Επάνοδος εις Καπερναούμ — Ο παραλυτικός καταβιβαζόμενος διά της στέγης — «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» — Η οργή των Φαρισαίων — Περί νηστείας ζήτημα — Ο νέος οίνος και ο παλαιός
Ίσως ήτο μεσημβρία της αυτής ημέρας, όταν ο Ιησούς επέστρεψεν πάλιν εις την κοιλάδα της Γεννησαρέτ. Οι λαοί ανεγνώρισαν το ιστίον του επιστρέφοντος πλοίου, και πολύ πριν φθάση εις την όχθην, τα πλήθη συνηθροισμένα τον επερίμεναν και τον υπεδέχθησαν ευφροσύνως.
Πρώτον ο Ιησούς επεσκέφθη την Καπερναούμ, ήτις εθεωρείτο νυν ως ιδία Αυτού πόλις. Μετέβη εις την οικίαν, πιθανώς την του Πέτρου, την οποίαν συνήθως μετεχειρίζετο οσάκις διέτριβεν εις Καπερναούμ. Εκεί το πλήθος συνέρρευσεν αναρίθμητον, κ' εγέμισε την οικίαν και την αυλήν, ώστε ούτε εις την θύραν ηδύνατό τις να πλησιάση. Αλλ' υπήρχεν είς δυστυχής πάσχων, είς παραλυτικός επί κρεββάτου, όστις επεθύμει εκ παντός τρόπου να πλησιάση. Και οι τέσσαρες οι βαστάζοντες αυτόν, βλέποντες ότι δεν ηδύναντο να φθάσωσιν εις τον Ιησούν διά μέσου του πλήθους, ανήλθον εις την οροφήν, χθαμαλήν καθώς αι των οικιών της Ανατολής, και ανοίξαντες ρωγμήν εις την στέγην, δι' άρσεως των κεράμων, κατεβίβασαν διά σχοινιών τον κράββατον μετά του παραλυτικού, ακριβώς εις το μέρος όπου εκάθητο ο Ιησούς.
Ο άνθρωπος εσιώπα έντρομος, αλλ' ο Ιησούς ευχαριστηθείς από την τόλμην και την πίστιν την οποίαν εμαρτύρει η πράξις, είπεν αυτώ: «θάρσει, τέκνον, αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου». Ο Κύριος είχε παρατηρήσει ήδη πρότερον την δυσμενή εντύπωσιν την οποίαν επροξένουν οι εκπληκτικοί ούτοι λόγοι εις τους παρισταμένους. Πάλιν παρετήρησε τούτο εις τα βλέμματα τα οποία αντήλλαξαν οι παρόντες Γραμματείς, και από το ήθος του προσώπου των. Αλλά την φοράν ταύτην επροκάλεσεν ο ίδιος την προσοχήν εις τους λόγους Του, και διά θαύματος τους εδικαιολόγησε. «Τι ούτος λαλεί βλασφημίας;» έλεγον προς αλλήλους οι Φαρισαίοι. Τι είνε ευκολώτερον, τους είπεν ο Χριστός, να είπη τις εις τον παραλυτικόν «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου», ή να είπη, «Έγειραι και περιπάτει;» Δεν δύναται πας τις να είπη το πρώτον χωρίς να είνε δυνατόν να είπη αν αι αμαρτίαι εσυγχωρήθησαν ή όχι; αλλά τις δύναται να είπη το δεύτερον, και να επιφέρη αποτέλεσμα διά του λόγου του, χωρίς δύναμιν άνωθεν; Εάν δύναμαι δι' ενός λόγου να θεραπεύσω τον παραλυτικόν τούτον, δεν είνε προφανές ότι πρέπει να είμαι Είς, όστις έχει και εξουσίαν επί της γης να συγχωρή αμαρτίας;
Την ερώτησιν ήκουσαν οι Φαρισαίοι εν σιωπή, προκατειλημμένοι και ισχυρογνώμονες· αλλά στραφείς και πάλιν προς τον παραλυτικόν, ο Ιησούς είπεν αυτώ: «Έγειραι, άρον σου τον κράββατον, και περιπάτει». Πάραυτα η ρώμη επεδόθη εις το παράλυτον σώμα, η ειρήνη εις την καταβεβλημένην ψυχήν. Ο άνθρωπος ιάθη. Ηγέρθη, εσήκωσε τον κράββατον, εφ' ου έκειτο, και ενώ το πλήθος εν καταπλήξει του ήνοιγε τώρα διέξοδον, απήλθεν οίκαδε δοξάζων τον Θεόν. Και το πλήθος, όταν ήρχισε να διασπείρεται, εξέφερον προς αλλήλους επιφωνήματα εκπλήξεως μετά φόβου μεμιγμένης. — «Παράδοξα είδομεν σήμερον! Ουδέποτε ούτως είδομεν»!
