Ο νους και η λογική, επειδή συνδέονται πολύ στενά με την ελευθερία του ανθρώπου, του δίνουν την δυνατότητα να τρέπεται εκουσίως τόσο στο καλό όσο και στο κακό[5]. Χωρίς ελεύθερη γνώμη δεν είναι νοητή καμιά ευθύνη ούτε για επιβράβευση ούτε για τιμωρία[6]. Μόνον, όταν ο άνθρωπος έχει την γνώμη του απαλλαγμένη από κάθε είδους ανάγκη, παρατηρεί ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μπορεί να διατηρείται στην κατά φύση ζωή και να προσεγγίζει τον Θεό ή να εκτρέπεται από την κοινωνία μαζί του και να κατευθύνεται προς τον θάνατο[7]. Δημιουργώντας ο Θεός αυτεξούσια την λογική φύση του ανθρώπου στέρησε την δυνατότητα στον διάβολο να ασκεί βία πάνω στον άνθρωπο. Έτσι, μόνο με την πειθώ ή τον δόλο μπορεί να επηρεάσει ο πονηρός την θέληση του ανθρώπου και να τον κάνει κοινωνό της αποστασίας του[8].
Στην περίπτωση, άλλωστε, που ο άνθρωπος δεν θα είχε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου, ώστε να μπορεί να μένει καθαρός από την αμαρτία και το κακό, ο Θεός θα εμφανιζόταν κατά τον Καβάσιλα άδικος, αφού θα ζητούσε από τον άνθρωπο πράγματα, που δεν θα είχε καταθέσει στη φύση του. Ο Θεός όμως έθεσε τις δυνάμεις του αυτεξουσίου στον άνθρωπο, για να μπορεί να πετυχαίνει το αγαθό κινούμενος ελεύθερα και όχι αναγκαστικά. Ο άνθρωπος έλαβε την «αυτονομία της γνώμης», για να διαφέρει οντολογικώς από τα ζώα, που οδηγούνται από τα φυσικά ένστικτά τους, και για να έχει την ελευθερία ως αφορμή των επιβραβεύσεων του Θεού για τον αγώνα που έκανε[9].
Στο πρόσωπο της Θεοτόκου φανερώθηκε η δυνατότητα του ανθρώπινου αυτεξουσίου να συνεργαστεί με τον Θεό και πριν την ενανθρώπηση του. Σύμφωνα με την Ορθόδοξη Παράδοση η Θεοτόκος δεν εκλέχθηκε από τον Θεό ούτε αυθαίρετα ούτε προνομιακά για την διακονία της στη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι η έλξη, που προκαλεί η μεγάλη αγάπη του Θεού προς τον άνθρωπο, όπως αυτή εκφράστηκε με όλο το έργο της σωτηρίας και κυρίως με την σταυρική θυσία του Χριστού, που νικά την ελευθερία του ανθρώπου, χωρίς να την παραβιάζει. Και τούτο, επειδή μας «σκλαβώνει» η αγάπη του, στην οποία ανταποκρινόμαστε εκούσια, ελεύθερα και αγαπητικά. Άλλωστε, ο Χριστός απευθύνεται πάντοτε στην ελευθερία του ανθρώπου με την κλήση της ελεύθερης αγάπης του[13]. Το αυτεξούσιο και η ελευθερία του ανθρώπου δεν παραβιάζονται, άλλα ούτε και περιορίζονται από την πρόγνωση του Θεού.
Στην πράξη αυτό σημαίνει, ότι ο άνθρωπος, σε όποια κατάσταση και αν βρίσκεται, μπορεί πάντοτε να επιλέξει αυτεξουσίως, και στη συνέχεια να βιώσει, την όντως ζωή. Ακόμη δηλαδή και όταν ο άνθρωπος κινείται στην περιοχή του πνευματικού θανάτου, ο Θεός δεν αφαιρεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου, δίνοντας έτσι την πρακτική δυνατότητα να ανταποκριθεί ελεύθερα στην συνεχή κλήση του για την επιστροφή στην όντως ζωή[19].
Εκείνο όμως, που μπορούν να προσδιορίσουν αποφασιστικά το αυτεξούσιο και η θέληση του ανθρώπου, κατά τον Καβάσιλα, είναι η ποιότητα της ζωής τόσο στο παρόν όσο και μετά την τελική ανάσταση. Συγκεκριμένα, όταν ο άνθρωπος στην παρούσα ζωή προσανατολίσει το αυτεξούσιο και την θέληση του σταθερά και αγαπητικά προς τον Θεό, μπορεί και στην επίγεια ζωή να προγευθεί χαρισματικώς την αΐδια ζωή του Θεού, ενώ στην μέλλουσα βασιλεία να την βιώσει στην πληρότητα της[20].
Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει σε καμιά περίπτωση με μόνη την ελεύθερη θέληση τού ανθρώπου. Η βίωση της ζωής του Τριαδικού Θεού από τον άνθρωπο αποτελεί σε τελευταία ανάλυση δωρεά της Χάριτος του Θεού, που προϋποθέτει όμως απαραιτήτως την ελεύθερη αποδοχή της από τον άνθρωπο, αλλά και την συνεχή ελεύθερη συνεργία του.
Το «εμφύσημα» δηλαδή του Θεού, ως φυσική ενέργεια προερχόμενη από την θεία φύση, δεν είναι δυνατόν να αποτελεί την ψυχή του ανθρώπου, γιατί τότε αυτή θα ήταν άτρεπτη, ως άκτιστη, και η ανθρώπινη φύση (σώμα-ψυχή) θα ήταν οντολογικώς κτιστή και άκτιστη, τρεπτή και άτρεπτη.
Τέτοια όμως οντολογική κατάσταση δεν υπάρχει σε κανένα κτίσμα. Η ανθρώπινη φύση είναι κτιστό αποτέλεσμα των ακτίστων ενεργειών του Θεού, που είναι όμως εμπλουτισμένη χαρισματικώς με την άκτιστη θεία Χάρη.
Ο ίδιος ο Τριαδικός Θεός έθεσε τον εαυτό του στον άνθρωπο με την άκτιστη θεία Χάρη και, έτσι, τον έκανε «κατ' εικόνα» και «καθ' ομοίωση» του[25]. Γι’ αυτό και ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, θεωρεί την Χάρη του Θεού στον άνθρωπο ως «μέγα και πρώτον αξίωμα» του κατ' εικόνα, που δόθηκε ως χάρισμα στον άνθρωπο κατά την δημιουργία του· με το «εμφύσημα» του Θεού προς αυτόν[26].
Η πλήρης και δυναμική παροχή της Χάριτος γίνεται με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστή[29], όταν δηλαδή συνιστάται και φανερώνεται η Εκκλησία. Το «εμφύσημα» του Χριστού συνεχίζει να πραγματώνει η Εκκλησία μυστηριακώς στα πρόσωπα των πιστών της με το βάπτισμα, όπου με την αναγέννηση τους παρέχονται οι οντολογικές προϋποθέσεις για την μετοχή της Χάριτος του Θεού.
Με τον τρόπο αυτό γίνονται χαρισματικώς μέτοχοι του Θεού, κατά τον Παλαμά, όσοι δέχτηκαν «μυστικώς» στην ψυχή τους το θείο εκείνο «εμφύσημα», που έχασε ο Αδάμ με την παρακοή[30]. Στο μέτρο μάλιστα, που το αυτεξούσιο του ανθρώπου συνεργάζεται με την θεία Χάρη, γίνεται ο άνθρωπος μέτοχος του Θεού[31], πραγματώνοντας με τον τρόπο αυτό την σωτηρία του.
Η συμβολή όμως του ανθρώπινου αυτεξουσίου στην προοπτική της σωτηρίας έχει, κατά τον Καβάσιλα, κατεξοχήν παθητικό παρά ενεργητικό χαρακτήρα. Επικεντρώνεται στο να βαστάξει και να διατηρήσει την δωρεάν προσφερθείσα Χάρη του Θεού («υπομείναι την χάριν και μη προδούναι τον θησαυρόν»)[32].Η οποία ενεργοποίηση δηλαδή του αυτεξουσίου του πιστού δεν κατευθύνεται στην κατάκτηση της θείας Χάριτος αλλά στην ενεργό διατήρηση της.
Όταν ο άνθρωπος κατευθύνει το αυτεξούσιο του προς τον Θεό και υποτάσσει το θέλημά του στο θέλημα του Θεού, εκφράζει πρακτικώς ταπεινό φρόνημα, με συνέπεια να ενεργοποιεί και να διατηρεί σταθερά ενεργό την προσφερθείσα μυστηριακώς άκτιστη θεία Χάρη. Όλη η πνευματικού χαρακτήρα επαγρύπνηση και αγωνιστικότητα του πιστού έχει το νόημα, ότι δεν επιτρέπει να εισάγονται μέσα του εκείνα τα στοιχεία, που εναντιώνονται στην όντως ζωή και προκαλούν τον πνευματικό θάνατο απενεργοποιώντας ουσιαστικά την θεία Χάρη[33].
