ τὰ λάθη τους στὸ
ζήτημα
αὐτό, εἴτε - προφανῶς πιστεύοντας ὅτι οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι
(ἀκρο)δεξιοί - ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ, νὰ
τοὺς πεῖ:
«ἀφοῦ καὶ ἡ χούντα (σας) εἶχε καταργήσει τὴ βαρεία, ἐσεῖς γιατί
διαμαρτύρεστε;»
Στ’ ἀλήθεια, πολὺ ἔξυπνο τὸ ἐπιχείρημα τοῦ μονοτονιστῆ μας. Ὡστόσο ἡ
ἀναφορά στὸ 1982 δὲ σημαίνει ὅτι πιστεύουμε πὼς πρὶν τὸ 1982 ὅλα ἦταν
ρόδινα ἢ ὅτι δὲν
εἶχε ἀρχίσει ἡ καταστροφὴ τοῦ γραπτοῦ λόγου πρὶν τὸ 1982. Αὐτὰ τὰ περὶ
«ἐπίορκων» (=προδοτῶν) εἶναι οἱ γνωστὲς προσπάθειες τῶν «δημοκρατῶν»
μονοτονιστῶν, νὰ μαντρώσουν στὸ ἀκροδεξιὸ μαντρὶ τῆς φανταςίας τους
ὅποιον
ὑπερασπίζεται τὸ πολυτονικό, μὲ τὸ ἀφελὲς ἐπιχείρημα «δὲν μιλᾶτε γιὰ τὰ
πρὶν τὸ
1982», ὥστε νὰ φιμώσουν ὡς «φαςίστες» ὅσους διαφωνοῦν μαζί τους. Φυσικᾶ
καὶ
μιλᾶμε γιὰ ὅλες τὶς καταστροφικὲς ἐπεμβάσεις, εἴτε αὐτὲς ἔλαβαν χώρα
πρὶν εἴτε
μετὰ τὸ 1982. Μὲ τὴν ἴδια πανἐξυπνη μονότονη λογικὴ θὰ μποροῦσαμε κι
ἐμεῖς νὰ
κατηγορήσουμε τοὺς μονοτονιστὲς ὅτι εἶναι ὑπέρμαχοι τοῦ ἀτονικοῦ, γιατὶ
τὸ
ἀνέχονται καὶ δὲν τὸ στηλιτεύουν τόσο λυσσασμένα, ὅσο τὸ πολυτονικό.
Ὅταν κανεὶς
δὲν ἔχει ἐπιχειρήματα, κρύβεται στὶς παράλογες πολιτικές του
ταξινομήσεις. Ἐμεῖς
ὅμως λέμε ὅτι τὸ μεγαλύτερο λάθος ἔγινε τὸ 1982, ὄχι ὅτι πρὶν δὲν ἔγιναν
τραγικὰ
λάθη.
Ἀντεπιχείρημα τέταρτο,
πάλι ἐναντίον τῆς τρισκατάρατης βαρείας: «πολλὰ βιβλία, ἰδίως ἐκεῖνα ποὺ
τυπώνονται μὲ πολυτονικὸ μὲν ἀλλὰ στὶς μέρες μας, δὲν χρησιμοποιοῦν βαρεία».
Ἀπάντηση: ὑπάρχει τὸ καλό, ὑπάρχει καὶ τὸ
καλύτερο. Ἐξάλλου ὑπάρχει καὶ τὸ κίνητρο τοῦ κέρδους. Ἀλλὰ αὐτὸ δὲν εἶναι
ἐπιχείρημα κατὰ τοῦ πολυτονικοῦ ἐν γένει. Διαφωνίες ὑπάρχουν καὶ μεταξὺ
μονοτονιστῶν, μερικοὶ ἐκ τῶν ὁποίων ἀναγνωρίζουν ὅτι εἶναι λάθος νὰ μὴ
τονίζονται οἱ μονοςύλλαβες λέξεις. Αὐτοὶ εἶναι ἁπλῶς διαφοροποιημένοι
μονοτονιστές, ὅπως καὶ ὅσοι πολυτονιστὲς ἐνῶ δὲν βάζουν τὴ βαρεία γιὰ λόγους
κέρδους, τεμπελιᾶς ἢ ἄγνοιας τῆς σημαςίας τῆς βαρείας, παραμένουν ὑπέρμαχοι τοῦ
πολυτονικοῦ.
Ἀντεπιχείρημα πέμπτο: ὁ μονοτονιστής μας παραθέτει διάφορα παραδείγματα,
ὥστε νὰ δείξει ὅτι ἡ βαρεία στὸ «γιατί» ἢ σὲ ἄλλες λέξεις δὲν ἀρκεῖ, γιατὶ ἡ
ὠφέλεια ἀπὸ αὐτὴν δὲν καλύπτει τὰ ἑξῆς παραδείγματα ποὺ παραθέτει, λ.χ. δὲν
καθιστᾶ πάντα σαφὲς ἂν ἡ πρόταση εἶναι ἐρωτηματική:
-- Δεν σου είπα να κλείνεις την τηλεόραση όταν
μιλάει ο Πολύδωρας;
-- Δεν σου είπα να κλείσεις την τηλεόραση, σου
είπα να μη βάλεις τον Πολύδωρα. ή
-- Έφυγε η Μαρία και δεν άφησε τίποτα για φαγητό.
-- Έφυγε η Μαρία να φωνάξω τα παιδιά για κανένα
χαρτάκι; ή
-- Πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της
ψυχής μου!
-- Πάντα ανοιχτά θ' αφήνεις τα φώτα στο μπάνιο
βρε παιδάκι μου;
Ἀπάντηση:
ἐδῶ ὁ μονοτονιστής μας παίζει μὲ τὶς ἔννοιες τοῦ χειρότερου καὶ τοῦ κακοῦ.
Προσπαθεῖ ν’ ἀποδείξει ὅτι καὶ τὰ δυὸ εἶναι τὸ ἴδιο. Κανεὶς δὲν εἶπε ὅτι τὸ
πολυτονικὸ ἐπιλύνει ὅλα τὰ προβλήματα καὶ ὅτι ἐκφράζει τέλεια τὸν προφορικὸ λόγο
στὸ χαρτί. Ἀλλὰ ὁ μονοτονιστής μας κάνει ὡς ἂν ὑπῆρχε κάποιος τρόπος νὰ εἴχαμε
τέλεια ἀπόδοση τοῦ προφορικοῦ λόγου (τῆς χροιᾶς, τοῦ ἂν ἡ πρόταση εἶναι
ἐρωτηματικὴ ἢ ὄχι κ.λπ.). Ἑπομένως ἰσχύει τὸ «μὴ χεῖρον βέλτιστον». Μάλιστα, ἂν
σκεφτοῦμε ὅτι ἐπιπρόσθετα σύμβολα μποροῦν νὰ προστεθοῦν στὸ πολυτονικὸ καὶ ὄχι
στὸ μονοτονικό, ὅπως ὁ μονοτονιστής μας θέλει, δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ κάνουμε πὼς
δὲν βλέπουμε τὶς διαφορές. Ἐδὼ νὰ ποῦμε ὅτι τὸ μονοτονικό, ἐπειδὴ εἶναι παράλογα
δομημένο, καθιστᾶ ἀδύνατη τὴν ἄμεση κατανόηση τῆς φράση «Ο Νίκος στο γιαπί του
είπε» καὶ ἀναγκάζεται νὰ παραβεῖ τὸν κανόνα του «οἱ μονοςύλλαβες λέξεις δὲν
τονίζονται» καὶ νὰ τονίσει τὸ «του» (ἂν τὸ γιαπὶ δὲν ἀνήκει στὸ Νίκο), ὥστε νὰ
καταλάβουμε ὅτι δὲν εἶναι τὸ γιαπὶ ἰδιοκτηςία τοῦ Νίκου. Ἀντίθετα, στὸ
πολυτονικὸ (ἂν ἰσχύῃ ἡ ὑπόθεςή μας ὅτι εἶναι ἰδιοκτηςία του), βάζουμε ὀξεία στὸ
«ι» τοῦ «γιαππί» καὶ (ἂν μιλᾶ σὲ ἄλλον) περισπωμένη στὸ «υ» τοῦ «του», ἐνῶ ἂν
βάλουμε βαρεία στὸ «ι» τοῦ «γιαπί» (καὶ περισπωμένη στὸ «τοῦ»), τότε
καταλαβαίνουμε ἀμέσως τὸ ἰδιοκτησιακό καθεστὼς τοῦ κτιρίου, ὅτι δηλαδὴ δὲν
ἀνήκει στὸ Νίκο.
