Η ψεύτικη γνώση είναι εκείνη που νομίζει ότι γνωρίζει εκείνα που ποτέ δεν έμαθε. Αυτή είναι χειρότερη από την τέλεια άγνοια, λέει ο Χρυσόστομος, γιατί δεν καταδέχεται να διδαχθεί από άλλον και να διορθωθεί, νομίζοντας η παγκάκιστη ότι είναι ορθή.
Γι' αυτό λένε οι Πατέρες ότι, εκείνα που βρίσκονται μέσα στις θείες Γραφές οφείλομε να τα ζητούμε με πόνο, με ταπείνωση και συμβουλή των εμπείρων, για να τα μάθομε με τα έργα μάλλον παρά με τα λόγια· εκείνα όμως για τα οποία σιωπούν οι Γραφές, να μην τα ζητούμε διόλου, γιατί αυτό είναι παράλογο, όπως λέει ο Μέγας Αντώνιος για εκείνους που ζητούν να προγνωρίζουν τα μέλλοντα και δε θέλουν να παραιτηθούν μάλλον από αυτό, ως ανάξιοι.
Αν και κάποτε αυτό ίσως γίνεται όχι από δαιμονική ενέργεια, αλλά από τη θεία Πρόνοια για ωφέλεια των πολλών, όπως έγινε παλιά στο Ναβουχοδονόσορα(Δαν. 2, 31-35) και στον Βαλαάμ(Αριθ. 24), μ' όλο που οι ίδιοι ήταν ανάξιοι· και πολύ περισσότερο όταν γίνεται με όνειρα ή τίποτε φαντασίες.
Ο λόγος που αυτά δεν έχουν ειπωθεί είναι για να ερευνούμε τις Γραφές με πράξεις σωματικές και ηθικές, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου, ώστε να βρούμε αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και για να μην τα ζητούμε με το λογικό και από υπερηφάνεια νομίζομε ότι κάτι πετύχαμε, και μάλιστα εκείνα που είναι κρυμμένα από εμάς, για μεγαλύτερη ταπείνωση, και τέλος για να μην καταδικαστούμε παραβαίνοντάς τα με γνώση μας.
Γιατί όποιος αξιώθηκε να αποκτήσει νοερή γνώση και δεν αγωνίζεται με πολλή σχόλη και προσοχή στη μελέτη των θείων Γραφών και των γνώσεων που του δόθηκαν, με ταπείνωση και φόβο Θεού, νιώθοντας ανάξιος για όσα του δώρισε ο Θεός, αποδιώχνεται από τη γνώση με απειλές, όπως ο Σαούλ από το βασιλικό αξίωμα(Α΄ Βασ. 15, 28-29), λέει ο άγιος Μάξιμος.
Ενώ εκείνος, λέει, που σχολάζει και αγωνίζεται, οφείλει σαν τον Δαβίδ να παρακαλεί πάντοτε και να λέει: «Κτίσε μέσα μου καρδιά καθαρή, Θεέ μου, και εγκατάστησε στα βάθη μου το ευθές Πνεύμα»(Ψαλμ. 50, 12), ώστε να γίνει άξιος της επιφοιτήσεώς Του.
Όπως τότε οι Απόστολοι έλαβαν την χάρη του Αγίου Πνεύματος την τρίτη ώρα της ημέρας, όπως αναφέρεται στις Πράξεις(Πράξ. 2, 15), και σε ημέρα Κυριακή, όπως λέει ο θεσπέσιος Λουκάς(Πράξ. 2, 1). Γιατί η Πεντηκοστή που λέει, είναι η έβδομη Κυριακή από την Κυριακή που γινόταν το Ιουδαϊκό φάσκα, που ερμηνεύεται ελληνικά "διάβαση" και "ελευθερία".
