Η Πνευματική Ζωή - Point of view

Εν τάχει

Η Πνευματική Ζωή




Αυτή είναι η έκδοση html του αρχείου http://www.eng.auth.gr/mattas/parea/58.doc.
Το G o o g l e δημιουργεί αυτόματα εκδόσεις html των εγγράφων καθώς περιηγείστε στον παγκόσμιο ιστό.
1

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ

Α΄.ΓΕΝΙΚΑ
1.                 Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί μέ τίς εὐχές τοῦ Γέροντα θά ποῦμε λίγα λόγια γι' αὐτό τό τεράστιο θέμα πού εἶναι θά λέγαμε, ΤΟ ΘΕΜΑ, ἀφοῦ ἀφορᾶ στή ζωή μας σάν χριστιανῶν.
2.                 Πνευματική ζωή εἶναι ὅλα ὅσα κάνουμε, συνεργαζόμενοι μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, γιά νά πετύχουμε τόν σκοπό τῆς ὕπαρξής μας πού εἶναι ἡ θέωση.
3.                 Ό άγιος Μάξιμος ό Ομολογητής ομιλεί για τις τρεις βαθμίδες της πνευματικής ζωής, που τις ονομάζει «πρακτική φιλοσοφία» ή πράξη, «φυσική θεωρία» η απλώς θεωρία και «μυστική Θεολογία» ή απλώς Θεολογία. Ό ασκητής διέρχεται από τις τρεις αυτές βαθμίδες της πνευματικής ζωής και καθίσταται πραγματικός και αυθεντικός Θεολόγος. Μάλιστα, διδάσκει ότι ή πρακτική φιλοσοφία είναι ή κάθαρση της καρδιάς από την ηδονή και την οδύνη, ή φυσική θεωρία είναι ή κάθαρση του νου από την λήθη και την άγνοια, οπότε ό νους είναι καθαρός και έχει αέναη μνήμη του Θεού και ή μυστική Θεολογία είναι ή κάθαρση της καρδιάς και από αυτές ακόμη τις φαντασίες, οπότε ό νους είναι εντελώς ανίδεος, ασχημάτιστος και αφάνταστος και έτσι καθίσταται ικανός για την γνώση και εμπειρία του Θεού.
4.                 Κατά την διδασκαλία των αγίων Πατέρων, όταν ο άνθρωπος εισέλθη στην μετάνοια, στο στάδιο της καθάρσεως, συνεχώς εξελίσσεται. Υπάρχει διαρκής τελείωση, τόσο στην λεγομένη μέση κατάσταση των ψυχών, όσο και στην μετά την Δευτέρα Παρουσία ζωή. Οι βαθμοί της πνευματικής ζωής είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση. Βέβαια, αυτά δεν πρέπει να νοηθούν ως στεγανοποιημένες καταστάσεις, αλλά ως μέθεξη της Χάριτος του Θεού. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται να καθαρθή, τότε η Χάρη του Θεού που τον καθαρίζει λέγεται καθαρτική ενέργεια. Όταν ο νούς του είναι φωτισμένος, σημαίνει ότι δέχεται την ενέργεια του Θεού που τον φωτίζει και λέγεται φωτιστική ενέργεια. Και όταν βρίσκεται στην θέωση, αυτό γίνεται με την Χάρη του Θεού που λέγεται θεοποιός. Η πορεία είναι διαρκής. Έτσι, όσοι μετανόησαν, πριν εξέλθη η ψυχή από το σώμα, αυτοί εξελίσσονται και γίνονται χωρητικότεροι στην άκτιστη Χάρη. Γι’ αυτό τελούμε τα μνημόσυνα και προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους.( Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέουhttp://www.vic.com/~tscon/parembasis/2003/03_12_15.htm)
5.                 Η πνευματική ζωή είναι μια δυναμική πορεία. Αρχίζει με το βάπτισμα, που είναι κάθαρση του κατ’ εικόνα, και συνεχίζεται με την ασκητική ζωή για να φθάση ο άνθρωπος στο καθ’ ομοίωσιν, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία η πνευματικότητα δεν είναι κάτι το αφηρημένο, ούτε κάτι που συνδέεται με την λογική, το συναίσθημα, την αισθητική, αλλά η ενότητα του Χριστιανού με τον Χριστό και η κοινωνία του με το Άγιον Πνεύμα. Οπότε, η ορθόδοξη πνευματικότητα είναι συνώνυμη με την ορθόδοξη εκκλησιαστική πνευματική ζωή. Η πνευματικότητα δεν είναι κάτι που παρεμβάλλεται μεταξύ του Χριστιανού και του Θεού, αλλά είναι έκφραση της ενώσεως του ανθρώπου με τον Θεό, δεν είναι κάτι που γίνεται έξω από την Εκκλησία, αλλά η ζωή μέσα στην Εκκλησία.Ο Απόστολος Παύλος στις επιστολές του κάνει λόγο για πνευματικό, ψυχικό και σαρκικό άνθρωπο. Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που έχει κοινωνία με τον Τριαδικό Θεό εν Χριστώ Ιησού, δια του Αγίου Πνεύματος, ψυχικός είναι εκείνος που στηρίζεται απλώς στις ψυχικές του δυνάμεις και σαρκικός είναι εκείνος που δεν έχει το Άγιον Πνεύμα. Πολλές φορές ο ψυχικός άνθρωπος ταυτίζεται με τον σαρκικό.
6.                 Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής γράφει ότι τρία είναι αυτά που κινούν τον άνθρωπο η καλύτερα προς τα οποία κινείται ο άνθρωπος, με την θέληση και την γνώμη του, ήτοι ο Θεός, η φύση και ο κόσμος. Κάθε ένα από αυτά που τραβούν τον άνθρωπο τον απομακρύνουν από τα άλλα δύο. Αν ο Θεός τραβά τον άνθρωπο τον κάνει κατά Χάρη θεό, αποκόπτοντάς τον από την φύση και τον κόσμο και βιώνει το υπέρ φύση. Αν η φύση κινή τον άνθρωπο, τότε τον κάνη φύσει άνθρωπο, τον αφήνη στην φυσική του υπόσταση, και δεν μετέχει ούτε στον Θεό ούτε στον κόσμο και ζη το κατά φύσιν. Αν ο κόσμος σύρη τον άνθρωπο και τον απομακρύνη από τον Θεό και την φύση, τότε τον μαθαίνη να κάνη όλα τα παρά φύση και τον καθιστά ζώο, καθαρή σάρκα και ζη το παρά φύση. Τα δύο άκρα, Θεός και κόσμος, απομακρύνουν τον άνθρωπο το ένα από το άλλο, αλλά και το μέσον του, που είναι η φύση, τον χωρίζει από τα δύο άκρα, δηλαδή τον Θεό και τον κόσμο.Όταν ο άνθρωπος κινήται προς ένα από αυτά τα τρία, λαμβάνει και το ιδιαίτερο όνομα, δηλαδή αν ελκύεται από τον κόσμο γίνεται σαρκικός και πράττει μόνο το κακό, αν οδηγείται από την φύση γίνεται ψυχικός και δεν θέλει ούτε να κάνη το καλό ούτε να πάθη κάτι κακό, και αν οδηγήται από τον Θεό είναι πνευματικός και θέλει να πράττη το καλό, κι αν πάθη κάτι κακό, για χάρη της ψυχής και της αρετής, το δέχεται προθύμως.Η ορθόδοξη πνευματική ζωή συνδέεται με το δόγμα και το ήθος. Το δόγμα είναι οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων που καθορίζουν τα όρια μεταξύ της πλάνης και της αλήθειας και δείχνουν την αληθινή πορεία του ανθρώπου προς την θέωση. Συμβαίνει ο,τι και με τα πορίσματα της ιατρικής επιστήμης που διακρίνουν την ασθένεια από την υγεία και οδηγούν τον άνθρωπο προς την θεραπεία και την απόκτηση της υγείας.(π. Ιεροθεος Βλάχος)
7.                 Ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος μᾶς λέγει «Εἰ ζῶμεν πνεύματι πνεύματι καί στοιχῶμεν» δηλ. ἐάν ζοῦμε σύμφωνα μέ τήν ἔμπνευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τότε ἄς συμμορφωνόμαστε καί μέ τίς προτροπές καί τίς παραγγελίες Του.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Ἑπομένως ἡ πνευματική ζωή νά μήν ζοῦμε γιά τόν ἑαυτό μας ἀλλά γιά τόν Θεό καί τόν Υἱό Του καί τό Ἅγιον Πνεῦμα, γιά τήν Τριαδική Θεότητα· αὐτό ἐπίσης εἶναι πνευματική ζωή, τό νά ζεῖ μέσα μας ὁ Πανάγιος Τριαδικός Θεός Μας . Τό νά ζοῦμε σύμφωνα μέ τίς ἐπιταγές, τήν ἔμπνευση καί τήν καθοδήγηση τοῦ Παρακλήτου, αὐτό εἶναι ἡ Πνευματική ζωή. Μ' ἕνα λόγο νά ζεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μας κι ἐμεῖς μέσα Του. Ἐάν αὐτό συμβαίνει τότε ὁπωσδήποτε ζεῖ μέσα μας καί ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός κατά τήν ἀψευδή ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου: «μονήν παρ' αὐτῷ (τῷ ἀνθρώπῳ) ποιήσωμεν». –Σέ ποιόν ἄνθρωπο ἄραγε θά ἔλθει καί θά κατοικήσει ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός; Σ' αὐτόν πού ἔχει ἐνεργό μέσα του τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού πῆρε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα. Σ' αὐτόν πού διά τῆς μετανοίας, τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς καθαρίστηκε ἀπό τήν ἁμαρτία καί εἰσῆλθε στό στάδιο τοῦ φωτισμοῦ.

ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ= ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Ἑπομένως πνευματική ζωή δέν εἶναι ἡ ζωή τῆς κουλτούρας καί τοῦ πολιτισμοῦ ἀλλά ἡ ζωή τοῦ πολιτισμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ἁγιοπνευματική, ἡ ζωή «ἐν ἁγίῳ Πνεύματι» καί ὁπωσδήποτε ἡ ζωή «ἐν τῷ Πατρί καί ἐν τῷ Υἱῷ», ἀφοῦ ἡ Ἁγία Τριάς εἶναι ἀχώριστη.

Η ΑΓΙΟΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ ΚΑΤΟΡΘΩΝΕΤΑΙ ΟΧΙ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΑΛΛΑ ΑΠΟ ΤΟ ΑΓΙΟ ΠΝΕΥΜΑ.
Ἡ Πνευματική ζωή κατορθώνεται ὄχι ἀπό ἐμᾶς ἀλλά ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἀπό τήν Τριαδική Θεότητα ἡ ὁποία ἐργάζεται ἐντός μας ὅταν ἐμεῖς Τῆς τό ἐπιτρέψουμε. Τῆς τό ἐπιτρέπουμε δέ ὅταν πιστέψουμε δηλ. ὅταν Τήν ἐμπιστευθοῦμε. Τότε θά πάρουμε τά λόγια τοῦ Χριστοῦ μας σάν ὁδηγίες γιά τήν ζωή μας. Τότε θά μετανοήσουμε ἀφοῦ αὐτός εἶναι ὁ πρῶτος λόγος τοῦ Κυρίου Μας: «Μετανοεῖτε ἤγγικε γάρ ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ἡ μετάνοια θά μᾶς ὁδηγήσει στήν εἰλικρινή ἐξομολόγηση καί θά ἀρχίσει ή πνευματική ζωή. Ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη θά ἀρχίσουν νά βλαστάνουν μέσα μας καί νά αὐξάνωνται παράλληλα μέ τίς ἄλλες ἀρετές. Ὁ φωτισμός τοῦ Παρακλήτου θά γίνεται ὅλο καί πιό ἔντονος μέσα μας καί πάνω μας, στήν ψυχή ἀλλά καί στό σῶμα μας. «Καρδίας εὐφραινομένης πρόσωπον θάλλει». Ὅταν ἡ καρδιά καθαρίζεται, ταπεινώνεται, ἀπαλλάσσεται ἀπό τίς δαιμονικές ἐπιρροές καί ὑποδουλώσεις τότε γίνεται κατοικητήριο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτό κατοικεῖ μέσα στήν καρδιά πού καθαρίστηκε διά τῆς μετανοίας ἔχοντας μαζί καί τόν καρπό Του. «Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστίν ἀγάπη, χαρά εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια». Νά λοιπόν ποιός εἶναι ὁ πνευματικός ἄνθρωπος: δέν εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς τέχνης, τῶν γραμμάτων, τῶν πανεπιστημίων καί ὅλης τῆς κοσμικῆς «ματαιοπανήγυρης» πού λέγεται πολιτισμός· ἀντίθετα εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει μέσα του, άλλά καί φανερώνει στήν ὅλη του ψυχοσωματική ὕπαρξη καθώς καί στά ἔργα του τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Φανερώνει δηλ. τήν εἰρήνη, τήν χαρά, τήν ἀγάπη, τήν μακροθυμία, τήν καλωσύνη, τήν πίστη, τήν πραότητα, τήν ἐγκράτεια. Εἶναι ἀδύνατον ἑπομένως ὁ πνευματικός ἄνθρωπος νά ἔχει ἄγχος, φοβίες, ἀνασφάλειες, κατάθλιψη καί ὅλα αὐτά τά δαιμονικά πού βιώνει ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος· καί τά βιώνει ἀκριβῶς διότι ἔχει καταστήσει μέ τήν ἁμαρτία καί τήν ἀμετανοησία του ἀνενεργό τήν χάρη πού πῆρε δωρεάν κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα καί τό Ἅγιο Χρίσμα. Ὁμιλοῦμε βεβαίως γιά τόν σύγχρονο ὀρθόδοξο χριστιανό καί ὄχι γιά τόν ὁποιοδήποτε κοσμικό ἄνθρωπο. Διότι ἕνας ἀβάπτιστος ὁπωσδήποτε δέν μπορεῖ νά ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος διότι δέν ἔχει «γεννηθεῖ ἄνωθεν».

ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ: ΤΟ ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ
ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ: ΤΟ ΑΓΙΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ.
Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου εἶναι ξεκάθαρος:«ἐάν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καί Πνεύματος οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ»(Ἰωάν. 3, 3-8). Ὁ Πανάγιος Τριαδικός Θεός ὅταν μᾶς ἔπλασε μᾶς ἐμφύσησε τό Ἅγιο Πνεῦμα. «Καί ἐνεφύσησεν εἰς τούς μυκτήρας αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἔγινε ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν». Τότε ζωντανέψαμε πραγματικά, τότε ἡ νεκρή ψυχή μας ἔγινε ζωντανή διότι δέχθηκε μέσα της τό ἐμφύσημα τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ δηλ. τό Πανάγιον Πνεῦμα. Ἑπομένως ἡ Ζωή, πού εἶναι ὁ Πανάγιος Τριαδικός Θεός κατοικεῖ στόν πνευματικό ἄνθρωπο. Κατοικοῦσε μέσα στόν Ἀδάμ μέχρι τήν στιγμή πού ἔπεσε στήν παρακοή. Τότε ὁ ἄνθρωπος ἔχασε τό «φύσημα τοῦ Θεοῦ», τήν Θ. Χάρη, τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ἔμεινε «γυμνός». Τότε νεκρώθηκε πνευματικά καί κατέστη ἀνίκανος νά κοινωνεῖ μέ τόν Θεό. Ὁ Πανάγαθος Θεός ὅμως δέν τόν ἐγκατέλειψε. Ἔστειλε τόν Υἱό Του τόν μονογενῆ καί μᾶς ξαναέδωσε τόν Πανάγιον Πνεῦμα πού ἐκπορεύεται ἐκ τοῦ Πατρός καί ἀναπαύεται στόν Υἱό. Μᾶς στό ξαναέδωσε τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς· τό δίδει δέ προσωπικά στόν καθένα μας ὅταν βαπτιζόμαστε, κατά τήν ἡμέρα τῆς προσωπικῆς μας Πεντηκοστῆς. Στή συνέχεια ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία ἐνεργοποιεῖ αὐτήν τή χάρη μέ τό Ἅγιο Χρίσμα καί ἔτσι ἀρχίζει ἡ πνευματική ζωή. Χωρίς αὐτά τά δύο ἅγια Μυστήρια δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει πνευματική ζωή. Ἐπειδή ὅμως δυστυχῶς δέν κρατᾶμε «ἐνεργό» αὐτήν τήν Θ. Χάρη τοῦ Παρακλήτου ἀλλά τήν «θάβουμε» κάτω ἀπό πλῆθος ἁμαρτιῶν, ἀπαιτεῖται μιά ἐπανενεργοποίησή της διά τοῦ μυστηρίου τῆς μετανοίας καί καθαρᾶς ἐξομολογήσεως. Ἡ συνεχής μετάνοια, πού εἶναι ὁ τρόπος ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ κρατάει ἐνεργό τήν Θεία Χάρη, τήν φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ὁποία ἦλθε ν' ἀνάψει ὁ Χριστός μας στήν γῆ. Ἡ συνεχής μετάνοια ἐκφράζεται μέ τήν ἀδιάλειπτη ἀναφορά στόν Θεό καί ἐκζήτηση τοῦ  ἐλέους Του διά τῆς προσευχῆς τοῦ Ἰησοῦ τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ Υἱέ τοῦ Θεοῦ ἐλέησόν με τόν ἁμαρτωλό». καί μέ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ὅσο ἡ μετάνοια βαθαίνει μέσα μας τόσο ἐντονότερα ἐπικαλούμαστε τόν Κύριο καί διορθώνουμε τήν ζωή μας κάνοντας ἀσκητική- ἡσυχαστική ζωή. Ὅσο ἐντονώτερα Τόν ἐπικαλούμαστε καί ἀσκούμαστε, μετέχοντας παράλληλα στά Ἅγια Μυστήρια τῆς Μετανοίας καί τῆς Θείας Κοινωνίας, τόσο ἀπομακρύνουμε τά μπάζα τῶν ἁμαρτιῶν· αὐτά πού ἡ άμέλεια, ἡ ραθυμία καί ἡ ἄγνοια συσσώρευσαν μέσα μας. Ὅσο περισσότερο καθαρίζεται ἡ καρδιά μας ἀπό ὅλον αὐτόν τόν ρύπο τῆς ἁμαρτίας διά τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς τόσο ὁ ἄνθρωπος φωτίζεται ἀπό τό φῶς τοῦ Παναγίου Πνεύματος καί ἀπολαμβάνει τόν καρπό Του. Ζεῖ τήν ὄντως εἰρήνη τήν ἀναφαίρετο, αἰσθάνεται τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία τόν «διαλύει» μέ τήν γλυκύτητά της, χαίρεται τήν ὄντως χαρά ἡ ὁποία δέν συγκρίνεται μέ τίς κοσμικές ψευτοχαρές καί ἀπολαύσεις. Ἀπολαμβάνει τήν ἐσωτερική ἀκινησία τῆς πραότητος τῆς ἀμνησιακακίας τῆς συγχωρητικότητας καί τῆς ἀγάπης ἐκεῖ πού προηγουμένως βίωνε τήν ταραχή καί τά βίαια κινήματα τοῦ θυμοῦ, τῆς ὀργῆς, τῆς μνησικακίας, τῆς ἔχθρας, τῆς ζήλειας καί τοῦ φθόνου ἀπό τόν ὁποῖο ὁδηγεῖται κανείς στόν φόνο. Ζεῖ τήν ὅντως ἁγιοπνευματική ζωή· ἔχει γίνει πνευματικός ἄνθρωπος
ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ
Η όλη περιγραφή της ιάσεως του τυφλού από τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή περιλαμβάνει 6 στάδια.
Στο πρώτο στάδιο είναι η προσέγγιση του τυφλού από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Ο τυφλός δε βλέπει τον Χριστό εξαιτίας της ασθενείας του. Ο ίδιος όμως ο Χριστός τον πλησιάζει.
Δεύτερο στάδιο είναι η αποκάλυψη της θείας δυνάμεως και της θεότητος του Χριστού. Σκύβει ο Κύριος και φτιάχνει πηλό με χώμα και σάλιο. Μ’ αυτό δείχνει ότι είναι ο ίδιος, εκείνος που έπλασε με πηλό τον άνθρωπο και ενεφύσησε μέσα του πνεύμα ζωής.
Τρίτο στάδιο είναι η αποστολή του τυφλού στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ (Σιλωάμ σημαίνει απεσταλμένος). Στέλνοντας τον τυφλό στην πηγή αυτή, ο Χριστός αποκαλύπτει ότι Αυτός είναι ο απεσταλμένος Υιός και Λόγος του Θεού, που θα σώσει τον άνθρωπο.
Τέταρτο στάδιο είναι η ομολογία του τυφλού. Τον ρωτούν οι Φαρισαίοι ποιός τον θεράπευσε. Αυτός τους λέει ότι είναι ο Ιησούς και τον ρωτούν για τον τρόπο της θεραπείας. Φέρνουν τους γονείς του για να επιβεβαιώσουν ότι αυτός είναι ο πρώην τυφλός. Τον πιέζουν ν’ αρνηθεί το Χριστό και να θεωρήσει το θαύμα σύμπτωση, τυχαίο γεγονός, δηλαδή να το αποσυνδέσει από το πρόσωπο του Χριστού. Ο πρώην τυφλός όμως, με κίνδυνο να τον αποκόψουν από τη συναγωγή, ομολογεί σθεναρά ότι ο Χριστός είναι που τον θεράπευσε, χωρίς να καμφεί από τις απειλές.
Πέμπτο στάδιο είναι η αποκάλυψη του Χριστού ως θεανθρώπου. Αφού βεβαιώνεται ότι ο τυφλός είναι άξιος, έτοιμος να υποστεί τα πάντα για να οδηγηθεί στη σωτηρία, τον συναντά και πιστοποιεί ότι είναι πραγματικά ο Υιός του Θεού, ο Μεσσίας.
Έκτο στάδιο είναι η προσκύνηση του Θεού από τον τυφλό. Αφού, μέσα από τη δοκιμασία που πέρασε, έδωσε μαρτυρία της πίστης του, ο τυφλός προσφέρει πλέον όλη την υπόστασή του (ψυχή και σώμα) στον Θεό.
Όλα αυτά τα γεγονότα και ο τρόπος διατύπωσής τους στο Ευαγγέλιο δεν είναι τυχαία. Σ’ αυτά μπορούμε να δούμε μια κρυμμένη μικρογραφία της πνευματικής ζωής κάθε ανθρώπου, που αγωνίζεται να πλησιάσει τον Θεό, να απαλλαγεί από την πνευματική τύφλωση της αμαρτίας και να οδηγηθεί στην κατά Χριστόν ζωή.
Η πνευματική ζωή του αγωνιζομένου χριστιανού εμπερικλείει τις ακόλουθες φάσεις:
α) την μετάνοια - αναγνώριση της πνευματικής τύφλωσης που προκαλεί η αμαρτία (γενικώς).
β) την επιθυμία απαλλαγής από την τύφλωση αυτή.
γ) το πλησίασμα του Θεού, που επιτυγχάνεται με την ταπείνωση. Ο Θεός «ταπεινοίς δίδωσι χάριν».
δ) τη σωτηρία του ανθρώπου από τα πάθη και τις αμαρτίες μέσω του βαπτίσματος και της ενσυνείδητης εξομολόγησης που είναι ανανέωση του βαπτίσματος. Αυτό συμβολίζει το πλύσιμο των ματιών στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
ε) τον πόλεμο των δαιμόνων κατά του αγωνιζομένου χριστιανού. Αυτό δείχνουν τα ύπουλα και δόλια τεχνάσματα των Φαρισαίων που προσπαθούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην αμαρτία.
στ) τη σταθερότητα του αγωνιζομένου στην πνευματική ζωή, άσχετα με το κόστος που τυχόν θα έχει αυτή η στάση. Αυτό δείχνει η επιμονή του τυφλού στην ομολογία της αλήθειας.
ζ) την αποκάλυψη, τέλος, του Θεού στον άνθρωπο. Την τέλεια γνώση του Θεού, η οποία δίνεται ως δώρο στους αγαθούς δούλους του Θεού.
Όλη η διήγηση του τυφλού μας υπενθυμίζει τα βασικά στάδια που αναφέρουν οι Πατέρες ότι διέπουν την όλη ζωή του χριστιανού:
Το αρχικό στάδιο είναι η πλούσια χάρη που δίνεται χαριστικά στον μετανοούντα άνθρωπο, χωρίς να έχει αγωνιστεί γι’ αυτήν, αλλά ως κίνητρο.
Το δεύτερο στάδιο είναι η περίοδος των θλίψεων και πειρασμών που παραχωρεί ο Θεός για να δυναμώσει πνευματικά ο χριστιανός.
Το τρίτο και τελικό στάδιο είναι η απαλλαγή από τα πάθη με τη θεία επέμβαση και η εμπειρική γνώση του Θεού.
Ο άνθρωπος εισέρχεται πλέον στη δόξα του Θεού και γίνεται όλος φως πνευματικό. Φως που λαμβάνει σαν αντανάκλαση του θείου φωτός, που είναι ο ίδιος ο Χριστός

Β΄.Ὁ πνευματικά γιής νθρωπος.

