Ο βασιλικός και η πίστις του — Ο
Ιησούς ομιλεί εις Καπερναούμ — Το πρώτον Σάββατόν του εκεί — Ο
δαιμονιζόμενος — Η πενθερά του Πέτρου — Ομιλία από του πλοίου — Κλήσις
του Πέτρου, του Ιακώβου και του Ιωάννου — Ο τελώνης Απόστολος
Μόλις έφθασεν ο Ιησούς εις Κανά, και αξιωματικός τις εκ της
γειτονικής αυλής Ηρώδου του Αντίπα, μαθών την άφιξίν Του, ήλθε και
επιμόνως τον παρεκάλει να καταβή εις Καπερναούμ και θεραπεύση τον
θνήσκοντα υιόν του. Αν και ο Κύριος ουδέποτε εισήλθεν εις την πόλιν
Τιβεριάδα, όμως η φωνή του Ιωάννου είχεν αντηχήσει πολλάκις, προξενούσα
ταραχήν μετά σεβασμού, εις την αυλήν του φιληδόνου τετράρχου. Γνωρίζομεν
ότι ο Μαναήμ, ο ομογάλακτος του Ηρώδου, εγένετο ύστερον χριστιανός, και
γνωρίζομεν ότι μεταξύ των γυναικών των διακονουσών τω Χριστώ ήτο η
Ιωάννα, η γυνή του Χουζά, του αρχιοικονόμου του Ηρώδου. Επειδή δε ο
αυλικός (βασιλικός) επίστευσεν εις Χριστόν μεθ' όλου του οίκου του
συνεπεία του γενομένου θαύματος, εικάζεται μετά τινος πιθανότητος ότι
ουδείς άλλος ήτο ή αυτός ο Χουζάς.
Ενδούς εις την περιπαθή επιθυμίαν του πατρός, ο Ιησούς τον απέπεμψε
διαβεβαιώσας αυτόν ότι ο υιός του έζη. Η συνάντησις είχε συμβή κατά την
εβδόμην ώραν της ημέρας, τουτέστι την περί την πρώτην μετά μεσημβρίαν.
Εάν η πόλις Κανά είναι, ως πιστεύω, το σημερινόν Κεφρ Κεννά, θ' απείχε
πέντε ώρας από της Καπερναούμ, και ο βασιλικός θα είχε καιρόν να φθάση
εις Καπερναούμ την εσπέραν. Αλλ' η καρδία του πατρός κατεπραΰνθη διά της
υποσχέσεως του Ιησού, κ' εκοιμήθη την νύκτα εκείνην εις χωρίον τι κατά
το μέσον της οδού. Την επιούσαν πρωί οι δούλοι του τον συνήντησαν, και
του είπαν ότι την εβδόμην ώραν, καθ' ην είχεν ομιλήσει ο Ιησούς, ο
πυρετός αφήκε τον πάσχοντα.
Ήτο αύτη η δευτέρα φορά καθ' ην ο Ιησούς εσημείωσε την εις Γαλιλαίαν
άφιξίν Του διά περιφανούς θαύματος. Η θέσις του αυλικού συνετέλεσε να
γνωσθή τούτο κατά πλάτος, και συνέτεινεν εις την φαιδράν εκείνην και
ενθουσιώδη υποδοχήν της οποίας ετύγχανεν ο Κύριος ημών εν Γαλιλαία κατά
πρώτον στάδιον του πανεκλάμπρου κηρύγματός Του.
Εδώ πάλιν απαντώμεν δυσκολίας εις την χρονολογικήν των γεγονότων
σειράν. Οι Ευαγγελισταί δεν επιτηδεύουσι μετά λεπτολόγου επιμελείας την
χρονολογικήν ακολουθίαν. Αι εικόνες τας οποίας παρέχουσι των κυρίων
συμβάντων εν τω βίω του Χριστού είνε απλαί και αρμονικαί, και το ότι
αύται παρουσιάζονται κατά ασύμμορφον και φιλολογικώς οιονεί άτεχνον
τρόπον είνε όχι μόνον σύμφωνον με την θέσιν τον συγγραφέων, αλλ' είνε
πρόσθετος επιβεβαίωσις της πεποιθήσεως ημών, ότι αναγινώσκομεν τας
εκθέσεις βίου όστις κατά την μεγαλειότητα και το κάλλος ασυγκρίτως
υπερβαίνει πάσαν ικανότητα επινοίας, ή φαντασίας, παρά τοις απλοίς και
πιστοίς χρονογράφοις υφ' ων απεμνημονεύθη.
