Γιατί άφησε όλη την περιουσία του σ’ εσένα; -Guy de Maupassant - Point of view

Εν τάχει

Γιατί άφησε όλη την περιουσία του σ’ εσένα; -Guy de Maupassant



Ο κύριος και η κυρία Σερμπουά τελείωναν το γεύμα τους, εν μέσω πένθιμης ατμόσφαιρας, ο ένας αντίκρυ στον άλλον.

Η κυρία Σερμπουά, μια μικροκαμωμένη ξανθιά με ροδαλή επιδερμίδα, γαλανά μάτια και αβρές κινήσεις, έτρωγε αργά δίχως να σηκώνει το κεφάλι, λες και την κατείχε μια σκέψη θλιβερή κι επίμονη.

Ο Σερμπουά, ψηλός, ρωμαλέος, με φαβορίτες και παρουσιαστικό υπουργού ή κρατικού λειτουργού, έδειχνε νευρικός και σκεφτικός. Στο τέλος, πρόφερε σαν να μονολογούσε: «Πολύ παράξενο στ’ αλήθεια!»

Η γυναίκα του ρώτησε:

«Ποιο πράγμα, φίλε μου;»

«Που ο Βωντρέκ δε μας άφησε τίποτα». Η κυρία Σερμπουά κοκκίνισε· κοκκίνισε απότομα λες και κάποιο ρόδινο τούλι απλώθηκε ξαφνικά στο δέρμα της ανεβαίνοντας από το λαιμό στο πρόσωπό της είπε:
«Ίσως να υπάρχει κάποια διαθήκη στο συμβολαιογράφο. Ακόμη δεν ξέρουμε τίποτε».

Πράγματι, έμοιαζε σαν κάτι να ήξερε, συλλογίστηκε ο Σερμπουά: «Ναι. Είναι πιθανόν. Στο κάτω κάτω, αυτός ο άνθρωπος ήταν ο καλύτερος φίλος και των δυο μας. Δεν έλειπε από το σπίτι, δειπνούσε εδώ κάθε δύο ημέρες· ξέρω καλά ότι σου έκανε πολλά δώρα κι ότι αυτός ήταν ένας τρόπος σαν όλους τους άλλους για να ξεπληρώσει τη φιλοξενία μας, όμως είναι αλήθεια πως όταν κάποιος έχει φίλους σαν κι εμάς τους θυμάται στη διαθήκη του. Το βέβαιο είναι πως εγώ, αν αισθανόμουν άρρωστος, κάτι θα είχα κάνει και για κείνον, παρ’ όλο που εσύ είσαι η φυσική μου κληρονόμος». Η κυρία Σερμπουά χαμήλωνε το βλέμμα. Και, ενόσω ο σύζυγός της έκοβε το κοτόπουλο, σκούπισε τη μύτη της, όπως τη σκουπίζουν όταν κλαίνε. Ο Σερμπουά συνέχισε: «Τέλος πάντων, δεν αποκλείεται να υπάρχει μια διαθήκη στο συμβολαιογράφο και μια μικρή κληρονομιά για μας. Δεν θα ζητούσα πολλά, μια μνεία, μια μνεία αρκεί, μια σκέψη, μόνο και μόνο για να πειστώ πως έτρεφε αισθήματα στοργής για μας».

Τότε η γυναίκα του πρόφερε με δισταγμό: «Αν θέλεις, πάμε μετά το γεύμα στο συμβολαιογράφο Λαμανέρ και θα ξέρουμε σε τι ν’ αρκεστούμε».

Εκείνος δήλωσε: «Ναι. Θαυμάσια».

Και όπως είχε περασμένη γύρω από το λαιμό του μια πετσέτα για να μη λερώσει τα ρούχα του με σάλτσα, θύμιζε κομμένη κεφαλή με τις ωραίες μαύρες φαβορίτες του να ξεχωρίζουν πάνω στο λευκό πανί και με το παρουσιαστικό του μαιτρ καλού ξενοδοχείου.

