21. Η αμαρτωλός και ο Φαρισαίος - Point of view

Εν τάχει

21. Η αμαρτωλός και ο Φαρισαίος




Σίμων ο Φαρισαίος — Η κλαίουσα γυνή — Η παραβολή των οφειλωτών — Άφεσις αμαρτιών — Ήτο αύτη η Μαγδαληνή Μαρία;


«Οσμή μύρων σου υπέρ πάντα τα αρώματα, μύρον εκκενωθέν όνομά σου».
Και τα λόγια τούτα του Άσματος των Ασμάτων έμελλον να πληρωθώσι· την ημέραν εκείνην εν τω Ιησού - όστις είνε το ζων μύρον, και το όνομα Αυτού, όνομα Μεσσίου κεχρισμένου εν ατιμήτω μύρω, ευωδιάζει πνευματικώς εις τους αιώνας ευωδίαν άρρητον. Κατά την διήγησιν του Λουκά, φαίνεται ότι ο Ιησούς την αυτήν ημέραν, ίσως εις Ναΐν ή εις Μάγδαλα, εδέχθη πρόσκλησιν παρ' ενός των Φαρισαίων, καλουμένου Σίμωνος.
Μέχρι τούδε ο Ιησούς δεν είχεν έλθη εις φανεράν ρήξιν προς το Φαρισαϊκόν κόμμα, και ίσως οι οπαδοί τούτου να εφαντάσθησαν, ότι θα ηδύνατο να φανή ωφέλιμος εις τους πολιτικούς και κοινωνικούς σκοπούς των. Φαίνεται ότι ο Σίμων ούτος είχε περισσοτέραν περιέργειαν να ίδη και ν' ακούση τον Ιησούν ή φιλοφροσύνην να τον δεξιωθή. Όλα τα συνήθη γνωρίσματα της φιλοξενίας, ψυχρώς παρελείφθησαν. Ούτε ύδωρ υπήρχε προς πλύσιν των ποδών, ούτε ασπασμός δεξιώσεως επί της παρειάς, ούτε λιπασμός ελαίου διά την κόμην, ουδέν άλλο ειμή ψυχρά τις αποδοχή είς τινα κενήν θέσιν παρά την τράπεζαν, ώστε ο κεκλημένος να θεωρήση ότι λαμβάνει μάλλον τιμήν ή απονέμει.
Κατά τους χρόνους της ενσάρκου Παρουσίας του Κυρίου οι Ιουδαίοι, ίσως προσλαβόντες το έθιμον από των Περσών, είχον εγκαταλείπει το σταυροποδητεί καθήσθαι εις το δείπνον, και ανεκλίνοντο, ως οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, επί κλιντήρων, παρά τραπέζας σχεδόν του αυτού ύψους με τας εν χρήσει παρ' ημίν σήμερον. Θα ίδωμεν εν τοις ύστερον ότι και το Πάσχα εβρώθη εν τη στάσει ταύτη. Το δε έθιμον του αποβάλλειν τα πέδιλα παρά την θύραν, λόγον έχει την μη μίανσιν των ταπήτων, ως προωρισμένων διά τας γονυκλισίας και τας προσευχάς.
Η ωραία και συγκινητική σκηνή ήτις συνέβη εν τη οικία του Σίμωνος, δύναται να εννοηθή μόνον αναλογιζομένων ότι, καθώς ανέκειντο οι δαιτυμόνες επί των κλιτύρων περί τας τραπέζας, οι πόδες των ήσαν εστραμμένοι προς πάντα θεατήν ιστάμενον έξω του κύκλου των ομοιοτραπέζων.