Ἀντεπιχείρημα ἕκτο:
«νὰ ἐπισημάνω ὅτι στὰ λίγο παλιότερα χρόνια, τότε ποὺ ἔμπαινε ἡ βαρεία (ἂν
ἔμπαινε), θὰ ἦταν πολὺ δύσκολο ὁ
πολυτονιστής μας νὰ δεῖ "γιατί" μὲ βαρεία,
διότι ἁπλούστατα τὸ "γιατί" σὲ ἀπάντηση (δηλαδὴ μὲ τὴ σημαςία "ἐπειδὴ»)
ἐθεωρεῖτο σχεδὸν σολοικισμός – μιλᾶμε βέβαια γιὰ τὸν γραπτὸ λόγο.
Προκειμένου νὰ βροῦν μιὰ τόση δὰ ἀδυναμία τοῦ μονοτονικοῦ, οἱ ὁπαδοὶ τοῦ
πολυτονικοῦ δὲν διστάζουν νὰ ἀγκαλιάσουν μιὰ χρήση ποὺ παλιότερα θὰ τὴν
ἐξοβέλιζαν μὲ βδελυγμία. Ἀλλὰ ὁ πνιγμένος πρέπει ἀπὸ κάπου νὰ πιαστεῖ».
Ἀπάντηση:
πάλι τὸ γνωστὸ ἁπλοϊκὸ ἐπιχείρημα. Οἱ μονοτονιστὲς προσπαθοῦν νὰ μαντρώσουν τοὺς
ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ στὸ μαντρὶ τῆς Καθαρεύουσας, ὥστε νὰ τοὺς σταμπάρουν
ὡς «κακοὺς συντηρητικοὺς» ἢ καὶ ἀστείους (ἀφοῦ συχνὰ ἡ Καθαρεύουσα
χρησιμοποιεῖται εἰρωνικῶς), γραφικοὺς - καὶ ποιός ἀσχολεῖται μὲ γραφικούς; -
παλιομοδίτες. Βλέπουμε ἐδῶ πόσο ἀντιδημοκρατικὴ - γιὰ νὰ μὴ πεῖ
κανεὶς τίποτε ἄλλο –
νοοτροπία ἔχουν οἱ μονοτονιστές, ἀφοῦ ἀντὶ νὰ κοιτᾶνε τὰ ἀντίθετα ἐπιχειρήματα,
συνεχῶς προσπαθοῦν μὲ ἀνακριβῆ πολιτικὰ ἐπιχειρήματα νὰ μειώσουν τοὺς
ἰδεολογικούς τους ἀντιπάλους. Ἔτσι σκέφτονται οἱ μονοτονιστές. Πάντως, πρέπει νὰ
ποῦμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ὅτι ἄλλο πρᾶγμα ἡ Καθαρεύουσα καὶ ἄλλο τὸ πολυτονικὸ
σύστημα. Ἡ Καθαρεύουσα εἶναι μορφὴ τὴς γλώσσας (τὸ ἀντίθετό της εἶναι ἡ Δημοτικὴ
καὶ ὄχι τὸ μονοτονικό). Τὸ πολυτονικὸ εἶναι τονικὸ σύστημα (τὸ ἀντίθετό του
εἶναι τὸ μονοτονικὸ καὶ ὄχι ἡ Δημοτική). Τὸ πολυτονικὸ ἐφαρμόζεται καὶ στὴ
δημοτική, ὄχι μόνο στὴν καθαρεύουσα. Ἂν δὲν τὸ ξέρουν ὥς τώρα οἱ μονοτονιστές,
ἂς τὸ μάθουν. Ἑπομένως τὸ αἰτιολογικὸ «γιατὶ» δὲν ἀνήκει μόνο στοὺς
μονοτονιστές: ἀνήκει στοὺς δημοτικιστές, καὶ σ’ αὐτοὺς συγκαταλέγονται πάμπολοι
ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ. Τέτοιο βάθος ἐπιχειρημάτων ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ,
πάντως, εἶναι λογικὸ νὰ μᾶς κάνῃ νὰ πνιγόμαστε, καὶ νὰ πιανόμαστε ἀπ’ τὰ μαλλιά
μας. Μᾶλλον τραβᾶμε τὰ μαλλιά μας.
Ἀντεπιχείρημα ἕβδομο, πάλι ἐναντίον τῆς τρισκατάρατης βαρείας, ἀναφορικᾶ
μὲ τὰ παραδείγματα «γλυκὸ κραςί.» καὶ «γλυκὸ κραςὶ πεθύμησα»: «ἔχω μιὰ ἀπορία
ὅταν διαβάζω τέτοια δῆθεν ἐπιστημονικά: τώρα ἐσεῖς ποῦ βλέπετε τὴν παραπάνω
φράση "γλυκό κρασί πεθύμησα" γραμμένη μονοτονικᾶ, χωρὶς βαρείες, τὴ διαβάζετε
ἀλλιώτικα ἀπὸ τὸν κ. Ράμφο; Προφανῶς ὄχι».
Ἀπάντηση: καὶ gliko krasi pethimisa νὰ γράφαμε – γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὴ λογικὴ τοῦ
μονοτονιστῆ μας – πάλι τὸ ἴδιο θὰ τὴν καταλαβαίναμε ὅλοι· εἶναι τῶρα αὐτὸ λόγος
νὰ ἀρχίσουμε, «γιὰ περισςότερη εὐκολία καὶ ταχύτητα», νὰ γράφουμε μὲ λατινικὸ
ἀλφάβητο; Προφανῶς ὄχι. Στὸ πολυτονικὸ ἀκόμη καὶ ἡ ἀνάσα ἢ ἡ διακοπή της
φαίνονται τουλάχιστον περισςότερες φορὲς ἀπὸ ὅ,τι στὸ μονοτονικό. Στὸ μονοτονικὸ
ἁπλῶς δείχνεται ποιὰ συλλαβὴ τονίζεται περισςότερο (ἀνακριβῶς, ὅπως δείξαμε,
ἀφοῦ καὶ οἱ μονοςύλλαβες λέξεις τονίζονται, ἀντίθετα μὲ τὸν κανόνα «οἱ
μονοςύλλαβες λέξεις δὲν παίρνουν τόνο», ποὺ κάποιο πανέξυπνο μονοτονικὸ «προοδευτικὸ»
think tank σκέφτηκε καὶ ἐπέβαλε), δίχως ἡ ἀπόχρωση νὰ δείχνεται σαφῶς, νὰ
γίνεται κατανοητή ἡ ὕπαρξή της. Κι αὐτὸ ἀποτελεῖ συρρίκνωση ἢ μᾶλλον
στραγγαλισμὸ τοῦ λόγου. Καὶ τὸ νὰ ξαναρχίζουν τὰ γνωστὰ «μὰ δὲν τὰ καταφέρνει σὲ
ὅλες τὶς περιπτώσεις τὸ πολυτονικό», δὲν ὠφελεῖ. Καμμιὰ γραπτὴ γλώσσα δὲν μπορεῖ
νὰ εἶναι τόσο «ζωντανὴ» ὅσο ὁ προφορικός της λόγος. Νὰ τὶς καταργήσουμε; Νὰ
φτιάξουμε ἄλλα 400-500 σύμβολα, γιὰ νὰ δείχνουν τὴν ἀκριβῆ χροιά; Δὲν γίνεται,
ἀλλὰ ἂς μὴ πᾶμε γι’ αὐτὸ σὲ χειρότερο στάδιο (τοῦ μονοτονικοῦ). Καὶ ναί,
ἀκούγεται διαφορετικὰ ὁ τονισμὸς τῆς λέξης «κρασί», ὅταν ὑπάρχῃ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν
τελεία, ἀπ’, ὅ,τι ὅταν ὑπάρχει ἄλλη λέξη καὶ ὄχι τελεία, γιατὶ ὅταν ὑπάρχει τελεία,
τότε ἡ ἔνταση στὸ «ί» δυναμώνει καὶ κόβεται ἀπότομα ἡ φωνή. Τὸ ἴδιο συμβαίνει
καὶ στὸ παραπάνω παράδειγμα «Ο Νίκος στο γιαπί του είπε». Ἂν βάλουμε βαρεία στὸ
«ι» τοῦ «γιαπί» (καὶ περισπωμένη στὸ «του»), τότε σημαίνει, ὅπως εἴπαμε, ὅτι τὸ
γιαπί δὲν ἀνήκει στὸν Νίκο. Ὅταν διαβάσουμε φωναχτὰ τὴ φράση «Ὁ Νίκος στὸ γιαπὶ
τοῦ εἶπε», δὲν προφέρουμε κολλητὰ τὶς λέξεις «γιαπὶ» καὶ «τοῦ» (μὴ τυχὸν
παρανοήσει ὁ ἀκροατής μας ὅτι πρόκειται γιὰ τὴν ἑπόμενη περίπτωση, τὸ γιαπὶ νὰ
εἶναι τοῦ Νίκου) καί, κατὰ κάποιο τρόπο σὰ νὰ σταματᾶμε λίγο στὸ «γιαπί».