Όταν μπήκαν στο γραφείο του συμβολαιογράφου Λαμανέρ, υπήρξε μια μικρή αναστάτωση ανάμεσα στους υπαλλήλους του γραφείου, και όταν ο κύριος Σερμπουά έκρινε σκόπιμο να συστηθεί, παρ’ όλο που γνώριζαν πολύ καλά ποιος ήταν, ο πρώτος υπάλληλος σηκώθηκε με αξιοσημείωτη βιασύνη ενώ ο δεύτερος χαμογελούσε.

Και οι δύο σύζυγοι οδηγήθηκαν στο γραφείο του συμβολαιογράφου. Ήταν ένας ανθρωπάκος ολοστρόγγυλος από κάθε άποψη. Το κεφάλι του θύμιζε μπάλα καρφωμένη πάνω σε μιαν άλλη που τη στήριξαν δύο ποδαράκια το σε μικρά, τόσο κοντά, που κι αυτά θύμιζαν σχεδόν μπάλες,

Τους χαιρέτησε, τους έδειξε που να καθίσουν, και απευθύνοντας στον κύριο Σερμπουά ένα ελαφρώς συνωμοτικό βλέμμα, είπε:

«Ήμουν έτοιμος να σας γράψω με σκοπό να σας παρακαλέσω να περάσετε από το γραφείο μου, ώστε να σας κοινοποιήσω τη διαθήκη του κυρίου Βωντρέκ η οποία σας αφορά».

Ο κύριος Σερμπουά δεν κρατήθηκε και είπε: το είχα φανταστεί». Ο συμβολαιογράφος πρόσθεσε:
«Θα σας αναγνώσω το, κατά τ’ άλλα πολύ σύντομο, κείμενο». Πήρε μπροστά του ένα φύλλο χαρτί και άρχισε να

διαβάζει:

“Εγώ, ο υπογεγραμμένος Πωλ-Εμίλ-Συπριέν Βωντρέκ, έχων σώας τας φρένας, εκφράζω με το παρόν τις τελευταίες μου επιθυμίες. Καθώς ο θάνατος μπορεί να μας βρει ανά πάσα στιγμή, εν αναμονή της ετελεύσεώς του, θα ήθελα να λάβω τα μέτρα μου συντάσσοντας τη διαθήκη μου η οποία θα κατατεθεί στο γραφείο του κυρίου Λαμανέρ. Ελλείψει άμεσων κληρονόμων, κληροδοτώ όλη μου την περιουσία, η οποία αποτελείται από τίτλους Χρηματιστηρίου αξίας τετρακοσίων χιλιάδων φράγκων, και ακίνητα αξίας εξακοσίων χιλιάδων φράγκων περίπου, στην κυρία Κλαιρ-Ορτάνς Σερμπουά, χωρίς καμία υποχρέωση ή όρο. Την παρακαλώ όπως δεχθεί αυτήν τη δωρεά α πό έναν νεκρό φίλο, ως απόδειξη αφοσιωμένης, βαθιάς και γεμάτης σεβασμό στοργής. Συνετάχθη εις Παρισίους, τη 15η Ιουνίου 1883

Ο υπογεγραμμένος Πωλ Βωντρέκ

Η κυρία Σερμπουά είχε κατεβάσει το μέτωπο μένοντας ασάλευτη, ενώ ο σύζυγός της έριχνε κατάπληκτες ματιές πότε στο συμβολαιογράφο και πότε στη γυναίκα του.

Ύστερα από μία σύντομη παύση, ο κύριος Λαμανέρ συνέχισε:

«Εξυπακούεται, κύριε, ότι η κυρία δεν μπορεί ν’ αποδεχτεί αυτή την κληρονομιά δίχως τη συγκατάθεσή σας».

Ο κύριος Σερμπουά σηκώθηκε. «Θα ήθελα χρόνο να σκεφτώ» είπε.

Ο συμβολαιογράφος, που χαμογελούσε με κάποια κακεντρέχεια, υποκλίθηκε: «Αντιλαμβάνομαι τον ενδοιασμό σας, αγαπητέ κύριε, ο κόσμος καμιά φορά προβαίνει σε κακόβουλες κρίσεις. Θέλετε να ξαναρθείτε αύριο, την ίδια ώρα, για να μου δώσετε την απάντησή σας;»

Ο κύριος Σερμπουά υποκλίθηκε: «Μάλιστα, κύριε, αύριο».