Ο καθολικός νόμος της φιλοξενίας υποχρεοί τον ανατολίτην να ζη με ανοικτάς θύρας, και πας τις δύναται εν πάση ώρα να εισέλθη εις τα δώματά του. Αλλ' εις την περίστασιν ταύτην υπήρξε πλάσμα τι το οποίον συνεκέντρωσε θάρρος να εισχωρήση εις την οικίαν ταύτην, απρόσκλητον άμα και όχι ευπρόσδεκτον. Μία πτωχή, κηλιδωμένη, έκπτωτος γυνή, γνώριμος εν τω τόπω διά τον κακόν βίον της, μαθούσα ότι ο Ιησούς εδείπνει εν τη οικία του Φαρισαίου, απετόλμησε να εισέλθη εκεί εν μέσω πλήθους άλλων επισκεπτών, φέρουσα αλάβαστρον πλήρες μύρου. Εύρεν Εκείνον ον εζήτει εν τω τρικλινίω του Σίμωνος και καθώς ίστατο ταπεινώς όπισθεν Του και ήκουε τους λόγους Του, και ανελογίζετο ποίος ήτο Εκείνος και έως πού είχε πέσει αυτή, ανελογίζετο την άμωμον καθαρότητα του νέου Προφήτου, και την ιδίαν αυτής επαίσχυντον ζωήν, ήρχισε να κλαίη, και τα δάκρυά της έπιπτον επί τους γυμνούς πόδας Του, εφ' ους έκυψεν επί μάλλον και μάλλον όπως κρύψη την αισχύνην αυτής.
Ο Φαρισαίος θα οπισθοδρόμει μετά φρίκης προς την αφήν, έτι περισσότερον προς το δάκρυ της τοιαύτης· θα απέμασσε το μόλυσμα και θα απεδίωκεν την επείσακτον μετ' αράς. Αλλ' η γυνή αύτη ησθάνθη αυθορμήτως ότι ο Ιησούς δεν θα εφέρετο προς αυτήν ούτω· ησθάνθη ότι το υψίστως αναμάρτητον είνε άμα και το βαθύτητα συμπαθές. Ίσως είχεν ακούσει τους χαριτοβρύτους εκείνους λόγους οίτινες δυνατόν να ελέχθησαν αυθημερόν. «Δεύτε προς Με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς». Και έλαβε θάρρος επειδή δεν επετιμήθη· και ούτω κατανοήσασα ότι, ό,τι και αν έπραττον οι άλλοι, ο Κύριος δεν την εμίσει ούτε την απεστρέφετο, επλησίασεν εγγύτερον προς Αυτόν, και, κλίνασα τα γόνατα, ήρχισε με τους μακρούς λυτούς βοστρύχους της κόμης της ν' απομάσση τους πόδας τους οποίους είχον υγράνη τα δάκρυά της, και είτα να καλύπτη αυτούς με ασπασμούς, και τέλος, θραύουσα το αλάβαστρον, να καταχέη το πολύτιμον νάρδον επί των ποδών Αυτού.
Η θέα της λυσικόμου ταύτης γυναικός, το αίσχος της ταπεινώσεώς της, η αγωνία της μεταμελείας της, το πολύδακρυ των οφθαλμών της, η θυσία του μύρου εκείνου, θα ηδύναντο να κινήση και λιθίνην καρδίαν εις συμπάθειαν. Αλλ' ο Σίμων, ο Φαρισαίος, απέβλεψε προς τούτο μετά παγεράς αποδοκιμασίας. Η έκκλησις εις έλεος εκ μέρους της θρηνούσης δεν τον συνεκίνησε. Δεν ήτο αρκετόν δι' αυτόν ότι ο Ιησούς υπέφερεν, ώστε το δύστηνον πλάσμα να Του ασπασθή και να Του αρωματίση τους πόδας, χωρίς να λαλήση προς αυτήν ουδέ λέξιν ενθαρύνσεως ακόμη. Εάν ήτο προφήτης, έπρεπε να γνωρίση ποίου είδους γυνή ήτο αύτη· και αν εγνώριζε, θα την απώθει μετ' αγανακτήσεως, ως θα έπραττε και ο Σίμων αυτός. Η απλή πρόσψαυσίς της απήτει επίσημον κάθαρσιν. Έν μόνον σημείον παρ' Αυτού, και ο Σίμων μετά πολλές χαράς θα απέβαλλε τον τοιούτον μολυσμόν από της σκέπης της στέγης του.