Η Κυριακή λοιπόν που είναι μετά πενήντα μέρες, λέγεται Πεντηκοστή, γιατί συμπληρώνει τις πενήντα ημέρες από το Πάσχα, σύμφωνα με το Νόμο(Δευτ. 16, 9-10). και ο Ιωάννης ο Θεολόγος λέει στο άγιο Ευαγγέλιό του, «κατά την τελευταία και μεγάλη γιορτή»(Ιω. 7, 37), γιατί τότε γινόταν απόδοση της γιορτής του Πάσχα.
Όπως λέει ο Δαμασκηνός, η χάρη δόθηκε την τρίτη ώρα, αλλά σε μία ημέρα, την Κυριακή, για να φανερώσει ότι πρέπει να σεβόμαστε τρεις Υποστάσεις, αλλά με ενιαία εξουσία, δηλαδή τη μία θεότητα. Γιατί η Κυριακή λέγεται "μία της εβδομάδας" και όχι "πρώτη", λέει ο Χρυσόστομος, επειδή την ξεχωρίζει η θεία Γραφή.
Η Παλαιά Διαθήκη προφητεύει γι' αυτήν, γι' αυτό και δεν την ονομάζει με σειρά όπως τη Δευτέρα και τις υπόλοιπες· επειδή είναι ξεχωριστή ημέρα, την ονομάζει "μία των Σαββάτων"(Ψαλμ. 23, τίτλος), δηλαδή της εβδομάδας, ενώ αλλιώς θα την ονόμαζε "πρώτη".
Στη νέα περίοδο της χάρης τώρα, αυτή η αγία και επίσημη ημέρα(Λευϊτ. 23, 35-36) ονομάζεται "Κυριακή"(Αποκ. 1, 10), επειδή σ' αυτήν έγιναν τα κυριότερα περιστατικά της ζωής του Κυρίου, ο Ευαγγελισμός, η Γέννηση, η Ανάσταση(Λουκ. 24, 1-2), και σ' αυτή μέλλει να γίνει η κοινή ανάσταση των νεκρών.
Αυτή την ημέρα, λέει ο Δαμασκηνός, δημιουργήθηκε το αισθητό φως από το Θεό(Γέν. 1, 2), και πάλι αυτή την ημέρα θα γίνει η Παρουσία του Κυρίου, για να μείνει στους απέραντους αιώνες η ημέρα αυτή "μία" και "όγδοη", καθώς βρίσκεται έξω από τους επτά αυτούς αιώνες που έχουν ημέρες και νύχτες.
Επειδή λοιπόν μάθαμε το σκοπό αυτών των πραγμάτων από τους Αγίους, ας μάθομε και το σκοπό κάθε εργασίας του παρόντος λόγου από την αρχή. Ο σκοπός λοιπόν που λέμε μιά φορά τα ονόματα των βιβλίων και των Αγίων, είναι για να θυμόμαστε πάντα τα λόγια τους και για να αποκτήσομε ζήλο να μιμηθούμε τους βίους των, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, και για να τα μάθουν όσοι τα αγνοούν.
Εκείνος που γνωρίζει τα βιβλία, θα τα θυμηθεί, ενώ εκείνος που δεν τα γνωρίζει, θα αναζητήσει το αντίστοιχο βιβλίο. Το ότι αναφέρομε και μετά, σε κάθε μέρος, τον Άγιο ή την τυχούσα Γραφή, το κάνομε για συχνότερη υπόμνηση και για να θυμηθούμε με λίγα λόγια τα έργα και τα λόγια καθενός από αυτούς, αλλά και για να κατανοούμε όσα λέει στη συνέχεια κάθε ρητό της θείας Γραφής, ή του διδασκάλου τη διάκριση και την καλή συμβουλή· γιατί δεν είναι δικά μου τα λεγόμενα, αλλά των θείων Γραφών.
Επίσης για να θαυμάζομε και να κατανοούμε την ανέκφραστη φιλανθρωπία του Θεού, πώς με μελάνι και χαρτί οικονόμησε τη σωτηρία των ψυχών μας και μας χάρισε τόσο πολλές γραφές και τόσους διδασκάλους της ορθόδοξης πίστεως.
