Περίπτωση Δημιουργίας - Point of view

Εν τάχει

Περίπτωση Δημιουργίας





    Α. Εισαγωγή

    Είναι ιδιαίτερα τολμηρό να θελήσει κανείς να εξετάσει την αντίληψη για τον χώρο και τον χρόνο που προϋποθέτουν οι αντιλήψεις και διδασκαλίες της ορθόδοξης θεολογίας. Αν όμως περιορίσουμε το ενδιαφέρον μας στο ζήτημα της δημιουργίας του κόσμου-σύμπαντος τότε υπάρχει ένα αρκετά ασφαλές έδαφος στο οποίο μπορούμε να κινηθούμε.


Είναι προφανές ότι δεν ήταν οι χριστιανοί αυτοί που ασχολήθηκαν πρώτοι με το ζήτημα της δημιουργίας του σύμπαντος. Εν τούτοις σταδιακά με την εξέλιξη της χριστιανικής θεολογίας αναπτύχθηκαν καινοτόμες ιδέες πάνω στο ζήτημα αυτό, οι οποίες έρχονται από το μακρινό παρελθόν για να συναντήσουν τους σύγχρονους προβληματισμούς.


Δεν υπάρχει ανθρώπινος πολιτισμός, θρησκεία ή φιλοσοφική παράδοση που να μην έχει μια διήγηση σχετικά με την δημιουργία του κόσμου. Δεν μπορούμε να μην αναρωτηθούμε τί άραγε να κρύβεται πίσω από τον θαυμαστό κόσμο που μας φανερώνουν οι αισθήσεις μας. Αν και το ερώτημα μας απασχολεί χιλιετίες και η επιστημονική πρόοδος που διανύθηκε στο διάστημα αυτό είναι διαστημική, εν τούτοι οι απαντήσεις, οι παλιές και οι νέες μοιάζουν εξαιρετικά μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολλές επιλογές: ή θα υποθέσει κανείς ότι το σύμπαν έχει υπερφυσικά χαρακτηριστικά και θα το θεωρήσει άναρχο, αιώνιο και ικανό να “δημιουργήσει” τον κόσμο που βλέπουμε, ή αν όχι, δεν μπορεί παρά να επικαλεσθεί μια υπερφυσική αρχή, η οποία είναι αυτή που κρύβεται πίσω από αυτό.


Στην αρχαιότητα η πλέον δημοφιλής επιλογή ήταν η πρώτη, αν και μέσα στο υπερφυσικό σύμπαν “ζουσαν” και “δραστηριοποιούνταν” πλήθος άλλων υπερφυσικών οντοτήτων. Όταν η αρχαία ελληνική σκέψη αντικατέστησε το πλήθος των θεοτήτων με την μία θεότητα, άρχισε η μεγάλη περιπέτεια της αναζήτησης της σχέσης αυτής της θεότητας με το σύμπαν, αν και αρχικά δεν αμφισβητήθηκε ο υπερφυσικός χαρακτήρας του σύμπαντος. Οι δύο όμως υπέρτατες υπερφυσικές οντότητες η θεότητα και το σύμπαν δεν μπορούσαν να είναι άσχετες μεταξύ τους και ήταν αναπότρεπτο η κυρίαρχη οντότητα να είναι η θεότητα. Το σύμπαν, ως πρώτη ύλη είναι άναρχο και αιώνιο, αλλά είναι η θεότητα που του δίνει την συγκεκριμένη μορφή που βλέπουμε.


Το σχήμα αυτό, αν και φαίνεται απλό και σαφές, εντούτοις εμφανίζει σημαντικά προβλήματα τα οποία απαιτούν επίλυση. Το πρώτο είναι το ερώτημα με ποιο τρόπο συνδέεται η θεότητα με τον κόσμο και το δεύτερο είναι πως εξηγείται το γεγονός ότι ο κόσμος έχει μια φωτεινή και μια εξαιρετικά σκοτεινή πλευρά. Η μονοθεϊστική αρχαιοελληνική σκέψη απαιτεί η θεότητα να είναι το απόλυτο αγαθό, να μην έχει καμμιά σκοτεινή πλευρά. Αν δεν έχει κανείς την διάθεση να διαχωρίσει την θεότητα σε μια καλή και μια κακή, τότε δεν έχει άλλη επιλογή από το να χωρίσει την δημιουργία σε καλή και κακή. Η καλή θα μαρτυρεί για την σοφία την παντοδυναμία και την αγαθότητα της θεότητας και η κακή θα επιφορτίζεται με ότι θεωρούμε ως σκοτεινή πλευρά του κόσμου. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια διαδικασία “παραγωγής” της σκοτεινής πλευράς από την καλή που να μην σχετίζεται με την θεότητα. Με άλλα λόγια μια ιστορία πτώσης. Ο Πλάτωνας έθεσε τα φιλοσοφικά θεμέλια αυτής της ιστορίας συνδέοντας την καλή με το πνεύμα και την σκοτεινή με το σώμα.