Πολλοί ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἔχουν πνευματική ζωή ἀλλά οὐσιαστικά δέν ἔχουν. Πολλοί πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία καί στούς χριστιανικούς κύκλους γιά χρόνια ἀλλά δέν ἔχουν πάψει λ.χ. νά κατακρίνουν. Ἔχουν συνδυάσει τήν πνευματική ζωή μέ τά πάθη τους καί νομίζουν ὅτι π.χ. μποροῦν νά κατακρίνουν ἤ νά ἔχουν ἐμπάθειες καί ἀπό τήν ἄλλη νά κοινωνοῦν καί νά ἐξομολογουνται. Πραγματικά πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει πνευματική ὑγεία. Ἄς δοῦμε κάποια χαρακτηριστικά του:
1)Ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι αὐτός πού ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. ὁ ἅγιος. Αὐτός ἔχει τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γίνεται ὅμοιος μέ τόν Ταπεινό, πλήρη ἀγάπης καί χαρᾶς Παράκλητο.  Ἡ ὑγιής πνευματικά ψυχή εἶναι αὐτή πού ἔχει φανερό μέσα της τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ,ἔλεγε ὁ γέροντας Πορφύριος, ὁ ἄνθρωπος «γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπ' τό κακό. Τό κακό γι' αὐτόν δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο τό ἀγαθό, ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει κακό. Δηλαδή, ἐφόσον ἔχει τό φῶς, δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»[1]. Δηλ. ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει.
2)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει τόν Θεῖο Ἔρωτα ἐνῶ, παρατηρεῖ διακριτικά ὁ Γέροντας, νομίζει ὅτι δέν τόν ἔχει. Ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό δέν χορταίνεται. Ὁ ἐράσμιος Γέρων ζοῦσε αὐτήν τήν κατάσταση γιαυτό καί ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμιά ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτα δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ' Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον; Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει... Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν' ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σ' ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.Μόνο σ' ἕνα σημεῖο σταματάει ὁ κορεσμός· ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν' ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φθάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφθασε ἤδη σ' αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ, δέν τό νοιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτό τό θεῖο ἔρωτα, αὐτή τή θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκηταί. Μεθοῦν μέ τή θεία μέθη. Μ΄ αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ...Ναί δέν χορταίνεται ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Ὅσο Τόν ἀγαπάεις, νομίζεις ὅτι δέν Τόν ἀγαπάεις κι ὅλο θέλεις πιό πολύ νά Τόν ἀγαπάεις. Συγχρόνως, ὅμως, πλημμυρίζει ἡ ψυχή σου ἀπ' τήν παρουσία Του καί τήν ἐν Κυρίῳ χαρά τήν ἀναφαίρετο. Δέν θέλεις τότε τίποτα νά ἐπιθυμήσεις»[2]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ἐπιθυμεῖ τίποτε ἄλλο, ἀλλά μισεῖ καί τήν θέληση γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιθυμία. Δέν θέλει νά «θέλει» τίποτε, ἐκτός ἀπό τό ἄκρον ἐφετόν τόν Χριστό. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης εντεταγμένος μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση μᾶς διδάσκει ότι η πνευματική ζωή δεν είναι μια ξηρά ηθική ζωή, δεν είναι μια εξωτερική τήρηση των εντολών του Θεού, αλλά ἡ ζωή που εμπνέεται από τον θείο έρωτα. Χρησιμοποιεί δύο εικόνες για να φανερώσει αυτήν την ζωντανή σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Η μία εικόνα είναι του ερωμένου. "Μακάριος, όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτού ερωμένην κέκτηται". Η δεύτερη εικόνα είναι η μεγάλη αγάπη της μητέρας που θηλάζει το παιδί της. "Ουχ ούτω μήτηρ υπομαζίω παιδί, ως αγάπης υιός τω Κυρίω προσκολλάσθαι πέφυκε πάντοτε"65. Αναφερόμενος δε στο γνωστό χωρίο του Άσματος Ασμάτων λέγει ότι τέτοιος είναι ο έρωτας του ανθρώπου, που αγαπά τον Θεό και βρίσκεται στην κατάσταση της νοεράς προσευχής, ώστε το σώμα του καθεύδει "διά την χρείαν της φύσεως", ενώ η καρδιά αγρυπνεί "διά το πλήθος του έρωτος"66. Και με αυτόν τον λόγο ο άγιος Ιωάννης εκφράζει μια παλαιά ησυχαστική παράδοση, κατά την οποία ο νούς του ανθρώπου, που αποδεσμεύεται από την εξάρτηση στις αισθήσεις και ευρίσκεται στην καρδιά, προσεύχεται αδιάλειπτα, έστω κι αν ακόμη ο άνθρωπος κοιμάται. Αυτή, άλλωστε, είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου και αυτός είναι ο φυσικός άνθρωπος.
3)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρῆκε τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει, εἰρηνεύει, γεμίζει τό ὑπαρξιακό του «κενό», θεραπεύεται ἀπό τό συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς, ὅταν βρεῖ τόν Χριστό. Τότε ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Ὅταν βρεῖς τόν Χριστό, σοῦ ἀρκεῖ, δέν θέλεις τίποτ' ἄλλο, ἡσυχάζεις. Γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Ζεῖς παντοῦ, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ζεῖς στά ἄστρα, στό ἄπειρο, στόν οὐρανό μέ τούς ἀγγέλους, μέ τούς ἁγίους, στή γῆ μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τά φυτά, μέ τά ζῶα, μέ ὅλους, μέ ὅλα. Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἐξαφανίζεται ἡ μοναξιά. Εἶσαι εἰρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος. Οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἀρρώστια, οὔτε πίεση, οὔτε ἄγχος (Ἄγχος: Ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς πού καταστρέφει τόν ἄνθρωπο διότι μπλοκάρει ὁ πονηρός τό νοῦ τοῦ ἀγχωμένου ἀνθρώπου καί δέν τόν ἀφήνει νά σκεφτεῖ τόν Θεό. Σκέφτεται μόνο τά χρήματά του, τά προβλήματά του κ.λ.π.), οὔτε κατήφεια, οὔτε κόλαση...Ὅποιος ζεῖ μέσα του τόν Χριστό, ζεῖ πράγματα πού δέν λέγονται· ἅγια καί ἱερά. Ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει. Αὐτά εἶναι ἀλήθεια. Τά ἔχουνε ζήσει ἄνθρωποι, ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος. Συνεχῶς μέ λαχτάρα ψιθυρίζουν τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...»[3]. Αἰσθάνεται τότε ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό «ἐγκάτοικον» καί σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση. Ἀκούει τούς στεναγμούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον προσεύχεται ἐντός του καί εὐφραίνεται εὐφροσύνη ἄρρητη...
4)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεούμενος(ἐπίγειος ἄγγελος, ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ περνάει μέσα του· ὅλο καί περισσότερο ὁμοιάζει μέ τόν Θεό). Αὐτός βιώνει τήν διεύρυνση τῶν βιολογικῶν καί ὀντολογικῶν του ὁρίων καί δυνατοτήτων(Γίνεται οἰκουμενικός, παγκόσμιος ἄνθρωπος, στύλος τῆς οἰκουμένης. Στά χρόνια τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου ὑπῆρχαν τρεῖς ἄνθρωποι πού κρατοῦσαν μέ τίς προσευχές τους ὅλον τόν κόσμο). Συγχρόνως δέχεται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ σεβαστός Γέροντας Πορφύριος ἦταν ἕνας τέτοιος θεραπευμένος, πνευματικά ὑγιής, ἄνθρωπος. Ἔδωσε ἀπό τήν νεανική του ἡλικία τά πάντα στόν ἀγῶνα γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. Γιαυτό καί τά ἀνωτέρω τά ζοῦσε συνεχῶς, ὅπως φανερώνουν μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα τοῦ βίου του:« Ἦταν ξημερώματα, ὁ κεντρικός ναός τῶν Καυσοκαλυβίων, τό Κυριακό, ἦταν ἀκόμη κλειστός. Ὁ μοναχός Νικήτας (τό πρῶτο μοναχικό ὄνομα τοῦ π. Πορφυρίου), ὅμως, περίμενε σέ μιά γωνιά τοῦ προνάρθηκα νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες καί ν' ἀνοίξει ἡ ἐκκλησία. Δεύτερος μπῆκε στόν προνάρθηκα ὁ γερο-Δημᾶς, πρώην Ρῶσος ἀξιωματικός, ἐνενηκοντούτης, ἀσκητής, κρυφός ἅγιος καί, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δέν ἦταν ἄλλος ἐκεῖ (δέν εἶδε τό μοναχό Νικήτα πού ἦταν ἀπόμερα), ἄρχισε νά κάνει στρωτές μετάνοιες καί νά προσεύχεται μπροστά στήν κλειστή πόρτα τοῦ ναοῦ. Ἡ Θεία Χάρις ξεχείλισε ἀπό τόν ὅσιο γερο-Δημᾶ καί ἔλουσε καί κατεκάλυψε τόν ἕτοιμο νά τή δεχθεῖ νεαρό Νικήτα. Τά αἰσθήματά του δέν περιγράφονται. Γεγονός εἶναι ὅτι μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία του ὁ νεαρός μοναχός Νικήτας αἰσθανόταν τέτοια αἰσθήματα, ὥστε, πηγαίνοντας γιά τό καλύβι του, σταμάτησε, ἄνοιξε τά χέρια του τεντωμένα καί φώναζε δυνατά "Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός".Τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος ἀκολούθησε μιά ριζική ἀλλαγή τῶν ψυχοσωματικῶν ιδιοτήτων τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ Νικήτα. Ἦταν ἡ ἀλλοίωσις, ἡ ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Ἐνεδύθη δύναμιν ἐξ ὕψους καί ἀπέκτησε χαρίσματα ὑπερφυσικά.Πρῶτο σημεῖο ἦταν ὅτι "διεῖδε" ἀπό μεγάλη ἀπόσταση τούς Γέροντές του, πού ἐπέστρεφαν ἀπό μακριά. Τούς "διεῖδε" ἐκεῖ πού ἦσαν, ἐνῶ ἀνθρωπίνως δέν ἦσαν ὁρατοί. Αὐτό τό ἐξομολογήθηκε στόν παπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε προσοχή καί σιωπή. Συμβουλές, πρός τίς ὁποῖες συμμορφώθηκε, μέχρις ὅτου ἔλαβε ἄλλη ἐντολή. Ἔπειτα ἀκολούθησαν καί ἄλλα. Τά αἰσθητήριά του εὐαισθητοποιήθηκαν σέ ἀνυπέρβλητο βαθμό καί οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητές του ἀναπτύχθηκαν στό ἔπακρο. Ἄκουε καί γνώριζε τίς φωνές τῶν πουλιῶν καί τῶν ζώων, τόσο ὡς πρός τήν προέλευση ὅσο καί πρός τό νόημά τους(καταλάβαινε τή γλῶσσα τους). Ὀσφραινόταν τίς εὐωδιές ἀπό μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀναγνώριζε τά ἀρώματα καί τή σύνθεσή τους. Διέκρινε ἀπό πάρα πολύ μακριά τις εὐωδιές τῶν λουλουδιῶν. "Ἔβλεπε", ὅταν ὕστερα ἀπό ταπεινή προσευχή ἐρχόταν στήν κατάλληλη κατάσταση, στά βάθη τῆς γῆς καί στό χάος τοῦ οὐρανού, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα ἀρχαῖα, κρυμμένους τάφους, ρωγμές στά ἔγκατα τῆς γῆς, ὑπόγειες πηγές, χαμένες εἰκόνες, σκηνές πού εἶχαν διαδραματισθεῖ αἰῶνες πρίν, προσευχές πού εἶχαν ἀναπεμφθεῖ, πνεύματα ἀγαθά καί πονηρά, τήν ψυχή τήν ἴδια τό κάθε τι. (Γινόμαστε Θεοί κατά χάριν). Δοκίμαζε τό νερό ἀπό τό βάθος τῆς γῆς καί μετροῦσε τά ἀπρόσιτα. Ρωτοῦσε τά βράχια καί τοῦ διηγόντουσαν τά παλαίσματα τῶν πρό αὐτοῦ ἀσκητῶν. Κύτταζε καί θεράπευε. Ἔψαυε καί ἰάτρευε. Ηὔχετο καί ἐγένοντο. Ἀλλά ποτέ δέν διανοήθηκε νά χρησιμοποιήσει τά χαρίσματα αὐτά τοῦ Θεοῦ γιά δικό του ὄφελος. Ποτέ δέν παρακάλεσε νά γίνει καλά ἀπό δική του ἀρρώστια. Ποτέ δέν θέλησε νά κερδίσει κάτι ἀπό κάποια γνώση πού τοῦ πρόσφερε ἡ Θεία Χάρη. Ἡ διόρασή του, ὅσες φορές ἐνεργοῦσε, τοῦ ἀποκάλυπτε τά ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν. Μποροῦσε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά βλέπει τό παρελθόν καί τό παρόν καί τό μέλλον ταυτόχρονα. Ἐπιβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης καί παντοδύναμος. Κατόπτευε καί ψηλαφοῦσε τήν κτίση ἀπό τά ἄκρα τοῦ σύμπαντος μέχρι τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί ἱστορίας. Ἴσχυε γι' αὐτόν τό: "Ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ' οὐδενός ἀνακρίνεται" (Α΄ Κορ. ιβ΄ 15). Ἡ ζωή μέσα στή Χάρη ὅμως εἶναι ἕνα ἄγνωστο μυστήριο γιά μᾶς. Καί κάθε ἐπιπλέον λέξις θά εἶναι αὐθάδης ἐνασχόληση μέ θέματα πού ἀγνοοῦμε. Αὐτά ὁ Γέροντας τά τόνιζε πάντοτε σέ ὅλους ὅσοι ἀπέδιδαν τίς ἱκανότητές του σέ ἄλλα αἴτια ἐκτός ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ἐπιγραμματικά καί ξανάλεγε: "Δέν εἶναι ἐπιστήμη, δέν εἶναι τέχνη, εἶναι ΧΑΡΙΣ"»[4].
Τά ἀνωτέρω τά διηγεῖται καί ὁ ἴδιος ὡς ἑξῆς: «Μετά τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ ἄλλαξα ἐντελῶς. Ἡ ζωή μου ὅλο χαρά καί ἀγαλλίαση. Ζοῦσα μές στ' ἄστρα, μές στό ἄπειρο, στόν οὐρανό. Πρῶτα δέν ἤμουν ἔτσι. Ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκα τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν. Ἔγινα ἔξυπνος. Ἔμαθα τριαδικούς κανόνες, τόν Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλους κανόνες. Μόνο πού τούς διαβάζανε καί τούς ψάλλανε στήν ἐκκλησία, τούς μάθαινα ἀπ' ἔξω. Τό Ψαλτῆρι τό ἔλεγα ἀπ' ἔξω. Πρόσεχα κι ὁρισμένους ψαλμούς πού ταιριάζανε τά λόγια τους νά μήν τούς μπερδεύω. Ὄντως ἄλλαξα. «Ἔβλεπα» πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσα· δηλαδή δέν εἶχα τό δικαίωμα νά τό πῶ, δέν εἶχα «πληροφορία». Ὅλα τά ἔβλεπα, ὅλα τά πρόσεχα, ὅλα τά ἤξερα. Ἀπ' τή χαρά μου δέν πατοῦσα στή γῆ. Τότε ἄνοιξε ἡ μύτη μου καί μύριζα τά πάντα, ἄνοιξαν τά μάτια μου, ἄνοιξαν τ' αὐτιά μου. Ἀπό μακριά τά καταλάβαινα. Τά ζῶα, τά πουλιά, τά ξεχώριζα ὅλα. Ἤξερα τό κελάηδημα ἄν εἶναι κότσυφας, ἄν εἶναι σπουργίτι, ἄν εἶναι σπίνος, ἄν εἶναι ἀηδόνι, ἄν εἶναι κομπογιάννηδες, ἄν εἶναι τσίχλες. Ὅλα τά πουλάκια τά καταλάβαινα ἀπ' τή φωνή τους. Τή νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τή συναυλία πού ἔκαναν τ' ἀηδόνια, τά κοτσύφια, ὅλα, ὅλα...
Ἔγινα ἄλλος, καινούργιος, διαφορετικός. Ὅ,τι ἔβλεπα, τό ἔκανα προσευχή. Τό γύριζα στόν ἑαυτό μου. Γιατί τό πουλί ψάλλει καί δοξολογεῖ τόν Πλάστη; Ἤθελα νά τό κάνω κι ἐγώ. Τό ἴδιο καί μέ τά λουλούδια. Τά λουλούδια τά καταλάβαινα ἀπ' τίς μυρωδιές καί τό ἄρωμά τους τό ἄκουγα ἀπό μισή ὥρα μακριά. Παρατηροῦσα τά χόρτα, τά δέντρα, τά νερά, τά βράχια. Ἄ! μέ τά βράχια μιλοῦσα. Πόσα εἶχαν δεῖ αὐτά! Τά ρωτοῦσα καί μοῦ λέγανε ὅλα τά μυστικά τῶν Καυσοκαλυβίων. Κι ἐγώ συγκινιόμουν καί κατανυγόμουν. Τά ἔβλεπα ὅλα μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπα, ἀλλά δέν μιλοῦσα. Συχνά πήγαινα στό δάσος. Πολύ μ' ἐνθουσίαζε νά περπατῶ ἀνάμεσα ἀπ' τίς πέτρες καί τά σχοῖνα, τά μικρά καί τά μεγάλα δέντρα»[5].
Τά γνωρίσματα τῆς Θείας Χάρης εἶναι κοινά σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων. Ἀνάλογες ἐμπειρίες καί καταστάσεις μέ αὐτές τοῦ Γέροντος Πορφυρίου περιγράφει καί σύγχρονος Ἁγιορείτης: «Ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς ζοῦσα μιά ἥσυχη, καλή ζωή. Οἱ ἀκολουθίες στό Μοναστῆρι καί ἡ Μυστηριακή ζωή μέ θέρμαιναν, μέ ἀνέπαυαν. Αὐτό μέχρι τήν ὥρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι ἄλλο, μέχρι τήν ὥρα πού ἀναπτύχθηκε ἡ ἐσωτερική ζωή. Ξαφνικά αἰσθάνθηκα ἕνα κάψιμο ἐσωτερικό, ἕνα κάψιμο θείας ἀγάπης.
Ἡ φυσική καί καλή ζωή πού ζοῦσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Ἄρχισα νά βρίσκω τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως, τόν εὐλογημένο ἐκεῖνο χῶρο πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί μέσα στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτή ἡ καρδιά εἶναι τό πρόσωπο, γιατί πρόσωπο εἶναι «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πνεύματος... ὅ ἐστίν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α' Πέτρου γ' 4). Μέχρι τότε διάβαζα αὐτά στά βιβλία, τώρα τά ἔβλεπα στήν πραγματικότητα. Ἔνοιωθα αὐτό πού λέγει ὁ Ἀββᾶς Παμβώ «εἰ ἔχεις καρδίαν δύνασαι σωθῆναι», αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Θεός θεοῖς ἑνούμενός τε καί γνωριζόμενος ἐν καρδίᾳ» καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ἡ καρδιά πού εἶναι τά ἅγια τῶν ἁγίων «τῆς μυστικῆς ἑνώσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς ἐνυποστάτου δι' Ἁγίου Πνεύματος ἐλλάμψεως» ἀνακαλύφθηκε.
Αἰσθανόμουν τήν καρδιά σάν Ναό μέσα στόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ ἀληθινός Ἱερεύς τῆς Θείας Χάριτος. Παράλληλα μέ τόν κτύπο τοῦ σαρκικοῦ ὀργάνου τῆς καρδίας ἀκουγόταν καί ἕνας ἄλλος κτύπος βαθύτερος καί γρηγορότερος. Αὐτός ὁ κτύπος συντονιζόταν μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ καρδιά ἔλεγε τήν εὐχή. Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση συνδεόταν μέ μερικά χαρακτηριστικά. 
Ἀναπτύχθηκε μιά ἐρωτική κοινωνία μέ τόν Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οἱ Πατέρες ὀνόμαζαν τόν Θεό ἔρωτα. «Ὁ Θεός ἔρως ἐστί καί ἐραστόν» (Ἁγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής) καί «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται» (ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αἰσθανόμουν τήν περίπτυξη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἐκεῖνο τόν καιρό μέ εἶχε τρελλάνει. Ὁ Θεός βιωνόταν ὡς ἐλεήμων, ὡς γλύκα και γλυκασμός. Ἄναψε μέσα στήν καρδιά μου τό εὐλογημένο πῦρ, πού ἔκαιγε τά πάθη καί δημιουργοῦσε ἀνέκφραστη πνευματική ἡδονή.
Ἀναζητοῦσα ἡσυχία, σκοτάδι, ἡρεμία ἐξωτερική. Τά μικρά κελλιά, οἱ τρύπες τῶν βράχων, ὁ ἀνοιχτός ὁρίζοντας τῆς φύσεως, τά σκοτεινά μέρη μέ δέχονταν σάν φιλοξενούμενο. Τήν νύκτα ἔβγαινα στίς ἐρημιές τοῦ Ἄθωνα. Μαγεία! Εὐλογία! Μέθη! Στήν μοναξιά καί στήν πολυκοσμία, στήν ἔρημο καί στά κοινόβια ζοῦσα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν θεία περίπτυξη. Ἀναπτύχθηκαν τότε ἄλλες αἰσθήσεις, αἰσθήσεις πνευματικές, ἡ νοερά αἴσθηση, ἡ νοερά ὅραση και ἀκοή. Ὅλος ὁ νοῦς ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς καί ἄκουγε ἐν ἀκορέστῳ γλυκασμῷ τήν εὐχή πού λεγόταν μέσα ἐκεῖ. Ὅλος ὁ ἐσωτερικός κόσμος ἑνοποιημένος. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι γεννήθηκε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἕνας καινούργιος κόσμος καί μιά καινή ζωή. Μιά θερμότητα ἔκαιγε τά πάντα. «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ...;».
Ἡ αἴσθηση τῶν μαθητῶν αὐτῶν ὑπῆρξε δική μου βίωση. Αἰσθανόμουν καλά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;». Καί τόν λόγον ὅτι ὁ Θεός «πῦρ ἐστί καταναλίσκον». Ἄλλοτε αὐτή ἡ θέρμη καί αὐτή ἡ φωτιά μετατρεπόταν σέ πληγή βαθειά. Αἰσθανόμουν ὅτι αὐτή ἡ θερμότητα ἀναγεννοῦσε τήν ὕπαρξή μου, πρῶτα τήν ψυχή καί μετά ἐπεκτεινόταν καί στό σῶμα.
Ἡ αἴσθηση ὅτι τώρα γεννήθηκα σέ ἄλλον κόσμο ἦταν διαρκής. Χοροπηδοῦσα σάν μικρό παιδί. Ἀκόμη ὑπῆρξαν μερικές φορές πού ἔνοιωσα καί τήν σάρκα μου σάν μικροῦ παιδιοῦ, πού μόλις βγῆκε ἀπό τήν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτό δημιουργοῦσε βαθύτατη εἰρήνη λογισμῶν. Ὁ νοῦς καθαριζόμενος διαρκῶς ἀπέβαλε ὅλα τά ξένα στοιχεῖα τά ὁποῖα σάν λέπια τόν ἐκάλυπταν. Γινόταν ἔτσι ἐλαφρός καί πάντοτε εὕρισκε καταφύγιο στήν καρδιά. Ἐκεῖ παρέμεινε καί εὐφραινόταν πνευματικά. Ἐκεῖ μερικές φορές ἄκουγε καί τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πολύ συνταρακτική καί δημιουργοῦσε πηγές δακρύων. Ἡ γνωριμία μέ τόν Θεό ἦταν προσωπική. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πραγματικό γεγονός. 
Μερικές φορές βυθιζόμουν σέ βαθειά μετάνοια. Ὁ νοῦς μπαίνοντας στήν καρδιά ἐν Χάριτι ἔβλεπε τό σκοτάδι, τήν βρωμιά τῆς ψυχῆς καί ὅλη ἡ ὕπαρξη ξεχυνόταν σέ καυτά δάκρυα. Ἔκλαιγε ἡ καρδιά. Τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς ξεχύνονταν ἐπάνω της καί τήν ξέπλεναν ἀπό τήν ἁμαρτία. Παράλληλα ἄνοιγαν καί τά μάτια καί γίνονταν πηγές δακρύων. Ἄλλοτε ἔκλαιγε μόνον ἡ καρδιά καί ἄλλοτε καί τό σῶμα. Θρῆνος βαθύς ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀσωτίας... Κλάμα πολύ, ἀλλά ὄχι μέ ἀπελπισία. Ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. 
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅλα ἦταν ὡραῖα. Ἡ λέξη ὡραῖα δέν ἔχει σχέση μέ τήν αἰσθητική, ἀλλά μέ τήν ὀντολογική πραγματικότητα. Ἔβλεπα τούς λόγους τῶν ὄντων σέ ὅλη τήν δημιουργία. Καί αὐτό προξενοῦσε ἄρρητη εὐφροσύνη. Ὅλα ἐξέφραζαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἔτρεφε τήν καρδιά.
Οἱ λέξεις δέν πήγαιναν στήν λογική, ἀλλά εἰσχωροῦσαν στήν καρδιά καί τήν ζωογονοῦσαν. Ὅπως τό μωρό ρουφᾶ τό γάλα ἀπό τόν μαστό τῆς μάνας του καί τρέφεται, ἔτσι αἰσθανόταν ἡ καρδιά· τρεφόταν ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γινόταν μετάγγιση αἵματος. Τά βιβλία τῶν Πατέρων τά διάβαζα μέ ἄλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τά ἔβλεπα διαφορετικά. Σάν νά εἶχα ἀποκτήσει καινούργια μάτια καί σάν νά εἶχα μάθει καινούργια γλῶσσα. Αἰσθανόμουν συγγενής πνευματικά μέ τούς Πατέρας. Ὅμως τίς πιό πολλές φορές δέν ἤθελα νά διαβάζω ἀκόμη καί βιβλία πατερικά. Σάν νά σταματοῦσαν τήν προσωπική ἐπικοινωνία μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο, σάν νά διέκοπταν τή ζωντανή ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό τοῦ παντός. 
Τά πάθη δέν ἐνεργοῦσαν τότε. Ἔνοιωθα ὄχι ἠθικές ἀναστολές, ἀλλά τήν ἀναγέννηση μου. Ἤμουν τόσο μεθυσμένος, ὥστε δέν μέ ἐνδιέφερε ἀπολύτως τίποτε. Ὑπῆρχε μέσα μου μιά ἀκατάσχετη ἀναζήτηση καί ἐπιθυμία νά μή μέ ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι καί μάλιστα νά μέ περιφρονοῦν. Ἀφοῦ εἶχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν μέ ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο. Ζοῦσα μιά ἐρωτική ζωή, ζωή δακρύων... Ἡ μόνη ἀπασχόληση ἐγώ καί ὁ Θεός. Ζητοῦσα τήν μοναξιά πού ἦταν κοινωνία. «Ἐνώπιος Ἐνωπίω», «πρόσωπον πρός Πρόσωπον». Ἀλλά καί ὅταν εὑρισκόμουν σέ πολυκοσμία ἡ ἐσωτερική φωνή ἦταν ἰσχυρότερη. Καί ὅταν κατά τήν διάρκεια ἀκολουθίας ὁ Γέροντας μέ ἔβαζε νά ψάλλω, ἐγώ συγχρόνως ἄκουγα καί αὐτήν τήν ἐσωτερική φωνή τῆς καρδιᾶς νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή πού ἔγινε τό ἐντρύφημά μου.
Αὐτή ἡ κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα ἔλεγα τήν εὐχή. Καί τήν ὥρα πού κοιμόμουν ἡ καρδιά προσευχόταν. Τήν ἄκουγα καθαρά νά ἀδολεσχῆ μέ τόν Θεό.
Ὅποιος θέλει νά διαπίστωση ἄν ὑπάρχη Θεός, ἄς δοκιμάση. Θά συνάντηση ἕνα ζωντανό Θεό! Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ ἀξίωσε ἐμένα τό ἔκτρωμα ὅλου τοῦ κόσμου νά ἀποκτήσω μιά μικρή σταγόνα γνώσεως Θεοῦ»[6]. Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἐμπειρίες τῶν δύο ἀσκητῶν, το Γέροντος Πορφυρίου καί τοῦ σύγχρονου Ἁγιορείτη, εἶναι κοινές, ἀφοῦ τίς ἐνεργεῖ τό ἴδιο Πνεῦμα, δηλ. τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τίς ἴδιες ἐμπειρίες ζεῖ καί κάθε ἄνθρωπος πού θά κάνει πνευματική ζωή, δηλ. πού θά ἐνεργοποιήσει τήν κρυμμένη ἁγιοπνευματική χάρη πού ἔλαβε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα.
5)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς τόν Θεό καί τούς ἄλλους. Εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἰσορροπημένος ἄνθρωπος. Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ζωή. Κίνηση ἐνάντια στήν Ἀγάπη εἶναι κίνηση ἐνάντια στή Ζωή. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀγαπάει σωστά τόν Θεό καί τούς ἄλλους, αὐτός βρίσκεται στήν ἀνισορροπία καί τόν πνευματικό θάνατο. Ὅποιος ἀγαπάει, Ζεῖ ἰσορροπημένα καί ἀληθινά.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος ὅτι ἰσορροπημένος εἶναι ὀ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς. Αὐτόν τόν ἀγαποῦν καί οἱ ἄλλοι. Τό μυστικό γιά νά μᾶς ἀγαποῦν εἶναι, ἐμεῖς νά ἀγαπᾶμε. Θά νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Ὅταν θά ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά, ἀνιδιοτελῶς, θυσιαστικά, χωρίς νά ζητοῦμε ἀνταπόδοση τότε θά ἰσορροπήσουμε, θά ἀναπαυτοῦμε ἐσωτερικά θά ἀνετοποιηθοῦμε. «Κανείς δέν μπορεῖ νά φτάσει στόν Θεό,(ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) ἄν δέν περάσει ἀπ΄ τούς ἀνθρώπους. Γιατί, “ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;”»[7].
6)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος φιλοσοφεῖ καί διδάσκεται ἀπό ὅλα. Ἡ Θεία Χάρις τόν διδάσκει· τόν καθιστᾶ ἀληθινά φιλόσοφο καί σοφό. «Μιά μέρα,(διηγεῖται ὁ π. Πορφύριος) ἕνα πρωινό ἐπροχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μία χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ' ἕνα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μία γλυκειά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη. Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ' ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι· ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδάει, νά σχίζεται· μάλλιασε, πού λέμε, ἡ γλώσσα του, φούσκωσε ἀπ' τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Πώ, πώ, πώ! Νά 'χα ἕνα ποτηράκι μέ νερό, γιά νά πηγαίνει νά πίνει καί νά ξεδιψάει!
Μοῦ ἦλθαν δάκρυα στά μάτια. Τά ἴδια ἐκεῖνα δάκρυα τῆς χάριτος πού κυλοῦσαν ἀβίαστα καί τά ὁποῖα ἀπέκτησα ἀπ' τόν Γερο-Δημᾶ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού τά δοκίμαζα...Καί σκεπτόμουν: «Γιατί τό ἀηδονάκι νά βγάζει αὐτούς τούς λαρυγγισμούς; Γιατί νά κάνει αὐτές τίς τρίλιες; Γιατί νά ψάλλει αὐτό τό ὑπέροχο ἄσμα; Γιατί, γιατί, γιατί... γιατί νά ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, γιατί... γιά ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει νά τό ἐπαινέσει κανείς; Ὄχι βέβαια, ἐκεῖ κανείς δέν θά τό κάνει αὐτό».
Μόνος μου φιλοσοφοῦσα. Αὐτό τ' ἀπέκτησα μετά τό γεγονός μέ τό Γερο-Δημᾶ. Πρίν ἀπ' αὐτό δέν τό ἔκανα. Πόσα δέν μοῦ εἶπε τό ἀηδονάκι! Καί πόσα τοῦ εἶπα μές στή σιωπή: «Ἀηδονάκι μου ποιός σοῦ εἶπε ὅτι ἐγώ θά περνοῦσα ἀπό δῶ; Ἐδῶ κανείς δέν πλησιάζει. Εἶναι τόσο ἀπρόσιτο τό μέρος. Πόσο ὡραῖα κάνεις χωρίς διακοπή τό καθῆκον σου, τήν προσευχή σου στόν Θεό! Πόσα μοῦ λέεις, ἀηδονάκι μου, πόσα μέ διδάσκεις! Θεέ μου συγκινοῦμαι. Ἀηδόνι μου, μοῦ δείχνεις μέ τό κελάηδημά του πῶς νά ὑμνῶ τόν Θεό, μοῦ λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά...»... Τό ἀγάπησα πολύ τό ἀηδόνι. Τό ἀγάπησα καί μ' ἐνέπνευσε. Σκέφθηκα: «Γιατί ἐκεῖνο κι ὄχι κι ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νά κρύβεται καί ὄχι κι ἐγώ;» Καί μοῦ ἦλθε στό νοῦ ὅτι πρέπει νά φύγω, πρέπει νά χαθῶ, πρέπει νά μήν ὑπάρχω. Εἶπα: «Γιατί; Εἶχε αὐτό κόσμο μπροστά του; Ἤξερα ὅτι ἤμουνα ἐγώ καί τ' ἄκουγα; Ποιός τ' ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Ἀλλά κι ἐκεῖνα τ΄ ἀηδονάκια μες στό λόγγο, μές στή ρεματιά πού βρισκόντουσαν τή νύκτα καί τήν ἡμέρα, τό βράδυ καί τό πρωί, ποιός τ' ἄκουγε πού ξελαρυγγιαζόντουσαν ὅλα; Καί γιατί τό κάνανε αὐτό τό πρᾶγμα; Καί γιατί πηγαίνανε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε τό λάρυγγά τους; Ὁ σκοπός ἦταν ἡ λατρεία, τό ψάλσιμο στόν Δημιουργό τους, ἡ λατρεία στόν Θεό». Ἔτσι τά ἐξηγοῦσα.
Ὅλα αὐτά τά θεώρησα ὅτι ἦταν τοῦ Θεοῦ ἄγγελοι, δηλαδή πουλάκια πού δοξάζανε τόν Θεό, τόν Πλάστη τῶν ἀπάντων καί δέν τ' ἄκουγε κανείς. Ναί κρύβονταν, νά μήν τ' ἀκούει κανείς, πιστέψτε με!  Δέν τά ἐνδιέφερε νά τ΄ ἀκοῦνε, ἀλλά ποθοῦσαν μές στή μοναξιά, μές στήν ἡσυχία, μές στήν ἐρημιά, μές στή σιωπή νά τ΄ ἀκούει ποιός ἄλλος; Ὁ Πλάστης τῶν ἁπάντων, ὁ Δημιουργός τοῦ παντός. Αὐτός πού χάρισε ζωή καί πνοή καί φωνή. Θά ρωτήσετε: «Εἴχανε μυαλό;» Τί νά πῶ, δέν ξέρω ἄν τό ἔκαναν συνειδητά ἤ ὄχι. Δέν ξέρω. Γιατί αὐτά εἶναι πουλάκια. Μπορεῖ τώρα νά εἶναι στή ζωή καί μετά νά μήν ὑπάρχουν, ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή. Ὁ Θεός μπορεῖ νά μᾶς παρουσιάσει ὅτι ὅλοι αὐτοί ἦταν ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς δέν τά ξέρουμε αὐτά. Πάντως κρύβονταν, νά μήν ἀκούσει κανείς τή δοξολογία τους. Ἔτσι καί γιά τούς μοναχούς ἡ ζωή ἐκεῖ, στό Ἅγιον  Ὄρος, εἶναι ἄγνωστη. Ζεῖς μέ τόν Γέροντα, τόν ἀγαπάεις. Οἱ μετάνοιες, οἱ ἀσκήσεις, ὅλα γίνονται, ἀλλ' οὔτε τίς θυμᾶσαι, οὔτε κανείς λέει γιά σένα:«Τί εἶναι αὐτός;» Ζεῖς τόν Χριστό, εἶσαι τοῦ Χριστοῦ. Ζεῖς μέσα σ' ὅλα καί ζεῖς τόν Θεό, ἐν ᾧ τά πάντα ζοῦν καί κινοῦνται· ἐν τῷ ὁποίῳ καί διά τοῦ ὁποίου...Μπαίνεις μές στήν ἄκτιστη Ἐκκλησία καί ζεῖς ἐκεῖ ὡς ἄγνωστος. Κι ἐνῶ ἀναλύεσαι γιά τούς συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις ἄγνωστος σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, χωρίς ἴσως ποτέ νά σέ γνωρίσουν»[8].
7)Στόν ὑγιή πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει νικηθεῖ ἡ σάρκα ἀπό τό πνεῦμα. Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία: «Ἡ σάρξ ἐπιθυμεῖ κατά τοῦ Πνεύματος. Τὸ δὲ πνεῦμα κατὰ τῆς σαρκός· ταῦτα γὰρ ἀλλήλοις ἀντίκειται»[9] . Ὁ Χριστιανός ὀφείλει «τό χεῖρον ὑποτάξαι τῷ κρείττονι καί τήν σάρκα δουλῶσαι τῷ πνεύματι». Πρέπει νά νεκρώσει τόν παλαιόν ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς ἐπιθυμίαις»[10]. Στόν θεραπευμένο πνευματικά ἄνθρωπο ἔχει ξεπεραστεῖ ἡ φιλαυτία (=ἡ ἄλογη ἀγάπη στό σῶμα) καί ὁ φόβος τοῦ πόνου καί τοῦ θανάτου. Ὁ πόνος ἔχει νικηθεῖ μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό. «Ὅταν νυγεῖ ἡ ψυχή μας,(δίδασκε ὁ π. Πορφύριος) ὅταν τρωθεῖ ἀπό τό θεῖο πόθο, ἡ εὐπάθεια τῆς σαρκός μαραίνεται. Ὁ θεῖος πόθος νικάει κάθε πόνο κι ἔτσι κάθε πόνος μεταποιεῖται καί γίνεται ἀγάπη Χριστοῦ. Ἀγαπῆστε τόν Χριστό καί θά σᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Ὅλοι οἱ πόνοι θά περάσουν, θά νικηθοῦν, θά μεταποιηθοῦν. Τότε γίνονται ὅλα Χριστός, γίνονται Παράδεισος. Ἀλλά γιά νά ζοῦμε στόν Παράδεισο, πρέπει νά ἀποθάνομε, νά ἀποθάνομε γιά ὅλα, νά εἴμαστε σάν νεκροί. Τότε θά ζοῦμε πραγματικά, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ἄν δέν νεκρωθοῦμε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, δέν γίνεται τίποτα...Ἐξαιτίας αὐτῆς τῆς ἀγάπης τους πρός τόν Χριστό οἱ ἅγιοι δέν αἰσθανόντουσαν τούς πόνους τῶν μαρτυρίων, ὅσο σκληρά κι ἄν ἦταν. Θυμηθεῖτε τούς τρεῖς Παῖδας ἐν τῇ καμίνῳ· ὑμνοῦντες καί δοξολογοῦντες ἐδροσίζοντο στήν κάμινο τοῦ πυρός. Θυμηθεῖτε τόν Ἅγιο Δημήτριο, τόν Ἅγιο Γεώργιο, τήν Ἁγία Αἰκατερίνα, τήν Ἁγία Βαρβάρα, τήν Ἁγία Παρασκευή, τούς Σαράντα Μάρτυρες μέσα στήν παγωμένη λίμνη»[11].
8)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ὑπερβαίνει τήν λογική διά τῆς πίστεως καί ἔτσι καθαρίζει τήν καρδιά του. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ τό αἰσθάνεται ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Χωρίς καθαρότητα εἶναι ἀδύνατον νά ἑνωθεῖ ὁ νοῦς μας μέ τόν Θεό. Ὁ Θεός δέν ἀποκαλύπτεται σέ μιά ἀκάθαρτη καρδιά. «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ͵ ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται»[12] μᾶς δίδαξε ὁ Κύριος στήν ἐπί τοῦ  Ὄρους ὁμιλία Του. «Σ' αὐτούς πού δυσπιστοῦν, ἀμφιβάλλουν κι ἀμφισβητοῦν καί τά σκέπτονται μόνο μέ τή λογική καί δέν εἶναι ἀνοικτοί στόν Θεό(ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος), ὁ Θεός δέν ἐμφανίζεται. Σέ κλειδωμένες ψυχές ὁ Θεός δέν εἰσέρχεται, δέν ἐκβιάζει, δέν παραβιάζει. Ἀντίθετα, σ' αὐτούς πού ἔχουν πίστη ἁπλή, χωρίς διακυμάνσεις, ὁ Θεός ἐμφανίζεται καί χαρίζει τό ἄκτιστον φῶς Του. Τό δίδει πλούσια καί στήν ἐδῶ ζωή καί, πολύ περισσότερο, στήν ἄλλη.
Μή νομίζετε, ὅμως, ὅτι ὅλοι ἐδῶ βλέπουν τό ἴδιο καθαρά τό φῶς τῆς ἀληθείας. Καθένας τό βλέπει ἀνάλογα μέ τήν ψυχή του, μέ τό πνεῦμα του, μέ τή μόρφωσή του, μέ τήν ψυχική του κατάσταση. Καταλάβατε; Βλέπουν, γιά παράδειγμα, πολλοί μία εἰκόνα, ὅμως δέν ἔχουν ὅλοι ὅσοι τή βλέπουν τά ἴδια συναισθήματα. Ἔτσι εἶναι καί τό θεῖον φῶς. Τό ἀληθινό φῶς δέν λάμπει σ' ὅλες τίς ἀνθρώπινες καρδιές τό ἴδιο. Δηλαδή, τό ἴδιο λάμπει ὁ ἥλιος ὁ φυσικός, ἀλλά στό σπίτι πού εἶναι μαῦρα τά τζάμια του, λίγο περνᾶνε ἀπό κεῖ οἱ ἀκτίνες. Καταλάβατε; Γι' αὐτό λέω, τό ἴδιο γίνεται μέ τό ἄκτιστον φῶς· εἶναι μαῦρα τά τζάμια μας, δέν εἶναι καθαρή ἡ καρδιά μας, δέν τοῦ ἐπιτρέπει ἡ μαυρίλα νά περάσει.Ἀκόμη καί στούς ἁγίους μας καί στούς προφῆτες συνέβαινε αὐτό τό πράγμα. Κι αὐτοί ἀκόμη, ἀνάλογα μέ τήν καθαρότητά τους, αἰσθάνονταν τό φῶς τό θεῖον»[13].
9)Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος ἔχει πόθο μοναδικό τόν Θεό καί τόν οὐρανό. Ὁ στόχος, τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά εἶναι ὁ οὐρανός, ὁ Παράδεισος. νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου εἶναι πάντα στοιχεῖο ἀπαραίτητο γιά νά ὑπάρχει πνευματική ὑγεία. Σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, καί ὅπως προκύπτει ἀπό τούς βίους τῶν ἁγίων μας- πού εἶναι οἱ ἀληθινά ὑγιεῖς ψυχοσωματικά ἄνθρωποι- στόχος, σκοπός, ἀπαντοχή, προσδοκία τῶν ἀνθρώπων πού κάνουν πνευματική ζωή εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Συνεχῶς ἀντηχεῖ μέσα τους ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»[14]. «Μία εἶναι ἡ ἀλήθεια Ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἀνάβει στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα καί θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.
. Θά φύγομε. Ἐδῶ κάτω στή γῆ δέν θά μείνομε γιά πάντα. Στόχος μας ἡ αἰώνιος ζωή. Γι' αὐτό πρέπει ὁπωσδήποτε νά ἑτοιμασθοῦμε. Καί τό μυστικό εἶναι ὅτι, ὅταν ἑτοιμασθοῦμε, θά εἴμαστε εὐτυχεῖς, δέν θά φοβόμαστε, ἀλλά θά περιμένουμε μέ χαρά νά πᾶμε στό ἀνέσπερον φῶς. Ἐκεῖ θά δοξολογοῦμε ἀκατάπαυστα τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί τῆς Παναγίας μας μαζί μέ τά Χερουβείμ καί τά Σεραφείμ καί μέ ὅλους τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὅμως πρέπει ν' ἀρχίσομε ἀπό δῶ νά ζοῦμε δοξολογώντας τόν Τριαδικό Θεό. Ἐάν ἀπό δῶ δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, οὔτε στήν ἄλλη ζωή θά ΄μαστε μαζί Του στήν οὐράνια δόξα καί χαρά. Καί θά ζοῦμε ἀπό δῶ τήν αἰώνιο ζωή, ἐάν ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο. Κάτι σχετικό εἶδα γραμμένο στήν εἴσοδο ἑνός μοναστηριοῦ στό Ἅγιον  Ὄρος. Ἔλεγε: «Ἐάν πεθάνεις, πρίν νά πεθάνεις, δέν θά πεθάνεις, ὅταν πεθάνεις». Δηλαδή, ἐάν πεθάνεις κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, θά ζεῖς στήν αἰωνιότητα. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει θάνατος»[15].
10)Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος δέν ἔχει σχέση μέ τήν ἀπελπισία τό ἄγχος καί τήν φοβία.Γιά τόν ἀληθινό Χριστιανό, τόν θεραπευμένο ὑπαρξιακά ἀπό τήν Θεία Χάρη, διά τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία, ἄγχος, φοβία. Ὅλα αὐτά τά ἄρρωστα συναισθήματα εἶναι δαιμονικές ἐπήρρειες καί φεύγουν ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζήσει ἐν Χριστῷ, ὅταν ἐκκλησιαστικοποιηθεῖ ἀληθινά. «Μέσα στήν Ἐκκλησία,(ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί. Ἐξομολογούμαστε, ὅμως, μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ζοῦμε τή ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἅμα αὐτό, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, τό κατορθώσομε, τότε βρισκόμαστε σέ μιά ἄλλη κατάσταση, ζοῦμε μιά ἄλλη κατάσταση ζηλευτή. Γιά μᾶς δέν ὑπάρχει καμιά φοβία. Οὔτε θάνατος, οὔτε διάβολος, οὔτε κόλασις. Ὅλα αὐτά ὑπάρχουν γιά τούς ἀνθρώπους πού εἶναι μακράν τοῦ Χριστοῦ, γιά τούς μή χριστιανούς»[16]. Εἰδικά γιά τήν ἀπελπισία ἔλεγε ὅτι εἶναι κακό ἡ ἀπελπισία. Ὁ ἀπελπισμένος χάνει τήν προθυμία καί τήν δύναμή του.
11)Ἀντίθετα ὁ πνευματικά ὑγιής εἶναι αὐτός πού πάντα ἐλπίζει καί πάντα ἀνεβαίνει πνευματικά. Ἔλεγε: «Ἔχω τή συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητος, ἀλλά ζῶ μέ τήν ἐλπίδα. Εἶναι κακό ν' ἀπελπίζεσαι, διότι ὁ ἀπελπισμένος πικραίνεται καί χάνει τήν προθυμία καί τή δύναμή του. Ἐνῶ αὐτός πού ἐλπίζει, προχωρεῖ πρός τά ἐμπρός. Ἐπειδή αἰσθάνεται ὅτι εἶναι φτωχός, προσπαθεῖ νά πλουτίσει. Τί κάνει ὁ φτωχός; Ὅταν εἶναι ἔξυπνος, προσπαθεῖ νά βρεῖ ἕναν τρόπο νά πλουτίσει. Παρόλο πού νιώθω ἔτσι ἀδύναμος καί δέν ἔχω κατορθώσει αὐτό πού ποθῶ, ἐν τούτοις δέν ἀπελπίζομαι. Μέ παρηγορεῖ, ὅπως σᾶς εἶπα, ὅτι δέν παύω ἀπό τοῦ νά προσπαθῶ διαρκῶς»[17].
Ἡ λαχτάρα γιά τόν Χριστό, δίδασκε ὁ Γέροντας, κάνει τήν δύναμη τῆς ψυχῆς νά φεύγει ἀπό τίς παγίδες τοῦ ἐχθροῦ καί νά πηγαίνει στόν Χριστό. Ἡ σωστή ἀντιμετώπιση τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση, ἡ ἀδιαφορία. Ὁ θεραπευμένος ἄνθρωπος εἶναι αὐτός, πού ἔχει «ἀγάπη μέ λαχτάρα» γιά τόν Χριστό. Αὐτή ἡ λαχτάρα κάνει τόν ἄνθρωπο νά περιφρονήσει τόν ἐχθρό. Τότε ὁ ἄνθρωπος ξεφεύγει ἀπό τήν δουλεία στά πάθη. Ὁ γέροντας συμβουλεύει νά εἴμαστε εὐγενεῖς, ἀκόμη καί μέ τόν ταλαίπωρο διάβολο. Ἀντί νά τοῦ κάνομε κατά μέτωπο ἐπίθεση, γιά νά τόν τραυματίσομε, ἄς τόν περιφρονήσουμε. Ἄς ἀδιαφορήσουμε καί ἄς δοθοῦμε στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό. Νά τί μᾶς διδάσκει: «Ὁ σατανᾶς φτιάχνει τό μηχανισμό τῆς πλάνης. Χωρίς νά τό καταλάβομε ἐμεῖς, ὁ πονηρός φτιάχνει παγίδες. Μέ τή λαχτάρα γιά τόν Χριστό ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς φεύγει ἀπ' τίς παγίδες καί πάει στόν Χριστό. Ἄλλο πράγμα αὐτό. Πιό εὐγενές. Τό νά μάχεσαι τόν ἐχθρό σου εἶναι μιά προσπάθεια μέ σπρωξίματα καί πίεση. Στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὅμως, δέν ὑπάρχουν σπρωξίματα. Ἐδῶ ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς μεταποιεῖται χωρίς κόπο. Δέν πρέπει ν' ἀντιδρᾶτε μέ τά ἴδια ὄργανα. Ἀδιαφορῆστε! Αὐτή ἡ ἀδιαφορία πρός τόν ἐχθρό εἶναι μεγάλη τέχνη. Τέχνη τεχνῶν. Γίνεται μόνο μέ τή θεία χάρι. Ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται ἀναίμακτα καί ἀκοπίαστα. Χωρίς σπρώξιμο καί χωρίς σφίξιμο.
Τί εἴπαμε; Δέν εἴπαμε ὅτι ὁ διάβολος εἶναι πολυμήχανος; Οἱ μηχανισμοί τοῦ διαβόλου εἶναι πονηροί. Τρόμος! Γι' αὐτό πρέπει κι ἐμεῖς νά φτιάχνομε εὐσεβεῖς μηχανισμούς ἀμύνης, χωρίς πονηρία, γιά νά καταστρέψομε τή δύναμη τῶν δικῶν του παγίδων»[18].
12)Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς συνεχοῦς πνευματικῆς μελέτης. Ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, ἀνάβει στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα καί θεραπεύει τόν ἄνθρωπο.
«Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια,(δίδασκε ὁ π. Πορφύριος) γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στήν κατάνυξη, στή ζέση, στά δάκρυα θά μπεῖ μετά χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μέ τήν κατανόηση τῶν τροπαρίων καί κανόνων καί τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στήν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 4, 8). Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στήν κατάνυξη, ἀναίμακτα. Καταλάβατε; Ἐγώ ὁ καημένος ἐπιθυμῶ ν' ἀκούω τά λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τά λόγια τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ΄ αὐτά θέλω νά ἐντρυφῶ. Αὐτά καλλιεργοῦν τό θεῖο ἔρωτα»[19].
13)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρίσκεται στήν ἀλήθεια. Γιά νά βρεῖ τήν ἀλήθεια ὁ ἄνθρωπος, πρέπει νά εἶναι ταπεινός. Ὁ ἐγωισμός μπερδεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στίς αἱρέσεις. Οἱ Ἅγιοι Πατέρες τό δίδασκαν ξεκάθαρα: Ὅσοι διατύπωσαν λανθασμένα δόγματα καί ἔπεσαν σέ πλάνες, ἔπεσαν «δι' ὑπεροψίαν»[20]. «Ἡ κυριότερη προϋπόθεση (ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) ,γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση»[21].
14)Ὁ ἀληθινά ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος μιμεῖται τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ἐκκλησία φανερώνεται ,ὅταν οἱ χριστιανοί μιμούμαστε τήν ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὅταν ζοῦμε ἁγιοπνευματικά, «κοινοβιακά», μέ ἀνιδιοτελή ἀγάπη· τότε γινόμαστε ἀληθινά ἐκκλησιαστικοποιημένοι. Ἡ ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν ἦταν, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή, κοινοβιακή. Τό πρῶτο κοινόβιο, τό πρῶτο μοναστῆρι, μέ Ἡγούμενο τόν Ἴδιο τόν Κύριο, ἦταν ἡ Ἀποστολική ὁμάδα τῶν Δώδεκα. Ἡ συνέχεια αὐτῆς τῆς ζωῆς ὑπάρχει στά σημερινά μοναστήρια. Ἐδῶ ὁ τρόπος ζωῆς μιμεῖται τήν κοινοβιακή ζωή τῶν πρώτων χριστιανῶν. Αὐτοί ἐπειδή εἶχαν τήν ἀνιδιοτελῆ ἀγάπη, εἶχαν «μία ψυχή καί μία καρδιά».  Ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος:«Αὐτό πού ζοῦσαν οἱ ἀπόστολοι μεταξύ τους κι αἰσθανόντουσαν ὅλη αὐτή τή χαρά, στή συνέχεια ἔγινε μέ ὅλους κάτω ἀπό τό ὑπερῶον. Δηλαδή ἀγαπιόντουσαν, χαιρόταν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον εἶχαν ἑνωθεῖ. Ἀκτινοβολεῖ αὐτό τό βίωμα καί τό ζοῦνε κι ἄλλοι. «Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία καί οὐδέ εἷς τι τῶν ὑπαρχόντων αὐτῷ ἔλεγεν ἴδιον εἶναι, ἀλλ' ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά» (Πράξ. 4, 32). Οἱ Πράξεις ὁμιλοῦν γιά κοινοβιακή ζωή. Ἐδῶ εἶναι τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Τά πιό καλά λόγια γιά τήν πρώτη Ἐκκλησία ἐδῶ ὑπάρχουν»[22].
15)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος βλέπει σέ κάθε ἄνθρωπο τόν Χριστό καί τόν ταυτίζει μέ τόν ἑαυτό του. Θεωρεῖ τόν κάθε πλησίον του «σάρκα ἀπό τήν σάρκα του», διότι τόν ἀγαπᾶ σάν ἄλλον ἑαυτόν- κατά τό «ἀγαπήσεις τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν»[23]. Στό πρόσωπο τοῦ κάθε πλησίον ὁ χριστιανός βλέπει τόν ἑαυτό του. Ζεῖ τήν ἑνότητα μέ ὅλους γιαυτό καί δέν ξεχωρίζει τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους. Ὁ Γέροντας Πορφύριος προέτρεπε τά πνευματικά του παιδιά νά βιώνουν κάθε στιγμή τό μυστήριο «τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως»[24]. Ἔλεγε: «...Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι “σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας”. Μπορῶ ν΄ ἀδιαφορήσω γι΄αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἄν αὐτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ΄ αὐτή τήν ἑνότητα. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος»[25].
16) Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος θέλει ὅλον τόν κόσμο κοντά του γιά νά πᾶνε ὅλοι μαζί στόν Χριστό.Ὁ στόχος , ἡ λαχτάρα τοῦ ὑγιοῦς πνευματικά ἀνθρώπου, εἶναι ν' ἁγιάσει ὅλος ὁ κόσμος, νά γίνουν ὅλοι ἁγιοπνευματικοί ἄνθρωποι μέ ἁγιοπνευματική ζωή. «Ἡ λαχτάρα σας(δίδασκε ὁ π. Πορφύριος) πρέπει νά εἶναι πάνω σ' αὐτό, στό νά ἁγιάσει ὁ κόσμος, νά γίνουν ὅλοι τοῦ Χριστοῦ. Τότε μπαίνετε στήν Ἐκκλησία, ζεῖτε στή χαρά τοῦ Παραδείσου, στόν Θεό, γιατί ὅλο τό πλήρωμα τῆς Θεότητος κατοικεῖ στήν Ἐκκλησία»[26].  «Κύριε,» προσευχόταν καί ὁ σύγχρονος Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης: «δῶσε Σύ ὁ Ἴδιος, νά Σέ γνωρίσουν μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα· ὅπως ἔδωσες στούς Ἀποστόλους τό Ἅγιο Πνεῦμα καί Σέ γνώρισαν, δῶσε ἔτσι καί σ' ὅλο τόν κόσμο νά Σέ γνωρίση μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα»[27].
Ὁ ἀληθινός χριστιανός, τούς θέλει ὅλους κοντά του, πονάει γιά ὅλους, θυσιάζεται γιά ὅλους, ποθεῖ νά τούς δεῖ ὅλους ἁγίους.
17)Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι τελείως «ἄλλος», τελείως «ἀλλοῦ», τελείως διαφορετικός ἀπό τόν κοσμικό ἄνθρωπο, τόν ἐμπαθή. «Ὅταν ἔλθει ὁ Χριστός στήν ψυχή μας, ἔλεγε, ὁ π. Πορφύριος,  τότε ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζεῖ παντοῦ». Γράφει πνευματικό παιδί, τοῦ ἀληθινά θεραπευμένου Γέροντα: «Ὁ Χριστός... ἔκανε τόν σεβάσμιο Γέροντα «νά χαίρεται, νά πετάη, νά βλέπη ὅλα, νά βλέπη ὅλους, νά πονάη γιά ὅλους, νά θέλη ὅλους μαζί του, ὅλους κοντά στό Χριστό».«Ὁ Χριστός εἶναι ἄλλο πρᾶγμα» ἔλεγε ὁ Γέροντας. Καί πάλι: «Ὅταν ἔλθη ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο, ὅταν ἔλθη στήν ψυχή μας, ἡ ψυχή γίνεται ἀλλοιῶς. Ζῆ παντοῦ, ζῆ στ' ἄστρα, ζῆ στόν κόσμο τόν πνευματικό, ζῆ στό χάος, ζῆ στό σύμπαν...τοῦ μιλᾶνε μέ τό τηλέφωνο στή Νότιο Ἀφρική, στόν Ἰνδικό Ὠκεανό καί μιλάει μ' αὐτούς καί τούς λέει γιά τό σπίτι τους, γιά τά κορίτσια τους καί τούς λέει γιά τήν οἰκογένειά τους καί αὐτός εἶναι ἐδῶ». Αὐτό εἶναι τό θαυμαστό πού συνέβαινε στόν πατέρα Πορφύριο· ἐνῶ ἦταν ἐδῶ σωματικά, τήν ἴδια ὥρα βρισκόταν πνευματικά ἑκατοντάδες καί χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά καί ἐκεῖ ἔβλεπε καί περιέγραφε πρόσωπα καί καταστάσεις. Καί διερωτᾶται κανείς: Πῶς μποροῦσε νά συμβαίνη αὐτό; Νά βρίσκεται δηλαδή συγχρόνως καί ἐδῶ καί ἐκεῖ; Τήν ἀπάντηση δίνεις ὁ ὅσιος Γέροντας:«Τό θέμα εἶναι, ὥσπου νά ἔρθη ὁ Χριστός μέσα μας νά ζήση, τότε εἶσαι παντοῦ, σύν Χριστῷ»»[28].
18)Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἄνθρωπος, ζεῖ τήν ἀληθινή χαρά, πού εἶναι μία «ἐν Χριστῷ μέθη». Ἡ ἀληθινή χαρά, πού ἀναζητοῦν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, δέν εἶναι παρά στοιχεῖο τοῦ καρποῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Στό μέτρο, πού κανείς μετέχει τοῦ Θεοῦ, τῆς Θείας Χάρης (ἡ ὁποία στήν Ἁγία Γραφή λέγεται καί Ἅγιο Πνεῦμα), ἔχει καί τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δὲ καρπὸς τοῦ πνεύματός ἐστιν ἀγάπη͵ χαρά͵ εἰρήνη͵ μακροθυμία͵ χρηστότης͵ ἀγαθωσύνη͵ πίστις͵ πραότης͵ ἐγκράτεια»[29]. «Ἡ χαρά (ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Εἶναι μία χαρά, πού σέ κάνει ἄλλο ἄνθρωπο. Εἶναι μία πνευματική τρέλα, ἀλλά ἐν Χριστῷ. Σέ μεθάει σάν τό κρασί τό ἀνόθευτο, αὐτό τό κρασί τό πνευματικό. Ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ: «Ἐλίπανας ἐν ἐλαίῳ τήν κεφαλήν μου καί τό ποτήριόν σου μεθύσκον με ὡσεί κράτιστον» (Ψαλμ. 22, 5). Ὁ πνευματικός οἶνος εἶναι ἄκρατος, ἀνόθευτος, πολύ δυνατός κι ὅταν τόν πίνεις, σέ μεθάει. Αὐτή ἡ θεία μέθη εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ πού δίδεται στούς  «καθαρούς τῇ καρδίᾳ»[30] (Πρβλ. Ματθ. 5, 8).
19)Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἄνθρωπος τῆς νήψεως. Προσέχει συνεχῶς νά μήν χάσει τόν Χριστό.Ἡ διαφύλαξη τῆς πνευματικῆς ὑγείας συνίσταται, σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς ἁγίους Πατέρας, στήν συνεχή προσοχή, στήν ἀδιάλειπτη προσπάθεια νά μένει ὁ ἄνθρωπος μαζί μέ τόν Χριστό· δηλ. νά ἔχει ἐνεργό μέσα του τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν εἶναι «σκέτος», ἔλεγε ὁ Γέροντας, τότε κυριαρχεῖ ὁ πονηρός ἐπάνω του. «Μή δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ»[31] λέγει ἡ Γραφή. Δέν πρέπει νά δίνουμε δικαιώματα στόν πονηρό· οὔτε τόν παραμικρό κακό λογισμό δέν πρέπει νά ἀφήνουμε μέσα μας. Διότι αὐτά εἶναι τά «παράθυρα» τοῦ πονηροῦ, διά τῶν ὁποίων εἰσχωρεῖ μέσα μας. «Νά μή δίνομε στόν διάβολο δικαιώματα. Δηλαδή ἐγώ (ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) δέν ἀφήνω οὔτε μία σκέψη μνησικακίας μέσα μου οὔτε μία σκέψη ἐγωισμοῦ, μή βρεῖ παράθυρο ὁ σατανάς. Τό παράθυρο εἶναι τό δικαίωμα. Ὅταν ἀπομακρύνεσαι ἀπ' τόν Θεό, κινδυνεύεις, γιατί σέ βρίσκει «σκέτον» ὁ σατανάς καί κυριαρχεῖ ἐπάνω σου»[32].
20)Ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος «βλέπει» συνεχῶς πρός τόν Χριστό. Ὅλα τά προβλήματα καί οἱ πειρασμοί, ξεπερνιοῦνται μέ τό νά βλέπουμε συνεχῶς πρός τόν Χριστό μέ τήν ἀδιάλειπτη νήψη καί προσευχή. Τότε παραμένουμε ὑγιεῖς πνευματικά καί περπατᾶμε πᾶνω στά «κύματα». Δέν πρέπει νά κοιτάζουμε αὐτό, πού μᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζουμε πρός τό Φῶς, τόν Χριστό προσευχόμενοι· ὅπως τό παιδί κοιτάζει τή μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Πέτρος, ὅσο ἔβλεπε στόν Χριστό, περπατοῦσε πάνω στά κύματα. Ὅταν ὅμως, εἶδε πρός τά κύματα καί πρόσεξε τήν σφοδρότητα τοῦ ἀέρα, ἄρχισε νά καταποντίζεται. Συμβούλευε ὁ Γέροντας: «Ἡ ψυχή σας νά δίδεται στήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», γιά ὅλες σας τίς ἔγνοιες, γιά ὅλα καί γιά ὅλους. Μήν κοιτάζετε αὐτό πού σᾶς συμβαίνει, ἀλλά νά κοιτάζετε τό φῶς, τόν Χριστό, ὅπως τό παιδί κοιτάζει τήν μητέρα του, ὅταν κάτι τοῦ συμβεῖ. Ὅλα νά τά βλέπετε χωρίς ἄγχος, χωρίς στενοχώρια, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο. Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια, νά εἶναι ν' ἀτενίσετε πρός τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίδεσθε στή στενοχώρια, πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, θά δίδεσθε στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὅλα τά δυσάρεστα, πού μένουν μέσα στήν ψυχή σας καί φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νά γίνουν ἀφορμή γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Τότε ξενοιάζετε καί γίνεσθε ὄργανά Του. Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στόν Χριστό. «Ἐν παντί θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι» (Κορ. Β΄ 4,8), δέν λέει πάλι ὁ Ἀπόστολος Παῦλος;»[33].
21)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ζεῖ ἀπό ἐδῶ τόν Παράδεισο. Ἔχει κάνει σάν κύριο ἔργο τῆς ζωῆς του τήν ἐκζήτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Χριστοῦ. Ὁ θεραπευμένος πνευματικά ἐκπληρώνει κάθε στιγμή τό λόγο τοῦ Κυρίου: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ͵ καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν. Μὴ οὖν μεριμνήσητε εἰς τὴν αὔριον»[34]. Ἡ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ὁ Παράδεισος, εἶναι ὁ Χριστός, εἶναι ἡ Θεία Χάρις ἡ κεκρυμμένη ἐντός τῆς καρδίας μας, ἀπό τήν στιγμή πού βαπτιστήκαμε. Ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά Τήν ἀνακαλύψει, σύμφωνα μέ τήν παραβολή τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη, νά Τήν διαφυλάξει καί νά Τήν «ἀξιοποιήσει»· νά Τήν ἔχει ἐνεργό μέσα του , ὥστε Αὐτή, δηλ. τό Ἄκτιστο Θεῖο Φῶς νά τόν ζωογονεί , νά τόν φωτίζει καί νά τόν τρέφει. Ἔργο μας κύριο, εἶναι νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα σ' αὐτό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού τό πήραμε μέ τό Ἅγιο Βάπτισμα. Δέν εἶναι ἔργο τοῦ ἀνθρώπου, ἁπλῶς, νά ἐκτελεῖ κάποια τυπικά θρησκευτικά καθήκοντα. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Τί εἶναι ὁ Παράδεισος; Ὁ Χριστός εἶναι. Ἀπό δῶ ἀρχίζει ὁ Παράδεισος. Εἶναι ἀκριβῶς τό ἴδιο· ὅσοι ἐδῶ στή γῆ ζοῦν τόν Χριστό, ζοῦν τόν Παράδεισο...Ἔργο μας εἶναι νά προσπαθοῦμε νά βροῦμε ἕναν τρόπο νά μποῦμε μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ. Δέν εἶναι νά κάνει κανείς τά τυπικά. Ἡ οὐσία εἶναι νά εἴμαστε μαζί μέ τό Χριστό. Νά ξυπνήσει ἡ ψυχή καί ν' ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά γίνει ἁγία. Νά ἐπιδοθεῖ στό θεῖο ἔρωτα. Ἔτσι θά μᾶς ἀγαπήσει κι Ἐκεῖνος. Θά εἶναι τότε ἡ χαρά ἀναφαίρετη. Αὐτό θέλει πιό πολύ ὁ Χριστός, νά μᾶς γεμίζει ἀπό χαρά, διότι εἶναι ἡ πηγή τῆς χαρᾶς. Αὐτή ἡ χαρά εἶναι δῶρο τοῦ Χριστοῦ. Μέσα σ' αὐτή τή χαρά θά γνωρισομε τόν Χριστό. Δέν μποροῦμε νά Τόν γνωρίσομε, ἄν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Πῶς τό λέγει ὁ Δαβίδ; «Ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες· ἐάν μή Κύριος φυλάξῃ πόλιν, εἰς μάτην ἠγρύπνησεν ὁ φυλάσσων» (Ψαλμ. 126, 1)»[35].
22) Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι ἄνθρωπος τῆς λατρευτικῆς ζωῆς.Ἡ βίωση στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ γίνεται, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων, μέ τήν Θεία Λατρεία. Ἀρχίζει ἀπό αὐτήν, τήν ἐδῶ ζωή καί συνεχίζεται στήν αἰωνιότητα. Ἡ Θεία Λειτουργία μάλιστα, εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ στή γῆ. Διά τοῦτο καί ἀρχίζει μέ τό: «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ζοῦμε στόν Παράδεισο, ὅταν λατρεύομε τόν Θεό. «Μέ τή λατρεία τοῦ Θεοῦ(ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) ζεῖς στόν Παράδεισο. Ἅμα γνωρίσεις καί ἀγαπήσεις τόν Χριστό, ζεῖς στόν Παράδεισο. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Παράδεισος. Ὁ Παράδεισος ἀρχίζει ἀπό δῶ. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ ἐπί γῆς Παράδεισος, ὁμοιότατος μέ τόν ἐν οὐρανοῖς. Ὁ Παράδεισος, πού εἶναι στόν οὐρανό, ὁ ἴδιος εἶναι κι ἐδῶ στή γῆ. Ἐκεῖ ὅλες οἱ ψυχές εἶναι ἕνα, ὅπως ἡ Ἁγία Τριάδα εἶναι τρία πρόσωπα, ἀλλά εἶναι ἑνωμένα κι ἀποτελοῦν ἕνα...Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιά τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ' τή ζωή τῶν ἄλλων ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» (Πρβλ. Λουκ. 17, 21[36].
ΠΩΣ ΘΑ ΒΙΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Πρότυπο της δημιουργίας του είναι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Οποτε, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να αναπαυθή εάν δεν ανταποκριθή στις υψηλές προδιαγραφές με τις οποίες δημιουργήθηκε.
Ο Θεός που τον δημιούργησε του έπλασε το σώμα και του ενεφύσησε ψυχή. Έτσι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό όν, αφού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Όμως για να είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος θα πρέπη να λάβη και το Άγιον Πνεύμα. Όπως η ψυχή είναι η ζωή του σώματος έτσι και το Άγιον Πνεύμα είναι η ζωή της ψυχής. Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐνεργό μέσα στόν ἄνθρωπο τότε αὐτός βιώνει τήν ἀληθινή πνευματική ζωή
Η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εν Πνεύματι γίνεται μέσα στην Εκκλησία, όταν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μια ειδική μέθοδο που λέγεται ησυχαστική παράλληλα μέ τήν συμμετοχή του στά Ἅγια Μυστήρια. Πρόκειται για τον τρόπο εκείνο δια του οποίου ελευθερώνεται ο άνθρωπος από την τυραννία της λογικής και των λογισμών, αναπτύσσεται η νοερά ενέργεια, λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα και γίνεται κατά Χάρη θεούμενος. Η Παναγία μας αναζήτησε τον Θεό, γιατί γνώριζε ότι Αυτός την δημιούργησε και δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Αυτού. Πέρα από τον πόθο Της για την εύρεση του Θεού, συγχρόνως ακολούθησε και μια ειδική μέθοδο, που λέγεται ησυχαστική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύει ότι η είσοδος της Παναγίας στα άγια των αγίων δηλώνει την ιερά ησυχία, ήτοι την αποβολή όλων των ανθρωπίνων λογισμών, την απελευθέρωση του νοός από την φαντασία και την προσφορά της στον Θεό. Με την καθαρότητα αυτή, που εξασφαλίζει η νοερά προσευχή και η ιερά ησυχία βρήκε τον Θεό, εισήλθε στα άγια των αγίων της θεολογίας και της θεώσεως, συνέλαβε τον Χριστό, τον γέννησε, έγινε κέντρο του κόσμου και της Εκκλησίας και στην συνέχεια με την δύναμη του Χριστού και ως Μητέρα του Χριστού νίκησε και τον θάνατο.
Φθάνοντας ο άνθρωπος σε αυτήν την κατάσταση που μας υποδεικνύει η ζωή της Παναγίας μας, υπερβαίνει όλα τα κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα. Δεν τον απασχολούν τα θέματα της καθημερινότητος, παρά το ότι τα αντιμετωπίζει, γιατί ζη από την ζωή αυτήν την ανάστασή του. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει τον θάνατο, όπως το βλέπουμε στην ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως ένα πέρασμα από την βιολογική ζωή στην αληθινή ζωή, από τα πρόσκαιρα στα αληθινά, από την ξενιτεία στην πραγματική πατρίδα. Οι άγιοι βλέπουν τον θάνατο να έρχεται και χαίρονται, όπως χαίρεται ο ξενητεμένος επιστρέφοντας στην Πατρίδα, όπου θα συναντήση τους αγαπητούς του ανθρώπους. Πατρίδα είναι ο χαμένος Παράδεισος, όπου βρίσκονται όλοι οι προπάτορές μας.
Γιά νά βιώσουμε τήν πνευματική ζωή θά πρέπει νά καθαριστοῦμε. Θά πρέπει νά ἐνεργοποιήσουμε τό ἐν ὑμῖν Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη. Θά πρέπει δέ στή συνέχεια νά διαφυλάξουμε ἐνεργοποιημένη αὐτήν τήν Θεία Χάρη. Ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἄρχισε νά καίει μέσα μας θά πρέπει νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ. Τό πρῶτο στάδιο τῆς ἐνεργοποίησης εἶναι αὐτό πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὀνομάζουν κάθαρση. Ἡ Ἁγιοπνευματική ζωή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν πράξη καί τήν θεωρία. Ο άγιος Μάξιμος χωρίζει τα στάδια της πνευματικής ζωής σε τρία. Ι) Την «πρακτικήν φιλοσοφίαν» ή πράξιν ΙΙ) την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλώς θεωρίαν και ΙΙΙ) την «μυστικήν θεολογίαν» ή απλώς θεολογίαν. Η πρώτη καθαίρει τον άνθρωπον εκ των παθών και κοσμεί αυτόν δια των αρετών∙ η Δευτέρα φωτίζει τον νουν αυτού δια της αληθούς γνώσεως∙ και η τρίτη στεφανοί τον άνθρωπον δια της υψίστης μυστικής εμπειρίας, την οποίαν ο άγιος Πατήρ ονομάζει «έκστασιν». Τα τρία αυτά μέρη αποτελούν βασικούς σταθμούς επί της οδού της προσωπικής σωτηρίας του ανθρώπου»[32].
Πολλοί Πατέρες διακρίνουν την πνευματική ζωή στα τρία αυτά στάδια που είναι η μεν πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση της καρδιάς, η δε φυσική θεωρία ο φωτισμός του νου και η μυστική θεολογία η κοινωνία με τον Θεό δια της θεωρίας.
Σύμφωνα με άλλη διαίρεση που παρουσιάζεται στα πατερικά έργα, η πνευματική ζωή χωρίζεται στην πράξη και την θεωρία. Δεν πρόκειται για άλλη διαίρεση σαφώς αντίθετη από την προηγούμενη, αλλά για το ίδιο πράγμα. Γιατί η πράξη είναι η κάθαρση και η θεωρία είναι ο φωτισμός του νου και η κοινωνία με τον Θεό. Η πράξη πάντως προηγείται της θεωρίας (θέας) του Θεού. «Πράξις γαρ, θεωρίας πρόξενος»[33]. Αναλυτικότερα, πράξη είναι νηστεία του σώματος και αγρυπνία∙ του στόματος «ψαλμωδία και προσευχή και σιωπή λόγου τιμιωτέρα∙ και χειρών πράξις, το υπ’ εκείνων αγογγύστως γινόμενον»[34]. Και «θεωρία εστίν η θεωρία η πνευματική του νοός, το εκπλήττεσθαι, και κατανοείν εν πάσιν οις εγένοντο, και γενήσονται θεωρία εστίν η όρασις του νοός...»[35].
Βέβαια, κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δεν είναι ανεξάρτητη η θεωρία από την πράξη. «Ουκ εστιν ούτε πράξις ασφαλής θεωρίας εκτός, ούτε θεωρία αληθής πράξεως άνευ. Χρη γαρ και πράξιν ελλόγιμον είναι και θεωρίαν έμπρακτον...». Μάλιστα ο άγιος υπογραμμίζει ότι «επί μεν τω λογιωτέρων, η θεωρία προηγείται της πράξεως∙ επί δε των αγροικοτέρων της θεωρίας η πράξις». Αλλά και στις δυο περιπτώσεις το τέλος είναι χρηστό, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα που είναι η κάθαρση και η σωτηρία του ανθρώπου[36].
Όταν βέβαια λέμε κάθαρση της ψυχής εννοούμε κυρίως απαλλαγή από τα πάθη[37] και, για να εκφρασθούμε καλύτερα, εννοούμε την μεταμόρφωση των παθών. Πέρα από αυτό, κάθαρση είναι και η «εννοειδής συνέλιξις» του ανθρωπίνου είναι που καταλήγει στην έλλαμψη του νου. Είναι λοιπόν όχι μόνον αρνητική, αλλά και θετική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθαρής ψυχής είναι «λόγος άφθονος, ζήλος δε άκακος, έρως δε άπαυστος του Κυρίου της δόξης»[38]. Διαφορετικά αν ο λόγος μας έχη φθόνο, ο ζήλος μας κακία και ο έρως προς τον Θεό δεν είναι άπαυστος, σημαίνει πως η καρδιά δεν έχει ακόμη καθαρθή.
Ο νους είναι το κατ’ εικόνα. Αυτό το κατ’ εικόνα το μολύναμε με την αμαρτία και πρέπει τώρα να καθαρισθή. Γι’ αυτό συνιστά ο αββάς Δωρόθεος: «Ποιήσωμεν καθαράν την εικόνα ημών, καθώς και ελάβομεν αυτήν...»[39]. Απαιτείται μόχθος και αφόρητος πικρία έως ότου καθαρίσωμεν τον «φιλομάκελλον ημών κύνα νουν και φιλόβρωμον, φιλεπίσκοπόν τινα, και φίλαγνον»[40]. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον της κατ’ ενέργειαν αμαρτίας και πολεμά προς τους εμπαθείς λογισμούς, τότε ταπεινώνεται., συντρίβεται, αγωνίζεται «και δια της θλίψεως των αγώνων κατά μικρόν καθαίρεται και επανέρχεται εις το κατά φύσιν»[41].
Αλλά παρά την προσπάθεια του ανθρώπου, αν δεν κατέλθη το Πανάγιο Πνεύμα δεν μπορεί να καθαρισθή και να ζωοποιηθή ο νεκρός νους, γιατί «νουν καθαρίσαι μόνου του αγίου «Πνεύματος εστιν»[42].
Πάντως όταν με την συνέργεια της θείας Χάριτος και της ανθρωπίνης θελήσεως καθαρισθή ο νους, τότε ελλάμπτεται, αφού «ου κάθαρσις εκεί έλλαμψις»[43]. Και μετά την κάθαρση, όταν ο άνθρωπος φυλάττη τον νου του για να μη  μολυνθή από την αμαρτία, τότε ο νους είναι φωτίζων και φωτιζόμενος, γι’ αυτό και η φυλακή του νου μπορεί να ονομασθή «φωτοτόκος και αστραπητόκος και φωτοβόλος και πυρφόρος»[44].
Συνοπτικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η θεραπεία του ανθρώπου, δηλ. ἡ ἁγιοπνευματική ζωή, είναι στην πραγματικότητα η κάθαρση του νου, της καρδιάς, του κατ’ εικόνα, η επαναφορά του νου στο αρχέγονο και πρωτόκτιστο κάλλος και κάτι περισσότερο, η κοινωνία του με τον Θεό. Όταν γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, τότε λέμε ότι επετεύχθη η θεραπεία. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, οι θεραπευμένοι είναι οι άγιοι του Θεού.