Ἀντίθετα, ἂν βάλουμε ὀξεία στὸ «ι» τοῦ «γιαπί» (δίχως νὰ παίζῃ ρόλο ἂν θὰ
βάλουμε περισπωμένη στὸ «του» ἢ ὄχι), τότε ἀμέσως καταλαβαίνουμε ὅτι τὸ γιαπὶ
ἀνήκει στὸ Νίκο καί, ταυτόχρονα, ὅταν διαβάσουμε φωναχτὰ τὴν φράση «Ὁ Νίκος στὸ
γιαπί του εἶπε», τότε προφέρουμε (ἀσυναίσθητα) κολλητά, μαζὶ σχεδόν, τὶς λέξεις
«γιαπί» καὶ «του», δείχνοντας ἔτσι μὲ τὴ φωνή μας ὅτι τὸ γιαπὶ ἀνήκει στὸ Νίκο.
Ὅλη αὐτὴ ἡ σημαντικὴ λεπτομέρεια φαίνεται καὶ ἀποτυπώνεται μόνο στὸ πολυτονικό.
Ἀντίθετα, ὅταν διαβάζουμε «Ο Νίκος στο γιαπί του είπε», δὲν γνωρίζουμε ἂν ὁ
Νίκος μιλᾶ στὸν ἑαυτό του ἢ ὄχι. Στὸ πολυτονικὸ «Ὁ Νίκος στὸ γιαπί του εἶπε»
ὅμως ἀμέσως καταλαβαίνουμε 1) ὅτι τὸ γιαπὶ εἶναι τοῦ Νίκου καὶ ταυτόχρονα 2) ὅτι
ὁ Νίκος μιλᾶ στὸν ἑαυτό του (ἂν γράφαμε «... στὸ γιαπὶ τοῦ εἶπε», θὰ ξέραμε ὅτι
ὁ Νίκος μιλᾶ σὲ ἄλλον). Τὸ μονοτονικὸ πρέπει ὑποχρεωτικᾶ νὰ παραβῇ τοὺς κανόνες
του (σχετικᾶ μὲ τὸν μὴ τονισμὸ μονοςύλλαβων), ἂν θέλει νὰ δείξει σὲ ποιὸν μιλᾶ ὁ
Νίκος. Ἐδῶ νὰ σχολιάσουμε ὅτι
ὅλες αὐτὲς οἱ, ἀναγκαστικὲς γιὰ τὸ μονοτονικό,
παραβάσεις τῶν μονοτονικῶν κανόνων του θυμίζουν λίγο τοῦς νόμους ποὺ ψηφίζονται:
«ἀπαγορεύεται αὐτό, ἀλλὰ στὴν περίπτωση ἐκείνη εἰσάγουμε τροπολογία, "ρύθμιση",
καὶ ἐπιτρέπεται». Τὰ γνωστὰ χάλια τῶν τσαπατσούληδων. Ἂν οἱ μονοτονιστές μας
ἀδυνατοῦν νὰ δοῦν τὶς διαφορὲς αὐτές, δὲν τοὺς φταίει κανείς, οὔτε... ἡ ἀκοή
τους.
Ἀντεπιχείρημα ὄγδοο,
αὐτὴ τὴ φορὰ κατὰ τῆς περισπωμένης, ἀναφορικὰ μὲ τὸ παράδειγμα «ακριβή εικόνα».
Ἐδῶ ὁ μονοτονιστής μας παραδέχεται ὅτι ἴσως ἡ περισπωμένη λύνει τὴν ἀμφισημία.
Τί λέει ὅμως μετά; «ὅπως δὲν αἴρει τὴν ἀμφισημία ἡ περισπωμένη σὲ χίλιες δυὸ
ἄλλες περιπτώσεις, ὅπως ἂς ποῦμε στὰ ὁμόηχα τόνος (τὸ τονικὸ σημάδι) καὶ τόνος
(τὰ χίλια κιλά), ποὺ ἂν κάτσω λίγο νὰ σπαζοκεφαλιάσω θὰ βρῶ ἕνα φτιαχτὸ ἀμφίσημο
παράδειγμα σὰν τὴν ἀκριβὴ εἰκόνα. Καὶ μὴ μοῦ πεῖτε ὅτι θὰ μὲ γλιτώσουν τὰ δύο
νῦ, διότι μὲ δύο νῦ γράφεται ἄλλος τόνος, τὸ ψάρι. Μήπως νὰ βάλουμε περισπωμένη
καὶ στὸ ὄμικρον τῆς λέξης τόνος γιὰ νὰ ξεχωρίζουμε τὸν μὲν ἀπὸ τὸν δέ;
Καὶ τὰ κόμματα τὰ πολιτικὰ πῶς θὰ τὰ ξεχωρίσουμε στὸ πολυτονικὸ ἀπὸ τὰ κόμματα
τῆς στίξης;»
Ἀπάντηση: τὸ ξαναλέμε, τὸ πολυτονικὸ σύστημα «ἁπλῶς»
ἐπιλύνει πολὺ καλύτερα κάποια προβλήματα ποὺ τὸ μονοτονικὸ δὲν μπορεῖ νὰ τὰ
ἐπιλύσῃ· καὶ ἀποτυπώνει καλύτερα τὸν προφορικὸ λόγο. Τί κάνει ὅμως ἐδὼ ὁ
μονοτονιστής μας, φέρνοντας ὡς παράδειγμα τὸν τόνο-ψάρι καὶ τὸν τόνο-σημάδι ἢ τὸ
κόμμα-σημάδι καὶ τὸ πολιτικὸ κόμμα, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι τὸ πολυτονικὸ δὲν
ἐπαρκεῖ; Πάει νὰ μᾶς πείσει ὅτι αὐτὰ τὰ προβλήματα εἶναι προβλήματα ποὺ
ὀφείλονται στὶς περισπωμένες καὶ τὰ πνεύματα, στὸ τονικὸ σύστημα, ἐνῶ σαφέστατα
εἶναι προβλήματα ποὺ ὀφείλονται στὴν ὀρθογραφία.
