Η δυστυχία του να είσαι ορθόδοξος - Point of view

Εν τάχει

Η δυστυχία του να είσαι ορθόδοξος

  Παραλλάσσω τον γνωστό τίτλο του Νίκου Δήμου (Η δυστυχία του να είσαι Έλληνας) προκειμένου να περιγράψω ένα φαινόμενο που μόνιμα ταλανίζει την ελληνική κοινωνία. Ακόμη χειρότερα, την ελλαδική Εκκλησία. Την «πολιτισμική Ορθοδοξία».

Χίλιοι εξακόσιοι νέοι 15-29 ετών ερωτήθηκαν το 2005 από την Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς για την θέση τους σε ποικίλα ζητήματα.1 Μεταξύ άλλων, δηλώνουν ότι προσεύχονται κάθε μέρα οι 6 στους 10 και πως η θρησκεία βρίσκεται γι’ αυτούς στο 7,9 της δεκάβαθμης κλίμακας αξιών. Όμως το 44% δεν πιστεύουν στην ανάσταση των νεκρών και το 19% αδυνατούν να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση! Τι νόημα βγάζετε;2

Έχουμε νέους (και μεγαλύτερους φυσικά) οι οποίοι δηλώνουν ορθόδοξοι πιστοί, αλλά είτε δεν ξέρουν τι πιστεύουν, είτε πιστεύουν απόψεις καταφανώς ασύμβατες με την ορθόδοξη πίστη. Αυτοί γίνονται ανάδοχοι σε βαπτίσεις! Και διαπαιδαγωγούν και τα δικά τους παιδιά, αντίστοιχα!

Κατ’ εμέ η κραυγαλέα αυτή αντίφαση δείχνει πως οι νέοι παρέλαβαν από τους γονείς τους και από τους παππούδες τους έναν ληξιαρχικό χριστιανισμό,που χρησιμεύει σε δύο κυρίως πράγματα: στη δημιουργία εθνικής ταυτότητας και στη συμβατική «ευλογία» των καίριων ορόσημων της ζωής (γέννηση, γάμος, θάνατος). Στο μόρφωμα αυτό πρόσθεσαν και τη μεταμοντέρνα πινελιά τους: ως γνήσια παιδιά της εποχής τους όταν εκκλησιάζονται και προσεύχονται το κάνουν με στόχο την ψυχολογική εμπειρία, κυρίως εκείνη της ηρεμίας. Μια τέτοια επιδίωξη συμβιβάζεται άριστα με άθεη «πίστη» και με θρησκευτικά αντιφατική ζωή. 

Η έρευνα σχολιάζει: «Η γενική εικόνα που διαμορφώνεται απέναντι στη θρησκεία είναι η εξής: εάν εξαιρεθεί η (μικρότερη συγκριτικά) μερίδα των νέων που δεν έχει ‘πειστεί’ ότι υπάρχει Θεός και η οποία δηλώνει ξεκάθαρη αδιαφορία προς τη θρησκεία, οι υπόλοιποι δείχνουν ότι η ανάγκη να πιστεύουν κάπου, τους κρατά σε μια σχετικώς χαλαρή (αλλά σταθερή) σχέση με ορισμένες εκκλησιαστικές πρακτικές, η οποία εκφράζεται μέσω του σποραδικού εκκλησιασμού ή της νηστείας, με έναν τρόπο που δείχνει περισσότερο μια ανάγκη να τα ‘έχουν καλά με το Θεό’, παρά μια εγγενή επιθυμία κατάνυξης και συνομιλίας μαζί Του. Με ένα σχετικώς αυτοματοποιημένο τρόπο, υποβοηθούμενο και από πολιτισμικά τελετουργικά (όπως π.χ. εκείνο της Μεγάλης Εβδομάδας), όταν περνούν από την εκκλησία ‘ανάβουν και ένα κερί’».


