Γεωγραφία της Παλαιστίνης — Γαλιλαία —
Ναζαρέτ — Η φιλαλήθεια των Ευαγγελίων εν αντιθέσει προς τας Αποκρύφους
Παραδόσεις — Η ζωή των χωρικών της Γαλιλαίας — Φαντασία και πράγματα —
«Ότι Ναζωραίος κληθήσεται»
Η φυσική γεωγραφία της Παλαιστίνης είνε ίσως ευκρινέστερον ωρισμένη
πάσης άλλης χώρας του κόσμου. Κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, διήκει
η παραθαλασσία πεδιάς, διακοπτωμένη μόνον υπό του όρους Καρμήλου·
παράλληλος προς τούτο είνε μία μακρά σειρά λόφων, στρογγυλών και αμόρφων
ως προς τα χαρακτηριστικά των· οι λόφοι ούτοι προς ανατολάς βυθίζονται
εντός της κοιλάδος του Ιορδάνου· και άνωθεν ταύτης διήκει η ευθυτενής, η
αδιάκοπος, η πορφυρόχρους γραμμή των ορέων Μωάβ και Γαλαάδ. Η όλη
επομένως χώρα από βορρά προς νότον διαιρείται εις τέσσαρας τρόπον τινά
μεγάλας ταινίας, — την ακτήν, την ορεινήν χώραν, την κοιλάδα του
Ιορδάνου, και την βουνοσειράν την πέραν του Ιορδάνου.
Η ορεινή, ήτις καταλαμβάνει όλον τον χώρον τον μεταξύ της παραλίας
και της βαθείας κοιλάδος του Ιορδάνου, τέμνεται εις δύο μεγάλα μέρη υπό
του αγρού της Ιεσράελ. Το μεσημβρινόν μέρος ήτο άλλοτε η Ιουδαία, το
βόρειον η Γαλιλαία.
Η λέξις Γαλίλ εβραϊστί σημαίνει «κύκλον», και η ονομασία αυτή εδίδετο
αρχικώς εις την περιφέρειαν του Κηδές-Νεφθαλείμ, την οποίαν ο Σολομών
εχάρισεν εις τον Χειράμ, βασιλέα της Τύρου, διότι τον εβοήθησεν εις την
ανέγερσιν του ναού με ξύλα κέδρου και με ξύλα πεύκης και με χρυσίον, και
ην ούτος απεκάλεσε περιφρονητικώς «Γην Καβούλ». Ούτω φαίνεται ότι ήτο
πάντοτε μοιραίον να περιφρονήται η Γαλιλαία· και η περιφρόνησις αυτή
υπετρέφετο εις τα πνεύματα των Ιουδαίων εκ του γεγονότος, ότι το
διαμέρισμα εκείνο είχε καταστή από παλαιοτέρων χρόνων το κέντρον
αναμίκτου πληθυσμού και εχαρακτηρίζετο διά της ονομασίας «Γαλιλαία των
Εθνών.» Όχι μόνον υπήρχον πολλοί Φοίνικες και Άραβες εις τας πόλεις της
Γαλιλαίας, αλλ' επί της εποχής του Ιησού ήσαν ωσαύτως και πολλοί
Έλληνες, και η Ελληνική γλώσσα ωμιλείτο και εννοείτο ευχερώς.
Οι λόφοι οι αποτελούντες το βορεινόν όριον της πεδιάδος Ιεσραέλ,
διήκουν από της κοιλάδος του Ιορδάνου μέχρι της Μεσογείου και αι
μεσημβριναί κλιτύες των περιελαμβάνοντο εις την κληροδοσίαν της φυλής
Ζαβουλών.