Φαίνεται, κατά τον Ευαγγελιστήν Λουκάν, ότι, αναχωρήσας από Κανά, ο
Κύριος απήλθε πάραυτα εις Καπερναούμ, συνοδευόμενος υπό της Μητρός Του
και τον δοκούντων αδελφών Του, των υιών του Ιωσήφ, και έκαμε την πόλιν
ταύτην κατοικίαν του. Αι νομιζόμεναι αδελφαί Του ήσαν πιθανώς ύπανδροι
και δεν απεμακρύνθησαν από την Ναζαρέτ. Αλλ' η φοβερά ύβρις την οποίαν
είχε λάβη ο Ιησούς θα ήρκει μόνη να πείση τους οικείους του να
καταλίπωσι τον τόπον, και αν ακόμη το μίσος των Ναζαρηνών δεν εξετείνετο
και επ' αυτούς. Ίσως η αύξουσα αποξένωσις μεταξύ αυτών και εκείνου να
ωφείλετο εν μέρει εις την περίστασιν ταύτην, Πρέπει να ησθάνοντο, και
γνωρίζομεν ότι ησθάνοντο, όχι μικράν δυσχέρειαν διότι, ενώ αυτοί Τον
ηρνούντο και δεν Τον ανεγνώριζον ως Μεσσίαν, ουχ ήττον υπέφερον μεγάλως
εξ αιτίας Του. Βέβαιον είνε ότι, καίτοι, ως φαίνεται, ούτοι κατώκουν εις
Καπερναούμ, η οικοία των δεν ήτον οικία Του. Οικίαν, κατά την στενήν
έννοιαν της λέξεως, Αυτός δεν είχεν· αλλ' η οικία της οποίας έκαμνε
συχνήν χρήσιν φαίνεται να ήτον εκείνη ήτις ανήκεν εις τον κορυφαίον των
Αποστόλων Του. Είναι αληθές ότι Σίμων και Ανδρέας λέγονται ως ανήκοντες
εις Βηθσαϊδά, αλλά δυνατόν ευκόλως να ενοικιάσουν μίαν οικίαν εις
Καπερναούμ, ανήκουσαν εις την πενθεράν του Πέτρου· ή, αφού η Βηθσαϊδά
είναι σχεδόν προάστειον ή μέρος της Καπερναούμ, δυνατόν πράγματι να
μετώκησαν, χάριν της ευκολίας του διδασκάλου των, από του ενός τόπου εις
τον άλλον.
Οι τρεις πρώτοι Ευαγγελισταί μας έδωκαν λεπτομερή έκθεσιν περί του
πρώτου Σαββάτου του Κυρίου εις Καπερναούμ, και τούτο έχει δι' ημάς μέγα
ενδιαφέρον, επειδή μας δίδει αξιοσημείωτον δείγμα του τρόπου καθ' ον
διήρχετο τας ημέρας του κηρύγματός Του. Είναι το άριστον σχόλιον επί της
επιτομής εκείνης της ζωής Του, ήτις μας παρουσιάζει ταύτην εν τη
λαμπροτέρα πρωτοτυπία της· ότι «περιήρχετο αγαθοποιών». Είναι το
κεφάλαιον το οποίον οι ευγενέστατοι των οπαδών Του εύρον δυσκολώτατον να
μιμηθώσι· είνε το κεφάλαιον εις ό η ζωή Του τα μάλιστα απολύτως
υπερέβαλε το ιδεώδες και των μεγίστων προδρόμων Του. Ο έγκλειστος βίος
του ερημίτου, η σκληραγωγία του ασκητού, η έκστασις του ιεροφάντου, όλα
ταύτα είναι ευκολώτερα και κοινοτέρα από το ακάματον έργον της μετ'
αυτοθυσίας αγάπης.