Μέθοδος της θεραπείας – Θεραπευτική αγωγή

Ἡσυχαστική καί Μυστηριακή ζωή



Πως λοιπόν επιτυγχάνεται η θεραπεία της ψυχής;

ΓΕΝΙΚΑ 
Πρώτα πρῶτα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ορθή πίστη. Εμείς οι Ορθόδοξοι δίδουμε μεγάλη σημασία στην διαφύλαξη της πίστεως, ακριβώς γιατί γνωρίζουμε ότι, αλλοιωθείσης της πίστεως, αλλοιώνεται αυτόματα η θεραπεία. Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἡ μέθοδος τῆς θεραπείας μας, εἶναι ἰατρική. Και η ιατρική έχει υπ’ όψη της τον υγιή άνθρωπο, οπότε προσπαθεί με διάφορες μεθόδους θεραπευτικές να οδηγήση εκεί τον ασθενούντα. Θεολογία είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της υγείας της πνευματικής, αλλά και περί του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε οι ασθενείς για να θεραπευθούμε. Γι’ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην αλώβητη διαφύλαξη των δογμάτων, όχι μόνον γιατί φοβούμαστε τον κλονισμό μιας διδασκαλίας, αλλά γιατί χάνουμε την δυνατότητα της θεραπείας και επομένως της σωτηρίας.
Έπειτα για την θεραπεία της ψυχής είναι απαραίτητη η αίσθηση της ασθενείας. Όταν ένας άρρωστος δεν γνωρίζη την ασθένειά του, τότε δεν μπορεί να ανατρέξη στον ιατρό. Η αυτογνωσία είναι μια από τις πρώτες βαθμίδες θεραπείας. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι εκείνος που γνωρίζει την ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, αυτός «είληφε πείραν της θείας δυνάμεως» και με την δύναμη του Θεού τα μεν σπεύδει να επιτύχη τα δε κατόρθωσε[46]. Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, περιγράφοντας την μεγάλη αξία της νυκτερινής προσευχής, λέγει ότι η ηθική πράξη κατορθούται όταν ο άνθρωπος μελετά τα έργα της ημέρας, όταν μελετά τα ολισθήματα που έγιναν «εις την σύγχυσιν της ημέρας», «ίνα τις λάβη αίσθησιν δια της ησυχίας της νυκτός και δυνηθή πενθείν, εφ’ οις ήμαρτε»[47]. Μόνον όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας μπορούμε να πενθήσουμε γι’ αυτόν.
Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς σήμερα αγνοούν την πνευματική τους κατάσταση. Είμαστε «νεκροί τοις παραπτώμασιν και όχι μόνον δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά και έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε πεπληρωμένοι των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, κοσμούμενοι υπό των αρετών. Δυστυχώς αυτή η αυτάρκεια που μας μαστίζει καταστρέφει το έργο της σωτηρίας. Πως μπορεί να μιλήση ο Χριστός σε έναν άνθρωπο που δικαιώνει τον εαυτό του; Δυστυχώς μοιάζουμε με τους Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου που δεν αισθάνονταν ανάγκη ιατρού. Πως μπορεί να αναπτυχθή το μεγάλο χάρισμα της μετανοίας και του πένθους σε μια καρδιά που δεν αισθάνεται την ερήμωσή της; Οπότε δεν μπορεί να αναπτυχθή εσωτερική ζωή.
Μαζί με την αίσθηση της ασθενείας, πρέπει να συνδέεται και η «οικεία κατάγνωσις», δηλαδή το μεγάλο χάρισμα της αυτομεμψίας. Αυτή δείχνει την υπάρχουσα στην ψυχή ταπείνωση, αφού «αυτομεμψία σύνεστιν αεί τη ταπεινώσει της ψυχής»[48]. Αυτή η αυτομεμψία είναι βάρος νοητόν το οποίον τεθέν στην ψυχή «συντρίβει και πιέζει και τον οίνον εκθλίβει τον σωτήριον, τον ευφραίνοντα καρδίαν ανθρώπου τουτέστιν τον εντός ημών άνθρωπον. Οίνος δε τοιούτος εστιν η κατάνυξις». Η αυτομεμψία με το πένθος που την χαρακτηρίζει συνεκθλίβει τα πάθη και γεμίζει την ψυχή από την μακαριστή χαρά[49]. Γι’ αυτό οφείλουμε διαρκώς να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να τον κατακρίνουμε «ίνα δια της εκουσίου ευτελείας τας ακουσίους απορρίψωμεν αμαρτίας»[50].
Αλλά δεν αρκεί μόνον η αίσθηση της ασθενείας. Απαιτείται οπωσδήποτε και θεραπευτής ιατρός. Και αυτός ο θεραπευτής είναι ο ιερεύς, ο πνευματικός πατέρας. Πρώτα αυτός θεραπεύτηκε από τις δικές τους ασθένειες ή τουλάχιστον αγωνίζεται να θεραπευθή και έπειτα θεραπεύει και τα πνευματικά του παιδιά. Ο πνευματικός πατέρας πρέπει να είναι θεολόγος και αντιστρόφως. Γιατί στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ο λόγος «ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. δ’, 23). Εκείνος που πέρασε μέσα από τις μεθοδείες του διαβόλου μπορεί να καθοδηγήση σωστά τα πνευματικά του παιδιά. Εκείνος που γνώρισε τον μεγάλο θησαυρό, που λέγεται υγεία πνευματική, μπορεί να βοηθήση τους άλλους να θεραπευθούν. Όποιος βρήκε τον νου του μπορεί να βοηθήση και άλλους να τον βρουν. «Ιατρός εστί νους ο εαυτόν ιασάμενος∙ και εξ ων ιάθη, τους άλλους ιώμενος»[51].
Πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί θεωρούν τους ιερείς ως λειτουργούς του Υψίστου και εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που τους βοηθούν σε διάφορες γραφειοκρατικές εργασίες, τελούν τα διάφορα Μυστήρια όποτε το χρειασθούν ή τελούν την θεία Λειτουργία, και μπορούν έτσι αυτοί να ...ικανοποιούν την ψυχική τους ανάγκη ή να ...εκπληρώνουν ένα παραδοσιακό καθήκον. Τους θεωρούν ως μάγους που κάνουν μαγικά! Γνωρίζουμε όμως ότι η Χάρη του Θεού δεν μεταδίδεται μαγικά ή μηχανικά, αλλά μυστηριακά. Βέβαια και ο ανάξιος ιερεύς τελεί Μυστήριο, αλλά δεν μπορεί να θεραπεύση. Οι περισσότεροι Χριστιανοί αρκούνται σε μια τυπική εξομολόγηση ή τυπική παρακολούθηση της θείας Λειτουργίας ή ακόμη σε μια τυπική μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων και τίποτε περισσότερο. Δεν προχωρούν στην θεραπεία της ψυχής. Όμως οι ιερείς, οι πνευματικοί πατέρες, δεν τελούν μόνο τα Μυστήρια, αλλά θεραπεύουν τους ανθρώπους. Γνωρίζουν ασφαλώς και υποδεικνύουν στα πνευματικά τους παιδιά τον τρόπο της θεραπείας από τα πάθη. Τους φανερώνουν πως μπορούν να απαλλαγούν από την αιχμαλωσία, πως ο νους τους θα απαλλαγή από την δουλεία.
Έτσι θεωρούν την πνευματική πατρότητα οι άγιοι Πατέρες. Ο ποιμήν είναι και ιατρός. «Ιατρός εστιν ο το σώμα και την ψυχήν κεκτημένος άνοσον, μηδεμιάς εμπλάστρου δεόμενος επ’ αυτοίς»[52]. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικός ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στο σημείο του τι πρέπει να κάνη ο ιερεύς για να θεραπεύση. Το παραθέτω εν μεταφράσει.
«Απόκτησε και συ, ω θαυμάσιε, έμπλαστρα, ιατρικά υγρά, ξυράφια, κολλύρια, σπόγγους, φλεβότομα, θερμοκαυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρι, επιδέσμους και αυτό που λέγεται «αναυσία», (δηλαδή το να μη σε πιάνη ναυτία και αηδία από την δυσωδία των πληγών). Αν δεν τα διαθέτωμε αυτά, πως θα ασκήσωμε την επιστήμη μας; Δεν υπάρχει τρόπος. Διότι όχι με λόγια, αλλά με έμπρακτη  επέμβαση (ωφελούν) οι ιατροί (τους ασθενείς και) παίρνουν την αμοιβή τους.
Έμπλαστρο είναι η θεραπεία των παθών που φαίνονται εξωτερικά, δηλαδή των σωματικών. Ιατρικό υγρό είναι η θεραπεία των εσωτερικών παθών και το άδειασμα της εσωτερικής ακαθαρσίας που δεν φαίνεται. Ξυράφι είναι ο εξευτελισμός που δαγκώνει, αλλά καθαρίζει την σαπίλα της οιήσεως.
Κολλύριο είναι το καθάρισμα του ψυχικού οφθαλμού, ο οποίος εθολώθηκε και εταράχθηκε από τον θυμό.
Κολλύριο είναι η επίπληξις που πικραίνει, αλλά ύστερα από ολίγο θεραπεύει.
Φλεβότομο είναι το σύντομο άδειασμα κρυμμένης ακαθαρσίας και δυσωδίας.
Φλεβότομο είναι κυρίως έντονη και απότομη επέμβασις προς σωτηρίαν των ασθενών.
Σπόγγος είναι η μετά την φλεβοτομία και την εγχείρηση θεραπεία και το δρόσισμα του ασθενούς με τα γλυκά και ήπια και απαλά λόγια του ιατρού. Θερμοκαυτήρ είναι ο κανών και το επιτίμιο που δίνεται με αγάπη για ωρισμένο χρόνο στον αμαρτήσαντα για μετάνοιά του. Αλοιφή είναι η μετά τον καυτηριασμό ανακούφισις που προσφέρεται στον ασθενή με κάποιο λόγο ή με άλλη μικρή παρηγορία.
Υπνωτικό είναι το να σηκώσωμε το φορτίο του υποτακτικού και με την υποταγή να του χαρίσωμε ανάπαυση και ύπνο άϋπνο και αγία τύφλωση, ώστε να μη βλέπη τα καλά που έχει. Επίδεσμος είναι το να στερεώνης μέχρι θανάτου και να δένης σφικτά με την υπομονή τους παραλελυμένους και αποχαυνωμένους από την κενοδοξία.
Και τελευταία απ’ όλα, μαχαίρι είναι το μέτρο και η απόφασις για την αποκοπή ενός σώματος που ενεκρώθηκε ψυχικά και ενός μέλους που εσάπησε, ώστε να μη μεταδώση και στους υπολοίπους την ιδική  του βλάβη.
Μακαρία και αξιέπαινη για τους ιατρούς η «αναυσία» και για τους Ηγουμένους η απάθεια. Διότι οι μεν πρώτοι, εφ’ όσον δεν αισθάνονται ναυτία και αηδία, χωρίς  κόπο θα επιχειρήσουν την θεραπεία κάθε δυσωδίας. Και οι δεύτεροι πάλι κάθε νεκρωμένη ψυχή θα μπορέσουν να την αναστήσουν»[53].
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει: «Όπως είναι ανόητον να λέγεται ότι ιατρός είναι κάποιος που δεν θεραπεύει και δεν γνωρίζει να θεραπεύη, έτσι είναι παράλογον να θεωρείται θεολόγος ένας, που δεν είναι εις την κατάστασιν τουλάχιστον φωτισμού, που δεν γνωρίζει τι είναι φωτισμός και θέωσις, και που δεν γνωρίζει πως φθάνει κανείς εις αυτά και επομένως δεν θεραπεύει»[54].
Επίσης γράφει ο ίδιος: «Υποτίθεται ότι οι κατ’ εξοχήν θεραπευταί, που οδηγούν τους αρρώστους εις τα θεραπευτικά αυτά στάδια είναι οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι εκ των οποίων οι πρώτοι επεκράτησε να προέρχωνται από τον μοναχισμόν. Αλλά σήμερον, μετά από ενάμισυ αιώνα καταστροφικής νεοελληνικής προπαγάνδας εναντίον του ησυχασμού, τέτοιοι κληρικοί σπανίζουν. Οι ησυχασταί δε μοναχοί είναι ολίγοι. Ο κλήρος, όπως τον περιγράφει ο Διονύσιοςο Αεροπαγίτης, έχει σχεδόν αφανισθή»[55].
Ο θεραπευτής ιερεύς συνιστά στα πνευματικά του παιδιά και μια ορθόδοξη μέθοδο, που είναι η μέθοδος της ορθοδόξου ευσεβείας. Θα διαγράψουμε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτήν την μέθοδο που πρέπει να ακολουθήση ο άρρωστος με την καθοδήγηση του πνευματικού του πατρός για να φθάση στην ίασή του την πνευματική. Θά φθάσει ἔτσι στήν βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ θεραπευτική μέθοδος συνίσταται στήν ἄσκηση(ἡσυχαστική ζωή) καί στήν μυστηριακή ζωή. Αὐτοί εἶναι οἱ δύο βασικοί ἄξονές της.
Κυρίως θά ἐπιμείνουμε στήν ἄσκηση διότι εἶναι κάτι πού παραθεωρεῖται σήμερα ἐν πολλοῖς. «Άσκησις επιτεταμένη δι’ εγκρατείας και αγάπης, δι’ υπομονής και ησυχίας, αναιρεί τα εγκείμενα»[56]. Ο Ἅγιος Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, φανερώει τό περιεχόμενο τῆς ἄσκησης. Ο άνθρωπος έχει πέντε αισθήσεις γι’ αυτό και οι ασκήσεις είναι πέντε, η αγρυπνία, η μελέτη, η ευχή, η εγκράτεια και η ησυχία. Ο ασκούμενος θα πρέπη να επισυνάψη τις αισθήσεις με τις πέντε αυτές ασκήσεις. Δηλαδή την όραση με την αγρυπνία, την ακοή με την μελέτη, την όσφρηση με την ευχή, την γεύση με την εγκράτεια και την αφή με την ησυχία. Όταν επιτύχη αυτήν την σύναψη τότε «ταχέως καθαίρει τον νουν της ιδίας ψυχής και, λεπτύνας δια τούτων αυτόν, απαθή και διορατικόν αυτόν απεργάζεται»[57].
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι άσκηση είναι η εφαρμογή του νόμου του Θεού, η τήρηση των εντολών του Θεού. Η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να υποταγή η θέληση του ανθρώπου στην θέληση του Θεού και να αλλοιωθή από αυτήν, αυτό λέγεται άσκηση. Και γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας ότι όλο το Ευαγγέλιο είναι «εντάλματα σωτηρίας». Ό,τι υπάρχει μέσα στην Γραφή είναι εντολή του Θεού που πρέπει να τηρηθή από τους ανθρώπους που επιδιώκουν την σωτηρίαν τους. Στους μακαρισμούς (Ματθ. ε’, 1-12) φαίνεται αυτό καθαρά.
Το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» είναι εντολή του Κυρίου για να ζήσουμε την πτωχεία μας την πνευματική, δηλαδή να βιώσουμε την αθλιότητά μας. Το «μακάριοι οι πενθούντες» είναι εντολή του Κυρίου να κλαίμε για τα πάθη που έχουμε μέσα μας, για την ερήμωση μας. Το μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» είναι εντολή του Κυρίου για να πεινούμε και να διψούμε για την κοινωνία με τον Θεό. Το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» είναι εντολή του Χριστού για να καθαρίσουμε την καρδιά. Όταν λέγη «μακάριοι» είναι σαν να λέγη γίνετε πτωχοί, πενθούντες, διψώντες την δικαιοσύνην κ.λ.π.
Έτσι εντολή του Χριστού είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η τέλεση της θείας Λειτουργίας, η νήψη, δηλαδή η προσοχή του νοός, η καθαρότης της καρδίας κ.λ.π. «Ο νόμος άγιος και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. Ζ’, 12). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, υπογραμμίζει στους Χριστιανούς: «Και εν τούτω γινώσκομεν ότι εγνώκαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού τηρώμεν, ο λέγων, έγνωκα αυτόν, και τα εντολάς αυτού μη τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ έστιν∙ ος δ’ αν τηρή αυτού τον λόγον, αληθώς εν τούτω η αγάπη του Θεού τετελείωται, εν τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ εσμεν» (Α’ Ιω. β’, 3-5). Ο ίδιος Ευαγγελιστής υπογραμμίζει αυθεντικά: «αύτη γαρ εστιν η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν» (Α’ Ιω. ε’, 3).
«Ούτος εστι της καθ’ ημάς ιεραρχίας σκοπός, η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις. Ταύτης δε, ως τα θεία διδάσκει λόγια, ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις μόνως τευξόμεθα», κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη[58]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι την γνώση των όντων την φέρει η εργασία των αρετών. Και ερωτώντας ποιο είναι το τέλος της εργασίας των αρετών γράφει: «η προς Θεόν ένωσίς τε και αφομοίωσις»[59]. Η εργασία των αρετών συνδέεται με την εργασία των εντολών. Ακόμη ο ησυχαστής άγιος αναφέρει ότι η αγάπη προς τον Θεό «προσγίνεται δια μόνης της των θείων εντολών  ιεράς εργασίας»[60].
Στην συνέχεια θα ήθελα να αναφέρω μερικούς λόγους Πατέρων που παρουσιάζουν την αξία των εντολών του Θεού.
Ο σκοπός των εντολών του Σωτήρος βρίσκεται στο να ελευθερωθή ο νους από την ακρασία και το μίσος[61].
Οι εντολές του Θεού «υπέρ πάντας τους θησαυρούς του κόσμου». Εκείνος που τις αποκτά «εντός αυτού ευρίσκει τον Θεόν»[62].
«Τήρησις εντολών Θεού τίκτει απάθειαν. Απάθεια δε ψυχής συντηρεί γνώσιν»[63].
Η υπακοή στην εντολή του Θεού «νεκρών εστιν ανάστασις»[64].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, περιγράφοντας τους δυο βασικούς τρόπους δια των οποίων ευρίσκεται η ενέργεια του Πνεύματος, την οποία λάβαμε μυστικώς κατά το άγιο Βάπτισμα, θεωρεί την εργασία των εντολών ως έναν εξ αυτών. «Και καθόσον τας εντολάς ενεργούμεν κατά τοσούτον εμφανέστερον εκλάμπει ημίν τας οικείας μαρμαρυγάς»[65].
Όλα αυτά φανερώνουν το απαραίτητο της ασκήσεως για την θεραπεία και ανάσταση της ψυχής και αυτή η άσκηση, όπως αναφέραμε, είναι πρωτίστως η τήρηση των εντολών του Σωτήρος Χριστού.
Οι βασικές εντολές που απεργάζονται την ίασή μας την πνευματική, όπως λέμε και στα τροπάρια που ψάλλουμε στην Εκκλησία, είναι «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή».
Εάν η ελεημοσύνη θεραπεύη το θυμικό μέρος της ψυχής και η προσευχή τον νου καθαίρη, η νηστεία την επιθυμία[66] και έτσι όλη η ψυχή προσφέρεται θεραπευμένη στον Θεό. Επίσης η νηστεία ταπεινώνει και αυτό το σώμα, «η ένδεια του άρτου, τήκει το σώμα του μοναχού»[67]. Η υπερβολική όμως νηστεία όχι μόνον ατονεί το σώμα, αλλά στυγνόν και «αφιλόλογον το θεωρητικόν της ψυχής αποτελεί μέρος»[68].
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης μιλώντας για την νηστεία λέγει χαρακτηριστικά: «Νηστεία εστί, βία φύσεως, και περιτομή ηδύτητος λάρυγγος∙ πυρώσεως εκτομή∙ πονηρών εννοιών εκκοπή∙ ενυπνιασμών ελευθερία∙ προσευχής καραθότης∙ ψυχής φωστήρ∙ νοός φυλακή∙ πωρώσεως λύσις∙ κατανύξεως θύρα∙ στεναγμός ταπεινός∙ συντριμμός ιλαρός∙ πολυλογίας αργία∙ ησυχίας αφορμή∙ υπακοής φύλαξ∙ ύπνου κουφισμός∙ υγεία σώματος∙ απαθείας πρόξενος∙ αμαρτημάτων άφεσις∙ Παραδείσου θύρα και τρυφή»[69].
Όλα αυτά που αναφέρει ο της Κλίμακος άγιος αφ’ενός μεν δείχνουν την έκταση της νηστείας και αφ’ ετέρου φανερώνουν τους καρπούς που φέρει στην αγωνιζόμενη ψυχή. Γι’ αυτό και όλοι οι άγιοι αγάπησαν την νηστεία. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθή ότι όταν ένας άνθρωπος αρχίση να μετανοή, μόνος του αρχίζει και να νηστεύη, πράγμα που δείχνει ότι η νηστεία συμπορεύεται με την προσευχή και την μετάνοια.
Βέβαια η νηστεία είναι μέσο και όχι σκοπός, είναι «εργαλείον ώσπερ εις σωφροσύνην ρυθμίζον τους θέλοντας»[70], αλλά χωρίς αυτήν είναι σχεδόν αδύνατον να νικήση τα πάθη και να φθάση στην απάθεια. Γι’ αυτό ο της Κλίμακος άγιος είναι σαφής. Όπως οι Εβραίοι ελευθερώθηκαν από τον Φαραώ και βίωσαν το Πάσχα, αφού έφαγαν πικρίδες και άζυμα, έτσι και εμείς θα ελευθερωθούμε από τον νοητό Φαραώ με την νηστεία και την ταπείνωση: «Μη πλανώ∙ ου μη του Φαραώ ελευθερωθήση, ουδέ το άνω Πάσχα θεάση, αν μη πικρίδας και άζυμα φάγης διαπαντός∙ πικρίδες εισίν, η της νηστείας βία και κακοπάθεια∙ άζυμα δε, το μη φυσώμενον φρόνημα»[71].
Είναι απαραίτητο να τηρούμε τις νηστείες που έχει καθορίσει η Εκκλησία και να αγωνιζόμαστε να μη ικανοποιούμε στο έπακρο τις απαιτήσεις της σαρκός.
Εκτός από την νηστεία άλλο μέσο θεραπείας είναι η αγρυπνία. Με την αγρυπνία, που είναι και αυτή μια ασκητική μέθοδος θεραπείας, καθαρίζεται ο άνθρωπος και θεραπεύεται από τα πάθη. Ο Κύριος μας δίδαξε τον τύπο της προσευχής κατά την νύκτα. Ο Ίδιος περνούσε ολόκληρες νύκτες στο όρος. «Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι, οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’, 23).
Οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν στην ζωή τους την ευεργετική επίδραση της αγρυπνίας. Ο άγιος Ισαάκ στα ασκητικά του γράφει ότι «μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον. Τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον». Η ψυχή που κοπιάζει και διαπρέπει στις αγρυπνίες «οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν»[72].
Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης παρουσιάζει με όλη την διακρίνουσα αυτόν λεπτότητα τον τύπο του άγρυπνου μοναχού και τις ωφέλειες της αγρυπνίας: «Άγρυπνον όμμα, ήγνισε νουν∙ πλήθος δε ύπνου, επώρωσε ψυχήν. Άγρυπνος μοναχός, πορνείας εχθρός∙ ο δε υπνώδης, ταύτη σύζυγος. Αγρυπνία, πυρώσεως θραύσις∙ ενυπνιασμών λύτρωσις∙ κάθυγρος οφθαλμός∙ ηπαλυμμένη καρδία∙ λογισμών φυλακή∙ βρωμάτων χωνευτήριον∙ παθών δαμαστήριον∙ γλώττης κολαστήριον∙ φαντασιών φυγαδευτήριον. Μοναχός άγρυπνος, αλιευτής λογισμών, εν γαλήνη νυκτός ευχερώς τούτους κατανοείν και αγριεύειν δυνάμενος»[73].
Μαζί με την αγρυπνία συμβαδίζει και η προσευχή. Αυτή είναι η κατ’ εξοχήν μέθοδος που θεραπεύει της ψυχής τα νοσήματα. Γιατί δια της προσευχής έρχεται πολλή Χάρη στην ψυχή του ανθρώπου. Αλλά για την νοερά προσευχή και την μέθοδο που χρησιμοποιούμε για την ελευθερία του νου και την θεωρία του Θεού θα αναφερθούμε στο κεφάλαιο «Η ησυχία ως μέθοδος θεραπείας». Και αυτό γιατί το θεωρούμε σπουδαιότατο μέσο για την σωτηρία του ανθρώπου.
Επίσης υπάρχουν και άλλα θεραπευτικά μέσα για την ίαση κάθε πάθους της ψυχής. Αλλά γι’ αυτά θα αναφερθούμε διεξοδικά σε ένα από τα επόμενα κεφάλαια, με τίτλο «Ορθόδοξη παθολογία».
Ίσως παρατηρηθή ότι όλα αυτά τα θεραπευτικά μέσα, που είναι κολλύρια τα οποία θεραπεύουν τον οφθαλμό της καρδίας, (βλ. Αποκ. γ’, 18) μπορούν να βιωθούν μόνον από τους μοναχούς. Αυτό δεν είναι απολύτως σωστό. Όλοι μπορούμε, ακόμη και εμείς που ζούμε στον κόσμο, να ζήσουμε τις εντολές του Χριστού. Η προσευχή, η μετάνοια, το πένθος, η κατάνυξη, η νηστεία, η αγρυπνία κ.λ.π. είναι εντολές του Χριστού που, σημαίνει ότι όλοι μπορούν να τις ζήσουν. Δεν είπε ο Χριστός πράγματα που είναι αδύνατα για τον άνθρωπο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την καθαρότητα της καρδιάς, τονίζει ότι «δυνατόν μεν ουν και τοις εν συζυγία ζώσι, της σκολίας»[74]. Όλοι πάντως μπορούν να αναπτύξουν αυτήν την ευαγγελική ζωή με ανάλογη προσαρμογή.
Άλλωστε, εφ’ όσον υπάρχει επίσκοπος και θεία Λειτουργία σημαίνει ότι είναι δυνατή η σωτηρία. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί η Εκκλησία; Επίσης για τον κάθε άνθρωπο είναι ανάλογη η προσαρμογή των εντολών του Χριστού. Στην πατερική γραμματεία έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Οι Πατέρες, που έχουν οι ίδιοι θεραπευθή, έχουν αποκτήσει το χάρισμα της διακρίσεως και συμβουλεύουν τον κάθε άνθρωπο να βρη τον δρόμο του, που είναι ουσιαστικά δρόμος της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι χαρακτηριστικός πάνω στο σημείο αυτό. Αναφέρει ότι είδε έναν ανόητο ιατρό ο οποίος εξουδένωσε ένα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο άρρωστο και του προξένησε απόγνωση. Και συγχρόνως είδε άλλον «ευφυή» ιατρό πνευματικό να χειρουργή με εξουδενώσεις «πεφυσιωμένην καρδίαν» και να της αδειάζη όλη την δυσωδία. Επίσης αναφέρει ότι είδε τον ίδιο άρρωστο άλλοτε να θεραπεύη έναν ρύπο με το φάρμακο της υπακοής και άλλοτε να θεραπεύη «τον οφθαλμόν της ψυχής νοσούντα» με την ησυχία και την σιωπή[75]. Φαίνεται εδώ καθαρά ότι ο ίδιος ασθενής χρειάζεται άλλοτε υπακοή και άλλοτε ησυχία και σιωπή. Τα κατάλληλα φάρμακα πρέπει να δίδωνται στον κατάλληλο καιρό.
Διακριτικός πνευματικός ο ίδιος άγιος αποφθέγγεται ότι το φάρμακο ενός ανθρώπου μπορεί να είναι δηλητήριο για κάποιον άλλον. Ακόμη, το ίδιο παρασκεύασμα για τον ίδιο ασθενή άλλοτε είναι φάρμακο και άλλοτε δηλητήριο. «Έστιν ότε το ετέρου φάρμακον, ετέρω δηλητήριον γίνεται∙ έστι δ’ ότε και το αυτό τω αυτώ, κατά μεν  τον οικείον καιρόν προσφερόμενον, φάρμακον γίνεται∙ εν ου καιρώ δε πάλιν, δηλητήριον καθίσταται»[76].
Γι’ αυτό τονίζουμε και πάλι ότι χρειάζεται απαραίτητα διακριτικός ορθόδοξος θεραπευτής (ιατρός – πνευματικός) για να κάνη την προσαρμογή του φαρμάκου και να δίδη την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.
Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικούς λόγους αγίων Γερόντων από το Γεροντικό στους οποίους φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει ποικιλία ασκήσεως και μεγάλη δυνατότης προσαρμογής.
Κάποιος ρώτησε τον άγιο Αντώνιο «τι φυλάξας τω Θεώ ευαρεστήσω;» Και ο Γέροντας απήντησε. Όπου απέλθης να έχης προ των οφθαλμών σου τον Θεό, ό,τι πράττεις και λέγεις να έχης την μαρτυρία από τις Γραφές και σε όποιο τόπο καθήσης να μη μετακινηθής γρήγορα. Φύλαξε αυτά τα τρία και σώζεσαι[77].
Κάποιος άλλος Πατήρ ρώτησε τον αββά Νισθερώον «ποίον καλόν έργον εστί, ίνα ποιήσω;» και απήντησε «ουκ εισί πάσαι αι εργασίαι ίσαι; Η γραφή λέγει ότι Αβραάμ φιλόξενος ην και ο Θεός ην μετ’ αυτού∙ και Ηλίας ηγάπα την ησυχίαν και ο Θεός ην μετ’ αυτού∙ και Δαυΐδ ταπεινός ην και ο Θεός ην μετ’ αυτού∙ ο ουν θεωρείς την ψυχήν σου θέλουσαν κατά Θεόν, τούτο ποίησον και φύλαξον την καρδίαν σου»[78].
Ο Ιωσήφ ο Θηβαίος λέγει «ότι τρία πράγματά εστιν έντιμα ενώπιον Κυρίου». Το πρώτο, όταν κανείς είναι άρρωστος και δέχεται με ευχαριστία την ασθένεια, το δεύτερο, όταν κάνη τα έργα του καθαρά ενώπιον του Κυρίου και το τρίτο, όταν υποτάσσεται σε πνευματικό πατέρα και αποτάσσεται όλα τα θελήματά του. Ο τελευταίος έχει ένα στεφάνι περισσότερο. Και στην συνέχεια τονίζει: «εγώ δε την ασθένειαν ηρησάμην»[79].
Επίσης ο αββάς Ποιμήν είπε ότι, εάν βρίσκωνται τρεις άνθρωποι στο ίδιο μέρος και ο ένας ησυχάζει καλώς, ο άλλος, όντας ασθενής, ευχαριστεί τον Θεό και ο τρίτος υπηρετεί με καθαρό λογισμό, «οι τρεις μιας εργασίας εισίν»[80]
Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι κοινός είναι ο αγώνας των ανθρώπων, αλλά διαφορετικός είναι ο τρόπος του αγώνος. Όλοι πρέπει να τηρούν τον λόγο του Θεού, τις εντολές του Θεού, όλοι πρέπει να φροντίζουν για την καθαρότητα της καρδιάς, οπουδήποτε και αν εργάζωνται. Υπάρχει ωστόσο ποικιλία προσαρμογής την οποία ελέγχει ο πνευματικός πατέρας.
Βέβαια μπορεί να θεωρηθή έλλειψη το ότι στην θεραπευτική αγωγή δεν εντάσσουμε και την Θεία Ευχαριστία. Αλλά πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε δεόντως ότι θεωρούμε την θεία Ευχαριστία, την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, απαραίτητη για τον άνθρωπο. Ο Κύριος τόνισε επιγραμματικά «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. στ’, 53). Αλλά είναι γνωστό ότι της θείας Κοινωνίας προηγείται κάθαρση και προετοιμασία. Αν δεν προηγηθή αυτή η θεραπεία περί της οποίας γίνεται λόγος εδώ, τότε η λήψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού γίνεται «εις κρίμα και εις κατάκριμα». Δεν μπορεί να νοηθή εκκλησιολογία και εσχατολογία χωρίς την θεραπευτική αγωγή. Έτσι δεν υποβαθμίζουμε την θεία Ευχαριστία, αλλά ακριβώς, τονίζοντας την αξία της ασκήσεως και της θεραπείας, εξαίρουμε το μεγάλο δώρο της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε ο σκοπός των γραφομένων είναι κυρίως να φανερωθή ο ακριβής δρόμος που καταλήγει στο Θυσιαστήριο, ώστε η θεία Κοινωνία να γίνη φως και ζωή.
Με τα λίγα αυτά νομίζω φάνηκε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη. Θεραπεύει τον άρρωστο άνθρωπο. Και αυτή η ασθένεια συγκεκριμενοποιείται στον νου. Η Εκκλησία με την διδασκαλία της, την λατρεία, την άσκηση, τα Μυστήρια, ελευθερώνει τον νου και τον καθιστά ναό του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η θεραπευτική αγωγή εφαρμόσθηκε και επιβεβαιώθηκε από όλους τους αγίους. Είναι η μόνη που οδηγεί στον Θεό. Νομίζω ότι η απώλεια της Παραδόσεως φαίνεται κυρίως στην απώλεια της θεραπευτικής μεθόδου και στην απώλεια πραγματικών θεραπευτών. Η επάνοδος στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι ουσιαστικά επάνοδος στις δύο αυτές βάσεις. Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τήν Θεία Χάρη καί πετυχαίνει νά γίνει πνευματικός ἄνθρωπος, νά βιώσει τήν ἁγιοπνευματική ζωή. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού ποιεῖ τά πάντα ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ συνεχής ἐλεύθερη καί ἀγαπητική συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ συγκατάθεση ἐκφράζεται μέ αὐτά πού κάνουμε ἐμεῖς καί τά ὁρίζουμε ὡς προϋποθέσεις καθώς καί μέσα ἀπόκτησης, συντήρησης καί διαφύλαξης τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτά εἶναι: ἡ ἄσκηση, ἡ ἡσυχαστική ζωή (ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡσυχία, σιωπή,κ.λ.π.), ὁ πνευματικός ὁδηγός, ἡ τακτική ἐξομολόγηση καί ἡ συχνή Θ. Κοινωνία. Ὅλα αὐτά βεβαίως ἀπαιτοῦν τήν συνεργία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Πιό ἀναλυτικά:

ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ-ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ:
1)ΣΥΝΕΧΗΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ «ΖΗΤΕΙΤΕ ΠΡΩΤΟΝ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΑΥΤΟΥ».
2)ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
3)ΜΥΣΤΙΚΗ ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
4)ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ, ΑΣΚΗΣΗ, ΝΗΣΤΕΙΑ, , ΝΕΚΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ, ΕΚΚΟΠΗ-ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ

Συνεχής ζήτηση τοῦ Χριστοῦ
Ὁ Κύριος μέ τήν κρυμμένη Χάρη Του πού βρίσκεται μέσα μας μᾶς ἔχει δώσει τά πάντα. Θέλει νά ἀνάψει ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέσα μας. Γιαυτό τόν σκοπό ἐνανθρώπισε. Μᾶς εἶπε: «Πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆς καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;».
Άναψε άραγε μέσα μας η φωτιά; Μήπως, ενώ βαπτισθήκαμε και διαλέξαμε τον Χριστόν, ενώ αρχίσαμε πνευματικά, τώρα συνεχίζωμε σαρκικά, παίζοντας έτσι κορώνα γράμματα το μέλλον μας; Η πνευματική ζωή χαρακτηρίζεται από μία έντασι ζητήσεως του Χριστού. Απαιτεί διαρκώς να τον σκεπτώμεθα και να τον ζητάμε. «Εμνήσθην του Θεού και ηυφράνθην», λέγει ο Ψαλμωδός(29). «Ζητείτέ με και ευρήσετέ με», λέγει ο Κύριος(30). Όταν τον ζητάμε, θα τον βρούμε και θα γεμίση η ζωή μας από ευφροσύνη. «Ζητᾶτε Ἐμένα συνεχῶς» μᾶς λέγει ὁ Κύριος. Γιαυτό μᾶς δίδαξε τήν παραβολή τοῦ πολύτιμου μαργαρίτη.
Πολλά μας κρύβουν τον Χριστόν και πολλά μας απορροφούν, ώστε να μην μπορούμε να τον έχωμε διαρκώς ενώπιόν μας. Και τα ιερώτερα γεγονότα και πρόσωπα της ζωής μας μπορούν να γίνουν εμπόδια: το επάγγελμα, το σπίτι, τα παιδιά, ο άνδρας, η γυναίκα, οἱ γονεῖς μας, τα πάντα. Είναι δύσκολες οι συνθήκες. Η πνευματική ζωή όμως είναι μία μάχη κατά την οποίαν πρέπει να έχωμε διαρκώς το βλέμμα μας εις τον Θεόν, να ζητάμε τον αρχηγό μας.
Θυμάμαι, όταν είχα πάει κάποτε στο Άγιον Όρος, μέσα σε έναν πυκνά δενδροφυτευμένο τόπο, βλέπω από μακριά κάποιον ασκητή, ο οποίος προχωρούσε ψάλλοντας. Ενώ έψαλλε, από ώρα σε ώρα έκανε μία βαθειά μετάνοια, προσκυνούσε, σηκωνόταν και πάλι προχωρούσε. Μου έκανε εντύπωσι. Ποιον άραγε προσκυνούσε; Τρέχω μέσα από τα δένδρα, τον φθάνω, τον σταματώ. - Γέροντα, ποιόν προσκυνάς στον δρόμο;
- Μα, παιδί μου, δεν τον βλέπεις;
- Ποιόν;
- Τον Χριστόν. Τουλάχιστον, αν δεν τον βλεπης, δεν τον νοιώθεις ότι είναι μπροστά σου; μου απήντησε εκείνος.
Αγαπητοί μου, οι άνθρωποι έλεγαν παλαιότερα το όνομα του Χριστού ή το άκουγαν και βούρκωναν τα ματιά τους, άρπαζαν φωτιές τα στήθη τους, έπεφταν στα γόνατά τους. Εμείς γιατί; Γιατί, Θεέ μου, τόσο λίγο σε σκεπτόμαστε και τόσο λίγο συγκινούμεθα από σένα; Γιατί τόσο σπάνια σε ποθούμε; Όπου ο θησαυρός μας εκεί και η καρδιά μας(31), λέγει η Αγία Γραφή. Σαν να λέμε: Θέλεις να μάθης πόσο κοστίζει, πόσο αξίζει η ζωή σου για τον Χριστόν, για τον ουρανό; Όσο τον διψάς, όσο σε αυτόν έχεις την καρδιά σου, τόσο κοστίζει.
Ας μην ξεχνάμε ότι δώσαμε έναν όρκο• τον όρκο ότι θα μείνωμε πιστοί σε αυτόν μέχρι τέλους της ζωής μας(32) όπως ο γυιος ενός βασιλιά. Τον κάλεσε ο πατέρας του, τον έβαλε μπροστά στο Ευαγγέλιο και του είπε: Θέλω, παιδί μου, εδώ να μου ορκισθής πίστι μέχρι την τελευταία σου στιγμή. Το παιδί άρπαξε το ξίφος του, το έβαλε επάνω στο Ευαγγέλιο και ωρκίσθηκε. Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσε το παιδί. Κάποτε ήρθαν εχθροί, έπιασαν τον βασιλιά, τον πήραν αιχμάλωτο μακριά από την πατρίδα. Ο γυιος έμεινε ελεύθερος. Αν ήθελε, μπορούσε να γίνη και βασιλιάς. Όμως μέσα στο μυαλό του τριγυρνούσε συνεχώς η σκέψις του όρκου, που είχε δώσει στον πατέρα του τον βασιλιά. Ωρκίσθηκα, έλεγε, και πρέπει να μείνω πιστός. Και μία ημέρα, νύχτα ακόμη, αρπάζει το άλογό του, χυμάει στον δρόμο, περνάει μέσα από το εχθρικό στρατόπεδο, για να βρη τον αιχμάλωτο βασιλιά, να του δείξη πως έμεινε πιστός στον όρκο του. Στον δρόμο, ενώ περνούσε έξω από ένα χάνι, γλιστράει, πέφτει από το άλογο, χτυπά στο κεφάλι του, μένει αναίσθητος. Ακούν τον θόρυβο οι άνθρωποι, βγαίνουν, τον σηκώνουν λιπόθυμο, τον βάζουν μέσα. Μόλις μπήκε στην ζεστασιά, συνήλθε και ρώτησε: Λίγο δυνατό ποτό έχετε να μου δώσετε; Του έδωσαν ποτό, το ήπιε, άρπαξε μία πετσέτα, έδεσε σφικτά το κεφάλι του και χυμά να φυγή πάλι. Μα, στάσου, του λέγουν εκείνοι, πού πηγαίνεις; Τρέχει αίμα το κεφάλι σου, είναι επικίνδυνο.
Ο γυιός του βασιλιά δεν μπορεί να περιμένη. Έδωσε όρκο και πρέπει να τον τιμήση. Ανεβαίνει σε ένα νέο άλογο, το δικό του είχε σκοτωθή, το χτυπάει και φεύγει. Έτρεχε στον δρόμο• το αίμα έτρεχε και αυτό• και αυτός έτρεχε για τον πατέρα. Τον σπιρούνιαζε ο πόνος• τον έβαφε το αίμα. Αλλά εκείνος φώναζε: Ωρκίσθηκα και του ανήκω, θα μείνω πιστός μέχρι θανάτου.
Ας μείνωμε και εμείς πιστοί στον όρκο μας μέχρι θανάτου!
Χρειάζεται συνεχής προσπάθεια γιά νά παραμένουμε στό Φῶς. Προσπάθεια γιά ἄσκηση καί μυστηριακή ζωή. Ὅλοι οἱ ἅγιοί μας ὅπως ὁ σεβαστός ἁγιασμένος Γέροντας Πορφύριος ζοῦσαν ἀληθινά μέσα στήν Ἐκκλησία. «Στήν Ἐκκλησία(δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος) γίνεται ἡ θεία συνουσία, γινόμαστε ἔνθεοι. Ὅταν εἴμαστε μέ τόν Χριστό, εἴμαστε μέσα στό φῶς· κι ὅταν ζοῦμε μέσα στό φῶς, ἐκεῖ δέν ὑπάρχει σκότος. Τό φῶς, ὅμως, δέν εἶναι παντοτινό· ἐξαρτᾶται ἀπό μᾶς. Συμβαίνει ὅπως μέ τό σίδηρο, πού ἔξω  ἀπ' τή φωτιά γίνεται σκοτεινός. Σκότος καί φῶς δέν συμβιβάζονται. Ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχομε σκοτάδι καί φῶς συγχρόνως. Ἤ φῶς ἤ σκότος. Ὅταν ἀνάψεις τό φῶς, πάει τό σκότος»[37].
2)ΜΥΣΤΗΡΙΑΚΗ ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ: ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ, ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Για να είμαστε πνευματικοί άνθρωποι, για να είναι αληθινή η ζωή μας, το πρώτο στοιχείο που πρέπει να έχωμε είναι η μυστηριακή και η μυστική βίωσις. Τι σημαίνει μυστηριακή και μυστική βίωσις; Γεννήθηκε κανένας από εμάς μόνος του; Όχι. Σε όλους μας χάρισε το δώρο της ζωής ο πατέρας μας και η μητέρα μας. Κανείς δεν μπορεί μόνος του να γεννηθή. Έτσι και το δώρο της πνευματικής ζωής δεν μπορούμε να το αποκτήσωμε μόνοι μας, ό,τι και αν κάνωμε. Όπως, όσο και αν τραβάω τον εαυτό μου, δεν πρόκειται να ψηλώσω, έτσι ακριβώς, όσο και αν αγωνίζωμαι, δεν πρόκειται να δημιουργήσω ο ίδιος πνευματική ζωή στον εαυτό μου. Και αν κουράζωμαι, και αν μοχθώ, και αν φωνάζω, και αν κλαίω, και αν νηστεύω, η πνευματική ζωή είναι ένα δώρο που μου το χαρίζει το Άγιον Πνεύμα(6).
Προϋπόθεσις λοιπόν της πνευματικής ζωής είναι να καταλάβωμε ότι μόνοι μας δεν μπορούμε τίποτε απολύτως να κάνωμε. Όσο και αν προσπαθήσωμε, χρειάζεται κάποιος άλλος να μας την δώση, δηλαδή το Πνεύμα του Θεού, ο Παράκλητος, που είναι ο «θησαυρός των αγαθών και ζωής χορηγός»(7), που είναι το θησαυροφυλάκιο από το οποίο βγαίνουν οι θησαυροί της πνευματικότητος, η πηγή από την οποία βγαίνει και ξεχειλίζει η πνευματική ζωή. Βέβαια, μερικές φορές μέσα μας μπερδεύομε τα πράγματα και νομίζομε ότι πνευματική ζωή είναι να είσαι καλός άνθρωπος, να μην κλέβης, να μη σκοτώνης, να μην πηγαίνης σε κακούς τόπους και με κακούς φίλους, να πηγαίνης την Κυριακή στην εκκλησία, να είσαι εκεί στην δοξολογία, έστω στο «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», να μελετάς χριστιανικά βιβλία.
Όχι, δεν είναι αυτό πνευματική ζωή. Πνευματικός άνθρωπος, πραγματικός χριστιανός είναι εκείνος που έχει δώσει με το βάπτισμά του(8) και κατόπιν, όταν μεγάλωσε, και με την καρδιά του όρκο στον Θεόν να μένη για πάντα κοντά του και μαζί του. Πνευματικός άνθρωπος είναι ο αθλητής που ξεπήδησε μέσα από την ζωή, που ξεχωρίζει μέσα από τα πλήθη των ανθρώπων και τρέχει με όλη την ταχύτητα της ψυχής του, για να κατακτήση τους ουρανούς και να μπορέση να εκβιάση και να αρπάξη την βασιλεία των ουρανών. Πνευματικός άνθρωπος είναι εκείνος που με μάτι λαμπερό έχει βάλει πλώρη και τρέχει για να ανέβη στον ουρανό. Δεν είναι ο καλός άνθρωπος. Ο πνευματικός άνθρωπος ξέρει ότι του χρειάζονται γερά φτερά• και τα φτερά αυτά είναι τα φτερά του Αγίου Πνεύματος.
Πρέπει λοιπόν ο πνευματικός άνθρωπος μέσα στην ζωή του να κάνη το παν για να ελκύση, να κερδίση το Πνεύμα του Θεού, διότι το Πνεύμα το Άγιον, ο ίδιος ο Θεός έχει τα χαρίσματα της πνευματικής ζωής. Και, όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης, ο μεγάλος αυτός αετός του Πνεύματος και της χριστιανικής ζωής, «η διανομή», το μοίρασμα, «των βασιλικών χαρισμάτων» του Άγιου Πνεύματος, γίνεται μέσα στην Εκκλησία με τα μυστήρια(9). Επομένως, η πνευματική ζωή παρέχεται μέσα στην Εκκλησία. Πρώτο δε χαρακτηριστικό της είναι η μυστηριακή βίωσις.
Το πρώτο μυστήριο είναι το βάπτισμα και εν συνεχεία το χρίσμα. Κατόπιν, καθημερινό μυστήριο της Εκκλησίας μας είναι η εξομολόγησις• αυτή καθαρίζει την καρδιά μας από τις αμαρτίες και βάζει μπροστά μας έναν άνθρωπο που μας οδηγεί προς τον ουρανό• χωρίς αυτόν δεν μπορούμε τίποτε να κάνωμε. Κατόπιν, η θεία κοινωνία. Όπως, όταν το Άγιον Πνεΰμα επεσκίασε την Παναγία Παρθένο, κατέβηκε ο Λόγος του Θεού και σαρκώθηκε από τα σπλάγχνα της και γεννήθηκε ο Χριστός, έτσι ακριβώς το Πνεύμα το Άγιον πρέπει να έρθη μέσα στην ψυχή μας, για να γεννηθή ο Χριστός σε μας, για να γίνη η προσωπική οικείωσις, να κάνωμε δηλαδή δικό μας το Πνεύμα, δική μας την χριστιανική ζωή, δικό μας τον Χριστόν. Αυτό ακριβώς γίνεται με τα μυστήρια, βασικώς με το βάπτισμα και το χρίσμα. Χωρίς αυτά δεν υπάρχει χριστιανική ζωή. Ό,τι και να κάνης, και την ζωή σου να δώσης στους πτωχούς, δεν πρόκειται να σωθής χωρίς το βάπτισμα και το χρίσμα.
Ἀπαραίτητος ὁ Πνευματικός ὁδηγός:Οι Προφήτες, που ταυτίζονται με τους πραγματικούς θεολόγους και τους πνευματικούς πατέρες, αναγεννούν τους ανθρώπους και τους οδηγούν προς την ζωή. Η πνευματική καθοδήγηση συνδέεται και ταυτίζεται με την πνευματική αναγέννηση του ανθρώπου. Πραγματικά, δεν μπορεί κανείς να αναγεννηθή, αν δεν συνδεθή με έναν θεούμενο άνθρωπο, έναν Προφήτη.Και στην εποχή μας υπάρχουν Προφήτες που κηρύττουν μετάνοια, στρέφουν τον νού μας προς τον Θεό, μας υποδεικνύουν έναν άλλο τρόπο σκέψεως και ζωής. Κι’ αν δεν μπορέσαμε να συναντήσουμε έναν τέτοιο Προφήτη, όμως υπάρχουν οι λόγοι των Προφητών και μπορούμε διαβάζοντάς τους να μάθουμε τί είναι η Βασιλεία του Θεού και τί πρέπει να κάνουμε για να την απολαύσουμε.
Θεία Κοινωνία
Με την εξομολόγησι, εν συνεχεία, και την θεία κοινωνία. Εκείνο το κομματάκι το μικρό που παίρνεις στην θεία κοινωνία, που το βάζεις στο στόμα σου και ούτε καν το νοιώθεις, είναι ολόκληρος ο Χριστός, ολόκληρη η Αγία Τριάδα, μαζί και η Εκκλησία του Χριστού και όλοι οι άγιοι. Κοινωνάς το μικρό εκείνο κομματάκι της θείας κοινωνίας και δεν παίρνεις, όπως λες ψέματα στο παιδάκι σου, χρυσό δοντάκι, αλλά παίρνεις όλον τον ουρανό με την Αγία Τριάδα και όλους τους αγίους της Εκκλησίας μας. Αυτή είναι η θεία κοινωνία. Έχεις μία σκάφη γεμάτη αλεύρι, βάζεις λίγο προζύμι και όλο εκείνο το αλεύρι γίνεται ζύμη(10). Παίρνεις το κομματάκι της θείας κοινωνίας και συ, ο άνθρωπος, γίνεσαι αμέσως ζύμη, γίνεσαι ό,τι ήταν η θεία κοινωνία. Γίνεσαι θεός! Γι' αυτό οι αρχαίοι χριστιανοί κοινωνούσαν κάθε ημέρα(11). Και εμείς κοινωνάμε κάθε δεκαπέντε ή είκοσι ημέρες και νομίζομε ότι εξωφλήσαμε το καθήκον μας, ότι είμαστε εντάξει, ότι έχομε και υπέρτακτα έργα. Κάθε ημέρα κοινωνούσαν εκείνοι, γιατί ήξευραν τι σημαίνει θεία κοινωνία.
Ώστε μυστηριακή βίωσις σημαίνει μυστηριακή ένωσις με τον Χριστόν, συμμετοχή στην ζωή της Εκκλησίας με τα μυστήρια.
 
Ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία καθαριζόμαστε, φωτιζόμαστε καί θεωνόμαστε. Διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἄσκησης, τῆς ὑπακοῆς καί τῆς ἡσυχίας, προπάντων δέ διά τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς καί τῆς μυστηριακῆς ζωῆς ἀλλάζουμε ὀντολογικά, θεραπευόμαστε ὑπαρξιακά, ζοῦμε τήν ὄντως Ζωή. Ὁ Γέροντας ἔβλεπε τήν Ἐκκλησία σάν ἕνα μεγάλο ψυχικό θεραπευτήριο. Διά τοῦτο καί ἔλεγε: «Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει»[38]. Μέσα στήν Ἐκκλησία ἀλλάζουμε ὀντολογικά, δέν γινόμαστε ἁπλῶς «καλοί» ἤ «καλλίτεροι ἄνθρωποι» βελτιούμενοι ἠθικά.
Ἡ Θεία Χάρις πού δίδεται διά τῶν μυστηρίων τῆς Ἐκκλησίας θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ψυχικά ἀλλά καί σωματικά.
Ἡ ἀληθινή ὑγεία, ἡ ὑπαρξιακή, αὐτή πού ἀγκαλιάζει τόν ὅλο ἄνθρωπο, δέν εἶναι δυνατή παρά μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία. Δίδασκε ὁ θεραπευμένος ἀπό τήν Θεία Χάρι Γέροντας Πορφύριος: «Στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα. Ὅλα τά ὡραῖα, τά ὑγιή. Ἡ ὑγιής ψυχή ζεῖ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ζεῖ ἀκόμη καί ὅσα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν ὕμνο τῆς ἀγάπης: «Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται... οὐ λογίζεται τό κακόν...πάντα στέγει, πάντα πιστεύει...ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει»(Α΄ Κορ. 13, 4-8). Ἔχετε αὐτά; Ἔχετε τήν εὐτυχία, τόν Χριστό, τόν Παράδεισο. Κι ὁ σωματικός ἀκόμη ὀργανισμός λειτουργεῖ θαυμάσια, χωρίς ἀνωμαλίες. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο, τόν μεταμορφώνει ψυχικά καί σωματικά. Πᾶνε τότε ὅλες οἱ ἄρρώστιες. Οὔτε κολίτις, οὔτε θυρεοειδής, οὔτε στομάχι, οὔτε τίποτα. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Εἶναι ὡραῖο νά περπατᾶς, νά ἐργάζεσαι, νά κινεῖσαι καί νά ἔχεις ὑγεία. Ἀλλά πρῶτα νά ἔχεις ψυχική ὑγεία. Ἡ βάσις εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία· ἀκολουθεῖ ἡ σωματική. Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπό τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ τό ἄγχος. Τό ἄγχος αὐτό τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος. Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό, ἀν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα θά γεμίσετε μέ μελαγχολία, μέ τό κακό»[39]
Μέ τήν Θεία Χάρη, ἔλεγε, «μεταστοιχειώνουμε» τό κακό σέ καλό. Αὐτό εἶναι τό ἔργο τοῦ πνευματικοῦ ἀγωνιστοῦ. Ὅταν κανείς προσεύχεται ταπεινά καί μέ ἐγρήγορση, τότε ἑλκύει τήν Θεία Χάρη. Αὐτό ὁ Κύριος μᾶς εἶπε νά τό κάνουμε ἀδιαλείπτως·  κατ' ἐξοχήν δέ στήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ. «Γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε͵ ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν· τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής»[40]. Τότε τό κακό δέν μπορεῖ νά μᾶς βλάψει, ὁ πειρασμός ἀποκρούεται, ἡ δύναμη τῆς ψυχῆς, πού πῆγε νά κλέψει ὁ πονηρός, διοχετεύεται πρός τόν «καινό» ἄνθρωπο. Ἡ Θεία Χάρη πού ἑλκύεται ἀπό τόν νήφοντα καί προσευχόμενο ταπεινά ἄνθρωπο «ἀνακατευθύνει» τήν ψυχική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό κακό πρός τό καλό. Δίδασκε ὁ Γέροντας: «Ὅταν σᾶς προσβάλλει τό κακό, νά ἔχετε εὐλυγισία  καί νά στρέφεσθε στό καλό. Τό κάθε κακό νά τό μετατρέπετε, νά τό μεταστοιχειώνετε, νά τό μεταβάλλετε σέ καλό. Ἡ μεταστοιχείωσις αὐτή γίνεται μόνο μέ τή χάρι. Τό νερό, παραδείγματος χάριν, γίνεται κρασί στό γάμο τῆς Κανᾶ. Νά ἡ μεταστοιχείωσις. Εὐδοκεῖ ὁ ὑπέρ φύσιν...Αὐτό εἶναι ὑπερφυσικό. Βέβαια, μπορεῖ νά γίνει κρασί ἤ βούτυρο μέ χημικά στοιχεῖα καί νά γίνει ἀκριβῶς σάν τό γνήσιο. Ἀλλ' αὐτό δέν ἔχει μέσα του τή γνησιότητα. Τήν ἀληθινή μεταβολή τήν κάνει ἡ θεία χάρις. Γιά νά γίνει αὐτό, ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει δοθεῖ «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί ἐξ ὅλης καρδίας»(Μαρκ.12,30) στόν Χριστό
»[41].
Εἶναι ἀπαραίτητη ἡ συνεργασία Θεοῦ καί ἀνθρώπου γιά τό «ξεμπέρδεμα» τοῦ ἀνθρώπου. Χωρίς τήν συνεργασία τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Θεία Χάρη δέν ἐπιτυγχάνεται ἡ ἀποβολή τοῦ ἐγωισμοῦ καί γενικότερα ἡ θεραπεία τοῦ ὅλου ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού «δουλεύει μέ τήν χάρη», ὅπως ἔλεγε χαρακτηριστικά καί ὁ μακαριστός Ἁγιορείτης Γέροντας π. Παΐσιος. Ὁ Θεός δέν ἔρχεται στόν ἄνθρωπο μέ τίς πολλές γνώσεις τίς κοσμικές ἤ πνευματικές ἀλλά σ' αὐτόν πού ἔχει πολλή ταπείνωση· σ' αὐτόν πού ἔχει καταλάβει καί ζεῖ βιωματικά τό λόγο Του: «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν»[42]. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος νιώθει σάν ἀπόλυτη ἀνάγκη τήν συνεχή ἐκζήτηση τῆς θεϊκῆς βοήθειας πού εἶναι ἡ Θεία Χάρις. Διά τοῦτο βλέποντας τά πνευματικά του «χάλια», τό ἐσωτερικό του «μπέρδεμα», στρέφεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή στόν Θεό καί τόν καλεῖ σέ βοήθεια. Ἔτσι θεραπεύεται, «ξεμπερδεύεται». Ἔλεγε ὁ Γέροντας π. Πορφύριος, ὁ ἀδιαλείπτως προσευχόμενος: «Τήν πρώτη κίνηση τήν κάνει ὁ Χριστός. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες...» (Ματθ. 11, 28). Μετά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεχόμαστε αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση, πού τήν ἐκφράζουμε μέ τήν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μέ τήν προσευχή, μέ τή συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τά μυστήρια»[43].
Τά ἄδυτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου (ἀκόμη καί τό λεγόμενο ἀσυνείδητο), πού εἶναι γνωστά μόνο στόν Θεό, θεραπεύονται, ὄπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, μέ τόν Χριστό. Ἡ εὐχή ἐπιτελεῖ αὐτό τό ἔργο. Περιοχές πού θεωροῦνται ἀπροσπέλαστες καί ἄγνωστες, ὅπως τό ἀσυνείδητο, μποροῦν πράγματι, νά θεραπευθοῦν μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ «θεία ψυχανάλυση», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας, εἶναι πολύ ἀνώτερη καί ἀποτελεσματικότερη ἀπό τήν ἀνθρώπινη. Αὐτή πραγματοποιεῖται στήν Γενική Ἐξομολόγηση, πού θά πρέπει νά κάνει ὁ θεραπευόμενος πνευματικά ἄνθρωπος ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν (βλ. παρακάτω). Ἔλεγε ὁ ἄριστος γνώστης τῆς θεραπευτικῆς τῆς ψυχῆς Γέροντας: «Ἡ εὐχή καθαρίζει τήν ψυχή καί κρατάει τό νοῦ. Τό τελειότερο ἔργο γίνεται στ' ἄδυτα τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι κλεισμένα ἑρμητικά, γνωστά μόνο στόν Θεό. Ἔτσι βλέπομε κάτι συγκλονιστικό: ἀνθρώπους πού μεταβάλλονται σέ παιδιά τοῦ Θεοῦ, ἄν καί ἔφθασαν στά βάθη τῆς αὐτοκαταστροφῆς τους»[44].
Γέροντας-πνευματικός ὁδηγός.
Ἡ διδασκαλία ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι γιά νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἔχει πνευματικό ὁδηγό δηλ. Γέροντα διακριτικό. Χωρίς πνευματικό ὁδηγό, πνευματικό Πατέρα εἶναι ἀδύνατον νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ὁ καθένας μας χρειάζεται ἕναν «προσωπικό Μωϋσῆ», ὁ ὁποῖος θά μᾶς περάσει ἀπό τήν «Αἴγυπτο» (τήν χώρα τῶν παθῶν) στή «Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας» (πού εἶναι ἡ «γῆ τῆς ἀπαθείας»). Αὐτός μᾶς παίρνει ἀπό τό χέρι, αὐτός μαρτυρεῖ γιά τήν μετάνοιά μας καί μεσιτεύει γιά τήν συγχώρησή μας, αὐτός μᾶς δίδει τίς ὁδηγίες γιά νά περάσουμε μέσα ἀπό τήν θάλασσα τῶν δαιμονικῶν παγίδων. Αὐτός μᾶς μεταγγίζει τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἀπαραίτητη βέβαια εἶναι ἡ ὑπακοή μας, ἡ ἀδιάκριτη, ἀνυπόκριτη καί χαρούμενη ὑπακοή μας στόν Γέροντα. Ὁ Γέροντας δέν μᾶς διδάσκει μόνο μέ τά λόγια του, ἀλλά μᾶς μεταγγίζει μυστικά τό εἶναι του. Γιαυτό καί μᾶς ἁγιάζει ἡ συναναστροφή μαζί του. Βέβαια ἔχει τεράστια σημασία ὁ τρόπος, ἡ διάθεση, ἡ εὐλάβεια, ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία ἐμεῖς τόν πλησιάζομε. Ἔλεγε ἕνας χαρισματοῦχος σύγχρονος Ἁγιορείτης Γέροντας: «Ἄς ὑποθέσουμε ὅτι ὁ Γέροντας ἔχει εὐλάβεια, ἀρετή 50 βαθμούς. Ἄν ἐσύ τόν πλησιάσεις μέ διάθεση νά πάρεις 20 βαθμούς ἁγιότητα θά πάρεις 20 βαθμούς. Ἄν τόν πλησιάσεις μέ διάθεση νά πάρεις 100 βαθμούς θά πάρεις 100 βαθμούς.» Δηλαδή μπορεῖς νά πάρεις ἀκόμη καί περισσότερο, ἀπ' ὅσο ἔχει ὁ Γέροντας, διότι εἶναι ὁ Θεός πού ἐνεργεῖ διά τοῦ Γέροντος καί ὁ Θεός ἔχει ἄπειρο βαθμό ἁγιότητος. Δέν χρειάζεται νά ψάχνουμε γιά φημισμένους, μέ μεγάλα χαρίσματα Γέροντες· ἄς ψάχνουμε γιά ταπεινούς, στούς ὁποίους ὅμως ἐμεῖς θά προσερχόμαστε μέ ὑπακοή, εὐλάβεια καί ταπείνωση. Τότε θά γίνεται μέσα μας μιά ζωογόνος μετάγγιση «πνευματικοῦ αἵματος».
Δίδασκε ὁ μακαριστός Γέρων: «Ἡ ὑπακοή, καί μάλιστα σέ πνευματικό γέροντα, εἶναι μεγάλο κεφάλαιο. Ὅταν ζεῖτε μαζί μ' ἕναν ἅγιο, ἁγιοποιεῖσθε κι ἐσεῖς. Παίρνετε κάτι ἀπ' τίς ἅγιες συνήθειές του, ἀπ' τά λόγια του, τή σιωπή του. Ἡ προσευχή του σᾶς ἐπηρεάζει. Ἀκόμη κι ἄν δέν μιλᾶτε, γίνεται κάτι, μεταδίδεται χωρίς νά τό καταλάβετε καί σ' ἐσᾶς κάτι, μεταδίδεται χωρίς νά τό καταλάβετε καί σ' ἐσᾶς κάτι τό ἅγιο, τό θεῖο. Ναί, ὁ Ἅγιος Πρόχορος, ὁ Ἅγιος Πρόκλος κ.ἄ. ἔζησαν κοντά σέ δασκάλους ἁγίους, ἐνεπνεύσθησαν ἀπ' τούς ἁγίους κι ἔγιναν κι αὐτοί ἅγιοι. Τό ἴδιο ἔγινε καί μέ τόν Συμεών τόν Νέο Θεολόγο, τόν Γρηγόριο Παλαμᾶ κ.ἄ.»[45].
Ὁ σεβαστός π. Πορφύριος πού εἶχε τόσα πνευματικά χαρίσματα τόνιζε πάντα ὅτι ὅλα αὐτά τά χαρίσματα τοῦ τά χάρισε ὁ Θεός γιά τήν ὑπακόη πού ἔκανε στούς δύο Γεροντάδες του. Διακήρυσσε ὅτι ὁ Γέροντας εἶναι ποδηγέτης· μιλάει στά πνευματικά του παιδιά ἀπό τήν ἐμπειρία του. Μέ τήν ὅλη ἀναστροφή του τά «διδάσκει» ἄφωνα, ἔμπρακτα καί τούς μεταλαμπαδεύει τό Φῶς. Νά πῶς τό ἔλεγε ἀκριβῶς, ὁ πάντοτε μέ χαρά, ὑποτασσόμενος Γέρων: «Ὁ Γέροντας παίζει πολύ σπουδαῖο ρόλο στή ζωή μας. Ὁ Γέροντας εἶναι ποδηγέτης. Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνας ἄνθρωπος μορφωμένος πού ἔγινε γέροντας, ἐπειδή εἶναι θεολόγος καί κατηρτησμένος γραμματικά. Νά διακρίνομε τί εἶναι Γέροντας. Μπορεῖ ὁ Γέροντας νά εἶναι κι ἀγράμματος, μπορεῖ νά μήν ἔχει πολλές γνώσεις, νά μήν ἔχει εὐφράδεια λόγου, νά μήν ἔχει μελετήσει συγγράμματα, ἀλλά νά εἶναι ἀνώτερος ἀπ' τό μορφώμένο, ὅταν ἔχει ζήσει ὡς ὑποτακτικός καί ἔχει ἀποκτήσει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Αὐτός ὁ Γέροντας μπορεῖ νά ὠφελήσει τούς ὑποτακτικούς του πάρα πολύ, ἄν τοῦ κάνουν ὑπακοή. Βέβαια, αὐτά πού λέει ὁ Γέροντας σοῦ τά λένε καί τά βιβλία. Δέν εἶναι, ὅμως, τό ἴδιο. Ὁ Γέροντας πού θά ζεῖ αὐτά τά πνευματικά καί πού δέν θά σοῦ λέει: «Ὁ τάδε πατήρ λέγει αὐτό, τό τάδε βιβλίο γράφει αὐτό», ἀλλά πού θά βιώνει ὁ ἴδιος τή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί θά σοῦ τά βάζει στήν ψυχή σου κι ἐσύ θά μάθεις κοντά του πῶς νά ἑλκύεις τήν χάρι τοῦ Θεοῦ»[46]. Ὁ Γέροντας ἔκανε «χαρούμενη» καί «ἄκρα ὑπακοή» στούς δύο Γεροντάδες του, στά Καυσοκαλύβια. Γιαυτό ἐκ πείρας ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπακοή κάνει τόν ἄνθρωπο σέ ὅλα νέο. Διά τῆς ὑπακοῆς γεννιέται καί διαμορφώνεται ὁ καινός ἄνθρωπος, ὁ «κατά Χριστόν κτισθείς». Ἔλεγε ὁ χαρούμενος ὑποτακτικός, ὁ εἰς «ἄκρον ἐληλακώς» αὐτῆς τῆς ἀρετῆς: «Μέ τήν ὑπακοή ἀλλάζεις σ' ὅλα. Γίνεσαι γρήγορος, ἔξυπνος, πιό γερός, γίνεσαι σ' ὅλα νέος»[47].
Ὁ Γέροντας, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, γίνεται «ἕνα» μέ τόν ὑποτακτικό, σύμφωνα μέ τόν λόγο τοῦ Κυρίου «ἵνα ὧσιν ἕν»[48]. Ἡ ἀγάπη ἡ τέλεια, ἡ ἀνιδιοτελής, ἡ θυσιαστική, ἡ ἐν Χριστῷ πού ἀναπτύσσεται μεταξύ τοῦ Γέροντα καί τοῦ ὑποτακτικοῦ εἶναι ἡ πραγμάτωση τοῦ βαθύτερου πόθου τοῦ Θεοῦ γιά ὅλην τήν ἀνθρωπότητα: «Νά γίνουμε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἕνα». Εἶναι ἡ ἔλευση τῆς Βασιλείας ἐδῶ καί τώρα.  Ἔλεγε ὁ μακάριος π. Πορφύριος ὀ ὑποτακτικός, τοῦ ὁποίου ἡ ψυχή εἶχε κολλήσει στήν κυριολεξία στήν ψυχή τῶν Γεροντάδων του: «Ὅταν ἔχεις τόν Γέροντα καί τόν ζεῖς, τόν ἀγαπάεις τόν Γέροντα. Κι ὅταν ὁ Γέροντας σ' ἀγαπάεις κι ἐκεῖνος κι εἶστε ὁμόψυχοι, τότε γίνεσθε ἕνα. «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμί ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18, 20). Ἐκεῖ εἶναι ὁ Χριστός. Σ' αὐτή τήν κατάσταση δέν ὑπάρχουν ἀποστάσεις. Ὅπου κι ἄν βρισκόμαστε, εἴμαστε ἑνωμένοι ἐν Χριστῷ καί προσευχόμαστε κι ἔτσι ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μᾶς ἐπισκέπτεται καί μᾶς τονώνει διαρκῶς. Ἔτσι ζοῦμε τήν ἑνότητα μέσα στήν  Ἐκκλησία. Ἔχομε τό αἴσθημα τοῦ «ἑνός», δηλαδή ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἔτσι ζοῦσαν τά παλαιά τά χρόνια οἱ γέροντες καί οἱ ὑποτακτικοί»[49]. Αὐτήν τήν ἕνωση τήν βίωσε σάν ὑποτακτικός σέ τέλειο βαθμό μέ τούς Γεροντάδες του στά Καυσοκαλύβια. «Τό μόνο πού μ' ἀπασχολοῦσε ἦταν πῶς θά ὑπηρετήσω, πῶς θά εὐχαριστήσω τούς Γέροντές μου σ' ὅλα. Ὅ,τι μοῦ λέγανε, τό ἔκανα. Τό τηροῦσα ἐπακριβῶς»[50].Ἀπό τότε ἀπόκτησε μία ἄκρα ἀγάπη πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους· ἀπόκτησε μιά ἄκρα εὐαισθησία καί λεπτότητα ὥστε, ὅπως ἔλεγε, «νά μήν μπορεῖ νά λυπήσει κανέναν ἄνθρωπο».