Β. Η Δημιουργία από το μηδέν

Η εβραϊκή θεολογική παράδοση απαιτεί την δημιουργία του κόσμου από το μηδέν, πλην όμως δεν είχε ανεπτυγμένη φιλοσοφική σκέψη και έτσι οι εβραίοι δεν πολυασχολήθηκαν με τα θέματα που συζητάμε εδώ. Και οι χριστιανοί, κληρονόμοι της βιβλικής διδασκαλίας για την δημιουργία του σύμπαντος από το μηδέν, για μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως περισσότερο από 200 χρόνια δεν λεπτολόγησαν πάνω στο ζήτημα αυτό. Όμως καθώς ο χριστιανισμός διαμορφωνόταν σε συγκεκριμένη φιλοσοφική και θεολογική διδασκαλία, άρχισε να δέχεται τα πυρά και την κριτική από τους εθνικούς φιλοσόφους και έτσι οι πατέρες της εκκλησίας χρειάστηκε να απαντήσουν σε μια σειρά από ζητήματα που αφορούσαν την δημιουργία του κόσμου.


Υπάρχει μια απόλυτη σταθερά και ένα απόλυτο αδιέξοδο στην χριστιανική διδασκαλία για την δημιουργία του κόσμου. Η σταθερά είναι ότι η θεότητα είναι απόλυτα ανεξάρτητη από τον κόσμο και ο κόσμος απόλυτα εξαρτημένος από την θεότητα. Το αδιέξοδο προβάλει από την διδασκαλία για την δημιουργία του κόσμου από το μηδέν. Παρεμπιπτόντως να υπενθυμίσουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες δεν γνώριζαν την μαθηματική έννοια του μηδενός. Το αδιέξοδο προκύπτει από το μηδέν: τι ακριβώς είναι αυτό το μηδέν; Και εδώ αρχίζει ο προβληματισμός σχετικά με τον χώρο και τον χρόνο.


Υπάρχει η σαφής πατερική διδασκαλία ότι ο χώρος και ο χρόνος είναι δημιουργήματα του Θεού, δεν υπήρχαν πριν την δημιουργία του κόσμου. Τι υπήρχε λοιπόν πριν την δημιουργία του κόσμου; Η απλοϊκή απάντηση είναι: μόνο ο Θεός. Αυτό όμως σημαίνει ότι ο κόσμος προήλθε μέσα από τον Θεό, βρίσκεται τρόπον τινά στο εσωτερικό του Θεού, κάτι που είναι απαράδεκτο για τις χριστιανικές αντιλήψεις. Αν όμως ο κόσμος δεν προήλθε μέσα από τον Θεό, θα πρέπει να υποθέσουμε ότι προήλθε από κάπου αλλού, από το τίποτα, αλλά τότε θα πρέπει να υποθέσουμε ότι δίπλα στον Θεό υπάρχει το τίποτα κάτι που είναι εξίσου αδιανόητο για την χριστιανική θεολογία.


Οι χριστιανοί θεολόγοι είναι υποχρεωμένοι να εκλεπτύνουν την απλοϊκή διδασκαλία για την δημιουργία του κόσμου από το μηδέν, γιατί ακριβώς δεν μπορούν να ορίσουν την θέση και την ποιότητα αυτού του μηδενός. Το μηδέν δεν μπορεί να υπάρχει γιατί αν υπήρχε θα περιόριζε την παντοδυναμία του Θεού, επομένως η εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου απαιτούσε νέα προσέγγιση. Το πρόβλημα προσπάθησε να λύσει ο πρώτος μεγάλος χριστιανός θεολόγος ο Ωριγένης, ο πρώτος που θέλησε να συστηματοποιήσει την χριστιανική θεολογία και προκειμένου να διατηρήσει αλώβητο τον πανάγαθο Θεό εισηγήθηκε την άποψη ότι δημιουργία του κόσμου έλαβε χώρα σε δύο χρόνους και επίπεδα.