Η ημέρα ήρχισεν εν τη Συναγωγή, ίσως εν τη οικοδομή την οποίαν οι
Ιουδαίοι ώφειλον εις την μεγαλοδωρίαν του προσηλύτου εκατοντάρχου. Εάν η
Καπερναούμ ήτο πράγματι το σημερινόν Τελ Χουμ, τότε το ερείπιον το
οποίον σώζεται επί τινος προεξοχής απέναντι της λίμνης, δυνατόν να είναι
αυτής εκείνης της Συναγωγής. Η Συναγωγή, ήτις δεν είναι μεγάλη, πρέπει
να ήτο πλήθουσα εν συρροή λαού· και διά να διδάξη τις ανυπομόνως
συνωθούμενον πλήθος, να διδάξη όπως Εκείνος εδίδασκεν, όχι με αμβλείς,
νεκρούς, κατά συνθήκην τύπους, αλλά με νοήματα πυρ πνέοντα και με ρήματα
φλέγοντα, πρέπει να έχη ανάγκην ου μικράς ζωτικότητος και να δαπανά
πολλάς δυνάμεις. Αλλ' αίφνης, ενώ ωμίλει, ενώ το πλήθος των απλοϊκών
αλλά πιστών και νοημόνων ακροατών εκρέματο από τα χείλη Του, η σιωπή
διεκόπη διά των αγρίων φωνών ενός των οικτρών εκείνων ανθρώπων οίτινες
καθολικώς επιστεύοντο ως κατεχόμενοι από πνεύμα ακάθαρτον, και όστις
απαρατήρητος εισεχώρησεν εν τω μέσω του πλήθους. Και αυτός ο πτωχός
δαιμονιζόμενος, εις τα βάθη της τεταραγμένης φύσεώς του, είχεν αισθανθή
την γοητείαν της αγνής εκείνης παρουσίας, της αγίας εκείνης φωνής, της
θείας εκείνης και φωτιστικής αποστολής. Αλλ' ηθικώς διεστραμμένος και
στρεβλός καθώς ήτο, παρελήρει εναντίον ταύτης, ωσεί διά της φωνής των
πονηρών δαιμονίων τα οποία τον κατείχον. Προσηγόρευε τον «Ιησούν τον
Ναζωραίον» ως τον Άγιον του Θεού, αλλά με αγωνίαν τρόμου και μίσους
απήτει να μείνη ανενόχλητος και να μη καταστραφή.
Τότε επηκολούθησε σκηνή ριγηλής εξάψεως. Στραφείς προς τον
παραληρούντα δαιμονιζόμενον, αναγνωρίσας το διπλούν της συνειδήσεως
τούτου, ομιλών προς τον διάβολον όστις εφαίνετο εκβιάζων απ' αυτού τας
περιτρόμους εκείνας φωνάς, ο Ιησούς είπε: «Φιμώθητι, και έξελθε απ'
αυτού». Δεν ηνείχετό ποτε την δαιμονιώδη ταύτην μαρτυρίαν περί της
καταγωγής και του αξιώματός Του. Η γαλήνη, η γλυκύτης, η δύναμις της
θείας εκφράσεως ήτο ακαταμάχητος. Ο δαιμονισμένος έπεσεν εν φοβερώ
παροξυσμώ εις το έδαφος, κραυγάζων και ασπαίρων. Αλλά τάχιστα παρήλθε
τούτο. Ηγέρθη υγιής. Το βλέμμα του και η στάσις του έδειξαν ότι απηλλάγη
της κακής επηρείας, και ήτο τώρα εις τα λογικά του. Θαύμα τόσον
φιλάνθρωπον και τόσον επιβάλλον δεν είχεν ακουσθή ποτε πρότερον, και οι
παρεστώτες απήλθον εν θαυμασμώ και κατανύξει μεγάλη.
