Η λύπη είναι σκουλήκι της καρδιάς, που κατατρώει τη μάννα που το γέννησε. Δεν ξέρει τη γεύση του μελιού ο μοναχός που λυπάται και μοιάζει μ’ εκείνον που έχει υψηλό πυρετό. Ο μοναχός που διακατέχεται από τη λύπη δεν κινεί το νου στη θεωρία του Θεού, ούτε ποτέ του απευθύνει καθαρή προσευχή προς τον Θεό.
Εκείνος που νίκησε τα πάθη, νίκησε και τη λύπη. Κι εκείνος που έχει ηττηθεί από την ηδονή, δεν θα ξεφύγει από τα δίχτυα της λύπης.
Όπως το χωνευτήρι καθαρίζει το ακάθαρτο ασήμι, έτσι και η λύπη καθαρίζει την αμαρτωλή καρδιά.
Αν απομακρυνθεί ο νους από την καρδιά, η λύπη αρχίζει να κατατρώει τον άνθρωπο, όπως προείπαμε. Τον τρώει όπως ακριβώς τρώει ο σκόρος το ρούχο και το σαράκι το ξύλο, και κατακλύζει όλα τα έγκατα του ανθρώπου. Καταντά τότε ο άνθρωπος, από τη σκοτούρα των λογισμών, περίλυπος και σκυθρωπός.
Όταν η λύπη ανακατευθεί με την προσευχή, δεν την αφήνει να ανεβεί καθαρή προς τό ουράνιο θυσιαστήριο. Όπως λοιπόν το κρασί που ανακατεύεται με ξίδι χάνει πια την πρώτη γεύση, έτσι και η λύπη. Όταν αυτή αναμιχθεί με τηνπροσευχητική διάθεση -η οποία είναι δωρεά του Αγίου Πνεύματος- τότε στερεί από την προσευχή την αρχική της καθαρότητα.
Πρέπει λοιπόν να διώξουμε από την ψυχή μας τη λύπη και να ασπασθούμε όλη τη χαρά του Θεού.
Όταν τέλος απαλλαχθείς από τη λύπη, να λες ευχαριστώντας τον Θεό: «Ο Κύριος έρριξε από τον ουρανό το βλέμμα Του, για να ακούσει το στεναγμό των φυλακισμένων, για να λύσει τα δεσμά των παιδιών Του που είχαν θανατωθεί» (Ψαλμ. 101, 20-21). Κι ακόμα:«Τί να ανταποδώσω στον Κύριο για όλες τις ευεργεσίες Του προς εμένα;» (Ψαλμ. 115, 3). Γιατί, «Τον επικαλέσθηκα μέσα στη θλίψη μου κι άκουσε την παράκλησή μου και μου πρόσφερε μεγάλη ανακούφιση» (Ψαλμ. 117, 5).
Σ’ Αυτόν πρέπει η δόξα, εκείνη που δίνει χαρά στους θλιμμένους, στους αιώνες.