Ο Φαρισαίος δεν εξεστόμισε τας σκέψεις ταύτας, αλλ' η ψυχρά στάσις του και η περιφρονητική εκφρασις του προσώπου του, έδειξαν ό,τι εν τη καρδία του συνέβαινεν. Ο Κύριος εγνώρισε τας σκέψεις του, αλλά δεν απεδοκίμασε παραχρήμα την ανελεήμονα διάθεσίν του. Διά να επισύρη την γενικήν προσοχήν εις τους λόγους Του, εστράφη προς τον ξενίζοντα.
«Σίμων, έχω τι σοι ειπείν»:
«Λέγε, διδάσκαλε».
«Δανειστής είχε δύο χρεωφειλέτας· ο πρώτος ώφειλε πεντακόσια δηνάρια, ο έτερος πεντήκοντα· επειδή δε ουδέν είχον αποδούναι, αφήκεν αυτοίς άπαντα. Ειπέ μοι, πότερος τούτων αγαπήσει αυτόν το πλείον;»
Ο Σίμων δεν είχεν την ελαχίστην έννοιαν αν το ζήτημα είχεν ελαχίστην αναφοράν προς εαυτόν· όσην είχε και ο Δαυίδ, ότε απέφηνε τόσω ελευθέραν κρίσιν επί της παραβολής του Νάθαν.
«Υπολαμβάνω, είπε μετ' αδιαφορίας ο Σίμων, ότι ω τα πλείονα εχαρίσατο».
«Ορθώς έκρινας», είπεν ο Χριστός. Και τότε ευθύς ήλθεν η εφαρμογή της μικράς παραβολής, της συντεθειμένης εν τη ρυθμική ταύτη εκφράσει του αντιθετικού παραλληλισμού, της οποίας ο Κύριος συχνήν εποιείτο χρήσιν εις τας υψηλοτέρας διδασκαλίας Του, και ήτις επενήργει, καθώς και η ποιητική γλώσσα των προφητών των, επί τα ώτα των ακροωμένων. Ει και ο Σίμων δυνατόν να μη είδε το κέντρον της παραβολής, ίσως η μετανοούσα, διά της γοργοτέρας μαντικής της συντετριμμένης καρδίας, το είδε. Αλλ' οποία υπήρξεν η συγκίνησίς της όταν Εκείνος, όστις μέχρι τούδε δεν είχε δώσει προσοχήν εις αυτήν, τώρα εστράφη προς ταύτην, και επιστήσας την προσοχήν όλων των παρόντων εις το ταπεινόν σχήμα της, καθώς εκάθητο επί του εδάφους, κρύπτουσα με τας δύο χείρας και με τους λυτούς πλοκάμους της την σύγχυσιν του προσώπου της, εφώνησε προς τον έμπληκτον Φαρισαίον:
«Σίμων! βλέπεις την γυναίκα ταύτην;
«Εισήλθον σου εις την οικίαν· ύδωρ ουκ επέχεας επί τους πόδας μου· αύτη δε τοις δάκρυσιν αυτής ένιψέ μου τους πόδας, και ταις θριξίν αυτής απέμαξεν αυτούς.
«Φίλημα ου μοι έδωκας· αλλ' αύτη, αφ' ης ώρας εισήλθον, ουκ επαύσατο καταφιλούσά μου τους πόδας.
«Ελαίω την κεφαλήν μου ουκ ήλειψας· αύτη δε μύρω ήλειψέ μου τους πόδας.
«Διά τούτο λέγω ημίν, αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι πολύ ηγάπησεν· ω δε ολίγον αφεθήσεται, ολίγον αγαπά».