Σχεδόν εν τω κέντρω της λοφοσειρής ταύτας υπάρχει έν αλλόκοτον ρήγμα ή
μάλλον χαράδρα τις βαθεία από άνω έως κάτω, αποτελούσα είσοδον εις
μακράν τινα κοιλάδα. Ο οδοιπόρος εγκαταλείπων την πεδιάδα, ανέρχεται διά
στενής και αποτόμου ατραπού, χλοοφύτου και ανθοστολίστου, και έχει προ
αυτού άποψιν, ήτις δεν είνε επιβάλλουσα και μεγαλοπρεπής, αλλ' απείρως
ωραία και γραφική. Κάτωθεν αυτού, προς τα αριστερά, η κοιλάς ευρύνεται
βαθμηδόν αποκτώσα ένα πλάτος ημίσεως περίπου μιλίου. Η λεκάνη της
κοιλάδος κατατέμνεται από φράκτας υψηλούς κάκτων εις μικρούς αγρούς, και
εις κήπους, οίτινες κατά την εποχήν των εαρινών βροχών, παρουσιάζουν
μίαν όψιν απεριγράπτου γαλήνης, με το θάλλος των το πράσινον και την
ζωηράν σπαργήν των. Πλησίον της στενής ατραπού, εις μικράν απόστασιν
αλλήλων, υπάρχουν δύο φρέατα, και αι γυναίκες αι ιδρευόμεναι εκείθεν
είνε πολύ ωραιότεραι, και οι ροδοκόκκινοι και ζωηρόφθαλμοι μικροί
βοσκοί, οι οποίοι κάθηνται ή παίζουν πλησίον των φρεάτων, με τας
ανοικτοχρόμους ανατολικάς ενδυμασίας των, αποτελούν μίαν φυλήν,
ευτυχεστέραν και ζωηροτέραν της οποίας ουδαμού αλλού της γης βλέπει ο
περιηγητής.
Βαθμηδόν η κοιλάς διευρυνομένη σχηματίζει μικρόν φυσικόν αμφιθέατρον
εκ λόφων, το οποίον υποθέτουν τινές ότι είνε ο κρατήρ εσβεσμένου
ηφαιστείου· επί του αμφιθεάτρου τούτου απλούνται αι οικίαι και αι στεναί
οδοί μικράς τινος ανατολικής πόλεως. Υπάρχει μία μικρά εκκλησία· η
ογκώδης οικοδομή ενός μοναστηρίου· ο υψηλός μιναρές ενός τζαμιού· μία
διαυγής, άφθονος πηγή· λευκαί οικίαι λιθόκτιστοι, και κήποι χλοεροί
μεταξύ αυτών, σκιαζόμενοι από συκάς και ελαίας, ένα αιώνιον χαμόγελον
λευκών και ερυθρών ανθέων πορτοκαλλεών και ροιών. Την άνοιξιν
τουλάχιστον τα πάντα έχουν μίαν απερίγραπτον απαλότητα, ένα άρρητον
θέλγητρον· αι περιστεραί τρύζουν εις τα δένδρα· αι μέλισσαι πτερυγίζουν
εις ακαταπόνητον δραστηριότητα· ο λαμπρός κυανόχρους κολοιάτης, το
κοινότερον και ερασμιώτερον πτηνόν της Παλαιστίνης περιίπταται ως
ζωντανός σάπφειρος υπέρ τους αγρούς τους απείρως διηνθισμένους. Και η
μικρά αύτη πόλις είνε η Ναζαρέτ, όπου ο Υιός του Θεού, ο Σωτήρ του
ανθρωπίνου Γένους, κατηνάλωσε τριάκοντα περίπου έτη του θνητού βίου του.
Ήτο πραγματικώς το χωρίον, οπού διέμεινε καθ' όλην την ζωήν του, εκτός
τριών ή τεσσάρων ετών· το χωρίον, ούτινος το επονείδιστον τότε όνομα
περιελήφθη εις την επιγραφήν, την επί του σταυρού του χαραχθείσαν· το
χωρίον το οποίον δεν απηξίωσε να μνημονεύση, όταν οραματικώς ωμίλησεν
εις τον διώκοντα Σαούλ (Πρ. Απ. 22, 8). Και κατά μήκος της στενής
ατραπού του βουνού, την οποίαν περιέγραψα, οι πόδες Του πολλάκις θα
επάτησαν, διότι είνε το μόνον μέρος, δι' ου επιστρέφων προς βορράν από
Ιερουσαλήμ, ηδύνατο να φθάση εις τον τόπον της νηπιακής, της νεανικής
και της ωρίμου ηλικίας του.