Νὰ τὸ ξαναποῦμε: ἄλλο πρᾶγμα τὸ
τονικὸ σύστημα, ἄλλο πρᾶγμα ἡ ὀρθογραφία. Διότι, γιὰ παράδειγμα, εἴτε μὲ
πολυτονικὸ γράψουμε τὴ λέξη τόνος εἴτε μὲ μονοτονικό, πάλι τὸ ἴδιο γράφεται αὐτή,
πάλι ὑπάρχε πρόβλημα κατανόηςής της: ἄρα δὲν φταίει ἐδῶ τὸ τὸνικὸ σύστημα γραφῆς
(πολυτονικὸ ἢ μονοτονικό), ἀλλὰ ἡ ὀρθογραφία. Ὁ μονοτονιστὴς μᾶς
ἀποπροσανατολίζει, ὥστε νὰ νομίσουμε ὅτι φταίει τὸ πολυτονικό. Ὅμως ἀφοῦ ἡ λέξη
τόνος γράφεται τὸ ἴδιο καὶ στὸ μονοτονικό, θὰ μποροῦσε, ἐξίσου ἀφελῶς, κάποιος
νὰ πεῖ ὅτι εὐθύνεται τὸ μονοτονικὸ γιὰ τὴ σύγχυση τόνου-σημαδιοῦ καὶ τόνου-ψαριοῦ.
Ὡστόσο μιὰ ἀπάντηση θὰ ἦταν ἠ ἑξῆς: τὸ πολυτονικὸ εἶναι τόσο καλό, ὥστε νὰ
ἐπιλύει τὴν ἀμφισημία ἐνίοτε ἀκόμη καὶ σὲ ζητήματα ὀρθογραφίας, ἐνῶ τὸ μονοτονικὸ
ποτὲ δὲ θὰ μπορέσει κάτι τέτοιο (δὲν πιστεύουμε ὅτι κάποτε νὰ βρεῖ κάποιο «φτιαχτὸ
ἀμφίσημο παράδειγμα, σὰν τὴν ἀκριβῆ/ή εἰκόνα» ὁ μονοτονιστής μας, τὸ ὁποῖο θὰ
δείχνει ἢ ὅτι καὶ τὸ μονοτονικὸ τὰ καταφέρνει καλᾶ ἢ ὅτι τὸ πολυτονικὸ δὲν τὰ
καταφέρνει καλά).
Ἀντεπιχείρημα ἕνατο, πάλι γιὰ τὸ ἴδιο ζήτημα: «ἢ μήπως νὰ
ἀπαγορέψουμε τὴ φράση "ἔχεις πέντε λεπτά;" ἐπειδὴ μπορεὶ νὰ μὴν εἶναι ἀμέσως
φανερὸ ἂν πρόκειται γιὰ λεπτὰ τῆς ὥρας ἢ λεπτὰ τοῦ εὑρώ;»
Ἀπάντηση: ὁ μονοτονιστής μας προσπαθεῖ νὰ
ἀντικρούσει τὰ παραδείγματα ἀμφισημίας ὅπου σαφέστατα ἀποδεικνύεται καλύτερο τὸ
πολυτονικὸ μὲ παραδείγματα ἀμφισημίας τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο δὲν ἀποδεικνύουν πιὸ
καλὸ τὸ μονοτονικὸ ἀλλὰ καὶ ἀναφέρονται σὲ ἀμφισημία καθαρᾶ ὀρθογραφικῆς φύσης (δηλαδὴ
ἂν γράφαμε «λεππτά» γιὰ τὰ χρήματα, ὁ μονοτονιστής μας δὲν θὰ ἀνέφερε κἂν τὸ
παράδειγμα). Μὲ ἄλλα λόγια προσπαθοῦν νὰ δείξουν τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ πολυτονικοῦ
σὲ παραδείγματα ποὺ δὲν ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸ τί τονικὸ σύστημα ἐπιλέγουμε,
ἀφοῦ ἄλλο πράγμα ἡ ὀρθογραφία καὶ ἄλλο οἱ τόνοι. Δηλαδὴ λένε: «δὲν διακρίνουμε
τὰ λεφτὰ ἀπὸ τὰ λεπτὰ τῆς ὥρας; Φταίει τὸ πολυτονικό!» Φυσικὰ οὔτε τὸ πολυτονικὸ
οὔτε τὸ μονοτονικὸ φταῖνε ἐδῶ, διότι ἁπλούστατα εἶναι διαφορετικὸ ζήτημα αὐτοῦ
τοῦ εἶδους ἡ ὁμοηχία ἀπὸ τὴν ὁμοηχία «ακριβή». Εἶναι πρόβλημα ὀρθογραφικό, ὄχι
τονικοῦ συστήματος. Κανονικὰ οἱ μονοτονιστὲς θὰ ἔπρεπε νὰ ποῦν «καὶ πάλι, τὸ ὅτι
διὰ τοῦ πολυτονικοῦ ἀποσαφηνίζεται μιὰ ἔστω ἀμφισημία, εἶναι θετικό». Θὰ
συγκρίνουμε λοιπὸν τὸ πολυτονικὸ μὲ τὸ μονοτονικὸ σὲ ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν
βοήθεια ποὺ προσφέρει ὁ τονισμὸς στὴν ἀποσαφήνιση ἀμφισημιῶν, καὶ ὄχι σὲ
ζητήματα σχετικὰ μὲ τὴν ὀρθογραφία τῆς λέξης, ἡ ὁποία προϋπάρχει τοῦ
χρησιμοποιούμενου τονικοῦ συστήματος. Ἂν τέτοια εἶναι τὰ ἀρνητικὰ (ἀρνητικά,
γιατὶ δὲν ἔχουν νὰ ποῦν τίποτε ὑπὲρ τοῦ μονοτονικοῦ, ἁπλῶς ἐπιχειροῦν ν’
ἀποδείξουν τὴν ἀνεπάρκεια τοῦ πολυτονικοῦ ὡς πρὸς τὸ σύμπαν τῶν γλωσσικῶν
προβλημάτων «ξεχνῶντας» ὅτι ἐξίσου ἀνεπαρκὲς εἶναι τὸ μονοτονικὸ ὡς πρὸς τὰ
λοιπὰ γλωσσικὰ προβλήματα) ἐπιχειρήματα, ἔχουμε κάθε δίκαιο νὰ θεωροῦμε τὰ
ἐπιχειρήματά τους ἀβάσιμα. Ἐκτὸς κι ἂν ἰσχυριστοῦν ὅτι... τυχαῖα τὸ πολυτονικὸ
ξεκαθαρίζει τὴ σημασία τῆς λέξης «ακριβή», ἐπειδὴ... «τυχαῖα» χρησιμοποιεῖ
περισπωμένες! Τόσες πολλὲς συμπτώσεις μαζεμένες!
Ἀντεπιχείρημα δέκατο, ὅπου ὁ
μονοτονιστής μας συμπεραίνει εὐχαριστημένος ποὺ κατατρόπωσε μὲ τέτοια
παραδείγματα τοὺς ὑπέρμαχους τοῦ πολυτονικοῦ: «Ὁμόηχα δόξα τῷ Θεῷ ἡ γλώσσα μας
ἔχει πολλά, ἀμφισημία ὑπάρχει σὲ ἐλάχιστες περιπτώσεις καὶ ὅταν ὑπάρχῃ τὰ
συμφραζόμενα σχεδὸν πάντοτε βοηθοῦν στὴν ἄρση της»· κι ὅσες περιπτώσεις μένουν,
τὶς διηγούμαστε γιὰ νὰ γελᾶμε, δὲν βαςίζουμε πάνω τους γλωσσικὴ πολιτικὴ» καὶ
ἀναρωτιέται ἂν οἱ ὑπέρμαχοι τοῦ πολυτονικοῦ «ὅταν ἀκοῦν τὴ Χαρούλα Ἀλεξίου νὰ
τραγουδάει "χείλια ἔχεις μέλι κι ἄπιστη καρδιὰ» σκέφτονται ὅτι μπορεῖ νὰ
ἀπευθύνεται σὲ κάποια μετρίου μεγέθους πολιτικὴ ὀργάνωση (χίλια ἔχεις μέλη) ἀφοῦ
δὲν τὸ ἔχουν δεῖ γραμμένο νὰ τοὺς διαλυθεῖ ἡ σύγχυση».