Χαιρέτησε με πολλές τσιριμόνιες, πρόσφερε το μπράτσο του στη γυναίκα του που ‘χε κοκκινίσει πιο πολύ κι από παπαρούνα και συνέχιζε πεισματικά να έχει το βλέμμα χαμηλωμένο, και βγήκε απ’ το γραφείο με τόση πόζα που οι υπάλληλοι τα έχασαν.

Μόλις επέστρεψαν στο σπίτι τους, ο κύριος Σερμπουά, κλείνοντας την πόρτα, είπε στεγνά: «Ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».

Η γυναίκα του, που έβγαζε το καπέλο της, στράφηκε μ΄ ένα σκίρτημα. «Εγώ; Ω!»

«Εσύ βέβαια! Δεν αφήνει κανείς την περιουσία του σε μια γυναίκα, αν δεν…»

Εκείνη είχε γίνει κάτωχρη, και τα χέρια της έτρεμαν λιγάκι καθώς προσπαθούσαν να στερεώσουν τις μακριές κορδέλες ώστε να μην κυλιούνται κατάχαμα. Σκέφτηκε για ένα λεπτό και είπε: «Ορίστε μας!…Είσαι τρελός… είσαι τρελός… Εσύ ο ίδιος δεν ήλπιζες προηγουμένως να… να… σου έχει αφήσει κάτι;…»

«Ναι, θα μπορούσε να έχει αφήσει κάτι… αλλά σ’ εμένα…. σ’ εμένα… τ’ ακούς; Όχι σ’ εσένα…»

Τον κοίταξε βαθιά μες στα μάτια μ’ έναν τρόπο εξεταστικό και παράξενο, σαν για να βρει κάτι, σαν για να ανακαλύψει αυτή την άγνωστη πλευρά του Είναι στο οποίο δεν εισχωρούμε ποτέ και το οποίο μετά βίας μπορούμε να μαντέψουμε μέσα σε φευγαλέα δευτερόλεπτα, σ’ εκείνες τις στιγμές χαλάρωσης της προσοχής ή του ρεμβασμού ή της απροσεξίας που μοιάζουν με πόρτες που ξεχάστηκαν μισάνοιχτες στο μυστηριώδες εσωτερικό της ψυχής· και πρόφερε αργά:

«Κι, όμως, μου φαίνεται πως… αν… πως θα ήταν τουλάχιστον εξίσου παράξενο, μια τέτοια σημαντική κληρονομιά να δοθεί από αυτόν… σ’ εσένα».

Εκείνος απάντησε απότομα με τη ζωηράδα του ανθρώπου που του διέψευσαν τις προσδοκίες:

«Γιατί έτσι;»

Εκείνη είπε: «Γιατί…» και έστρεψε το κεφάλι σαν να είχε ντραπεί κι ύστερα σώπασε. Ο Σερμπουά είχε αρχίσει να περπατάει με μεγάλα βήματα.

«Δεν μπορείς να δεχτείς την κληρονομιά» είπε. Εκείνη απάντησε με αδιαφορία:

«Τέλεια. Τότε ας μην κάνουμε τον κόπο να περιμένουμε ως αύριο, μπορούμε να ειδοποιήσουμε τον κύριο Λαμανέρ αμέσως».

Ο Σερμπουά στάθηκε απέναντί της για μερικά λεπτά έμειναν να κοιτάζονται στα μάτια, πολύ κοντά ο ένας στον άλλον, προσπαθώντας να δουν, να μάθουν, να καταλάβουν, ν’ ανακαλύψουν ο ένας τον άλλον, να φτάσουν ως τα μύχια των σκέψεών τους σε μια απ’ αυτές τις έντονες και βουβές απόπειρες αναγνώρισης δύο ανθρώπων που, μολονότι ζουν μαζί, παραμένουν άγνωστοι μεταξύ τους, αλλά υποψιάζονται ο ένας τον άλλον, οσμίζονται ο ένας τον άλλον, παραμονεύουν ο ένας τον άλλον.