Και πώς εγώ, ο αμαθής και ράθυμος, αξιώθηκα τόσες γραφές να μελετήσω, χωρίς να έχω κανένα δικό μου βιβλίο ή τίποτε άλλο καθόλου, αλλά είμαι πάντοτε ξένος και φτωχός και περνώ τον καιρό μου με κάθε ανάπαυση και αμεριμνία και με μεγάλη σωματική απόλαυση. Αν τώρα αφήνω μερικά χωρίς όνομα, αυτό είναι από την αμέλειά μου και για να μη μακραίνει ο λόγος.
Παραθέσαμε κοινές απορίες και τις λύσεις τους, για να μαθαίνουν οι αναγνώστες και για να ευχαριστούν το Θεό που χάρισε στους Αγίους Του, τους Πατέρες μας, τη γνώση και τη διάκριση, και μέσω εκείνων σ' εμάς τους ανάξιους· τα παραθέσαμε επίσης για καταδίκη όσων είμαστε αδύνατοι και χωρίς γνώση.
Επίσης έγινε λόγος για τους Δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης, που σώθηκαν ενώ ήταν πολύ πλούσιοι και ζούσαν ανάμεσα σε αμαρτωλούς και άπιστους ανθρώπους, αν και ήταν κι αυτοί άνθρωποι με την ίδια φύση όπως κι εμείς που δεν θέλομε να φτάσομε στο μέτρο της τελειότητας, μ' όλο που έχομε λάβει περισσότερη πείρα και γνώση του καλού και του κακού, αφού μάθαμε τα δικά τους και αξιωθήκαμε περισσότερη χάρη και τόση γνώση των Γραφών.
Αναφερθήκαμε επίσης και στα δικά μας έργα, των μοναχών, για να μάθομε ότι με πολλούς τρόπους μπορούμε να σωθούμε, αν εγκαταλείψομε τα δικά μας θελήματα, και ότι αν δεν κάνομε έτσι, δεν μπορούμε να έχομε ανάπαυση, αλλά ούτε και τα θεία θελήματα μπορούμε να μάθομε και να κάνομε.
Γιατί το θέλημά μας είναι μεσότοιχο που μας χωρίζει από το Θεό, και αν δεν γκρεμιστεί το μεσότοιχο, δεν μπορούμε να μάθομε και να κάνομε το θέλημα του Θεού, αλλά βρισκόμαστε μακριά Του και μας τυραννούν οι εχθροί παρά τη θέλησή μας.
Είπαμε ακόμη ότι η ησυχία είναι μεγαλύτερη από όλα και χωρίς αυτή δεν μπορούμε να καθαρθούμε από τα πάθη και να γνωρίσομε την αδυναμία μας και τις πανουργίες των δαιμόνων, αλλά ούτε και του Θεού τη δύναμη και την πρόνοια θα μπορέσομε να εννοήσομε από τα θεία λόγια που ψάλλονται και διαβάζονται.
Γιατί όλοι οι άνθρωποι έχομε ανάγκη από αυτή τη σχολή, είτε μερικά, είτε ολοκληρωτικά, και χωρίς αυτή είναι αδύνατο να φτάσει κανείς σε γνώση πνευματική και ταπεινοφροσύνη, μέσω της οποίας εννοεί εκείνος που έχει καλή προαίρεση τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις Γραφές και σε όλα τα κτίσματα. Ακόμη, ότι δεν πρέπει κανείς να μεταχειρισθεί πράγμα ή λόγο ή προσπάθεια ή νόημα έξω από την απαραίτητη ανάγκη της σωτηρίας της ψυχής και της συντηρήσεως του σώματος.