Ἀπάντηση: ἐκτὸς κι ἂν ὁ μονοτονιστής μας γελᾶ μὲ
τὴν παραδοχή του ὅτι τὸ πολυτονικὸ ἀποσαφηνίζει τὸ «ακριβη», τὴν γλωσσικὴ
πολιτική μας τὴ βαςίζουμε πάνω σὲ συγκρίσεις ἐπὶ συγκεκριμένων προβλημάτων καὶ
ὄχι σὲ ἁπλουστεύσεις. Ποιὸ σύστημα βοηθᾶ καλύτερα τὴν ἀπόδοση τοῦ προφορικοῦ
λόγου, δηλαδή. Ἡ ἐνδεχόμενη ἄρση τῆς ἀμφισημίας ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα εἶναι, τὸ
ἔχουμε πεῖ, λάθος «λογική», διότι πρέπει ἀμέσως νὰ καταλαβαίνουμε τί διαβάζουμε
τὴν ἴδια στιγμή, δίχως νὰ κοιτᾶμε ταυτόχρονα σὲ ἄλλα σημεῖα τοῦ γραπτοῦ (ἡ «λογικὴ»
τοῦ μονοτονιστῆ μας καταρρίπτεται ἀπὸ τὸ παράδειγμα τοῦ «γιατὶ», ἐκτὸς κι ἂν ὁ
μονοτονιστής μας εἴτε γελᾶ μ’ αὐτὴν τὴν ἀμφισημία εἴτε κάνει διαγωνισμὸ
ταχύτητας μὲ τοὺς λοιποὺς μονοτονιστές, ποιὸς θὰ φτάσει, τὴ στιγμὴ ποὺ διαβάζουν
τὸ «γιατί», στὸ τέλος τῆς φράσης, θὰ δεῖ ἂν ἔχει ἐρωτηματικὸ καὶ ἀμέσως θὰ
ἐπιστρέψει οὔτε ἔχοντας χάσει τὸν εἰρμό του οὔτε ἔχοντας διαταράξει τὴν φωναχτὴ
ἀνάγνωση). Ὅσο γιὰ τὸν στίχο τῆς Ἀλεξίου, ὁ μονοτονιστής μας καὶ πάλι
μπερδεύει καὶ περιπλέκει τὰ ζητήματα. Ἡ διαμάχη μεταξὺ μονοτονιστῶν καὶ
ὑπέρμαχων τοῦ πολυτονικοῦ δὲν εἶναι στὸ πῶς θὰ γραφτοῦν τὰ «Χείλια» (χείλια ἢ
χίλια ἢ hilia ἢ chelia), ἀλλὰ στοὺς τόνους. Δὲν ἐτέθη ποτὲ ζήτημα σύγχυσης, ὅταν
ἀκοῦμε μιὰ προφορικὴ φράση, σὰν κι αὐτὴν ποὺ ἀνέφερε, οὔτε καὶ ζήτημα
ὀρθογραφίας τῆς λέξης (θὰ ὑπῆρχε πρόβλημα, μόνο ἂν χρησιμοποιούσαμε τὸ λατινικὸ
ἀλφάβητο), ἀλλὰ (ἡ διαμάχη ἀφορᾶ) μόνο στὸν γραπτὸ λόγο: ὄχι στὸ τί
καταλαβαίνουμε (ἢ παρανοοῦμε), ὅταν ἀκοῦμε μιὰ φράση ποὺ λέει κάποιος, ἀλλὰ πόσο
ἄμεσα καὶ καλὰ καταλαβαίνουμε μιὰ φράση ποὺ διαβάζουμε. Οἱ ὁμοηχίες στὸν
προφορικὸ λόγο εἶναι ἀθεράπευτο κακό, ἐνῶ στὸν γραπτὸ λόγο ὑπάρχει περίπτωση
θεραπείας (ὅταν ἡ ὀρθογραφία τους εἶναι διαφορετική). Καμμία σχέση δὲν ἔχει τὸ
παράδειγμα τῆς Ἀλεξίου (ἄσε ποὺ θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ κατηγορήσει ἐπίσης τὸ
μονοτονικό· ἂν τὸ ἔκανε, ὁ μονοτονιστής μας θὰ ἀντιδροῦσε λέγοντας ὅτι δὲν
φταίει τὸ μονοτονικό, ἀλλὰ ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα, ποὺ χρησιμοποιεῖ ἐκτὸς τοῦ τύπου
«χείλη» καὶ τόν, ὁμόηχο τοῦ «χίλια», τύπο «χείλια»). Στὸν προφορικὸ λόγο δὲν
ὑπάρχει θέμα τί τονικὸ σύστημα θὰ διαλέξουμε, ΑΠΛΩΣ ΔΙΟΤΙ στὸν προφορικὸ λόγο
δὲν... γράφουμε ἐντελῶς τίποτε – αὐτὸ προφανῶς δὲν τὸ ἔχει ἀντιληφθεῖ ὁ
μονοτονιστής μας, ποὺ συνεχῶς φέρνει ἄσχετα παραδείγματα. Τὸ πολυτονικὸ καὶ τὸ
μονοτονικὸ δὲν ἔχουν νὰ κάνουν μὲ τὸν προφορικὸ λόγο καθεαυτὸ (ἀφοῦ εἶναι
συστήματα ποὺ χρησιμοποιοῦμε ὅταν γράφουμε, ὄχι ὅταν μιλᾶμε), ἀλλὰ μὲ τὸ ποιὸ ἀπ’
τὰ δύο εἶναι ἀκριβέστερο, ὅταν ὁ προφορικὸς λόγος γίνεται γραπτός. Ὁπότε
προκύπτει τὸ ἐρώτημα:
τί φταίει ἢ γιατί εἶναι ἀνεπαρκὲς ἕνα τονικὸ σύστημα, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀμφισημία
ὀφείλεται στὴν ἴδια τὴ γλώσσα;
Ἀντεπιχείρημα ἑνδέκατο,
γιὰ τὸ «μοιραία» (ἐπίρρημα ἢ ἐπίθετο): «αὐτὰ ἀρκοῦν καὶ γιὰ τὸ «μοιραία» (τάχα
ἐπίθετο ἢ ἐπίρρημα;) ἂν καὶ νὰ παρατηρήσω ὅτι ἡ πολὺ πιὸ συχνὴ καὶ ὑπαρκτὴ
σύγχυση τοῦ «τὰ παράνομα σταθμευμένα ὀχήματα» δὲν θεραπεύεται μὲ τὸ πολυτονικό».
Ἀπάντηση:
εἶναι ἐκπληκτικὴ ἡ ἐθελοτυφλία τῶν μονοτονιστῶν: κατηγοροῦν τὸ πολυτονικὸ γιὰ
κάτι ποὺ δὲν μπορεῖ να θεραπεύσει οὔτε τὸ μονοτονικό, ἐνῶ ταυτόχρονα κάνουν πὼς
δὲν καταλαβαίνουν γιὰ ὅ,τι θεραπεύει τὸ πολυτονικὸ ἀλλὰ ὄχι καὶ τὸ μονοτονικό. «Τὰ
δικά μας δικά μας καὶ τὰ δικά σας δικά μας», σκέφτονται. Καταλαβαίνει κανεὶς
ἀμέσως τὴ διαφορὰ στὸ «μοιραία», ὅταν χρησιμοποιεῖ πολυτονικό, ναὶ ἢ ὄχι; Ὅσο γιὰ
τὸ «παράνομα» ἀνήκει ἐκτὸς τῆς ἀρμοδιότητας τῶν τονικῶν συστημάτων, ὁπότε δὲν
λέει κάτι ἐναντίον τοῦ πολυτονικοῦ συστήματος. Θὰ μποροῦσε νὰ γίνει ἀντιληπτὴ ἡ
διαφορά, μόνο ἂν λέγαμε «παρανόμως». Διαφορετικὰ ὁ μονοτονιστής μας μπορεῖ νὰ
σκιαμαχεῖ μὲ τὸ ἀζημίωτο καὶ νὰ φτιάχνει τοὺς πολυτονικοὺς ἀχυράνθρωπούς του, ὥστε
νὰ
κατηγορεῖ τὸ πολυτονικὸ γιὰ πράγματα γιὰ τὰ ὁποῖα θὰ μποροῦσε κι αὐτὸς ὁ ἴδιος
νὰ κατηγορήσει καὶ τὸ μονοτονικό.
