Επάνοδος εις Γαλιλαίαν — Ηρώδης ο Αντίπας — Η Ηρωδιάς — Το συμπόσιον — Σαλώμη η ορχηστρίς — Το αίτημά της — Η σφαγή του Προδρόμου — Αι τύψεις του Ηρώδου και το τέλος του
«Είθε μη ώμοσας, Ηρώδη άνομε· ει δε και ώμοσας μη ευώρκησας», είπεν είς των εγκωμιαστών της Ανατολικής Εκκλησίας. Αναμφιβόλως την σφαγήν του Βαπτιστού είχεν εν τω νω και ο Άγγλος ποιητής Σαιξπήρος ότε έγραφεν: «Είνε μεγάλη αμαρτία το να ομόση τις προς αμαρτίαν, αλλά μεγαλειτέρα αμαρτία το να τήρηση αμαρτωλόν όρκον».
Πρέπει να είχε πλήρη θλίψεως την ανθρωπίνην καρδίαν Του ο Σωτήρ, όταν επέστρεψεν εις την Γαλιλαίαν. Εις την ιδίαν Του αφανή Ναζαρέτ είχεν απορριφθή βιαίως· τώρα απερρίφθη όχι ολιγώτερον αποφασιστικώς εν Ιεροσολύμοις υπό των αρχόντων του ιδίου έθνους Του. Επέστρεφεν εις ατμόσφαιραν συσκοτιζομένην ήδη υπό των νεφών της επιτεινομένης αντιδράσεως· και μόλις είχεν επιστρέψει, όταν εις την ατμόσφαιραν ταύτην, ως πρώτη δόνησις θανασίμου κώδωνος σημαίνοντος καταστροφήν, ήλθεν η είδησις φοβερού μαρτυρίου. Ο θεοφεγγής και φαεινός λύχνος εσβέσθη αίφνης εις το αίμα. Ο μέγας Πρόδρομος, ο μείζων εν γεννητοίς γυναικών, ο Προφήτης, και προφήτου περισσότερος, ανοσίως εσφάγη.
Ηρώδης ο Αντίπας, της Γαλιλαίας ο τετράρχης, ήτο ασθενής και άθλιος ηγεμών, οίος ητίμασέ ποτε τον θρόνον καταδυναστευομένης χώρας. Σκληρός, άπληστος και φιλήδονος, ως ο πατήρ του, ήτο, ανομοίως προς εκείνον, ασθενής εν πολέμω και κλονούμενος εν ειρήνη. Παρ' αυτώ, ως συμβαίνει εις πολλούς χαρακτήρας επιφανείς επί της ιστορικής σκηνής, απιστία και δεισιδαιμονία εκ παραλλήλου έβαινον. Αλλ' ο τρόμος ενόχου συνειδήσεως δεν τον έσωζεν από των κακούργων παραφορών βιαίας θελήσεως. Ήτο άνθρωπος παρ' ω απετελέσθη το χείριστον κράμα των χαρακτήρων Ρωμαίου, Ασιάτου και Έλληνος.
Κατά τινα εν Ρώμη διατριβήν, όπου απήλθεν ίσως διά να συλλυπηθή τον Τιβέριον επί τω θανάτω του υιού του Δρούσου, εφιλοξενήθη υπό του ετεροθαλούς αδελφού του, Ηρώδου «Φιλίππου», όχι του τετράρχου όστις έφερε το Φίλιππος ως κύριον όνομα, αλλ' ετέρου υιού του μεγάλου Ηρώδου, όστις είχεν αποκληρωθή και έμενεν ιδιωτεύων εν Ρώμη. Εκεί συνελήφθη εις τας παγίδας της Ηρωδιάδος, συζύγου του αδελφού του· και αντήμειψε την φιλοξενίαν ης έτυχεν απαγαγών την γυναίκα. Οι Ηρώδαι ήσαν εξ αρχής αιμομίκται. Η Ηρωδιάς θυγάτηρ ούσα του Αριστοβούλου, ήτο ου μόνον νύμφη, αλλ' ανεψιά του Αντίπα. Είχε γεννήσει ήδη εις τον σύζυγόν της κόρην, ήτις είχε μεγαλώσει. Ο Αντίπας είχεν ήδη σύζυγόν την θυγατέρα του Αρέθα, ηγεμόνος της Αραβίας, και ούτε αυτός ούτε η Ηρωδιάς ήσαν πλέον νέοι. Ο Αντίπας υπεσχέθη να διαζευχθή την νόμιμον σύζυγόν του και να την νύμφευε.