Εξελθών της Συναγωγής, ο Σωτήρ απήλθεν εις την οικίαν του Σίμωνος
Πέτρου. Κ' εδώ πάλιν τον συνήντησεν ισχυρά η επίκλησις της ασθενείας και
της ταλαιπωρίας. Ο Σίμων, τον οποίον είχεν ήδη συνδέσει προς Εαυτόν
παρά τας όχθας του Ιορδάνου διά της αορίστου κλήσεως εις μέλλουσαν
αποστολήν, υποσχεθείς να τον κάμη αλιέα ανθρώπων, και τηρήσας θεοπρεπώς
την υπόσχεσιν, ήτο έγγαμος, και η μήτηρ της γυναικός του έκειτο
καταβεβλημένη υπό δεινού πυρετού. Μία αίτησις της τεθλημμένης
οικογενείας ήρκεσεν. Εστάθη πλησίον της την έλαβεν εκ της χειρός· την
ανήγειρεν· επετίμησε τον πυρετόν· η φωνή Του, συγκινήσασα όλην αυτής την
ύπαρξιν, εδέσπωσε της δυνάμεως του πυρετού. Επανελθούσα εν ακαρεί εις
την υγίειαν, «ηγέρθη και διηκόνει».
Ίσως η αυστηρότης της τηρήσεως του Ιουδαϊκού Σαββάτου παρέσχεν εις
τον Κύριον μικράν αναψυχήν. Αλλά μόλις έδυ ο ήλιος, και το άπληστον
πλήθος ήρχισε να ζητή την βοήθειάν Του. Ολόκληρος η πόλις συνέρρευσεν
εις τα πρόθυρα της ταπεινής οικίας, φέροντες μεθ' εαυτών τους αρρώστους
των. Οποία παράδοξος σκηνή! Εκεί ηπλούτο η λίμνη διαυγής αντανακλώσα εις
αβρόν ρόδινον χρώμα την τελευταίαν του ηλίου λάμψιν ήτις εχρύσωνε τα
δυτικά όρη κ' εδώ, εν μέσω της ειρήνης της φύσεως, εξετίθετο εν δυσειδεί
ποικιλία η ασθένεια και η ταλαιπωρία του ανθρώπου, ενώ η ηρεμία της
σαββατιαίας αμφιλύκης διεταράσσετο από τας κραυγάς των δαιμονιζομένων,
των μαρτυρούντων την παρουσίαν του Υιού του Θεού, αλλά τους οποίους
Αυτός δεν ηνείχετο να λέγουν ότι εγνώριζον Αυτόν ότι είναι ο Χριστός.
Αλλ' Αυτός, ο μόνος γαλήνιος και ατάραχος, πραΰνων διά της φωνής Του
τον λήρον της μανίας και τας κραυγάς του σεληνιασμού, τρέπων την νόσον
εις υγίειαν με το να επιθέτη επί εκάστου δυστυχούς και βασανιζομένου τας
καθαράς και αβράς χείρας Του, συνεκινείτο εν τη αγάπη και τρυφερότητί
Του, ο νέος Προφήτης της Ναζαρέτ, ο Χριστός, ο Σωτήρ του κόσμου.
Ατάραχος και γαλήνιος αληθώς, αλλ' όχι απηλλαγμένος λύπης και οδύνης·
Διότι η συμπάθεια ουδέν άλλο, είναι ειμή σύντροφον αίσθημα με τους
άλλους· ευαίσθητος συμμετοχή εις την χαράν ή την λύπην. Και ο Ιησούς
συνεκινείτο με την αίσθησιν των ταλαιπωριών των. Αι κραυγαί εκείναι
εισέδυον εις την καρδίαν Του· αι οιμωγαί και οι στεναγμοί όλης εκείνης
της παμμιγούς αθλιότητος επλήρουν όλην την ψυχήν Του ελέου. Η καρδία Του
ήμασσε δι' αυτούς· έπασχε μετ' αυτών· οι πόνοι των ήσαν πόνοι Του· όθεν
ο Ευαγγελιστής Ματθαίος ανακαλεί εις το μέρος τούτο τας λέξεις του
Ησαΐου: «Αυτός έλαβε τας ασθενείας ημών και εβάστασε τας οδύνας ημών».