Και τότε, ως πλουσίαν επωδόν χαριεστάτης μουσικής, προσέθηκεν, όχι πλέον προς τον Σίμωνα, αλλά προς την πτωχήν αμαρτωλόν, τας λέξεις του ελέους. «Αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου».
«Οσάκις αναλογίζομαι το συμβεβηκός τούτο, έλεγε Γρηγόριος ο Μέγας, έχω περισσοτέραν διάθεσιν να κλαύσω παρά να κηρύξω επ' αυτού».
Οι λόγοι του Κυρίου ήσαν διαρκώς νέα αποκάλυψις προς πάντας τους ακούοντας, και αν δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ πολλών ενδείξεων εν τοις Ευαγγελίοις, φαίνεται συχνή να επηκολούθησε μετ' αυτούς, εις τας πρωίμους ημέρας του κηρύγματός Του, σιωπή βαθείας εκπλήξεως, ήτις βραδύτερον, μεταξύ εκείνων οίτινες τον απέρριπτον, ερρήγυτο εις δριμείας μομφάς ή εις γογγυσμούς οργίλους. Κατά το στάδιον τούτο του έργου Του, η γοητεία του φόβου εκείνου, η προερχομένη εκ της αγάπης και της καθαρότητός Του, και εκ της ενδοτέρας εκείνης θειότητος ήτις έλαμπεν εις την στάσιν Του και ήχει εις την φωνήν Του, δεν είχε θραυσθή ακόμη. Μόνον εις τας κρυφίας σκέψεις των οι δαιτυμόνες, μάλλον, φαίνεται, εν εκπλήξει ή εν οργή, απετόλμησαν να αμφισβητήσωσι την ήρεμον ταύτην αξίωσιν επί ιδιότητα πλέον ή επίγειον. Μόνον εις τας καρδίας των σιωπηλώς ηρώτων: Τις είνε ούτος, όστις και αμαρτίας συγχωρεί;
Ο Ιησούς εγνώρισε τους ενδομύχους δισταγμούς των· πλην είχε προφητευθή περί Αυτού ότι ου μη ερίση ουδ' ου μη κράξη, ουδ' η φωνή Αυτού ακουσθήσεται εν ταις οδοίς· και περιωρίσθη μόνον ν' αποπέμψη την γυναίκα. «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Και εις ειρήνην αναμφιβόλως επορεύθη, εις την ειρήνην του Θεού την υπέρ πάσαν έννοιαν, εις την ειρήνην ην ο Ιησούς δίδει, ήτις δεν είνε ως ο κόσμος δίδει.
Εις το γενικόν μάθημα το οποίον η ιστορία της διδάσκει θα επανέλθωμεν εν τοις ύστερον, διότι είνε μάθημα το οποίον απετέλεσε κεντρικήν διδασκαλίαν της αποκαλύψεως του Χριστού. Εννοώ το μάθημα ότι ιδιοτελής υποκρισία είνε εις το όμμα του Θεού μισητή όσον κατάφωρος αμαρτία· το μάθημα ότι η ζωή αμαρτωλής και αμετανοήτου σεμνοτυφίας δύναται να είνε όχι ολιγώτερον θανάσιμος από την ζωήν της αισχύνης της φανεράς.
Αρχαία παράδοσις, ιδίως κρατούσα εν τη Δυτική Εκκλησία, παράδοσις ήτις καίτοι αβέβαιος, δεν φαίνεται απολύτως απίθανος, λέγει ότι η γυνή αύτη ήτο η Μαρία η Μαγδαληνή, αφ' ης ο Ιησούς «εκβεβλήκει επτά δαιμόνια». Την παράδοσιν αναφέρουν μεταξύ των παλαιών πατέρων της Δυτικής Εκκλησίας ο Αμβρόσιος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος και Γρηγόριος ο Μέγας.
