Το πεινών πλήθος — Το θαύμα των πέντε άρτων — Ο Ιησούς εις το όρος — Οι μαθηταί εν τη τρικυμία — «Εγώ ειμι» — Τόλμη του Πέτρου και αποτυχία — Φύσις του θαύματος
Η τροφή των πεντακισχιλίων είνε έν των ολίγων θαυμάτων τα οποία μας διηγούνται και οι τέσσαρες Ευαγγελισταί. Αι ασυμφωνίαι μεταξύ των είνε μικραί και ασήμαντοι. «Όσον ακριβέστερον, παρατηρεί είς νεώτερος κριτικός, δύο αφηγηταί του αυτού γεγονότος συμφωνούσι προς αλλήλους, τόσον ύποπτοι γίνονται. Δύο άνθρωποι δεν βλέπουσι ποτέ τα πράγματα με τους αυτούς οφθαλμούς, ούτε διευθύνουσι την προσοχήν των ακριβώς εις τας αυτάς περιστάσεις. Όσον ακριβής και εμβριθής και αν είνε ο Θουκιδίδης, θα έχωμεν δύο πολύ διαφέρουσας ιστορίας του Πελοποννησιακού πολέμου, εάν και άλλος παρατηρητής κριτικός επίσης είχεν αφιερώσει την προσοχήν του εις τα αυτά συμβεβηκότα». Αι μικραί ασυμφωνίαι των Ευαγγελιστών χρησιμεύουν εις το ν' αποκαταστήσωσιν κατά τον μάλλον ευχάριστον τρόπον την ουσιώδη ανεξαρτησίαν της τετραπλής μαρτυρίας.
Κατά την βορειανατολικήν γωνίαν της λίμνης, μικρόν περαιτέρω του μέρους όπου ο Ιορδάνης εμβάλλει, υπήρχε δευτέρα τις Βηθσαϊδά (η λέξις σημαίνει οίκον αλιείας), η καλουμένη προς διαστολήν Ιουλιάς. Προς νότον δε της πολίχνης ήτο η χλοερά και στενή κοιλάς Ελ Βατιχά, ακατοίκητος και τότε όπως σήμερον. Προς τα εκεί διευθύνθη το πλοιάριον το φέρον τον Ιησούν και τους μαθητάς Του, επιζητούντας ανάπαυσιν από των κόπων. Αλλ' όσον κατ' ιδίαν και αν εγένετο η αναχώρησις, δεν παρήλθεν απαρατήρητος. Απέχει μόνον έξ μίλια διά θαλάσσης από της Καπερναούμ η ερημική παραλία προς την οποίαν διευθύνοντο. Το μικρόν πλοίον, προφανώς υστερήσαν από αντιπνόους ανέμους, εβραδοπλόει εις ουχί μεγάλην απόστασιν από της όχθης, και μέχρις ου φθάση εις το τέρμα, ο σκοπός της αναπαύσεως διά τους Αποστόλους εματαιώθη. Τινές εκ του πλήθους είχον προτρέξει του πλοίου, και πλήθος ήδη ίστατο εις την όχθην όταν το πλοίον προσήγγισε προς αποβίβασιν, ενώ απωτέρω εφάνησαν αι πολυάριθμοι ομάδες των προσκυνητών διά το Πάσχα, οίτινες προσειλκύσθησαν έξω από τον δρόμον των υπό της αυξανούσης φήμης του αγνώστου προφήτου. Ο Ιησούς εκινήθη εις συμπάθειαν προς αυτούς, «ότι ήσαν ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Δυνάμεθα να εικάσωμεν εκ του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, ότι αποβάντες εις την ξηράν, Αυτός και οι Απόστολοί Του ανέβησαν την κλιτύν του όρους, κ' εκεί επερίμειναν επί βραχύ άχρις ου το πλήθος συναθροισθή. Είτα καταβάς πλησίον των εδίδαξεν αυτούς πολλά, κηρύττων αυτοίς την βασιλείαν των ουρανών, και θεραπεύων τους ασθενείς των.