Άλλωστε, η ενεργός παρουσία της θείας Χάριτος στους πιστούς ερμηνεύει άριστα, γιατί η αγιότητα και οι επιμέρους αρετές τους δεν αποτελούν έργο της ανθρώπινης φύσεως και δραστηριότητας («της ανθρωπείας φύσεως και σπουδής»)[34], οντολογικό δηλαδή γνώρισμα του ανθρώπου και επίτευγμα της αυτεξούσιας ενέργειας τους. Ως αρετή του ανθρώπου φανερώνεται στην Εκκλησία η πολλαπλή φροντίδα του πιστού για την διατήρηση της θείας Χάριτος ενεργοποιημένης[35]. Σε καμιά περίπτωση όμως η αρετή αυτή δεν αποτελεί καθαρά ανθρώπινη ενέργεια, αλλά καρπό της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Όταν ο άνθρωπος με την παραπάνω υποταγή εναρμονίσει την θέλησή του με το θέλημα του Θεού, εξασφαλίζει την αγαθότητα της θελήσεώς του, η οποία πιστοποιείται με την φανέρωση της τέλειας αγάπης[38], η οποία αποτελεί (άκτιστο) καρπό της Χάριτος και ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
Με άλλα λόγια οι πιστοί έχουν τις οντολογικές προϋποθέσεις για να υποτάξουν την αυτεξούσια θέλησή τους στο θέλημα του Χριστού, επειδή αποτελούν ζωντανά μέλη του μυστηριακού σώματός του. Άλλωστε, η οντολογική-μυστηριακή ενότητα του Χριστού με τους πιστούς έχει ως πνευματική συνέπεια την κοινωνία των πιστών στο θείο θέλημα του Χριστού[39].
Η εναρμόνιση τής θελήσεως των πιστών με το θέλημα του Χριστού αποτελεί πράξη με θεμελιώδη σημασία για τους πιστούς, επειδή διαψεύδεται στην πράξη η ζωντανή οντολογική σχέση τους με τον Χριστό, όταν λείπει η εναρμόνιση αυτή[40] . Η ζωντανή οντολογική σχέση των πιστών με τον Χριστό, που προκύπτει από την χαρισματική εξάρτηση και τροφοδοσία των πιστών από την «καρδιά» του Χριστού, εκφράζεται στο μέτρο, που ταυτίζεται η θέληση τους με την θέληση του Χριστού[41].
Κατά συνέπεια, στον λογισμό πρέπει να στραφεί πρωτίστως το πνευματικό ενδιαφέρον των πιστών. Απομακρύνοντας συνειδητά και ελεύθερα οι πιστοί το ενδιαφέρον τους από τα μάταια πράγματα και έχοντας την καρδιά τους γεμάτη από αγαθούς λογισμούς, πρακτικά πλέον, δεν αφήνουν χώρο στους πονηρούς λογισμούς[42]. Με τον τρόπο αυτό παρέχουν τον εαυτό τους δεκτικό για την αποδοχή και βίωση του θελήματος του Χριστού, πράγμα που εγγυάται την φανέρωση της άκτιστης θείας Χάριτος του Τριαδικού Θεού.
Η βοήθεια, που παρέχει ο Χριστός στα χαρισματικά μέλη του, δεν είναι άλλη, κατά τον Καβάσιλα, παρά αυτή η άχτιστη θεία Χάρη των μυστηρίων της Εκκλησίας. Μέσα από τα μυστήρια ο Χριστός ενεργεί ακτίστως με την Χάρη του όχι μόνο ως αναδημιουργός και «προπονητής» αλλά και ως «συναγωνιστής» και «στέφανος» των πιστών.
Ως «συναγωνιστής», βέβαια, είναι αυτονόητο, ότι βοηθεί τους αγωνιζόμενους και όχι τους αναπαυόμενους[45]. Αγωνιζόμενος στην προοπτική της σωτηρίας του είναι εκείνος ο πιστός, ο οποίος καταθέτει αγαπητικά και συνεχώς την ελευθερία και την θέλησή του στον Θεό για να οικειωθεί το θέλημα του Θεού. Η δυναμική και αγωνιστική αυτή πράξη αποτελεί έκφραση εσχάτης ταπεινοφροσύνης, που ελκύει την Χάρη του Θεού, μέσα από την οποία φανερώνεται η δόξα του Θεού κατά την μαρτυρία του Χριστού[46].