Η φήμη της θαυμασίας εκείνης ημέρας διέδραμεν όλην την Γαλιλαίαν και
την Περαίαν (ή την πέραν του Ιορδάνου χώραν), και εξήλθε μέχρι τον
αποτάτων της Συρίας. Αλλά διά τον Σωτήρα Χριστόν η προσφιλεστέρα αναψυχή
ήτο η μόνωσις και η σιγή, όπου θα ηδύνατο να είνε μόνος και ανενόχλητος
μετά του Ουρανίου Πατρός Του. Νυξ εκάλυπτεν ακόμη την κοιλάδα της
Γεννησαρέτ όταν, απαρατήρητος, ο Ιησούς ηγέρθη και εξήλθεν εις έρημον
τόπον, κ' εκεί έδωκεν αναψυχήν εις το Πνεύμα Του δι' ησύχου προσευχής.
Καίτοι το έργον Του τον υπεχρέου πολλάκις να διέρχηται ημέρας εν μέσω
θορυβώδους πλήθους, όμως δεν έστεργε τον θόρυβον, και απέφευγε και την
ευγνωμοσύνην τον παρ' Αυτού ευεργετηθέντων. Αλλ' όμως το πλήθος τον
εζήτει επιμόνως· ο Σίμων και οι φίλοι του σχεδόν τον εθήρευον εν τη
απλήστω επιθυμία του να ίδωσι και ακούσωσιν. Επεθύμουν να τον κρατήσωσι
παρ' εαυτοίς διά φιλικής βίας. Ο Λουκάς λέγει «επεζήτουν, κατείχον
Αυτόν». Ο Μάρκος, «κατεδίωξαν Αυτόν». Αλλ' Εκείνος ησύχως αντέστη εις
τας ενοχλήσεις των. Δεν ήτο ο σκοπός Του να γείνη το κέντρον τεθηπότος
όχλου, ή να δαπανή, όλον τον καιρόν Του εις το να ενεργή θαύματα, τα
οποία, καίτοι πράξεις ελέους, απέβλεπον κυρίως εις το ν' ανοίξωσι τας
καρδίας των προς την θειοτέραν διδασκαλίαν Του. Αι ευεργεσίαι Του δεν
έπρεπε να περιορισθώσιν εις Καπερναούμ. Τον Μάγδαλα, η Βηθσαΐδά, η
Χοραζίν, όλα ήσαν εκεί πλησίον. Υπάγωμεν, είπεν, εις τας γείτονας
κωμοπόλεις διά να κηρύξωμεν την βασιλείαν του Θεού κ' εκεί. Επειδή διά
τούτο εστάλην.
Διηύθυνε τα βήματά Του προς την όχθην, και πιθανώς εις το μέρος όπου
τα πλοιάρια των πρώτων μαθητών Του ήσαν προσωρμισμένα, παρά την άμμον
την λευκήν. Όχι πολύ μακράν όπισθέν Του Τον ηκολούθει μεγάλη συρροή
ανθρώπων από όλην την εγγύς χώραν· κ' ενώ εστάθη διά να ομιλήση προς
αυτούς, αι δύο δυάδες τον αδελφών αλιέων, ο Σίμων και ο Ανδρέας, ο
Ιάκωβος, και Ιωάννης, ησχολούντο εις το έργον δι' ου επορίζοντο τα προς
το ζην. Ενώ ο Ιησούς είχεν αποσυρθή προς ανάπαυσιν δι' ολίγας ώρας της
νυκτός, ο Σίμων και οι σύντροφοί του ησχολήθησαν εις την αλιείαν, αλλά
δεν επέτυχον εις την επιχείρησιν. Οι δύο εξ αυτών μετά Ζεβεδαίου του
πατρός των επεδιώρθωνον τα δίκτυά των.