 Θα πρέπει, νομίζω, να δούμε όλα αυτά τα δεδομένα ως συνέπεια του γεγονότος ότι εν γένει η ελληνική κοινωνία διατηρεί τα πρωτεία των θρησκευτικών αντιφάσεων.Ίσως να είναι η πρώτη στην Ενωμένη Ευρώπη στη δήλωση θρησκευτικής πίστης, σίγουρα από τις πρώτες σε εκκλησιασμό, αυτή που περισσότερο από όλες κρατά τα θρησκευτικά σύμβολα, τελεί τα μυστήρια θρησκευτικά κ.ά. 

Την ίδια στιγμή όμως μεγάλο μέρος του πληθυσμού καταφεύγει σε μάγους, μελετά ωροσκόπια, συμπλέκει την πίστη με προλήψεις και δεισιδαιμονίες, προβαίνει εύκολα σε εκτρώσεις, παρανομεί ασύστολα, εμφανίζει ρατσιστικές πρακτικές, θεωρεί κατάντημα να γίνει το παιδί του μοναχός ή κληρικός, τελεί την Βάπτιση όχι από πίστη αλλά αποβλέποντας κατά βάσιν στην δημιουργία νέων κοινωνικών συνδέσεων μέσῳ της αναδοχής, καθώς καί στήν ονοματοδοσία κ.π.ά.

Οι περισσότεροι από όσους εμφανίζονται επιθετικοί (λεκτικά, ακόμη και σωματικά) προς ομοφυλόφιλους, δηλώνουν ορθόδοξοι! (Στη Ρωσία είναι ακόμη πιο ξεκάθαρο- να μια παραδειγματική κοινωνία ‘πολιτισμικής Ορθοδοξίας’). Τι σχέση έχουν τέτοιες συμπεριφορές με το χριστιανικό ήθος; Όσο για τα ποσοστά συμμετοχής σε εθελοντικές οργανώσεις στην Ελλάδα (4,7% κατά την έρευνα), αυτά παραμένουν πάρα πολύ χαμηλά σε σύγκριση με εκείνα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Πώς συμβιβάζεται αυτό, άραγε, με την υψηλή θρησκευτικότητα;

Οι νέοι μας λοιπόν, πριν προλάβουν να καταλάβουν τι συμβαίνει, «εμβαπτίζονται» μέσα στις θρησκευτικές αντιφάσεις των μεγαλυτέρων και στη συνέχεια τις διαιωνίζουν. Όπως ορθά σημειώνει το σχόλιο της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, «οι νέοι θρησκεύουν, αλλά δεν πιστεύουν. Η θρησκεία αποτελεί ένα ακόμη στοιχείο της συλλογικής και προσωπικής ταυτότητας του καθένα και συνδυάζεται ιδιαίτερα με τον προσδιορισμό της εθνικής ταυτότητας. Έτσι εκλαμβάνουν την έννοια του είμαι Χριστιανός Ορθόδοξος. Ως ένα στοιχείο που καθορίζει και συμπληρώνει άρρηκτα την εθνική ταυτότητά των Ελλήνων».

Αυτό που καθιστά αποκαρδιωτικά τα αποτελέσματα της έρευνας αυτής είναι ότι πρόκειται για νέους 15-29 ετών. Ότι αυτή η ηλικιακή ομάδα ξεκινά το ταξίδι της ζωής της με εφόδιο την «πολιτισμική Ορθοδοξία». Δηλαδή μια βολική θρησκευτικότητα, η οποία δεν έχει απαιτήσεις. Όταν τηρεί ο νέος τα «καθιερωμένα», δηλαδή την συνήθη ευλάβεια και τον εκκλησιασμό με Θεία Κοινωνία 2-3 φορές τον χρόνο, παρέχει στους γονείς του μια ψευδαίσθηση δικής του ασφάλειας και δικής τους επιτυχίας. Ταυτόχρονα ο ίδιος βαυκαλίζεται με την επιβεβαίωση της δήθεν χριστιανικής του ταυτότητας, η οποία στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια νέα επικύρωση της ανευθυνότητάς του, με θρησκευτική μορφή αυτή τη φορά. «Εκπαιδεύεται», με άλλα λόγια, για να συνεχίσει την ανεύθυνη στάση των γονέων του ως πιστών: ούτε μέσα στην Εκκλησία ούτε έξω, καταναλωτές θρησκευτικών υπηρεσιών και πελάτες μυστηρίων, αλλά χωρίς κάποια ευθύνη για την ενορία τους και για το εκκλησιαστικό σώμα εν γένει.