Η ημέρα έκλινε, και μετ' ολίγον θα επήρχετο νυξ, αλλ' όμως το πλήθος προσεκαρτέρει ακόμη, θελγόμενον από την θείαν εκείνην φωνήν και από τα ιερά λόγια. Η νυξ θα επήρχετο, και το περιπλανώμενον πλήθος, το οποίον εν τη εξάψει του είχεν ολιγωρήσει των αναγκών του βίου, θα ευρίσκετο εις το σκότος πειναλέων και μακράν πάσης ανθρωπίνης κατοικίας. Οι μαθηταί ήρχισαν ν' ανησυχώσι μήπως η ημέρα αποβή εις καταστροφήν τινα, ήτις θα έδιδε νέαν λαβήν εις τους λυσσώντας ήδη εχθρούς του Κυρίου. Αλλ' η συμπάθειά Του είχε προλάβει την αγωνίαν των, και είχεν υποδείξει την δυσχέρειαν εις το πνεύμα του Φιλίππου. Μικρόν συμβούλιον εγένετο τότε. Διά ν' αγοράσωσι και ανά ένα βλωμόν άρτου διά τοσούτον πλήθος, θα εχρειάζοντο τουλάχιστον διακόσια δηνάρια, και επί τη υποθέσει ότι είχον το ποσόν τούτο εις το κοινόν βαλάντιόν των, ούτε χρόνος ούτε ευκαιρία υπήρχε διά ν' αγοράσωσιν. Εκεί ο Ανδρέας ανέφερεν ότι υπήρχεν έν παιδάριον έχον πέντε κριθίνους άρτους και δύο μικρά οψάρια· αλλά τούτο είπε μόνον με απελπιστικόν τρόπον, και όπως δείξη το άκρως ανεπαρκές της μόνης προσφυγής ήτις συνέβη να είνε γνωστή αυτώ.
Ο Χριστός διέταξε τότε τους Αποστόλους να είπουν εις τους ανθρώπους να καθίσωσι κάτω ως προς δείπνον. Εν θαυμασμώ και προσδοκία οι Απόστολοι εκέλευσαν το πλήθος ν' ανακλιθώσιν επί της πρασίνης χλόης. Τους έταξαν εις ομάδας ανά πεντήκοντα και εκατόν. Οι άνθρωποι «ανέπεσαν πρασιαί πρασιαί» ή «συμπόσια συμπόσια», κατά τας γραφικάς εκφράσεις των Ευαγγελιστών. Τότε σταθείς εις το μέσον των ξένων Του, χαίρων τη καρδία επί τω έργω του ελέους όπερ ήθελε να πράξη, ο Ιησούς ύψωσε τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν, ευχαρίστησεν, ευλόγησε τους πέντε άρτους, τους έκοψεν εις τεμάχια, και ήρχισε να τους διανέμη εις τους μαθητάς Του, και αυτοί προς το πλήθος· ομοίως και τα δύο οψάρια. Ήτο ταπεινόν, αλλ' αρκετόν και προς πεινώντας οδοιπόρους ηδονικόν δείπνον. Και όταν όλοι αφθόνως εχορτάσθησαν, ο Ιησούς, όχι μόνον όπως δείξη εις τους μαθητάς Του το μέγεθος και την έκτασιν του γενομένου, αλλ' όπως διδάξη αυτούς ότι η σπατάλη, ακόμη και της θαυματουργού δυνάμεως, είνε όλως ξένη προς την θείαν οικονομίαν, παρήγγειλεν αυτοίς να συναθροίσωσι τα τεμάχια όσα έμενον, όπως μηδέν χαθή. Οι φαγόντες ήσαν άνδρες πεντακισχίλιοι, χωρίς γυναικών και παιδίων, και όμως δώδεκα κόφινοι εγέμισαν από τα περισσεύματα των κλασμάτων.