Αι ελαφροτέραι των κακιών μας γίνονται όργανα προς τιμωρίαν μας. Από της στιγμής ταύτης ήρχισε διά τον Ηρώδην Αντίπαν σειρά θλίψεων και ατυχιών, ήτις απέληξεν ύστερον εις ανηλεή εξορίαν και εις άδοξον θάνατον. Η Ηρωδιάς κατέστη απ' αρχής ο κακός δαίμων της οικίας. Η ηγεμονίς η Αράβισσα, χωρίς να περιμείνη το διαζύγιον, έφυγεν εν αγανακτήσει εις τα απρόσιτα όρη της Πετραίας Αραβίας, πλησίον του πατρός της. Εκείνος, δικαίως αγανακτήσας, διέρρηξε πάσαν σχέσιν προς τον γαμβρόν του, και ακολούθως εκήρυξε πόλεμον κατ' αυτού, εν ώ εξεδικήθη νικήσας αυτόν κατά κράτος.
Εκεί ηκούσθη μία φωνή ήτις έφθασεν εις τας ακοάς του, και ετάραξε την συνείδησίν του, και ήτις δεν ηδύνατο ευκόλως να κατασιγασθή. Ήτο η μεγάλη φωνή του Βαπτιστού. Πώς ο Ηρώδης ήλθε το πρώτον εις σχέσιν προς αυτόν, αγνοούμεν. Πιθανόν ότι τον είχε συλλάβη επί τη προφάσει ότι η διδασκαλία του, και τα πλήθη τα συρρέοντα προς αυτόν, έτεινον να διακυβεύσωσι την δημοσίαν ασφάλειαν. Ο Ηρώδης έπασχεν από είδος δεισιδαίμονος περιέργειας, ήτις τον έκαμνε να σπεύδη επτοημένως ν' ακούση τας θρησκευτικάς αληθείας, τας οποίας διά της καθημερινής ζωής του τόσον καταφώρως περιβίαζεν. Εκάλεσε τον Ιωάννην ενώπιόν του. Ως νέος Ηλίας ενώπιον άλλου Αχαάβ, φέρων το εκ τριχών καμήλου ένδυμα και την δερματίνην ζώνην του, ο αυστηρός ερημίτης, όστις είχεν υπερβή τους όρους της φύσεως, αλλ' είξευρε να «συντηρή τους θεσμούς της δικαιοσύνης» προς τους κοινούς ανθρώπους, έστη άφοβος ενώπιον του αιμομίκτου βασιλέως. Οι λόγοι του έπεσον ως πεπυρακτωμένος σίδηρος επί της σκληράς εκείνης και παγεράς συνειδήσεως. Ο Ηρώδης εταράχθη ουκ ολίγον, και ήτο έτοιμος να υποστή άλλας θυσίας προς χάριν του Ιωάννου. Αλλ' έν μόνον δεν ηδύνατο να πράξη, και τούτο ήτο να παραιτήση ή τον ένοχον έρωτα, ή ν' αποπέμψη την αλαζόνα γυναίκα, ήτις διεύθυνε την ζωήν του, αφού είχε καταστρέψει την ειρήνην του. «Ουκ έξεστί σοι έχειν την γυναίκα του αδελφού σου», είπε καθαρά ο Προφήτης, ουδέ και των άλλων εγκλημάτων του Ηρώδου εφείσθη.
