[…] Εν αρχή ην ο λόγος, λέει μια ιστορία παλιά όσο και ο κόσμος, στην οποία ο άνθρωπος είχε την εξουσία να ονομάσει τα ζώα και τα άλλα πλάσματα. Τη δυνατότητα να ονομάζει, δηλαδή να αποκαλεί, να δίνει ζωή. Το ότι η γλώσσα των Εσκιμώων έχει τριάντα έξι διαφορετικές λέξεις για το λευκό χρώμα, σημαίνει ότι ένας Εσκιμώος βλέπει τριάντα έξι διαφορετικά λευκά, ότι είναι υπαρκτά για αυτόν. Το ότι ένας Βάσκος έχει λέξη που περιγράφει τη σκιά του φυλλώματος της βελανιδιάς, διαμορφώνει το πνεύμα του και δίνει μια ιδιαίτερη σημασία στο φαινόμενο. Το ότι ένας Ρωμαίος την εποχή της Αυτοκρατορίας κατονόμαζε τους Σκλάβους με τη λέξη «manicipium», ουδέτερου γένους, που σημαίνει «αυτό που κρατάμε στο χέρι», συνοψίζει από μόνο του το ρωμαϊκό πολιτισμό και το κοινωνικό του σύστημα. Επομένως όποιος παραβλέπει αυτήν την πραγματικότητα δεν μπορεί να σκεφτεί ολοκληρωμένα τη γλώσσα και τη χρήση της.
Σχετικά με τη χρήση της πάντως, οι απόψεις διίστανται. Πολλοί υποστηρίζουν ότι η γλώσσα είναι ένας κώδικας επικοινωνίας. «Σε όλες τις εποχές οι άνθρωποι επικοινωνούσαν». Ή ακόμα «η γλώσσα χρησιμεύει στο να εκφράζει τη σκέψη μας», σαν να ήταν τούτο αυτονόητο και να μην είχε αποτελέσει αντικείμενο τόσων φιλοσοφικών αναζητήσεων. Αν η γλώσσα χρησιμεύει μόνο για να επικοινωνούμε, τότε συμπεραίνουμε ότι αποτελεί έναν κώδικα τον οποίο είμαστε ελεύθεροι να τροποποιούμε όταν αυτός δε λειτουργεί σωστά, να αναιρούμε δηλαδή τους κανόνες ή απλώς να τους αγνοούμε. Από την άλλη υπάρχουν εκείνοι που επιμένουν ότι η γλώσσα δεν είναι κώδικας. Δε «χρησιμεύει» λοιπόν για να επικοινωνούμε, ούτε ακόμα για να «εκφράζουμε τις σκέψεις μας», χρειάζεται κατ’ αρχάς, ας μου επιτραπεί να το πω, για να σκεφτόμαστε. Η εκμάθηση της γλώσσας είναι εκμάθηση της σκέψης. Το να μαθαίνεις να γράφεις, να μιλάς και να διαβάζεις, σημαίνει να μαθαίνεις να σκέπτεσαι. Και να μαθαίνεις να σκέπτεσαι, σημαίνει να μαθαίνεις τους τρόπους οργάνωσης της πρότασης, χώρο και χρόνο, αίτιο και αποτέλεσμα, επομένως και κανόνες.
Καθώς κανείς επεξεργάζεται αυτή τη διάσταση απόψεων, παρατηρεί τελικά ότι πρόκειται για κοινό τόπο: η γλώσσα δεν μπορεί να είναι μόνο όργανο επικοινωνίας. Είναι όργανο εξουσίας και κοινωνικής διάκρισης. Όποιος δε δέχεται τους γλωσσικούς κώδικες ή δεν μπορεί να αναλύσει και να ανασυνθέσει μηνύματα, θα βρεθεί κατά πάσα πιθανότητα στην πλευρά των δυναστευομένων. Όσο και αν επιμένουμε να ανακηρύσσουμε ίσες και σεβαστές όλες τις γλωσσικές πρακτικές, όλες τις ιδιολέκτους1, η πραγματικότητα παραμένει: όποιος δε βρίσκει άλλο τρόπο να εκφράσει τον ενθουσιασμό του από ένα «είναι πολύ κουλ» ή «είναι πολύ εντάξει», είναι κατά πάσα πιθανότητα καταδικασμένος να γίνει άνεργος, σεβαστός βέβαια άλλα άνεργος. Όχι γιατί τα αφεντικά δε δείχνουν ανεκτικότητα, άλλα γιατί δεν έχουν κανέναν λόγο να φορτωθούν έναν υπάλληλο που δε θα διακρίνει όλες τις έννοιες των πληροφοριών που θα παίρνει και δε θα μπορεί να δώσει αναφορά για μια εργασία, έναν υπάλληλο που, επειδή δε θα έχει λέξεις, δε θα έχει και σκέψεις.