Και ότι χωρίς διάκριση, και εκείνα ακόμη που νομίζονται καλά δεν είναι δεκτά από το Θεό· αλλά και έξω από τον σωστό σκοπό η καλή εργασία δεν μπορεί να ωφελήσει κανέναν.
Τα τροπάρια γράφτηκαν εδώ για να τα εννοούμε και αυτά και τις άλλες Γραφές και να έρχονται σε κατάνυξη όσοι είναι ακόμη αδύνατοι πνευματικώς, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος. Γιατί η μελωδία, λέει ο Μέγας Βασίλειος, έλκει τη διάνοια του ανθρώπου σ' εκείνο που θέλει, είτε στο πένθος, είτε στον πόθο, είτε στη λύπη, είτε στη χαρά.
Είπαμε επίσης ότι έχομε χρέος να ερευνούμε τις Γραφές κατά την εντολή του Κυρίου, για να βρούμε μέσα σ' αυτές την αιώνια ζωή(Ιω. 5, 39), και να προσέχομε στο νόημα των ψαλμών και των τροπαρίων, και να γνωρίσομε με πολλή γνώση ότι έχομε άγνοια. Γιατί, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν γευθεί κανείς τη γνώση, δεν ξέρει πόσα στερείται.
Γράφτηκαν και οι αιτίες γενέσεως των αρετών και των παθών, για να αποκτήσομε πείρα και γνώση, ώστε να τα γνωρίζει κανείς αυτά και να αγωνιστεί για τους γεννήτορές τους· άλλους ν' αποκτήσει, άλλους να αποβάλλει και άλλους να νικά με την αντίθετη εργασία.
Και ότι τις μεν σωματικές πράξεις, σαν τα φυτά οφείλομε να τις συντηρούμε πάντοτε με την καλή εργασία, τις δε ψυχικές αρετές οφείλομε να προσέχομε πάντοτε, και να μελετούμε πώς να αποκτήσομε την κάθε μιά αρετή.
Και αφού μάθομε γι' αυτό από τις θείες Γραφές και τους Αγίους, να το τηρούμε με πόνο ψυχής σαν θησαυρό με την εργασία μας, μέχρις ότου φτάσομε στην έξη της κάθε αρετής. Και τότε με επιμέλεια να αρχίζομε την άλλη αρετή, για να μην καταπιαστούμε αμέσως με όλες και ίσως ατονήσομε, όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος.
Αλλά να αρχίζομε από την υπομονή όσων μας συμβαίνουν, και τότε να προχωρούμε με δύναμη και στις υπόλοιπες αρετές με κάθε προθυμία, έχοντας σκοπό να ευαρεστήσομε το Θεό. Όλοι χρεωστούμε να φυλάγομε τις εντολές του Θεού ως Χριστιανοί, επειδή δεν χρειαζόμαστε σωματικό κόπο για να αποκτήσομε τις ψυχικές αρετές, αλλά μονάχα προαίρεση και προθυμία για να λάβομε τη δωρεά, όπως λένε ο Μέγας Βασίλειος, ο Θεολόγος Γρηγόριος και οι λοιποί.
Πλην όμως οι ψυχικές αρετές κατορθώνονται ευκολότερα διά μέσου των σωματικών πράξεων, και μάλιστα από τους ησυχαστές, λόγω της απερίσπαστης ζωής και της αμεριμνίας για όλα· γιατί δεν μπορεί κανείς να βλέπει τα ήθη του και να τα διορθώνει, εκτός αν σχολάζει και μεριμνά γι' αυτά.