Άλλοι άνθρωποι είχον ηπίους λόγους διά τα αμαρτήματα των ηγεμόνων· αλλ' εις την πυρίνην ψυχήν του Βαπτιστού, την κρατυνθείσαν διά της μακράς ασκήσεως εν τη ερήμω, δεν υπήρχε φόβος της ανθρωπίνης βασιλείας, ούτε συγκατάβασις προς τερατώδες αμάρτημα. Και τότε οι αυλικοί του Ηρώδου είδον το παράδοξον θέαμα, τον βασιλέα να τρέμη ενώπιον του δεσμώτου. Αλλ' ο Ιωάννης είξευρε πόσον ολίγην εμπιστοσύνην έπρεπε να τρέφη τις εις ψυχήν καταβιβρωσκομένην από κυριεύον αμάρτημα· και αφού Εκείνος τον οποίον εμαρτύρησε πέραν του Ιορδάνου δεν ετέλεσε θαύμα δυνάμεως προς απελευθέρωσίν του, είνε πιθανόν ότι ο ίδιος επερίμενε τον θάνατόν του.
Έως τώρα, όμως, η δειλία ή η σχετική ευσυνειδησία του Ηρώδου Αντίππα προεφύλαττον τον Προφήτην από το άσπονδον μίσος της μοιχαλίδος. Αλλά τέλος ό,τι αύτη δεν κατώρθωσε να επιτύχη διά της ικεσίας το εκέρδησε διά της πανουργίας. Εγνώριζε καλώς ότι και από του δεσμωτηρίου η φωνή του Ιωάννου δυνατόν να ήτο ισχυροτέρα από τας επιδράσεις της φθινούσης καλλονής της, επερίμενε δε την ευκαιρίαν, ήτις δεν εβράδυνε να παρουσιασθή.
Ο Ηρώδης, την ημέραν των γενεθλίων του ητοίμασε δείπνον εις τους αυλικούς και τους μεγιστάνας του παλατιού, δείπνον πολυτελές εντός των μεγαλοπρεπών αιθουσών του.
Αλλ' η Ηρωδιάς είχε προβλέψει διά τον βασιλέα απροσδόκητον και λίαν ελκυστικήν τέρψιν, το θέαμα της οποίας ήτο βέβαιον ότι θα εγοήτευε δαιτημόνας ως τους ιδικούς του. Ορχησταί και ορχιστρίδες ήσαν περιζήτητοι τότε. Το πάθος του να θεώνται το είδος τούτο της πολλάκις επιβλαβούς παραστάσεως, φυσικά είχεν εισχωρήσει εις τας Σαδδουκεϊκάς και ημιεθνικάς αυλάς των Εδωμιτών τούτων των αρπάγων, και Ηρώδης ο Μέγας είχε κτίσει εντός του παλατίου του θέατρον διά τους ορχηστάς της θυμέλης. Πολυτελές συμπόσιον της εποχής δεν εθεωρείτο ποτέ τέλειον αν δεν επεραίνετο διά τινος βαναύσου μιμικής παραστάσεως· και βεβαίως ο Ηρώδης είχε προβλέψει περί τούτου. Αλλά δεν είχε προβλέψει διά τους κεκλημένους του την σπανίαν πολυτέλειαν να ίδωσι μίαν ηγεμονίδα — ανεψιάν του, εγγόνην Ηρώδου του Μεγάλου, και απόγονον επομένως του αρχιερέως Σίμωνος και της γραμμής των Μακκαβαίων ηγεμόνων — να τους τιμήση εκπίπτουσα η ιδία εις θεατρικήν όρχησιν. Και όμως όταν το συμπόσιον ετελείωσεν, όταν οι δαιτημόνες είχον εμπλησθή βρωμάτων και οίνου, η Σαλώμη, η θυγάτηρ της Ηρωδιάδος, εις το έαρ τότε της λαμπράς καλλονής της, εσηκώθη κ' εχόρευσεν, ως χορεύουν αι ορχηστρίδες της σκηνής, εις το μέσον των εκλελυμένων και οινοβαρών συμποσιαστών. «Εισελθούσα ωρχήσατο, και ήρεσε τω Ηρώδη και τοις συνανακειμένοις αυτώ». Κ' εκείνος, ως άλλος Ξέρξης, εν τω λήρω της οινοφλυγίας του, ώμοσε προς την ευτυχή κόρην, επί παρουσία των κεκλημένων του, ότι θα έδιδεν αυτή ό,τι αν εζήτει, «μέχρις ημίσους της βασιλείας» του.