Ποίος ήτο ο τρόπος του βίου του, καθ' όλην εκείνη την τριακονταετίαν;
Εκ των τεσσάρων Ευαγγελιστών, ο Ιωάννης, ο επιστήθιος μαθητής και ο
Μάρκος, ο φίλος και «υιός» του Πέτρου, αντιπαρέρχονται τα τριάκοντα
ταύτα έτη εις απόλυτον, εις άλυτον σιγήν. Ο Ματθαίος αφιεροί έν
ολόκληρον κεφάλαιον εις την επίσκεψιν των Μάγων και εις την φυγήν εις
Αίγυπτον και είτα προχωρεί εις το κήρυγμα του Βαπτιστού. Μόνον ο Λουκάς,
εκτός της περιγραφής των επεισοδίων της εισαγωγής εις το Ιερόν,
διασώζει και έν ανεκτίμητον ανέκδοτον της παιδικής ηλικίας του Σωτήρος
και ένα πολύτιμον εδάφιον περιγραφικόν της αυξήσεως αυτού μέχρι της
συμπληρώσεως του δωδεκάτου έτους της ηλικίας. Και ο στίχος ούτος δεν
εμπεριέχει τι ικανοποιούν την περιέργειάν μας· δεν μας χορηγεί
πληροφορίαν τινά περί της ζωής του, δεν αποκαλύπτει περιπετειώδες τι
ανέκδοτον· μας λέγει μόνον πως εις την γλυκείαν και ιεράν παιδικότητά
του «ηύξανε το παιδίον, και εκραταιούτο πνεύματι, πληρούμενον σοφίας·
και χάρις Θεού ην επ' αυτό». Εις την περίοδον ταύτην του βίου του
δυνάμεθα να εφαρμόσωμεν και το επόμενον εδάφιον: «Και Ιησούς προέκοπτε
σοφία και ηλικία, και χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις». Η ανάπτυξίς του
ήτο καθαρώς ανθρωπίνη ανάπτυξις. Δεν ήλθεν εις τον κόσμον πεπροικισμένος
με απειρίαν γνώσεων, αλλ' ως μας λέγει ο Λουκάς προέκοπτε βαθμηδόν
σοφία. Δεν ήτο θωρακισμένος διά σιδηράς δυνάμεως, ησθάνετο όλους τους
πειρασμούς της αδυναμίας και της ατελείας της ανθρωπινής φύσεως. Ηύξησεν
όπως και οι άλλοι άνθρωποι, και η παιδική του ηλικία είχεν ένα
ακηλίδωτον και αναμάρτητον κάλλος, όπως την άνοιξιν τα άνθη των ρόδων
και όπως τα κρίνα παρά τα ύδατα.
Τα Ευαγγέλια όθεν τηρούσι βαθυτάτην σιωπήν διά την περίοδον ταύτην
του βίου του Ιησού· αλλ' οία ευγλωττία εν τη σιωπή ταυτή! Εν πρώτοις
δυνάμεθα να την ερμηνεύσωμεν ως δείγμα και ως επιβεβαίωσιν της
αξιοπιστίας των. Βλέπομεν εκ της σιωπής ταύτης ότι οι Ευαγγελισταί
ήθελον να είπουν την απλήν και καθαράν αλήθειαν, και όχι να χαλκεύσουν
απιθάνους ή ευλογοφανείς μύθους. Ότι ο Χριστός διήλθε τριάκοντα έτη του
βραχυτάτου βίου του τού επιγείου εις έν άσημον χωρίον· ότι ηύξησε και
ηνδρώθη όχι μόνον εις μίαν κατακτηθείσαν χώραν, αλλά και εις την μάλλον
περιφρονημένην επαρχίαν της· ότι καθ' όλον το μακρόν χρονικόν διάστημα
ουδέν εγένετο θαύμα αλλόκοτον και υπερφυσικόν, όπως αναγγείλη και
αποκαλύψη και δοξάση τον ερχόμενον Βασιλέα, είνε πράγματα, τα οποία,
ουδείς ηδύνατο να περιμένη και τα οποία ουδείς ηδύνατο να φαντασθή ή να
εφεύρη.