Καθώς ήρχισε να ομιλή ο Ιησούς, το πλήθος — άλλοι εξ αυτών με την
επιθυμίαν να μη χάσωσι λέξιν, και άλλοι με τον πόθον να τον προσψαύσωσι,
και ούτω να ιαθώσιν από των νόσων αυτών — συνωθείτο περί αυτόν
εγγύτερον επί μάλλον, παρεμποδίζον τας κινήσεις Του. Τούτου ένεκα
ένευσεν εις τον Σίμωνα να επιβή του πλοίου του και το ωθήση προς την
όχθην, όπως εισέλθη Αυτός κ' εκείθεν διδάξη. Καθίσας επί του αυτοσχεδίου
τούτου άμβωνος, ασφαλής από της επαφής του πλήθους, τους εδίδαξεν από
του πλοιαρίου, καθώς αυτά ελικνίζετο επί των κυμάτων, των φωσφοριζόντων
εις τον πρωινόν ήλιον. Και όταν η διδαχή Του ετελείωσε, δεν εσκέφθη περί
Εαυτού και του ιδίου Αυτού καμάτου, αλλά περί των πτωχών και
ατυχησάντων μαθητών Του. Εγνώριζεν ότι είχον κοπιάσει εις μάτην. Είχε
παρατηρήσει ότι, ενώ ωμίλει, ητοιμάζοντο διά νέαν επιχείρησιν και μετά
συμπαθείας διέταξε τον Πέτρον να ωθήση το πλοίον εις τα βαθέα, και όλους
να ρίψωσι και πάλιν τα δίκτυα. «Επανάγαγε... χαλάσατε τα δίκτυα». Ο
Πέτρος ήτο εις διάθεσιν μελαγχολικήν αλλά το πρόσταγμα Εκείνου, τον
οποίον βαθύτατα εσέβετο, και του οποίου την δύναμιν είχε γνωρίσει ήδη,
ήρκεσε. Και η πίστις του αντημείφθη. Εν μια στιγμή αγέλη ιχθύων έπεσεν
εις τα δίκτυα.
Ο Σίμων και ο Ανδρέας ένευσαν εις τον Ζεβεδαίον και τους υιούς του
και τους βοηθούς αυτών να έλθωσιν εις το πλοίον των και τους βοηθήσωσι
να σώσωσι και την λείαν και τα δίκτυα, τα οποία εσχίζοντο ήδη από το
πλήθος των ιχθύων. Και τα δύο πλοιάρια εγέμισαν έως άνω από το φορτίον·
και ευθύς ο Πέτρος ανεγνώρισε την δύναμιν του θαύματος. Πάραυτα, με την
συνήθη ακράτητον ορμητικότητά του ερρίφθη εις τους πόδας του διδασκάλου
του· τάχα διά να Τον ευχαριστήση; διά να Του προσφέρη από τούδε απόλυτον
αφοσίωσιν· Όχι! και εδώ έχομεν τεκμήριον φιλαληθείας, το οποίον
υπερβαίνει πάσαν ανθρωπίνην δύναμιν φαντασίας και επινοίας· διά να
φωνάξη:
«Έξελθε απ' εμού, ότι ανήρ αμαρτωλός ειμι, Κύριε!»
Υπερφυής έλλαμψις απεκάλυψεν εν τω άμα εις αυτόν και την ιδίαν αυτού
αμαρτωλόν αναξιότητα, και τις ήτο Εκείνος όστις ίστατο μετ' αυτού εις το
πλοίον. Ήτο η πρώτη ορμή του φόβου, ήτις έμελλε να μεταβληθή εις ορμήν
λατρείας, και αγάπης. Ο Σίμων δεν ενόει να φύγη απ' αυτού Εκείνος, ενόει
μόνον, «Είμαι όλως ανάξιος να ίσταμαι πλησίον Σου, αλλ' όμως ας μείνω».