Ἀντεπιχείρημα δωδέκατο,
κατὰ τῆς δασείας, γιὰ τὴ διάκριση τοῦ ὄρους-βουνοῦ καὶ τοῦ ὅρου-ρήτρας: «θὰ
χρησιμοποιήσουμε ἕνα ὁλόκληρο σύμβολο (τὴ δαςεία) μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ
ξεδιαλύνουμε τὴν ὑποθετικὴ σύγχυση ἀνάμεσα στὸ ὄρος καὶ τὸν ὅρο; Ἂν εἶναι ἔτσι,
νὰ ἐπινοήσουμε κάποιο ἄλλο σύμβολο, σὲ σχῆμα βουνοῦ ἴσως, ποὺ νὰ τὸ βάζουμε
δίπλα στὸ ὄρος τὸ βουνό, ἀντί νὰ ἀναγκάσουμε τὰ παιδιὰ νὰ ἀποστηθίσουν «ἅγιος,
ἁγνός...» μόνο καὶ μόνο γιὰ μιὰ περίπτωση ὁμοηχίας».
Ἀπάντηση: Ὑπάρχει καὶ ἡ διάκριση «ἅρμα» (τανκ) καὶ «ἄρμα» (τὰ ὅπλα γενικὰ). Γιὰ τὰ
ἐπιχειρήματα τῆς τεμπελιᾶς καὶ τῆς ἀχρηστίας, ἔχουμε μιλήσει στὶς παραγράφους 2 iii)
και 3). Ὁ Κριαρᾶς εἶπε ὅτι μὲ τὸ ἁπλούστερο σύστημα μαθαίνει κανεὶς εὐκολότερα/γρηγορότερα:
λάθος. Μὲ τὸ πιο πολύπλοκο σύστημα ὁ ἐγκέφαλος «γίνεται» πιὸ ἔξυπνος, ἀκριβῶς
ὅπως οἱ δύσκολες ξένες γλώσσες (π.χ. κινέζικη, γερμανική) ἀπαιτοῦν περισςότερη
ἐξυπνάδα. Τὸ ἁπλὸ ἀποβλακώνει. Μποροῦμε βέβαια νὰ χρησιμοποιήσουμε καὶ τὰ
ἱερογλυφικά, ἀφοῦ δὲν μᾶς κάνει τὸ τωρινὸ ἀλφάβητο. Ἀντὶ «παράνομα σταθμευμένα
αὐτοκίνητα» νὰ ζωγραφίζουμε ἕνα ἁμάξι δίπλα σ’ ἕνα δρόμο, σταθμευμένο κάθετα στὸ
πεζοδρόμιο, ἀντὶ παράλληλα. Ἀλλὰ φοβᾶμαι ὅτι ἔτσι ὁδεύουμε στὸ μονοτονικὸ τῶν
σπηλαίων.
Ἐπιπλέον ἂν
ἀπορρίψουμε τὶς δασεῖες/ψιλές, θὰ πρέπει νὰ λέμε «κατημερινή», πεντήμερη», «κατόλου»,
«κατιστός», «κατώς» κ.ο.κ. Μπορεῖ ἡ γενιὰ τῶν παλιότερων μονοτονιστῶν νὰ
προσπαθοῦσε νὰ βρεῖ ἂν δαςύνεται ἡ ὁρμὴ ἀπὸ τὸ ἐφόρμηση (πολὺ σημαντικό: δείχνει
ὅτι μία ἄλλη λειτουργία τοῦ πολυτονικοῦ εἶναι ὁ ἐμπλουτισμὸς τοῦ λεξιλογίου καὶ
ἡ ἐπίγνωση τῆς σχέσης μεταξὺ τῶν λέξεων. Ἀκόμη καὶ οἱ μονοτονιστὲς ἄθελά τους
παραδέχονται πόσο ὠφελεῖ τὸ πολυτονικό), δὲν
εἶναι τόσο τραγικὰ δύσκολη ἡ ἐκμάθηση τοῦ καταλόγου τῶν λέξεων που δασύνονται (χαρὰ
στὸ πρᾶγμα, ἐπὶ τέλους!). Χωρὶς γνώση ἄρα καὶ χωρὶς χρήση τῆς δασείας, ἡ λέξη «καθόλου» εἶναι
οὐρανοκατέβατη, δὲν ἀναλύεται. Καὶ στὸ κάτω-κάτω, ἂν τὸἄμοιρο τὸ παιδὶ ρωτήσει
στὰ 12 «γιατί λέμε καθόλου ἀντὶ κατόλου;», τί θὰ τοῦ ποῦν οἱ μονοτονιστές, «ἄλλα
λόγια ν’ ἀγαπιώμαστε»; Θὰ τοῦ φανεῖ παράλογο, ἀκόμη κι ἂν οἱ δάσκαλοι θὰ τοῦ τὸ
ἐξηγήσουν (τί νὰ ἐξηγήσουν, δηλαδή, τὴ στιγμὴ ποὺ δὲ θὰ ξέρει τί εἶναι ἡ δασεία).
Καὶ ἂν τοῦ φανεῖ παράλογο, μὴν παραξενευτοῦν οἱ μονοτονιστές, ἂν ἀρχίσει νὰ βλέπει
τὰ ἑλληνικὰ ὡς κινέζικα καὶ νὰ πειραματίζεται μὲ τὰ «κατόλου», «κατημερινή»
κ.ο.κ. Τὸ ἐπιχείρημα ὅτι τὸ παιδάκι θὰ μάθει ἀπὸ μικρὸς τὴ λέξη «καθόλου», ὡς
ἑνιαία (προτοῦ ἀναρωτηθεῖ γιὰ τὸν τρόπο σχηματισμοῦ της), ἄρα δὲ θὰ προχωρήςει στὰ
παραπάνω «πειράματα», εἶναι ἀφελές, διότι ὑπάρχουν ἕνα σωρὸ λέξεις λ.χ.