Έπειτα, χωρίς προειδοποίηση, της ψιθύρισε κατά πρόσωπο:

«Εμπρός, ομολόγησε ότι ήσουν ερωμένη του Βωντρέκ».

Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους: «Ανόητος είσαι;… Ο Βωντρέκ ήταν ερωτευμένος μαζί μου, το πιστεύω, αλλά δεν με είχε ποτέ δική του… ποτέ».

Χτύπησε το πόδι του στο πάτωμα: «Λες ψέματα, δεν είναι δυνατόν».

Και ξανάρχισε να πηγαινοέρχεται ύστερα, σταματώντας ξανά: «Εξήγησέ μου, τότε, γιατί ν’ αφήσει όλη την περιουσία του σ’ εσένα».

Εκείνη πρόφερε ψύχραιμα: «Είναι απλούστατο. Όπως έλεγες το μεσημέρι, άλλους φίλους από μας δεν είχε, και όσο έμενε στο σπίτι του άλλο τόσο έμενε και στο δικό μας· έτσι, όταν ήρθε η ώρα της διαθήκης του, δε σκέφτηκε παρά εμάς. Έπειτα, από αβρότητα, έγραψε τ’ όνομά μου στο χαρτί – γιατί το δικό μου όνομα του ήρθε να βάλει — με απόλυτη φυσικότητα, όπως σ’ εμένα χάριζε τα δώρα κι όχι σ’ εσένα, έτσι δεν είναι; Συνήθιζε να μου φέρνει λουλούδια, να μου προσφέρει στις πέντε κάθε μήνα ένα μπιμπελό, επειδή είχαμε γνωριστεί στις πέντε του Ιούνη. Το ξέρεις καλά. Σ’ εσένα δε χάριζε σχεδόν ποτέ τίποτε, δεν του είχε περάσει απ’ το μυαλό. Στις γυναίκες προσφέρουν αναμνηστικά κι όχι στους συζύγους· ορίστε, σ’ εμένα δώρισε το τελευταίο του αναμνηστικό, όχι σ’ εσένα τίποτε πιο απλό».

Ήταν τόσο ήρεμη, που ο Σερμπουά δίσταζε. Συνέχισε: «Το ίδιο κάνει, θα δίναμε κάκιστη εντύπωση. Όλος ο κόσμος θα νόμιζε αυτό. Δεν μπορούμε να δεχτούμε».

«Εντάξει, φίλε μου, ας μη δεχτούμε τότε. Ένα εκατομμύριο λιγότερο στην τσέπη μας, αυτό είναι όλο». Ο Σερμπουά άρχισε να μιλάει, όπως μιλάμε όταν είμαστε κρεμασμένοι κάπου ψηλά, χωρίς στην πραγματικότητα ν’ απευθύνεται στη γυναίκα του.

«Ναι, ένα εκατομμύριο αδύνατον, θα χάσουμε την υπόληψή μας, αυτό είναι το χειρότερο· έπρεπε να έχει αφήσει τα μισά σ’ εμένα, αυτό θα τα έλυνε όλα». Και κάθισε, σταύρωσε τα πόδια του και βάλθηκε να πασπατεύει τις φαβορίτες του όπως έκανε σε στιγμές βαθιάς περισυλλογής.

Η κυρία Σερμπουά άνοιξε το καλαθάκι του εργόχειρού της τράβηξε από μέσα μιαν άκρη από το κέντημά της και, πιάνοντας δουλειά, είπε:
«Εμένα δε μ’ ενδιαφέρει. Σκέψου το εσύ».

Πέρασε κάμποση ώρα προτού απαντήσει, ύστερα είπε με δισταγμό:

«Λοιπόν, ίσως υπάρχει τρόπος. Να μου παραχωρήσεις το μισό της κληρονομιάς, ως δωρεά εν ζωή. Παιδιά δεν έχουμε, οπότε μπορείς. Έτσι θα κλείσουμε το στόμα του κόσμου»,

Εκείνη απάντησε βαρύθυμα: «Δεν βλέπω ακριβώς πώς ακριβώς θα του κλείσουμε το στόμα».