Σε πρώτο χρόνο ο Θεός δημιούργησε τον τέλειο και άχρονο κόσμο των ψυχών, που ήταν μια εξέλιξη του κόσμου των ιδεών του Πλάτωνα, οι οποίες ψυχές για κάποιο λόγο βαριούνται την αιωνιότητα και ο κόσμος τους μετασχηματίζεται, δίκην τιμωρίας στο υλικό σύμπαν που εμείς παρατηρούμε. Οι λεπτομέρειες[1] δεν μας ενδιαφέρουν απλά λέμε ότι η διδασκαλία αυτή απορρίφθηκε με έμφαση από τους χριστιανούς πατέρες της Εκκλησίας γιατί ουσιαστικά δίπλα στην θεότητα τοποθετείται και η έστω πνευματική δημιουργία, τα ερωτήματα όμως ζητούσαν απαντήσεις.


Γ. Η θεωρία των λόγων των όντων

Η λύση προήλθε από την ολοκλήρωση της σύνθεσης της εννοίας του ηρακλείτειου και στωικού λόγου με την έννοια της πλατωνικής ιδέας, όπως αυτή θεμελιώθηκε από τον Φίλωνα τον Αλεξανδρέα και ολοκληρώθηκε από τον Μάξιμο τον Ομολογητή[2]. Στην τελική διαμόρφωση εισάγεται η διάκριση του νου της θεότητας στον οποίο υπάρχουν από πάντα οι λόγοι των όντων, δηλαδή τα σχέδια, οι προδιαγραφές των όντων και οι νόμοι της φύσης που διέπουν την κίνηση των σωμάτων. Η Δημιουργία λοιπόν η οποία αρχικά υπάρχει ώς ένα σύμπαν λόγων κάποια “στιγμή”, υλοποιείται στον κόσμο τον οποίο βλέπουμε, όχι όμως μια άπαξ γενόμενη πράξη, όπως ο κόσμος του Πλάτωνα ή του Ωριγένη, αλλά ως μια διαρκής υλοποίηση, οι κανόνες της οποίας καθορίζονται από τους λόγους. Σημαντική λεπτομέρεια του σχήματος αυτού είναι ότι οι λόγοι έχουν μια δυναμική σχέση μεταξύ τους, δεν πρόκειται για μια στατική και αμετάβλητη κατάσταση, αλλά για συνθετική πορεία που οδεύει προς το μέλλον. Το σύμπαν των λόγων δεν είναι στατικό, αλλά πορεύεται προς ένα μέλλον, μόνο που το μέλλον αυτό συνδέεται με τον χρόνο του υλικού σύμπαντος, όταν αυτός φτάνει στα έσχατα!


Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η πορεία των όντων αν και εξαρτάται από τους λόγους τους, εν τούτοις ενέχει και κάποιο στοιχείο απροσδιοριστίας, ή αν θέλετε ελευθερίας γεγονός που σημαίνει ότι η πορεία του σύμπαντος δεν είναι ντετερμινιστικά καθορισμένη από τους λόγους των όντων, και με τον τρόπο αυτό η θεολογία προσπαθεί να εξηγήσει την εμφάνιση του κακού στον κόσμο. Η αμαρτία του Αδάμ και της Εύας έχει σαν συνέπεια την διατάραξη της σχέσης των όντων με τους λόγους τους. Αρχικά η διατάραξη αφορά τον άνθρωπο αμέσως όμως διαταράσσεται και ο υπόλοιπος φυσικός κόσμος.


Αν θελήσει κανείς να εκλάβει την παραπάνω διδασκαλία της θεωρίας των λόγων των όντων (ΘΛ) στην ονομαστική της αξία γρήγορα και εύκολα θα την απορρίψει, γιατί έρχεται σε σύγκρουση με βασικές επιστημονικές γνώσεις, π.χ. μεταξύ άλλων, γιατί εμφανίζει την λειτουργία των φυσικών νόμων του σύμπαντος να εξαρτάται από την συμπεριφορά του ανθρώπου. Κάποιες απόψεις που έχουν διατυπωθεί και προσπαθούν να δικαιώσουν μια τέτοια αντίληψη στηρίζονται σε ακραίες ερμηνείες της κβαντικής φυσικής οι οποίες καταπίπτουν εύκολα και για τον λόγο αυτό δεν γίνονται δεκτές από την πλειοψηφία των φυσικών. Η τυχόν επίκλησή τους μάλλον μειώνει την αξία της ΘΛ καθώς την εντάσσουν σε ένα σύνολο παραεπιστημονικών απόψεων.