Μετάνοια -Ἐξομολόγηση
Ἡ θεραπεία τοῦ ἀσθενοῦς πνευματικά ἀνθρώπου ἀρχίζει μέ τήν μετάνοια καί τήν ἐξομολόγηση. Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἀπαλλάσσεται ἀπό τό κακό μέ τήν βίωση τοῦ φιλανθρωποτάτου μυστηρίου τῆς μετανοίας. Ἔλεγε: «Δέν ὑπάρχει ἀνώτερο πράγμα ἀπ' αὐτό πού λέγεται μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Αὐτό τό μυστήριο εἶναι ἡ προσφορά τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο. Μ' αὐτό τόν τέλειο τρόπο ἀπαλλάσσεται ὁ ἄνθρωπος ἀπ' τό κακό. Πηγαίνομε, ἐξομολογούμαστστε, αἰσθανόμαστε τή συνδιαλλαγή μετά τοῦ Θεοῦ, ἔρχεται ἡ χαρά μέσα μας, φεύγει ἡ ἐνοχή. Στήν Ὀρθοδοξία δέν ὑπάρχει ἀδιέξοδο, γιατί ὑπάρχει ὁ ἐξομολόγος, πού ἔχει τήν χάρι νά συγχωρεῖ. Μεγάλο πράγμα ὁ πνευματικός! Ἐγώ ἀπό μικρός τό εἶχα- καί τώρα ἀκόμη. Ὅταν συνέβαινε νά ἁμαρτήσω, τό ἐξομολογιόμουνα καί μοῦ ἔφευγαν ὅλα. Πετοῦσα ἀπό τή χαρά μου. Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀδύνατος· καταφεύγω στήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ, σώζομαι, γαληνεύω, τά ξεχνάω ὅλα. Κάθε μέρα σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω, ἀλλά ἐπιθυμῶ ὅ,τι μοῦ συμβαίνει νά τό κάνω προσευχή καί νά μήν τό κλείνω μέσα μου»[51]. Χωρίς μετάνοια, δέν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά εὐαρεστήσει στόν Θεό.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι ὁ Χριστός δέν θέλει «χοντρές» ψυχές κοντά Του δηλ. (χωρίς ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τόν συνανθρωπο). Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή εἶναι αὐτή πού λεπταίνει τήν ψυχή καί τήν ἁγιάζει. Ἐπισήμαινε, ὅτι ἄν ἁμαρτήσει ὁ ἄνθρωπος, «ἄν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός «χοντρές» ψυχές δέν θέλει κοντά Του. Ἡ ψυχή (ἔλεγε) πρέπει νά συνέλθει πάλι, γιά νά γίνει ἄξια τοῦ Χριστοῦ, νά μετανοήσει «ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά» (Ματθ. 18,22). Ἡ μετάνοια ἡ ἀληθινή θά φέρει τόν ἁγιασμό. Ὄχι νά λέεις, «πᾶνε τά χρόνια μου χαμένα, δέν εἶμαι ἄξιος» κ.λ.π., ἀλλά μπορεῖς νά λέεις, «θυμᾶμαι κι ἐγώ τίς μέρες τίς ἀργές, πού δέν ζοῦσα κοντά στόν Θεό...»[52].
Μέ τήν ἐξομολόγηση, δίδασκε, γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση. Σύμφωνα μέ ὅλους τούς Ἁγίους Πατέρες, ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη γίνεται ὄχι μέ τήν ἀνθρώπινη προσπάθεια καί σπουδή μόνο, ἀλλά κυρίως μέ τήν μυστηριακή ζωή καί μάλιστα μέ τήν ἀδιάλειπτη μετάνοια- ἐξομολόγηση. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς προέτρεπε τούς ἀνθρώπους: «Καί ἄν ἠμπορεῖτε νά ἐξομολογᾶσθε κάθε ἡμέραν, καλόν καί ἅγιον εἶναι. Εἰδέ καί δέν ἠμπορεῖτε καθ' ἡμέραν, ἄς εἶναι μία φορά τήν ἑβδομάδα καί μία φορά τόν μῆνα ἤ τό ὀλιγώτερον τέσσαρες φορές τόν χρόνον»[53]. Ἔλεγε καί ὁ π. Πορφύριος σχετικά μέ τό τί ἐπιτελεῖται στήν ἐξομολόγηση: «Δεύτερο βάπτισμα εἶναι ἡ ἐξομολόγηση, μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ κάθαρση ἀπό τά πάθη, ἡ ἀπονέκρωση. Ἔτσι ἔρχεται ἡ θεία χάρις μέσῳ τῶν μυστηρίων»[54].
Δέν πρέπει, διδασκε, νά ξαναθυμόμαστε τίς ἁμαρτίες πού ἐξομολογηθήκαμε. Μέ τήν ἐξομολόγηση συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες. Ὅταν κανείς ἐξομολογηθεῖ σωστά μέ εἰλικρίνεια, χωρίς νά κρύψει τίποτε, εἶναι περισσότερο ἀπό βέβαιο, ὅτι πῆρε τήν ἄφεση ἀπό τόν Θεό. Ἄν ἀφήσει τόν πονηρό νά τόν ταράσσει μέ τήν σκέψη: «ἄραγε συγχωρήθηκα;» καί ξαναθυμᾶται τίς ἐξομολογημένες ἁμαρτίες του, σάν νά μήν εἶναι ἀκόμη συγχωρημένες, τότε αὐτό εἶναι ἀπιστία στό μυστήριο. Εἶναι παγίδα τοῦ πονηροῦ, γιά νά μᾶς κρατεῖ σέ ταραχή καί νά μᾶς ρίξει στήν ἀκηδία καί τήν ἀπελπισία. Γιαυτό ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἄς μή γυρίζουμε πίσω στίς ἁμαρτίες πού ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό. Ζητήσατε συγνώμη; Τελείωσε. Ὁ Θεός ὅλα τά συγχωρεῖ μέ τήν ἐξομολόγηση. Δέν πρέπει νά γυρίζουμε πίσω καί νά κλεινόμαστε σέ ἀπελπισία. Νά εἴμαστε δοῦλοι ταπεινοί μπροστά στόν Θεό. Νά αἰσθανόμαστε χαρά καί εὐγνωμοσύνη γιά τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας. Δέν εἶναι ὑγιές νά λυπᾶται κανείς ὑπερβολικά γιά τίς ἀμαρτίες του καί νά ἐπαναστατεῖ ἐναντίον τοῦ κακοῦ ἑαυτοῦ του φτάνοντας μέχρι τήν ἀπελπισία. Ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση εἶναι τό χειρότερο πράγμα. Εἶναι παγίδα τοῦ σατανᾶ, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάσει τήν προθυμία του στά πνευματικά καί νά τόν φέρει σέ ἀπελπισία, σέ ἀδράνεια καί ἀκηδία»[55].
Ὁ Γέροντας βίωνε τήν μετάνοια χωρίς ντροπή. Προσέτρεχε μέ θάρρος, ἔπειτα ἀπό κάθε πτώση του στόν Χριστό διότι τόν ἔνιωθε σάν φίλο του. Τό τόνιζε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ φίλος μας. Ἡ ἁμαρτία δέν πρέπει νά μᾶς χωρίζει ἀπ' Αὐτόν. Ἀντίθετα θά πρέπει νά προστρέχουμε μέ παρρησία, μέ οἰκειότητα, μέ ἐμπιστοσύνη.  Ἔλεγε: «Τόν Χριστό νά Τόν αἰσθανόμαστε φίλο μας. Εἶναι ὁ φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Ὑμεῖς φίλοι μου ἐστέ...» (Ἰωάν. 15, 14). Σάν φίλο νά Τόν ἀτενίζομε καί νά Τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μέ οἰκειότητα, ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά Του· ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίδει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά Τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με». Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπό τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύομε πώς μᾶς ἀγαπάει καί Τόν ἀγαπᾶμε, δέν αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ' Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνομε. Ἔχομε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει. Ἄν ἀγαπᾶμε τόν Χριστό πραγματικά, δέν ὑπάρχει φόβος νά χάσομε τό σεβασμό μας σ' Ἐκεῖνον. Ἐδῶ ἰσχύει Ἐκεῖνο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλίψις ἤ στενοχωρία...πέπεισμαι γάρ ὅτι οὔτε θάνατος, οὔτε ζωή...οὔτε ὕψωμα, οὔτε βάθος...δυνήσεται ἡμᾶς χωρίσαι ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 8, 35· 38-39). Εἶναι μία σχέση ἀνώτερη, μοναδική, ἡ σχέση τῆς ψυχῆς μέ τό Θεό, πού δέν τή διασπᾶ τίποτα καί δέν τή φοβίζει, οὔτε τήν κλονίζει τίποτα». Θυμίζουν αὐτά τά λόγια τοῦ Γέροντα, ἐκεῖνα τά λόγια τοῦ μεγάλου Πατέρα τῆς Ἐκκλησίας Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, πού τά βάζει στό στόμα τοῦ Χριστοῦ. Λέγει ὁ Κύριος ἀπευθυνόμενος πρὸς ἡμᾶς διά τοῦ Χρυσορρήμονος: «Ἐγὼ πατὴρ͵ ἐγὼ ἀδελφὸς͵ ἐγὼ νυμφίος͵ ἐγὼ οἰκία͵ ἐγὼ τροφὴ͵ ἐγὼ ἱμάτιον͵ ἐγὼ ῥίζα͵ ἐγὼ θεμέλιος͵ πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ· μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς. Ἐγὼ καὶ δουλεύσω· ἦλθον γὰρ διακονῆσαι͵ οὐ διακονηθῆναι. Ἐγὼ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος͵ καὶ κεφαλὴ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ ἀδελφὴ͵ καὶ μήτηρ͵ πάντα ἐγώ· μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ. Ἐγὼ πένης διὰ σέ· καὶ ἀλήτης διὰ σέ· ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ͵ ἐπὶ τάφου διὰ σέ· ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ͵ κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός. Πάντα μοι σὺ͵ καὶ ἀδελφὸς͵ καὶ συγκληρονόμος͵ καὶ φίλος͵ καὶ μέλος. Τί πλέον θέλεις; τί τὸν φιλοῦντα ἀποστρέφῃ; τί τῷ κόσμῳ κάμνεις; τί εἰς πίθον ἀντλεῖς τετρημένον;»[56]. Ὑπάρχει Κάποιος, πού ἔχει πεθάνει γιά μᾶς, πού μᾶς ἀγαπάει ἄπειρα. Αὐτός ὁ Κάποιος, δέν εἶναι οὔτε ὁ πατέρας μας, οὔτε ἡ μητέρα μας, οὔτε ὁ ἀδελφός μας, οὔτε ἡ ἀδελφή μας, οὔτε κάποιος ἄλλος συγγενής ἤ φίλος μας, ἀλλά ὁ Εἶς τῆς Τριάδος. Πῶς λοιπόν δικαιολογεῖται νά ντρεπόμασθε νά πᾶμε κοντά Του; Πῶς νά μήν τόν βλέπομε σάν τόν κατ' ἐξοχήν Φίλο μας. «Εἴμαστε τό Πᾶν γι' Αὐτόν». Τί ἄλλη μεγαλύτερη παρηγοριά μποροῦμε νά ποθήσουμε γιά τόν ἑαυτό μας; Πῶς μποροῦμε νά νιώθουμε μόνοι, «πεταμένοι μέσα στό κρύο, ἀφιλόξενο καί ἀπρόσωπο σύμπαν», μελαγχολικοί, ἐγκαταλελειμμένοι, ὀρφανοί, χωρίς πατέρα;  
Ὁ Γέροντας ζοῦσε αὐτήν τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, γι’ αὐτό καί διακήρυσσε: «Ἔτσι πρέπει νά βλέπουμε τό Χριστό. Εἶναι φίλος μας, εἶναι ἀδελφός μας, εἶναι ὅ,τι καλό καί ὡραῖο. Εἶναι τό πᾶν. Εἶναι φίλος καί τό φωνάζει: ‘’Σᾶς ἔχω φίλους, βρέ, δέν τό καταλαβαίνετε; Εἴμαστε ἀδέλφια. Ἐγώ, βρέ, δέ βαστάω τήν κόλαση στό χέρι, δέ σᾶς φοβερίζω, σᾶς ἀγαπάω. Σᾶς θέλω νά χαίρεστε μαζί μου τή ζωή’’. Ἔτσι εἶναι ὁ Χριστός. Δέν εἶναι κατήφεια, οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἐνδοστρέφεια. Ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν. Εἶναι ἡ χαρά, εἶναι τό φῶς το ἀληθινό, πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά πετάει, νά βλέπει ὅλα, νά βλέπει ὅλους, νά πονάει γιά ὅλους, νά θέλει ὅλους μαζί Του, ὅλους κοντά Του. Ἀγαπήσατε τόν Χριστό καί μηδέν προτιμῆστε τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ»[57].
Ἡ γενική ἐξομολόγηση, δίδασκε ὁ Γέροντας, θεραπεύει τόν ἄνθρωπο ὄχι μόνο ἀπό τίς βλάβες τῶν προσωπικῶν του ἁμαρτιῶν ἀλλά καί ἀπό τά ποικίλα ψυχολογικά τραύματα καθώς καί ἀπό τά βιώματα τῶν προγόνων του. Αὐτή ἡ σπουδαία λειτουργία τοῦ Μυστηρίου τῆς ἐξομολόγησης δηλ. ἡ θεραπεία τῶν ψυχολογικῶν τραυμάτων τοῦ ἀνθρώπου, μᾶς ἀποκαλύφθηκε ἀπό τόν Γέροντα. Μαζί μέ τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν του, ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει τήν ἴαση ἀπό τίς πληγές, πού τοῦ προξένησε ὁ πονηρός, ὁ κόσμος καί ἡ δική του ἀμέλεια καί ραθυμία. Ὑπάρχουν καταστάσεις, πού ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤ «συμπεριφορές» στίς ὁποῖες ὑποδουλώνεται καί οἱ ὁποῖες ὁφείλονται σέ τραύματα τῆς ἐμβρυϊκῆς ἤ παιδικῆς του ἡλικίας. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ πού «ἀκτινοβολεῖται» ἀπό τόν πνευματικό, στήν διάρκεια μιᾶς Γενικῆς Ἐξομολόγησης, ἐπουλώνει αὐτές τίς ἀνοιχτές αἱμορροοῦσες πληγές. Δίδασκε ὁ σοφός Γέροντας: «Δέν εὐθύνεται μονάχα ὁ ἄνθρωπος γιά τά παραπτώματά του. Τά λάθη, οἱ ἁμαρτίες καί τά πάθη δέν εἶναι μόνο προσωπικά βιώματα τοῦ ἐξομολογούμενου. Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει πάρει μέσα του καί τά βιώματα τῶν γονέων του καί εἰδικά τῆς μητέρας, δηλαδή τό πῶς ζοῦσε ἡ μητέρα, ὅταν τόν κυοφοροῦσε... Δημιουργεῖται μιά κατάσταση στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐξαιτίας τῶν γονέων του, πού τήν παίρνει μαζί του σ΄ὅλη του τή ζωή, ἀφήνει ἴχνη μέσα του καί πολλά πράγματα πού συμβαίνουν στή ζωή του εἶναι ἀπόρροια τῆς καταστάσεως αὐτῆς. Τά φερσίματά του ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν κατάσταση τῶν γονέων του. Μεγαλώνει, μορφώνεται, ἀλλά δέν διορθώνεται. Ἐδῶ βρίσκεται μεγάλο μέρος ἀπό τήν εὐθύνη γιά τήν πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνα μυστικό. Ὑπάρχει κάποιος τρόπος ν΄ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπ΄αὐτό τό κακό. Ὁ τρόπος αὐτός εἶναι ἡ γενική ἐξομολόγηση, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ, δηλαδή, νά σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός:- Πῶς θά ἤθελα νά ἤμασταν σ΄ἕνα ἥσυχο μέρος, νά μήν εἶχα ἀσχολίες καί νά μοῦ ἔλεγες τή ζωή σου ἀπ΄τήν ἀρχή, ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκες τόν ἑαυτό σου, ὅλα τά γεγονότα πού θυμᾶσαι καί ποιά ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπό σένα, ὄχι μόνο τά δυσάρεστα ἀλλά καί τά εὐχάριστα, ὄχι μόνο τίς ἁμαρτίες ἀλλά καί τά καλά. Καί τίς ἐπιτυχίες καί τίς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τή ζωή σου.Πολλές φορές ἔχω μεταχειριστεῖ αὐτή τήν γενική ἐξομολόγηση καί εἶδα θαύματα πάνω σ΄αὐτό. Τήν ὥρα πού τά λές στόν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἠ θεία χάρις καί σέ ἀπαλλάσει ἀπ΄ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές, διότι, τήν ὥρα πού τά λές, ὀ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά στόν Κύριο γιά τήν ἀπαλλαγή σου»[58].
«Ἡ θεία ψυχανάλυση», ὅπως ἀποκαλοῦσε ὁ Γέροντας, τήν ἀνωτέρω διαδικασία τῆς Γενικῆς ἐξομολόγησης, εἶναι αὐτή πού ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή ψυχοθεραπεία. Ἐξωτερικά ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας, μοιάζει μέ τήν ψυχανάλυση. Στήν πραγματικότητα εἶναι κάτι πάρα πολύ ἀνώτερο καί ἀποτελεσματικότερο. Στήν «κοσμική ψυχανάλυση» γίνεται μία ἀναμόχλευση τοῦ συνειδητοῦ καί τοῦ ἀσυνειδήτου τοῦ ἀνθρώπου, χωρίς ὅμως δυνατότητα θεραπείας. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ ψυχή δέν θεραπεύεται, παρά διά τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ (τῆς Θείας Χάρης). Ἴσως μάλιστα διά τῆς «κοσμικῆς ψυχανάλυσης» γίνεται καί ζημία, ἀφοῦ ὅταν κανείς ἀνακατεύει τόν βοῦρκο, θολώνει ὅλο τό νερό καί προκαλεῖ ἀνάδοση δυσωδῶν ἀναθυμιάσεων.
Ἡ Γενική Ἐξομολόγηση, ὅμως ἐπειδή διοχετεύει τήν θεραπευτική χάρη, στό συνειδητό καί τό ἀσυνείδητο τοῦ ἀνθρώπου, ἐνεργεῖ σάν μία «θεία ψυχανάλυση καί ψυχοθεραπεία ἀληθινή». Νά τί διηγεῖται ὁ Γέροντας: «Εἶχε ἔλθει σ΄ἐμένα πρό καιροῦ μία κυρία, πού ἔκανε αυτοῦ τοῦ εἴδους τήν ἐξομολόγηση καί βρῆκε μεγάλη ὠφέλεια. Βελτιώθηκε ἡ ψυχολογική της κατάσταση, διότι τήνε βασάνιζε κάτι. Ἔστειλε, λοιπόν, αὐτή μία φίλη της καί πήγαμε ἔξω στό βράχο, στά Καλλίσια. Καθίσαμε καί ἄρχισε κι ἐκείνη νά μοῦ μιλάει. Τῆς λέω:- Νά μοῦ πεῖς ὅ,τι αἰσθάνεσαι. Ἄν σέ ρωτήσω ἐγώ γιά κάτι, νά μοῦ πεῖς. Ἄν δέν σέ ρωτήσω, νά συνεχίσεις νά τά λέεις, ὅπως τά αἰσθάνεσαι. Ὅλ΄ αὐτά πού μοῦ ἔλεγε, τά παρακολουθοῦσα ὄχι ἁπλῶς μέ προσοχή, ἀλλά “ἔβλεπα” μέσα στόν ψυχικό της κόσμο τήν ἐπίδραση τῆς προσευχῆς. Τήν παρακολουθοῦσα μέσα στήν ψυχή της κι “ἔβλεπα” ὅτι πήγαινε χάρις μέσα της, ὅπως τήνε κοίταζα ἐγώ. Διότι στόν πνευματικό ὑπάρχει χάρις καί στόν παπά ὑπάρχει χάρις. Τό καταλαβαίνετε; Δηλαδή, ἐνῶ ἐξομολογεῖται ὁ ἄνθρωπος, ὁ ἱερέας προσεύχεται γι΄αὐτόν. Συγχρόνως ἔρχεται ἡ χάρις καί τόν ἐλευθερώνει ἀπ΄τά ψυχικά τραύματα, πού γιά χρόνια τόν βασανίζουν, χωρίς νά γνωρίζει τήν αἰτία τους. Ὤ, αὐτά τά πιστεύω πολύ! Στόν ἐξομολόγο μπορεῖς νά μιλήσεις ὅπως αἰσθάνεσαι, ἀλλά δέν εἶναι αὐτό τόσο σημαντικό, ὅσο εἶναι τό ὅτι κοιτάζει μέσα στήν ψυχή σου προσευχόμενος ὁ παπάς καί βλέπει πῶς εἶσαι καί σοῦ μεταδίδει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀποδειχθεῖ ὅτι αὐτό τό κοίταγμα εἶναι πνευματικές “ἀκτίνες” πού σέ ξαλαφρώνουν καί σέ θεραπεύουν, μή νομίσετε ὅτι εἶναι ἀκτίνες φυσικές. Εἶναι ἀλήθεια αὐτά τά πράγματα. Καί μέ τόν Χριστό τί ἔγινε; Ἔπιασε τό χέρι τῆς αἱμορροούσης καί εἶπε: “Ἐγώ γάρ ἔγνων δύναμιν ἐξελθοῦσαν ἀπ΄ἐμοῦ”. Θά πεῖς: “Ναί, μά ἦταν Θεός”. Ὁ Χριστός βέβαια ἦταν Θεός, ἀλλά μήπως καί οἱ Ἀπόστολοι δεν κάνανε τό ἴδιο; Ὅλοι οἱ πνευματικοί, οἱ ἐξομολόγοι, ἔχουν αὐτήν τήν χάρι κι ὅταν εὔχονται, τήν ἐκπέμπουν ὡς ἀγωγοί. Για παράδειγμα, θέλουμε ν΄ἀνάψουμε ἐδῶ πέρα μιά θερμάστρα καί βάζουμε ἕνα καλώδιο, ἀλλά δέν μπορεῖ νά κάνει ἐπαφή, διότι τό καλώδιο δέν εἶναι στήν πρίζα. Ἄν, ὅμως, τό καλώδιο μπεῖ στήν πρίζα, μόλις κάνει τήν ἐπαφή, ἔρχεται τό ρεῦμα μέσω αὐτοῦ τοῦ ἀγωγοῦ. Εἶναι πνευματικά πράγματα τῆς θρησκείας μας αὐτά. Μπορεῖ νά λέμε γιά καλώδιο, ἀλλά στήν πραγματικότητα αὐτή εἶναι “ἡ θεία ψυχανάλυση”»[59].