[…] Ζητούμενο δηλαδή στην εποχή μας είναι ο κάθε άνθρωπος (είτε είναι εργαζόμενος, είτε είναι μαθητής) να μπορεί να κατανοεί με ακρίβεια τα μηνύματα που δέχεται από το περιβάλλον, να τα αποκωδικοποιεί και να αναδιατυπώνει το λεκτικό πλούτο με σαφήνεια. Η γλώσσα, ως αρχιτεκτονική με την οποία χτίζουμε το εγώ και τον κόσμο που μας περιβάλλει, είναι αυτό που δίνει νόημα στον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις και παράλληλα αυτό που τον διευθετεί. Κατ’ επέκταση, εκτός από την ουσιαστική γνώση των κανόνων της γλώσσας, η λακωνικότητα, διακύβευμα2 των καιρών μας, αποτελεί μία από τις πιο σύνθετες αρετές της γλώσσας και μέσα σε αυτό το πλαίσιο καθίσταται αναγκαία.
Οφείλουμε βέβαια να εξηγηθούμε ως προς την άποψη που θέλει αυτόν που δεν έχει λέξεις να είναι ευάλωτος. Δεν καταδικάζουμε τίποτα και κανέναν. Κανείς δεν επιλέγει το κενό και τον πόνο. Ας εξηγηθούμε λοιπόν, πριν κάποιος βιαστεί να μας χαρακτηρίσει «σκληρούς και απόλυτους». Κάθε άνθρωπος, ακόμα και διαλυμένος, ακόμα και στο περιθώριο και τη φτώχεια, υλική και πνευματική, και ιδίως τότε, έχει δικαίωμα στο σεβασμό. Ο ίδιος είναι αξιοσέβαστος. Αλλά η όποιας μορφής ένδειά3 του δεν είναι, γιατί προκαλεί οδύνη. Είναι κάτι που δεν προέρχεται από επιλογή, αλλά από επιβολή. Η μη ένταξή σου στον κόσμο μπορεί να θεωρηθεί «αξιοσέβαστη», άλλα δεν παύει να είναι έλλειψη. «Η γλώσσα είναι ένα όπλο», διακηρύσσει η γλωσσολόγος Daniele Sallenave «Είναι έγκλημα να τη στερούμε από αυτούς που τη χρειάζονται περισσότερο».
διασκευασμένο δοκίμιο, Νατάσα Πολονύ,
«Η γλώσσα διαφοροποιείται» σελ. 160-162,
Τα χαμένα παιδιά μας, εκδ. Πόλις, 2007
1. η ιδιόλεκτος = ή το ιδιόλεκτο. Η ιδιαίτερη γλώσσα που χρησιμοποιεί ένα άτομο, γλώσσα που πλάστηκε για να χρησιμοποιείται από ένα περιορισμένο σύνολο ατόμων
2. διακύβευμα = αυτό που επιδιώκει να κερδίσει κανείς διακινδυνεύοντας να υποστεί ζημιά
3. ένδεια = η μη ύπαρξη, η απουσία πραγμάτων, η φτώχεια
Η σωστή γνώση και χρήση της γλώσσας και η λακωνικότητα
� Η σωστή γνώση και χρήση της γλώσσας έχει ως αποτέλεσμα την οξύνοια και την καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας, αφού η γλώσσα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το λόγο, τη λογική (επιλέγοντας και απορρίπτοντας λέξεις αποκτούμε πνευματική ευελιξία)
� Βοηθά τον άνθρωπο να αποκτήσει το δικό του ύφος και κατ’ επέκταση αποτελεί μέσο εξατομίκευσης (δημιουργία ιδιαίτερου στυλ). Αν η γλώσσα είναι τυποποιημένη και λειτουργεί μόνο ως χρηστικό εργαλείο, ωθεί το χρήστη της στη μαζοποίηση
� Με τον ορθό χειρισμό της γλώσσας επιτυγχάνεται σωστή επικοινωνία και προάγονται οι κοινωνικές σχέσεις. Προωθείται παράλληλα η υγιής και εποικοδομητική ανταλλαγή απόψεων η οποία θεμελιώνει τη δημοκρατία
→ Η λακωνικότητα αποτελεί πνευματική αρετή. Η διατύπωση των σκέψεων με βραχύτητα είναι η απόληξη μιας απαιτητικής νοητικής διεργασίας, κατά την οποία το άτομο, μέσα από ένα πλήθος συλλογισμών-επιχειρημάτων, αξιολογεί και ακολούθως, επιλέγει τα πιο καίρια και ουσιώδη. Προϋποθέτει λοιπόν την κριτική σκέψη και βαθαίνει στο στοχασμό. Άρα: Προάγει την πνευματικότητα συνομιλητή – ακροατή – αναγνώστη
→ Η λακωνικότητα συνιστά και ηθική αρετή. Η επιλογή της σύντομης και περιεκτικής διατύπωσης αποκαλύπτει την απλότητα του χαρακτήρα, αποδεικνύει την απουσία κάθε ματαιόδοξης διάθεσης για αυτοπροβολή.
→ Η λακωνικότητα είναι επικοινωνιακή και κοινωνική αρετή. Όταν η επικοινωνία διεξάγεται μεταξύ ανθρώπων που εκφράζονται με γνήσιο λόγο, καίριο και στοχαστικό, δηλαδή λακωνικό, αποκτά άλλη ποιότητα. Ένας τέτοιος λόγος έχει απήχηση στο δέκτη, εντυπώνεται και τον υποβάλλει σε ουσιαστική θεώρηση του μηνύματος. Τελικά ο συνομιλητής επικοινωνεί επί της ουσίας με τον πομπό έχοντας κατανοήσει σε βάθος τα μηνύματα