Και όμως ούτω συνέβησαν και οι Ευαγγελισταί συνεπώς αφηγούνται αυτά
όπως συνέβησαν· και το γεγονός ότι αντιφάσκουν προς παν ό,τι ηδυνάμεθα
ημείς να φαντασθώμεν είνε μία επιπρόσθετος απόδειξίς της αληθείας των.
Επιπρόσθετος απόδειξις, διότι οι Ευαγγελισταί ήσαν προδιατεθειμένοι να
πιστεύουν όπως και ημείς το υπερφυσικόν και το απίθανον. Αν συνέβαινε τι
θαυμαστόν και παράδοξον κατά την παιδικήν ηλικίαν του Κυρίου ημών δεν
θα εδίσταζον φυσικώς να το αναγράψουν ως έντιμοι και ειλικρινείς
μάρτυρες· αν ήσαν ψευδόλογοι και αναξιόπιστοι θα εφεύρισκον υπερβολάς
και θαύματα, αν δεν συνέβαινον τοιαύτα.
Δεν έχομεν παρά να στραφώμεν εις τα Απόκρυφα Ευαγγέλια διά να ίδωμεν
πόσον ριζικώς διαφέρει το ψευδές ανθρώπινον ιδεώδες από τα αληθή
γεγονότα. Βλέπομεν εκ τούτων πως οι μυθολόγοι του χριστιανισμού,
αιρετικοί εκ συστήματος, ακολουθούντες τας φυσικάς ροπάς των, τας ήκιστα
πνευματικάς περιβάλλουν την παιδικήν ηλικίαν του Χριστού με θάμβος
θαυμάτων και μας την παριστάνουν ως παντοδύναμον, τρομακτικήν,
υπερφυσικήν. Απόδειξις του ότι οι Ευαγγελισταί εμφορούνται υπό του
πνεύματος του θείου, αφηγούμενοι τον βίον Εκείνου, παρ' ω ο Θεός
απεκαλύφθη εις άνθρωπον, είνε ότι όσον παρέρχεται ο χρόνος, τόσον
ανακαλύπτομεν ότι τας γενικάς εκείνας γραμμάς της ιεράς αφηγήσεως δεν
δύναται να τας θίξη μια βέβηλος και ασεβής χειρ, χωρίς να τας μολύνη και
να τας διαστρεβλώση. Εάν οι συγγραφείς των αποκρύφων εσκόπευον να
επιβάλουν εις τους μεταγενεστέρους τας παραδόσεις των ως αληθή ιστορίαν ή
ως μυθολογίαν, είνε τουλάχιστον βέβαιον, ότι ως επί το πλείστον ήθελον
να περιβάλουν το μέτωπον του Χριστού με φωτοστέφανον τιμής. Πόσον εν
τούτοις αι ιστορίαι των τον σμικρύνουν και τον ατιμάζουν και τον
παρανοούν! Πόσον είνε η ευγενής απλότης της ευαγγελικής εκείνης σιωπής
απείρως ανωτέρα όλων των περί της παιδικής παντοδυναμίας του Χριστού
μυθευμάτων, εκ των οποίων βρίθουν το Πρωτευάγγελον και ο ψευδο-Ματθαίος
και το Αραβικόν Ευαγγέλιον της Νηπιακής Ηλικίας! Ήθελον να δοξάσουν τον
Χριστόν αλλ' ουδείς μύθος δύναται να τον δοξάση· ο περί αυτού άλλα εκτός
της αληθείας φανταζόμενος τον ταπεινόνει· ο Ιησούς αντιπροσωπεύει την
ασθενή, την ατελή, την υπό πειρασμών κατατρυχομένην φύσιν του ανθρώπου
μαζύ με την θείαν και άψογον υπόστασιν. Ο παιδικός Χριστός των
Ευαγγελίων είνε απλοϊκός και γλυκύς, ευπειθής και ταπεινός· υπακούει εις
τους Γονείς Του. Επιδίδεται εις τας ενασχολήσεις Του τας οικογενειακάς