Από της οικίας, ίσως διά να δυνηθώσι περισσότεροι ν' ακούσωσιν, ο Ιησούς φαίνεται ότι εξήλθεν επ' ολίγον εις την όχθην, κ' εκείθεν, αφού εδίδαξεν, ήλθεν εις την οικίαν του Ματθαίου, εν η ο τελώνης, όστις ήτο νυν Απόστολος, είχε παρασκευάσει μέγα συμπόσιον αποχαιρετισμού προς τους φίλους του. Επειδή υπήρξε τελώνης ο ίδιος, φυσικόν ήτο πολλοί τούτων να ήσαν τελώναι και αμαρτωλοί, απόβλητοι της κοινωνίας, αντικείμενα μίσους και περιφρονήσεως. Και όμως ο Ιησούς και οι μαθηταί Του παρεκάθισαν μετ' αυτών εις το δείπνον. Τόσον ελευθέριος αγάπη επροξένησε βαθείαν δυσαρέσκειαν εις δύο σώματα ανθρώπων ή δύο ομάδας, τους Φαρισαίους και τους μαθητάς του Ιωάννου. Εις τους πρώτους, κυρίως διότι η επαφή αύτη προς ανθρώπους αμελούς και επιληψίμου βίου ηθέτει όλας τας παραδόσεις της υψηλόφρονος λεπτολογίας των· εις τους δευτέρους, επειδή η πρόθυμος αύτη αποδοχή των προσκλήσεων εις δείπνα εφαίνετο εναντία εις τας έξεις του ασκητικού βίου των. Ο Ιησούς πιθανώς ήκουσε τι εψιθύριζον εναντίον Του. Υπήρχε τι χαρακτηριστικόν εις τον τρόπον κάθ' ον εγίνετο η επίκρισις. Οι Φαρισαίοι, αμφιβάλλοντες ακόμη περί του αληθούς χαρακτήρος του Ιησού, προφανώς πτοούμενοι από την παρουσίαν Του, τρομάζοντες από το μεγαλείον Του, και μη τολμώντες ακόμη να έλθωσιν εις φανεράν προς Αυτόν ρύξιν, εξέσπων όλην την δυσθυμίαν των επί των μαθητών Του, ερωτώντες αυτούς: — Διατί ο Διδάσκαλός σας τρώγει και πίνει μαζύ με τους τελώνας και αμαρτωλούς;
Οι απλοϊκοί το πνεύμα Απόστολοι ήσαν βεβαίως ανίκανοι να λύσωσιν αυτών την απορίαν. Αλλ' ο Ιησούς πάραυτα αντεμετώπισε την ένστασιν, και είπεν εις τους μεμψιμοίρους τούτους σεμνολόγους, ότι δεν ήλθε να καλέση τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς. Δεν ήλθε διά το εν τη μάνδρα ποίμνιον, αλλά διά το πρόβατον το απολωλός. Διά να ευαγγελισθή εις τους πτωχούς, διά να εφαπλώση το έλεός Του επί τους απολωλότας, διά τούτο κατεσκήνωσεν εν τοις ανθρώποις. Η διδασκαλία Του έμελλε να είνε «ως υετός επί χόρτων, και ωσεί σταγών η στάζουσα επί την γην». Τότε ανέφερε την φράσιν ενός των προφητών, του Ωσηέ, και τους είπε «να υπάγουν να μάθουν», αυτοί, οίτινες εκαυχώντο ότι τόσα γνωρίζουν, τι σημαίνει το, «Έλεον θέλω και ου θυσίαν». Ίσως ποτέ έως τότε δεν τους είχεν έλθη εις τον νουν ότι η αγάπη ήτις συγκαταβαίνει μετά των αμαρτωλών επί σκοπώ να τους κερδήση εις την μετάνοιαν είνε αρεστοτέρα τω Θεώ υπέρ χιλιάδας κριών και μόσχων.
Η προς τους μαθητάς του Ιωάννου απόκρισις ήτο ολιγώτερον αυστηρά τον τόνον. Οι μαθηταί του τότε εν τω δεσμωτηρίω Ιωάννου «ήσαν» τας ημέρας εκείνας, «νηστεύοντες», και επεθύμουν να μάθουν διατί Αυτός και οι μαθηταί Του δεν ενήστευον. Θα ηδύνατο να τους είπη ότι η νηστεία είνε πράγμα ωφέλιμον, και υποχρεωτικόν, εάν τις αισθάνεται ότι δι' αυτής ταπεινοί και καταβάλλει κάτι τι πονηρόν εις την φύσιν του, αλλ' όμως άχρηστον και επιβλαβές, εάν συντελή μόνον εις υπερηφανίαν και εις περιφρόνησιν των άλλων. Ηδύνατο και να είπη ότι, κατά τους ιδίους προφήτας των, νηστεία δεν είνε μόνον η αποχή από των βρωμάτων, αλλ' η αποχή από πονηρών πράξεων και λογισμών. Αλλ' επροτίμησεν, αναφερόμενος εις το ρήμα του ιδίου διδασκάλου των, ειπόντος ότι δεν ήτο αυτός ο Νυμφίος, αλλ' ο φίλος του Νυμφίου, και ότι ο αληθής Νυμφίος ήτο Εκείνος όστις ήρχετο μετ' αυτόν, να τους ερωτήση απλώς: «Μη δύνανται οι υιοί του νυμφώνος νηστεύειν οπότε μετ' αυτών εστιν ο Νυμφίος;» Και είτα, εμβλέψας γαλήνιος εις την βαθείαν άβυσσον του μέλλοντος, ήτις ηνοίγετο ενώπιόν Του, είπε ρήμα το οποίον (ει και κατ' εκείνον τον χρόνον ουδείς πιθανώς το ενόησεν) υπήρξεν ίσως η πρωιμωτέρα πρόρρησις ην εξέφερε περί του σταυρικού θανάτου, όστις τον επερίμενεν: «Αλλ' ελεύσονται ημέραι όταν απαρθή απ' αυτών ο Νυμφίος; και τότε νηστεύσουσιν εν εκείναις ταις ημέραις». Είτα προτέθηκε και δύο άλλας παραβολικάς εκφράσεις· την μίαν περί «ράκους αγνάφου» μη επιρραπτομένου επί ενδύματος παλαιού· και την άλλην περί οίνου νέου μη εγκλειομένου εις ασκούς παλαιούς. Δι' όλων τούτων ο Κύριος ημών εξήρε και πάλιν το φιλάνθρωπον και συγκαταβατικόν της ιδίας μεθόδου Του.