Ξαφνικά ο Σερμπουά φουρκίστηκε: «Θα πρέπει να είσαι ηλίθια. Θα πούμε ότι τα κληρονομήσαμε μισά μισά· την αλήθεια θα λέμε. Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε ότι η διαθήκη ήταν στ’ όνομά του».

Εκείνη εξακολουθούσε να τον κοιτάζει μ’ ένα δια περαστικό βλέμμα: «Όπως θέλεις, εγώ είμαι έτοιμη».

Τότε ο Σερμπουά σηκώθηκε και φάνηκε να ξανάρχισε να διστάζει για άλλη μια φορά, παρ’ όλο που το πρόσωπό του έλαμπε:

«Όχι… ίσως είναι καλύτερα να παραιτηθώ εντελώς… είναι πιο αξιοπρεπές… ωστόσο… ναι, αλλά έτσι δεν θα έχουν τίποτα να προσάψουν… Κι οι πιο λεπτολόγοι θ’ αναγκαστούν να συμμορφωθούν… Ναι, αυτό τα λύνει όλα».

Πήγε και στάθηκε μπροστά στη γυναίκα του: «Λοιπόν, αν θες, καλή μου, θα πάω μόνος στο συμβολαιογράφο για να τον συμβουλευτώ και να του εξηγήσω πώς έχουν τα πράγματα. Θα του πω ότι αυτό προτιμάς, χάριν ευπρέπειας, για να μην υπάρξουν κουβέντες. Από τη στιγμή που θα αποδεχτώ το μισό της κληρονομιάς είναι ολοφάνερο πως είμαι σίγουρος για αυτό που κάνω, πως είμαι ενήμερος της κατάστασης, πως ξέρω ότι είναι ξεκάθαρη. Θα ‘ναι σαν να έλεγα “Δέξου κι εσύ, καλή μου, εφόσον δέχομαι εγώ, ο σύζυγός σου.” Ειδάλλως, είναι γεγονός, θα ήταν αναξιοπρεπές».

Η κυρία Σερμπουά πρόφερε ανέκφραστα: «Όπως θέλεις».

Ο Σερμπουά ξαναπήρε το λόγο, μιλώντας αυτή τη φορά πιο εύγλωττα: «Ναι, το πράγμα εξηγείται πολύ εύκολα με τη μοιρασιά της κληρονομιάς. Κληρονομούμε ένα φίλο που δεν θέλησε να φερθεί διαφορετικά σε κάποιον απ’ τους δυο μας, που δεν θέλησε να κάνει διακρίσεις ανάμεσά μας, που δεν θέλησε να φανεί ότι έλεγε: “Προτιμώ τον έναν ή τον άλλον μετά το θάνατό μου, όπως έκανα όσο ζούσα.” Και να είσαι βέβαιη πως αν το είχε σκεφτεί, αυτό θα είχε πράξει. Δεν σκέφτηκε, δεν υπολόγισε τις συνέπειες. Όπως πολύ σωστά το έλεγες, σε σένα έκανε πάντα τα δώρα. Σε σένα θέλησε να προσφέρει ένα τελευταίο αναμνηστικό…»

Τον σταμάτησε με μια στάλα αδημονίας: «Κατανοητό. Κατάλαβα. Περιττεύουν όλες αυτές οι εξηγήσεις. Πήγαινε τώρα στο συμβολαιογράφο».

Κατακόκκινος και αναπάντεχα σαστισμένος, ψέλλισε: «Δίκιο έχεις. Πηγαίνω».

Πήρε το καπέλο του και, πλησιάζοντάς την, πρότεινε τα χείλη του για να τη φιλήσει μουρμουρίζοντας:

«Εις το επανιδείν, καλή μου». Εκείνη του πρόσφερε το μέτωπό της και δέχτηκε ένα δυνατό φιλί ενώ οι μεγάλες φαβορίτες του της χάιδευαν τα μάγουλα.

Κατόπιν βγήκε έξω πανευτυχής. Και, αφήνοντας το εργόχειρό της να πέσει, η κυρία Σερμπουά ξέσπασε σε κλάματα.


Περί απιστίας
Guy de Maupassant
via

Pages