πρωθυπουργός, πρωθιέρεια, πρωθύστερο (εἶναι ἑκατοντάδες), ὄχι τόσο κοινές ὥστε
νὰ μαθαίνονται στὴν παιδικὴ ἠλικία, τὶς ὁποῖες τὸ παιδὶ θὰ συναντᾶ ὅταν μεγαλώσει
καὶ δὲν θὰ μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ ἢ νὰ καταλάβει τὸ λόγο ποὺ λέμε π.χ. «πρωθύστερο»
ἀντὶ «πρωτύστερο». Εἶναι μάλιστα περίεργη ἡ ἄποψη τῶν μονοτονιστῶν ὅτι «ἡ
ἀπουςία τῆς δασείας δὲν πρόκειται νὰ βλάψει τὴν ἱκανότητα τοῦ μαθητῆ νὰ ἀντιληφθεῖ
τὸ σχηματισμὸ λέξεων ὅπως ὁ ἔφιππος καὶ τὸ καθαγιάζω. Οἱ δάσκαλοί του θὰ τοῦ
ἐξηγήσουν τὸ φαινόμενο καὶ θὰ τὸ καταλάβει μιὰ χαρά, ὅπως τὸ καταλαβαίνουν τὰ
ἐγγλεζάκια καὶ τὰ γαλλάκια ὅταν γράφουν hegemony, rhythm, prophecy παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι γιὰ ἐκεῖνα ἡ ἑλληνικὴ λέξη εἶναι, ἂς ποῦμε, κινέζικα». Ἂν ἀρχίσουμε
νὰ βλέπουμε τὰ ἀρχαῖα ὡς ξένη γλώσσα, κλάφ’ τα μονότονε τότε. Ἐπιπλέον, τὰ
ἐγγλεζάκια ἔχουν πρόβλημα μὲ τὴ γραφὴ τῶν ἑλληνικῶν λέξεων. Κατὰ τρίτον, σὲ ἐμᾶς
ἡ λέξη «ἡγεμονία» δὲν εἶναι ἀνόητη, δηλαδὴ ἕνας ἁπλὸς ἧχος ποὺ συμβατικᾶ
σημαίνει τὴν ἐξουςία, ὅπως στοὺς Ἄγγλους. Γιατί, ἂν πρόκειται ἁπλῶς
γιὰ λέξεις-ἀνόητους ἤχους ποὺ συμβατικὰ σημαίνουν κάτι, τότε δὲν ἔχει νόημα νὰ
τὰ διατηρήσει. Οὔτε, στὰ καθημᾶς («κατημάς», κατὰ μονοτονιστές, ίσως και «κατινάς»
ή «στα κατιμας είπες» ἀντὶ τοῦ «στὰ καθημᾶς, εἶπες»), ἔχει νόημα νὰ ποῦμε «στὸ
ἑξῆς δὲ θὰ βάζουμε θ, φ, χ», ἐκτὸς κι ἂν ἔχουμε τὴν κωμικὴ κατάσταση ὅπου οἱ
μιςὲς λέξεις θὰ γράφονται μὲ τὸν παλιὸ κανόνα ἢ οἱ μισοὶ θὰ προφέρουν τὶς ἴδιες
λέξεις μὲ ἄλλον τρόπο. Οἱ ἀκροβατισμοὶ τύπου «ναί, λέμε "μέθοδος", ἀλλὰ ἐγὼ τὸ
εἶδα καὶ "μέτοδος" σὲ κάποια ἀρχαῖα κείμενα» ἀγνοοῦν ὅτι παρ’ ὅλη τὴν ὕπαρξη
κάθε εἴδους διαφορετικῶν γλωσσικῶν τύπων, ἡ σημερινὴ ἑνιαία δημοτικὴ γλώσσα μας
ἀποδέχεται τὸν κυριότερο κανόνα, ὄχι τὶς ἐξαιρέσεις.
Ἀντεπιχείρημα δέκατο τρίτο: «λέμε
ἀντιαρματικά καὶ ὄχι ἀνθαρματικά, ἄρα ἔχει καταργηθεῖ ἡ δασεία ἀκόμη καὶ στὴν
πράξη γιὰ νέες λέξεις, ἄρα τί τὴν θέλετε στὸ γραπτὸ λόγο;»
Ἀπάντηση:
εἶναι ζήτημα γλωσσικοῦ κριτηρίου, ὄχι τέλους τῆς δασείας. Ἀλλιῶς πῶς ἐξηγεῖται
τὸ «πρωθυπουργός» ἢ τὸ «αὐθύπαρκτο» ἀντὶ τοῦ «αὐτοΰπαρκτο»; Μᾶς δημιουργεῖ κόμπο
στὸ λαιμὸ καὶ μόνο ἡ προφορὰ τοῦ «πρωτυπουργός» (σὰ νὰ τὸ λέει ξένος) καὶ «αὐτοΰπαρκτο»,
ἂν δὲ γελᾶμε κιόλας. Ὡστόσο, τί κάνουν ἐδῶ κατουςίαν οἱ μονοτονιστές μας;
ἀναφέρουν ἕνα-δυὸ παραδείγματα λέξεων πού, ὅταν ἑνώνονται, δὲν μετατρέπεται τὸ
ταῦ σὲ θῆτα, ὥστε ν’ ἀποδείξουν ὅτι πέθανε ἡ δασεία. Προηγουμένως ὅμως εἶχαν
ἀπορρίψει τὴν ἄποψη ὅτι «ἂν ὑπάρχει ἔστω καὶ ἕνα παράδειγμα ὅπου χρειάζεται τὸ
πολυτονικό, αὐτὸ δὲν λέει τίποτε ὑπὲρ τοῦ πολυτονικοῦ».
Ἀντεπιχείρημα δέκατο τέταρτο: ὁ μονοτονιστής
μας, ἀπελπισμένος ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ ἔστω καὶ μιὰ περίπτωση ὅπου τὸ
μονοτονικὸ ν’ ἀποδίδει καλύτερα ἀπὸ τὸ πολυτονικὸ τὸν προφορικὸ λόγο ἢ ἔστω καὶ
μιὰ περίπτωση ὅπου τὸ μονοτονικὸ ὑπερτερεῖ τοῦ πολυτονικοῦ στὴν ταχύτητα
κατανόησης τοῦ γραπτοῦ λόγου, ὅλο καταφεύγει στὴν ἀγκαλιὰ τῶν ὁμόηχων λέξεων,
ὥστε νὰ καταγγείλει «Τὸ πολυτονικό, που δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἀποδώσει σωστά». Έτσι,
παίζει μὲ ἕνα παράδειγμα ποὺ ὁ Ράμφος φέρνει, ἀπὸ τὰ χωριάτικα «θέλου μιαν
ουρίτσα», ὅπου ἂν τὸ «υ» τῆς «ουρίτσας» παίρνῃ δασεία, σημαίνει τὴν ὥρα, ἂν
παίρνῃ ψιλή, τότε σημαίνει τὴν οὐρά. Τὸ «ἀστεῖο» ἔγκειται, ἀσφαλῶς, στὸ ὅτι τὰ
ἑλλαδίτικα χωριάτικα δὲν γράφονται. Ὡστόσο θὰ ἦταν «πολὺ ἀστεῖο» ἂν ὁ
μονοτονιστής μας μᾶς ἔλεγε ἂν τὸ μονοτονισμένο κυπριακὸ «εν το είπα» (τὰ
κυπριακὰ δυστυχῶς γράφονται!) ἢ τὸ "εν εν ἔτσι;" σημαίνει «ἔν τὸ εἶπα», δηλαδὴ «δὲν τὸ εἶπα» ἢ ἂν
σημαίνῃ «ἕν τὸ εἶπα», δηλαδὴ «τὸ εἶπα (ὅτι εἶναι) ένα».
Ἔτσι, οἱ
μονοτονιστὲς συγχέουν τὰ ἑξῆς: α) τὴν περίπτωση ὅπου κατὰ τὸν προφορικὸ λόγο
(πρβλ. τὸ παράδειγμα μὲ τὶς «ουρίτσες», σὲ προφορικὸ λόγο) ἀδυνατοῦμε νὰ
ἀντιληφθοῦμε τὸ ἀκριβὲς νόημα μιᾶς λέξης, λόγῳ ὁμοηχίας (ἂν καὶ δὲν γράφωνται τὸ
ἴδιο), ἡ ὁποία δὲν ἔχει σχέση μὲ τὴν ἀναγκαιότητα ἢ μὴ τοῦ πολυτονικοῦ (ἀφοῦ ἐδῶ
φταίει εἴτε ἡ ὀρθογραφία εἴτε ἡ ὁμοηχία) μὲ β) τὴν περίπτωση ὅπου στὸν γραπτὸ
λόγο δυὸ λέξεις (ὄχι μόνο προφέρονται τὸ ἴδιο προφορικῶς, ἀλλὰ καὶ) γράφονται
ἀκριβῶς τὸ ἴδιο, καὶ ἡ διαφορὰ στὸ νόημα ἀποσαφηνίζεται χάρη στὸ τονικὸ σύστημα
ποὺ θὰ χρησιμοποιήσουμε (δηλαδὴ ἂν γράψουμε τὴ λέξη ουρίτσα μὲ πολυτονικὸ ἢ
μονοτονικό).
Τὸ συμπέρασμα τῶν ὑπέρμαχων τοῦ μονοτονικοῦ εἶναι ὅτι ἔχουν
ἀπογοητευτεῖ πικρὰ μὲ τὶς ὁμόηχες λέξεις.
