Ποιητική αδεία και συναφή γλωσσικά ζητήματα - Point of view

Εν τάχει

Ποιητική αδεία και συναφή γλωσσικά ζητήματα



Θέλοντας να μιλήσουμε για το αναγνωρισμένο προνόμιο ενός ποιητή ή λογοτέχνη να παραβιάζει κάποιους τυπικούς κανόνες προς όφελος του λογοτεχνικού αποτελέσματος, εκφωνούμε συχνά λανθασμένες προτάσεις όπως Ο στίχος αυτός είναι ποιητική αδεία ή Ο στίχος αυτός εκφράζει ποιητική αδεία. Τόσο όμως το επίθετο ποιητική όσο και το ουσιαστικό αδεία, δοσμένα με αυτόν τον τρόπο, δεν βρίσκονται στη σωστή πτώση. Στην πρώτη πρόταση, το ποιητική και το αδεία θα έπρεπε να βρίσκονται στην πτώση του υποκειμένου ο στίχος, δηλαδή την ονομαστική, όπως π.χ. στη φράση Ο στίχος αυτός είναι πολύ συγκινητικός. Στη δεύτερη πρόταση, θα έπρεπε να βρίσκονται στην πτώση που πάντα βρίσκεται το αντικείμενο ενός ρήματος, δηλαδή την αιτιατική, όπως π.χ. στη φράση Ο στίχος αυτός εκφράζει την ψυχική κατάσταση / τον συναισθηματικό κόσμο του ποιητή. Συνεπώς το γεγονός ότι ένα συνηθισμένο ουσιαστικό θηλυκού γένους όπως η άδεια (ονομαστική) (γενική πτώση της άδειας, αιτιατική την άδεια, κλητική άδεια) βρίσκεται σε μία τόσο παράξενη μορφή, με τον τόνο να κατεβαίνει στην παραλήγουσα, πρέπει να προκαλέσει τουλάχιστον προβληματισμό στον ομιλητή, καθώς ο τύπος αδεία δεν αποτελεί πραγμάτωση καμίας από τις γνωστές νεοελληνικές πτώσεις.
Η εξήγηση για όλα αυτά βρίσκεται στο ότι πίσω από το αδεία (και φυσικά και πίσω από το ποιητική) κρύβεται μία ξεχασμένη – στην καθομιλουμένη γλώσσα – εδώ και τουλάχιστον 10-12 αιώνες πτώση, που ονομαζόταν δοτική. Η πτώση αυτή, για μία ευρεία χρονική περίοδο (περίπου από 5ο-4ο αι. π.Χ. ως 4ο-5ο αι. μ.Χ.), αποτελούσε την πτώση που δήλωνε αρχικά το έμμεσο αντικείμενο ενός ρήματος* και αργότερα, μεταξύ πολλών άλλων, στοιχεία όπως τον τρόπο, την αιτία κ.λπ. με τα οποία πραγματώνεται η ρηματική ενέργεια.
Με πιο απλά λόγια λοιπόν, αν σήμερα επιθυμούμε να αναπαράγουμε μία αρχαιοπρεπή / λόγια δομή όπως την παραπάνω, θα πρέπει να έχουμε πάντοτε υπόψη ότι, αυτούσια δοσμένη σε δοτική, η φράση αυτή περικλείει τρόπο: ποιητική αδεία = με ποιητική άδεια, λ.χ. Ο ποιητής χρησιμοποιεί αυτή τη φράση ποιητική αδεία (=με ποιητική άδεια). Αν πάλι δεν αισθανόμαστε «οικεία» εκφραζόμενοι έτσι, έχουμε πάντοτε την επιλογή να αποδώσουμε τη συγκεκριμένη δοτική με τον κλασικό, πολύ διαδεδομένο εδώ και αιώνες στα νέα ελληνικά, τρόπο: με μία περίφραση (συντακτικά, με έναν εμπρόθετο προσδιορισμό + αιτιατική)∙ έτσι μπορούμε να πούμε Ο στίχος αυτός είναι γραμμένος με ποιητική άδεια. Φυσικά υπάρχει και η δυνατότητα να πούμε λ.χ. Στο στίχο αυτό ο ποιητής χρησιμοποιεί ποιητική άδεια (απλή αιτιατική για το αντικείμενο του ρήματος).