Το θαύμα προυξένησε βαθείαν εντύπωσιν. Ήτο ακριβώς εις συμφωνίαν με την υπάρχουσαν προσδοκίαν, και τα πλήθος ήρχισαν να ψιθυρίζουν προς αλλήλους ότι ούτος χωρίς άλλο θα είνε «ο Προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον». Ο άρχων της διά του Ιακώβ ευλογίας, το άστρον της προρρήσεως του Βαλαάμ, ο Προφήτης εις ον ώφειλον ως εις τον Μωυσήν να υπακούσωσιν, ο Ηλίας και ο Ιερεμίας ίσως, ο επανερχόμενος εις τον κόσμον ίνα αποκαλύψη την κρύπτην της Κιβωτού. Ο Ιησούς παρετήρησε τον απροκάλυπτον θαυμασμόν των, και κατενόησε τον κίνδυνον ότι ο ενθουσιασμός των θα ηδύνατο να επιταχύνη τον θάνατον Του δι' αποστασίας εναντίον της Ρωμαϊκής κυβερνήσεως, εν τη αποπείρα του να κάμωσιν Αυτόν διά βίας βασιλέα. Κατείδε προσέτι ότι οι μαθηταί Του εφαίνοντο συμμεριζόμενοι την εγκόσμιον ταύτην και επικίνδυνον έξαψιν. Ο καιρός ήλθεν άρα προς στιγμιαίαν ενέργειαν. «Ηνάγκασε» τους μαθητάς Του να εισέλθωσιν εις το πλοίον, και να διαβώσι την λίμνην προ Αυτού κατά την Καπερναούμ ή την δυτικήν Βηθσαϊδά. Ολίγος ήπιος εξαναγκασμός εχρειάζετο, διότι δεν ήθελον να Τον αφήσουν μεταξύ του εξημμένου πλήθους επί της ερημικής εκείνης όχθης, και αν μέγα τι έμελλε να συμβή εις Αυτόν, ησθάνοντο δικαίωμα να είνε παρόντες. Αφ' ετέρου ήτο ευκολώτερον δι' Αυτόν ν' αποπέμψη το πλήθος, όταν θα έβλεπον ότι οι ίδιοι φίλοι και μαθηταί Του απεπέμφθησαν.
Όθεν καθώς επήρχετο το σκότος, βαθμηδόν έπεισε το πλήθος να Τον αφήση, και όταν όλος σχεδόν πλην των ενθουσιωδεστέρων απήλθαν εις τας οικίας ή εις τας συνοδίας των, αιφνιδίως κατέλιπε τους λοιπούς, και έφυγεν επ' αυτών εις την κορυφήν του όρους μόνος διά να προσευχηθή. Είχε συνείδησιν ότι κρίσις είχεν επέλθη της Παρουσίας Του επί της γης, και δι' επικοινωνίας με τον ουράνιον Πατέρα Του ήθελε να ενισχύση την ψυχήν Του, καθόσον είχε περιβληθή την ανθρωπίνην ασθένειαν, διά το έργον της επαύριον, καθό θέλων να γείνη υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού. Ήδη άλλοτε είχε διέλθη εν τη μονώσει του όρους μία νύκτα προσευχής, αλλά τότε ήτο προ της εκλογής των Αποστόλων Του. Πολύ διάφορα ήσαν τα αισθήματα με τα οποία ο Μέγας Αρχιερεύς, ο καθίσας εν δεξιά του θρόνου της μεγαλωσύνης εν υψηλοίς, ο όσιος, άκακος, αμίαντος, ο μη έχων ανάγκην υπέρ των ιδίων αμαρτιών να προσφέρη θυσίας, «τούτο γαρ εποίησεν εφάπαξ Εαυτόν ανενέγκας», ανέβαινε τώρα τα βραχώδη υψώματα του μεγάλου όρους. Η σφαγή του πεφιλημένου Προδρόμου Του έφερε πλησιέστερον εις την ψυχήν Του την σκέψιν του θανάτου· ουδ' επλανάτο από την βραχείαν λάμψιν της προσκαίρου δημοτικότητος, την οποίαν κατά την επομένην ενόει να σβύση. Η καταιγίς ήτις ήρχισε τώρα ορμητική να πνέη επί τα όρη, οι άνεμοι οίτινες εφύσων κάτω εις τας φάραγγας, η λίμνη της οποίας τα κύματα ήρχισαν να ταράττωνται και ν' αφρίζουν, το πλοιάριον το οποίον, καθώς η σελήνη προέκοπτε στιγμιαίως διά μέσου των τρεχόντων νεφών, έβλεπε να κινδυνεύη και ν' αγωνιά εις τα κύματα, όλα ήσαν λίαν καταφανή εμβλήματα της μεταβληθείσης προσόψεως του επιγείου βίου Του. Αλλ' εκεί επί της ερήμου κορυφής του όρους, κατά την νύκτα εκείνην της τρικυμίας, ηδύνατο ν' ανακτήση ισχύν και ειρήνην ανεκλάλητον· διότι εκεί ήτο μόνος μετά του Θεού. Και ούτω επί της μορφής της κυπτούσης εις ερημικήν δέησιν επί των ορέων, και επί των εργατών εκείνων επί της τεταραγμένης λίμνης, το σκότος έπιπτε και οι μεγάλοι άνεμοι έπνεον.