Ο εξορκισμός ούτος (η εκβολή των επτά δαιμονίων) θα ήτο εντελώς σύμμορφος με την συνήθη εβραϊκήν φρασεολογίαν, εάν η έκφρασις είχεν εφαρμοσθή εις αυτήν, συνεπεία εμπαθούς φύσεως και εκλύτου βίου. Οι ταλμουδισταί πολλά φλυαρούσι περί αυτής, περί του πλούτου της, περί της καλλονής της, περί του αίσχους της, περί του συζύγου της και των εραστών της. Πλην ό,τι αληθώς γνωρίζομεν περί της Μαγδαληνής εκ της Γραφής, είνε ο ενθουσιασμός εκείνος της αφοσιώσεως και της ευγνωμοσύνης, όστις την έκαμε ν' αφιερωθή ψυχή και καρδία εις την υπηρεσίαν του Σωτήρος της. Εις το κεφάλαιον του Λουκά το ακόλουθον μετά την σκηνήν εκείνην του μύρου και των δακρύων, μνημονεύεται το πρώτον μεταξύ των γυναικών αίτινες ηκολούθησαν τον Κύριον και δυνατόν εν τη διηγήσει του συμβεβηκότος του εν τη οικία του Σίμωνος το όνομά της επίτηδες να παρελείφθη.
Δυνατόν εν τούτοις η γυνή η αμαρτωλός να ήτο άλλη παρά την Μαρίαν την εκ Μαγδάλων, και ν' απήλθεν όπως εύρη την ειρήνην, την οποίαν ο Χριστός υπεσχέθη εις την τεταραγμένην αυτής συνείδησιν, εν βίω εγκλείσεως, μελετώσα εν σιωπή περί της ελεήμονος συγχωρήσεως του Κυρίου. Αλλ' όμως εις την συνείδησιν των πολλών θα ταυτίζεται μέχρι τέλους των χρόνων με την Μαγδαληνήν Μαρίαν, της οποίας αυτό το όνομα μετέβη εις όλας τας πεπολιτισμένας γλώσσας ως συνώνυμον της δεκτής μετανοίας και της συγχωρηθείσης αμαρτίας. Ο περιηγητής όστις, οδοιπορών εν μέσω των αβρών αρωμάτων πολλών ανθοφόρων φυτών παρά τας όχθας της Γεννησαρέτ, φθάνει εις τον κατηρειπιωμένον πύργον και τον ερημικόν φοίνικα τα οποία σημειούσι το αραβικόν χωρίον Ελ Μετζέλ ακουσίως θ' αναπολήση την παλαιάν ταύτην παράδοσιν περί εκείνης, της οποίας η εφάμαρτος καλλονή και η βαθεία μετάνοια κατέστησαν τόσον περίφημον το όνομα των Μαγδάλων· καίτοι δε αι ολίγαι άθλιαι αγροτικαί καλύβαι είναι ρυπαραί και ετοιμόρροπαι, και οι κάτοικοι ζώσιν εν αμαθεία και πολλή ευτελεία, μετ' ενδιαφέροντος και συγκινήσεως θ' αποβλέψη εις τοπίον όπερ ανακαλεί εις την μνήμην του μίαν των περιφανεστέρων αποδείξεων ότι ουδείς, ούτε ο μάλιστα έκπτωτος και μάλιστα περιφρονούμενος, θεωρήται ως απόβλητος υπ' Εκείνου ούτινος έργον ήτο να ζητήση και σώση το απολωλός. Ίσως εις τον μυρωμένον αέρα της Γεννησαρέτ, εις την λαμπρότητα του στερεώματος υπεράνω της κεφαλής του, εις την μελωδίαν του κελαδήματος των πτηνών ήτις πληροί τον αέρα, εις τον εαρινόν πλούτον του πορφυρού ανθού όστις επιστέφει τας πηλίνους εκείνας καλύβας, θα ίδη τύπον της θείας ευσπλαγχνίας και αγάπης, ήτις είνε αϊδίως πλουσία, ώστε να περιβάλλη με την χάριν του ουρανίου κάλλους τα ερείπεια της πάλλαι ολόφρονος και βεβηλομένης ζωής.
via

Pages