Η κόρη έτρεξε προς την μητέρα και την ηρώτησε: «Τι να ζητήσω;» Τούτο ακριβώς επερίμενεν η Ηρωδιάς, και θα ηδύνατο να ζητήση εσθήτας ή πολυτίμους λίθους ή παλάτια ή ότι τοιαύτη γυνή αγαπά. Αλλ' ως πνεύμα οποίον το ιδικόν της η εκδίκησις ήτο γλυκυτέρα του πλούτου ή της υπερηφανίας. Δυνάμεθα να φαντασθώμεν μετά ποίας αγρίας κακίας υπέβαλε την απάντησιν, «Την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού». Και εισελθούσα ενώπιον του βασιλέως ευθύς μετά σπουδής (πόσον αξία μαθήτρια της μητρός της!) η Σαλώμη έκραξε: «Δος μοι ώδε εξαυτής επί πίνακι την κεφαλήν Ιωάννου του Βαπτιστού».
Ο τετράρχης ελυπήθη, εγένετο περίλυπος, λέγει ο Ευαγγελιστής Μάρκος. «Αλλά διά τους όρκους και τους συνανακειμένους εκέλευσε αποτμηθήναι την κεφαλήν». Περισσότερον εφοβήθη τας επικρίσεις των συμποτών του παρά την μέλλουσαν βάσανον όσης συνειδήσεως του είχε μείνη ακόμη. «Και αποστείλας ο βασιλεύς σπεκουλάτωρα, απεκεφάλισε τον Ιωάννην εν τη φυλακή». Και ούτω, κατά προσταγήν ακολάστου τυράννου, και κατ' εισήγησιν δύο ασελγών γυναικών, (7) ο πέλεκυς έπεσε και η κεφαλή του ευγενεστάτου των προφητών απετμήθη.
Κρυφή και εν τω σκότει διεδραματίσθη η σκηνή, και άν τινες την είδον, εσφραγισμένα ήσαν τα χείλη των· αλλ' ο δήμιος εξήλθεν εις το φως βαστάζων από της κόμης την ευγενή εκείνην κεφαλήν, κ' εκεί, εν τη ώχρα του προσφάτου θανάτου, ετέθη επί δίσκου από της βασιλικής τραπέζης. Το κοράσιον την έλαβε, και φρικώδης ως Μέγαιρα την έφερε προς την μητέρα της. Ας ελπίσωμεν ότι οι θλιβεροί εκείνοι χαρακτήρες θα εβασάνισαν τας ψυχάς αμφοτέρων μέχρι θανάτου.
Τι απέγεινε τότε η κεφαλή του Βαπτιστού δεν γνωρίζομεν. Η παράδοσις λέγει, ότι η Ηρωδιάς διέταζε να ριφθή ο ακέφαλος κορμός προς εδωδήν εις τους κύνας. Αλλ' έπεσεν επ' αυτήν ταχεία η εκδίκησις. Και όσον διά την θυγατέρα της, η παράδοσις αναφέρει ότι, ενώ διέβαινε παγωμένην λίμνην, αίφνης ο πάγος εθραύσθη, αυτή εβυθίσθη μέχρι του λαιμού εις το ύδωρ, η κεφαλή της έμεινεν άνω του πάγου, και απεκόπη διά της πιέσεως του πάγου. Δεν εκτελείται πάντοτε εν τούτω τω κόσμω η εκδίκησις του Θεού, αλλά δίδονται ενίοτε τοιαύτα παραδείγματα.