Όμοια σχεδόν περίπτωση αποτελεί το δημοσία δαπάνη, οπότε πρέπει και εδώ είτε να προσέχουμε τον τονισμό, λ.χ. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη, είτε να εκφραζόμαστε με πιο «σύγχρονο» τρόπο, λ.χ. Κηδεύτηκε με δημόσια δαπάνη (πάλι εμπρόθετο + αιτιατική), και βέβαια να μη λέμε π.χ. Τα έξοδα αποτελούν δημοσία δαπάνη (εδώ χρειάζεται απλή αιτιατική). Αντίστοιχα μεταχειριζόμαστε και το ανωτέρα βία [δοτική που δηλώνει αιτία, με (αδόκιμη) ονομαστική το η ανώτερη βία].
Επίσης δοτικές είναι τα βάσει και δυνάμει, στις φράσεις Δικαιούται το επίδομα αυτό βάσει νόμου / δυνάμει μιας ευνοϊκής διάταξης (=Δικαιούται το επίδομα αυτό με βάση νόμο / με τη δύναμη που παρέχει μια ευνοϊκή διάταξη), όπου εδώ επιπλέον η δοτική «φανερώνεται» και με διαφορετική κατάληξη (-ει), παντελώς άγνωστη στα ουσιαστικά της νέας ελληνικής, γι’ αυτό και είναι σύνηθες το ορθογραφικό λάθος, ιδίως στο βάσει νόμου, της χρησιμοποίησης του γράμματος η (βάση νόμου). Φυσικά ακόμα δυσκολότερο καθίσταται το εγχείρημα για έναν ομιλητή της νεοελληνικής να «πετύχει» ορθογραφικά το εν πάση περιπτώσει (=σε… πάσα περίπτωση = σε κάθε περίπτωση)∙ εδώ το επίθετο και το ουσιαστικό, που και τα δύο βέβαια βρίσκονται σε δοτική, απλά τυγχάνει να ανήκουν σε διαφορετική κλίση, άρα και να ορθογραφούνται διαφορετικά, επιτείνοντας έτσι τη σύγχυση… Από την άλλη, το εντάξει (=εν τάξει = σε τάξη) είναι τόσο σύνηθες στην καθημερινή γλώσσα και γραφή που σχεδόν όλοι το γράφουν σωστά.
Ακόμα, συχνά γράφονται λανθασμένα ως δόξα το Θεόλόγο του ότι… κ.λπ. οι φράσεις δόξα τω Θεώ (=δόξα στον Θεό), λόγω του ότι… (=για τον λόγο του ότι…), ακριβώς εξαιτίας της μη συνειδητοποίησης από την πλευρά των ομιλητών της ύπαρξης της δοτικής (που εδώ διαφοροποιείται στη γραφή μέσω του ω, σε σχέση με το ο των άλλων πτώσεων και κυρίως της αιτιατικής).
Τα ορθογραφικά αυτά λάθη, και πολλά άλλα, δεν έχουν βέβαια να κάνουν με ελλιπή γνώση ή με κάποιου είδους φθορά της ελληνικής γλώσσας. Απεναντίας, είναι απόλυτα λογικό να αποτελούν συχνό φαινόμενο στη νέα ελληνική, αφού είναι σχεδόν απίθανο ο μέσος ομιλητής της νεοελληνικής – τη στιγμή που, με εντελώς σύγχρονα δεδομένα, κάνει χρήση τύπων που έχουν επιβιώσει αμετάβλητοι από πολύ προγενέστερες περιόδους της ελληνικής γλώσσας – να γνωρίζει ή έστω να συνειδητοποιεί την παρουσία μιας πτώσης που έχει «καταργηθεί» από την ίδια τη γλωσσική εξέλιξη εδώ και πολλούς αιώνες. Το «πρόβλημα» οξύνουν και αρκετές άλλες αλλαγές (φωνολογικής και μορφολογικής φύσης, οι οποίες συνέβησαν με πολύ αργούς ρυθμούς ανά τους αιώνες), συντελώντας έτσι στη σύγχυση της καταργημένης αυτής πτώσης με τις ευρύτατα χρησιμοποιούμενες ονομαστική και αιτιατική.
*έμμεσο αντικείμενο: αυτό σήμερα δηλώνεται πάλι με εμπρόθετο προσδιορισμό (σε + αιτιατική) ή απλή γενική, π.χ. Έδωσα στον Αλέξανδρο το βιβλίο ή Έδωσα του Αλέξανδρου το βιβλίο∙ αν βρισκόμασταν π.χ. στον 2ο μ.Χ. αιώνα, μάλλον θα γράφαμε (χωρίς τα πνεύματα) Έδωκα τω Αλεξάνδρω το βιβλίον.
via

Pages