Στην πραγματικότητα η ΘΛ είναι μια εξαιρετικά εκλεπτυσμένη προσέγγιση του ζητήματος της δημιουργίας του κόσμου και καθώς είναι το αποτέλεσμα της πνευματικής και φιλοσοφικής προσπάθειας μιας μακριάς σειράς διανοουμένων εξαιρετικά υψηλού επιπέδου, η οποία τελικά διαμόρφωσε μια περιγραφή που μοιάζει σε πολλά σημεία με τις απόψεις που διαμορφώνονται στην σύγχρονη κοσμολογία. Με μια δε από αυτές, στην οποία θα αναφερθούμε στην συνέχεια, θα έλεγε κανείς ότι σχεδόν ταυτίζεται.


Η κεντρική ιδέα είναι ότι η πραγματικότητα είναι αρθρωμένη σε δύο επίπεδα, ένα “χώρο” στον οποίο ζουν κινούνται και εξελίσσονται οι λόγοι των όντων, δηλαδή νοητές οντότητες οι οποίες περιγράφουν και ορίζουν την ύπαρξη και την εξέλιξη των όντων και ένα άλλο “χώρο” στον οποίο ζουν κινούνται και εξελίσσονται τα όντα, ως υλοποιήσεις των λόγων. Αυτοί οι δύο χώροι συναντώνται και ταυτίζονται στο μέλλον, στα έσχατα και ο “τόπος” της συνάντησης είναι η πηγή των λόγων ο Λόγος, δηλαδή η θεότητα. Το κοντινότερο σύγχρονο ανάλογο των λόγων των όντων είναι συναρτήσεις στον χώρο των φάσεων που περιγράφουν την εξέλιξη των φυσικών οντοτήτων[3].


Το κύριο χαρακτηριστικό που διαφοροποιεί τους δύο χώρους είναι ο χρόνος. Ο χρόνος των λόγων χαρακτηρίζεται από την αϊδιότητα ενώ ο χρόνος των όντων από την αιωνιότητα. Η αϊδιότητα είναι ένας άχρονος χρόνος, είναι χρόνος γιατί στα πλαίσιά της συμβαίνουν αλλαγές, αλλά είναι αλλαγές εκτός του χρόνου που εμείς γνωρίζουμε, ο οποίος είναι ο χρόνος της δικής μας καθημερινότητας. Οι αλλαγές που συμβαίνουν στον αΐδιο χρόνο του Θεού είναι τρεις, με κέντρο την ενσάρκωση με την οποία συναρτάται η δημιουργία του κόσμου των λόγων και τέλος της υλοποίησης των λόγων των όντων σε αισθητό σύμπαν.


Δ. Η σύγχρονη κοσμολογία

Στην σύγχρονη εποχή, οι προτιμήσεις των κοσμολόγων και των φυσικών στρέφονταν κυρίως προς ένα σύμπαν αιώνιο και αμετάβλητο, μέχρις ότου έγινε κατανοητό ότι η Μεγάλη Έκρηξη ήταν κάτι το οποίο δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί με επιτυχία. Αφού λοιπόν το σύμπαν δεν ήταν αμετάβλητο, οι προτιμήσεις των κοσμολόγων στράφηκαν στην επόμενη εναλλακτική, αυτή που προτιμούσαν οι αρχαίοι στωϊκοί και οι ανατολικές θρησκευτικές παραδόσεις, δηλαδή σε ένα παλλόμενο σύμπαν, που άλλαζε μεν, όμως δεν είχε αρχή ούτε τέλος. Η ιδέα σε γενικές γραμμές ήταν η εξής: το σύμπαν ξεκινά με την Μεγάλη Έκρηξη και καταλήγει σε μια Μεγάλη Σύνθλιψη από την οποία αναπηδά εκ νέου ένα νέο σύμπαν μετά από μια νέα Μεγάλη Έκρηξη. Η ιδέα αυτή μοιάζει με τις ιδέες των αρχαίων με μια τεράστια διαφορά. Οι σύγχρονοι κοσμολόγοι χρησιμοποιούν μια εξαιρετικά αναπτυγμένη μαθηματική γλώσσα, η οποία περιγράφει και ταυτόχρονα ελέγχει τις διηγήσεις για την δημιουργία τις οποίες αναπτύσσουν. Οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν το μόνο εργαλείο που είχαν, την διαίσθησή τους.