Οι μαθηταί του Ιωάννου (ίσως μετ' αυτών ήτο και Μαναείμ ο Εσσαίος, ο ομογάλακτος Ηρώδου του Αντίπα), ήραν το σώμα και έθαψαν αυτό. Μετά τούτο η πρώτη φροντίς των ήτο να έλθωσι προς τον Ιησούν και διηγηθώσιν Αυτώ, ένιοι τούτων ίσως με καρδίας πικράς, ότι ο φίλος και πρόδρομός Του, ο πρώτος όστις είχε μαρτυρήσει περί Αυτού, και περί ου Αυτός είχεν απαγγείλη τον μέγιστον έπαινον, εθανατώθη.
Περί δε τον αυτόν χρόνον και οι Απόστολοί Του επέστρεψαν εκ της αποστολής των, και διηγήθησαν Αυτώ πάντα όσα έπραξαν και εδίδαξαν. Είχον κηρύξει μετάνοιαν· είχον εκβάλη δαιμόνια· είχον χρίσει ελαίω τους ασθενείς και ιατρεύσει αυτούς. Παρ' όσα εν μέρει κατώρθωσαν, εφαίνετο ως εάν η αδοκάμαστος πίστις των είχεν αποδειχθή μέχρι τούδε ανεπαρκής διά το υψηλόν έργον το επιβληθέν αυτοίς.
Και μικρώ ύστερον, νέα φήμη έφθασεν εις τον Ιησούν· ότι ο φονεύς ο τετράρχης εξήταζε περί Αυτού, επεθύμει να Τον ίδη· ίσως θα έστελλε να ζητήση την παρουσίαν Του άμα θα επέστρεφεν εις το νεόδμητον παλάτιόν του, εις την πόλιν Τιβεριάδα. Επειδή η αποστολή των Δώδεκα είχε συντείνει μάλλον παρά ποτε, όπως διαδοθή η φήμη Αυτού μεταξύ του λαού, και αι εικοτολογίαι περί Αυτού ήσαν εν ακμή. Όλοι παρεδέχοντο ότι είχεν υψίστας αξιώσεις διά να επισύρη την προσοχήν. Άλλοι έλεγον ότι ήτο ο Ηλίας, άλλοι, ο Ιερεμίας και άλλοι, είς των Προφητών· αλλ' ο Ηρώδης προέβαλε την παραδοξοτάτην λύσιν του προβλήματος. Λέγουν ότι, όταν ο Θεοδώριχος διέταξε τον φόνον του Συμμάχου, εβασανίζετο «και τέλος παρεφρόνησεν από το φάντασμα του τεθνεώτος γέροντος, επιφαινόμενον αυτώ όναρ και ύπαρ· ουδ' ηδύνατο άλλως να έχη το πράγμα ως προς τον Ηρώδην τον Αντίπαν. «Εν μέσω των τρυφώντων η κεφαλή του νηστεύοντος παρετέθη». Επί της τραπέζης του συμποσίου του εκομίσθη η κεφαλή ανδρός τον οποίον, εις τα βάθη της ψυχής του ησθάνετο άγιον και δίκαιον· και είχεν ιδεί, με την επίσημον αγωνίαν του θανάτου αποτυπωμένην ακόμη επ' αυτών, τους αυστηρούς χαρακτήρας εφ' ους πολλάκις μετά φόβου είχε προσβλέψει· «Σιγάν σου μεν την γλώσσαν υπέλαβεν ο Ηρώδης· η δε, και σίγησα, πλέον ελέγχει». Δεν εξήρχετο ο έλεγχος από τα παγωμένα εκείνα χείλη, μεγαλοφωνότερον ακόμη και τρομερώτερον, ή όταν εκείνος έζη; Μη οι τόνοι οίτινες επρόφεραν, «Ουκ έξεστί σοι έχειν αυτήν», επάγωσαν εις σιωπήν, ή εφαίνοντο να εξέρχωνται μεθ' υπερφυούς