3)ΜΥΣΤΙΚΗ ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ: ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΒΙΩΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Είχαμε αναφέρει ακόμη μία φράσι: μυστική βίωσις, μυστική ένωσις με τον Χριστόν. Τι σημαίνει μυστική ενωσις;
Έχετε προσέξει, καμιά φορά, τα μικρά παιδάκια, τα αθώα, τα ανέγγιχτα παιδάκια, όταν βάλης κάτι μπροστά τους που τους αρέσει, πώς ανοίγουν αμέσως τα μάτια τους σαν τον γαλάζιο ουρανό, πώς ανοίγουν τα χέρια τους και χτυπούν παλαμάκια και πηδούν από την χαρά τους; Έτσι θα κάνετε και σεις, όταν νοιώσετε την γλύκα που έχει η μυστική ένωσις με τον Χριστόν, όταν νοιώσετε πόσο εύκολο είναι, αλλά και πόσο αληθινό, μυστικά να ενώνεσαι με τον Θεόν. Όταν το δοκιμάσετε, θα με θυμηθήτε. Θα πλημμυρίση η καρδιά σας από αισθήματα χαράς και θα φωνάξετε και σεις μαζί με τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο: «Είπατέ μοι, ω μάταιοι, ει επίστασθε τούτον! Τις τον Χριστόν κτησάμενος ετέρου πλέον χρήζει τινός άρα των αγαθών του παρόντος αιώνος;»(12) Πέστε μου, μάταιοι άνθρωποι, που ζήτε μέσα στην ψευτιά, εάν ξέρετε έναν που έβαλε μέσα στην καρδιά του τον Χριστόν, εάν χρειάζεται κάτι άλλο από ό,τι υπάρχει στον ουρανό και στην γη.
Τι είναι λοιπόν η μυστική ένωσις με τον Χριστόν; Πώς γίνεται; Όμως φοβούμαι μήπως σας κούρασα ήδη και επιτρέψτε μου να σας ξεκουράσω λίγο διαβάζοντάς σας ένα ανέκδοτο από εκείνα που έζησε ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος. Είναι ένας από τους μεγάλους αγίους της Εκκλησίας μας και γράφει πώς είδε, πώς χάρηκε, πώς απήλαυσε τον Χριστόν μέσα στην ζωή του.
«Μια από τις ημέρες που περπατούσα και έτρεχα προς την πηγή, με απάντησες, Χριστέ μου, στον δρόμο, συ που προηγουμένως με καθάρισες από κάθε αμαρτία. Και τότε στα ασθενικά μου μάτια άστραψες με μία λάμψι θεϊκή και αμέσως κατάλαβα ότι το φως που έβλεπα προηγουμένως δεν ήταν αληθινό. Αχ! πώς ήταν δυνατόν να σε δω και να σε γνωρίσω; Σε είδα, απόρησα, θαύμασα, όμως δεν ήξερα ακόμη ότι είσαι συ. Μόνον σε θαύμαζα. Έλεγα: Ποιος να είναι αυτός, ο τόσο λαμπρός, ο πιο λαμπρός και από τον ήλιο; Και έτσι έφυγες. Και κάποτε, μετά από αρκετό καιρό, ξαναγύρισες στον δρόμο μου• και από τότε συχνά μου φαινόσουν και με σκέπαζες με το δικό σου θεϊκό φως. Έφευγες όμως πάλι και μου άφηνες έναν πόνο.
»Μαζί μου πάντοτε είχα τον συνεργό σου, τον μαθητή σου, τον απόστολό σου -εννοεί τον Γέροντα του, τον πνευματικό του- που τον τιμούσα σαν να τιμούσα εσένα, που τον αγαπούσα από την ψυχή μου και έπεφτα στα πόδια του και τον παρακαλούσα να με βοηθήση να σε γνωρίσω περισσότερο. Και, ενώ βάδιζα στον δρόμο μία ημέρα, μου ξαναπαρουσιάσθηκες. Άρχισα να υποψιάζωμαι ότι είσαι εσύ, αλλά με τράβηξες και με πήρες στους ουρανούς, όπως γράφει και ο απόστολος Παύλος: "προ ετών δεκατεσσάρων" ηρπάγην εις τους ουρανούς. Με το σώμα; με την ψυχή; Δεν ξέρω(13)• εσύ μόνον γνωρίζεις.
» Έπειτα από καιρό καταδέχτηκες να μου παρουσιασθής ακόμη μία φορά. Το πρόσωπο σου ήταν όπως ο ήλιος. Αυτήν την φορά με φώτισες να καταλαβαίνω περισσότερα και μου άνοιξες τα μάτια της ψυχής. Και βλέποντάς σε είπα: Ποιος είσαι συ, που σε βλέπω και σε καμαρώνω; Και τότε, ω Χριστέ μου, ω Δέσποτά μου, τότε για πρώτη φορά με αξίωσες, εμένα τον άσωτο, να ακούσω την γλυκειά σου φωνή. Και τόσο ήμερα μου γλυκομίλησες, ώστε με άφησες εκστατικό και θαύμαζα και έτρεμα και συλλογιζόμουν και έλεγα: Τι δόξα είναι αυτή, να δω τον Θεόν! Από τότε σε ευχαριστώ, Θεέ μου.
» Και άλλη μία φορά, καθώς πήγα να φιλήσω την εικόνα της αγίας Μητρός σου, ενώ γονάτισα να προσκυνήσω, προτού σηκωθώ εγώ, φάνηκες εσύ πρώτα μπροστά μου και ύστερα μέσα στην καρδιά μου. Και τότε κατάλαβα ότι πλέον είχες ενωθή μαζί μου. Από τότε σε αγάπησα περισσότερο, όχι μόνον με το μυαλό μου, αλλά με όλη την καρδιά μου(14). Και από τότε εσύ και εγώ βαδίζομε ενωμένοι»(15).
Βλέπετε πώς ο άγιος της Εκκλησίας μας είδε τον Χριστόν και ενώθηκε μαζί του; Πώς φθάνουν τόσο ψηλά οι άγιοι της Εκκλησίας μας; Τι κάνουν; Πώς το πετυχαίνουν; Πρώτα από όλα αδιαφορούν για ό,τι υπάρχει μέσα στην ζωή. Δεν τους ενδιαφέρει τίποτε. Όπως, όταν μπαίνης μέσα σε ένα αυτοκίνητο, δεν κοιτάζεις αν είναι καινούργιο, αν είναι στολισμένο, αλλά σε νοιάζει να πας στον προορισμό σου, έτσι είναι και οι άγιοι. Εμείς τραγουδάμε καμιά φορά, «έχετε γεια ψηλές κορφές, κάμποι, βουνά, ραχούλες», και τα μάτια μας με την σκέψι του «έχετε γεια ψηλά βουνά» δακρύζουν λυπημένα, διότι είμαστε προσκολλημένοι. Εκείνοι δεν αγαπούν τίποτε. Μόνον προσδοκούν τον Χριστόν. Και εκείνος τους κάνει μία κάθαρσι• τους καθαρίζει την καρδιά. Εν συνεχεία, όπως μας λέγει ο άγιος, τους φωτίζει την ψυχή και κατόπιν φθάνουν στην θεωρία του Θεού. Παρουσιάζεται μπροστά τους ο Θεός. Τι λέγει το Ευαγγέλιο; Μακάριοι είναι εκείνοι που έχουν καθαρή καρδιά, διότι αυτοί θα δουν τον Θεόν(16). Τον βλέπουν τον Θεόν οι άγιοι.
Μετά τους χαρίζει την απάθεια. Ούτε θυμός ούτε οργή ούτε φθόνος ούτε στενοχώρια ούτε αγωνία ούτε αγανάκτησι. Κανένα πάθος! Και όπως είναι έτσι λαμπρή η ψυχή τους, γίνεται αντικείμενο, γίνεται σκεύος κατάλληλο να χωρέση τον Θεόν. Και τότε ο Χριστός έρχεται μέσα τους και ενώνεται μυστικά.
Όταν γίνη αυτή η μυστική ένωσις, αφού τον είδε ο άγιος, αφού τον χάρηκε, αφού τον κατάλαβε, αφού τον γνώρισε, αφού τον απήλαυσε, αφού τον ένοιωσε μέσα του τον Χριστόν, τότε πια γεμίζει από την αγάπη του. Μα, θα μου πήτε: Εμείς, που δεν έχομε νοιώσει αυτά, δεν αγαπάμε τον Χριστόν; Μην ανησυχήτε• τον αγαπάμε και εμείς, αλλά η αγάπη μας είναι μία σταγόνα μέσα στον ωκεανό της δικής τους αγάπης.
Ουράνιοι άνθρωποι είναι αυτοί. Έχετε δει κάτι που έχει αρπάξει φωτιά και καίγεται ολόκληρο; Έτσι γίνεται η ζωή τους. Επικοινωνούν με τον Χριστόν και ενώνονται με πολλά μέσα, ιδίως με αυτό που ονομάζεται προσευχή συνεχής, αδιάλειπτος. Χριστέ μου, έλα μέσα στην καρδιά μου, του λένε συνεχώς. «Κύριε μου, Ιησού μου, Χριστέ μου, ελθέ και σκήνωσον»(17). Και ο Χριστός έρχεται μυστικά και μπαίνει στην καρδιά τους. Μη σας κάνη εντύπωσι. Διότι, όταν έρχεται κοντά σου ο άνθρωπος που τον φωνάζεις, δεν θα έρθη ο Χριστός; Ακούει ο άνθρωπος και δεν θα ακούση ο Θεός που είπε, ό,τι και αν ζητήσετε, θα σας το δώσω(18);
«Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν». Το λέει με το στόμα του, το λέει με τον νου του, το λέει με την καρδιά του και έτσι η σκέψις του και η καρδιά του ενώνονται με τον Χριστόν. Τότε νοιώθει τον Χριστόν να του μιλά• του γλυκαίνει την ζωή, του ευφραίνει την ημέρα, του κάνει αξέχαστες τις νύχτες.
Εμείς τι θα κάνωμε; Το ξέρετε όλοι σας, το ξέρω και εγώ, πόσο η ζωή μας είναι κουραστική και φορτωμένη με χίλια δυο θέματα που μας απασχολούν. Εμείς, αφού είδαμε τι κάνουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας, ας κάνωμε το ελάχιστο που περνάει από το χέρι μας. Ο Χριστός δέχεται τα εκατό, δέχεται και τα τριάντα, δέχεται και τα πέντε που θα του δώσης. Αν δεν μπορής να τον θυμηθής χίλιες φορές, εκατό φορές, πενήντα φορές την ήμερα, θυμήσου τον δέκα φορές και πες του με αγάπη: Χριστέ μου! Όχι να τον παρακάλεσης για την φτώχεια σου, για την μάννα σου, για την αρρώστια σου, για την επιτυχία σου. Όχι. Να τον παρακάλεσης να μπη στην καρδιά σου. Δεν μπορείς δέκα φορές την ήμερα; Πέντε φορές δεν μπορείς; Αν το νοιώσης και τον καλής έστω δυο φορές την ήμερα, ύστερα από έναν μήνα θα γλυκαθής και θα τον ζητάς δέκα φορές, ύστερα είκοσι φορές, ύστερα θα αρχίσης να τον νοιώθης μέσα στην καρδιά σου.
Προσευχή
Ἡ προσευχή καί μάλιστα ἡ εὐχή, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, εἶναι ἕνα σπουδαιότατο θεραπευτικό μέσο. Ἡ εὐχή, κατά τήν διατύπωση τοῦ Γέροντα Πορφύριου, εἶναι τό κλειδί γιά τήν πνευματική ζωή (δηλ. γιά νά εἰσέλθουμε στήν πνευματική ζωή, στό χῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Νά πῶς τό δίδασκε ὁ ἀδιάλειπτα εὐχόμενος Γέρων: «Τό κλειδί γιά τήν πνευματική ζωή εἶναι ἡ εὐχή. Τήν εὐχή δέν μπορεῖ κανείς νά τήν διδάξει, οὔτε τά βιβλία, οὔτε ὁ γέροντας, οὔτε κανείς. Ὁ μόνος διδάσκαλος εἶναι ἡ θεία χάρις. Ἄν σᾶς πῶ ὅτι τό μέλι εἶναι γλυκό, εἶναι ρευστό, εἶναι ἔτσι κι ἔτσι, δέν θά καταλάβετε, ἄν δέν τό γευθεῖτε. Τό ἴδιο καί στήν προσευχή, ἄν σᾶς πῶ, «εἶναι ἔτσι, νιώθεις ἔτσι» κ.λ.π., δέν θά καταλάβετε, οὔτε θά προσευχηθεῖτε, «εἰ μή ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» (Α΄ Κορ. 12, 3). Μόνο τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, μόνο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐμπνεύσει τήν εὐχή»[60].
Προσευχή χωρίς τήν θεία χάρη δέν μπορεῖ νά γίνει, δέν εἶναι προσευχή. «Μόνο μέ τή θεία χάρη (ἔλεγε ὁ Γέροντας), μπορεῖς νά προσευχηθεῖς. Καμία προσευχή δέν μπορεῖ νά γίνει χωρίς τή θεία χάρι. Θυμηθεῖτε τή Σοφία Σειράχ: «Ἐν γάρ σοφίᾳ ῥηθήσεται αἶνος καί Κύριος εὐοδώσει αὐτήν» (Σοφ. Σειρ. 15, 10). Δηλαδή μόνον Αὐτός πού κατέχει τή θεία σοφία μπορεῖ νά δοξολογήσει, καθώς πρέπει, τόν Θεό. Καί ὁ Κύριος μόνο δίδει χάρι πρός τοῦτο. Ὅταν ἔλθει ἡ χάρις, ὅταν ἔλθει ἡ ἀγάπη, λέεις τό ὄνομα «Χριστός» καί γεμίζει ὁ νοῦς, γεμίζει κι ἡ καρδιά. Ὅταν ζεῖς αὐτή τήν ἀγάπη, ἐπιθυμεῖς ν' ἀποκτήσεις τά πνευματικά, ὅταν εἶσαι ξύπνιος, ἀλλά τά ἴδια βλέπεις καί στά ὄνειρα»[61].
Τήν προσευχή, ἔλεγε πάλι, μᾶς τήν διδάσκει ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. «Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς διδάξει τήν προσευχή. Δέν θά τή μάθουμε μόνοι μας, οὔτε ἄλλος κανείς θά μᾶς τή μάθει...Τόν Θεό θά Τόν ἀγαπήσομε ξαφνικά, ὅταν ἡ χάρις θά μᾶς ἐπισκιάσει. Ἄν ἀγαπήσουμε πολύ τόν Χριστό, ἡ εὐχή θά λέγεται μόνη της. Ὁ Χριστός θά εἶναι συνεχῶς στό μυαλό μας καί στήν καρδιά μας»[62].
Ὅλα τά προβλήματα, ἔλεγε, τακτοποιοῦνται μέ τήν προσευχή. Ὅ,τι μᾶς στενοχωρεῖ, ὅ,τι μᾶς ἀγχώνει, ὅ,τι μᾶς προβληματίζει, πρέπει νά τό κάνουμε θέμα προσευχῆς. Ὁ σεβαστός Γέροντας, ἄνθρωπος πού ζοῦσε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἔλεγε: «Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῡ ὅλα τά κάνει προσευχή. Καί τήν δυσκολία καί τή θλίψη, τίς κάνει προσευχή. Ὅ,τι καί νά τοῦ τύχει, ἀμέσως ἀρχίζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...». Ἡ προσευχή ὠφελεῖ σέ ὅλα, καί στά πιό ἁπλά. Γιά παράδειγμα, πάσχεις ἀπό ἀϋπνία· νά μή σκέπτεσαι τόν ὕπνο. Νά σηκώνεσαι, νά βγαίνεις ἔξω καί νά ἔρχεσαι πάλι μέσα στό δωμάτιο, νά πέφτεις στό κρεββάτι σάν γιά πρώτη φορά, χωρίς νά σκέπτεσαι ἄν θά κοιμηθεῖς ἤ ὄχι. Νά συγκεντρώνεσαι, νά λέεις τή δοξολογία καί μετά τρεῖς φορές τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...» κι ἔτσι θά ἔρχεται ὁ ὕπνος.Ὅλα μέ τήν προσευχή τακτοποιοῦνται. Ἀλλά πρέπει νά ἔχεις ἀγάπη, φλόγα στήν προσευχή. Νά μήν ἔχεις ἄγχος ἀλλά ἐμπιστοσύνη στήν ἀγάπη καί στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα εἶναι μέσα στήν πνευματική ζωή. Ὅλα ἁγιάζονται, καί τά καλά καί τά δύσκολα καί τά ὑλικά καί τά πνευματικά καί ὅσα ἄν ποιῆτε, πρός δόξαν Θεοῦ ποιῆτε...Ὅταν εἶσαι ἐν προσευχῇ, ὅλα γίνονται ὅπως πρέπει. Παραδείγματος χάριν, πλένεις πιάτα καί δέν σπάζεις κανένα, δέν κάνεις ζημιές. Ἔρχεται μέσα σου ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔχεις τήν χάρι, ὅλα γίνονται μέ χαρά, χωρίς κόπο. Ὅταν κάνομε συνέχεια προσευχή, θά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός τί νά κάνομε κάθε φορά καί στίς πιό δύσκολες καταστάσεις. Θά τό λέει ὁ Θεός μέσα μας. Θά βρίσκει τρόπους ὁ Θεός. Μποροῦμε βέβαια νά συνδυάζομε τήν προσευχή καί μέ νηστεία. Δηλαδή, ὅταν ἔχομε ἕνα σοβαρό πρόβλημα ἤ δίλημμα, νά προηγεῖται πολλή προσευχή καί νηστεία. Κι ἐγώ ἔτσι ἔκανα πολλές φορές. Ὅταν πάλι ἔχομε αἰτήματα γιά τόν κόσμο, νά τά λέμε μυστικά· μέ τήν προσευχή πού γίνεται «ἐν τῷ κρυπτῷ» (Ματθ. 6, 6) καί δέν φαίνεται. Ἡ πολλή περίσπαση δέν διευκολύνει τήν προσευχή. Ἀφῆστε τά τηλέφωνα, τίς ἐπικοινωνίες καί τά πολλά λόγια μέ τούς ἀνθρώπους. Ἄν ὁ Κύριος δέν βοηθήσει, τί νά κάνουν οἱ δικές μας προσπάθειες; Ἄρα προσευχή, προσευχή μέ ἀγάπη. Καλύτερα τούς βοηθᾶμε ἀπό μακριά μέ τήν προσευχή. Τούς βοηθᾶμε μέ τόν πιό καλό, μέ τόν πιό τέλειο τρόπο»[63].
Ἡ προσευχή μας, παρατηροῦσε, εἰσακούεται ὅταν ὑπάρχει παροξυσμός ψυχικοῦ ἤ σωματικοῦ πόνου, ὁ ὁποῖος τήν συνοδεύει. Τότε ἡ διάνοια ὑποτάσσεται στήν καρδιά. Ἔλεγε ὅτι τά πρωτεῖα στόν πνευματικό ἀγῶνα τά ἔχει ἡ καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά ἀγαπάει ἀληθινά, τότε πονάει καί προσεύχεται μέ πόνο. Αὐτή ἡ προσευχή εἰσακούεται. Ὁ σωματικός ἤ ὁ ψυχικός πόνος, ἑκούσιος ἤ ἀκούσιος, εἶναι αὐτό πού καθαρίζει τήν καρδιά ἀπό τήν φιλαυτία καί τά παράγωγά της (φιληδονία, φιλοδοξία, φιλαργυρία). Ἡ καθαρή καρδιά προσεύχεται καθαρά, χωρίς λογισμούς καί ἐπιθυμίες. Ἡ καθαρά καρδιακή προσευχή εἶναι τό πιό εὐάρεστο στόν Θεό ἔργο, πού μπορεῖ νά ἐπιτελέσει ὁ ἄνθρωπος. Μιά τέτοια φωνή, πού ξεπηδάει ἀπό τήν καθαρή καρδιά εἰσακούεται ἀπό τόν «ἐτάζοντα καρδίας καί νεφρούς Κύριο»[64].
Δίδασκε ὁ γέροντας: «Ἡ διάνοια ξυπνάει καί σκέφτεται τί ψέμμα θά πεῖ γιά νά ξεγελάσει τόν πελάτη, ἄν εἶναι ἐπαγγελματίας, πῶς θά φερθεῖ ἐκεῖ, τί θά πεῖ σ' αὐτόνε, τί θά κάνει στόν ἄλλον, πῶς θά οἰκονομήσει περισσότερα. Ἡ καρδιά πάλι βλέπει ἕνα παιδάκι, τό χαϊδεύει...Βάζει τό χέρι στήν τσέπη καί προσφέρει ὁρισμένα χρήματα σ' ἕναν ἀνήμπορο. Τρέχει στό νοσοκομεῖο νά ἐπισκεφτεῖ κάποιον πού εἶναι ἀσθενής...Προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του ἐθελοντικά ἄν θέλει ἤ δίνει χρήματα. Ὅταν μιλήσει ἡ καρδιά μπαίνει τό χέρι στήν τσέπη. Ὅταν μιλάει ἡ διάνοια βγαίνει τό χέρι ἀπ' τήν τσέπη. Ἄρα, λέει, γιά μένα ἡ καρδιά ἔχει τό προβάδισμα» [65]. Ἔλεγε ἀκόμη ὁ π. Πορφύριος ὅτι « ἡ διάνοια δέν ἐνδιαφέρεται γιά τήν προσευχή, γιά τό τί ἐπιδιώκει ἡ καρδιά. Ἔχουνε διαφορετικά ἐνδιαφέροντα. Ἡ μέν διάνοια ἔγκειται ἐπί τά πονηρά, ἡ δέ καρδία προσπαθεῖ νά ἐπικοινωνήσει μέ τό θεῖον...«Ξέρεις ὅτι ὑπάρχει περίπτωσις νά ἐπικοινωνήσεις μέ τόν Θεό; Πότε; Σ' ἕναν παροξυσμό πόνου ψυχικοῦ ἤ σωματικοῦ ἡ διάνοια ὑποτάσσεται, καθηλώνεται στήν ἐπιθυμία τῆς καρδιᾶς. Καί καρδιά δέν ἐννοοῦμε αὐτό τό σάρκινο τῆς καρδιᾶς. Καρδιά εἶναι πιό μέσα, πιό ἐσωτερικά. Λοιπόν τότε ἐφόσον καθηλώνεται ἔχουμε ἀρνητικό καθοδικό. Καί τί γίνεται ἀμέσως; Γίνεται ἡ λάμψις, γίνεται τό φῶς. Καί γι' αὐτό λέει ὁ Θεός, χτυπῆστε μου τήν πόρτα καί ἐγώ θά σᾶς τήν ἀνοίξω. Ζητῆστε μου ὅτι θέλετε κι ἐγώ θά σᾶς τό δώσω. Πότε; Ὅταν φτάσει ἡ φωνή μας. Εἴδατε στό δρόμο ὅτι ἄν δέν φωνάξεις ἕναν: «Ἔ! Γιάννη, Γιάννη...» δέν γυρίζει  νά σέ δεῖ. Πρέπει λοιπόν ν' ἀκουσθεῖ ἡ φωνή μας στό Θεό. Ἀλλά κάθε φορά πού λέμε ὅτι προσευχόμεθα ἀκούγεται ἡ φωνή μας στό Θεό; Εἶναι τό ἐρώτημα. Ὄχι, γιατί πόσες φορές πᾶς νά προσευχηθεῖς, θυμᾶσαι τί σοῦ ἔκανε ὁ ἕνας, τί σοῦ ἔκανε ὁ ἄλλος, πῶς νά ἐκδικηθεῖς, τί θά κάνεις, τί θά ράνεις...Δέν εἶναι δυνατόν νά πεῖς ὅτι προσευχήθηκα ἀπόψε. Γι' αὐτό λοιπόν μόνο ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὑποφέρει σωματικά καί ψυχικά τότε μπορεῖ ν' ἀνοίξει τήν πόρτα τοῦ Χριστοῦ»[66].
Ἡ προσευχή γιά νά εἶναι σωστή πρέπει νά πηγάζει ἀπό καθαρή καρδιά. Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἐμποδίζει τήν προσευχή. Ἐπίσης ὅταν ὑπάρχουν στήν ψυχή μας πάθη, κακίες, ἐχθρότητες ἡ προσευχή δέν ἀνεβαίνει στόν Θεό. «Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας (ἔλεγε ὁ Γέροντας), ὅταν Τόν ἐπικαλούμασθε μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή, νά μήν ἔχει κανένα ἐμπόδιο, νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό μίσος, ἀπό ἐγωισμό, ἀπό κακία. Πρέπει νά Τόν ἀγαπᾶμε καί νά μᾶς ἀγαπάει. Ἄν, ὅμως, ἔχομε μέσα μας κάποιο κατάκριμα, πάλι ὑπάρχει κάποιο μυστικό. Καί τό μυστικό εἶναι νά ζητήσομε συγγνώμη ἤ νά τό ποῦμε στόν πνευματικό. Ἀλλ' αὐτό θέλει ταπείνωση, ὅπως εἴπαμε. Ἅμα συμμορφωθεῖς ἐφαρμόζοντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί δέν ἔχεις τύψεις στή συνείδησή σου καί ἔχει ἡρεμία καί κάνεις καλά ἔργα, μπαίνεις στήν προσευχή ἁπαλά, χωρίς νά τό καταλάβεις. Ἔπειτα περιμένεις ἁπλά, σιγά σιγά, μέχρι νά ἔλθει ἡ χάρις. Σέ καθετί πού συμβαίνει, νά ρίχνετε τό βάρος στόν ἑαυτό σας. Νά προσεύχεσθε μέ ταπείνωση, νά μήν αὐτοδικαιώνεσθε. Βλέπετε, γιά παράδειγμα, ἀντιζηλία ἀπό ἀπέναντί; Προσευχή ἐσεῖς μέ ἀγάπη, γιά νά ρίξετε ἀγάπη στήν ἀντιζηλία. Ἀκοῦτε συκοφαντία ἐναντίον σας; Προσευχηθεῖτε. Προσέχετε, γιατί «καί θροῦς γογγυσμῶν οὐκ ἀποκρύπτεται» (Σοφ. Σολ. 1, 10). Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τήν ψυχή σας καί δέν μπορεῖτε νά προσευχηθεῖτε. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τήν ψυχή, δέν τολμάει νά πλησιάσει»[67].
Ἄς παρακαλοῦμε τόν Θεό, ἔλεγε, νά μᾶς ἀγαπήσει. «Ὁ Χριστός θά μᾶς δώσει τήν ταπείνωση. Ἐμεῖς δέν μποροῦμε μέ τίς ἀδυναμίες μας νά Τόν ἀγαπήσομε. Ἄς μᾶς ἀγαπήσει Αὐτός. Ἄς Τόν παρακαλοῦμε πολύ νά μᾶς ἀγαπήσει Ἐκεῖνος καί νά μᾶς δώσει τό ζῆλο νά Τόν ἀγαπήσομε κι ἐμεῖς»[68].
Νά ζητᾶμε, δίδασκε, στήν προσευχή ὑπομονή καί ὄχι ἀπαλλαγή ἀπό τίς θλίψεις. «Νά μήν ἐκβιάζομε μέ τίς προσευχές μας τόν Θεό. Νά μήν ζητᾶμε ἀπ' τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάτι, ἀσθένεια κ.λ.π. ἤ νά μᾶς λύσει τά προβλήματά μας, ἀλλά νά ζητᾶμε δύναμη καί ἐνίσχυση ἀπό Ἐκεῖνον, γιά νά τά ὑπομένομε. Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίδει κάτι πού ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τό λόγο Του...Μήν κυνηγᾶμε ν' ἀποκτήσομε αὐτό πού θέλομε, ἀλλά νά τ' ἀφήνομε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅσο τό κυνηγᾶμε, τόσο αὐτό ἀπομακρύνεται. Ἄρα, λοιπόν, ὑπομονή καί πίστη καί γαλήνη. Κι ἄν τό ξεχάσομε ἐμεῖς, ὁ Κύριος ποτέ δέν ξεχνάει κι ἄν εἶναι γιά τό καλό μας, θά μᾶς δώσει αὐτό πού πρέπει κι ὅταν πρέπει»[69].
Πρέπει νά προσευχόμαστε, παρατηροῦσε, χωρίς νά περιμένουμε νά μᾶς ἀπαντήσει ὁ Θεός. «Νά εὔχεσαι ἔτσι ἁπλᾶ (ἔλεγε πάλι ὁ Γέροντας), ἁπλᾶ καί ταπεινά, μέ πίστη ἁπλῆ χωρίς νά περιμένης νά σοῦ ἀπαντήση ὁ Θεός. Χωρίς νά δῆς τό χέρι Του ἤ τό πρόσωπό Του ἤ τό φωτισμό Του. Τίποτα! Νά πιστεύης! Ἐφ΄ ὅσον μιλᾶς μέ τό Θεό, μιλᾶς πραγματικά μέ τό Θεό»[70].
Πρέπει, δίδασκε ὁ γεμάτος λαχτάρα γιά τήν σωτηρία ὅλων Γέροντας, νά προσευχόμαστε γιά τήν κάθαρση τοῦ κάθε ἀνθρώπου, γιά ὅλην τήν Ἐκκλησία. «Νά προσεύχεσθε γιά τήν κάθαρση κάθε ἀνθρώπου γιά νά μιμηθεῖτε τόν ἀγγελικό τρόπο στή ζωή σας. Ναί, οἱ ἄγγελοι δέν προσεύχονται γιά τόν ἑαυτό τους. Ἐγώ ἔτσι προσεύχομαι γιά τούς ἀνθρώπους, γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τό Σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Τήν ὥρα πού προσεύχεσθε γιά τήν Ἐκκλησία, ἀπαλλάσσεσθε κι ἀπ΄ τά πάθη. Τήν ὥρα πού δοξολογεῖτε, ἁπαλύνεται ἡ ψυχούλα σας καί ἁγιάζεται ὑπό τῆς θείας χάριτος. Αὐτή τήν τέχνη θέλω νά μάθετε»[71].
Ἡ εὐχή, δίδασκε, πρέπει νά λέγεται μέ λαχτάρα, συντριβή, ἀγάπη, τρυφερότητα. Ὁ ἐράσμιος Γέρων γνώριζε ὅτι δέν ἀρκεῖ νά ἐπαναλαμβάνουμε μηχανικά, ξερά τήν εὐχή. Χρειάζεται νά ὑπάρχει θεῖος ἔρωτας. Ἔλεγε: «Ν' ἀγαπήσομε τόν Χριστό. Τότε ἀπό μέσα μας θά βγαίνει μέ λαχτάρα, μέ θέρμη, μέ θεῖο ἔρωτα, τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θά φωνάζομε τό ὄνομά Του μυστικά, ἀλάλητα. Νά στεκόμαστε ἀπέναντι στόν Θεό μέ λατρεία, ταπεινά, πάνω στά χνάρια τοῦ Χριστοῦ. Νά μᾶς ἐλευθερώσει ὁ Χριστός ἀπό κάθε πτυχή τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου. Νά παρακαλοῦμε νά μᾶς ἔλθουν δάκρυα πρίν τήν προσευχή. Ἀλλά προσοχή! «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Νά προσεύχεσθε στόν Θεό μέ λαχτάρα κι ἀγάπη, μέσα σέ ἡρεμία, μέ πραότητα, μαλακά, χωρίς ἐκβιασμό. Κι ὅταν λέτε τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» νά τή λέτε ἀργά, ταπεινά, ἁπαλά, μέ θεῖο ἔρωτα. Μέ γλυκύτητα νά λέτε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Νά λέτε μία μία τίς λέξεις, «Κύριε... Ἰησοῦ... Χριστέ... ἐλέησόν με», ἁπαλά, τρυφερά, ἀγαπητικά, σιωπηλά, μυστικά, νοερά, ἀλλά καί μέ ἔξαρση· μέ λαχτάρα, μέ ἔρωτα, δίχως ἔνταση, βία ἤ ἄπρεπη ἔμφαση, χωρίς σφιξίματα καί σπρωξίματα. Πῶς ἐκφράζεται ἡ μάνα, πού ἀγαπάει τό παιδί της; «Παιδάκι μου!...κορούλα μου!... Παναγιωτάκη μου!... Χρηστάκη μου!». Μέ λαχτάρα. Λαχτάρα!  Αὐτό εἶναι ὅλο τό μυστικό. Ἐδῶ μιλάει ἡ καρδιά. «Παιδάκι μου, ψυχή μου!». «Κύριέ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου, Ἰησοῦ μου!...». Αὐτό πού ἔχεις στήν καρδιά σου, στό νοῦ σου, αὐτό ἐκφράζεις «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου» (Λουκ. 10, 27)»[72].
Γιά νά λεχθεῖ σωστά ἡ εὐχή πρέπει σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρες, νά ὑπάρχει ὑπακοή, γιά νά βρίσκεται ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Χάρι. Ἡ εὐχή γιά νά λεχθεῖ σωστά πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά κάνει ὑπακοή. Ἡ ὑπακοή ὁδηγεῖ στήν ταπείνωση, ἡ δέ ταπείνωση φέρνει τήν θεία χάρη. Μόνο τότε μπορεῖ νά πεῖ σωστά ὁ ἄνθρωπος τήν εὐχή. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέρων: «Δέν εἶναι δύσκολο νά πεῖτε τήν εὐχή· ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τήν πεῖτε σωστά, γιατί κλωτσάει ὁ παλαιός ἑαυτός σας. Ἄν δέν μπεῖτε στήν ἀτμόσφαιρα τῆς χάριτος, δέν θά μπορέσετε νά κάνετε τήν εὐχή. Μόλις ἀκούσετε προσβλητικό λόγο, λυπᾶσθε καί μόλις σᾶς ποῦν καλό λόγο, χαίρεσθε καί λάμπετε; Μ' αὐτό δείχνετε ὅτι δέν εἶστε ἕτοιμοι, δέν ἔχετε τίς προϋποθέσεις. Γιά νά ἔλθει ἡ θεία χάρις, πρέπει ν' ἀποκτήσετε τίς προϋποθέσεις, τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, διαφορετικά δημιουργεῖται ἀντίδραση. Γιά νά μπεῖτε σ' αὐτή τή «φόρμα», θά ξεκινήσετε ἀπ' τήν ὑπακοή. Πρέπει πρῶτα νά δοθεῖτε στήν ὑπακοή, γιά νά ἔλθει ἡ ταπείνωση. Βλέποντας τήν ταπείνωση ὁ Κύριος στέλνει τή θεία χάρι κι ἔπειτα ἔρχεται μόνη, ἀβίαστα ἡ προσευχή. Ἄν δέν κάνετε ὑπακοή καί δέν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχή δέν ἔρχεται καί ὑπάρχει καί φόβος πλάνης. Νά ἑτοιμάζεσθε σιγά σιγά, ἁπαλά ἁπαλά καί νά κάνετε τήν εὐχή μέσα στό νοῦ. Ὅ,τι εἶναι στό νοῦ, εἶναι καί στήν καρδιά»[73].
Ἡ ταπείνωση πού προέρχεται ἀπό τήν ὑπακοή φέρνει τήν προσευχή. Δέν συμβαίνει τό ἀντίθετο δηλ. ἡ προσευχή δέν ὁδηγεῖ στήν ὑπακοή ἀλλά ἡ ὑπακοή στήν ἀληθινή προσευχή. Ἡ ὑπακοή καθιστᾶ τό νοῦ καθαρό ἀπό μέριμνες καί λογισμούς. Ὁ καθαρός νοῦς μπορεῖ νά προσεύχεται καθαρά. Αὐτή εἶναι ἡ κοινή πατερική θέση. «Θέλεις ν΄ ἀποκτήσεις προσευχή; Θέλεις, ὅταν λές τό "Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ" νά τρέχουν τά δάκρυα ποτάμι ἀπό τά μάτια σου; Θέλεις νά ζήσεις τή ζωή τῶν ἀγγέλων; "Εὐλόγησον", "νά 'ναι εὐλογημένο". Ὑπακοή»[74] διδάσκει, ἀκολουθώντας τούς Ἁγίους Πατέρας, ὁ μακαριστός σύγχρονος ἁγιασμένος Γέροντας π. Ἐφραίμ Κατουνακιώτης.
Ἡ προσευχή πού γίνεται μέ ταπείνωση ἑλκύει ἀμέσως τήν θεία χάρη, σύμφωνα ἄλλωστε, μέ τό Γραφικό: «ὁ Θεός ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δέ δίδωσι χάριν»[75]. «Ἡ προσευχή γίνεται μόνο μέ τό Ἅγιον Πνεῦμα (δίδασκε ὁ Γέροντας). Αὐτό διδάσκει τήν ψυχή πῶς νά προσεύχεται. «Τό γάρ τί προσευξόμεθα, καθ' ὅ δεῖ, οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ' αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26). Ἐμεῖς δέν χρειάζεται νά κάνομε καμία προσπάθεια. Ν' ἀπευθυνόμασθε στόν Θεό μέ ὕφος ταπεινοῦ δούλου, μέ φωνή παρακλητική καί ἱκετευτική. Τότε ἡ προσευχή μας εἶναι εὐάρεστη στόν Θεό. Νά στεκόμαστε μέ εὐλάβεια ἐνώπιον τοῦ Ἐσταυρωμένου καί νά λέμε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Αὐτό τά λέει ὅλα. Ὅταν κινηθεῖ γιά προσευχή ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, στό δευτερόλεπτο τοῦ δευτερολέπτου ἔρχεται ἡ θεία χάρις. Τότε ὁ ἄνθρωπος γίνεται χαριτωμένος καί βλέπει μέ ἄλλα μάτια τά πάντα. Τό πᾶν εἶναι ν' ἀγαπήσομε τόν Χριστό, τήν προσευχή, τή μελέτη. Παίρνομε ἕνα ἑκατομμύριο καί τό κόβομε κομματάκια. Τοῦ ἀνθρώπου ἡ προσπάθεια εἶναι τό ἕνα ἑκατομμυριοστό. Πρίν ἀπ' τήν προσευχή ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται μέ προσευχή. Προσευχή γιά τήν προσευχή[76]». Σέ ἄλλη περίπτωση πάλι ὁ Γέροντας ἔλεγε: ««Πῶς ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις; Μέ τήν ταπείνωση καί τήν προσευχή. Ἀλλά ἡ προσευχή μας πρέπει νά εἶναι δυνατή καί ζωντανή. Ὅταν προσευχώμαστε μέ πίστη καί ὑπομονή, πάντοτε ἔχουμε ἀποτελέσματα»[77].
Ἡ προσευχή πρέπει νά γίνεται μέ ὕφος ταπεινό καί φωνή παρακλητική. Ὅταν παρουσιαζόμαστε μπροστά στόν Θεό πρέπει νά παρουσιαζόμαστε σάν τόν κατάδικο στό δικαστήριο, σάν τό μυρμήγκι· σάν τόν ἐλεεινότερο καί ἀθλιώτερο ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί τῶν δαιμόνων καί τῶν κτισμάτων. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν παιδί μου, ἀπευθυνόμεθα στό Θεό, δέν παίρνουμε ὕφος στράτιωτικοῦ, πού διατάσσει τά φανταράκια. Ἀλλά ὕφος ταπεινοῦ δούλου καί φωνή ἱκετευτική καί πολύ παρακλητική. Μόνο αὐτή ἡ φωνή φθάνει στό θρόνο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος σάν φιλόστοργος Πατέρας πού εἶναι, ἱκανοποιεῖ τό αἴτημά μας καί «ἀντικαταπέμπει ἡμῖν τήν θείαν χάριν καί τήν δωρεάν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!»»[78]. (Στό βιβλίο Ἀν. Καλλιάτσου, Ὁ πατήρ Πορφύριος. Ἀθῆναι 2000, σελ. 205).
Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, ἐπεσήμαινε, ὅταν δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὅπως τόν ἑαυτό μας καί δέν τηροῦμε τίς ἐντολές Του. Ἔλεγε ὁ Γέροντας τῆς διπλῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης: «Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, διότι δέν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νά γίνεις ἄξιος, γιά νά προσευχηθεῖς. Δέν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν...Ἄξιοι γίνονται ὅσοι ἐπιθυμοῦν καί λαχταροῦν νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι δίνονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ἔχεις κανένα θέλημα, αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία, εἶναι τό πᾶν. Ὁ σκλάβος δέν ἔχει κανένα θέλημα. Τό νά μήν ἔχουμε κανένα θέλημα μπορεῖ νά γίνει μ' ἕναν τρόπο ἁπαλό· μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του»[79].
Ἀνιδιοτέλεια στήν προσευχή καί ἀγάπη, ὄχι σφίξιμο εἶναι αὐτά πού τόνιζε ὁ Γέροντας. «Τά πάντα (δίδασκε) νά τά κάνεις μέσα στήν ἀγάπη. Νά κινεῖσαι μέσα στήν ἀγάπη. Ἀπό ἀγάπη στόν Θεό νά κάνεις τόν κόπο, τόν κάθε κόπο. Νά αἰσθάνεσαι ἀγάπη, εὐγνωμοσύνη πρός τόν Θεό, χωρίς νά ἔχεις στό νοῦ σου νά ἐπιτύχεις κάτι. Ἀξία ἔχει νά λέεις τήν εὐχή μέ τρυφερότητα ψυχῆς, μέ ἀγάπη, μέ λαχτάρα, καί τότε δέν θά σοῦ φαίνεται κουραστική· ὅπως ὅταν λέεις, «μητέρα μου...πατέρα μου», καί νιώθεις πλήρη ἀνάπαυση.Ὄχι λοιπόν βία, γιά ν' ἀποκτήσεις τήν εὐχή. Ὄχι, «θ' ἀγωνισθῶ, γιά ν' ἀποκτήσω τήν εὐχή καί νά κερδίσω τόν Παράδεισο». Νά μήν σκέπτεσαι ὅτι στόν οὐρανό θά λάβεις ἑκατονταπλασίονα. Νά λέεις τήν εὐχή χωρίς ὑπολογισμούς, χωρίς ὑστεροβουλίες, ὄχι γιά νά κερδίσεις κάτι. Κι ἄν κάνεις χίλιες μετάνοιες, γιά νά μπεῖς στόν Παράδεισο, δέν ἔχει ἀξία. Νά τό κάνεις ἀπό ἀγάπη κι ἄν ὁ Θεός θέλει νά σέ βάλει στήν κόλαση, ὅ,τι θέλει ἄς κάνει. Αὐτό σημαίνει ἀνιδιοτέλεια. Δέν ἔχει ἀξία νά κάνεις ἑκατό μετάνοιες καί νά μή νιώθεις τίποτα. Ἄς κάνεις  εἴκοσι μόνο ἤ δεκαπέντε, ἀλλά νά γίνονται μέ συναίσθηση καί ἀγάπη στόν Κύριο καί μέ συμμόρφωση στίς θεῖες ἐντολές Του. Ἔτσι σιγά σιγά φεύγουν τά πάθη, ὑποχωροῦν οἱ ἁμαρτίες καί ἁπαλά ἁπαλά, χωρίς νά σφιγγόμαστε, μπαίνομε στή προσευχή. Ἅμα εἶσαι ἄδειος, πού σημαίνει, ὅτι δέν ἔχεις ἀγάπη, καί μετάνοιες καί προσευχή νά κάνεις, τίποτα δέν κάνεις. Καί ὅταν γιά ὁποιονδήποτε λόγο ἔρχεσαι σέ κατάνυξη, νά μή χάνεις τήν εὐκαιρία νά λέεις τήν εὐχή κι ἔτσι σιγά σιγά σοῦ γίνεται βίωμα. Ὅταν προχωρήσεις, δέν εἶναι ἡ σκέψη τῆς εὐχῆς, πού ἀκούγεται στό νοῦ, ἀλλά εἶναι κάτι ἄλλο. Εἶναι κάτι πού τό αἰσθάνεσαι μέσα σου, ἀλλά χωρίς ἐσύ νά κάνεις προσπάθεια. Αὐτό τό «κάτι» εἶναι ἡ θεία χάρις, πού σοῦ χαρίζει ὁ Χριστός»[80].
Ἡ εὐχή ὅπως καί κάθε πνευματική ἐργασία, ἐπεσήμαινε, πρέπει νά γίνεται ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος. Ἐπίσης πρέπει νά λέγεται χωρίς κανένα ἄλλο λογισμό, χωρίς νά σκεφτόμαστε τίποτα ἄλλο· καί ὄχι συνέχεια ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση καί ἀτμόσφαιρα κατανύξεως. Εἶχε ἐργαστεῖ πάρα πολύ πάνω στήν εὐχή καί μποροῦσε νά συμβουλεύει ἀποτελεσματικά καί αὐθεντικά ἐξ ἐμπειρίας: «Ἡ νοερά προσευχή γίνεται μόνο ἀπό ἐκεῖνον πού ἔχει ἀποσπάσει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει νά γίνεται μέ τή σκέψη, «νά τή μάθω, νά τήν καταφέρω, νά τήν φθάσω», γιατί μπορεῖ νά ὁδηγηθοῦμε στόν ἐγωισμό καί στήν ὑπερηφάνεια. Χρειάζεται πείρα, λαχτάρα, ἀλλά καί σύνεση, προσοχή καί φρόνηση, γιά νά εἶναι ἡ προσευχή καθαρή καί θεάρεστη. Ἕνας λογισμός, «εἶμαι προχωρημένος», τά χαλάει ὅλα. Τί νά ὑπερηφανευθοῦμε; Δέν ἔχομε τίποτα δικό μας. Αὐτά τά θέματα εἶναι λεπτά. Νά προσεύχεσθε χωρίς νά σχηματίζετε στό νοῦ σας εἰκόνες. Νά μή φαντάζεσθε τόν Χριστό. Οἱ Πατέρες ἐτόνιζαν τό ἀνεικόνιστον στήν προσευχή. Μέ τήν εἰκόνα ὑπάρχει τό εὐόλισθον, διότι ἐνδέχεται στήν εἰκόνα νά παρεμβληθεῖ ἄλλη εἰκόνα. Ἐνδέχεται καί ὁ πονηρός νά κάνει παρεμβολές καί νά χάσομε τήν χάρι. Ἡ εὐχή νά γίνεται μέσα μας μέ τό νοῦ καί ὄχι μέ τά χείλη, γιά νά μή δημιουργεῖται διάσπαση καί ὁ νοῦς νά πηγαίνει ἀπό δῶ καί ἀπό κεῖ. Μέ ἕναν ἁπαλό τρόπο ἐμεῖς νά βάλομε στό νοῦ μας τόν Χριστό, λέγοντας ἁπαλά ἁπαλά: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Νά μή σκέπτεσθε τίποτα, παρά μόνο τά λόγια «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Τίποτ' ἄλλο.. Τίποτα. Ἥρεμα, μέ τά μάτια ἀνοικτά, γιά νά μήν κινδυνεύετε ἀπό φαντασίες καί πλάνες, μέ προσοχή καί ἀφοσίωση νά στρέφεσθε στόν Χριστό. Νά λέτε τήν εὐχή μέ τρόπο ἁπαλό καί ὄχι συνέχεια, ἀλλά ὅταν ὑπάρχει διάθεση καί ἀτμόσφαιρα κατανύξεως, ἡ ὁποία εἶναι δῶρο τῆς θείας χάριτος. Χωρίς τήν χάρι αὐτόϋπνωτίζεσαι καί μπορεῖ νά πέσεις σέ φῶτα καί πλάνη καί παράκρουση. Νά μή γίνεται ἡ εὐχή ἀγγάρια. Ἡ πίεση μπορεῖ νά φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νά κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοί μέ τήν εὐχή, γιατί τήν ἔκαναν μέ πίεση»[81].
Ἕνα σπουδαῖο ἀποτέλεσμα τῆς ἀδιάλειπτης μνήμης τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ θεραπεία τοῦ λογιστικοῦ μέρους τῆς ψυχῆς. Ὁ γέροντας ἔλεγε χαρακτηριστικά ὅτι ὁ νοῦς ἀποκτάει εὐλυγισία μέ τήν ἀδιάλειπτη μνήμη τοῦ Θεοῦ.
Δίδασκε ὁ σοφός Γέρων: «Νά ἔχετε συνέχεια τή μνήμη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ὁ νοῦς σας θ' ἀποκτήσει εὐλυγισία. Ἡ εὐλυγισία τοῦ νοῦ ἔρχεται ἀπ' τήν ἐγρήγορση. Ἐγρήγορση εἶναι ὁ ἔρως γιά τόν Θεό. Εἶναι νά ἔχεις πάντα στό νοῦ καί στήν καρδιά σου τόν Χριστό, ἔστω κι ἄν κάνεις ἄλλες δουλειές. Θέλει ἔρωτα πρός τόν Χριστό, λαχτάρα. Μνήμη Θεοῦ θ' ἀποκτήσετε μέ τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...», μέ τίς προσευχές τῆς Ἐκκλησίας, μέ τούς ὕμνους, μέ τό νά φέρνετε στό νοῦ σας τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ καί χωρία ἀπ΄ τήν Ἁγία Γραφή κι ἀπό ἄλλα πνευματικά βιβλία»[82].
Ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους, δίδασκε, εἶναι πολύ εὐάρεστη στόν Θεό καί ἔχει μεγάλη πνευματική ὠφέλεια. «Ὅταν ἔχομε κάποιο πρόβλημα (ἔλεγε ὁ Γέροντας), ἐμεῖς ἤ κάποιος ἄλλος, νά ζητᾶμε κι ἀπό ἄλλους προσευχές καί νά παρακαλοῦμε ὅλοι τόν Θεό μέ πίστη καί ἀγάπη. Νά εἶστε σίγουροι ὅτι ὁ Θεός εὐαρεστεῖται σ' αὐτές τίς προσευχές καί ἐπεμβαίνει κάνοντας θαύματα. Αὐτό δέν τό ἔχομε καταλάβει καλά. Τό πήραμε ἔτσι ἁπλά καί λέμε: «Κάνε μιά προσευχή γιά μένα». Πιό πολύ θά προσεύχεσθε γιά τούς ἄλλους παρά γιά τόν ἑαυτό σας. Θά λέτε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί θά ἔχετε μέσα σας πάντοτε καί τούς ἄλλους. Ὅλοι εἴμαστε παιδιά τοῦ ἴδιου Πατέρα, εἴμαστε ὅλοι ἕνα· γι' αὐτό, ὅταν προσευχόμαστε γιά τούς ἄλλους, λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», καί ὄχι, «ἐλέησέ τους». Τούς κάνομε ἔτσι ἕνα μέ τόν ἑαυτό μας. Ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους, πού γίνεται ἁπαλά καί μέ βαθιά ἀγάπη, εἶναι ἀνιδιοτελής κι ἔχει μεγάλη πνευματική ὠφέλεια. Χαριτώνει τόν προσευχόμενο, ἀλλά χαριτώνει κι ἐκεῖνον γιά τόν ὁποῖο προσεύχεται, τοῦ φέρνει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔχετε μεγάλη ἀγάπη καί αὐτή ἡ ἀγάπη σᾶς κινεῖ σέ προσευχή, τότε τά κύματα τῆς ἀγάπης σας πηγαίνουν καί ἐπηρεάζουν αὐτόν γιά τόν ὁποῖον προσεύχεσθε καί δημιουργεῖτε γύρω του μία ἀσπίδα προστασίας καί τόν ἐπηρεάζετε, τόν ὁδηγεῖτε πρός τό ἀγαθόν. Βλέποντας τήν προσπάθειά σας ὁ Θεός δίδει πλούσια τήν χάρι Του καί σ' ἐσᾶς καί σ' ἐκεῖνον. Ἀλλά πρέπει νά ἀποθάνομε γιά τόν ἑαυτό μας»[83].
Ἡ προσευχή μας, ὅπως ἔλεγε ὁ Γέροντας, πού κάνομε γιά τόν ἄλλο, τόν θεραπεύει στέλνοντάς του κύματα Χάρης. Δίδασκε:« Ὅταν εὔχεται κανείς γιά τόν πλησίον του, μία καλή δύναμη βγαίνει ἀπ' αὐτόν καί πηγαίνει στόν ἀδελφό καί τόν θεραπεύει καί τόν δυναμώνει καί τόν ζωογονεῖ. Μυστήριο πῶς φεύγει ἀπό μᾶς αὐτή ἡ δύναμη. Ὅμως, πράγματι, αὐτός πού ἔχει μέσα του τό καλό στέλνει τήν καλή αὐτή δύναμη στούς ἄλλους μυστικά καί ἀπαλά. Στέλνει στόν πλησίον του φῶς, πού δημιουργεῖ ἕναν κύκλο προστασίας γύρω του καί τόν προφυλάσσει ἀπ' τό κακό. Ὅταν ἔχομε γιά τόν ἄλλο ἀγαθή διάθεση καί προσευχόμαστε, θεραπεύομε τόν ἀδελφό καί τόν βοηθᾶμε νά πάει στόν Θεό»[84].
Ἡ προσευχή γιά τούς ἄλλους, δίδασκε, συστοιχώντας στούς Ἁγίους Πατέρας, ὠφελεῖ πολύ περισσότερο ἀπό τήν διδασκαλία. Οἱ μοναχοί ὠφελοῦν μυστικά τήν Ἐκκλησία μέ τίς προσευχές τους. Ἡ Ἐκκλησία διατηρήθηκε χάρις στόν Μοναχισμό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὁ μοναχός φαίνεται ἀπόκοσμος καί ἀκοινώνητος γιά πολλούς. Φαίνεται ὅτι κοιτάζει μόνο τήν ψυχή του, ὅτι δέν προσφέρει τίποτα στήν Ἐκκλησία, στόν κόσμο. Αὐτό δέν εἶναι ἔτσι. Τόσα χρόνια ἄν διατηρήθηκε ἡ Ἐκκλησία, ὀφείλεται στό μοναχισμό. Αὐτός πού μπαίνει στό μοναστήρι καί τά δίνει ὅλα στόν Χριστό μπαίνει στήν Ἐκκλησία. Ἴσως νά πεῖ κάποιος: «Αὐτοί πού ζοῦν μόνοι τους σέ μιά σπηλιά βοηθοῦν τήν Ἐκκλησία;». Ναί. Οἱ σπηλαιῶτες βοηθοῦν τήν Ἐκκλησία μυστικά. Ἕνας πού ζεῖ στή σπηλιά μπορεῖ νά μή φτιάχνει δέντρα καί κήπους, συγγράμματα κι ἄλλα πού βοηθοῦν στή ζωή ἤ στήν πρόοδο, ἀλλά ἐκεῖ μέσα δημιουργεῖ κι ἐξελίσσεται καί θεοῦται. Οἱ ἀσκητές μένουν στή σπηλιά, γιά νά μήν τούς ἀποσπᾶ κανείς ἀπ' τήν πνευματική ζωή. Μέ τή θερμή καί καθαρή ζωή τους καί κυρίως μέ τήν προσευχή τους βοηθοῦν τήν Ἐκκλησία. Θά σᾶς πῶ κάτι, πού θά σᾶς φανεῖ ὑπερβολικό. Ἀλλά, παιδιά μου, θέλω νά μέ πιστεύσετε. Πρόκειται γιά τήν προσφορά  τῆς προσευχῆς τοῦ μοναχοῦ...Ἄς ὑποθέσομε ὅτι ἔχομε ἑπτά ἱεροκήρυκες θεολόγους, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἅγιοι στή ζωή τους. Ἡ ρητορεία τους ἄφθαστη. Ὁ καθένας ἔχει τήν ἐνορία του, πού ἀποτελεῖται ἀπό δέκα χιλιάδες ἐνορίτες. Κάθε μέρα ἀκοῦνε τό λόγο τους ἑβδομήντα χιλιάδες ἄνθρωποι. Συγκλονίζονται χιλιάδες πού τούς ἀκοῦνε, μετανοοῦν, ἐπιστρέφουν στόν Χριστό, σώζονται ὁλόκληρες οἰκογένειες. Ἕνας ὅμως, μοναχός, πού δέν τόν βλέπει κανείς, καθισμένος σέ κάποια σπηλιά, μέ τήν ταπεινή του προσευχή ἐπιδρᾶ πολύ περισσότερο. Ἕνας ἔναντι ἐπτά ἔχει μεγαλύτερα ἀποτελέσματα. Αὐτό βλέπω. Εἶμαι σίγουρος. Νά ποιά εἶναι ἡ σημασία τῆς προσευχῆς τοῦ μοναχοῦ. Εἶναι στό κελλί του μόνος, ἀλλά τά κύματα τῆς προσευχῆς του φθάνουν σ' ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἔστω κι ἄν εἶναι μακριά. Μέ τήν προσευχή ὁ μοναχός συμμετέχει σ' ὅλα τά προβλήματα τῶν ἀνθρώπων καί κάνει θαύματα. Ἡ προσφορά του, ἑπομένως, εἶναι πιό μεγάλη κι ἀπ' τοῦ πιό ἄξιου ἱεροκήρυκα»[85].
Γιαυτούς πού μᾶς κατηγοροῦν καί μᾶς στενοχωροῦν, δίδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά κάνομε προσευχή. Ἔλεγε: «Συχνά μέ κατηγοροῦν, ἀλλά ἐγώ «ὡσεί κωφός οὐκ ἤκουον καί ὡσεί ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τό στόμα αὐτοῦ» (Ψαλμ. 37, 14). Γιαυτούς πού σᾶς κατηγοροῦν νά κάνετε προσευχή. Νά λέτε, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ὄχι «ἐλέησέ τον», καί θά εἶναι μές στήν προσευχή αὐτή κι ἐκεῖνος πού σᾶς κατηγορεῖ. Σᾶς λέει ὁ ἄλλος κάτι στενόχωρο; Ὁ Θεός τό ξέρει. Ἐσεῖς ν' ἀνοίγετε τά χέρια σας στόν Θεό λέγοντας, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Νά τόν κάνετε ἕνα μέ τόν ἑαυτό σας. Κι Ἐκεῖνος γνωρίζει τί τόν βασανίζει βαθιά μέσα του καί βλέποντας τήν ἀγάπη σας σπεύδει εἰς βοήθειαν. Ἐκεῖνος ἐρευνᾶ τούς πόθους τῆς καρδιᾶς. Τί λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρός τούς Ρωμαίους; «Ὁ δέ ἐρευνῶν τάς καρδίας οἶδε τί τό φρόνημα τοῦ Πνεύματος, ὅτι κατά Θεόν ἐντυγχάνει ὑπέρ ἁγίων» (Ρωμ. 8, 27)»[86].
Ἡ προσευχή, συνιστοῦσε, νά γίνεται μέ ἀνοικτά τά χέρια. Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῶν ἁγίων. Ἔλεγε: «Νά προσεύχεσθε στόν Θεό μέ ἀνοικτά τά χέρια. Αὐτό εἶναι τό μυστικό τῶν ἁγίων. Μόλις ἄνοιγαν τά χέρια τους, τούς ἐπεσκέπτετο ἡ θεία χάρις»[87].
Ἡ προσευχή γιά νά γίνει, ἔλεγε πάλι, πρέπει νά βρεθοῦμε στό κατάλληλο κλίμα. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς τή διδάξει. Ὁ Γέροντας γνώριζε ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μηχανή. Κατανοοῦσε ὅτι χρειάζεται προετοιμάσία γιά τήν προσευχή. Χρειάζεται προσευχή γιά νά μπορέσουμε νά προσευχηθοῦμε σωστά. Γιά νά προσευχηθοῦμε πρέπει νά βρεθοῦμε στό κατάλληλο κλῖμα. Ἡ εὐφροσύνη, ἡ χαρά εἶναι ἡ προθέρμανση. Νά πῶς τό ἔλεγε: «Πρίν ἀπό τήν προσευχή ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται μέ προσευχή. Προσευχή γιά τήν προσευχή... Χρειάζεται νά βρεθοῦμε καί σέ κατάλληλο κλίμα. Ἡ ἀναστροφή μέ τόν Χριστό, ἡ συζήτηση, ἡ μελέτη, ἡ ψαλτική, τό καντηλάκι, τό θυμίαμα, γίνονται τό κατάλληλο κλίμα, ὥστε ὅλα νά γίνουν ἁπλά, "ἐν ἁπλότητι καρδίας". Διαβάζοντας τίς ψαλμωδίες, τίς ἀκολουθίες, μέ ἔρωτα, χωρίς νά τό καταλάβουμε γινόμαστε ἅγιοι. Εὐφραινόμαστε μέ τά Θεῖα λόγια. Αὐτή ἡ εὐφροσύνη, αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἡ δική μας προσπάθεια, γιά νά μποῦμε εὔκολα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς, ἡ προθέρμανση ὅπως λέμε. Μποροῦμε καί νά φέρνουμε στό νοῦ μας ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τοπία πού εἴδαμε. Αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι ἁπαλή, ἀναίμακτη. Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριος: "Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν". Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς διδάξει τήν προσευχή... Μή λέμε, "ἔκανα τόσες μετάνοιες, ἐξασφάλισα τώρα τήν χάρι", ἀλλά νά ζητοῦμε νά λάμψει ἐντός μας τό ἀκήρατον φῶς της θείας γνώσεως καί νά ἀνοίξει τα πνευματικά μας μάτια, γιά νά κατανοήσουμέ τα θεῖα Του λόγια... Τόν Θεό θά Τόν ἀγαπήσουμε ξαφνικά, ὅταν ἡ χάρις θά μᾶς ἐπισκιάσει»[88].
Ὁ σατανᾶς, ἐπεσήμαινε, ἀπομακρύνεται μέ τήν πραότητα καί τήν προσευχή. Πρέπει νά τόν περιφρονοῦμε. Οἱ λογισμοί ἀντιμετωπίζονται μέ τήν περιφρόνηση καί μέ τή, ὅσο γίνετα ταχύτερα, στροφή στόν Χριστό. Δίδασκε ὁ ἄριστος πνευματικός μαχητής: «Ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό, ὅταν γίνεται ἁπλά, ἀπαλά, χωρίς πίεση, κάνει τό διάβολο νά φεύγει. Ὁ σατανᾶς δέν φεύγει μέ πίεση, μέ σφίξιμο. Ἀπομακρύνεται μέ τήν πραότητα καί τήν προσευχή. Ὑποχωρεῖ, ὅταν δεῖ τήν ψυχή νά τόν περιφρονεῖ καί νά στρέφεται μέ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Τήν περιφρόνηση δέν μπορεῖ νά τήν ὑποφέρει, διότι εἶναι ὑπερόπτης. Ὅταν, ὅμως, πιέζεσθε, τό κακό πνεῦμα σᾶς παίρνει εἴδηση καί σᾶς πολεμάει. Μήν ἀσχολεῖσθε μέ τόν διάβολο, οὔτε νά παρακαλεῖτε νά φύγει. Ὅσο παρακαλεῖτε νά φύγει, τόσο σᾶς ἀγκαλιάζει. Τόν διάβολο νά τόν περιφρονεῖτε. Νά μήν τόν πολεμᾶτε κατά μέτωπον. Ὅταν πολεμᾶς μέ πεῖσμα κατά τοῦ διαβόλου, ἐπιτίθεται κι ἐκεῖνος σάν τίγρις, σάν ἀγριόγατα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις σφαίρα, αὐτός σοῦ ρίχνει χειροβομβίδα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις βόμβα, σοῦ ρίχνει πύραυλο. Μήν κοιτάζετε τό κακό. Νά κοιτάζετε τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά πέφτετε μές στήν ἀγκαλιά Του καί νά προχωρεῖτε. Νά Τοῦ δοθεῖτε, νά Τόν ἀγαπήσετε τόν Χριστό, νά ζεῖτε μέ ἐγρήγορση...
Ὅταν σᾶς ἐνοχλήσει κάτι, ἕνας λογισμός, ἕνας πειρασμός, μία ἐπίθεση, περιφρονώντας ὅλ' αὐτά, θά στρέφετε τήν προσοχή σας, τό βλέμμα σας στόν Χριστό. Ἐκεῖνος μετά θά ἀναλάβει νά σᾶς ἀνεβάσει. Ἐκεῖνος θά σᾶς πιάσει ἀπ' τό χέρι καί θά σᾶς δώσει πλούσια τή θεία Του χάρι... Τό σκέπτεσθε κι ἔρχεται τό Ἅγιον Πνεῦμα. Δέν κάνετε τίποτα. Κινεῖσθε πρός τά ἐκεῖ κι ἔρχεται ἀμέσως ἡ θεία χάρις. Μόλις στενάξετε, ἔρχεται, ἐνεργεῖ. Τί λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «...ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 8, 26)...Ὅταν δεῖτε τό ἀντίθετο πνεῦμα νά ἔρχεται νά σᾶς βουτήξει, ἐσεῖς δέν τρομοκρατεῖσθε, οὔτε τό κοιτάζετε, οὔτε προσπαθεῖτε νά τό βγάλετε ἀπό μέσα σας. Τί κάνετε; Ὁ καλύτερος τρόπος εἶναι ἡ περιφρόνηση. Δηλαδή ἀνοίγετε τήν ἀγκαλιά σας, ἀνοίγετε τά χέρια σας στόν Χριστό, ὅπως τό παιδάκι πού βλέπει κάποιο θηρίο ἄγριο καί δέν φοβᾶται, γιατί εἶναι δίπλα ὁ πατέρας του καί πέφτει στήν ἀγκαλιά του. Αὐτόν τόν τρόπο νά χρησιμοποιεῖτε σέ κάθε προσβολή τοῦ πονηροῦ καί σέ κάθε λογισμό, δηλαδή τήν περιφρόνηση.
Ἐκείνη τή στιγμή, πού ἔχει ἀνάγκη ἡ ψυχή σας καί ἀγωνίζεσθε, νά φωνάζετε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ὅλα νά τά προλαμβάνετε μέ τήν προσευχή. Αὐτό εἶναι μεγάλο μυστικό. Τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ἐκεῖ πού πᾶτε νά τόν περιφρονήσετε, ὁ πονηρός σᾶς βουτάει, σᾶς καθηλώνει καί σᾶς σφίγγει καί κάνει τό δικό του κι ὄχι αὐτό πού θέλετε ἐσεῖς. Πρέπει νά προλάβετε νά κάνετε τό ἄνοιγμα στόν Θεό. Γιά νά τό πετύχετε ὅμως αὐτό, πρέπει νά σᾶς φωτίσει ἡ θεία χάρις. Ἄν αὐτό δέν γίνει ἀμέσως, τότε σᾶς ἁρπάζει ὁ πονηρός κι ἐνῶ προσπαθεῖτε νά τόν διώξετε, σᾶς ἔχει ἤδη συλλάβει...Τήν ὥρα τοῦ πειρασμοῦ, ἡ εὐκολία εἶναι νά στραφεῖτε πρός τό ἀγαπώμενο πρόσωπο, νά στραφεῖτε πρός τόν Θεό καί πρός κεῖ νά κοιτάξετε ζωηρά καί καλά κι ἐπιθυμητά καί θά σᾶς ἔλθει ἀμέσως ἡ δύναμη, θά σᾶς ἔλθει τό καλό. Δηλαδή, ἐνῶ βλέπετε ὅτι ἔρχεται τό κακό νά σᾶς καταλάβει, ἐσεῖς μόλις τό ἀντιληφθεῖτε ἀπό μακριά, τό περιφρονεῖτε καί τρέχετε στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ. Ἀρκεῖ νά προλάβετε νά στραφεῖτε πρῶτα ἐκεῖ. Ὁπότε, ὅταν θά πᾶτε στό καλό, δέν θυμᾶστε τό κακό. Ἐδῶ εἶναι τό μυστικό, νά περιφρονήσετε τό κακό. Ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τό κάνετε αὐτό, ἄν δέν στραφεῖτε στόν Χριστό. Λέμε καμιά φορά: «Περιφρόνησέ το τό κακό!». Ἔ, αὐτό εἶναι εὔκολο νά τό λέμε, ἀλλά δέν εἶναι εὔκολο νά τό κάνομε. Αὐτή ἡ περιφρόνηση ἔχει μεγάλη τέχνη. Ἡ περιφρόνηση τοῦ κακοῦ πνεύματος γίνεται μόνο μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Γυρίζετε πρός τόν Χριστό, τρέχετε προσπαθεῖτε νά γνωρίσετε τόν Χριστό, ν' ἀγαπήσετε τόν Χριστό, νά αἰσθανθεῖτε τόν Χριστό καί σ' αὐτή σας τήν προσπάθεια, ὅταν τά ἐλατήρια σας εἶναι ἁγνά καί καθαρά καί εἰλικρινή, ἀνοίγει ἡ χάρις τήν ψυχή σας καί σᾶς λέει: «Ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» (Ἐφ. 5,14). Ἐκεῖ, μέσα στό θεῖο φῶς, θά ζοῦμε πάντοτε, ἐφόσον θ' ἀγαπάει καί θά λαχταράει ἡ ψυχή μας τόν Θεό. Ἔτσι, μέ τήν χάρι τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ὅλα εὔκολα κι ὅλα ἀληθινά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ, πού εἶπε: «Ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν»(Ματθ. 11, 30)»[89].
Δέν μπορεῖ,δίδασκε ὁ Γέροντας, ὁ ἄνθρωπος νά ἀποφύγει τόν παλαιό ἄνθρωπο χωρίς τή χάρι. Μόλις μᾶς προσβάλλει πρέπει νά προσευχόμαστε. Ἔλεγε: «Δέν μοῦ ἀρέσει νά συζητῶ μέ τόν παλαιό ἄνθρωπο. Δηλαδή μέ τραβάει ἀπό πίσω, ἀπ' τό ράσο, ἀλλ' ἀμέσως ἀνοίγω τά χέρια πρός τόν Χριστό κι ἔτσι τόν περιφρονῶ μέ τή θεία χάρι, δέν τόν σκέπτομαι. Ὅπως τό μωρό παιδί ἀνοίγει τά χέρια καί πέφτει στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, ἔτσι κάνω κι ἐγώ. Εἶναι μυστήριο, δέν ξέρω ἄν καταλαβαίνετε τή λεπτότητα τοῦ θέματος. Ὅταν προσπαθεῖτε ν' ἀποφύγετε τόν παλαιό ἄνθρωπο χωρίς τή χάρι, τόν ζεῖτε. Μέ τή χάρι, ὅμως, δέν σᾶς ἀπασχολεῖ πιά. Ὑπάρχει στό βάθος. Ὅλα μένουν μέσα μας, καί τά ἄσχημα· δέν χάνονται. Μέ τήν χάρι, ὅμως, μετουσιώνονται, μεταποιοῦνται, μεταστοιχειώνονται»[90].
Οἱ ἄγγελοι δοξάζουν συνεχῶς τό Θεό· πρέπει νά εἶναι τό πρότυπό μας. Ἡ δοξολογία πρέπει νά εἶναι ἡ προσευχή μας. Ἔλεγε ὁ ἀεί δοξάζων τόν Θεόν Γέροντας: «Ὁ Θεός θέλει νά ὁμοιωθοῦμε μέ τούς ἀγγέλους. Οἱ ἄγγελοι μόνο δοξολογοῦν τόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ προσευχή τους, μόνο ἡ δοξολογία. Εἶναι λεπτό πράγμα ἡ δοξολογία· ξεφεύγει ἀπ' τά ἀνθρώπινα. Ἐμεῖς εἴμαστε ἄνθρωποι πολύ ὑλικοί καί χαμερπεῖς, γι' αὐτό καί προσευχόμαστε στόν Θεό ἰδιοτελῶς. Τόν παρακαλοῦμε νά μᾶς τακτοποιήσει τά θέματά μας, νά πᾶνε καλά τά καταστήματά μας, οἱ ὑποθέσεις μας, ἡ ὑγεία μας, τά παιδιά μας. Προσευχόμαστε, ὅμως ἀνθρώπινα καί μέ ἰδιοτέλεια. Ἡ δοξολογία εἶναι ἀνιδιοτελής προσευχή. Οἱ ἄγγελοι δέν προσεύχονται, γιά νά κερδίσουν κάτι, εἶναι ἀνιδιοτελεῖς. Ὁ Θεός ἔδωσε καί σ' ἐμᾶς αὐτή τή δυνατότητα, νά εἶναι ἡ προσευχή μας μία διαρκής δοξολογία, προσευχή ἀγγελική. Ἐδῶ βρίσκεται τό μεγάλο μυστικό. Ὅταν μποῦμε σ' αὐτή τήν προσευχή, θά δοξάζομε τόν Θεό συνεχῶς, ἀφήνοντάς τα ὅλα σ' Αὐτόν, ὅπως εὔχεται ἡ Ἑκκλησία μας: «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα». Αὐτά εἶναι τά «ἀνώτερα μαθηματικά» τῆς θρησκείας μας!»[91].
Ἡ τελειότερη προσευχή, ἔλεγε, εἶναι ἡ σιωπηλή. Δίδασκε ὁ ἀδιαλείπτως εὐχόμενος Γέροντας: «Ὁ τελειότερος τρόπος προσευχῆς εἶναι ὁ σιωπηλός. Ἡ σιγή. «Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία» (Χερουβικόν Μεγάλου Σαββάτου). Αὐτός ὁ τρόπος, τῆς σιγῆς, εἶναι ὁ πιό τέλειος. Ἔτσι θεοῦσαι. Μπαίνεις στά μυστήρια τοῦ Θεοῦ. Δέν πρέπει ἐμεῖς νά μιλᾶμε πολύ. Ν' ἀφήνομε νά μιλάει ἡ χάρις. Ἔλεγα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με» καί νέοι ὁρίζοντες ἄνοιγαν. Δάκρυα χαρᾶς κι εὐφροσύνης κυλοῦσαν ἀπ' τά μάτια μου γιά τήν ἀγάπη καί τή σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. Λαχτάρα! Ἐδῶ κρύβεται τό μεγαλεῖο, ὁ Παράδεισος. Ἐπειδή ἀγαπάεις τόν Χριστό, λέεις τά λόγια αὐτά, αὐτές τίς πέντε λέξεις λαχταριστά, μέ καρδιά. Καί σιγά σιγά τά λόγια χάνονται. Εἶναι τόσο γεμάτη ἡ καρδιά, πού ἀρκεῖ νά πεῖς μία λέξη, «Ἰησοῦ μου!», καί τέλος καμία λέξη. Ἡ ἀγάπη ἐκφράζεται καλύτερα χωρίς λόγια. Ὅταν μία ψυχή ὄντως ἐρωτευθεῖ τόν Κύριο, προτιμᾶ τή σιωπή καί τή νοερά προσευχή. Ἡ πλημμύρα τῆς θείας ἀγάπης γεμίζει τή ψυχή ἀπό χαρά κι ἀγαλλίαση»[92].
Μᾶς δίδεται ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε, ἔλεγε πάλι, ὅταν δέν τό ζητᾶμε· μᾶς δίδεται ὅταν δέν τό σκεφτόμαστε ἀλλά ζητᾶμε μόνο τήν Βασιλεία Του. Νά πῶς τά διατυπώνει ἀκριβῶς: «Νά ζητᾶμε στήν προσευχή μόνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Δέν εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ...καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»; (Ματθ. 6, 33· Λουκ. 12, 31). Εὔκολα, εὐκολότατα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε. Καί κοιτάξτε τό μυστικό. Τό μυστικό εἶναι νά μήν τό ἔχετε στό νοῦ σας καθόλου νά ζητήσετε τό συγκεκριμένο πρᾶγμα. Τό μυστικό εἶναι νά ζητᾶτε τήν ἕνωσή σας μέ τόν Χριστό ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά λέτε, «δῶσ' μου τοῦτο, ἐκεῖνο...». Εἶναι ἀρκετό νά λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἐνημέρωση ἀπό μᾶς γιά τίς διάφορες ἀνάγκες μας. Ἐκεῖνος τά γνωρίζει ὅλα ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό μᾶς καί μᾶς παρέχει τήν ἀγάπη Του. Τό θέμα εἶναι ν' ἀνταποκριθοῦμε σ' αὐτή τήν ἀγάπη μέ τήν προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του. Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτό εἶναι τό πιό συμφέρον, τό πιό ἀσφαλές γιά μᾶς καί γιά ὅσους προσευχόμαστε. Ὁ Χριστός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καί λίγος ἐγωισμός, δέν γίνεται τίποτα»[93].                                       
Το κλειδί για την πνευματική ζωή είναι η ευχή ---------------------------------------
Να προσεύχεστε στο Θεό με ανοικτά τα χέρια. Αυτό είναι το μυστικό των αγίων. Μόλις άνοιγαν τα χέρια τους, τους επισκέπτετο η θεία χάρις. Οι Πατέρες της Εκκλησίας χρησιμοποιούν ως πιο αποτελεσματική τη μονολόγιστη ευχή: "Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με". Το κλειδί για την πνευματική ζωή είναι η ευχή. Την ευχή δεν μπορεί κανείς να τη διδάξει, ούτε τα βιβλία, ούτε ο γέροντας, ούτε κανείς. Ο μόνος διδάσκαλος είναι η θεία χάρις. Αν σας πω ότι το μέλι είναι γλυκό, είναι ρευστό, είναι έτσι κι έτσι, δεν θα καταλάβετε, αν δεν το γευτείτε. Το ίδιο και στην προσευχή, αν σα πω "είναι έτσι, νιώθεις έτσι" κ.λ.π., δεν θα καταλάβετε, ούτε θα προσευχηθείτε, "ει μη εν Αγίω Πνεύματι".
Μόνο το Πνεύμα το Άγιο, μόνο η χάρις του Θεού μπορεί να εμπνεύσει την ευχή. Δεν είναι δύσκολο να πείτε την ευχή, αλλά δεν μπορείτε να την πείτε σωστά, γιατί κλωτσάει ο παλαιός εαυτός σας. Αν δεν μπείτε στην ατμόσφαιρα της χάριτος, δεν θα μπορέσετε να κάνετε την ευχή. Μόλις ακούσετε προσβλητικό λόγο, λυπάστε και μόλις σας πουν καλό λόγο, χαίρεστε και λάμπετε; Μ' αυτό δείχνετε ότι δεν είστε έτοιμοι, δεν έχετε τις προϋποθέσεις. Για να έλθει η θεία χάρις πρέπει να αποκτήσετε τις προϋποθέσεις, την αγάπη και την ταπείνωση, διαφορετικά δημιουργείται αντίδραση. Για να μπείτε σ' αυτή τη "φόρμα" θα ξεκινήσετε από την υπακοή. Πρέπει πρώτα να δοθείτε στην υπακοή για να έλθει η ταπείνωση. Βλέποντας την ταπείνωση, ο Κύριος στέλλει τη θεία χάρη κι έπειτα έρχεται μόνη, αβίαστα η προσευχή. Αν δεν κάνετε υπακοή και δεν έχετε ταπείνωση, η ευχή δεν έρχεται και υπάρχει και φόβος πλάνης. Να ετοιμάζεστε σιγά-σιγά, απαλά-απαλά και να κάνετε την ευχή μέσα στο νου. Ό,τι είναι στο νου, είναι και στην καρδιά.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Βίος και Λόγοι” του Γέροντα Πορφύριου Καυσοκαλυβίτου.
Ἔλεγε ὁ μακαριστός π. Ἀμφιλόχιος Μακρῆς:
«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος καθαρισμού και αγιασμού απο τη νοερά προσευχή. Θέλω ν’ακούσω μέσα σας τη φωνή του Κυρίου. Απο την καρδιά σας να μιλάει ο Κύριος. Να είστε θρόνοι Κυρίου, δια της ευχής.
Η πνευματική ζωή έχει χαρές μεγάλες. Πετάς, φεύγεις απ΄τον κόσμο, δε λογαριάζεις τίποτε... Γίνεστε παιδιά που κατοικεί ο Θεός στην καρδιά σας.
Η προσευχή όλα τα τακτοποιεί. Τη θάλασσα μπορεί να την περπατάς. Εκμηδενίζει τις αποστάσεις. Τις βουλήσεις των ανθρώπων μεταβάλλει. Δίνει θάρρος, πίστη και υπομονή στη ζωή μας πάντοτε.
Την ένωση της ψυχής σας μετά του Θεού να φροντίσετε.
Όταν θα βαδίσετε στις γραμμές της προσευχής, της σιωπής και της μελέτης, θα δείτε να κατοικεί ο Χριστός στην καρδιά σας
Η Παναγία να σε διαφυλάει, ο Χριστός να κατοικήσει στην καρδιά σου. Αυτο είναι παιδί μου η τελειότητα.
Θέλω όταν σε πλησιάζω να μου μιλάει ο Χριστός απο την καρδιά σου και εσύ πάλι να ακούς τον Νυμφίο σου να μιλάει μέσα απο τη δική μου ψυχή και τότε είναι το πραγματικό μυστικό πανηγύρι
Καλοί είναι και οι ψαλμοί (οι εκκλησιαστικοί ύμνοι), αλλ’αυτούς τους λέμε για να ελκύουμε και να συγκινούμε τον κόσμο. Εμείς πρέπει να μιλάμε στον Βασιλέα μυστικά στο αυτί του. Αυτοί που ψάλλουν μοιάζουν με ανθρώπους, που βρίσκονται έξω απο το παλάτι του Βασιλέως και φωνάζουν διάφορα άσματα για να δείξουν τον ενθουσιασμό τους. Ευχαριστείται βέβαια ο Βασιλιάς και απο αυτά, αφού γίνονται για το πρόσωπό του, αλλά ευφραίνεται και προσέχει περισσότερο τους μυστικούς της αυλής του, αυτούς που του μιλούν στο αυτί Του
Η υπακοή όταν της αφαιρέσει την κρυφή εργασία, την ευχή, δεν έχει αξία. Και ο κομμουνισμός υπακούει στην ιδεολογία του, αλλά τί είναι;»  (π. Ἀμφιλόχιος Μακρῆς)
1.                 Νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου γιά νά γίνουμε ἄξιοι τοῦ Χριστοῦ.
«Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ [Ἰησοῦ] τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασιν καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. εἰ ζῶμεν πνεύματι͵ πνεύματι καὶ στοιχῶμεν»[94]. Γιά νά ἔλθει καί νά ζήσει ὁ Χριστός μέσα μας πρέπει νά ἀποθάνουμε ὡς πρός τόν παλαιό ἄνθρωπο. Νά νεκρωθεῖ ἡ σάρκα (δηλ. τό σαρκικό φρόνημα) μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες. Τότε καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί καθίσταται δεκτική τοῦ Θεοῦ. Τότε, μπορεῖ νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας. Τότε γινόμαστε ἄξιοί Του. Ἔλεγε ὁ μακαριστός Γέροντας: ««Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Μποροῦμε πολύ εὔκολα νά φθάσομε σ' αὐτό τό σημεῖο. Ἀγαθή προαίρεση χρειάζεται κι ὁ Θεός εἶναι ἕτοιμος νά ἔλθει μέσα μας. «Κρούει τήν θύραν» καί «καινά ποιεῖ πάντα» (Πρβλ. Ἀποκ. 3,20· 21,5), ὅπως λέγει στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Μεταβάλλεται ἡ σκέψη μας, ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν κακία, γίνεται πιό καλή, πιό ἁγία, πιό εὔστροφος. Ἄν, ὅμως, δέν ἀνοίξομε τοῦ κρούοντος τήν θύραν, ἄν δέν ἔχομε ἐκεῖνα πού θέλει Αὐτός, ἄν δέν εἴμαστε ἄξιοί Του, τότε δέν μπαίνει στήν καρδιά μας. Γιά νά γίνομε ὅμως ἄξιοί Του, πρέπει ν' ἀποθάνομε κατά τόν παλαιό ἄνθρωπο, γιά νά μήν ἀποθάνομε ποτέ πλέον. Τότε θά ζοῦμε ἐν Χριστῷ ἐνσωματωμένοι μέ ὅλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι θά ἔλθει ἡ θεία χάρις. Καί ἅμα θά ἔλθει ἡ χάρις, θά μᾶς τά δώσει ὅλα»[95].
Πρέπει νά καθαρθοῦμε ἀπό τά πάθη μας. Ὅλες οἱ κακίες (ἀγανάκτηση, θυμός, ζήλεια κ.λπ.) πρέπει νά μεταβληθοῦν σέ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Τότε ἡ Θεία Χάρις καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο ἀνίκανο νά ἁμαρτήσει.
Λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ: «Καθαρίσωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος͵ ἐπιτελοῦντες ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ θεοῦ»[96]. Ἡ κάθαρση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν Χριστιανό.  Διδάσκει ὁ Γέροντας: «Καταλάβατε λοιπόν, πῶς οἱ κακές μας σκέψεις, ἡ κακή μας διάθεση ἐπηρεάζουν τούς ἄλλους; Γι' αὐτό πρέπει νά βροῦμε τρόπο νά καθαρίσομε τό βάθος τοῦ ἑαυτοῦ μας ἀπό κάθε κακία. Ὅταν ἡ ψυχή μας εἶναι ἁγιασμένη, ἀκτινοβολεῖ τό καλό. Στέλνομε τότε σιωπηλά τήν ἀγάπη μας χωρίς νά λέμε λόγια.
Βέβαια, αὐτό στήν ἀρχή εἶναι λίγο δύσκολο. Θυμηθεῖτε τόν Ἀπόστολο Παῦλο. Ἔτσι ἦταν ἡ ἀρχή καί γι' αὐτόν. Ἔλεγε μέ πόνο: «Οὐ γάρ ὅ θέλω ποιῶ ἀγαθόν, ἀλλ' ὅ οὐ θέλω κακόν, τοῦτο πράσσω» (Ρωμ. 7,19). Καί στή συνέχεια: «Βλέπω ἕτερον νόμον ἐν τοῖς μέλεσί μου ἀντιστρατευόμενον τῷ νόμῳ τοῦ νοός μου καί αἰχμαλωτίζοντά με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας τῷ ὄντι ἐν τοῖς μέλεσί μου. Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος· τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 23-24). Ἦταν πολύ ἀδύνατος τότε καί δέν μποροῦσε νά κάνει τό καλό, ἐνῶ τό ἐπιθυμοῦσε καί τό ὀρεγότανε. Αὐτά τά ἔλεγε στήν ἀρχή. Κι ὅταν, λοιπόν, ἔτσι σιγά σιγά δόθηκε στήν ἀγάπη καί στή λατρεία τοῦ Θεοῦ, βλέποντας τίς διαθέσεις του ὁ Θεός εἰσῆλθεν εἰς αὐτόν καί ἐσκήνωσεν ἐν αὐτῷ ἡ θεία χάρις. Ἔτσι κατόρθωσε νά ζεῖ τόν Χριστό. Μπῆκε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μέσα του κι αὐτός πού ἔλεγε, «δέν μπορῶ νά κάνω τό καλό, ἐνῶ τό ἐπιθυμῶ», κατόρθωσε, μέ τή χάρι τοῦ Θεοῦ, νά γίνει ἀνίκανος γιά τό κακό. Πρῶτα ἦταν ἀνίκανος νά κάνει τό καλό, μετά πού ἦλθε ὁ Χριστός μέσα του ἔγινε ἀνίκανος νά κάνει τό κακό. Καί φώναζε μάλιστα: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέν ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2,20). Τό ἔλεγε, τό κήρυττε μέ καύχηση, ὅτι «ἔχω τόν Χριστό μέσα μου», ἐνῶ πρωτύτερα ἔλεγε: «Ἤθελα νά κάνω τό καλό, ἀλλά δέν μποροῦσα». Ποῦ πῆγε τό «ταλαίπωρος ἐγώ ὁ ἄνθρωπος...»; Πάει! Ἡ χάρις μέσα του ἐτελείωσε τό ἔργο της. Ἀπό ταλαίπωρος ἔγινε χαριτωμένος. Τόν ἐπλήρωσε ἡ χάρις, ἀφοῦ πρίν ταπεινώθηκε»[97].
Ὅταν κανείς πληρωθεῖ μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα τότε δέν μπορεῖ νά ἁμαρτήσει. Αὐτή εἶναι ἡ φυσική κατάσταση γιά τόν ἄνθρωπο: νά μήν ἁμαρτάνει ἀλλά νά «κατατρυφᾶ τοῦ Θεοῦ»[98]. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι σαφής καί κρυστάλλινος: «Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ͵ ὅτι σπέρμα Αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν͵ ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται»[99]. Αὐτά λέγει ἀκριβῶς καί τό στόμα τοῦ Γέροντα: « Ὅλοι μέ τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ γινόμαστε ἀνίκανοι πρός κάθε ἁμαρτία. Καθιστάμεθα ἀνίκανοι, διότι μέσα μας ζεῖ ὁ Χριστός. Εἴμαστε πλέον ἱκανοί μόνο γιά τό καλό. Ἔτσι θ' ἀποσπάσομε τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, θά καταστοῦμε ἔνθεοι. Ἅμα δοθοῦμε κατά κεῖ, ἅμα δοθοῦμε στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, τότε ὅλα θά μεταβληθοῦν, ὅλα θά μεταστοιχειωθοῦν, ὅλα θά μεταποιηθοῦν, ὅλα θά μετουσιωθοῦν. Ὁ θυμός, ἡ ὀργή, ἡ ζήλεια, ὁ φθόνος, ἡ ἀγανάκτηση, ἡ κατάκριση, ἡ ἀχαριστία, ἡ μελαγχολία, ἡ κατάθλιψη, ὅλα θά γίνουν ἀγάπη, χαρά, λαχτάρα, θεῖος ἔρως. Παράδεισος!»[100].
Τά πάθη δέν τά πολεμᾶμε, δίδασκε ὁ Γέροντας, ἀλλά τά μεταμορφώνουμε σέ δυνάμεις πού ἐργάζονται τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί πρός τόν πλησίον,περιφρονώντας τό κακό. Τά πάθη δέν εἶναι παρά ἡ ὄχι σωστή χρήση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς. Ὁ ἄνθρωπος δέν καλεῖται νά νεκρώσει αὐτές τίς δυνάμεις ἀλλά νά τίς λειτουργήσει σωστά, σύμφωνα μέ τίς προδιαγραφές τοῦ κατασκευαστῆ του, δηλ. τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ὁ θυμός καί ἡ ἐπιθυμία δέν πρέπει νά καταστραφοῦν καί νά ἐκλείψουν. Πρέπει νά χρησιμοποιηθοῦν γιά νά κινηθοῦμε ἀγαπητικά μέ ὁρμή, δύναμη, ἐπιθυμία καί λαχτάρα πρός τόν Χριστό μας. Ἄν νεκρωθοῦν τότε πῶς θά μπορέσουμε νά ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο; Ὁ Γέροντας δίδασκε αὐτήν τήν μεταμόρφωση τῶν παθῶν σέ Θεῖο ἔρωτα. Ὁ Θεῖος ἔρωτας, πού ἀναπτύσσεται διά τῆς πνευματικῆς μελέτης καί τῆς προσευχῆς, καθαρίζει τήν ψυχή ἀναίμακτα καί ἄκοπα. Νά πῶς τό ἔλεγε ἀκριβῶς: «Ἡ ψυχή ἁγιάζεται καί καθαίρεται μέ τήν μελέτη τῶν λόγων τῶν Πατέρων, μέ τήν ἀποστήθιση ψαλμῶν, ἁγιογραφικῶν χωρίων, μέ τήν ψαλτική, μέ τήν εὐχή...Εἶναι δύο δρόμοι πού μᾶς ὁδηγοῦν στόν Θεό, ὁ σκληρός καί κουραστικός μέ τίς ἄγριες ἐπιθέσεις κατά τοῦ κακοῦ καί ὁ εὔκολος μέ τήν ἀγάπη. Ὑπάρχουν πολλοί πού διάλεξαν τό σκληρό δρόμο καί «ἔχυσαν αἷμα, γιά νά λάβουν Πνεῦμα», ὥσπου ἔφθασαν σέ μεγάλη ἀρετή.  Ἐγώ βρίσκω ὅτι πιό σύντομος καί σίγουρος δρόμος εἶναι αὐτός μέ τήν ἀγάπη. Αὐτόν ν' ἀκολουθήσετε κι ἐσεῖς.Μπορεῖτε, δηλαδή, νά κάνετε ἄλλη προσπάθεια. Νά μελετᾶτε καί νά προσεύχεσθε καί νά ἔχετε ὡς στόχο νά προχωρήσετε στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας. Μήν πολεμᾶτε νά διώξετε τό σκοτάδι ἀπ' τό δωμάτιο τῆς ψυχῆς σας. Ἀνοῖξτε μιά τρυπίτσα, γιά νά ἔλθει τό φῶς, καί τό σκοτάδι θά φύγει. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες. Νά μήν τά πολεμᾶτε, ἀλλά νά τά μεταμορφώνετε σέ δυνάμεις περιφρονώντας τό κακό»[101]. Τά πάθη εἶναι σάν τά ἀγκάθια καί πληγώνουν. Δέν «συμφέρει» πνευματικά νά ἐρευνᾶ κανείς τά πάθη του διότι λερώνεται. Νά τί δίδασκε ὁ Γέροντας: « Ὅταν ὁ κῆπος τῆς ψυχῆς σου εἶναι γεμᾶτος ἀγκάθια (πάθη) μή προσπαθεῖς νά τά ξερριζώσεις καί βρίσκεσαι διαρκῶς τραυματισμένος καί μολυσμένος ἀπό τήν ἀσχολία μαζί τους. Δῶσε ὅλη τή δύναμή σου στά λουλούδια τῆς ψυχῆς σου, πότισέ τα, καί τότε τ' ἀγκάθια θά ξεραθοῦν μόνα τους. Καί τό καλύτερο λουλούδι εἶναι ἡ ἀγάπη σου στό Χριστό. Ἄν ποτίσεις αὐτήν καί ἀναπτυχθεῖ ὅλα τά ἀγκάθια μαραίνονται»[102].
«Νά καταγίνεσθε», συμβούλευε πάλι, «μέ τά τροπάρια, τούς κανόνες, τή λατρεία τοῦ Θεοῦ, τό θεῖο ἔρωτα. Ὅλα τ' ἅγια βιβλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ἡ Παρακλητική, τό Ὡρολόγιο, τό Ψαλτήρι, τά Μηναῖα περιέχουν λόγια ἅγια, ἐρωτικά πρός τόν Χριστό μας. Νά τά διαβάζετε μέ χαρά καί ἀγάπη καί ἀγαλλίαση. Ὅταν δοθεῖτε σ' αὐτήν τήν προσπάθεια μέ λαχτάρα, ἡ ψυχή σας θ' ἁγιάζεται μέ τρόπο ἁπαλό, μυστικό χωρίς νά τό καταλάβαίνετε. Οἱ βίοι τῶν ἁγίων, καί πιό πολύ ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Καλυβίτου, μοῦ ἔκαναν ἐντύπωση. Οἱ ἅγιοι εἶναι οἱ φίλοι τοῦ Θεοῦ. Ὅλη τήν ἡμέρα μπορεῖτε νά ἐντρυφᾶτε καί ν' ἀπολαμβάνετε τά κατορθώματά τους καί νά μιμεῖσθε τό βίο τους. Οἱ ἅγιοι εἶχαν δοθεῖ ἐξ ὁλοκλήρου στόν Χριστό. Μέ αὐτήν τή μελέτη σιγά σιγά θά ἀποκτήσετε τήν πραότητα, τήν ταπείνωση, τήν ἀγάπη καί ἡ ψυχή σας θά ἀγαθύνεται»[103].