Πολύ δε ανόμοιος υπήρξεν η κραυγή αύτη της περιπαθούς ταπεινώσεως προς
τα κτηνώδη ληρήματα των ακαθάρτων πνευμάτων, τα οποία απήτουν από τον
Κύριον να τ' αφήση ανενόχλητα, ή προς την πεπωρωμένην ευτέλειαν των
ρυπαρών Γαδαρηνών, οίτινες προέκρινον της παρουσίας του Σωτήρος την
ασφάλειαν των χοίρων των.
Και τότε ήλθε πραεία η απάντησις: «Μη φοβού· από του νυν ανθρώπους
έση ζωγρών». Μη φοβού, από τώρα και εις το εξής θα πιάνης ανθρώπους». Το
ρήμα ζωγρείν σημαίνει συλλαμβάνειν τινά ζώντα.
Αν είχε παρατηρήσει τούτο ο κακοδαίμων Ιουλιανός ο Παραβάτης, δεν θα
εξέφερε το ανούσιον σκώμμά του, ότι το συλλαμβάνειν ανθρώπους ούτω θα
εσήμαινεν το φονεύειν αυτούς. Από τούδε και εις το εξής, ο αμαρτωλός
εκείνος ανήρ, εκπλυνόμενος, απολυτρούμενος, και αγιαζόμενος, έμελλε να
θηρεύη θήραμα το οποίον, εμπλεκόμενον εις την Ευαγγελικήν σαγήνην, δεν
θ' απέθνησκεν, αλλά θα εσώζετο εις ζωήν αιώνιον. Και ο αδελφός του και
οι δύο σύντροφοί των, κ' εκείνοι έμελλον να γείνωσιν αλιείς ανθρώπων. Η
τελευταία αύτη κλήσις ήρκει δι' αυτούς. Είχον κληθή ήδη υπ' Αυτού παρά
τας όχθας του Ιορδάνου· είχον ακούσει την μαρτυρίαν του Βαπτιστού. Αλλά
δεν είχον αποφασίσει ακόμη να εγκαταλείπωσι τα πάντα και να
ακολουθήσωσιν Αυτώ· δεν είχον εννοήσει ακόμη ότι όσον θα ηκολούθουν
Αυτώ, ου μόνον θα ήσαν ασφαλείς υπό την αγίαν σκέπην Του, αλλά θα
εύρισκον αιωνίαν ζωήν και δόξαν δι' Αυτού και εν Αυτώ.
Λέγουσιν οι παλαιοί άγιοι Πατέρες ότι ο Πέτρος είνε το σύμβολον της
πρακτικής, ο δε Ιωάννης είναι το σύμβολον της θεωρίας, και
συμπεραίνουσιν ότι ο πρακτικός βίος πρέπει να προηγήται του βίου του
θεωρητικού. Είδομεν ήδη ότι εν αρχή του Κηρύγματός Του ο Κύριος
προητοίμασεν έξ των Αποστόλων Του προς κλήσιν διά μέλλον υπούργημα.
Τέσσαρες εκ τούτων ειλκύσθησαν κατά την περίστασιν ταύτην ώστε να
παραιτήσωσιν όλα και ακολουθήσωσιν Αυτώ. Υπήρξε δε και άλλος εκ των
Αποστόλων όστις έλαβεν χωριστήν κλήσιν, ο Άγ. Ματθαίος ο Ευαγγελιστής. Η
πρόσκλησίς του συνέβη πιθανώς περί τον χρόνον τούτον. Παρά την
Καπερναούμ ευρίσκετο έν κατάστημα τελωνείου.