θερμότητος από των ψυχρών χειλέων; Εάν δεν ατώμεθα, η αποτετμημένη εκείνη κεφαλή σπανίως έλειπεν από τούδε από της τεταραγμένης φαντασίας του Ηρώδου μέχρι της ημέρας του θανάτου του. Και όταν, μετά βραχύ, ήκουσε την ακοήν άλλου Προφήτου, Προφήτου απείρως ισχυροτέρου και θαυματουργού, η ένοχος συνείδησίς του ερρίγησεν υπό δεισιδαίμονος φρίκης, και εις τους οικείους του ήρχισε να ψιθυρίζη μετά τρόμου: «Ούτος εστιν Ιωάννης ο Βαπτιστής, ον εγώ απεκεφάλισα· αυτός ηγέρθη από των νεκρών, και διά τούτο αι δυνάμεις ενεργούσιν εν αυτώ». Μη ο Ιωάννης επανήλθεν ούτω αιφνιδίως εις την ζωήν διά να επιβάλη φοβεράν τιμωρίαν; μη θα ήρχετο εις τας επάλξεις και τους πύργους του άγων μέγα πλήθος εις αγρίαν αποστασίαν; ή θα επαρουσιάζετο τρομερός, το μεσονύκτιον, εις το παλάτιόν του, με την ρομφαίαν της εκδικήσεως;
Καθώς ο ζέων θυμός της Ηρωδιάδος υπήρξεν η μάστιξ της ειρήνης του συζύγου της, ούτω και η μωρά φιλοδοξία της εγένετο ύστερον η άμεσος αιτία της καταστροφής του. Όταν ο αυτοκράτωρ Γάιος (Καλιγούλας) ήρχισε να σωρεύη χάριτας επί τον Ηρώδην Αγρίππαν Α' η Ηρωδιάς, έκφρων εκ φθόνου και αδημονίας, παρεκίνησε τον Αντίπαν να πλεύση μετ' αυτής εις Ρώμην, και να αξιωθή εκεί μερίδος τινός της ευνοίας της δοθείσης εις τον αδελφόν της. Προ παντός επεθύμει ίνα ο σύζυγος της επιτύχη τον τίτλον του βασιλέως, αντί να εξακολουθή φέρων τον ταπεινότερον, του τετράρχου.
Μάτην ο δειλός και φίλος της ραστώνης Αντίπας υπέδειξεν αυτή τον κίνδυνον εις τον οποίον θα ηδύνατο να εκτεθή διά τοιαύτης αιτήσεως. Αύτη τον ηνόχλησε τόσον διά των απαιτήσεών της, ώστε εκείνος, εναντίον της ιδίας κρίσεως του, εβιάσθη να ενδώση. Τα πράγματα εδικαίωσαν τας κακάς υπονοίας του. Η αγάπη δεν εβασίλευε μεταξύ των πολυαρίθμων θείων και ανεψιών και ετεροθαλών αδελφών της οικογενείας του Ηρώδου, και ή εκ πολιτικού συμφέροντος ή εξ αντιζηλίας ο Αγρίππας ου μόνον επολέμησε τα σχέδια της αδελφής του και του θείου του, καίτοι ούτοι τον είχον βοηθήσει εις τας ιδίας ατυχίας του, αλλ' έπεμψε τον απελεύθερόν του Φορτουνάτον εις Ρώμην όπως κατηγορήση τον Αντίπαν διά προδοτικά σχέδια. Ο τετράρχης δεν εδυνήθη ν' απαλλάξη εαυτόν της κατηγορίας ταύτης, και τω 39 έτος μ Χ. εξωρίσθη εις Λούγδουνον της Γαλλίας. Η Ηρωδιάς τον ηκολούθησεν εις την εξορίαν, κ' εκεί αμφότεροι εν αφανεία και ατιμία απέθανον.