Τα τελευταία 20 χρόνια όμως τα πράγματα άλλαξαν με ένα πολύ ενδιαφέροντα τρόπο. Φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης της κοσμικής ακτινοβολίας υποβάθρου φανερώνουν ότι η εκδοχή του παλλόμενου σύμπαντος είναι ασύμβατη με τις παρατηρήσεις οι οποίες υποστηρίζουν, πολύ ισχυρά, την εκδοχή του ανοικτού σύμπαντος, δηλαδή ενός σύμπαντος που έχει αρχή και επεκτείνεται επ’ άπειρον, επομένως πλέον είμαστε υποχρεωμένοι να μιλάμε για Δημιουργία. Έτσι χωρίς να το καταλάβουν οι σημερινοί κοσμολόγοι έχουν έρθει στην θέση των χριστιανών θεολόγων της αρχαιότητας. Και οι μεν και οι δε μιλούν για Δημιουργία, αλλά πρέπει να αντιμετωπίσουν το ερώτημα από “που” προέκυψε αυτή η Δημιουργία.


Υπάρχει ένα φυσικό φαινόμενο το οποίο μοιάζει να δείχνει τον δρόμο που θα μπορούσε ένας κοσμολόγος να ακολουθήσει προκειμένου να επιλύσει το ζήτημα της δημιουργίας. Είναι η κβαντική ταλάντωση του μηδενός, δηλαδή η εφαρμογή της αρχής της Απροσδιοριστίας του Χάιζενμπεργκ χάρη στην οποία εμφανίζονται σωματίδια στο κενό από το πουθενά, γεγονός που είναι πολλαπλά επιβεβαιωμένο στα διάφορα εργαστήρια. Μπορεί κανείς να φαντασθεί, όχι αυθαίρετα αλλά με βάση τις υπάρχουσες γνώσεις και την μαθηματική ανάλυση, ένα ανάλογο μηχανισμό από τον οποίον να προκύπτει το σύμπαν που βλέπουμε. Όμως και πάλι θα πρέπει να φαντασθεί μια προϋπάρχουσα της Μεγάλης Έκρηξης κατάσταση που θα περιλαμβάνει φυσικές πραγματικότητες και φυσικούς νόμους, που θα προηγούνται του χώρου και του χρόνου, που όπως και στην χριστιανική αντίληψη, εμφανίζονται μαζί με την Μεγάλη Έκρηξη. Από καθαρά λογική-φιλοσοφική άποψη, η θεολογική και η επιστημονική άποψη είναι ισοδύναμες: είναι θέμα ορολογίας. Η μεν ονοματίζει την προϋπάρχουσα κατάσταση Θεός η δε αρχέγονη κατάσταση συν φυσικοί νόμοι.


Ε. Η θεωρία του Roger Penrose

Οι επιστήμονες έχουν πολλή δημιουργική φαντασία όσον αφορά την έκφανση διαφόρων σεναρίων για το τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε από αυτήν την προϋπάρχουσα κατάσταση να αναδυθεί το σύμπαν που βλέπουμε. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει η πρόταση του πολύ γνωστού φυσικού και κοσμολόγου Roger Penrose. Η πρόταση του οδηγεί σε μια διήγηση που πλησιάζει πολύ αυτήν που παρουσιάσαμε στο πρώτο μέρος της εισήγησης. Ο Penrose την παρουσιάζει στο βιβλίο του Cycles of Time, από το οποίο στην συνέχεια θα μεταφέρουμε τα κεντρικά της σημεία.