Η πόλις κειμένη παρά το ζεύγμα των οδών της Τύρου, της Δαμασκού, της
Ιερουσαλήμ, ήτο κέντρον εμπορίας και πρόσφορος τόπος προς συλλογήν των
φόρων και δασμών. Ήσαν δε οι φόροι εις τους Εβραίους απεχθέστατοι. Και
μόνον το ότι ώφειλον να τους πληρώσωσιν ήτο τραύμα εις την φυλοτιμίαν
των. Ήσαν οι φόροι ούτοι ο κλοιός της δουλείας των, ήσαν το καθημερινόν
σημείον ότι ο Θεός εφαίνετο ότι εγκατέλιπε τον λαόν Αυτού, και ότι αι
ελπίδες περί Μεσσίου εξηνεμούντο από ημέρας εις ημέραν. Η πληρωμή των
φόρων τούτων εφαίνετο σχεδόν ως αποστασία κατά του Θεού εις το
λεπτολογούν πνεύμα του γνησίου Ιουδαίου.
Δεν είναι άρα άπορον αν οι υπάλληλοι ή οι ενοικιασταί οι
εισπράττοντες τους φόρους τούτους, οι τελώναι εθεωρούντο μετά μίσους και
βδελυγμίας υπό του λαού. Εάν δε οι κυρίως τελώναι, οι ενοικιασταί των
φόρων, οίτινες ήσαν συνήθως ξένοι, εμισούντο, πόσω μάλλον οι εντόπιοι,
οίτινες εγίνοντο όργανα και υπάλληλοί των εκ της εβραϊκής φυλής, τελώναι
και ούτοι καλούμενοι.
Τοιούτος τελώνης ήτον ο Ματθαίος. Εις τους τοιούτους οι ραβίνοι
ηρνούντο το δυνατόν της μετανοίας και της καταλαγής, και όταν είς
μετανοήσας τελώνης, συνέβη να γείνη και αυτός ραββίς, οι αυστηρότεροι εκ
τον συναδέλφων του τον απεστρέφοντο ακόμη. Ουχ ούτως έπραξεν ο Χριστός,
ουδ' οι Απόστολοι Αυτού.
Εκείνος όστις ήλθε να ζητήση και σώση το απολωλός, όστις ηδυνήθη να
εξαγάγη την Χριστιανικήν αγιότητα εκ μέσου της διαφθοράς των εθνικών,
ηδύνατο να πλάση και εκ του εβραίου τελώνου ένα Απόστολον και τον πρώτον
Ευαγγελιστήν νέας και ζώσης πίστεως. Η παρ' Αυτού εκλογή των Αποστόλων
υπηγορεύθη από πνεύμα πόρρω απέχον παντός υπολογισμού και συνθηματικής
φρονήσεως. Απέρριψε τον σεμνόν γραμματέα και εξέλεξε τον μισητόν και
απεχθή τελώνην. Ήτο έργον θείας γνώσεως και θείου ελέους, και ο Ματθαίος
εδείχθη άξιος τούτου γενόμενος ο πρώτος βιογράφος του Σωτήρος και
Κυρίου του. Ο Λευί ο τελώνης μετεμορφώθη εις τον Ματθαίον, το «δώρον του
Θεού».
Αναμφιβόλως ο Ματθαίος είχεν ακούσει τινάς εκ των λόγων, είχεν ιδή
τινα εκ των θαυμάτων του Χριστού· Η καρδία του συνεκινήθη, και εις τα
όμματα Εκείνου όστις ουδένα περιεφρόνει και περί ουδενός απήλπιζεν, ο
τελώνης καθώς εκάθητο επί το τελώνιον, εφάνη πρόθυμος εις την
πρόσκλησιν. Και μετά συγκινητικής ταπεινώσεως ονομάζει ο ίδιος τον
εαυτόν του, εις τον κατάλογον των Αποστόλων, «Ματθαίος ο τελώνης». Μία
λέξις ήρκεσε. Το «ακολούθει μοι», το οποίον έδειξεν εις τον Ματθαίον ότι
ο Κύριός του τον ηγάπα, και ήτον έτοιμος να τον μεταχειρισθή ως
εκλεκτόν όργανον προς διάδοσιν του Ευαγγελίου της βασιλείας του Θεού,
ήρκεσε να διαρρήξη και καταβάλη τους πειρασμούς της φιλαργυρίας και τας
έξεις του καθημερινού βίου. «Κατέλιπε πάντα, ηγέρθη, και ηκολούθησεν
Αυτώ».