και εις τας ενασχολήσεις της ηλικίας Του· αγαπά όλους τους ανθρώπους,
και όλοι οι άνθρωποι αγαπούν το αγνόν, το χαριτωμένον και ευγενές
Παιδίον. Γνωρίζει ήδη ότι ο Θεός είνε ο Πατήρ Του, και του Θεού η χάρις
καταλούει Αυτόν ηδέως ως το φως της ημέρας, ή ως η δρόσος του ουρανού,
και καταλάμπει ως αδιόρατος φωτοστέφανος περί το παιδικόν και άγιον
μέτωπόν του. Αόρατον με τας πτέρυγάς του τας αργυράς και με τα χρυσά
πτερά του, το Πνεύμα το Άγιον κατήλθεν εν είδει περιστεράς και ανέλαβεν
υπό την προστασίαν του το θείον Τέκνον. Πόσον όμως διαφορετικός είνε ο
παιδικός Χριστός των Αποκρύφων Ευαγγελίων! Είνε κακοποιός, προπετής,
οιηματίας, μνησίκακος, εκδικητικός. Μερικά εκ των θαυμάτων των
αποδιδομένων εις αυτόν είνε άσκοπα και παιδαριώδη, — όπως όταν κομίζη το
χυθέν ύδωρ εντός της εσθήτος του· ή μακραίνει την κοντήν σανίδα εις το
απαιτούμενον μήκος· ή πλάσσει στρουθία με πηλόν και εμφυσά εις αυτά ζωήν
και τα κάμνει να πετούν, ή ρίπτει όλα τα ενδύματα εντός της σκάφης του
βαφέως και τα εξάγει κατόπιν έκαστον βαμμένον με το απαιτούμενον χρώμα.
Μερικά όμως εξ άλλου είνε απλώς παράλογα και αηδή, ως όταν κακίζει και
καταισχύνει και επιβάλλει σιωπήν εις τους θέλοντας να τον διδάξουν· ή
επιπλήττει τον Ιωσήφ· ή μεταμορφόνει τους παιδικούς συντρόφους του εις
ερίφια. Άλλα είνε πάλιν σκληρά και βλάσφημα, όπως όταν με μίαν μόνην
κατάραν θανατόνει τα παιδία, τα οποία τον υβρίζουν ή τρέχουν κατόπιν
του, μέχρις ότου, εγείρεται τέλος θύελλα λαϊκής αγανακτήσεως και η Μαρία
φοβείται να τον αφήση να εξέλθη από την οικίαν. Εις μίαν επιμελή
έρευναν και εξέτασιν όλων αυτών των δυσπέπτων, των ακαλαίσθητων και
συχνάκις πονηρών μύθων, ευρίσκω έν μόνον ανέκδοτον εις ο υπάρχει δόσις
τις αληθούς αισθήματος και πιθανότητος αληθείας· και τούτο μόνον
μνημονεύω, διότι είνε οπωσδήποτε αβλαβές και ίσως βασίζεται επί
πατροπαραδότου τινός γεγονότος. Είνε από το Αραβικόν Ευαγγέλιον της
Νηπιακής ηλικίας του Χριστού, του οποίου την θαυμασίαν μετάφρασιν
οφείλομεν εις τον κ. Χάρρις Κόουπερ, και έχει ως εξής:
«Εις το Όρος Αδάρ συνήθροισεν ο Ιησούς τα παιδία ως αν ήτο Βασιλεύς
των· έστρωσαν τα ενδύματά των εις το έδαφος, και εκάθησεν επ' αυτών.
Τότε έθεσαν εις την κεφαλήν του στέμμα εξ ανθέων, και ωσάν ακόλουθοι
ευλαβείς προ Βασιλέως, εστάθησαν εν τάξει προ αυτού δεξιόθεν και
αριστερόθεν. Και τα παιδία συνελάμβανον διά της βίας οιονδήποτε
διερχόμενον εκείθεν και εκραύγαζον προς αυτόν: «Ελθέ και προσκύνησον τον
Βασιλέα, έπειτα εξακολούθησον τον δρόμον σου!»