Ο Penrose στο βιβλίο[4] αυτό εξετάζει τις διάφορες εναλλακτικές διηγήσεις που είναι σήμερα επίκαιρες, εξηγεί τους λόγους που δεν τον πείθουν και αναπτύσσει διεξοδικά την δική του ιδέα, την οποία, όπως θα έπρεπε, την ονοματίζει φιλοσοφική άποψη και όχι επιστημονική θεωρία. Σε γενικές γραμμές σήμερα κυριαρχούν δύο ιδέες, η παλιά ιδέα του παλλόμενου σύμπαντος η οποία βασίζεται στην υπόθεση ότι με κάποιο τρόπο το σύμπαν στο απώτερο μέλλον, ο χρόνος είναι άπειρα διαθέσιμος και κανείς μπορεί να υποθέσει ότι θέλει για τότε, θα καταλήξει σε μια τεράστια μαύρη τρύπα η οποία θα μετεξελιχθεί σε μια λευκή τρύπα που θα είναι η αφετηρία του νέου σύμπαντος. Τρόπον τινά η ύλη που χάνεται στην Μαύρη Τρύπα ξεπηδά κάπου αλλού ως Λευκή Τρύπα. Η άλλη ιδέα είναι το πολυσύμπαν, όπου έχουμε μια διαρκή δημιουργία συμπάντων, τα οποία δημιουργούνται άπειρα στον αριθμό με διαδικασίες ανάλογες της κβαντικής ταλάντωσης του κενού, και ένα από τα οποία είναι το δικό μας. Στο τέλος τα σύμπαντα αυτά πεθαίνουν και χάνονται.


Σε αυτές τις ιδέες ο Penrose αντιπαραθέτει την δική του που είναι μια αλληλουχία συμπάντων, όπου το ένα διαδέχεται το άλλο. Δεν έχουμε μια κυκλική κίνηση αλλά μια ανοικτή πορεία, διαδοχικών διαφορετικών συμπαντικών κύκλων τους οποίους ονομάζει αιώνες, εξου και ο τίτλος της πρότασης. Ο Penrose στηρίζει την πρότασή του σε δύο εύλογες και μια αμφισβητήσιμη υπόθεση. Η πρώτη υπόθεση είναι ότι στην πρώτη αρχή της Μεγάλης Έκρηξης η θερμοκρασία ήταν τόσο μεγάλη ώστε η μάζα ηρεμίας της ύλης μπορεί να αγνοηθεί, κάτι που είναι αρκετά εύλογο. Η δεύτερη είναι ότι μετά την παρέλευση ενός τεράστιου χρονικού διαστήματος, της τάξης 10100 και ο χρόνος σε ένα ανοικτό σύμπαν είναι άφθονος μπορεί να υποθέσει κανείς ένα ακόμα μεγαλύτερο νούμερο, τότε και πάλι η ύλη χάνει την μάζα ηρεμίας της και με διάφορους μηχανισμούς μετατρέπεται σε ακτινοβολία, κυρίως με την εξάτμιση των μελανών οπών μέσα από τον μηχανισμό Hawking.


Η τρίτη και πλέον αμφιλεγόμενη υπόθεση είναι αυτή με την οποία ο Penrose προσπαθεί να αντιμετωπίσει το σημαντικότερο πρόβλημα που έχουν όλες οι άλλες ιδέες, την συμβατότητά τους με το δεύτερο θερμοδυναμικό αξίωμα. Η άποψη του Penrose είναι ότι μέσα στις μελανές οπές καταστρέφεται πληροφορία και κατά συνέπεια με την εξάτμιση των μελανών οπών η εντροπία του σύμπαντος διαρκώς μειώνεται μέχρις να φθάσει στο ελάχιστο το οποίο είναι απαραίτητο έτσι ώστε να αρχίσει ένας νέος κύκλος σύμπαντος.


Το ενδιαφέρον για εμάς, στην φιλοσοφία του Penrose βρίσκεται στην μαθηματική ανάλυση στη οποία στηρίζει τις ιδέες του. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Penrose είναι δεδηλωμένος μαθηματικός πλατωνιστής, πιστεύει δηλαδή ότι το σύνολο της πραγματικότητας αποτελείται από την σύνθεση τριών διαφορετικών χώρων, ενός μαθηματικού χώρου ενός πνευματικού και ενός υλικού, όπου όλοι αλληλοεξαρτώνται.[5] Ήδη το σχήμα αυτό σχεδόν ταυτίζεται τε την ΘΛ. Και σε αυτήν υπάρχει ο κόσμος των λόγων, ο κόσμος των πνευματικών όντων, στην περίπτωσή μας άγγελοι δαίμονες και ψυχές ανθρώπων και ο φυσικός κόσμος, ο κόσμος των αισθήσεων. Μπορούμε να αντιστοιχίσουμε τον κόσμο των λόγων με τον Πλατωνικό μαθηματικό κόσμο, τον πνευματικό κόσμο με τον κόσμο των πνευμάτων και των λογικών όντων και ο φυσικός κόσμος είναι κοινός και για τα δύο σχήματα. 