Εδώ οφείλω να θίξω και ένα σημαντικό θέμα, τη σχέση της Αγίας Γραφής με το αίσθημα προσωπικής ευθύνης. Η Αγία Γραφή διηγείται την παρέμβαση του Θεού στην ιστορία. Όταν ο Θεός εισέρχεται στην ιστορία και καλεί τον άνθρωπο, απαιτεί υπεύθυνη απάντηση από τον καθένα. Αντίθετα, ο εγκλωβισμός της πίστης σε συνήθειες εθιμικού χαρακτήρα και σε αυτοματισμούς αισθητικής χροιάς, μαζί με την συνακόλουθη απόσταση από την εξωστρεφή δυναμική της Αγίας Γραφής, φιλοτέχνησαν ένα συγκεκριμένο πρότυπο ανθρώπου: του νεοέλληνα. Ο άνθρωπος αυτός είναι ανέφικτο να αποτελέσει υπεύθυνο πολίτη, κάτι που ζούμε καθημερινά. 

Δεν είναι λοιπόν καθόλου αθώα η αποξένωση των ορθοδόξων από την Αγία Γραφή. Δεν είναι μια απλή συνήθεια ή ένα συγκυριακό αποτέλεσμα, αλλά μια επιλογή˙ ασυνείδητη μεν, αλλά επιλογή. Όπως αναλύω στο βιβλίο μου «Φυγή προς τα εμπρός», είναι εμφανής η ανέκαθεν προτίμηση των πολιτισμικά ορθόδοξων για την κυκλική θεώρηση του χρόνου (η οποία, φυσικά, ευνοεί την μαγική-παγανιστική θρησκευτικότητα) αντί για την βιβλική ευθύγραμμη βίωσή του.

Η συμβολή του Χριστιανισμού στην ηθική της ευθύνης τόν αποδεικνύει πρωτοπόρο για την εποχή στην οποία εμφανίσθηκε και επικριτή των προνεωτερικών αυτοματισμών. Πράγματι, υπάρχουν στοχαστές οι οποίοι διέκριναν στις χριστιανικές αξίες πρόδρομα στοιχεία Νεωτερικότητας (εξαιρετικό βοήθημα εδώ το βιβλίο του Φρεντερίκ Λενουάρ, Ο Χριστός φιλόσοφος).

Αποτελεί δυστύχημα για τον τόπο μας το γεγονός ότι, για συγκεκριμένους ιστορικούς και πολιτισμικούς λόγους, η χριστιανική πίστη εμφανίζεται σήμερα ως στυλοβάτης των φυσικών συλλογικοτήτων, εθνικών ή κοινοτικών συνήθως, συνήθως με αμυντικό χαρακτήρα. Η στρέβλωση αυτή πρέπει το συντομότερο να διορθωθεί και αυτό συνιστά έργο και αποστολή της Εκκλησίας.

2 Σύμφωνα με άλλες έρευνες το 58% δεν πιστεύουν στην Ανάσταση του Χριστού, το 56% δεν πιστεύουν στην ενανθρώπησή Του, το 54% δεν πιστεύουν στη Δευτέρα Παρουσία και το 42% δεν πιστεύουν στα θαύματα!


via

Pages