4)ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΖΩΗ, ΑΣΚΗΣΗ, ΝΗΣΤΕΙΑ, , ΝΕΚΡΩΣΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ, ΕΚΚΟΠΗ-ΑΝΤΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΘΩΝ-ΜΑΡΤΥΡΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ
Ἄσκηση-Μαρτυρικό φρόνημα
Σύμφωνα μέ τήν Ἁγιοπατερική Παράδοση ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου γίνεται διά τῆς συνέργειας τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν Θεία Χάρη. Ἡ συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου συνίσταται στήν ἄσκηση. Μέ τόν ὅρο ἄσκηση ὑπονοοῦνται κυρίως τρία πράγματα: νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχή. Αὐτά μαζί μέ τήν Θεία χάρη, πού ἔρχεται διά τῶν μυστηρίων καθαρίζουν τήν ὕπαρξή μας, τήν φωτίζουν καί τήν θεώνουν. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀπαραίτητη γιά τόν ἁγιασμό μας ἀλλά, ὄπως δίδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά γίνεται μέ χαρά. Ἡ ἄσκηση πολύ ὠφελεῖ καί τό σῶμα. Δίδασκε ὁ Γέροντας: «Κανείς ἀσκητής δέν ἁγίασε χωρίς ἀσκήσεις. Κανείς δέν μπόρεσε ν' ἀνέλθει στήν πνευματικότητα χωρίς ν' ἀσκηθεῖ. Πρέπει νά γίνονται ἀσκήσεις. Ἄσκηση εἶναι οἱ μετάνοιες, οἱ ἀγρυπνίες κ.λ.π., ἀλλά ὄχι μέ βία. Ὅλα νά γίνονται μέ χαρά. Δέν εἶναι οἱ μετάνοιες πού θά κάνομε, δέν εἶναι οἱ προσευχές, εἶναι τό δόσιμο, ὁ ἔρωτας γιά τόν Χριστό, γιά τά πνευματικά. Ὑπάρχουν πολλοί πού τά κάνουνε αὐτά ὄχι γιά τόν Θεό ἀλλά γιά ἄσκηση, γιά ὠφέλεια σωματική. Ὅμως οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι τό κάνουνε γιά ψυχική ὠφέλεια, γιά τόν Θεό. Ἀλλά καί τό σῶμα ὠφελεῖται πολύ, δέν ἀρρωσταίνει. Πολλά καλά ἔρχονται»[104].
Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ὁ ἀσκητισμός δέν εἶναι μόνο γιά τά Μοναστήρια, ἀλλά καί γιά τόν κόσμο. «Κάποτε (διηγεῖται πνευματικό του παιδί), μοῦ εἶπε ὁ π. Πορφύριος: «Ὁ ὀρθόδοξος ἀσκητισμός δέν εἶναι μόνο γιά τά Μοναστήρια, ἀλλά καί γιά τόν κόσμο. Εἶναι μεγάλη εὐλογία ἡ προσευχή μέσα στό Ναό, οἱ μακρές ἀκολουθίες καί ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ ἐν πνεύματι ἀγάπης. Νά 'ξερες πόσο οἱ ψυχές βασανίζονται ἀπό τά πάθη καί πόσο ἀνακουφίζονται κοντά στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ!»[105]. (Στό βιβλίο τοῦ Κ. Γιαννιτσιώτη, Κοντά στό Γέροντα Πορφύριο, Ἀθῆναι 1995, σελ. 56).
Το μαρτυρικό πνευμα
Τί σημαίνει... Μήπως θέλω να πω η ζωή μας να είναι ένα μαρτύριο, να είναι κλαψιάρικη, κακομοίρικη, και να μας κοροϊδεύουν όλοι; Κάθε άλλο. Χριστιανική ζωή είναι τραγούδι χαράς. Χριστιανική ζωή είναι πανηγύρι. Είναι όμως και ηρωισμός. Η ζωή των κοσμικών ανθρώπων μπορεί να έχη και χαρές, αλλά και πόσες πίκρες!
Θυμάμαι τον ποιητή που, ενώ ήταν νέος, έγραφε σε έναν παλαιό συμφοιτητή του:
Φίλε, η καρδιά μου σα να εγέρασε.
..............................................
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω
.... θα πιω και θα μεθύσω.
..........................

Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Γιατί δεν θα έχη περιεχόμενο τον ουρανό που
δίνει την ομορφιά στην ζωή.
Θα έχουμε το μάτι μας όγρό
και μέσα μας τον άδη.(19)

Τα μάτια του θα είναι δακρυσμένα και στην καρδιά του θα έχη -καημένε ποιητή!- τον άδη. Εμείς όμως οι χριστιανοί έχομε τον ουρανό.
Μαρτυρική ζωή σημαίνει χαρούμενη ζωή, αλλά και ηρωική. Ένα μικρό παιδί ζούσε στα χρόνια των διωγμών. Ήταν χαρούμενο, τραγούδι η ζωή του. Και μία ημέρα του λέγει ο ειδωλολάτρης πατέρας του:
- Παιδί μου, ποιο είναι το καλύτερο, το ωραιότερο δώρο πού θέλεις να σου κάνω;
- Το ωραιότερο δώρο; Πατέρα, είμαι χριστιανός! Πατέρα, το ωραιότερο δώρο για μένα θα είναι ένας θάνατος για τον Χριστόν.
- Είσαι χριστιανός; ρώτησε τρομοκρατημένος ο πατέρας.
- Ναι, ένας θάνατος για τον Χριστόν θα είναι για μένα το ωραιότερο δώρο(20). Το έλεγε και το ξανάλεγε για να του χαρίση το δώρο αυτό.
Δεν είναι δειλοί οι χριστιανοί, δεν είναι φιλόσαρκοι. Ξέρουν να ζουν• ξέρουν όμως και να πεθαίνουν για τον Χριστόν. Έτσι ζούσαν και ζουν οι άγιοι της Εκκλησίας μας• την μαρτυρική τους ζωή την βλέπομε ακόμη και στην άσκησί τους και στους εκούσιους πόνους. Οι περισσότεροι από αυτούς, έχοντας από μικρά παιδάκια αγαπήσει τον Χριστόν, ήθελαν να δαπανήσουν τα νιάτα τους και να δώσουν την ζωή τους, για να πάρουν τον Θεόν τον οποίον ποθούσε η ψυχή τους. Πολλές φορές επί χρόνια κλείνονταν μέσα σε σπηλιές, χωρίς να τρώνε και χωρίς να πίνουν. Μόνον Σαββατοκύριακο έβγαιναν για να πάνε στην εκκλησία και τότε, μετά την εκκλησία, να φάνε.
Ο Μέγας Βασίλειος και ο άγιος Γρηγόριος, παραδείγματος χάριν, έμεναν σε ένα ασκηταριό έξω από το οποίο ψυχή δεν περνούσε, εκτός από κανέναν κυνηγό. Ζούσαν με στερήσεις, με δίψα, χωρίς φαγητό, μέσα στην υγρασία, χωρίς φως, μέχρι που σχεδόν παράλυτους τους έβγαλε η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου(21).
Άλλοι εκοιμώντο λίγες ώρες. Ο άγιος Χρυσόστομος για πολλά χρόνια εκοιμάτο μόνον τρεις ώρες το εικοσιτετράωρο, όρθιος, ακουμπισμένος σε ένα σχοινί(22). ΄
Άλλοι, όπως ο βασιλιάς Θεοδόσιος ο μικρός που αγίασε, φορούσαν τρίχινα από
μέσα για να παιδεύουν το κορμί τους(23) Άλλοι το τύλιγαν με αλυσίδες. Άλλοι... πόσους να αναφέρη κανείς!
Αυτά σήμερα μας φαίνονται παραμύθια ή παρερμηνείες του ευαγγελικού πνεύματος. Δεν νομίζετε όμως ότι κρύβουν έναν καταφανή ηρωισμό, ένα αξιοζήλευτο μεγαλείο, ένα βάθος, ένα ύψος ασύλληπτο; Με αυτά ξεπερνούσαν την φύσι, νικούσαν τα πάθη, εξαφάνιζαν τις ορμές, καταπατούσαν τον διάβολο, αποκτούσαν την φλογερή αγάπη, γίνονταν ελεύθεροι εσωτερικά και με την αγγελική τους ζωή γίνονταν φώτα σε όλους τους ανθρώπους και σε όλες τις γενεές(24).
Αυτά έκαναν οι άγιοι που είχαν μεγάλη καρδιά. Εμείς τι θα κάνωμε, για να έχωμε μαρτυρικό πνεύμα; Πού θα δείξωμε τον ηρωισμό μας;
Πρώτον, μέσα στις θλίψεις, στους πόνους, στα εμπόδια, στις αποτυχίες, στις φουρτούνες της ζωής. Μέσα στην ζωή πόνος παντού και κατήφεια. Με πόνο είναι γεμάτη η ζωή μας. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, όταν μας έρχεται να πούμε ότι ο Θεός φταίει, με ξέχασε -πού ξέρεις, ίσως και να μην υπάρχη Θεός• μα αν υπάρχη, είναι σκληρός• γιατί να με παιδεύη έτσι, ενώ οι άπιστοι περνούν τόσο όμορφα;- στις δύσκολες αυτές στιγμές ας πούμε: «Δόξα σοι, ο Θεός». Δείξε ότι είσαι ένας μάρτυρας του Χριστού ότι δέχεσαι με χαρά τον πόνο που συναντάς.
Δεύτερον, θα δειξης τον ηρωισμό σου, όταν βλεπης ότι η χριστιανική ζωή χρειάζεται αγώνα, θυσίες, για να κόψης τα πάθη σου, τις αδυναμίες σου, τις αμαρτίες σου. Θέλει μόχθο για να κοπή ή αμαρτία.
Όταν αρχίζαμε την χριστιανική μας ζωή, ήμασταν γεμάτοι από ενθουσιασμό. Αλλοίμονο, εάν δεν είχαμε ενθουσιασμό• θα μοιάζαμε με μία μηχανή ξεθυμασμένη, με ένα ρολόγι ξεκουρδισμένο και δεν θα βγαίναμε πουθενά. Είχαμε λοιπόν τον ενθουσιασμό μας, μας βοηθούσαν και η χάρις του Θεού, ο πνευματικός μας, τα χριστιανικά βιβλία, και έτσι προχωρούσαμε. Σιγά σιγά άρχισαν οι δυσκολίες, οι αποτυχίες, οι υποχωρήσεις, οι αμαρτίες, οι πειρασμοί, σκέψεις να σταματήσωμε ή να γυρίσωμε πίσω. Τότε η ζωή μας από τραγούδι, από χαμόγελο γίνεται σταυρός. Όταν, αγαπητέ μου, η χριστιανική σου ζωή αρχίζη να γίνεται δύσκολη και να σου φαίνεται ασήκωτος σταυρός, εκεί στάσου ακλόνητος, γίνε μάρτυρας. Πες στον εαυτό σου, «στώμεν καλώς»(25) στάσου ακλόνητος. Πες, όπως ο προφήτης, «ιδού εγώ, Κύριε, στέκομαι εδώ να εκτελέσω το θέλημά σου»(26) ή όπως η Παναγία, «ιδού η δούλη Κυρίου• γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου»(27). Εάν επιμείνης, μετά από την καταιγίδα θα έρθη η γαλήνη, θα ξαναγίνη γιορτινή η ζωή σου. Θα έχης τώρα επί πλέον και την πείρα του πνευματικού αγώνος, θα έχης εμπειρία. Μετά από την δοκιμασία αυτή, μετά από το σήκωμα του σταυρού σου, θα ανάψουν πια μέσα σου οι φλόγες του θείου έρωτος• θα αποκτήσης την ωραιότερη, την δυνατώτερη, την αγνότερη, την αγγελικώτερη αγάπη, την αγάπη του Θεού.
Τρίτον, να είσαι μάρτυρας στις αμφιβολίες σου, στους δισταγμούς σου, στους λογισμούς σου. Εκεί που κάθεσαι, μπορεί να σου μπαίνη μία σκέψις: Μήπως δεν υπάρχη Θεός; Μήπως όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή; Μήπως δεν υπάρχη ψυχή; Μήπως ο δρόμος ο χριστιανικός είναι στραβός; Μήπως είμαι χαζός; Τις ώρες εκείνες σήκωσε τον σταυρό των λογισμών σου και των αμφιβολιών σου. Θεέ μου, έλεγε κάποιος που αμφέβαλλε για τον Θεόν αλλά δεν σταματούσε τον αγώνα του, Θεέ μου, αν υπάρχης, στείλε μου το Πνεύμα σου το Άγιον. Και ο Θεός απήντησε και του έστειλε το Πνεύμα το Άγιον άνοιξε την καρδιά του και κατόπιν τον κάλεσε και στο επισκοπικό αξίωμα.
Τέταρτον, να δείξης το μαρτυρικό σου φρόνημα εκεί όπου είναι ο καθημερινός σου στίβος, στο σπίτι σου, στον άνδρα σου, στην γυναίκα σου. Όταν ο άνδρας έρχεται από την δουλειά κουρασμένος και σου μιλά χωρίς ευγένεια, εσύ μη θυμώνης. Όταν εκείνος σε βρίση, εσύ μη βγάλης γλώσσα. Δείξε του αγάπη, ανοχή, υπομονή. Αν η γυναίκα σου σου έκαψε το φαγητό, μη φωνάζης εσύ• φάτο. Βάλε λίγο λεμόνι μέσα να γίνη πιο νόστιμο και πες της, ωραίο είναι το φαγητό, ώστε να μην πάρη χαμπάρι ότι το φαγητό ήταν καμμένο. Να βασιλεύη η αγάπη μέσα στο σπίτι. Όταν βλέπης ότι σε αδικεί ο σύντροφος της ζωής σου, μη φωνάζης ότι έχεις δίκαιο. Δεν έχει σημασία αν έχης δίκαιο η δεν έχης. Δεν έχει σημασία ποιο είναι το ορθό, αλλά τι θέλει ο άλλος. Βγάλε τον εαυτό σου, αρνήσου τον εαυτό σου, βάλε μπροστά τον άλλον. Αυτό είναι θάνατος, αυτό είναι μαρτύριο.
Μία ημέρα, που βιαζόμουν να έρθω από το μοναστήρι μου για να σας μιλήσω, πήρα ταξί για να προλάβω. Στον δρόμο ρωτάω τον οδηγό:
- Δεν μου λες, τρως καμιά φορά μαζί με την γυναίκα σου το μεσημέρι ή το βράδυ;
Ξέρετε, οι καημένοι οι ταξιτζήδες έχουν τέτοια δουλειά που δεν ξέρουν και αυτοί πότε θα βρεθούν στο σπίτι τους.
- Κάθε μέρα, μου λέει, μεσημέρι και βράδυ.
- Πώς τα καταφέρνεις; Τι ώρα τρώτε;
- Το μεσημβρινό φαγητό αρχίζει από τις 10 και φθάνει μέχρι τις 4 το απόγευμα, και το βραδυνό από τις 6 το απόγευμα μέχρι τις 2 την νύχτα!
Δηλαδή στις 10 η ώρα η γυναίκα του είχε το φαγητό έτοιμο και τον περίμενε, όποια ώρα θα ερχόταν, για να φάνε μαζί. Και το βράδυ από τις 6 το απόγευμα τον περίμενε πολλές φορές μέχρι τις 2 την νύχτα. Δεν σας κάνει εντύπωσι; Αυτό σημαίνει μαρτύριο μέσα στην ζωή: ζωή αγάπης.
Πέμπτον, μέσα στο κοινωνικό περιβάλλον μας να είμαστε οι άνθρωποι που ξεχνάμε και αρνούμεθα τον εαυτό μας. Να είμαστε εκείνοι που δίνομε τον εαυτό μας• όχι σαν εκείνον που έλεγε: «Έζησα διά τον εαυτόν μου, εσκέφθην διά τον εαυτόν μου• δια τον εαυτόν μου, διά κανένα άλλον», ωσάν ο Χριστός να μην έζησε ποτέ, ωσάν Εκείνος ποτέ να μην απέθανε.
Ω, αγαπητοί μου, οι άνθρωποι που είναι τριγύρω σου, στο σπίτι σου αλλά και έξω, έχουν την ανάγκη σου. Υπάρχει μία φρικτή κατάρα μέσα στην ζωή μας, η κατάρα της μοναξιάς που βαραίνει πολλούς ανθρώπους. Θυμάστε εκείνη την γυναίκα που αυτοκτόνησε εβδομήντα χρονών, διότι, όπως είπε, δεν βρέθηκε κανείς να την αγαπήση στην ζωή. Οι άνθρωποι ζουν κλεισμένοι μέσα στην μοναξιά τους και πολλές φορές δεν υπάρχει κάποιος για να τους δείξη λίγη αγάπη.
Κάποιος λογοτέχνης γράφει: Ήταν ένας νέος μέσα σε ένα γραφείο, πλάι στον οποίον δεν είχε βρεθή κανείς για να του δείξη ενδιαφέρον και λίγη αγάπη, ώστε και αυτός να μπόρεση να ανοίξη την καρδιά του. Έπεσε χιόνι. Πλησίασε στην τζαμαρία και κοιτούσε το χιόνι, για να μπόρεση κάπως την καρδιά του την βαρειά να την ελαφρώση. Δεν ελάφρωνε όμως. Το βράδυ έκλεισε το γραφείο, βγήκε έξω και κάθησε πλάι σε μία πόρτα να ξεκουρασθή λιγάκι. Ήταν νύχτα και η καρδιά του βαρειά, πλακωμένη. Δεν υπήρξε κανείς εκείνη την ημέρα να του δείξη λίγη αγάπη, για να ανοίξη και αυτός την καρδιά του. Εκείνη όμως την στιγμή βρέθηκε κάποιος! Ήταν ένας άνδρας με ένα τσιμπούκι στο στόμα, με μία μπαστούνα στο χέρι, με μία ρεμπούμπλικα στο κεφάλι. Ένας χιονάνθρωπος ! Δεν βρήκε άλλη ψυχή να της μιλήση και άνοιξε την καρδιά του σε εκείνον!
Όλοι γύρω μας, πτωχοί και πλούσιοι, μικροί και μεγάλοι, μας έχουν ανάγκη. Η στοργή, η τρυφερότης, το δόσιμο ας χαρακτηρίζουν την ζωή μας. Να ζούμε κοντά στους άλλους και για τους άλλους. «Ο πλησίον εστίν ο θεμέλιος»(28), το κριτήριο δηλαδή της πνευματικότητός μας είναι ο πλησίον, όπως λέγει ένας ασκητής. Να αγαπούμε τους άλλους όχι από καλωσύνη, άλλα από μία συνείδησι ευθύνης που έχομε προς αυτούς.
Και τέλος, έκτον, εάν χρειασθή, ας δώσωμε και το αίμα μας για τον Χριστόν και τους ανθρώπους. Να είμεθα πρόθυμοι να θυσιασθούμε. Πάντως, κάτι πρέπει να υστερούμεθα για Εκείνον. Να πάσχωμε, να υποφέρωμε για τον Χριστόν αλλοιώς, χωρίς το χαρακτηριστικό του πάθους, η ζωή μας θα είναι κολοβή ζωή.
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ- ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΦΑΡΜΑΚΑ
1.            Νηστεία.
Ἡ νηστεία, δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος, εἶναι ἀπαραίτητη. Χαρίζει καί σωματική ὑγεία. Ἡ ἁγία ζωή ἐξασφαλίζει καί τήν σωματική ὑγεία. Ἔλεγε: «Μέσα στήν ἄσκηση, τίς μετάνοιες, τίς ἀγρυπνίες καί τίς ἄλλες κακουχίες εἶναι καί ἡ νηστεία. «Παχεῖα γαστήρ λεπτόν οὐ τίκτει νόον». Ἐγώ τό γνωρίζω αὐτό ἀπ' τούς Πατέρες. Ὅλα τά πατερικά βιβλία ὁμιλοῦν γιά τή νηστεία. Οἱ Πατέρες τονίζουν νά μήν τρῶμε δυσκολοχώνευτα φαγητά ἤ λιπαρά καί παχιά, γιατί κάνουν κακό στό σῶμα ἀλλά καί στήν ψυχή. Λένε ὅτι τό προβατάκι τρώει τά χορταράκια τῆς γῆς κι εἶναι τόσο ἥσυχο. Εἴδατε πού λένε, «σάν τό πρόβατο». Ἐνῶ ὁ σκύλος ἤ ἡ γάτα κι ὅλ' αὐτά τά σαρκοφάγα, εἶναι ὅλα τους ἄγρια ζῶα. Τό κρέας κάνει κακό στόν ἄνθρωπο. Κάνουν καλό τά χόρτα, τά φροῦτα κ.λ.π. Γι' αὐτό οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν γιά νηστεία καί κατακρίνουν τήν πολυφαγία καί τήν ἡδονή πού αἰσθάνεται κανείς μέ τά φαγητά τά πλούσια. Νά εἶναι πιό ἁπλά τά φαγητά μας. Νά μήν ἀσχολούμαστε τόσο πολύ μ' αὐτά. Δέν εἶναι τό φαγητό, δέν εἶναι οἱ καλές συνθῆκες διαβιώσεως, πού ἐξασφαλίζουν τήν καλή ὑγεία. Εἶναι ἡ ἁγία ζωή, ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ξέρω γιά ἀσκητές πού νηστεύανε πολύ καί δέν εἴχανε καμιά ἀρρώστια. Δέν κινδυνεύει νά πάθει κανείς τίποτα ἀπ' τή νηστεία. Κανείς δέν ἔχει ἀρρωστήσει ἀπ' τή νηστεία. Πιό πολύ ἀρρωσταίνουν ἐκεῖνοι πού τρῶνε κρέατα κι αὐγά καί γάλατα, παρά ἐκεῖνοι πού εἶναι λιτοδίαιτοι. Εἶναι παρατηρημένο αὐτό. Νά τό πάρομε καί ἀπό τήν ἰατρική ἐπιστήμη· τώρα τό συνιστᾶ αὐτό τό πράγμα. Οἱ νηστευταί νηστεύουν καί δέν παθαίνουν τίποτα· ὄχι ἁπλῶς δέν παθαίνουν, ἀλλά θεραπεύονται ἀπό ἀρρώστιες»[106]
Ὁ Γέροντας ἐπισήμαινε ὅτι ἡ νηστεία εἶναι καί ζήτημα πίστεως. Ὅταν ἔχουμε τό Θεῖο Ἔρωτα τότε εὔκολα νηστεύουμε. Ἔλεγε: «Γιά νά τά κάνετε ὅμως αὐτά, (δηλ. τήν νηστεία), πρέπει νά ἔχετε πίστη. Ἀλλιῶς σᾶς πιάνει λιγούρα. Ἡ νηστεία εἶναι καί ζήτημα πίστεως. Δέν παθαίνετε μ' αὐτήν κακό, ὅταν τό χωνεύσετε καλά τό φαγητό σας. Οἱ ἀσκηταί μεταποιοῦν τόν ἀέρα σέ λεύκωμα καί δέν τούς πειράζει ἡ νηστεία. Ὅταν ἔχετε τόν ἔρωτα στό θεῖον, μπορεῖτε νά νηστεύετε μέ εὐχαρίστηση κι ὅλα εἶναι εὔκολα· ἀλλιῶς σᾶς φαίνονται ὅλα βουνό. Ὅποιοι ἔδωσαν τήν καρδιά τους στόν Χριστό καί μέ θερμή ἀγάπη ἔλεγαν τήν εὐχή, κυριάρχησαν καί νίκησαν τή λαιμαργία καί τήν ἔλλειψη ἐγκρατείας.Ὑπάρχουν σήμερα πολλοί ἄνθρωποι πού δέν μποροῦσαν νά νηστεύσουν μιά μέρα καί τώρα ζοῦν μέ χορτοφαγία, ὄχι γιά λόγους θρησκευτικούς, ἁπλῶς γιατί ἐπίστευσαν ὅτι αὐτό θά κάνει καλό στήν ὑγεία τους. Ἀλλά πρέπει νά τό πιστεύσεις, ὅτι δέν πρόκειται νά πάθεις τίποτα, πού δέν τρώγεις κρέας. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος βέβαια εἶναι ἀσθενής, δέν εἶναι ἁμαρτία νά φάει πρός στήριξιν τοῦ ὀργανισμοῦ καί φαγητά μή νηστήσιμα»[107].
2.            Σωματικός κόπος: Ἕνα σπουδαῖο πνευματικό ὅπλο.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος κοπιάζει σωματικά ταπεινώνει τό σῶμα. Μαζί μέ τό σῶμα συνταπεινώνεται καί ἡ ψυχή, ἐπειδή αὐτά τά δύο εἶναι ἀλληλένδετα. Ἡ κατάσταση τοῦ σώματος διαμορφώνει καί τήν κατάσταση τῆς ψυχῆς. «Διαφορετικά αἰσθάνεται ὅποιος κάθεται σέ θρόνο καί διαφορετικά ὅποιος κάθεται στήν κοπριά»[108]. λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης τῆς Κλίμακος στήν «Κλίμακα». Ὁ σωματικός κόπος ἑπομένως εἶναι ἀγώνας πνευματικός. Ἔλεγε, ὁ πολύ κοπιάσας σωματικά Γέροντας: «Ἄν ζεῖτε μέσα στή θεία χάρι, δέν θά σᾶς προσβάλλει τό κακό. Ἄν δέν ζεῖτε τό θεῖον, θά σᾶς κυκλώσει τό κακό, θά σᾶς πιάσει ἡ νωθρότης καί θά παιδεύεσθε. Ἅμα βλέπετε νωθρότητα, ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι καλά στήν ψυχή. Ἐμεῖς πολλές φορές, ὅταν δοῦμε ἕναν ἄνθρωπο ἥσυχο, ἐχέμυθο, κάπως διακριτικό, λέμε: «Πολύ καλός ἄνθρωπος, ἅγιος ἄνθρωπος. Κι ὅμως, μπορεῖ νά εἶναι νωθρός. Οἱ νωθροί, οἱ ὀκνηροί καί οἱ τεμπέληδες δέν εἶναι ἐντάξει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Ἡ τεμπελιά εἶναι πολύ κακό πράγμα. Ἡ νωθρότητα εἶναι ἀρρώστια, εἶναι ἁμαρτία. Ὁ Θεός δέν μᾶς θέλει νωθρούς. Ρέμπελα θά ζεῖτε; «Ἐξέχασα νά κάνω αὐτή τή δουλειά, παραδείγματος χάριν, νά κλείσω τήν πόρτα, ὅταν βγῆκα ἀπ΄ τό δωμάτιο». Τί θά πεῖ «ἐξέχασα»; Νά θυμηθεῖς! Νά προσέξεις! Ἐνῶ ἡ πολλή προσπάθεια, ἡ κίνηση, ὁ κόπος, ἡ δράση εἶναι ἀρετή. Ὁ σωματικός κόπος εἶναι ἀγώνας, ἀγώνας πνευματικός. Ὅσο ἀπερίσκεπτοι εἶστε, τόσο θά βασανίζεσθε. Ἀντίθετα, ὅσο εὐλαβεῖς καί προσεκτικοί, τόσο εὐτυχεῖς»[109].
3.            Μετάνοιες
Μέ τήν μετάνοιες, δίδασκε ὀ π. Πορφύριος, ἔρχεται μεγάλη εἰρήνη καί χαρά στήν ψυχή καθώς καί ὑγεία στό σῶμα. Διηγεῖται πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα: «Μία νέα ψηλή πήγαινε κάθε τόσο στό Γέροντα, νά τόν συμβουλευθεῖ...Ὅπως μᾶς ἔλεγε τῆς ἄρεσε ἡ γυμναστική ἄσκηση, πράγμα πού τήν ξεκούραζε, μετά ἀπό τό φόρτο τῶν μαθημάτων. Ὁ Γέροντας Πορφύριος... τῆς ὑπέδειξε ὅτι δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει καλύτερη ἄσκηση ἀπό τίς μετάνοιες τῶν χριστιανῶν, ὅταν μετά πού κάνουμε τό σταυρό μας γονατίζουμε κι ἀφοῦ ἀγγίσουμε μέ τό πρόσωπο τή γῆ, σηκωθοῦμε ὄρθιοι καί τό ἐπαναλάβουμε αὐτό καί πάλιν καί πάλιν, ἐνῶ ἐσωτερικά ἡ ψυχή ἀναστενάζει πρός τόν Θεό, προφέροντας τά λόγια τοῦ τελώνη, «ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ». Ἐπίσης λέγουμε κι ὅποια ἄλλη αὐτομεμψία θά μᾶς φώτιζε τό Πνεῦμα τό Ἅγιο. Ἔτσι, τῆς ἔλεγε ὁ Γέροντας, θά μποροῦσε νά ἀντικαταστήσει ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ χρόνου, πού σπαταλοῦσε στίς γυμναστικές ἀσκήσεις, μέ τίς μετάνοιες. Μετά ἀπό τίς μετάνοιες ἔρχεται μεγάλη χαρά, ἀνακούφιση πολλή καί εἰρήνη στήν ψυχή, στό δέ σῶμα δέν παραμένει οὔτε τό τελευταῖο μέλος του νά μήν τεθεῖ σέ λειτουργία καί ἄσκηση. Ὁ Χριστός γιά νά τονίσει τή σημασία τῶν μετανοιῶν, ὁ ἴδιος, ὅπως διηγεῖται ὁ εὐαγγελιστής, ὅταν βρισκόταν μέσα στόν κῆπο τῆς Γεσθημανή, ἀποτραβήχτηκε ἀπό κοντά τους ὅσο νά ρίξει ἕνας μία πέτρα κι ἐκεῖ ἄρχισε νά κάνει μετάνοιες, πίπτοντας ἐπί τοῦ ἐδάφους κατ' ἐπανάληψη. Οἱ μετάνοιες κάνουν καί στό σῶμα τό ἀντίστοιχο φυσικό καλό, ὅπως καί στήν ψυχή. Γι' αὐτό οἱ ἀσκητές δέν παθαίνουν εὔκολα ἐμφράγματα, καρδιακά νοσήματα, ἐγκεφαλικά, γιατί οἱ ἀρτηρίες τους, τά διάφορα ἀγγεῖα διά τῶν μετανοιῶν,συντηροῦνται ἄριστα, τά λίπη διαλύονται, ἡ ψυχή κι αὐτή ἡρεμεῖ κι ἔτσι ὁ ἄνθρωπος, μετά ἀπό τίς ἀσκήσεις αὐτές, μποροῦμε νά ποῦμε, δέν διαφέρει ἀπό ἕνα αὐτόκίνητο, πού πέρασε ἀπό τό συνεργεῖο, κι ἔκανε ἕνα καλό σέρβις. Οἱ μετάνοιες δέν εἶναι ἀνθρώπινη, ἀλλά θεία ἀποκάλυψη, κι εἶναι δυστυχής ὅποιος ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀνακαλύψει τό μυστήριο πού τίς περικλείει. Οἱ δέ πολυπράγμονες, ὅταν τή νύκτα πρίν κοιμηθοῦν, κάνουν τίς καθιερωμένες μετάνοιες, κι ἀπό τίς καθημερινές σκέψεις θά ξεφύγουν καί θά εἰρηνεύσουν, γιά νά ἔρθει γρήγορα κι ὁ ὕπνος»[110]. (Στό βιβλίο Ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἔκδ. Ἀπ. Βαρνάβας. Ἀθήνα σελ. 14).                                                                                                                                      
4.                         Μελέτη
Ἕνα σπουδαιότατο θεραπευτικό μέσο πού μᾶς ἁγιάζει ἀναίμακτα εἶναι ἡ πνευματική μελέτη· δηλ. ἡ μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν πατερικῶν κειμένων καί τῶν λατρευτικῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ μελέτη μέ θεῖο ἔρωτα φέρνει τό ἄκτιστο φῶς στήν ψυχή μας. Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ καί ἀποστήθιζε ὁλόκληρα κομμάτια ἀπό τήν Ἁγία Γραφή, γιά νά ἔχει «καθαρότητα νοός» ὅπως ἔλεγε. Ἡ μελέτη μᾶς ἁγιάζει ἄκοπα καί μᾶς δημιουργεῖ τό κατάλληλο κλῖμα γιά τήν προσευχή. Δίδασκε ἐκ προσωπικῆς πείρας λέγοντας: «Νά δοθεῖτε στή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τῶν ψαλμῶν, τῶν πατερικῶν κειμένων. Νά ἐπιδοθεῖτε στή μελέτη μέ ἔρωτα θεῖο. Νά ψάχνετε νά βρεῖτε στό λεξικό τήν κάθε λέξη κάι νά ἐπιδίδεσθε στή σωστή καί καθαρή καί μέ νόημα ἀνάγνωση μέ τό νί καί μέ τό σίγμα. Νά ἐρευνᾶτε πόσες φορές λέει ἡ Ἁγία Γραφή μία λέξη, γιά παράδειγμα τή λέξη «ἁπλότητα», καί πόσες τήν ἄλλη. Φῶς Χριστοῦ θά πλημμυρίσει τήν ψυχή σας. Ἔτσι θά πραγματοποιηθεῖ αὐτό πού λέγει ὁ Εὐαγγελιστής Ματθαῖος: «Ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει εἶδε φῶς μέγα καί τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καί σκιᾷ θανάτου φῶς ἀνέτειλεν αὐτοῖς» (Ματθ. 4, 16). Αὐτό τό φῶς εἶναι τό ἄκτιστον φῶς τοῦ Χριστοῦ. Ἅμα ἀποκτήσομε αὐτό τό φῶς, θά γνωρίσομε τήν ἀλήθεια»[111].
Μέ τήν μελέτη, τήν προσευχή καί τήν ἀγάπη, παρατηροῦσε, ἁγιάζεται κανείς «ἀναίμακτα»[112].
Μέ τήν μελέτη τῶν ἀκολουθιῶν καί τῶν Πατερικῶν κειμένων ἁγιάζεται κανείς χωρίς νά τό καταλάβει. Πρέπει, δίδασκε ὁ Γέροντας νά σπουδάσουμε ὅλοι στό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας». Ἔλεγε: «Τό κέντρο τοῦ βάρους,..., θά ἤθελα νά τό ρίξομε στό «Πανεπιστήμιο τῆς Ἐκκλησίας». Κι ἐννοῶ στούς ὕμνους, κανόνες, μεσονυκτικά, μεσώρια, Ψαλτήρι, Παρακλητική, Μηναῖο, Θεοτοκάριο, Τριώδιο, Πεντηκοστάριο. Ἤθελα νά τά διαβάζομε ὅλα, εἰ δυνατόν, ὅσα γράφει τό Τυπικό. Καί τά ψαλτήρια νά τά διαβάζομε ἀκόμη πρίν τό μεσημέρι, γιά οἰκονομία. Νά μήν τά διαβάζομε τή νύκτα καί κουράζονται οἱ ἀδελφές. Ἡ ἀφοσίωση, ἡ ἀπασχόληση μέ τούς ὕμνους καί τ΄ ἀναγνώσματα εἶναι μεγάλο πράγμα γιά μένα, πολύ μεγάλο, διότι ἁγιάζεται ὁ ἄνθρωπος χωρίς νά τό καταλάβει. Ἀποκτάει καί ἀγάπη καί ταπείνωση καί ὅλα ἀκούγοντας τῶν ἁγίων τά λόγια, τοῦ Μηναίου, τῆς Παρακλητικῆς κ.λ.π.. Νά ἐνδιατρίψουμε ἐκεῖ. Αὐτό πρέπει νά εἶναι καθημερινό ἐντρύφημά μας μές στήν ἐκκλησία. Καί μετά πάλι καθημερινῶς, σέ μία ὥρα πρό τοῦ φαγητοῦ ἤ τό ἀπόγευμα, νά καθίσομε μία ὥρα ἤ μιάμιση καί νά διαβάζομε ἀπ' τούς μεγάλους Πατέρες. Καταλάβατε; Τό ἀπόγευμα, ἀνάγνωση πάλι ὅλοι μαζί. Καί στό κελλί, πάλι ὁρισμένη ὥρα. Πρέπει νά γίνει ὡράριο»[113].
Ἡ μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, τῶν βιβλίων τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν Πατέρων, δίδασκε ὁ π. Πορφύριος, ἀνάβει καί καλλιεργεῖ στήν ψυχή τόν θεῖο ἔρωτα. Λίγο πρέπει νά κοπιάσει ὁ ἄνθρωπος γιά νά κατανοήσει αὐτά πού διαβάζει. Μετά ἔρχεται ὁ Θεῖος Ἔρωτας ὁπότε δέν χρειάζεται κόπος. Ὁ Γέροντας μελετοῦσε πολύ, γιαυτό καί δίδασκε ἐξ ἐμπειρίας: «Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια, γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος. Στήν κατάνυξη, στή ζέση, στά δάκρυα θά μπεῖ μετά χωρίς νά κοπιάσει. Αὐτά ἀκολουθοῦν, εἶναι δῶρα Θεοῦ. Ὁ ἔρωτας θέλει προσπάθεια; Μέ τήν κατανόηση τῶν τροπαρίων καί κανόνων καί τῶν Γραφῶν ἕλκεσαι εὐφραινόμενος, μπαίνεις μέσα στήν ἀλήθεια εὐφραινόμενος. «Ἔδωκας εὐφροσύνην εἰς τήν καρδίαν μου», ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 4, 8). Ἔτσι αὐθόρμητα μπαίνεις στήν κατάνυξη, ἀναίμακτα. Καταλάβατε;Ἐγώ ὁ καημένος ἐπιθυμῶ ν' ἀκούω τά λόγια τῶν Πατέρων, τῶν ἀσκητῶν, τά λόγια τῆς Παλαιᾶς καί τῆς Καινῆς Διαθήκης. Σ΄ αὐτά θέλω νά ἐντρυφῶ. Αὐτά καλλιεργοῦν τό θεῖο ἔρωτα»[114].

