Τέσσαρα περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Ιησού — Η τάξις των γεγονότων — Η Περιτομή.— Το όνομα Ιησούς — Η εισαγωγή εις το ιερόν — Ο Συμεών — Η Άννα
Τέσσαρα μόνον περιστατικά της νηπιακής ηλικίας του Χριστού αφηγούνται
τα Ευαγγέλια, — την Περιτομήν, την εισαγωγήν εις το ιερόν, την
επίσκεψιν των Μάγων και την φυγήν εις την Αίγυπτον. Εκ τούτων τα δύο
πρώτα εξιστορεί μόνον ο Λουκάς, τα δε άλλα δύο ο Ματθαίος. Εν τούτοις
ουδεμία υπάρχει λεπτομέρεια εις την οποίαν ν' αντιφάσκουν αι δύο
αφηγήσεις. Αν επί άλλων ζητημάτων έχομεν βασίμους λόγους να παραδεχόμεθα
την αξιοπιστίαν των Ευαγγελιστών και τας μαρτυρίας των ως ειλικρινείς
και αδιαμφισβητήτους, έχομεν όμως πάντα λόγον να πιστεύωμεν ότι εις
οιασδήποτε αφορμάς και αν οφείλεται το αποσπασματικόν, το μη συνεχές
δήλα δή των αφηγήσεών των, αι αφηγήσεις όμως αύται δύνανται κάλλιστα να
θεωρηθούν ως συμπληρούσαι αλλήλας. Ο αμερόληπτος και ειλικρινής κριτής
δεν δύναται να υποστηρίξη ότι υπάρχουν εις τα Ευαγγέλια ασυμβίβαστοι
αντιφάσεις, ούτε όμως ημπορεί να παραδεχθή ότι παρατηρείται εις αυτά
τελεία αρμονία. Η ακριβής και λεπτομερής βιογραφική αφήγησις από των
πρώτων ημερών του βίου ενός ανθρώπου ήτο πράγμα άγνωστον εις τους
Ιουδαίους, και ασυμβίβαστον προς το ύφος των και την κράσιν των.
Ανέκδοτα της νηπιακής ηλικίας, επεισόδια του παιδικού βίου, είνε σπάνιον
φαινόμενον εις την αρχαίαν φιλολογίαν. Μόνον από του Χριστιανισμού και
εντεύθεν η παιδική ηλικία περιεβλήθη την αίγλην μυθιστορήματος.
Η ακριβής τάξις των γεγονότων, τα οποία διεδραματίσθησαν προ της
επανόδου εις Ναζαρέτ, μόνον κατά συμπερασμόν δύναται να υπολογισθή. Η
Περιτομή εγένετο την ογδόην ημέραν από της γεννήσεως· ο Καθαρισμός
τριάκοντα τρεις ημέρας μετά την Περιτομήν. Η Επίσκεψις των Μάγων ήτο
«όταν ο Ιησούς εγεννήθη εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας», κατά τον Ματθαίον, και
η Φυγή εις Αίγυπτον επηκολούθησεν αμέσως την αναχώρησιν εκείνων. Η
υπόθεσις ότι η εξ Αιγύπτου επάνοδος εγένετο προ της Εισαγωγής εις το
ιερόν, αν και ουχί απολύτως αδύνατος, φαίνεται λίαν απίθανος. Εκτός του
ότι μία τοιαύτη αναβολή θ' απετέλει παράβασιν του λευιτικού νόμου,
πρέπει να συμπεράνωμεν είτε ότι ο Καθαρισμός ανεβλήθη επί πολύν χρόνον,
πράγμα το οποίον αντιφάσκει προς την διττήν διαβεβαίωσιν του Λουκά (2,
22, 39)» είτε ότι το χρονικόν διάστημα των τεσσαράκοντα ημερών ήρκεσεν
αφ' ενός μεν διά το «εξ ανατολών» ταξείδιον των Μάγων, εξ άλλου δε διά
την εις Αίγυπτον φυγήν και διά την εκείθεν επιστροφήν. Εκτός τούτου είνε
λίαν απίθανος η εικασία ότι η οικογένεια του Ιωσήφ επανέκαμψεν εις
Ιεροσόλυμα, — πόλιν μόνον έξ μίλια απέχουσαν της Βηθλεέμ, — ολίγας
ημέρας ύστερον από ένα γεγονός τόσω τρομερόν όσον ήτον η Σφαγή των
Νηπίων. Μολονότι ουδεμία υπόθεσις είνε απηλλαγμένη των αντιρρήσεων,
αίτινες προκύπτουν κατ' ανάγκην εκ της αγνοίας των περιστατικών εις την
οποίαν διατελούμεν, φαίνεται εν τούτοις βέβαιον, ότι η φυγή εις Αίγυπτον
δεν έγινε προ της Υπαπαντής. Επί τεσσαράκοντα λοιπόν ημέρας η Ιερά
Οικογένεια παρέμεινεν αφανής και ήσυχος εις την ταπεινήν πόλιν Δαυίδ,
«την καλουμένην Βηθλεέμ», όπου τόσαι παραδόσεις ιερότητος πτερυγίζουν
τώρα και όπου τόσαι σκηναί ενδιαφέρουσαι διεδραματίσθησαν.
Εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια δεν γίνεται μνεία της Περιτομής, και μόνον
το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας περιέχει σχετικήν τινα νύξιν
καταπληκτικώς αποτροπαίαν. Η περιτομή δεν ήτο γεγονός το οποίον ηδύνατο
να ενδιαφέρη τους θέλοντας να παραχώσουν τας δογματικάς φαντασιοπληξίας
των εις την ιεράν ταύτην ιστορίαν, και τοιούτοι φαντασιοκόποι ήσαν οι
συγγραφείς των αποκρύφων, των οποίων τα έργα βρίθουν υπερβολών και
ανακριβειών. Διά τους Χριστιανούς όμως έχει ιδιάζουσαν σημασίαν, —
σημασίαν πάνδημον. Αποδεικνύει ότι ο Χριστός δεν ήλθε να καταστρέψη τον
Νόμον, αλλά να τον εκτελέση. Έλαχεν εις αυτόν ο κλήρος «να πληρώση πάσαν
δικαιοσύνην». Και υπέστη τον μαρτυρικόν θάνατον προς σωτηρίαν του
ανθρωπίνου γένους, και εβασανίσθη χάριν ημών, και ηθέλησε να μας διδάξη
την πνευματικήν περιτομήν, — την περιτομήν της καρδίας, — την περιτομήν
πάσης αισθήσεως της σαρκός. Όπως η Ανατολή αντανακλά κατά την δύσιν του
ηλίου τα χρώματα της Δύσεως, ούτω και η Βηθλεέμ είνε το προοίμιον του
Γολγοθά, και του θείου Βρέφους μάλιστα το λίκνον βάφεται με μίαν ερυθράν
ανταύγειαν από τον Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά την ημέραν εκείνην
ωσαύτως, — την ημέραν της Περιτομής, — ο Χριστός έλαβε δημοσία το όνομα
Ιησούς, όπερ είχε προαναγγείλει ήδη ο αρχάγγελλος Γαβριήλ. Την εποχήν
εκείνην ήτο όνομα κοινότατον μεταξύ των Ιουδαίων. Ήτο προσφιλές εις
αυτούς διότι ήτο άλλοτε το όνομα του μεγάλου στρατηγού, όστις τους
ωδήγησεν εις την νικηφόρον κατάληψιν της Γης της Επαγγελίας, και του
Μεγάλου Αρχιερέως, όστις ηγήθη των εξορίστων των από Βαβυλώνος
επαναστρεψάντων· από τούδε όμως, όχι μόνον διά τους Ιουδαίους, αλλά δι'
όλον τον κόσμον, ήτο προωρισμένον ν' αποκτήση σημασίαν απείρως ιερωτέραν
ως ονομασία παρ' ανθρώποις του Υιού του Θεού. Το εβραϊκόν «Μεσσίας» και
το Ελληνικόν «Χριστός» ήσαν ονόματα αντιπροσωπεύοντα την θείαν
αποστολήν του ως Κεχρισμένου Προφήτου, Ιερέως και Βασιλέως· αλλά το
όνομα «Ιησούς» ήτο το όνομά του το προσωπικόν, όπερ έφερεν ως απλούς
άνθρωπος, αλλ' αναμάρτητος αυτός μεταξύ των αμαρτωλών.
Την τεσσαρακοστήν ημέραν από της γεννήσεως — μέχρι συμπληρώσεως της
οποίας δεν ηδύνατο να εξέλθη από την οικίαν, — η Παρθένος, φέρουσα εις
τας αγκάλας της το βρέφος, παρουσιάσθη εις το εν Ιερουσαλήμ ιερόν χάριν
του «καθαρισμού αυτής». «Και ούτω τότε, λέγει είς δυτικός άγιος, ήγαγον
τον Κύριον του Ναού εις τον Ναόν του Κυρίου». Τα εθιζόμενα εις τοιαύτας
περιστάσεις αναθήματα ήσαν είς αμνός ενός έτους, προσκομιζόμενος επί
σκοπώ θυσίας, και είς νεοσσός περιστερών ή μία τρυγών, προσφερόμενα εις
ένδειξιν μετανοίας· με την ωραίαν όμως εκείνην τρυφερότητα, ήτις τόσον
ζωηρώς χαρακτηρίζει την μωσαϊκήν νομοθεσίαν, επετρέπετο εις όλους τους
πτωχούς, τους μη δυναμένους να προσφέρουν τόσον πολυέξοδα αναθήματα, να
φέρουν αντί όλων τούτων έν μόνον ζεύγος τρυγόνων ή δύο νεοσσούς
περιστερών. Με το ταπεινόν τούτο ανάθημα η Μαρία παρουσιάσθη εις τον
ιερέα. Ταυτοχρόνως ο Ιησούς, επειδή ήτο πρωτότοκος, παρέστη κατά τον
νόμον του Μωυσέως προ του Θεού και απηλλάγη της νενομισμένης υπηρεσίας
εν τω Ναώ, αντί της καταβολής πέντε σεκέλ, ήτοι 20 περίπου φράγκων. Διά
τον καθαρισμόν και διά την παρουσίασιν δεν δίδονται εις ημάς πλειότεραι
λεπτομέρειαι, αλλ' η επίσκεψις αύτη εις τον Ναόν απηθανατίσθη διά τινος
κατανυκτικού επεισοδίου, — της αναγνωρίσεως του θείου τέκνου υπό του
Συμεώνος και της Άννης.