Δεν είμαι εν τούτοις βέβαιος αν δεν αντιφάσκει προς την σιωπήν των
Ευαγγελίων ακόμη και αυτή η χαριέσσα και απλοϊκή ιστορία· διότι, το
παιδίον Ιησούς προπαρασκευάσθη διά το μέγα επί γης έργον του ησύχως και
αφανώς, εν προσευχή και κατανύξει, εν τω μέσω των ηρέμων οικογενειακών
ασχολιών του, — όπως ο Δαυίδ μεταξύ των ποιμνίων, όπως ο Ιερεμίας εις το
ήσυχον σπήτι του εν Αναθώθ της γης Βενιαμίν, όπως ο Αμώς εις τα άλση
τον συκομορεών της Θεκουέ. Η ζωή του η εξωτερική ήτο η ζωή όλων εκείνων
οι οποίοι ήσαν της αυτής ηλικίας και είχον την αυτήν κοινωνικήν θέσιν.
Έζη όπως έζων και τα άλλα παιδία των χωρικών εις εκείνην την φιλήσυχον
κωμόπολιν. Εκείνος όστις είδε τα παιδία της Ναζαρέτ με τα ερυθρά των
καφτάνια, και τους λαμπρούς χιτόνας των τους μεταξίνους ή μαλλίνους,
ζωσμένα με τας ζώνας των τας πολυχρώμους, και κάποτε φέροντα και τα
πλατέα επανωφόριά των τα κυανά ή λευκά, — εκείνος όστις παρηκολούθησε
τας πολυθορύβους και φαιδράς παιδιάς των και ήκουσε τους αργυροήχους
γέλωτάς των, εκεί όπου πλανώνται ανά τους λόφους της μικράς γενεθλίου
κοιλάδος των, ή παίζουν καθ' ομίλους επί των κλιτύων παρά την γλυκείαν
και άφθονον πηγήν των, — δύναται ίσως να σχηματίση ιδέαν τινά περί του
πώς εφαίνετο και πώς έπαιζεν ο Ιησούς όταν ήτο και αυτός μικρόν παιδίον.
Και ο περιηγητής όστις ηκολούθησεν όπως εγώ, μερικά εξ εκείνων των
παιδίων εις τας απλοϊκάς οικίας των και είδε την πενιχράν επίπλωσιν, την
λιτήν αλλ' υγιεινήν τροφήν, την ήρεμον και πατριαρχικήν ζωήν, δύναται
ν' αναπαραστήση ζωηρώς κατά νουν τον τρόπον καθ' ον έζη ο Ιησούς. Ουδέν
ωραιότερον εκείνων των οικιών, εις τας λευκάς στέγας τον οποίων
λιάζονται αι περιστεραί και τας οποίας αγκαλιάζουν τα κλήματα. Οι τοίχοι
είνε επεστρωμένοι με τάπητας· τα υποδήματα και τα σανδάλια αφίνονται
εις το κατώφλιον· από το κέντρον κρέμαται μία λυχνία, ήτις αποτελεί το
μόνον κόσμημα της οικίας· εις έν ερμάριον εις τον τοίχον είνε κλεισμένον
το ξύλινον κιβώτιον, το βαμμένον με ζωηρά χρώματα, εντός του οποίου
φυλάσσονται τα βιβλία ή άλλα πολύτιμα κτήματα της οικογενείας· παρά την
θύραν είνε τοποθετημένα τα μεγάλα κοινά δοχεία τα πήλινα και πλήρη
ύδατος, με τα στόμιά των βουλωμένα από πράσινα φύλλα αρωματικών πολλάκις
θάμνων, διά να διατηρήται το νερόν δροσερόν. Την ώραν του γεύματος ένα
ξύλινον σκαμνί τοποθετείται εις το κέντρον του δωματίου, ένας μέγας
δίσκος τίθεται επ' αυτού, και εντός τούτου το κοινόν πιάτον το πλήρες
φαγητού, από το οποίον τρώγει όλη ανεξαιρέτως η οικογένεια. Προ και μετά
το γεύμα, ο υπηρέτης ή το νεαρώτερον μέλος της οικογενείας, χύνει ύδωρ
υπέρ τας χείρας όλων. Τόσον ήσυχος, τόσον απλή, τόσον ταπεινή ήτο η ζωή
της οικογενείας εν Ναζαρέτ.