5.                         Ὑπομονή.
Ὁ Γέροντας τόνιζε τήν σπουδαιότητα τῆς ὕπαρξης τῆς ὑπομονῆς προκειμένου νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί νά καρποφορήσει τήν σωτηρία. Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀγάπη, ἀλλά καί θέμα πίστεως. Ἰδού ἀκριβῶς τά λόγια του:
«Εἶναι μεγάλο πράγμα, μεγάλη ἀρετή ἡ ὑπομονή. Ὁ Χριστός εἶπε: «Ἅμα δέν ἔχετε ὑπομονή, θά χάσετε τίς ψυχές σας· γιά νά τίς κερδίσετε, πρέπει νά ἔχετε ὑπομονή».(Πρβλ. Λουκ. 21,19). Ἡ ὑπομονή εἶναι ἀγάπη καί χωρίς ἀγάπη δέν μπορεῖς νά ἔχεις ὑπομονή. Εἶναι, ὅμως, καί θέμα πίστεως. Στήν πραγματικότητα, εἴμαστε ἄπιστοι, γιατί δέν ξέρομε πῶς τά φέρνει ὁ Θεός καί μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπ' τίς δυσκολίες καί τίς στενοχώριες»[115]
Ὅλα πρέπει, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, νά τά ἀντιμετωπίζομε μέ ὑπομονή καί ταπείνωση. Οἱ θλίψεις καί οἱ ἀντιδράσεις πού ἀντιμετωπίζουμε ἀπό τούς γύρω μας εἶναι ἡ γυμναστική τῆς ψυχῆς γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ὑπομονῆς. «Ὅλα (ἔλεγε ὁ Γέροντας), νά τ' ἀντιμετωπίζετε μέ ἀγάπη, μέ καλοσύνη, μέ πραότητα, μέ ὑπομονή καί μέ ταπείνωση. Νά εἶστε βράχοι. Ὅλα νά ξεσπᾶνε πάνω σας καί σάν τά κύματα νά γυρίζουν πίσω· ἐσεῖς νά εἶστε ἀτάραχοι. Ἀλλά θά πεῖτε: «Ἔ, γίνεται αὐτό;». Ναί, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ γίνεται πάντοτε. Ἄν τά παίρνομε ἀνθρώπινα, δέν γίνεται. Ἀντί ὅμως, νά σᾶς ἐπηρεάζουν δυσμενῶς, μποροῦν ὅλα νά σᾶς κάνουνε καλό, νά σᾶς στερεώνουνε στήν ὑπομονή, στήν πίστη. Διότι γυμναστική εἶναι γιά μᾶς ὅλες οἱ ἀντιδράσεις τοῦ περιβάλλοντος καί οἱ δυσκολίες γύρω μας. Γυμνάζομε τόν ἑαυτό μας πάνω στήν ὑπομονή, στήν καρτερία»[116].
6.            Βυζαντινή μουσική
Ἡ βυζαντινή μουσική, ἔλεγε, ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Ἕνα σπουδαῖο θεραπευτικό μέσο γιά τήν ταλαίπωρη ψυχή τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου, τοῦ ἐμπαθοῦς, εἶναι πράγματι ἡ Βυζαντινή μουσική. Διά τοῦτο δίδασκε ὁ σοφός ἰατρός τῆς ψυχῆς-Γέρων: «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ ὠφέλιμη. Κανένας χριστιανός δέν πρέπει νά ὑπάρχει χωρίς νά ξέρει βυζαντινή μουσική. Πρέπει ὅλοι νά μάθομε. Ἔχει ἄμεση σχέση μέ τήν ψυχή. Ἡ μουσική ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο ἀναίμακτα. Χωρίς κόπο, ἀγαλλόμενος, γίνεσαι ἅγιος»[117]. Εἰδικά γιά τήν θεραπεία τῆς κατάθλιψης ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι ἕνα πολύ ἀποτελεσματικό μέσο.
Ἡ Βυζαντινή μουσική, δίδασκε, θεραπεύει τήν κατάθλιψη. «Μιά φορά (διηγεῖται ὁ Γέροντας) εἶχε κάποιος δαιμόνιο, ὁ βασιλιάς Σαούλ, καί πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ ἔψαλλε καί ὁ δαίμονας ἔφευγε. Πήγαινε μέ τό ψαλτήρι-τό ψαλτήρι ἦταν ὄργανο. Ὅταν τόν ἔπιανε τό δαιμόνιο τῆς μελαγχολίας, πήγαινε ὁ Δαβίδ καί τοῦ 'παιζε τό ψαλτήρι κι ἔτσι ἔφευγε ὁ δαίμονας. Ποῦ 'ναι αὐτοί πού τρέχουνε νά βροῦνε θεραπεία γιά τήν κατάθλιψη. Ὅταν μάθουνε βυζαντινή μουσική καί ἰδοῦνε τή μαυρίλα νά 'ρχεται, πάπ! ἕνα δοξαστικό κι ἡ μαυρίλα πού ἔρχεται νά σέ καταλάβει, ὡς ἕνα εἶδος ψυχικῆς μελαγχολίας, γίνεται ὕμνος πρός τόν Θεό. Ἐγώ τό πιστεύω αὐτό. Ἀπόλυτα τό πιστεύω. Σᾶς τό λέω ὅτι ἕνας μουσικός, πού ἀγαπάει τή μουσική, πού εἶναι εὐσεβής, μπορεῖ μιά δυσκολία του νά τήνε κάνει ἔργο μουσικό ἤ ἕνα ἕτοιμο ἔργο νά τό ψάλει, νά τό ἀποδώσει. Ἔτσι, προκειμένου νά κλαίει καί νά καταπιέζεται, προσφέρει μιά δοξολογία στόν Θεό»[118].
Ὁ ὑγιής ἄνθρωπος ζεῖ μέσα στήν ἁρμονία. Ἡ ἀρετή εἶναι ἁρμονία. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ βυζαντινή μουσική εἶναι πάρα πολύ εὔκολη, ὅταν τήν ἐρωτευθεῖ ἡ ψυχή. Εἶναι τόση ἡ ὠφέλεια τῆς ἁρμονίας στήν ψυχή!. Αὐτός πού ξέρει μουσικά καί ἔχει ταπείνωση, ἔχει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Πάει νά θυμώσει, νά ἐκραγεῖ, ἀλλά φοβᾶται τή δυσαρμονία, διότι καί ὁ θυμός καί ὅλες αὐτές οἱ ἁμαρτωλές καταστάσεις δέν εἶναι μέσα στήν ἁρμονία. Κι ἔτσι μισεῖ σιγά σιγά τήν κακία καί ἐγκολπώνεται τήν ἀρετή, πού εἶναι ἁρμονία. Ὅλες οἱ ἀρετές ἔχουν ἁρμονία. Οὔτε στενοχώριες μπορεῖ νά ἔχεις, οὔτε... Μπορεῖς νά ζεῖς μέσα στή χαρά. Ἅμα καταλάβεις πώς ἔρχεται καμιά μαυρίλα στόν ὁρίζοντα τῆς ψυχῆς σου, λέεις ἕνα ὡραῖο τροπάριο καί ἡ μαυρίλα γίνεται ὕμνος στόν Θεό. Τή δύναμη αὐτή πού θά σέ στενοχωροῦσε καί θά σέ καταπίεζε, τήν ἴδια δύναμη τή βουτᾶς καί τήν ἁγιάζεις»[119].
7.                             Ἁπλά καί ἁπαλά
Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας πρέπει νά γίνεται ἁπλά καί ἁπαλά. Ἡ ἁπλότητα εἶναι κατορθωτή μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Δέν ἐκβιάζεται ὁ Θεός. Ἔλεγε χαρακτηριστικά ὁ Γέρων: «Ἔτσι ν' ἀγωνίζεσθε στήν πνευματική ζωή, ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς βία. Τό ἁπλό καί ἁπαλό εἶναι ἕνας ἁγιότατος τρόπος τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ἀλλά δέν εἶναι δυνατό νά τό μάθεις ἔτσι ἀπ' ἔξω. Πρέπει μυστικά νά μπεῖ μέσα σου, ὥστε ἡ ψυχή σου νά ἐνστερνίζεται τόν τρόπο αὐτόν μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅμως πολλές φορές, ἐνῶ θέλομε νά τόν ἐπιτύχομε, τό παίρνει εἴδηση ὁ ἀντίθετος καί μᾶς ἐμποδίζει. Νά ἐφαρμόζετε τό «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6, 3). Ὅταν τό θέλεις, ὅταν ἐκβιάζεις τό θεῖον, δέν ἔρχεται. Θά ἔλθει «ἐν ἡμέρᾳ ­ᾗ οὐ προσδοκᾷς καί ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκεις» (Πρβλ. Ματθ. 24, 50· Λουκ. 12, 46)»[120].
Ἔλεγε πάλι ὅτι ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς ἰδιοτέλεια πρέπει νά κάνομε τό κάθε τι. Νά ἀκριβῶς τά λόγια του:
«Ἡ πνευματική ἐργασία, πού κάνετε στά βάθη τῆς ψυχῆς σας, νά γίνεται μυστικά, νά μή γίνεται ἀντιληπτή ὄχι μόνο ἀπό τούς ἄλλους ἀλλά οὔτε κι ἀπό σᾶς τούς ἴδιους. Ὅ,τι κάνει ὁ καλός ἑαυτός σας, νά μήν τό παίρνει εἴδηση ὁ κακός. «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». «Ἀριστερά» εἶναι ὁ ἀντίθετος ἑαυτός μας, πού, ὅταν τό πάρει εἴδηση, θά τά χαλάσει ὅλα. Ὁ ἀντίθετος εἶναι ὁ κακός ἑαυτός μας- τό λέμε ἔτσι πιό ἐξευγενισμένα. Νέος εἶναι ὁ ἐν Χριστῷ ἑαυτός μας, ἐνῶ ὁ ἄλλος εἶναι ὁ παλαιός. Χρειάζεται τέχνη, γιά νά μήν παίρνει εἴδηση ὁ παλαιός. Χρειάζεται τέχνη καί κυρίως ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ»[121].
Ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Θεόν ὅπως καί πρός τόν πλησίον πρέπει νά εἶναι αὐτή ἥτις «οὐ ζητεῖ τά ἑαυτῆς»[122]δηλ. ἀνιδιοτελής. Γιά τοῦτο δίδασκε ὁ Γέροντας: «Ἁπλά, ἁπαλά θά κάνετε τό καθετί. Δέν θά κάνετε τίποτα μέ σκοπιμότητα. Νά μή λέτε, «θά τό κάνω ἔτσι, γιά νά ἔλθει αὐτό τό ἀποτέλεσμα», ἀλλά θά τό κάνετε ἔτσι ἁπαλά, χωρίς νά τό ξέρετε»[123].
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ἔχει πάντα καλούς λογισμούς γιά ὅλους τότε κατοικεῖ τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα του. Ἀντίθετα «ἄν σκέφτεσαι κακό γιά τούς ἀνθρώπους» μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης «αὐτό σημαίνει πώς μέσα σου ζῆ πονηρό πνεῦμα κι αὐτό σοῦ ὑποβάλλει πονηρές σκέψεις ἐναντίον τῶν ἀδελφῶν»[124]. Δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ὁ ἀγαθός, ὁ καλοκάγαθος, αὐτός πού δέν ἔχει πονηρούς λογισμούς, ἑλκύει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Κυρίως ἡ ἀγαθότητα καί ἡ ἁπλότητα ἑλκύουν τήν χάρι τοῦ Θεοῦ· εἶναι οἱ προϋποθέσεις, γιά νά ἔλθει ὁ Θεός καί «μονήν εὑρήσει» (Πρβλ. Ἰωάν. 10, 9· 14, 23)»[125].
Ἀκόμη καί ὅταν χάνουμε τήν θεία χάρι, δίδασκε πάλι ὁ Γέροντας, δέν πρέπει νά ταραζόμαστε ἀλλά  νά συνεχίζουμε ἁπλά καί ἁπαλά τόν ἀγῶνα. Ὅταν ὁ Κάιν ἁμάρτησε ὁ Θεός τοῦ εἶπε: «῞ινα τί περίλυπος ἐγένου͵ καὶ ἵνα τί συνέπεσεν τὸ πρόσωπόν σου; οὐκ͵ ἐὰν ὀρθῶς προσενέγκῃς͵ ὀρθῶς δὲ μὴ διέλῃς͵ ἥμαρτες; ἡσύχασον»[126]. Ὅταν ἁμαρτάνουμε πρέπει νά ἡσυχάζουμε. Δέν πρέπει νά πανικοβαλλόμαστε ἤ νά ἀπελπιζόμαστε. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὅταν χάνετε τή θεία χάρι, νά μήν κάνετε τίποτα. Νά συνεχίζετε τή ζωή σας καί τόν ἀγῶνα σας ἁπλά, ἁπαλά, ὥσπου χωρίς ἀγωνία νά ἔλθει πάλι ἡ ἀγάπη καί ὁ ἔρωτας καί ἡ λαχτάρα στόν Χριστό. Καί τότε ὅλα πᾶνε καλά. Καί τότε ἡ χάρις σᾶς γεμίζει καί χαιρόσαστε. Ἕνα μυστικό εἶναι οἱ ἀκολουθίες. Νά ἐπιδίδεσθε σέ αὐτές καί ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ μυστικά θά ἔλθει»[127].
Δέν χρειάζεται κανένα σφίξιμο, καμμία προσπάθεια καί κανένα ἄγχος γιά νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό τίς ἀδυναμίες μας, δίδασκε.Ἡ μόνη μας προσπάθεια θά πρέπει νά εἶναι ἡ προσπάθεια ν' ἀγαπήσουμε τόν Θεό καί τόν συνάνθρωπο ἀνιδιοτελῶς. Συμβούλευε ὁ σοφός Γέροντας ὅτι τό σφίξιμο γιά τήν ἀπαλλαγή ἀπό τά πάθη δημιουργεῖ ἀντίδραση. Ἡ ψυχή εἶναι φτιαγμένη γιά νά ἀγαπάει. Τότε ξεκουράζεται καί ἀπαλλάσσεται ἀπό τά πάθη. Μελέτη καί προσευχή, ἀνιδιοτέλεια καί ἀγάπη, ἡσυχία καί μυστικότητα, καρδιακή συνάντηση καί συνδιατριβή μέ τόν Οὐράνιο Νυμφίο, Θεῖος Ἔρωτας καί λαχτάρα γιά τόν Χριστό μας, εἶναι αὐτά, πού θά πρέπει νά ἀποτελοῦν τήν μόνιμη ἔγνοια τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου. Νά πῶς τό δίδασκε ὁ βαθύς γνώστης τῆς ἀνθρώπινης ψυχής Γέροντας: «Νά μήν κάνετε καμιά προσπάθεια ν' ἀπαλλαγεῖτε ἀπ' αὐτές(ἐνν. τίς ἀδυναμίες σας). Ν' ἀγωνίζεσθε μέ ἁπαλότητα καί ἁπλότητα, χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος. Μή λέτε: «Τώρα θά σφιχτῶ, θά κάνω προσευχή ν' ἀποκτήσω ἀγάπη, νά γίνω καλός κ.λ.π.» Δέν εἶναι καλό νά σφίγγεσαι καί νά πλήττεις, γιά νά γίνεις καλός. Ἔτσι θ' ἀντιδράσετε χειρότερα. Ὅλα νά γίνονται μέ ἁπαλό τρόπο, ἀβίαστα κι ἐλεύθερα. Οὔτε νά λέτε: «Θεέ μου, ἀπάλλαξέ με ἀπ' αὐτό», παραδείγματος χάριν, τό θυμό, τή λύπη. Δέν εἶναι καλό νά προσευχόμαστε ἤ καί νά σκεπτόμαστε τό συγκεκριμένο πάθος· κάτι γίνεται στήν ψυχή μας καί μπλεκόμαστε ἀκόμη περισσότερο. Ρίξου μέ ὁρμή, γιά νά νικήσεις τό πάθος καί θά δεῖς τότε πῶς θά σ' ἀγκαλιάσει, θά σέ σφίξει καί δέν θά μπορέσεις τίποτα νά κάνεις. Μήν πολεμᾶτε ἀπευθείας τόν πειρασμό, μήν παρακαλεῖτε νά φύγει, μή λέτε: «Πάρ' τον, Θεέ μου!». Τότε τοῦ δίνετε σημασία κι ὁ πειρασμός σφίγγει. Γιατί παρόλο πού λέτε, «πάρ' τον, Θεέ μου», βασικά τόν θυμᾶστε καί τόν ὑποθάλπετε περισσότερο. Ἡ διάθεση γιά ἀπαλλαγή, βέβαια, θά ὑπάρχει, ἀλλά θά εἶναι πάρα πολύ μυστική καί λεπτή, χωρίς νά φαίνεται. Θά γίνεται μυστικά. Θυμηθεῖτε ἐκεῖνο πού λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6, 3). Ὅλη ἡ δύναμή σας νά στρέφεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στή λατρεία Του, στήν προσκόλληση σ' Αὐτόν. Ἔτσι ἡ ἀπαλλαγή ἀπ΄ τό κακό καί τίς ἀδυναμίες θά γίνεται μυστικά, χωρίς νά παίρνετε εἴδηση, χωρίς κόπο. Αὐτήν τήν προσπάθεια κάνω κι ἐγώ. Βρῆκα ὅτι εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος ἁγιασμοῦ, ἀναίμακτος. Καλύτερα, δηλαδή νά ρίχνομαι στήν ἀγάπη, μελετώντας τούς κανόνες, τά τροπάρια, τούς ψαλμούς. Αὐτή ἡ μελέτη κι ἐντρύφηση, χωρίς νά τό καταλάβω, πηγαίνει τό νοῦ μου πρός τόν Χριστό καί γλυκαίνει τήν καρδιά μου. Συγχρόνως εὔχομαι ἀνοίγοντας τά χέρια μέ λαχτάρα, μέ ἀγάπη, μέ χαρά καί ὁ Κύριος μέ ἀνεβάζει στήν ἀγάπη Του. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός μας, νά φθάσομε ἐκεῖ...Ἡ ψυχή, κι ὅταν μάλιστα εἶναι εὐαίσθητη, εὐφραίνεται στήν ἀγάπη κι ἐνθουσιάζεται, ἐνδυναμώνεται καί μετασχηματίζει καί μεταποιεῖ καί μεταστοιχειώνει»[128].
8.                             Ὄχι «ἀγγάρεια».
Ὅ,τι κάνει ὁ ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά τό κάνει μέ ἀγάπη καί ὄχι ἀναγκαστικά. Τότε ἑλκύεται ἡ χάρις. «Ἔλεον θέλω καί οὐ θυσίαν» λέγει ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Μᾶς ἀποκαλύπτει δηλ. ὅτι ὁ Θεός δέν εὐαρεστεῖται μέ ἐξωτερικές ἀναγκαστικές θυσίες, ἀλλά μέ τήν καρδιακή αὐτοπροαίρετη προσφορά. Δίδασκε ὁ Γέροντας: «Ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, δημιουργεῖ μεγάλο κακό καί στό εἶναι σου καί στήν ἐργασία σου. Τό σφίξιμο, τό σπρώξιμο φέρνει ἀντίδραση. Ὁ κόπος γιά τόν Χριστό, ὁ πόθος ὁ ἀληθινός εἶναι Χριστοῦ ἀγάπη, εἶναι θυσία, εἶναι ἀνάλυσις. Αὐτό ἔνιωθε καί ὁ Δαβίδ: «Ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου» (Ψαλμ. 83, 3)»[129]. Ἡ νηστεία καί ὄλες οἱ ἀσκήσεις πρέπει νά γίνονται μέ χαρά ἀπό ἀγάπη στόν Χριστό. Ἔλεγε ὁ Γέροντας ὅτι πρέπει νά φεύγουμε ἀπό τόν τύπο, τό τυπικό, τήν τυπική ἐκτέλεση κάποιου «καθήκοντος» καί νά πηγαίνουμε στήν οὐσία. Διαφορετικά δέν ὠφελούμαστε πνευματικά. Δίδασκε περί τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνος: «Πολλές φορές οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τήν χάρι. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φεύγεις ἀπ' τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη ἐννοεῖ πάντα νά κάνει θυσίες. Σ' ὅ,τι κάνεις ἀγγάρια, κλωτσάει ἡ ψυχή, ἀντιδρᾶ. Ἡ ἀγάπη ἑλκύει τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἔλθει ἡ χάρις, ἔρχονται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Ὁ δέ καρπός τοῦ Πνεύματος ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22-23). Αὐτά εἶναι πού πρέπει νά ἔχει μία ὑγιής ψυχή ἐν Χριστῷ»[130].
9.                             Λεπτότητα-Αἰσθηματικότητα
Ἡ ψυχή τοῦ χριστιανοῦ, ἔλεγε ὁ ἐράσμιος Γέροντας, πρέπει νά εἶναι εὐαίσθητη, λεπτή, αἰσθηματική, νά πονάει γιά τόν Χριστό. Στίς Παροιμίες διδασκόμεθα: «δός μοι͵ υἱέ͵ σὴν καρδίαν»[131]. Ὁ Θεός θέλει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καθαρή, χωρίς κακίες, γεμάτη ἀγάπη, εὐαισθησία, λεπτότητα, λαχτάρα γιά Ἐκεῖνον. Γιαυτό καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ εἶναι καί ποιητές. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου πρέπει νά εἶναι λεπτή, νά εἶναι εὐαίσθητη, νά εἶναι συναισθηματική, νά πετάει, ὅλο νά πετάει, νά ζεῖ μές στά ὄνειρα. Νά πετάει μές στ' ἄπειρο, μές στ' ἄστρα, μές στά ὄνειρα. Νά πετάει μές στό ἄπειρο, μές στ' ἄστρα, μές στά μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ, μές στή σιωπή. Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Αὐτό εἶναι! Πρέπει νά πονάεις. Ν' ἀγαπάεις καί νά πονάεις. Νά πονάεις γι' αὐτόν πού ἀγαπάεις. Ἡ ἀγάπη κάνει κόπο γιά τόν ἀγαπημένο...Ἐμεῖς, ὅμως, ἔχομε φλόγα γιά τόν Χριστό; Τρέχομε, ὅταν εἴμαστε κατάκοποι, νά ξεκουρασθοῦμε στήν προσευχή, στόν Ἀγαπημένο ἤ τό κάνομε ἀγγάρια καί λέμε: «Ὤ, τώρα ἔχω νά κάνω καί προσευχή καί κανόνα...»; Τί λείπει καί νιώθομε ἔτσι; Λείπει ὁ θεῖος ἔρως. Δέν ἔχει ἀξία νά γίνεται μία τέτοια προσευχή. Ἴσως μάλιστα κάνει καί κακό»[132].
Ὁ Χριστός, ἔλεγε πάλι, θέλει κοντά Του λεπτούς, εὐαίσθητους ἀνθρώπους. Οἱ ἅγιοι εἶναι  ποιητές. Ὁ Γέροντας ἀποκαλοῦσε τόν ἑαυτό του «αἰσθηματία». Διηγεῖται πνευματικό παιδί τοῦ Γέροντα:«Ὁ Χριστός (ἔλεγε ὁ Γέροντας) δέν θέλει κοντά Του χοντροκομμένους ἀνθρώπους, ἀλλά λεπτούς...Οἱ Ἅγιοι εἶναι ποιητές...Πόση πράγματι ποιητικότητα ὑπάρχει στή θέα, στή διδασκαλία, στό ἔργο τοῦ Κυρίου, στή θάλασσα τῆς Τιβεριάδας!».
-«Διαβᾶστε τό ψαλτῆρι» συμβούλευε, γλυκαίνει τήν ψυχή».
Ἀγαπῆστε τή φύση. Ξυπνῆστε τό πρωΐ» προέτρεπε πνευματικά του παιδιά, νά δῆτε τό βασιλιά ἥλιο νά βγαίνει ὁλοπόρφυρος ἀπό τό πέλαγος». Τούς παρακινοῦσε (τά πνευματικά του παιδιά) ἐπίσης νά κάθωνται μπροστά στή θάλασσα καί νά στοχάζωνται, νά προσεύχωνται, νά ἀφουγκράζωνται τίς μυστικές φωνές τῆς φύσης, νά ἡρεμοῦν, νά κάνουν ἐκδρομές, νά ἀνεβαίνουν στά βουνά, νά θαυμάζουν τόν ἔναστρο οὐρανό, νά χαίρωνται τούς ἀγρούς, τά λουλούδια, τά δένδρα, τήν ἄνοιξη, τό χειμῶνα, τό χιόνι. Αὐτή ἠ εὐαισθησία πίστευε πώς συντελεῖ στήν πνευματική καί ψυχική ὡρίμαση τοῦ ἀνθρώπου, πώς δρομολογεῖ μία βαθύτερη κοινωνία μέ τό Θεό, πώς εἶναι ἡ ἀρχή μιᾶς δοξολογίας γιά τό ἀτελεύτητο μεγαλεῖο Του»[133].
10.                         Ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη γιά νά ἐγκύψει ὁ Κύριος μέσα στόν ἄνθρωπο.
Τόν Χριστόν δέν Τόν γνωρίζομε ἐμεῖς ἀλλά Ἐκεῖνος, μᾶς γνωρίζεται καί μᾶς ἀποκαλύπτεται. Αὐτό συμβαίνει ὅταν ὑπάρξουν μέσα μας οἱ προϋποθέσεις. Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ἡ ἀγαθή προαίρεση, ἡ ταπείνωση καί ἡ ἀγάπη εἶναι τά ἀπαραίτητα γιά νά ἐγκύψει ὁ Χριστός στήν ψυχή μας. Ἔλεγε: «Ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ, γιά νά μᾶς φέρει στήν κατάλληλη «φόρμα» γιά προσευχή. Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας, ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστοῦν· ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη. Χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά ποῦμε τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με»...Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός μέσα μας, ὅταν Τόν ἐπικαλούμασθε μέ τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», πρέπει ἡ καρδιά νά εἶναι καθαρή, νά μήν ἔχει κανένα ἐμπόδιο, νά εἶναι ἐλεύθερη ἀπό μίσος, ἀπό ἐγωισμό, ἀπό κακία»[134].
11.                         Ἀγάπη ἀνιδιοτελής πρός τόν Θεό.
Ὁ Γέροντας ἔλεγε ὅτι πρέπει ν΄ ἀγαπᾶμε τόν Χριστό μόνον γι' Αὐτόν καί ὄχι γιά τά δῶρα Του, ὄχι γιά τόν ἑαυτό μας. Ἄν λέμε «ἄς κάνω προσευχή γιά νά νιώσω ὡραῖα» τότε πάλι δουλεύουμε στόν ἑαυτό μας καί στόν ἐγωισμό μας. Γιαυτό τόνιζε ὁ Γέροντας: «Ν' ἀγαπᾶμε τόν Χριστό καί μόνη ἐλπίδα καί φροντίδα μας νά εἶναι Αὐτός. Ν' ἀγαπᾶμε τόν Χριστό μόνο γι' Αὐτόν. Ποτέ γιά μᾶς. Ἄς μᾶς βάλει ὅπου θέλει. Ἄς μᾶς δώσει ὅ,τι θέλει. Νά μήν Τόν ἀγαπᾶμε γιά τά δῶρα Του. Εἶναι ἐγωισμός νά λέμε: «Θά μέ βάλει ὁ Χριστός σέ μία ὡραία μονή, πού ἔχει φτιάξει. Τήν ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Χριστός, τό λέει τό Εὐαγγέλιο: «Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Πατρός μου μοναί πολλαί εἰσίν...ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ καί ὑμεῖς ἦτε» (Ἰωάν. 14, 2-3). Τό σωστό εἶναι νά λέμε: «Χριστέ μου, ὅ,τι θέλει ἡ ἀγάπη Σου· ἀρκεῖ νά ζῶ στήν ἀγάπη Σου»[135].
12.                         Ἀνιδιοτέλεια στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν.
Ὄνειρο τοῦ Γέροντα ἦταν νά γίνει ἕνα «ἀηδονάκι τοῦ Θεοῦ». Ἕνα ἀηδονάκι πού θά τραγουδάει μόνο γιά Ἐκεῖνον. Ἕνα ἀηδονάκι πού δέν θά νοιάζεται καθόλου γιά τόν ἑαυτό του, ἄν τό ἀκοῦνε, ἄν τό γνωρίζουν...Ἀνιδιοτέλεια στήν ἀγάπη γιά τόν Θεό. Μυστική, ἀνιδιοτελής ἀγάπη...Ἔξοδος ἀπό τήν φιλαυτία, τήν κενοδοξία, τήν ὑπερηφάνεια, τήν ἐκζήτηση τοῦ ἑαυτοῦ, τό ἐγωιστικό κλείσιμο...Χρειάζεται ὅμως μία πνευματική πορεία γιά νά φθάσουμε στόν Θεό γιά νά Τόν ἀγαπήσουμε ἀνιδιοτελῶς. Νά ἡ πορεία, πού πρέπει νά κάνουμε, ὅπως τήν περιγράφει ὁ Γέροντας: 1ον)Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός στήν καρδιά πρέπει νά Τόν ἀγαπήσομε.2ον) Γιά νά Τόν ἀγαπήσομε πρέπει πρῶτα Ἐκεῖνος νά μᾶς ἀγαπήσει. 3ον)Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει πρέπει νά Τοῦ τό ζητήσουμε καί νά εἴμαστε ἄξιοι. 4ον)Γιά νά γίνουμε ἄξιοι πρέπει νά κάνουμε προετοιμασία. Προετοιμασία εἶναι ἡ ἀνιδιοτέλεια καί ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἔλεγε: «Ὁ νοῦς εἶναι πού σκέπτεται. Ἡ καρδιά δέν σκέπτεται. Τό νοῦ νά ἔχετε στόν Θεό καί ἡ καρδιά σκιρτάει ἀπό χαρά αὐθόρμητα. Κατανύσσεται. Γιά νά ἔλθει ὁ Χριστός στήν καρδιά, πρέπει νά Τόν ἀγαπήσετε. Γιά νά Τόν ἀγαπήσετε, πρέπει νά σᾶς ἀγαπήσει πρῶτα Ἐκεῖνος. Πρέπει πρῶτα ὁ Θεός νά σᾶς γνωρίσει καί μετά ἐσεῖς. Θά ἐγκύψει καί Αὐτός, ἄν ἐσεῖς πρῶτα Τοῦ τό ζητήσετε. Γιά νά σᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά εἶστε ἄξιοι. Γιά νά εἶστε ἄξιοι, πρέπει νά κάνετε προετοιμασία.Πρῶτα ἀπ' ὅλα μακριά ἡ ἰδιοτέλεια. Ἡ προσευχή πρέπει νά εἶναι ἀνιδιοτελής. Ὅλα νά γίνονται μυστικά, ἀνιδιοτελῶς. Δηλαδή νά μή σκέπτεσθε πώς, ἄν συγκεντρωθεῖτε μέ τό νοῦ, ἡ χάρις θά ἔλθει καί στήν καρδιά καί θά ἔχετε καί σκίρτημα. Νά μήν προσεύχεσθε μ' αὐτόν τόν ὑπολογισμό ἀλλά μέ ἁπλότητα καί ταπείνωση. Ν' ἀποβλέπετε πάντοτε στή δόξα τοῦ Θεοῦ. Τί σᾶς εἶπα γιά τ' ἀηδόνι; Ἐκεῖνο ψάλλει, χωρίς νά τό βλέπει κανείς. Ἔτσι νά εἶστε, ἀνιδιοτελεῖς. Νά δίδεσθε στή λατρεία τοῦ Θεοῦ μυστικά. Προσέχετε ὅμως! Ὅπως εἴπαμε, «μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου». Νά μήν παίρνει εἴδηση ὁ κακός ἑαυτός. Νά ζεῖτε τόν Παράδεισο καί νά μήν τό γνωρίζει ὁ κακός ἑαυτός σας καί τό φθονήσει. Μήν ξεχνᾶτε ὅτι ὑπάρχει κι ὁ φθόνος τοῦ ἀντιθέτου. Προετοιμασία εἶναι ἀκόμη νά μάθετε νά τηρεῖτε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ. Νά διώχνετε τά πάθη, κατάκριση, θυμό κ.λ.π. μ' ἕναν τρόπο μαλακό. Δηλαδή νά μή χτυπᾶτε ἀπευθείας τό κακό, ἀλλά περιφρονώντας τό πάθος νά στρέφεσθε μέ ἀγάπη πρός τόν Θεό. Ν' ἀσχολεῖσθε μέ τούς ὕμνους, τά τροπάρια τῶν ἁγίων, τῶν μαρτύρων καί τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ. Νά μελετᾶτε τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Μ' αὐτό τόν τρόπο ἡ ψυχή σας θ' ἁπαλύνεται, θ' ἁγιάζεται, θά θεοῦται, θά εἶναι ἕτοιμη ν' ἀκούσει τοῦ Θεοῦ τά μηνύματα»[136].
13.                         Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ.
Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει ὁ Χριστός, δίδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά ἔχουμε ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια. Τότε μᾶς φανερώνεται. Ἔλεγε : «Τόν Χριστό δέν θά μπορέσουμε νά Τόν γνωρίσομε, ἀν Ἐκεῖνος δέν μᾶς γνωρίσει. Δέν μπορῶ νά τά ἐξηγήσω ἀκριβῶς αὐτά, εἶναι μυστήρια. Ἀκοῦστε τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Νῦν δέ γνόντες Θεόν, μᾶλλον δέ γνωσθέντες ὑπό Θεοῦ» (Γαλ. 4, 9). Οὔτε μποροῦμε νά Τόν ἀγαπήσομε, ἄν ὁ ἴδιος δέν μᾶς ἀγαπήσει. Ὁ Χριστός δέν θά μᾶς ἀγαπήσει, ἅμα ἐμεῖς δέν εἴμαστε ἄξιοι νά μᾶς ἀγαπήσει. Γιά νά μᾶς ἀγαπήσει, πρέπει νά βρεῖ μέσα μας κάτι τό ἰδιαίτερο. Θέλεις, ζητάεις, προσπαθεῖς, παρακαλεῖς, δέν παίρνεις ὅμως τίποτα. Ἑτοιμάζεσαι ν' ἀποκτήσεις ἐκεῖνα πού θέλει ὁ Χριστός, γιά νά ἔλθει μέσα σου ἡ θεία χάρις, ἀλλά δέν μπορεῖ νά μπεῖ, ὅταν δέν ὑπάρχει ἐκεῖνο πού πρέπει νά ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ποιό εἶναι αὐτό; Εἶναι ἡ ταπείνωση. Ἄν δέν ὑπάρχει ταπείνωση, δέν μποροῦμε ν' ἀγαπήσομε τόν Χριστό. Ταπείνωση καί ἀνιδιοτέλεια στή λατρεία τοῦ Θεοῦ. «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6, 3).
Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό θεῖον. Ὅλ' αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές. Θυμᾶστε πού σᾶς ἔχω πεῖ γιά τ' ἀηδονάκι; Μές στό δάσος κελαηδάει. Στή σιγή. Νά πεῖς πώς κάποιος τ' ἀκούει, πώς κάποιος τό ἐπαινεῖ; Κανείς. Πόσο ὡραῖο κελάηδημα μές στήν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καί μ' αὐτόν πού ἐρωτεύεται τόν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, «φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα».  Πιάνει μιά σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καί ζεῖ τόν Θεό μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις» (Ρωμ. 17, 28). Σημεῖον ὅτι ζεῖ τόν Θεό, «ἐν ὧ τά πάντα ζῇ καί κινεῖται» (Α΄ ἀντίφωνον ἀναβαθμῶν Ὄρθρου Κυριακῆς γ' ἤχου)· διότι «ἐν αὐτῷ ζῶμεν καί κινούμεθα καί ἐσμέν» (Πραξ. 17, 28). Ἔ, ὅταν φθάσεις σέ μία τέτοια ταπείνωση κι ἐξαναγκάσεις τήν χάρι τοῦ Θεοῦ νά κατοικήσει μέσα σου, τότε τά κέρδισες ὅλα. Ὅταν ἔχεις τήν ταπείνωση, ὅταν γίνεις αἰχμάλωτος τοῦ Θεοῦ, αἰχμάλωτος μέ τήν καλή ἔννοια, δηλαδή δοχεῖο τῆς θείας χάριτος, τότε μπορεῖς νά πεῖς μέ τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός»[137].
14.        Ταπείνωση γενικά
«Μάθετε ἀπ΄ ἐμοῦ͵ ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ͵ καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν»[138] εἶπε ὀ Κύριος. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ὁδός γιά τήν ἀληθινή θεραπεία καί τήν ἀληθινή ἀνάπαυση. Ἡ πραότητα καί ἡ ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ ὅταν βιωθοῦν ἀπό τόν σύγχρονο, ἄρρωστο, ἀνειρήνευτο καί γεμάτο ἄγχος, φοβίες καί ἀνασφάλειες ἄνθρωπο, τόν ἀναπαύουν, τόν ξεκουράζουν, τόν ἀνακουφίζουν, τόν καθιστοῦν ὑγιῆ, ἀληθινά μακάριο. Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ ὁδός γιά τήν ἀλήθεια. Ὁ ἐγωισμός μπερδεύει τόν ἄνθρωπο καί τόν ὁδηγεῖ στίς αἱρέσεις. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν βρῆκε τήν ἀλήθεια δηλ. τήν ταπεινοφροσύνη καί τήν ταπείνωση, μοιάζει μέ τόν ἄνθρωπο τῶν σπηλαίων διότι ζεῖ στό ὑπαρξιακό σκοτάδι. Ἄν δέν ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος, δέν μπορεῖ νά μετανοήσει· ἑπομένως δέν μπορεῖ καί νά σωθεῖ, διότι ἡ ἀμετανοησία εἶναι ἡ «βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε ὅτι δέν συγχωρεῖται[139].
Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ἡ κυριότερη προϋπόθεση ,γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια. Παλαιά οἱ ἄνθρωποι, πού ἦταν σέ μία κατάσταση πρωτόγονη, δέν εἶχαν οὔτε σπίτια οὔτε τίποτα. Μπαίνανε μές στίς σπηλιές χωρίς παράθυρα, κλείνανε καί τήν εἴσοδο μπροστά μέ πέτρες καί μέ κλαδιά, ὥστε νά μήν μπαίνει ὁ ἀέρας. Δέν καταλάβαιναν ὅτι ἔξω ὑπάρχει ἡ ζωή, τό ὀξυγόνο. Μές στή σπηλιά ὁ ἄνθρωπος φθείρεται, ἀρρωσταίνει, καταστρέφεται, ἐνῶ ἔξω ζωογονεῖται. Μπορεῖς νά καταλάβεις τήν ἀλήθεια; Τότε εἶσαι στόν ἥλιο, στό φῶς, βλέπεις ὅλα τά μεγαλεῖα· ἀλλιῶς εἶσαι σέ μιά σπηλιά σκοτεινή»[140].
Ταπείνωση εἶναι ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ὁ ταπεινός δέν ταράζεται ποτέ ἀλλά τά δέχεται ὅλα μέ εὐχαριστία. Ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό ταυτίζεται μέ τήν ταπείνωση. Ἔλεγε ὁ Γέροντας:
«Ἡ τελεία ἐμπιστοσύνη στά χέρια τοῦ Θεοῦ- αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Ἡ τέλεια ὑπακοή στόν Θεό χωρίς ἀντίρρηση, χωρίς ἀντίδραση, ἔστω κι ἄν ὁρισμένα πράγματα φαίνονται δύσκολα καί παράλογα. Τό ἄφημα στά χέρια τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πού λέμε στήν Θεία Λειτουργία τά λεγει ὅλα: «πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα»[141].Τό ἴδιο καί ἡ εὐχή πού λέγεται μυστικά ἀπ' τόν ἱερέα: «Σοί παρακατιθέμεθα τήν ζωήν ἡμῶν ἅπασαν καί τήν ἐλπίδα, Δέσποτα φιλάνθρωπε, καί παρακαλοῦμέν Σε καί δεόμεθα καί ἱκετεύομεν...»[142]. Σ' Ἐσένα, Κύριε, τά ἀφήνομε ὅλα. Αὐτή εἶναι ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Αὐτή εἶναι ἡ ἁγία ταπείνωση. Αὐτή μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο. Τόν καθιστᾶ θεάνθρωπο»[143].
Ὁ ταπεινός καί ὁ ἀγαπῶν γίνεται ἀληθινά ἐλεύθερος. Ἡ πολλή στενοχώρια γιά τό κάθε τί πηγάζει ἀπό τόν πολύ ἐγωισμό. Ὁ Γέροντας τόνιζε ὅτι ἀληθινά ἐλεύθερος εἶναι ὁ ταπεινός καί ὁ ἔχων ἀγάπη. Ἔλεγε: «Ὅταν ὑπάρχει ταπείνωση δέν ὑπάρχει κατάθλιψη. Ὁ ἐγωιστής στενοχωριέται πολύ μέ τό καθετί. Ὁ ταπεινός εἶναι ἐλεύθερος καί ἀνεξάρτητος ἀπ' ὅλους κι ἀπ' ὅλα. Αὐτό γίνεται μόνο μέ τήν ἕνωση μέ τόν Χριστό. Ὅλες οἱ αἰσθήσεις νά λειτουργοῦν σύμφωνα μέ τόν νόμο τοῦ Κυρίου. Νά εἶστε ἕτοιμοι νά κενωθεῖτε στόν ὁποιονδήποτε. Αὐτό εἶναι ἐλευθερία. Ὅπου ἀγάπη, ἐκεῖ ἐλευθερία. Ζώντας μέσα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζεῖτε μέσα στήν ἐλευθερία»[144].
Μέ τήν ἁγία ταπείνωση, ἔλεγε ὁ Γέροντας, ζοῦμε τόν Θεό καί τά μυστήριά Του, τήν θεία Του Πρόνοια, τήν πανταχοῦ παρουσία Του. Ὁ Θεός μας, κατά τήν ἔκφρασή τοῦ Γέροντα, εἶναι πολύ Ταπεινός καί Μυστικός. Στούς φίλους Του πού εἶναι ταπεινοί καί μυστικοί ἀποκαλύπτει τόν Ἑαυτό Του, καθώς καί τά μυστικά Του. Ἡ ζωή τῶν ταπεινῶν εἶναι ἕνα συνεχές μυστικό πανηγύρι χαρᾶς καί μακαριότητος. Ὁ Κύριος ὡς «Θεός ἐν μέσῳ Θεῶν»[145] τρυφᾷ «μετά τῶν υἱῶν τῶν ἀνθρώπων». Ὁ Γέροντας, μιλώντας γιά τή χριστιανική ζωή, ἔλεγε αὐτό ποῦ ζοῦσε: «Εἶναι μία πανήγυρις (ἐνν. ἡ χριστιανική ζωή) καί τό κέντρο ὅλης τῆς χαρᾶς εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Τί εἶναι ἀκριβῶς, δέν μποροῦμε στό βάθος νά τό καταλάβομε, διότι ὁ Θεός εἶναι πολύ μυστικός, ἀλλά ὑπάρχει παντοῦ. Θεό ζοῦμε, Θεό ἀναπνέομε, ἀλλά δέν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τό μεγαλεῖο Του, τήν πρόνοιά Του. Συχνά κρύβει τίς ἐνέργειες τῆς θείας Του προνοίας. Ὅταν ὅμως ἀποκτήσομε τήν ἁγία ταπείνωση, τότε τά βλέπομε ὅλα κι ὅλα τά ζοῦμε· ζοῦμε τόν Θεό ὁλοφάνερα κι αἰσθανόμαστε τά μυστήριά Του. Τότε πιά ἀρχίζομε νά Τόν ἀγαπᾶμε. Κι αὐτό εἶναι κάτι πού τό ζητάει Ἐκεῖνος. Εἶναι τό πρῶτο πού ζητάει γιά τή δική μας εὐτυχία, ὅπως λέει: «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καί ἐν ὅλῃ τῇ διάνοίᾳ σου· αὕτη ἐστί πρώτη καί μεγάλη ἐντολή» (Ματθ. 22, 37-38)»[146].
15.        Ὄχι κατά μέτωπον ἐπίθεση στόν πονηρό. Δέν πολεμᾶμε τό κακό. Στρεφόμαστε πρός τόν Χριστό.
Γιά νά θεραπευθεῖ ὁ ἄνθρωπος, δίδασκε ὁ Γέροντας, πρέπει νά κατευθύνει τήν δύναμη, πού ἔχει βάλει ὁ Θεός στήν ψυχή του πρός τό καλό, πρός τόν Χριστό. Δέν πρέπει ν' ἀσχολούμαστε μέ «τ' ἀγκάθια» τοῦ ψυχικοῦ μας κήπου ἀλλά μόνο μέ τά λουλούδια. Ἡ καλλίτερη ἀντιμετώπιση τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ περιφρόνηση. Εἰ δυνατόν, νά ξεχάσουμε τελείως καί αὐτήν τήν ὕπαρξή του· νά μήν θέλουμε νά τό μαθαίνουμε, οὔτε σάν ἁπλῆ «εἴδηση». Νά, τί συμβουλεύει ὁ σοφός Γέρων: «Δέν χρειάζεται... ν' ἀσχολεῖσθε μέ τ' ἀγκάθια. Μήν καταπιάνεσθε μέ τήν ἐκδίωξη τοῦ κακοῦ. Ἔτσι μᾶς θέλει ὁ Χριστός, νά μήν ἀσχολούμαστε μέ τά πάθη καί μέ τόν ἀντίθετο. Κατευθύνετε τό νερό, δηλαδή ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς σας, πρός τά λουλούδια καί θά χαίρεσθε τήν ὀμορφιά, τήν εὐωδιά, τή δροσιά τους»[147].
Τό κακό, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ Γέροντα, δέν τό πολεμᾶμε ἀπ' εὐθείας (δέν ἀντιστεκόμαστε «κατά μέτωπον»), ἀλλά τό περιφρονοῦμε. Τό «κοίταγμα» πρός τόν Χριστό, μᾶς κάνει νά περπατᾶμε πάνω στά «κύματα» τῶν παθῶν καί νά μήν βουλιάζομε σ' αὐτά. Ἔλεγε: «Δέν γίνεσθε ἅγιοι κυνηγώντας τό κακό. Ἀφῆστε τό κακό. Νά κοιτάζετε πρός τόν Χριστό κι Αὐτός θά σᾶς σώσει. Ἀντί νά στέκεσθε ἔξω ἀπ' τήν πόρτα καί νά διώχνετε τόν ἐχθρό περιφρονῆστε τον. Ἔρχεται ἀπό δῶ τό κακό; Δοθεῖτε μέ τρόπο ἁπαλό ἀπό κεῖ. Δηλαδή ἔρχεται νά σᾶς προσβάλει τό κακό, ἐσεῖς δῶστε τήν ἐσωτερική σας δύναμη στό καλό, στόν Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ξέρει Ἐκεῖνος πῶς νά σᾶς ἐλεήσει, μέ τί τρόπο. Κι ὅταν γεμίζετε ἀπ' τό καλό, δέν στρέφεσθε πιά πρός τό κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ καλοί. Ποῦ νά βρεῖ τόπο τότε τό κακό; Ἐξαφανίζεται!»[148].
Τά πάθη, ἔλεγε, ἐξαφανίζονται ὅταν μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Τότε ξεπερνιέται ὁ φόβος τοῦ θανάτου. Ὁ ἄνθρωπος πού μπαίνει στόν τάφο τῆς μετανοίας καί τῆς ταπεινώσεως μαζί μέ τόν Χριστό αὐτός καί συνανίσταται μαζί Του. Τότε μπορεῖ νά ἰσχυρίζεται ὅτι «εἶδε» ἀληθινά τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μέσα στήν ὕπαρξή του. Τότε τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι» γίνεται προσωπικό του βίωμα. Τότε ὁ ἄνθρωπος διά τοῦ Θείου  Ἔρωτος «πατεῖ τόν θάνατον»· τοῦτο δέ συμβαίνει διότι βλέπει τόν Χριστόν καί τόν συνάνθρωπο ὄχι πλέον ὡς «ἀπειλή» ἀλλ΄ ὡς «ἀδελφό» καί ὡς «φίλο».  Ἔλεγε ὁ ἀναστημένος Γέροντας: «Ὅταν μπεῖ ὁ Χριστός στήν καρδιά, τά πάθη ἐξαφανίζονται. Δέν μπορεῖς οὔτε νά βρίσεις, οὔτε νά μισήσεις, οὔτε νά ἐκδικηθεῖς, οὔτε, οὔτε, οὔτε... Ποῦ νά βρεθοῦν τά μίση, οἱ ἀντιπάθειες, οἱ κατακρίσεις, οἱ ἐγωισμοί, τά ἄγχη, οἱ καταθλίψεις; Κυριαρχεῖ ὁ Χριστός. Καί ἡ λαχτάρα τοῦ ἀνεσπέρου φωτός. Αὐτή ἡ λαχτάρα σέ κάνει νά αἰσθάνεσαι ὅτι ὁ θάνατος εἶναι ἡ γέφυρα, πού θά τήν περάσεις σέ μιά στιγμή, γιά νά συνεχίσεις τή ζωή τοῦ Χριστοῦ»[149].
Δέν χρειάζεται, δίδασκε, κόπος γιά τό καλό. Ἀρκεῖ νά στρεφόμαστε πρός τόν Χριστό καί ἀμέσως ἔρχεται ἡ χάρις Του. Τό συνεχές ἄνοιγμα τῆς ὕπαρξής μας πρός τόν Χριστό, αὐτό εἶναι ἀρκετό γιά νά ἔλθει Ἐκεῖνος, πού μᾶς ἀγαπάει ἄπειρα·  καί ὅταν ἔρχεται μᾶς κατακλύζει ἄκοπα μέ τήν χάρη Του. Ἔλεγε ὁ σεβαστός Γέρων: «Ὅλα σύν Χριστῷ εἶναι δυνατά. Ποῦ εἶναι ὁ κόπος καί ἡ προσπάθεια, γιά νά γίνεις καλός; Τά πράγματα εἶναι ἁπλά. Θά καλεῖτε τόν Θεό κι Ἐκεῖνος θά μεταβάλλει τά πράγματα πρός τό καλό. Ἄν δώσετε σ' Ἐκεῖνον τήν καρδιά σας, δέν θά μείνουν περιθώρια γιά τ΄ ἄλλα. Ὅταν ἐνδυθεῖτε τόν Χριστό, δέν θά κάνετε καμμιά προσπάθεια γιά τήν ἀρετή. Ἐκεῖνος θά σᾶς τήνε δώσει. Σᾶς πιάνει φοβία κι ἀπογοήτευση; Στραφεῖτε στόν Χριστό. Ἀγαπῆστε Τον ἁπλά, ταπεινά, χωρίς ἀπαίτηση καί θά σᾶς ἀπαλλάξει ὁ ἴδιος. Νά στραφεῖτε πρός τόν Χριστό καί νά πεῖτε μέ ταπείνωση καί ἐλπίδα σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο: «Τίς με ῥύσεται ἐκ τοῦ σώματος τοῦ θανάτου τούτου;» (Ρωμ. 7, 24). Θά κινηθεῖτε, λοιπόν, πρός τόν Χριστό κι Ἐκεῖνος ἀμέσως θά ἔλθει. Ἀμέσως θά ἐνεργήσει ἡ χάρις Του»[150].
Δέν πρέπει, προέτρεπε, νά σκεπτόμαστε τά πάθη καί τίς ἀδυναμίες μας. Τά πάθη, οἱ διάφορες ἁμαρτίες, δέν πρέπει νά μᾶς ἀπασχολοῦν τήν σκέψη. Τό κακό δέν τό πολεμᾶμε ἄμεσα μέ ἀντίθετους λογισμούς, ἀλλά τό περιφρονοῦμε. Δέν εἶναι «συμφέρον» πνευματικά νά χάνομε καιρό μέ σκέψεις καί λογισμούς, πού ἀργά ἤ γρήγορα θά μᾶς «πνίξουν», ἄν δέν τούς περιφρονήσουμε ἀφοσιούμενοι στήν προσευχή καί τόν Θείο ἔρωτα. Οἱ ἀδυναμίες καί τά πάθη θά φύγουν ἀπό μόνα τους ὅταν ἀγαπήσουμε ἀληθινά τόν Χριστό μας. Ἔλεγε ὁ Γέροντας: «Ὁ σκοπός εἶναι νά ζεῖτε, νά μελετᾶτε, νά προσεύχεσθε, νά προχωρᾶτε στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό εἶναι τό ἅγιο καί ὡραῖο, πού εὐφραίνει καί ἀπαλλάσσει τήν ψυχή ἀπό κάθε κακό, ἡ προσπάθεια νά ἑνωθεῖ κανείς μέ τόν Χριστό. Ν' ἀγαπήσει τόν Χριστό, νά λαχταρήσει τόν Χριστό, νά ζεῖ ἐν τῷ Χριστῷ, σάν τόν Ἀπόστολο Παῦλο πού ἔλεγε: «Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20). Αὐτό νά εἶναι ὁ στόχος σας. Οἱ ἄλλες προσπάθειες νά εἶναι μυστικές, κρυμμένες. Ἐκεῖνο πού θά πρέπει νά κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Αὐτό νά ὑπάρχει μές στό μυαλό, στή σκέψη, στή φαντασία, στήν καρδιά, στή βούληση. Αὐτή ἡ προσπάθεια νά εἶναι ἡ πιό ἔντονη, πῶς θά συναντήσετε τόν Χριστό, πῶς θά ἑνωθεῖτε μαζί Του, πῶς θά Τόν ἐνστερνισθεῖτε μέσα σας. Τίς ἀδυναμίες ἀφῆστε τις ὅλες, γιά νά μήν παίρνει εἴδηση τό ἀντίθετο πνεῦμα καί σᾶς βουτάει καί σᾶς καθηλώνει καί σᾶς βάζει στή στενοχώρια»[151].
Ὁ κόπος πού χρειάζεται νά κάνουμε, ἔλεγε ὁ πάντοτε νήφων Γέροντας, εἶναι νά προσπαθήσουμε νά κατανοήσουμε καί νά ἐνστερνιθοῦμε αὐτά πού μελετᾶμε. Κάποτε, παίρνοντας ἀφορμή ἀπό αὐτά πού διάβασε, δίδασκε: «Ἀκοῦστε τί λέει ὁ Ἰγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ στό βιβλίο του Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν: «Πᾶσα ἐργασία σωματική τε καί πνευματική, μή ἔχουσα πόνον ἤ κόπον, οὐδέποτε καρποφορεῖ τῷ ταύτην μετερχομένῳ, ὅτι βιαστή ἐστίν ἡ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν καί «βιασταί ἁρπάζουσιν αὐτήν», βίαν εἰπών τήν τοῦ σώματος ἐν πᾶσιν ἐπίπονον ἄσκησιν» (Ἰγν. Μπριαντσιανίνωφ, Υἱέ μου, δός μοι σήν καρδίαν, ἐκδ. Ὀρθ. Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1978, σ. 161). Ὅταν ἀγαπάεις τόν Χριστό, κάνεις κόπο, ἀλλά εὐλογημένο κόπο. Ὑποφέρεις, ἀλλά μέ χαρά. Κάνεις μετάνοιες, προσεύχεσαι, διότι αὐτά εἶναι πόθος, θεῖος πόθος. Καί πόνος καί πόθος καί ἔρωτας καί λαχτάρα καί ἀγαλλίαση καί χαρά καί ἀγάπη...Χρειάζεται προσοχή καί προσπάθεια, γιά νά κατανοεῖ κανείς αὐτά πού μελετάει καί νά τά ἐνστερνίζεται. Αὐτός εἶναι ὁ κόπος πού θά κάνει ὁ ἄνθρωπος»[152].
16.        Ὁ καλός λογισμός.
Εἶναι πολύ μεγάλη, σύμφωνα μέ τούς Ἁγίους Πατέρας, ἡ «προληπτική» ἀλλά καί ἡ «θεραπευτική» δύναμη τοῦ καλοῦ λογισμοῦ. Ὁ ἀδελφός μας, πού μᾶς ἀδικεῖ εἶναι ὁ ἀδελφός μας πού τόν κατέλαβε ὁ «ἀντίθετος», ὁ πονηρός. Ὅλους γιά ἁγίους πρέπει νά τούς βλέπομε, δίδασκε ὁ μακαριστός π. Πορφύριος. Πρέπει μέσα μας τό ἐργοστάσιο τῆς ψυχῆς μας νά φτιάχνει «δισκοπότηρα καί ὄχι σφαῖρες», μᾶς διδάσκει ὁ ἄλλος σύγχρονος ἅγιος Γέροντας, μακαριστός π. Παΐσιος. Ἕνας ταπεινός λογισμός, ἕνας λογισμός στοργικός, ἀγαπητικός, συγχωρητικός ἔχει τεράστια ἀξία. Φέρνει τήν Θεία Χάρη, πού εἶναι τό πᾶν γιά τήν ψυχή μας. Διώχνει τήν ἀντιπάθεια καί τό μῖσος, πού πάει νά φυτρώσει ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικεῖ. Φέρνει τήν εἰρήνη καί τήν ἀνάπαυση στήν ταραγμένη ψυχή. Νά τί δίδασκε ὁ Γέροντας Πορφύριος: «Ὅταν κάποιος μᾶς ἀδικήσει μ' ὁποιονδήποτε τρόπο, μέ συκοφαντίες, μέ προσβολές, νά σκεπτόμαστε ὅτι εἶναι ἀδελφός μας πού τόν κατέλαβε ὁ ἀντίθετος. Ἔπεσε θύμα τοῦ ἀντιθέτου. Γι' αὐτό πρέπει νά τόν συμπονέσουμε καί νά παρακαλέσομε τόν Θεό νά ἐλεήσει κι ἐμᾶς κι αὐτόν· κι ὁ Θεός θά βοηθήσει καί τούς δύο. Ἄν, ὅμως, ὀργισθοῦμε ἐναντίον του, τότε ὁ ἀντίθετος ἀπό κεῖνον θά πηδήσει σ' ἐμᾶς καί θά μᾶς παίζει καί τούς δύο. Ὅποιος κατακρίνει τούς ἄλλους, δέν ἀγαπάει τόν Χριστό. Ὁ ἐγωισμός φταίει. Ἀπό κεῖ ξεκινάει ἡ κατάκριση...Νά αἰσθανόμαστε τήν κακία τοῦ ἄλλου σάν ἀρρώστια πού τόν βασανίζει καί ὑποφέρει καί δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ. Γι' αὐτό νά βλέπομε τούς ἀδελφούς μας μέ συμπάθεια κάι νά τούς φερόμαστε μέ εὐγένεια λέγοντας μέσα μας μέ ἁπλότητα τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», γιά νά δυναμώσει μέ τή θεία χάρι ἡ ψυχή μας καί νά μήν κατακρίνομε κανένα. Ὅλους γιά ἁγίους νά τούς βλέπομε. Ὅλοι μας μέσα φέρομε τόν ἴδιο παλαιό ἄνθρωπο»[153].
Ἄν ὁ ἀδελφός σου σ' ἐνοχλεῖ, σέ κουράζει...«Ἄν ὁ ἀδελφός σου σ' ἐνοχλεῖ, σέ κουράζει (δίδασκε πάλι ὁ Γέροντας), νά σκέπτεσαι: «Τώρα μέ πονάει τό μάτι μου, τό χέρι μου, τό πόδι μου· πρέπει νά τό περιθάλψω μ' ὅλη μου τήν ἀγάπη» (Βλ. Α΄ Κορ. 1 12, 21). Νά μή σκεπτόμαστε, ὅμως, οὔτε ὅτι θά ἀμειφθοῦμε γιά τά δῆθεν καλά, οὔτε ὅτι θά τιμωρηθοῦμε γιά τά κακά πού διαπράξαμε. Ἔρχεσαι εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, ὅταν ἀγαπάεις μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τότε δέν ζητάεις νά σ' ἀγαπᾶνε· αὐτό εἶναι κακό. Ἐσύ ἀγαπάεις, ἐσύ δίνεις τήν ἀγάπη σου· αὐτό εἶναι τό σωστό. Ἀπό μᾶς ἐξαρτᾶται νά σωθοῦμε. Ὁ Θεός τό θέλει. Ὅπως λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «...πάντας θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α' Τιμ. 2, 4)»[154].
Νά πιστεύομε ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί. Αὐτό εἶναι ταπείνωση. Νά μήν πιστεύομε ὅ,τι κακό ἀκοῦμε γιά τούς ἄλλους. «Ἅμα θέλεις νά φιλοσοφήσεις (συμβούλευε ὁ Γέροντας), ὅλα θά τά ρίχνεις στόν κακό ἑαυτό σου καί θά ταπεινώνεσαι πάντοτε. Εἶναι ταπείνωση νά πιστεύεις ὅτι ὅλοι εἶναι καλοί. Κι ἄν ἀκούεις γιά κάποιον κάτι ἀρνητικό, νά μήν τό πιστεύεις. Ὅλους νά τούς ἀγαπάεις καί νά μήν σκέπτεσαι γιά κανέναν κακό καί γιά ὅλους νά προσεύχεσαι. Δέν θέλεις ἄλλη φιλοσοφία»[155].