Ο Penrose λοιπόν συνέλαβε την ιδέα ενός μαθηματικού χώρου των φάσεων, όπου επικρατεί ένα είδος περιγραφής του φυσικού κόσμου στην οποία τα πάντα περιγράφονται με συναρτήσεις που διατηρούν σταθερή μορφή ασχέτως της κλίμακας μεγέθους του φυσικού κόσμου. Δηλαδή παραμένουν σταθερές και στην κλίμακα του πολύ μικρού και στην κλίμακα της καθημερινότητας αλλά και στην κλίμακα του πολύ μεγάλου. Πρόκειται για τις σύμμορφες απεικονίσεις στις οποίες οι γωνίες διατηρούνται σταθερές και επομένως αναλογίες, δηλαδή οι λόγοι παραμένουν σταθεροί και ανεξάρτητες του μεγέθους. Οι δύο πρώτες υποθέσεις που προαναφέραμε είναι αυτές που επιτρέπουν στον Penrose να περιγράφει το σύμπαν με σύμμορφες απεικονίσεις. Στις σύμμορφες απεικονίσεις αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι παραμένουν συνεχείς εκεί που οι συνήθεις συναρτήσεις απειρίζονται.


Με απλά λόγια η ιστορία του σύμπαντος καθορίζεται από ένα σύνολο σχέσεων που διατηρούνται αμετάβλητες ενώ το σύμπαν έχει την δυνατότητα να αλλάζει μέγεθος με όποιο τρόπο θέλουμε. Η πορεία λοιπόν του κάθε φυσικού όντος περιγράφεται από κάποια μαθηματική σχέση-φυσικό νόμο, που το ακολουθεί, μένοντας αμετάβλητη, σε όλη τον ιστορία του, σε όλη την ιστορία του σύμπαντος. Μάλιστα ο Penrose έχει λόγους να τοποθετεί την πληρότητα της ιστορίας του σύμπαντος στο έσχατο- απώτερο μέλλον.


Η ιστορία λοιπόν του σύμπαντος έχει μια συνέχεια, δεν παρουσιάζει ανωμαλίες, η μετάβαση από το μέλλον ενός κύκλου στο ξεκίνημα του νέου, δηλαδή από τον ένα αιώνα στον άλλο είναι ομαλή, με την έννοια ότι οι μαθηματικές σχέσεις, δηλαδή οι σύμμορφες απεικονίσεις που την καθορίζουν είναι συνεχείς, και λέμε εμείς προφανώς αιώνιες. Ας θυμηθούμε ξανά ότι οι συναρτήσεις αυτές, για τον Penrose αλλά πληθώρα άλλων μαθηματικών και φυσικών έχουν ανεξάρτητη υπόσταση.


Ϛ​. Η σύγκλιση αρχαίων και συγχρόνων

Το σχήμα του Penrose είναι εξαιρετικά όμοιο με το σχήμα που ανέπτυξαν οι θεολόγοι της αρχαιότητας, αυτό που αλλάζει είναι η ορολογία. Οι λόγοι των όντων αντιστοιχούν στις σύμμορφες συναρτήσεις που ορίζουν την εξέλιξη του σύμπαντος. Από μια άποψη οι λόγοι των όντων μοιάζουν με όλα τα είδη των συναρτήσεων που “ζουν” στον χώρο των φάσεων, αλλά η πρόταση του Penrose ορίζει τις συναρτήσεις αυτές ως λόγους-αναλογίες που παραμένουν σταθερές καθώς το σύμπαν εξελίσσεται και επομένως μορφολογικά προσεγγίζει εντυπωσιακά την αρχαία κατανόηση. Αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την ΘΛ τα όντα έχουν κάποιο βαθμό ελευθερίας σε σχέση με τους λόγους, γεγονός που επιτρέπει την υπόθεση ότι μπορούν να υλοποιηθούν με περισσότερους από ένα τρόπους και ενδεχομένως με περισσότερες από μια φορές. Βέβαια κάτι τέτοιο θα ακουγόταν βλάσφημο στα αυτιά των αρχαίων θεολόγων. Όμως η αλληλουχία των αιώνων του Penrose είναι πλήρως συμβατή με μια αλληλουχία αιώνων βασισμένη στην ΘΛ.