Η ευσέβεια και η φαντασία τον ζωγράφων των πρώτων μεσαιωνικών χρόνων
μας αναπαρέστησαν όλως διαφορετικήν εικόνα. Οι πλούσιοι χρωστήρες του
Γιόττο και του Φρα Αντζέλικο εζωγράφησαν την Παρθένον και το Τέκνον της,
καθημένους επί μεγαλοπρεπών θρόνων, υπό ουρανούς χρυσούς· τους ενέδυσαν
με χρώματα πλούσια ωσάν του θέρους και αβρά ως των ανθέων της ανοίξεως,
και εκόσμησαν τα κράσπεδα των εσθήτων με χρυσά κεντήματα και τους
εστεφάνωσαν με ανεκτιμήτους αδάμαντας. Πολύ διάφορος ήτο η
πραγματικότης. Όταν ο Ιωσήφ επέστρεψεν εις την Ναζαρέτ, εγνώριζε κάλιστα
ότι μετέβαινεν εις μέρος περιωρισμένον, όπου θα έζη ασφαλής, και ότι
ολόκληρος η ζωή της Παρθένου και του θείου Τέκνου θα κατηναλίσκετο όχι
εις το πλήρες φως της δόξης και του πλούτου, αλλ' εν κρυπτώ εν πενία και
εν εργασία.
Εν τούτοις η πενία αυτή δεν ήτο και των πάντων η απόλυτος στέρησις·
δεν υπήρχεν εις αυτήν τι το άθλιον και βδελυρόν· ήτο γλυκεία, απλή,
αυτάρκης, ευδαίμων και μάλιστα πλήρης χαράς και πλήρης ευφροσύνης. Η
Μαρία, όπως αι άλλαι γυναίκες της τάξεως της, ύφαινε και εμαγείρευε και
μετέβαινε προς αγοράν καρπών και κάθε εσπέραν επεσκέπτετο την πηγήν, εις
την οποίαν εδόθη και το όνομα «Η πηγή της Παρθένου», με την στάμναν της
επί του ώμου ή επί της κεφαλής. Ο Ιησούς έπαιξε και υπήκουε, και
εβοήθει τους γονείς του εις την καθημερινήν εργασίαν των και επεσκέπτετο
την Συναγωγήν κάθε Σάββατον. «Υπήρχέ ποτε, λέγει ο Λούθηρος, ευσεβής
τις και άγιος Επίσκοπος, όστις ικέτευεν ενθέρμως τον Θεόν να τω
αποκαλύψη τι έπραττεν ο Ιησούς κατά την νεότητά του. Και ο Επίσκοπος
είδε μίαν φοράν όνειρον αποκαλυπτικόν. Του εφαίνετο ότι έβλεπε καθ'
ύπνους ένα ξυλουργόν εργαζόμενον και πλησίον του μικρόν τι παιδίον, το
οποίον συνήθροιζε σχίδακας. Τότε εισήλθεν εις το εργαστήριον μία
παρθένος ενδεδυμένη πράσινα, ήτις τους εκάλεσεν εις το γεύμα και
παρέθηκεν εις αυτούς ζωμόν. Όλην αυτήν την σκηνήν ενόμιζεν ότι την
έβλεπεν ο Επίσκοπος κρυμμένος όπισθεν της θύρας, διά να μη τον βλέπουν.
Τότε ήνοιξε το στόμα του το μικρόν παιδίον και είπε: «Διατί αυτός ο
άνθρωπος στέκεται εκεί; Δεν θα έλθη και αυτός να φάγη μαζύ μας;» Και
τούτο τόσον πολύ ετρόμαξε τον Επίσκοπον, ώστε αμέσως εξύπνησεν. Είτε
αληθής είτε ψευδής είνε η ιστορία αύτη, — προσθέτει ο Λούθηρος — δεν θα
παύσω να πιστεύω ότι ο Χριστός κατά την παιδικήν ηλικίαν του και την
νεότητά του ήτο και έπραττεν, ως παν άλλο παιδίον, αναμάρτητον όμως και
προώρως ανδρικόν.»