17)Συγχώρηση. Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού συγχωρεῖ πάντοτε, ὅλους.
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει πνευματική ζωή ἄν δέν συγχωροῦμε τούς ἄλλους. Ὁ Κύριος μᾶς δίδαξε νά προσευχόμαστε μέ τά λόγια:
«Καί φες μν τά φειλήματα μν ς καί μες φίεμεν τος φειλέταις μν». Ὁ Ἴδιος προσευχήθηκε γιά τούς σταυρωτές Του: «Πάτερ, φες ατος· ο γάρ οδασι τί ποιοσι» (Λουκ. κγ´ 34). Κύριος τούς συγχώρεσε καί πειδή δέν πρχε καμιά δικαιολογία γι᾿ ατό, Κύριος βρκε μιά δικαιολογία γι᾿ ατούς, τι δέν ξέρουν τί κάνουν.»Καί φες μν..., ς καί μες φίεμεν...». φράση ατή χει κάτι λίγο πιό παιτητικό. Δέν μς λέει Κύριος νά παρακαλομε τό Θεό Πατέρα νά μς βοηθήσει νά συγχωρομε τούς λλους, λλά λέμε τι μες πωσδήποτε συγχωρομε. Καί λέει Γρηγόριος Νύσσης τι δ πέρα, μες σάν νά λέμε στό Θεό Πατέρα νά λάβει μς σάν πόδειγμα καί νά μς συγχωρήσει καί μς.λλά ν τυχόν μες δέν συγχωρομε, τότε τίποτε δέν γίνεται, τό επε Κύριος ξεκάθαρα: «άν δέ μή φτε τος νθρώποις τά παραπτώματα ατν, οδέ Πατήρ μν φήσει τά παραπτώματα μν» (Ματθ. στ´ 15). Μπορε νά πηγαίνουμε στά Κατηχητικά, μπορε νά πηγαίνουμε στίς μιλίες, στήν κκλησία, νά κοινωνομε καί νά προχωρομε στήν πνευματική ζωή, μπορε νά κάνουμε θαύματα, καί μως νά μή συγχωρομε κάποιον. λλά άν δέν συγχωρομε δέν γίνεται πολύτως τίποτα.
Στό σημεο ατό θθελα νά θυμηθομε κάτι πού λεγε γιος Κοσμς Ατωλός στούς νθρώπους πού πευθυνόταν: «Πονάω γιατί δέν χω χρόνο νά σς δ λους χωριστά τν καθένα σας καί νά ξομολογηθετε καί νά μο πετε τά παράπονά σας καί νά σς π καί γώ ,τι μέ φωτίσει Θεός. λλά πειδή δέν μπορ νά σς δ λους, θά σς π μερικά πράγματα τά ποα πρέπει νά φαρμόσετε. Κι ν ατά φαρμόσετε θά προχωρήσετε καλά. Τό πρτο εναι νά συγχωρτε τούς χθρούς σας». Καί γιά νά τούς κάνει νά καταλάβουν τί θελε νά πε, τούς δίνει να παράδειγμα: «λθαν δύο νά ξομολογηθον, Πέτρος καί Παλος. Πέτρος μο επε: «γιε το Θεο, γώ πό μικρός πρα τν καλό δρόμο. Ζ στήν κκλησία, χω κάνει λα τά καλά, προσεύχομαι, κάνω λεημοσύνες, χω κτίσει κκλησίες, χω κτίσει μοναστήρια, χω να μικρό λαττωματάκι, τι δέν συγχωρ τούς χθρούς μου». Καί λέει γιος Κοσμς τι, «γώ, ατόν τν ποφάσισα γιά τήν κόλαση, κι επα «ταν πεθάνει θά τν πετάξουν στό δρόμο νά τν φνε τά σκυλιά»». Μετά πό λίγο ρχεται Παλος, ποος ξομολογήθη καί μο λέει: «γώ πό μικρός πρα τό στραβό δρόμο, χω κλέψει, χω τιμάσει, χω σκοτώσει, χω κάψει κκλησίες, μοναστήρια, δηλ. εμαι σάν δαιμονισμένος· μόνο να καλό χω, τι συγχωρ τν χθρό μου». Καί λέει γιος Κοσμς, «γώ κατέβηκα, τν γκάλιασα, τν φίλησα καί το επα σέ τρες μέρες νά κοινωνήσει».
Ατός πού εχε λα τά καλά, μέ τήν κακότητα νά μή συγχωρε τν χθρό του, λα ατά τά μόλυνε, πως χουμε 100 κάδες ζυμάρι καί βάζουμε λίγο προζύμι καί κουφίζει λο τό ζυμάρι. πό τήν λλη μεριά λλος πού χει κάνει λα τά κακά, συγχωροσε τν χθρό του· ατό δρασε μέσα σ᾿ λα ατά σάν μιά φλόγα κεριο καί τκαψε λα. Νομίζω, τι ατό εναι βασικό. Καί πολλές φορές ζωή μας λόκληρη βγάζει μιά ποφορά ντί νναι ρωμα Χριστο, καί δέν ξέρουμε γιατί γίνεται ατό. Νά συγχωρομε, λοιπόν. Νά μήν κρατήσουμε καμιά κακότητα γιά κανένα. Τότε ζωή μας θά προχωρήσει μπροστά. ν ατό δέν κάνουμε, τότε λες ο θεολογίες μας κι λες ο γιότητές μας πνε χαμένες. Γι᾿ ατό κριβς λέει Κύριος, «φες μν τά φειλήματα μν ς καί μες φίεμεν τος φειλέταις μν». να λάχιστο πργμα φτάνει γιά νά σέ βάλει στή βασιλεία τν ορανν, καί να λάχιστο πργμα μπορε νά βρωμίσει λη τή ζωή μας.(π. Βασίλειος Γοντικάκης http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/basileios_gontikakhs/pater_hmwn_ermhneia_sthn_kyriakh_proseyxh.htm)

18)Διάκριση.Ὁ πνευματικός ἄνθρωπος ἔχει διάκριση.
Τί εἶναι διάκριση; Νά μποροῦμε νά γνωρίζουμε ἄν κάτι εἶναι ἀπό τόν Θεό ἤ ἀπό τόν πονηρό. Ὑπάρχουν οἱ προαιρετικοί καί ἡδονικοί πειρασμοί πού εἶναι ἀπό τόν πονηρό· ὑπάρχουν καί οἱ ἀπροαίρετοι καί ἀκούσιοι πειρασμοί πού εἲναι ἀπό τόν Θεό γιά νά κολαστεῖ ἡ ἁμαρτία: »Καί μή εσενέγκης μς ες πειρασμόν, λλά ρσαι μς πό το πονηρο».
Λέμε, «μή εσενέγκης μς ες πειρασμόν», καί πό τήν λλη γιος άκωβος πόστολος λέει, «Πσαν χαράν γήσασθε, δελφοί μου, ταν πειρασμος περιπέσητε ποικίλοις» (άκ. α´ 2). Τήν πορία μς τήν λύνουν ο Πατέρες. γιος Μάξιμος μολογητής, λέει τι πάρχουν δύο εδν πειρασμοί: πό τή μιά μεριά χουμε τούς δονικούς καί προαιρετικούς πού γεννον τήν μαρτία· σ᾿ ατούς παρακαλομε τν Κύριον νά μήν πιτρέψει νά μπομε καί νά παρασυρθομε. π᾿ τήν λλη μεριά πάρχουν λλοι πειρασμοί καί δοκιμασίες, ο προαίρετοι καί δυνηροί πειρασμοί, ο ποοι κολάζουν τήν φιλαμαρτήμονα γνώμη, ο ποοι σταματον τήν μαρτία. τσι, λοιπόν, παρακαλομε νά μήν πέσουμε στούς πρώτους πειρασμούς, τούς δονικούς καί προαιρετικούς, λλά ν τυχόν πέσουμε στίς λλες δοκιμασίες πρέπει νά τίς δεχόμαστε μέ κάθε χαρά, γιατί ατοί ο πειρασμοί φέρνουν τήν γνώση, τήν ταπείνωση, τή χάρη το γίου Πνεύματος. Καί θυμστε ατό πού λέει στό Γεροντικό: «παρον τούς πειρασμούς καί οδείς σωζόμενος». ν βγάλεις πό τή ζωή μας τούς πειρασμούς, ατές τίς δοκιμασίες, κανείς δέν πρόκειται νά σωθε.
»...λλά ρσαι μς πό το πονηρο». τελευταία φράση ατς τς προσευχς εναι πονηρός. πρώτη φράση τς προσευχς εναι τό «Πάτερ μν». Θεός εναι πρώτη λέξη, πρώτη πραγματικότητα, τελευταία δέ εναι πονηρός. ζωή μας κινεται μεταξύ το πονηρο καί το Θεο. πονηρός δέν φησε κανένα πείραστο· οτε τν πρτο δάμ στόν Παράδεισο οτε τό δεύτερο δάμ, τν Κύριο ησο Χριστό, ταν βγκε στήν ρημο. Καί λέει Κύριος πάλι, τι «τό γένος τοτο ν οδενί δύναται ξελθεν ε μή ν προσευχ καί νηστεί» (Μαρκ. θ´ 29). Δέν μπορομε νά λευθερωθομε πό τν πονηρό παρά μέ τήν προσευχή καί τή νηστεία. Δέν φεύγει πονηρός μέ τή λογική πως δέν φεύγει τό καρκίνωμα μέ τίς σπιρίνες. Δέν φεύγει διάβολος μέ τίς ξυπνάδες. Λέγει καί νας μοναχός, τι μεγαλύτερος δικηγόρος δέν μπορε νά τά βγάλει πέρα μέ τό μικρότερο διάβολο. Γι᾿ ατό δέν πρέπει νά ρχίζομε συζήτηση μέ τν πονηρό. ς τν φήνουμε καί νά φεύγουμε.
Τό θέμα στήν πνευματική ζωή εναι νά ποκτήσουμε τή διάκριση τήν πνευματική, νά ξεκαθαρίζουμε τά πράγματα ν κάτι εναι πό τό Θεό πό τό διάβολο. Μά θά πε κανένας: γώ εμαι δύνατος νθρωπος· πς μπορ νά ποκτήσω ατή τή διάκριση; Νομίζω τά πράγματα εναι πλά άν τυχόν κάνουμε συνειδητά ατή τήν προσευχή πο μς δίδαξε Κύριος. Μπορομε τώρα νά ρχίσουμε πό πίσω: άν συγχωρομε τούς χθρούς μας συζητητί· άν τρεφόμεθα μέ τν οράνιον ρτον· άν στή δύσκολη στιγμή λέμε, «Θεέ μου, νά γίνει τό θέλημά σου» καί άν νοιώθουμε τό Θεό, Πατέρα μας, τότε, ν εμαστε πάρα πολύ δύνατοι, θά εμαστε ταυτόχρονα καί πανίσχυροι. άν, ντίθετα, κάνουμε τό θέλημά μας καί δέν συγχωρομε τν λλο, τότε τν διάβολο πό μυρμήγκι τν κάνουμε λιοντάρι καί δέν μπορομε νά τά βγάλουμε πέρα μέ καμιά δύναμη. ντίθετα, άν λέμε: τό θέλημα το Θεο νά γίνει, γώ δέν ξέρω τίποτα· ν συγχωρομε συζητητί· ν τή στιγμή πο μς χουν σκοτώσει, μες, σκοτωμένοι, μπορομε νά πομε τι δέν κρατμε καμιά κακότητα γι᾿ ατόν πο μς σκότωσε καί λέμε χει Θεός, δέν πειράζει· τότε νθρωπος, ατός δύνατος, εναι παντοδύναμος καί μπορε νά τά βγάλει πέρα καί διάβολος μπροστά του εναι μυρμήγκι. Καί προχωρε λεύθερα.
Θυμστε, στή Γεθσημαν, ταν Κύριος «γενόμενος ν γωνί κτενέστερον προσηύχετο» καί επε «ο τό μόν θέλημα γενέσθω», ναφέρεται κε στήν γία Γραφή τι, «φθη δέ ατ γγελος π᾿ ορανο νισχύων ατό» (Λουκ. κβ´ 43). Καί πίσης ταν στήν ρημο επε, «παγε πίσω μου, σαταν· γέγραπται γάρ, Κύριον τν Θεόν σου προσκυνήσεις καί ατ μόν λατρεύσεις», τότε τν φησε διάβολος «καί δού γγελοι προσλθον καί διηκόνουν ατ» (Ματθ. δ´ 10-11). τσι, λοιπόν, συμβαίνει καί σ᾿ μς· ν λέμε τήν προσευχή ατή, ν ζομε τή ζωή ατή, πονηρός φεύγει, διάκριση πνευματική ρχεται μέσα μας καί γγελοι μς διακονον. Καί μπορομε νά νοιώσουμε ατή τή συντροφιά τν γγέλων· καί μπορομε πό τώρα νά ζήσουμε στόν Ορανό· καί μπορομε νά χρησιμοποιήσουμε ατές τίς φράσεις τίς κυπριακές καί νά πομε τι ζωή μας γίνεται τότε «γγελόκτιστη», «Θεοσκέπαστη». Τότε νθρωπος μικρός γίνεται μέ τή χάρη το Θεο παντοδύναμος... .(π. Βασίλειος Γοντικάκης http://www.phys.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/tributes/basileios_gontikakhs/pater_hmwn_ermhneia_sthn_kyriakh_proseyxh.htm)

 

ΜΕ ΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ ΘΑ ΑΓΩΝΙΣΘΟΥΜΕ;

Α) Προθύμως
πνευματικός γώνας, κκλησιαστική σκησις, τά πνευματικά γυμνάσματα, προσπάθειά μας παιτε νά γίνεται προθύμως. Μέ προθυμία, μέ σφοδρή καί δυνατή πιθυμία, μέ λην τήν δύναμι τς θελήσεως, μέ χαρά.
Ατά σημαίνουν:
τι ατό πού γίνεται μέ βία καί καταναγκασμό πό λλους, πό φόβο καί πειλή δέν φελε, λλά μάλλον βλάπτει.
τι προσευχόμεθα, γιατί το πιθυμομε.
τι νηστεύουμε, πειδή τό θέλουμε.
τι σκούμεθα στίς ρετές, γιατί ναγνωρίζουμε τήν ξία τους.
τι τηρομε τίς ντολές, πειδή συμφωνομε μέ ατές.
τι μελετμε τό λόγο το Θεο, πειδή ζητμε τήν λήθεια.
• Καί πολλά λλα.
Κι λα τα πράττουμε εχαρίστως, χωρίς γογγυσμούς, χωρίς διαμαρτυρίες, χωρίς νά πιεζόμαστε, γωνιζόμεθα μέ λη τήν δύναμη τς θελήσεως καί πάρξεως μας.
Β) Μέ Πρόγραμμα.
πνευματική ζωή παιτε πρόγραμμα καί συγκεκριμένες πνευματικές σκήσεις. πόστολος Παλος πισημαίνει στούς γωνιστές το χριστιανικο στίβου: «άν κάποιος γωνίζεται δέν στεφανώνεται, άν δέν γωνισθ σύμφωνα μέ τούς νόμους τς θλήσεως» (Β' Τιμ. 6' 5).
Ο κανόνες τς πνευματικς σκήσεως εναι γνωστοί σ' σους γωνίζονται τόν ραο καί καλόν γνα.
Γ) Μέ τήν καθοδήγησι μπείρου πνευματικο Πατέρα.
Χωρίς τόν μπειρο πνευματικό Πατέρα γώνας γιά τήν πνευματική λευθερία καί τήν νάστασι εναι μφίβολος καί δυσχερέστατος λόγ τν παγίδων το χθρο καί πολλν λλων ατιν.
Δ) Πώς ρχίζουμε
Μέ ατοέλεγχο. Μέ ατοκριτική.
Στρεφόμεθα πρός τά σω τς πάρξεώς μας, τς ψυχς μας, καί ρίχνουμε μία διερευνητική ματιά στήν σωτερική κατάστασι μας.
Γιά νά τό πιτύχουμε χρειαζόμαστε συχία καί περισυλλογή, συγχρόνως καί τό φς τν ντολν το Θεο καί το γίου θελήματός Του. Στήν συχία, χωρίς περισπασμούς καί θορύβους ξετάζουμε τή ζωή μας μέ κριτήριο τόν νόμο του Θεο.
ρωτμε τόν αυτό μας. Τί ζητε πό μέ Θεός Πατέρας μου; Ζ πως θέλει Θεός Πατέρας μου; πό τίς παντήσεις, θά καταλάβουμε σέ ποιά πνευματική κατάστασι ερισκόμεθα.
Ε) Μελέτη του λόγου του Θεο καί προσευχή
Στήν συνέχεια χρειαζόμαστε μελέτη το λόγου του Θεο γιά νά καθοδηγηθομε σωστά καί προσευχή γιά νά νισχυθομε πό τή θεία Χάρι.
Μελέτησε τήν γία Γραφή. Περιέχει: α) τήν στορία τς σωτηρίας, β) τίς θαυμαστές νέργειες το Θεο Πατέρα μας γιά τήν σωτηρία μας, γ) τό γιο καί λυτρωτικό θέλημά Του, δ) παραδείγματα ζως, λλα πρός ποφυγήν καί λλα πρός μίμησιν, ε) τό μυστήριον τς θείας ποκαλύψεως.
Μελέτησε βιβλία πού θά σέ βοηθήσουν νά νέβης ψηλότερα πό τήν χαμοζωή το κόσμου τούτου.
ΣΤ) Τά πνευματικά γωνίσματα
γωνιζόμαστε:
α) νά φαρμόσουμε τίς ντολές το Θεο·
β) νά κατορθώσουμε τίς ρετές·
γ) νά ποφύγουμε κάθε κακία, πονηρία καί γενικς τήν πολυειδ μαρτία·
δ) νά νεκρώσουμέ τά πάθη τς μαρτίας·
ε) νά πράξουμε τό θέλημα το πουρανίου Πατέρα·
ς) νά καθαρίσουμε τήν ψυχή μας πό τίς βρωμιές τς μαρτίας·
ζ) νά θεραπεύσουμε τίς πληγές τς ψυχς μας πό τόν πόλεμο τς μαρτίας.
Ζ) Θεός Πατέρας
Θεός Πατέρας χαίρεται, ταν μς βλέπει νά γωνιζόμεθα καί δέν μς φήνει μόνους.
Μς νισχύει μέ τό γιο Πνεμα πού κατοικε μέσα μας.
Γιά νά χουμε μως γιο Πνεμα πρέπει νά Τό λάβουμε. Λαμβάνουμε τό γιο Πνεμα μέ τήν συμμετοχή στά Μυστήρια τς κκλησίας, στή λατρεία το Θεο καί στόν λοιπό πνευματικό γώνα. Μέ τόν πνευματικό γώνα δείχνουμε στόν πουράνιο Θεό καί Πατέρα τήν σχυρή θέλησί μας νά λευθερωθομε πό τήν μαρτία καί τό θάνατο καί κενος μς στεφανώνει καί μς χαριτώνει μέ τήν πλούσια Χάρι του.
Η) κκλησία.
κκλησία δημιουργε τό κατάλληλο πνευματικό κλίμα πού θά διευκολύνη τόν πνευματικό γώνα τν πιστν μέ τήν νηστεία, τίς ερές κολουθίες, τά ποικοδομητικά γιογραφικά ναγνώσματα καί τήν κατάλληλη διδασκαλία.
Θ) Κύριος
πιστός πού καλεται νά γωνισθε χει νώπιόν του, πρό φθαλμν του, τήν σχατολογική προοπτική τς κκλησίας, τήν ρχόμενη νδοξη βασιλεία το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος.
νισχύεται πό τόν λόγο το π. Παύλου:
α) τι Κύριος μας δείχνει συμπάθεια στούς γωνιζόμενους πιστούς
«ο γάρ χομεν ρχιερέα μή δυνάμενον συμπαθσαι τας σθενείαις μν, πεπειρασμένον δέ κατά πάντα καθ' μοιότητα χωρίς μαρτίας. Προσερχώμεθα ον μετά παρρησίας τ θρόν τς χάριτος, να λάβωμεν λεον καί χάριν ερωμεν ες εκαιρον βοήθειαν" (βρ. δ' 15-16).
β) τι Κύριος μπορε νά βοηθήσει τόν πιστό νά ντιμετωπίσει τούς πειρασμούς τ μαρτίας· «θεν φειλε κατά πάντα τος δελφος μοιωθναι, να λεήμων γένηται καί πιστός ρχιερεύς τα πρός τόν Θεόν, ες τό λάσκεσθαι τάς μαρτίας το λαο. ν γάρ πέπονθεν ατός πειρασθείς, δύναται τος πειραζομένοις βοηθσαι» (βρ. β' 17-18).
γ) τι χομε γύρω μας πλθος μαρτύρων, σιων καί γίων πού διεξήγαγον νικηφόρως ατόν τόν γνα καί στεφανώθησαν· «Τοιγαρον καί μες, τοσοτον χοντες περικείμενον μν νέφος μαρτύρων, γκον ποθέμενοι πάντα καί τήν επερίστατον μαρτίαν δι' πομονς τρέχωμεν τόν προκείμενον μν γώνα, φορντες ες τόν τς πίστεως ρχηγόν καί τελειωτήν ησον» (βρ. β' 1-2).
δ) πιστός νισχύεται πό τόν Κύριο πού τόν καλε καί τόν διαβεβαιώνει:
1) τι θά τόν στεφανώσει καί θά τόν δοξάσει «γίνου πιστός χρι θανάτου καί δώσω σοί τόν στέφανον τς ζως» (ποκ. β' 10)
2) τι θά το πιτρέψει νά καθίσει στό θεϊκό θρόνο γιά νά συμβασιλεύσει μετά Πατρός καί Υο καί γίου Πνεύματος, ες τούς αώνας·
« νικν, δώσω ατ καθίσαι μετ' μο ν τ θρόν μου, ς κγώ νίκησα καί κάθισα μετά το Πατρός μου ν τ Θρόν ατού» (ποκ. γ' 21).


Π. Παϊσίου: Τι βοηθάει στην πνευματική πρόοδο

Οι άνθρωποι που τους χτύπησαν μερικοί βαρδάρηδες – δοκιμασίες - , είτε γιατί το επέτρεψε ο Θεός, για να τους φρενάρη, είτε από φθόνο του πονηρού, χρειάζονται μετά πολλές λιακάδες και δροσιά πνευματική ,για να ανθήσουν και να καρποφορήσουν. Όπως και τα δέντρα, όταν ξεθαρρεύουν από τις χειμωνιάτικες λιακάδες, αλλά τα φρενάρη ο βαρδάρης, χρειάζονται μετά συνέχεια λιακάδες ανοιξιάτικες και βροχούλα, για να κυκλοφορήσουν οι χυμοί και να βγάλουν άνθη και καρπούς.
- Γέροντα, για να πάρη κανείς την πνευματική στροφή, τι χρειάζεται;
- Φιλότιμος αγώνας με ελπίδα και εμπιστοσύνη στον Θεό. Η εμπιστοσύνη στον Θεό και η απλότητα με τον φιλότιμο αγώνα φέρνουν την εσωτερική γαλήνη και σιγουριά , και τότε γεμίζει η ψυχή από ελπίδα και χαρά. Χρειάζεται υπομονή , φιλότιμο και πνευματική παλληκαριά , για να στεφανωθή ο αθλητής. Η παλληκαριά ξεπηδάει από την φιλότιμη καρδιά . Και όταν κανείς κάνει κάτι με την καρδιά του για τον Χριστό, ούτε κουράζεται ούτε πονάη, γιατί ο πόνος για τον Χριστό είναι γλέντι πνευματικό. Η πνευματική ανάπτυξη μπορεί να γίνη πολύ σύντομα με λίγη φιλότιμη θέληση και παρακολούθηση του εαυτού μας. Στην συνέχεια θα βοηθιέται η ψυχή από τον Χριστό , την Παναγία, τους Αγγέλους και τους Αγίους. Πολύ βοηθάει επίσης η μελέτη, η προσευχή, η εσωστρέφεια, και να ησυχάζει κανείς λίγο.
Ο Χριστός μας δυναμώνει αυτούς που αγωνίζονται « τον καλό αγώνα » , τον οποίο έκαναν όλοι οι Άγιοι ,για να υποτάξουν την σάρκα στο πνεύμα. Ακόμη και όταν τραυματισθούμε, δεν πρέπει να χάσουμε την ψυχραιμία μας, αλλά να ζητήσουμε την βοήθεια του Θεού και να συνεχίσουμε τον αγώνα με γενναιότητα. Θα ακούση ο Καλός Ποιμήν και θα σπεύση αμέσως , όπως ο βοσκός, μόλις ακούσει ένα αρνάκι να βελάζη θλιβερά, όταν πληγώνεται ,ή κάποιος λύκος ή σκύλος το δαγκώνη, τρέχει ,για να το βοηθήση. Περισσότερο έχω αγαπήσει, έχω πονέσει και τους έχω στο νου μου συνέχεια αυτούς που είχαν ελεεινή ζωή και αγωνίζονται, παρά αυτούς που δεν βασανίζονται από πάθη. Και ο τσομπάνος το πληγωμένο ή αρρωστιάρικο αρνί πονάει περισσότερο και το περιποιείται ιδιαίτερα, μέχρι να πάρη επάνω του και αυτό.
Εάν πάλι αγωνιζώμαστε σωστά, αλλά δεν βλέπουμε καμμιά πρόοδο, συμβαίνει μερικές φορές το εξής: Ο δαίμονας , επειδή του κηρύξαμε τον πόλεμο, ζήτησε ενίσχυση από τον σατανά. Έτσι, εάν πέρυσι πολεμούσαμε με έναν δαίμονα, εφέτος πολεμάμε με πενήντα, του χρόνου θα πολεμάμε με περισσότερους κ.ο.κ. Αυτό δεν επιτρέπει ο Θεός να το δούμε, για να μην υπερηφανευθούμε. Χωρίς εμείς να το καταλαβαίνουμε, ο Θεός εργάζεται στην ψυχή μας, όταν βλέπη καλή διάθεση.
- Γέροντα, όταν κανείς αγωνίζεται και πράγματι δεν προοδεύη, τι φταίει;
- Μπορεί να αγωνίζεται υπερήφανα. Αλλά να σας πω και τί παθαίνουν μερικοί και δεν προοδεύουν; Ενώ έχουν προϋποθέσεις , τις σπαταλούν σε μικροπράγματα και μετά δεν έχουν δυνάμεις, για να ανταποκριθούν στον πνευματικό αγώνα. Ας πούμε ότι ξεκινάμε να κάνουμε μια επίθεση στον εχθρό και ετοιμαζόμαστε με όλα τα απαραίτητα , για να τον αντιμετωπίσουμε. Εκείνος όμως, επειδή φοβάται ότι δεν θα τα βγάλη πέρα, προσπαθεί να μας διασπάση και να τραβήξη αλλού την προσοχή μας με σαμποτάζ και προσβολές σε άλλα σημεία. Εμείς στρέφουμε την προσοχή μας εκεί. Στέλνουμε δυνάμεις δεξιά και αριστερά. Ο καιρός περνά. Τα πολεμοφόδια και τα τρόφιμα λιγοστεύουν. Δίνουμε παλιό ρουχισμό στο στράτευμα. Οι στρατιώτες αρχίζουν να γογγύζουν. Και το αποτέλεσμα είναι να εξαντληθούν όλες οι δυνάμεις μας και να μην αντιμετωπίσουμε τον εχθρό. Έτσι κάνουν και μερικοί πάνω στον πνευματικό αγώνα.
- Γέροντα, στην πνευματική πρόοδο δεν βοηθάει και το περιβάλλον;
- Ναι, βοηθάει, αλλά μερικές φορές μπορεί ένας να ζη ανάμεσα σε Αγίους και να μην κάνη προκοπή. Υπήρχε μεγαλύτερη προϋπόθεση για τον Ιούδα , που ήταν συνέχεια μαζί με τον Χριστό; Ο Ιούδας δεν είχε ταπείνωση ούτε καλή διάθεση. Και μετά την προδοσία του πάλι δεν ταπεινώθηκε. Βρόντησε τα αργύρια με θυμό και εγωισμό και πήγε με πονηριά στην αγχόνη. Και οι Φαρισαίοι κινήθηκαν σαν τον διάβολο. Αφού έγινε η δουλειά τους , είπαν στον Ιούδα: « Συ όψει » . Ο Θεός ενεργεί ανάλογα με την κατάσταση του ανθρώπου. Το Πνεύμα το Άγιο, δεν εμποδίζεται από τίποτε. Αυτό που κατάλαβα είναι ότι, όπου κι αν βρεθή κανείς, αν αγωνισθή φιλότιμα, μπορεί να πετύχει το ποθούμενο, την σωτηρία της ψυχής του. Εδώ ο Λωτ ζούσε μέσα στα Σόδομα και στα Γόμορρα και σε τι πνευματική κατάσταση ήταν! Τώρα, είτε το θέλουμε, είτε δεν το θέλουμε, πρέπει να αγωνισθούμε να γίνουμε καλύτεροι, ώστε να ενεργή η Θεία Χάρις μέσα μας. Τα γεγονότα μας αναγκάζουν και θα μας αναγκάζουν να πλησιάσουμε περισσότερο στον Θεό, για να έχουμε θεϊκή δύναμη , ώστε να αντιμετωπίζουμε σωστά κάθε κατάσταση - και φυσικά ο Καλός Θεός δεν θα μας αφήση. Θα μας προστατεύση.
Πάντως να ξέρουμε, όταν καλυτερεύουμε την πνευματική μας κατάσταση, τότε και εμείς νιώθουμε καλύτερα, αλλά και τον Χριστό χαροποιούμε. Ποιος μπορεί να φαντασθή την μεγάλη χαρά που αισθάνεται ο Χριστός, όταν τα παιδιά Του προχωρούν; Εύχομαι να κάνουν όλοι οι άνθρωποι πνευματική προκοπή και να ενωθούν με τον Χριστό, που είναι το Α και το Ω. Όταν από το Α και το Ω εξαρτάται όλη η ζωή μας, τότε όλα είναι αγιασμένα. ]

Από το βιβλίο «Πνευματική αφύπνιση»
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β’
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

[1] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 208-209.
[2] Ὅ. π. σελ. 221-222.
[3] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι σελ. 219-220.
[4]http://www.porphyrios.net/GREEK/BIOS/xaritosis.html.
[5] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 84-85.
[6]http://clubs.pathfinder.gr/getfile.php?file=47&folder=46610. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Τό μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, Ἱερά Μονή Γενεθλἰου τῆς Θεοτόκου, Γ΄ ἔκδοση, 1991.
[7] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Β΄ ἔκδοση, Χανιά 2003, σελ. 381.
[8] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 85-88.
[9] Γαλ. 5, 17.
[10] Γαλ. 5, 24.
[11] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 229 καί 231 (Β΄ἔκδοση).
[12] Ματθ. 5, 7-8.
[13] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 300-301 (Β΄ἔκδοση).
[14] Ματθ. 6, 33.
[15] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 584-585 (Ζ΄ἔκδοση).
[16] Ὅ.π. σελ. 203 (Β΄ἔκδοση).
[17] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 221-222.
[18] Ὅ. π. σελ. 310.
[19] Ὅ. π. σελ. 236-237.
[20] Μ. Ἀθανασίου, TLG, Work #104 28.1520.42 to Work #104 28.1520.44 «ἡ ἀρετὴ ἀφίπταται δι΄ ὑπεροψίαν͵ κἂν πολλὴν          σφοδρότητα ἀσκήσεως λάβῃ».
[21] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 207.
[22] Ὅ.π., σελ. 205-206.
[23] Ματθ. 22, 39.
[24] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Θεία Λειτουργία, εἰρηνικά.
[25] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 384. Τό πλῆρες κείμενο: «Νά τούς ἀγαπᾶτε καί νά τούς συμπονᾶτε ὅλους. “Καί εἴτε πάσχει ἕν μέλος, συμπάσχει πάντα τά μέλη, ὑμεῖς δέ ἔστε μέλη Χριστοῦ καί μέλη ἐκ μέρους”. Αὐτό εἶναι Ἐκκλησία: ἐγώ, ἐσύ, αὐτός, ὁ ἄλλος, νά αἰσθανόμαστε ὅτι εἴμαστε μέλη Χριστοῦ, ὅτι εἴμαστε ἕνα. Ἡ φιλαυτία εἶναι ἐγωισμός, νά μή ζητᾶμε, “ἐγώ νά σταθῶ, ἐγώ νά πάω στόν Παράδεισο”, ἀλλά νά νιώθουμε γιά ὅλους αὐτή τήν ἀγάπη. Καταλάβατε; Αὐτό εἶναι ταπείνωση. Ἔτσι, ἄν ζοῦμε ἑνωμένοι, θά εἴμαστε μακάριοι, θά ζοῦμε στόν Παράδεισο. Ὁ κάθε διπλανός μας, ὁ κάθε πλησίον μας εἶναι “σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μας”. Μπορῶ ν΄ ἀδιαφορήσω γι΄αὐτόν, μπορῶ νά τόν πικράνω, μπορῶ νά τόν μισήσω; Αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Νά γίνουμε ὅλοι ἕνα ἐν Θεῷ. Ἄν αὐτό κάνουμε, γινόμαστε δικοί Του. Τίποτε καλύτερο δέν ὑπάρχει ἀπ΄ αὐτή τήν ἑνότητα. Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Αὐτό εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Αὐτό εἶναι ὁ Παράδεισος».
[26] Ὅ. π. σελ. 277.
[27] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Ἱερά Μονή Τιμίου Προδρόμου - Ἔσσεξ Ἀγγλίας, Γ΄ ἔκδοση, 1985, σελ. 398.
[28] Γ. Κρουσταλλάκη, Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ἰχνηλασία, Γ' ἔκδοση, σελ. 55-56.
[29] Γαλ. 5, 22-23.
[30] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 217 (Β΄ἔκδοση).
[31] Ἐφ. 4, 27.
[32] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 323 (Β΄ἔκδοση).
[33] Ὅ.π. σελ. 310.
[34]Ματθ. 6, 33-34.
[35] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 218 (Β΄ἔκδοση).
[36] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 204.
[37] Ὅ. π. σελ. 205 (Β΄ἔκδοση).
[38] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 211 (Β΄ἔκδοση).
[39] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 374-375.
[40] Ματθ. 26, 41.
[41] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 305 (Β΄ἔκδοση).
[42] Ἰω. 15, 5.
[43] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 212 (Β΄ἔκδοση).
[44] Ὅ.π. σελ. 269 (Β΄ἔκδοση).
[45] Ὅ. π. σελ. 344.
[46] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 344-345.
[47] Ὅ. π. σελ. 343.
[48] Ἰω. 17, 11.
[49] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 345.
[50] Ὅ. π. σελ. 58-59.
[51] Ὅ.π. σελ. 367.
[52] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ.  236 (Β΄ἔκδοση).
[53] Διδαχή Γ΄ 173-4, ἔκδ. Ἰω. Μενούνου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Διδαχές, Ἀθήνα 1979, σ. 231.
[54] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 212 (Β΄ἔκδοση).
[55] Ὅ. π. σελ. 372-373. Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας: «Ὁ ἄνθρωπος τότε δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε, ἀχρηστεύεται. Λέει: “Εἶμαι ἁμαρτωλός, ἄθλιος, εἶμαι τοῦτο, εἶμαι κεῖνο, δέν ἔκανα τοῦτο, δέν ἔκανα κεῖνο… Ἔπρεπε τότε, δέν ἔκανα τότε, τώρα τίποτε… Πᾶνε τά χρόνια μου χαμένα, δέν εἶμαι ἄξιος”. Τοῦ δημιουργεῖται ἕνα αἴσθημα κατωτερότητας, ἔνας ἄκαρπος αὐτοεξευτελισμός, ὅλα γι΄ αὐτόνε εἶναι ρημάδια. Ξέρετε τί βαρύ πρᾶγμα εἶναι αὐτό; Εἶναι ψευτοταπείνωση. Ὅλ΄ αὐτά εἶναι σημάδια ἀπελπισμένου ἀνθρώπου, πού τόν ἔχει κυριεύσει ὁ σατανᾶς. Ὁ ἄνθρωπος φτάνει στό σημεῖο νά μή θέλει οὔτε νά μεταλάβει, νομίζει ὅτι εἶναι ἀνάξιος γιά τά πάντα. Προσπαθεῖ νά ἐξουθενώσει τή δράση του, τόν ἑαυτό του, γίνεται ἄχρηστος. Αὐτή εἶναι παγίδα πού στήνει ὁ σατανᾶς, γιά νά χάσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἐλπίδα του στήν ἀγάπη του Θεοῦ. Αὐτά εἶναι φοβερά, ἀντίθετα πρός τό Πνεῦμα του Θεοῦ».
[56] Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, TLG, Work #152 58.700.33  to Work #152 58.700.46.
[57] Γ. Σ. Κρουσταλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος, ἐκδ. Ἰχνηλασία, Ἀθήνα 1997, σελ. 51.
[58] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, στ’ ἔκδοση ,Χανιά 2005,σελ. 369-370.
[59] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 369-372.
[60] Ὅ.π. σελ. 256.             
[61] Ὅ. π. σελ. 257-258.
[62] Ὅ. π. σελ. 251-252 (Β΄ἔκδοση).
[63] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 275-277.
[64] Πρβλ. Ψαλμ. 7, 10: «ἐτάζων καρδίας καὶ νεφροὺς ὁ Θεός».
[65] Κλείτου Ἰωαννίδη, Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ , ἔκδοση 9η, ΑΘΗΝΑ 2005, σελ, 132 (μαρτυρία Σταύρου Καλκανδῆ).
[66] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ.132-133.
[67] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 249-250.
[68] Ὅ. π. σελ. 327 (Β΄ἔκδοση).
[69] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 256 (Β΄ἔκδοση).
[70] Γεωργίου Κρουσταλλάκη, Ὁ Γέρων Πορφύριος, Ἰχνηλασία, Γ' ἔκδοση, σελ.155.
[71] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 285 (Β΄ἔκδοση).
[72] Ὅ. π. σελ. 270-271.
[73] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 256-257.
[74] Γέροντας Ἐφραίμ Κατουνακιώτης, Ἔκδοση Ἱ. Ἡσυχαστηρίου «Ἅγιος Ἐφραίμ» Κατουνάκια Ἁγίου Ὄρους, Α΄ ἔκδοση 2000, σελ. 162.
[75] Ἰακ. 4, 6.
[76] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 250. (Β΄ἔκδοση).
[77]Τεωργίου Κρουσταλλάκη, Γέρων Πορφύριος, Ἰχνηλασία, Γ΄ ΕΚΔΟΣΗ, σελ.154.
[78] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 381.
[79] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 254-255 (Β΄ἔκδοση).
[80] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, Βίος καί Λόγοι, σελ. 262 (Β΄ἔκδοση).
[81] Ὅ.π. σελ. 260-261.
[82] Ὅ. π. σελ. 298.
[83] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 283-284 (Β΄ἔκδοση).
[84] Ὅ. π. σελ. 451.
[85] Ὅ.π. σελ. 360-361
[86] Ὅ. π. σελ. 212 (Β΄ἔκδοση).
[87] Ὅ. π. σελ. 260.
[88] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 246-248. Τό πλῆρες κείμενο ἔχει ὡς ἑξῆς: «Πρίν ἀπό τήν προσευχή ἡ ψυχή πρέπει νά προετοιμάζεται μέ προσευχή. Προσευχή γιά τήν προσευχή. Ἀκοῦστε τί εὔχεται ὁ ἱερέας μυστικά, τήν ὥρα πού διαβάζεται ὁ Ἀπόστολος κατά τήν Θεία Λειτουργία: "Ἔλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν φιλάνθρωπε Δέσποτα τό τῆς Σῆς Θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί τούς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμούς εἰς τήν τῶν εὐαγγελικῶν Σου κηρυγμάτων κατανόησιν. Ἔνθες ἡμῖν τόν τῶν μακαρίων Σου ἐντολῶν φόβον, ἵνα τάς σαρκικάς ἐπιθυμίας πάσας καταπατήσαντες πνευματικήν πολιτείαν μετέλθωμεν, πάντα τά πρός εὐαρέστησιν τήν σήν καί φρονοῦντες καί πράττοντες. Σύ γάρ ὁ φωτισμός των ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν, Χριστέ ὁ Θεός, καί Σοί τήν δόξαν ἀναπέμπομεν σύν τῷ ἀνάρχῳ Σου Πατρί καί τῷ παναγίῳ καί ἀγαθῷ καί ζωοποιῷ Σου Πνεύματι, νῦν καί ἀεί καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων". Στήν προσευχή μπαίνουμε χωρίς νά τό καταλάβουμε. Χρειάζεται νά βρεθοῦμε καί σέ κατάλληλο κλίμα. Ἡ ἀναστροφή μέ τόν Χριστό, ἡ συζήτηση, ἡ μελέτη, ἡ ψαλτική, τό καντηλάκι, τό θυμίαμα, γίνονται τό κατάλληλο κλίμα, ὥστε ὅλα νά γίνουν ἁπλά, "ἐν ἁπλότητι καρδίας". Διαβάζοντας τίς ψαλμωδίες, τίς ἀκολουθίες, μέ ἔρωτα, χωρίς νά τό καταλάβουμε γινόμαστε ἅγιοι. Εὐφραινόμαστε μέ τά Θεῖα λόγια. Αὐτή ἡ εὐφροσύνη, αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἡ δική μας προσπάθεια, γιά νά μποῦμε εὔκολα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς, ἡ προθέρμανση ὅπως λέμε. Μποροῦμε καί νά φέρνουμε στό νοῦ μας ὡραῖες εἰκόνες ἀπό τοπία πού εἴδαμε. Αὐτή ἡ προσπάθεια εἶναι ἁπαλή, ἀναίμακτη. Ἀλλά μήν ξεχνᾶμε αὐτό πού εἶπε ὁ Κύριο: "Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν". Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος θά μᾶς διδάξει τήν προσευχή. Δέν θά τή μάθουμε μόνοι μας, οὔτε ἄλλος κανείς θά μᾶς τή μάθει. Μή λέμε, "ἔκανα τόσες μετάνοιες, ἐξασφάλισα τώρα τήν χάρι", ἀλλά νά ζητοῦμε νά λάμψει ἐντός μας τό ἀκήρατον φῶς τῆς θείας γνώσεως καί νά ἀνοίξει τά πνευματικά μας μάτια, γιά νά κατανοήσουμέ τα θεῖα Του λόγια. Μέ τόν τρόπο αὐτό, χωρίς νά τό καταλάβουμε, ἀγαπᾶμε τόν Θεό χωρίς σφιξίματα, προσπάθεια κι ἀγῶνα. Αὐτά πού εἶναι δύσκολα στούς ἀνθρώπους, γιά τόν Θεό εἶναι πολύ εὔκολα. Τόν Θεό θά Τόν ἀγαπήσουμε ξαφνικά, ὅταν ἡ χάρις θά μᾶς ἐπισκιάσει».
[89] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 318-322 (Β΄ἔκδοση).
[90] Ὅ.π. σελ. 315-316.
[91] Ὅ. π. σελ. 286.
[92] Ὅ. π. σελ. 276.
[93] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 257 (Β΄ἔκδοση).
[94] Γαλ. 5, 24-25.
[95] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 385.
[96] Β΄ Κορ. 7, 1.
[97] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 455-456.
[98] Πρβλ. ΤLGΨαλμ. 36, 4: «κατατρύφησον τοῦ Κυρίου͵ καὶ δώσει σοι τὰ αἰτήματα τῆς καρδίας σου».
[99] Ἰω. 3, 9
[100] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 456.
[101] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 288-9.
[102] Θαυμαστά γεγονότα καί συμβουλές τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, Ἐκδόσεις ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Μήλεσι 2006, σελ. 32.
[103]Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 289-290.
[104] Ὅ.π. σελ. 330.
[105] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 240.
[106] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 332-333.
[107] Ὅ. π. σελ. 333.
[108] Ἁγ. Ἰω. Σιναϊτου, Κλίμαξ, Λόγος 25ος Περί Ταπεινοφροσύνης, στ. 56.
[109] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 302 (Β΄ἔκδοση).
[110] Γέροντος Πορφυρίου ἱερομονάχου, Ἀνθολόγιο συμβουλῶν, Α' ἔκδοση, 2002, σελ. 255-6.
[111] Ὅ.π. σελ. 295-296.
[112] Ὅ. π. σελ. 292-293.
[113] Ὅ. π. σελ. 174-175.             
[114] Ὅ. π. σελ. 236-237.
[115] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 307.
[116] Ὅ. π. σελ. 306- 307.
[117] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 571.
[118] Ὅ. π. σελ. 572.
[119] Ὅ. π.
[120] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 255.
[121] Ὅ. π. σελ. 297. Καί συνεχίζει: «Ὑπάρχουν μερικά μυστικά. Τό Εὐαγγέλιο καί ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς προτρέπει πῶς πρέπει νά προλαμβάνομε ὁρισμένα πράγματα, πού θά μᾶς δυσκολεύουν στόν ἀγῶνα μας. Γι' αὐτό λέγει αὐτό τό: «Μή γνώτω ἡ ἀριστερά σου...». Γιά παράδειγμα, θέλετε νά γευθεῖτε μιά χαρά ἀπ' τόν Θεό; Ποιό εἶναι ἐδῶ τό μυστικό; Ἔστω κι ἄν τήν πιστεύετε κι ἄν τή ζητᾶτε τή χαρά καί λέτε, «δέν μπορεῖ παρά νά μοῦ τήνε δώσει ὁ Θεός», Ἐκεῖνος δέν τή δίδει. Καί αἰτία εἶστε ἐσεῖς οἱ ἴδιοι. Ὄχι ὅτι ὁ Θεός δέν θέλει νά τή δώσει αὐτή τή χαρά, ἀλλά ὅλο τό μυστικό εἶναι ἡ δική μας ἁπλότης καί ἁπαλότης. Ὅταν λείπει ἡ ἁπλότης καί λέτε, «θά κάνω αὐτό κι ὁ Θεός θά μοῦ δώσει αὐτό πού ζητῶ, θά κάνω ἐκεῖνο, θά κάνω τό ἄλλο...», δέν γίνεται. Ναί, νά κάνω τοῦτο, τό ἄλλο, ἀλλά μέ τόση μυστικότητα, μέ τόση ἁπλότητα, μέ τόση ἁπαλότητα, ὥστε κι ἐγώ ὁ ἴδιος πού τό ζητῶ νά μήν τό παίρνω εἴδηση».
[122] Α΄ Κορ. 13, 5.
[123] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 298. Καί συνεχίζει:«Δηλαδή προσεύχεσθε ἁπλά καί δέν σκέπτεσθε τί θά χαρίσει ὁ Θεός μές στήν ψυχή σας. Δέν κάνετε ὑπολογισμούς. Ξέρετε, βέβαια, τί χαρίζει ὁ Θεός στήν ἐπαφή μαζί Του, ἀλλά εἶναι σάν νά μήν  ξέρετε. Νά μήν τό συζητᾶτε οὔτε μέ τόν ἑαυτό σας. Ἔτσι, ὅταν λέτε τήν εὐχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», νά τή λέτε ἁπαλά, ἁπλά καί νά μή σκέπτεσθε τίποτ' ἄλλο παρά μόνο τήν εὐχή. Αὐτά εἶναι πολύ λεπτά πράγματα  καί χρειάζεται νά ἐπενεργήσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ἡ καρδιά σας νά εἶναι ἁπλή, ὄχι διπλή καί ἀνειλικρινής· ἀγαθή κι ὄχι πονηρή καί ἰδιοτελής. Τήν ἁπλή καί ἀγαθή ψυχή ὅλοι τήν ἐπιζητοῦν, ἀναπαύονται σ' ἐκείνη, τήν πλησιάζουν χωρίς φόβο, χωρίς ὑποψία. Καί ἡ ἴδια ζεῖ μέ ἐσωτερική εἰρήνη, ἔχει ἀγαθή σχέση μ' ὅλους τούς ἀνθρώπους καί μ' ὅλη τήν κτίση».
[124] Ἀρχιμανδρίτου Σωφρονίου, Ὁ Γέροντας Σιλουανός, Γ΄ ἔκδοση, Ἔσσεξ 1985, σελ. 389.
[125] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 298 (Β΄ἔκδοση).
[126] Γεν. 4, 6-7.
[127] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 260 (Β΄ἔκδοση).
[128] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 295-296.
[129] Ὅ. π. σελ. 240.
[130] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 212-213 (Β΄ἔκδοση).
[131] Παροιμ. 23, 26.
[132] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 238-9 (Β΄ἔκδοση).
[133] Γεωργίου Κρουσταλλάκη, Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, Ἰχνηλασία, Γ΄ ἔκδοση, σελ.157.
[134] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 253 (Β΄ἔκδοση).
[135] Ὅ. π. σελ. 220 (Β΄ἔκδοση).
[136] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 268.
[137] Ὅ. π. σελ. 242 (Β΄ἔκδοση).
[138] Ματθ. 11,  29.
[139]Μαρκ. 3, 28-29: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι πάντα ἀφεθήσεται τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων͵ τὰ ἁμαρτήματα καὶ αἱ βλασφημίαι ὅσα ἐὰν βλασφημήσωσιν· ὃς δ΄ ἂν βλασφημήσῃ εἰς τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον οὐκ ἔχει ἄφεσιν εἰς τὸν αἰῶνα͵ ἀλλὰ ἔνοχός ἐστιν αἰωνίου ἁμαρτήματος».
[140] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 211 (Β΄ἔκδοση). Καί συνεχίζει ὁ Γέροντας:« Φῶς καί σκότος. Ποιό εἶναι τό πιό καλό; Νά εἶσαι πρᾶος, ταπεινός, ἥσυχος, νά ἔχεις μέσα σου ἀγάπη ἤ νά εἶσαι νευρικός, στενόχωρος, νά διαπληκτίζεσαι μέ τούς πάντες; Ἀσφαλῶς τό ἀνώτερο εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ θρησκεία μας ἔχει ὅλ' αὐτά τά καλά καί εἶναι ἡ ἀλήθεια. Ὅμως πολλοί πᾶνε σέ κάτι ἄλλο. Ὅσοι ἀρνοῦνται αὐτή τήν ἀλήθεια, εἶναι ἄρρωστοι ψυχικά. Εἶναι σάν τά ἄρρωστα παιδιά, πού, ἐπειδή τούς ἔλειψαν οἱ γονεῖς ἤ χώρισαν ἤ μάλωσαν, ἔγιναν ἀπροσάρμοστα. Καί στίς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων. Ὅμως ὅλοι αὐτοί οἱ μπερδεμένοι καί ἀπροσάρμοστοι ἔχουν ἕνα σθένος καί μιά ἐπιμονή καί κατορθώνουν πολλά πράγματα. Ὑποτάσσουν τούς νορμάλ καί τούς ἥσυχους ἀνθρώπους, διότι ἐπηρεάζουν καί ἄλλους ὁμοίους τους καί ὑπερτεροῦν καί στόν κόσμο, γιατί αὐτοί εἶναι πιό πολλοί καί βρίσκουν ὁπαδούς. Ὑπάρχουν κι ἄλλοι, πού, ἐνῶ δέν ἀρνοῦνται τήν ἀλήθεια, ἐν τούτοις εἶναι μπερδεμένοι κι ἄρρωστοι ψυχικά. Ἡ ἁμαρτία κάνει τόν ἄνθρωπο πολύ μπερδεμένο ψυχικά.Τό μπέρδεμα δέν φεύγει μέ τίποτα. Μόνο μέ τό φῶς τοῦ Χριστοῦ γίνεται τό ξεμπέρδεμα. Τήν πρώτη κίνηση τήν κάνει ὁ Χριστός. «Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες...» (Ματθ. 11, 28). Μετά ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ἀποδεχόμαστε αὐτό τό φῶς μέ τήν ἀγαθή μας προαίρεση, πού τήν ἐκφράζουμε μέ τήν ἀγάπη μας ἀπέναντί Του, μέ τήν προσευχή, μέ τή συμμετοχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας, μέ τά μυστήρια». (ὅ. π. 211-2)
[141] Μικρά καί Μεγάλη Συναπτή, καταληκτήριος προτροπή.
[142] Θεία Λειτουργία Ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, εὐχή πρό τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς.
[143] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 323 (Β΄ἔκδοση).
[144] Ὅ. π. σελ. 312.
[145] Πρβλ. Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ΤL G, Work #048 36.365.17 «ἐκλάμψουσιν οἱ δίκαιοι ὡς ὁ ἥλιος͵ ὧν ἵσταται ὁ Θεὸς ἐν  μέσῳ͵ θεῶν ὄντων καὶ βασι λέων͵ διαστέλλων καὶ διαιρῶν τὰς ἀξίας τῆς ἐκεῖθεν μακαριότητος».
[146] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 245 (Β΄ἔκδοση).
[147] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 287.
[148] Ὅ. π. σελ. 287.
[149] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 224 (Β΄ἔκδοση).
[150] Ὅ. π. σελ. 287-288.
[151] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 294 (Β΄ἔκδοση).
[152]  Ὅ.π. σελ. 235-236.
[153] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 387-388.
[154] Ὅ. π. σελ. 387.
[155] Ὅ. π. σελ. 323.

Pages