Το ερώτημα που προβάλει είναι άραγε είναι τυχαία αυτή η ομοιότητα; Η απάντησή μου είναι ότι, όχι δεν είναι τυχαία και η αιτιολόγηση της απάντησης αυτής βασίζεται στην παρατήρηση ότι η βαθύτερη δομή της πραγματικότητας δεν είναι προσεγγίσιμη από τις αισθήσεις μας. Τουλάχιστον προς στιγμή, ενδεχομένως όμως και για πάντα η γνώση αυτή παραμένει έμμεση, συμπερασματική και για τον λόγο αυτό φιλοσοφική και κυριολεκτικά μεταφυσική. Όσον αφορά την αναλυτική προσέγγιση του σύμπαντος η επιστημονική γνώση μας δίνει τεράστιο πλεονέκτημα σε σχέση με τους αρχαίους. Όσον όμως αφορά την φιλοσοφική προσέγγιση που είναι σε μεγάλο μέρος διαισθητική, οι σύγχρονοι δεν έχουν μεγάλη διαφορά από τους αρχαίους.


Ελπίζω να γίνεται κατανοητό ότι η επισήμανση του γεγονότος ότι η αρχαία θεωρία των λόγων προσεγγίζει μια σύγχρονη επιστημονική προσέγγιση δεν αποδεικνύει την θεολογική αλήθειά της. Η εκ παραλλήλου αντιπαράθεση δύο διαφορετικών περιγραφών του σύμπαντος έχει ως στόχο το να αναδείξει τα πολύτιμα πολιτιστικά στοιχεία που κρύβονται μέσα στις αρχαίες παραδόσεις και ειδικότερα στην χριστιανική παράδοση, τα οποία θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν στο να επιλέξουμε τα μονοπάτια τα οποία πρέπει να ακολουθήσει η σύγχρονη επιστημονική σκέψη προκειμένου να επιλεγούν οι κατάλληλες φιλοσοφικές απαντήσεις σε σημαντικά υπαρξιακά ερωτήματα, όπως αυτό της δημιουργίας του σύμπαντος.


Με την έννοια αυτή ίσως αποδειχθεί ότι η αλήθεια και η αξία της μεσαιωνικής χριστιανικής παράδοσης, δηλαδή θεολογίας και φιλοσοφίας, να μην βρίσκεται εκεί που διδάσκει η Εκκλησία, αλλά να είναι θαμμένη σε ένα άλλο βαθύτερο επίπεδο. Και η αξία αυτή είναι σημαντική και διαθέσιμη για τα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας που δεν είναι διατεθειμένη να ταυτιστεί με την Εκκλησία. Ουσιαστικά η ανάλυση που παρουσιάσαμε είναι πρωτίστως μια πρόσκληση για μια δημιουργική σχέση με το σύνολο του πολιτιστικού μας παρελθόντος.


Εστίαση στο ζήτημα της Δημιουργίας και παράκαμψη ζητημάτων όπως της θείας λειτουργίας.

Για τον χώρο και τον χρόνο για τους οποίους δεν έχουμε πρόσβαση μπορούμε να υποθέτουμε ότι θέλουμε, αρκεί να μην έρχεται σε αντίθεση με αυτά τα οποία ήδη γνωρίζουμε με σχετική ασφάλεια.



Του Γεωργίου Μέσκου, Δρος Θεολογίας




Εικόνα: Η καλλιτεχνική αναπαράσταση των ισομορφικών "όντων"




[1] Για περισσότερα βλ. Αθανασίου Βλέτση, Το Προπατορικό Αμάρτημα, Εκδόσεις Τέρτιος

[2] Για περισσότερα βλ. Γεωργίου Μέσκου, Η Υπόθεση των Λογικών Κβάντων, Αρμός 2007


[4] ROGER PENROSE, Cycles of Time An Extraordinary New View of the Universe THE BODLEY HEADLONDO 2013

[5] βλ. Roger Penrose, Αναζητώντας την πραγματικότητα Εκδόσεις Γκοβόστη, σελ. 18 κ.ε.
via

Pages