Ώραι και ώραι παρήρχοντο. Ήτο ήδη τετάρτη φυλακή της νυκτός, ήτοι μεταξύ της τρίτης και της έκτης ώρας προς την πρωίαν· το πλοίον είχε διανύσει μόλις το ήμισυ της πορείας του· ήτο σκότος και ο άνεμος ήτο αντίπνους, και τα κύματα απειλητικά, κ' εκείνοι εκοπίαζον προσπαθούντες με τας κόπας. Δεν ήτο πλέον μετ' αυτών ουδείς ικανός να καταπραΰνη και να σώση, επειδή ο Ιησούς ήτο μόνος εις την ξηράν. Μόνος εις την ξηράν, κ' εκείνοι ηγωνίων εις την κινδυνώδη θάλασσαν. Πλην Εκείνος ουχ ήττον τους είδε και τους ώκτειρε, και τέλος, εν τη εσχάτη αδημονία των είδον μίαν ακτίνα εις το σκότος, και μίαν φοβεράν μορφήν, και έν κυματίζον ιμάτιον, και Είς ήρχετο προς αυτούς πατών επί των αφριζόντων κυμάτων της θαλάσσης, αλλ' εφαίνετο ως να ήθελε να παρέλθη αυτούς. Εκραύγασαν εκ τρόμου εις το θέαμα, νομίσαντες ότι ήτο φάντασμα το περιπατούν επί των κυμάτων. Αλλά διά μέσου της τρικυμίας και του σκότους προς αυτούς, καθώς συχνά και προς ημάς, όταν, εν μέσω του σκότους της ζωής μας, ο ωκεανός φαίνεται τόσον μέγας και τα ακάτιά μας τόσον μικρά, ήχησεν η φωνή εκείνη, της ειρήνης ήτις έλεγεν: «Εγώ ειμι· μη φοβείσθε».
Η φωνή εκείνη κατεσίγασε τον τρόμον των, και ήσαν πρόθυμοι να Τον λάβωσιν εις το πλοίον αλλ' η ορμητική του Πέτρου αγάπη, ο σφοδρός πόθος εκείνου όστις εν τη απεγνωσμένη αυτοσυνειδησία του είχε κράξει ποτέ, «Έξελθε απ' εμού!» τώρα δεν δύναται ουδέ να περιμένη την προσέγγισιν Του, και περιπαθώς κράζει:
«Κύριε, ει Συ ει, κέλευσόν με του ελθείν προς Σε επί του ύδατος».
«Ελθέ».
Παρά το πλευρόν του πλοίου επί των τεταραγμένων κυμάτων επήδησε, κ' ενόσω το όμμα του ήτο προσηλωμένον προς τον Κύριον, ο άνεμος δυνατόν να ερρίπιζε την κόμην του, και ο αφρός δυνατόν να έβρεχε τα κράσπεδά του, πλην όλα είχον καλώς· αλλ' όταν, με σαλευομένην πίστιν, μετέφερε το βλέμμα απ' Αυτού προς τα μανιώδη κύματα, και προς την βύθιον μελανότητα την κάτω αυτών, ήρχισε να βυθίζεται (ω, πόσον ανόμοιον με πλάσμα ή με μύθον είνε τούτο), και με τόνον απογνώσεως, ασθενώς εφώνησε, «Κύριε, σώσον με!»
Ο δε Ιησούς, με οίκτρου μειδίαμα, έτεινε την χήρα Του, και έδραξε την χείρα του πνιγομένου μαθητού Του, ειπών, «Ολιγόπιστε, εις τι εδίστασας;» Και ούτω αμφότεροι ανέβησαν εις το πλοίον. Και ο άνεμος εκόπασε, και έφθασαν εις την όχθην. Και όλοι κατελήφθησαν υπό βαθυτέρας εκπλήξεως, καί τινες τούτων έκραξαν, «Αληθώς, Συ ει ο Υιός του Θεού».