Περί του Συμεώνος γνωρίζομεν απλώς ότι ήτο δίκαιος και ευλαβής ανήρ,
πεπροικισμένος με το δώρον της προφητείας, και ότι «ην αυτώ
κεχρηματισμένον υπό του Πνεύματος του Αγίου μη ιδείν θάνατον πριν ή ίδη
τον Χριστόν Κυρίου». Ωθούμενος λοιπόν υπό ισχυράς ακαταγωνίστου
εμπνεύσεως, εισήλθεν εις το ιερόν, και αναγνωρίσας το θείον τέκνον,
«εδέξατο αυτό εις τας αγκάλας αυτού και ηυλόγησε τον Θεόν» και ανέτεινε
τους βραχίονας και έψαλεν από βάθους καρδίας το θριαμβευτικόν εκείνο
«Νυν απολύεις», όπερ καθηδύνει από δέκα οκτώ αιώνων τα χριστιανικά ώτα. Η
προφητεία ότι το βρέφος θα ήτο «φως εις αποκάλυψιν εθνών», καθώς και
όλη η περίεργος εκείνη σκηνή, επροξένησαν βεβαίως βαθείαν κατάπληξιν εις
τους γονείς, από τους οποίους ο γέρων προφήτης δεν απέκρυψε τας ιδίας
αυτών θλίψεις τας μελλούσας, προλέγων ιδίως εις την Παρθένον Μητέρα την
αμείλικτον καταδίωξιν, ήτις ανέμενε το θείον Παιδίον και τους εθνικούς
κινδύνους, οίτινες επεφυλάσσοντο διά το μέλλον.
Αι παραδόσεις ενησχολήθησαν πολύ με το όνομα του Συμεώνος. Εις το
Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας, ο γέρων αναγνωρίζει τον Ιησούν
διότι τον βλέπει απαστράπτοντα ως στήλη φωτός εις τας αγκάλας της
μητρός του. Ο Νικηφόρος μας λέγει, ότι η ανάγνωσις των γραφών του
ενέβαλε την ιδέαν, ότι δεν θ' απέθνησκε προτού να ίδη τον Μεσσίαν. Πάσα
απόπειρα προς απόδειξιν ότι άλλος Συμεών ήτο και ουχί αυτός, απέτυχεν.
Αν ήτο Αρχιερεύς, όπως τον θέλει το Ευαγγέλιον του Ιακώβου, ο Λουκάς δεν
θα μας τον παρίστα τόσον απλώς ως «άνθρωπον εν Ιερουσαλήμ, ω όνομα
Συμεών». Η πληροφορία εν το Ευαγγελίω της Γεννήσεως της Μαρίας, ότι ήγεν
ηλικίαν 113 ετών είνε εντελώς αυθαίρετος· τοιαύτη δε είνε και η εικασία
ότι η σιωπή του Ταλμούδ εν σχέσει προς αυτόν οφείλεται εις τας
Χριστιανικάς ροπάς του. Δεν ηδύνατο να είναι ο Ραββάν Συμεών, ο υιός του
Ιλέλ και πατήρ του Γαμαλιήλ, όστις δεν θα ήτο τόσον γηραιός κατά την
εποχήν εκείνην. Κατά πολύ ισχυρότερον λόγον δεν ήτο ούτε ο Συμεών ο
Δίκαιος, όστις επιστεύετο ότι είχε προφητεύσει την καταστροφήν της
Ιερουσαλήμ και ο οποίος ήτο ο τελευταίος επιζών εκ του μεγάλου
Συνεδρίου. Το περίεργον είνε, ότι οι Ευαγγελισταί δεν λέγουν τίποτε περί
αυτού, ενώ διά την Άνναν την προφήτιδα μας δίδονται λίαν ενδιαφέρουσαι
λεπτομέρειαι, και μεταξύ άλλων, ότι ήτον εκ της φυλής του Ασήρ, —
απόδειξις τρανωτάτη ότι αι φυλετικαί σχέσεις παρέμενον ακόμη ζωνταναί
εις την μνήμην του λαού.