Ἡ ἔσχατη λύση ποὺ θὰ ἔπρεπε
νὰ δώσουμε, ἀφοῦ κάθε γραπτὴ άποτύπωση τοῦ προφορικοῦ λόγου ἔχει ἀτέλειες (ὅλα κι
ὅλα, εἶναι τελειομανεῖς!), εἶναι νὰ παρατήσουμε τὴ γραπτὴ γλώσσα, καὶ τὴν
προφορική, καὶ νὰ συνεννοούμαστε μὲ τὴ γλώσσα τῶν κωφάλαλων (μακάρι βέβαια νὰ
μὴν ὑπάρχουν καὶ σ’ αὐτὴν «ὁμοσυμβολικὲς» χειρονομίες, γιατὶ ἀλλιῶς καήκαμε!).
Ὅπου καταλήγουμε στὸ γνωστὸ συμπέρασμα ὅτι τὸ μονοτονικὸ προωθεῖ τὸ ψέλλισμα καὶ
τὴ μουγκαμάρα (παρεπιμπτόντως, ὁ μονοτονιστής μας δὲν κατάφερε, μέχρι τώρα
βεβαίως, νὰ ἀπαντήσει στὸ συμπέρασμα αὐτό, ἂν καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τὸ κάνει
κάποτε, δηλαδὴ «ποτὲ τὼν ποτῶν» (ὄχι τῶν ποτῶν-πιοτῶν· ἄτιμη ὁμοηχία,
τὸν ἔφαγες τὸν Γληνό!). Διότι
ὅποιος πάει νὰ διαβάσει μονοτονικὸ κείμενο φωνάζοντας μόνο ἐκεῖ ποὺ ὑπάρχει
τόνος, θὰ πάθει ἀσφυξία, ἐπειδὴ δὲν θὰ τονίζει λ.χ. τὴ λέξη «ποιος», «πω», «το»
κ.ἄ. Μέχρι νὰ μᾶς ἀντικρούσουν ἴσως ἐπανέλθει τὸ πολυτονικό.
Συμπέρασμα
Τὸ
συμπέρασμα τῶν μονοτονιστῶν εἶναι ὅτι πρέπει νὰ προσθέσουμε στὸ γραπτὸ λόγο τὸ
σύμβολο τῆς ἐρώτησης, στὴν ἀρχὴ τῆς πρότασης (α λα ἱσπανικὰ), τῆς οὐρᾶς (γιὰ τὴν
οὐρίτσα), τοῦ βουνοῦ (γιὰ τὸ ὄρος), τοῦ τάνκ (γιὰ τὸ ἅρμα) κ.ο.κ., ἀλλά, πρὸς
Θεοῦ, ὄχι τὴν διαβολικὴ ναζιστικὴ δασεία, ὄχι τὴν ἐμετικὴ
φασιστικὴ βαρεία, ὄχι τὴν πανάθλια χουντικὴ
περισπωμένη, τζίζ! Δηλαδὴ καμμιὰ 20-30 σύμβολα ἐπιπλέον, ἐπειδὴ «τὸ πολυτονικὸ εἶναι
ἀτελές»! Εὐτυχῶς ὑπάρχει καὶ γραμματοσειρά, γιὰ τὸ νέο ἑλληνικὸ ἀλφάβητο
τῶν μορφωμένων φιλόλογων μονοτονιστῶν μας!:
dfsdfewkkwlqwertyuiuioplkzxcvfbn
Γενικᾶ τὰ
ἱερογλυφικὰ μᾶλλον θὰ ἀποσαφηνίσουν ὅ,τι τὸ ἄθλιο,
χουντικὸ καὶ ἄχρηστο
πολυτονικὸ δὲν μπορεῖ, ὁπότε δὲ θὰ ὑπάρχει πρόβλημα καὶ ἐπιτέλους θὰ πᾶμε μπροστά,
μὲ τὸ προοδευτικὸτερο σύστημα γραφῆς: τὸ μονοτονικὸ τῶν σπηλαίων, ποὺ
ὅλα τὰ
ξεκαθαρίζει!
Πέρα ἀπ’ τὸ
σοβαρὸ ἀστεῖο τριῶν εἰδῶν προβλήματα συγχέονται:
1) τὸ
πρόβλημα κατὰ τὸν προφορικὸ λόγο, ὅπου δυὸ λέξεις εἶναι μόνο ὁμόηχες (ἐσφαλμένα
θεωροῦν οἱ μονοτονιστὲς ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐπιλύσῃ τὸ πολυτονικό, ἐνῶ καμμία
σχέση μὲ τὸ τονικὸ σύστημα ἢ τὴν ὀρθογραφία δὲν ἔχει ὁ προφορικὸς λόγος καὶ
συνεπῶς τὸ πρόβλημα αὐτό). Ἐδῶ, ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, οὔτε τὸ τονικὸ σύστημα (πολυτονικὸ
ἢ μονοτονικὸ) βοηθάει, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἡ ὀρθογραφία, ἀφοῦ ἡ ὀρθογραφία (καὶ τὸ
τονικὸ σύστημα, βεβαίως) ἀφορᾶ τὸν γραπτὸ λόγο. Ὁ μονοτονιστής μας ἀνέφερε
χιουμοριστικὰ τὸ παράδειγμα τῆς ουριτσας καὶ τῆς Ἀλεξίου.
Ἐπειδὴ ὅμως
δὲν εἶναι ζήτημα τονικοῦ συστήματος ἢ ὀρθογραφίας, νὰ κατηγορεῖ τὸ πολυτονικὸ ὅτι
δὲν λύνει τὸ πρόβλημα, εἶναι λανθασμένο, ὅπως και ἡ ἐπίκληση τῶν παραδειγμάτων
αὐτῶν.
2) τὸ
πρόβλημα κατὰ τὴν σιωπηρὴ ἀνάγνωση τοῦ γραπτοῦ λόγου, προκειμένου γιὰ λέξεις
ὁμόηχες, λ.χ. ἂν κάποιος διαβάζει σιωπηρὰ ἕνα κείμενο, στὸ ὁποῖο ὑπάρχει ἡ λέξη
tonos (τὴ γράφω στὰ λατινικά, ὥστε νὰ μὴν ἐννοήσουμε ἕνα ἐκ τῶν δυὸ νοημάτων).
Οὔτε κι ἐδῶ εἶναι ἁρμοδιόητα τοῦ πολυτονικοῦ ἢ τοὺ μονοτονικοῦ νὰ ἐπιλύσουν τὸ
πρόβλημα. Εἶναι ἁρμοδιότητα τῆς ὀρθογραφίας. Ἄλλο «τόνος», ἄλλο «τόννος»· ἄλλο «κῶμα»,
ἄλλο «κόμμα». Ἐὰν ἡ ὀρθογραφία δὲν ἐπαρκεῖ, αὐτὸ δὲ σημαίνει ὅτι φταίει ἡ
περισπωμένη ἢ ἡ μονοτονικὴ ὀξεία (ὅσο κι ἂν κάποιες φορὲς τὸ πολυτονικὸ
καταφέρνει καὶ αὐτὸ τὸ πρόβλημα νὰ ἐπιλύσει).
3) τὸ
πρόβλημα κατὰ τὴ σιωπηρὴ ἀνάγνωση τοῦ γραπτοῦ λόγου, προκειμένου γιὰ λέξεις ὄχι
ἁπλῶς ὁμόηχες, ἀλλὰ μὲ ἴδια γραφή. Π.χ. «γιατί», «ουρίτσα» κ.λπ. Ἐδῶ, σὲ
ἀντίθεση μὲ τὶς ἄλλες δύο περιπτώσεις (τὶς ὁποῖες χρησιμοποίησε ὁ μονοτονιστής
μας, γιὰ νὰ ἀποδείξει ὅτι τάχα δὲν τὶς ἐπιλύει τὸ μονοτονικό, ἐνῶ ὁλοφάνερα εἶναι
ἀπολύτως ἄσχετες μὲ τὸ ζήτημα τοῦ τονικοῦ συστήματος), μόνο τὸ πολυτονικὸ τὸ
ἐπιλύει.