Ας σταθώμεν προς στιγμήν επί της θαυμασίας διηγήσεως, ίσως εξ όλων των άλλων της δυσκολωτέρας διά την ασθενή πίστιν μας και την κατάληψίν μας. Προσεπάθησάν τινες διά ποικίλων μεθόδων να εξηγήσωσι το θαυμάσιον του χαρακτήρος της· εκοπίασαν όπως αποδείξωσιν ότι το επί την θάλασσαν (Ιω. ΣΤ'. 15) (ίσως η αρίστη γραφή είνε επί της θαλάσσης, καθώς φέρεται και παρά τοις άλλοις Ευαγγελισταίς) δυνατόν να σημαίνη ότι ο Ιησούς περιεπάτησεν επί της όχθης της παραλλήλου προς την όχθην του πλοίου· ή ότι εις το σκότος ίσως οι Απόστολοι υπέλαβον κατ' αρχάς ότι περιεπάτει επί της θαλάσσης. Τοιαύτα σοφίσματα είνε μάταια και περιττά. Εάν τις βλέπει ότι αδυνατεί να πιστεύση εις τα θαύματα, πλατεία κέλευθος, και «έκαστος έχει τον κρίνοντα αυτόν». Καθώς είπον ήδη, εάν πιστεύοντες εις Θεόν, πιστεύομεν εις θείαν Πρόνοιαν επί της ζωής των ανθρώπων — και πιστεύοντες εις την θείαν εκείνην Πρόνοιαν πιστεύομεν εις το θαυμάσιον — και πιστεύοντες εις το θαυμάσιον, δεχόμεθα ως αληθή την ανάστασιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού — και πιστεύοντες εις την ανάστασιν εκείνην, πιστεύομεν ότι ήτο όντως ο Υιός του Θεού — τότε, όσον βαθέως και αν ακριβώμεν το ομοιόμορφον των φυσικών νόμων, έτι βαθύτερον κατανοούμεν την δύναμιν Εκείνου όστις τηρεί τους νόμους τούτους εις την παλάμην Αυτού την ακήρατον. Δι' ημάς το θαυμάσιον, όταν είνε ούτω μεμαρτυρημένον, ουδαμώς θα είνε εκπληκτικώτερον ή το φυσικόν, ούτε θα υπολάβωμεν ως αδύνατον έννοιαν ότι Εκείνος όστις απέστειλε τον Υιόν Αυτού επί της γης ίνα αποθάνη δι' ημάς, έδωκε πάσαν την εξουσίαν εις την χείρα Του.
Όθεν ούτω, εάν, ως ο Πέτρος, προσηλώμεν τους οφθαλμούς μας επί του Ιησού, και ημείς δυνάμεθα να περιπατήσωμεν θριαμβεύοντες επί των ογκουμένων κυμάτων της απιστίας, και ατρόμητοι εν μέσω των εγειρομένων άνεμων της αμφιβολίας· αλλ' εάν αποσπάσωμεν τα όμματα μας απ' Αυτού, εάν, καθώς συχνά δελεαζόμεθα να πράττωμεν, αποβλέπωμεν μάλλον προς την ορμήν και την μανίαν των καταστρεπτικών εκείνων στοιχείων ή εις Αυτόν τον δυνάμενον να βοηθήση και να σώση, τότε και ημείς αφεύκτως θα βυθισθώμεν. Ω, εάν αισθανώμεθα πάλιν και πολλάκις ότι τα πλημμυρούντα κύματα απειλούσι να μας πνίξωσι, και ο βυθός να καταπίη την χειμαζομένην ναυν της Εκκλησίας και της Πίστεως ημών, είθε πάλιν και πολλάκις να δοθή ημίν ν' ακούσωμεν εν μέσω της τρικυμίας και του σκότους, τας δύο εκείνας γλυκυτάτας του Σωτήρος εκφράσεις:
«Μη φοβού. Μόνον πίστευε».
«Εγώ ειμι. Μη φοβού».