Ο Ματθαίος μας πληροφορεί ότι διά της εγκαταστάσεως της Ιεράς
Οικογενείας εν Ναζαρέτ επληρώθη η αρχαία προφητεία «Ναζωραίος
κληθήσεται». Είνε γνωστόν, ότι η ρήσις αύτη δεν απαντά εις ουδεμίαν εκ
των διασωθεισών προφητειών. Αν είνε αληθές, ότι ο τίτλος ούτος εδίδετο
περιφρονητικώς, ως δυνάμεθα να συμπεράνωμεν εκ της παροιμιώδους φράσεως
του Ναθαναήλ, καθ' ην ουδέν αγαθόν δύναται να προκύψη εκ Ναζαρέτ, ο
Ματθαίος τότε φαίνεται ότι συνώψισε διά της εκφράσεως ταύτης τας
διαφόρους προφητείας, τας οποίας τόσον ολίγον ηννόουν οι ομόφυλοί του
και δι' ων υπεδηλούτο ο ελευσόμενος Μεσσίας, ως άνθρωπος θλίψεων, ως
άνθρωπος όστις πολλά θα υπέφερεν. Ακόμη και μέχρι σήμερον ο «Ναζαρηνός»
είνε επωνυμία υβριστική. Οι Ταλμουδισταί αποκαλούν πάντοτε τον Χριστόν
«Χανοζερί.» Λέγεται ότι ο Ιουλιανός εψήφισε να προσαγορεύωνται οι
Χριστιανοί με ένα τίτλον ολιγώτερον τιμητικόν, «Γαλιλαίοι»· και μέχρι
σήμερον ακόμη οι Χριστιανοί της Παλαιστίνης είνε γνωστοί υπό το όνομα Νουσάραι.
Αλλ' η ερμηνεία κατά την οποίαν ο Ματθαίος υπαινίσσεται τα χωρία εκείνα
των προφητειών, εις τα οποία ο Ιησούς αποκαλείται «Κλάδος», φαίνεται
πολύ πιθανωτέρα. Το χωρίον δυνατόν ν' απεκλήθη Ναζαρέτ μόνον ένεκα των
αφθόνων φυλλωμάτων του· αλλ' η Παλαιά Διαθήκη είνε πλήρης αποδείξεων,
ότι οι Εβραίοι, — οίτινες προκειμένου περί φιλολογίας ησπάζοντο το
σύστημα των Αναλογιστών, — έδιδον άπειρον και μυστικήν σημασίαν εις τας
ομοιότητας εν τη απηχήσει των λέξεων. Ο Ματθαίος γνήσιος Εβραίος,
έβλεπεν αδιστάκτως προφητικήν σημασίαν εις την διαμονην του Χριστού εν
τη πόλει ταύτη της Γαλιλαίας, διότι το όνομά της υπενθύμιζε τον τίτλον
«Κλάδος» με τον οποίον εχαρακτηρίσθη εν τη προφητεία του Ησαΐου.
«Μη γαρ εκ της Γαλιλαίας ο Χριστός έρχεται;» ηρώτησεν ο θαυμάζων
λαός. «Ερεύνησον και ιδέ!», είπον οι Φαρισαίοι εις τον Νικόδημον, «ότι
προφήτης εκ της Γαλιλαίας ουκ εγήγερται.» Δεν χρειάζεται πολύς κόπος
ούτε εμβριθής τις αναδίφησις των Γραφών, όπως ανακαλύψωμεν ότι οι λόγοι
ούτοι προήρχοντο εξ αγνοίας των γεγονότων ή ότι ήσαν ψευδείς· διότι αν
μη ο Βαράκ ο ελευθερωτής, και ο κριτής Ελών και η Άννα η προφήτις, εν
τούτοις τρεις, αν όχι τέσσαρες εκ των μεγαλειτέρων προφητών, ο Ιωνάς, ο
Ηλίας, ο Ωσηέ και ο Ναούμ, εγεννήθησαν ή επροφήτευσαν εν τη περιοχή της
Γαλιλαίας. Και παρ' όλην την περιφρόνησιν με την οποίαν εγίνετο λόγος
περί αυτής, η μικρά Ναζαρέτ, κειμένη εις μίαν υγιεινήν και περίκλειστον
κοιλάδα, συνορεύουσαν με μεγάλα έθνη, και εν τω κέντρω αναμίκτου
πληθυσμού, ήτο καταλληλοτάτη όπως αποβή τόπος διαμονής του Κυρίου ημών
και σκηνή της προκοπής εκείνης «εν σοφία και ηλικία και χάριτι παρά Θεώ
και ανθρώποις».