Γι' αυτό οφείλει κανείς πρώτα να αποκτήσει απάθεια με την αποφυγή των πραγμάτων και των ανθρώπων, και τότε, αν το καλέσει ο καιρός, να γίνει προϊστάμενος άλλων και να οικονομεί τα πράγματα χωρίς να επισύρει κατάκριση ή να βλάπτεται, καθώς με την έξη της ελευθερίας από εμπαθείς κλίσεις έφτασε σε τέλεια απάθεια, και μάλιστα αν έλαβε από το Θεό την κλήση —λέει ο Δαμασκηνός—, όπως ο Μωυσής(Έξ. 3, 4), ο Σαμουήλ(Α΄ Βασ. 3, 10) και οι λοιποί Προφήτες(Ησ. 6, 8· Ιερ. 1, 5) και οι άγιοι Απόστολοι(Ματθ. 4, 19 και 21), για να σωθούν πολλοί.
Κι όχι μόνο αυτό, λέει, αλλά πρέπει κανείς και να διστάζει να δεχτεί, όπως ο Μωυσής(Εξ. 3, 11· 4, 10 και 13), ο Αββακούμ(Δαν. [Βήλ και Δρ.] 35), ο Γρηγόριος ο Θεολόγος και άλλοι· και όπως είπε ο άγιος Πρόχορος για τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, ότι δε θέλησε να αφήσει την προσφιλή του ησυχία, αν και είχε χρέος ως Απόστολος να μην ησυχάζει, αλλά να κηρύττει.
Και βέβαια δεν έφυγε στην ησυχία σαν κάποιος εμπαθής ο απαθέστατος, μη γένοιτο· αλλά επειδή δεν ήθελε να χωριστεί από τη θεωρία του Θεού και να στερηθεί ποτέ τη γλυκύτητα της ησυχίας.
Άλλοι πάλι, ενώ ήταν απαθείς, έφυγαν από ταπεινοφροσύνη στις βαθύτερες ερήμους, από φόβο της συγχύσεως, όπως ο Μέγας Σισώης, ο οποίος, όταν τον κάλεσε ο μαθητής του να πάνε σε πιο αναπαυτικό τόπο, δεν πείσθηκε, αλλά είπε: «Όπου δεν είναι άνθρωποι, εκεί να πάμε».
Κι όμως είχε φτάσει σε τόση απάθεια, ώστε έγινε αιχμάλωτος της αγάπης του Θεού, και από την αγάπη αυτή δεν αισθανόταν τα σωματικά και δε γνώριζε αν έφαγε ή όχι. και γενικά όλοι έκοβαν τα θελήματά τους μέσα σε βαθιά ησυχία, και έτσι μερικοί, σαν μαθητές, εκλέχθηκαν από τον διδάσκαλό τους να διδάσκουν άλλους και να δέχονται την εξομολόγηση των λογισμών των άλλων και να έχουν εξουσία επάνω σε άλλους, είτε ως αρχιερείς, είτε ως ηγούμενοι, αφού δέχθηκαν με νοερή αίσθηση την σφραγίδα από το Άγιο Πνεύμα μέσω της επιφοιτήσεώς Του, όπως οι άγιοι Απόστολοι(Πράξ. 2,3), και πριν από αυτούς ο Ααρών(Έξ. 28,1), ο Μελχισεδέκ(Γεν. 14, 18· Εβρ. 7) και άλλοι.
Ο Δαμασκηνός λέει ότι εκείνος που τολμά μόνος του να ανεβαίνει σε τέτοια αξιώματα, καταδικάζεται. αφού εκείνοι που αναλαμβάνουν τα διάφορα αξιώματα αυθαίρετα χωρίς βασιλική προσταγή, καταδικάζονται βαριά, πόσο μάλλον εκείνοι που τολμούν να λάβουν τα θεϊκά αξιώματα χωρίς την προσταγή του Θεού;
Και μάλιστα αν από άγνοια ή υπερηφάνεια νομίζουν ότι δεν τιμωρείται η φρικτή αυτή ενέργεια, ή ότι μπορούν να την ασκούν για να έχουν τιμή και ανάπαυση, και όχι μάλλον για να βυθιστούν σε άβυσσο ταπεινώσεως και να υπομείνουν ακόμη και θάνατο, αν ο καιρός το καλέσει, για χάρη των υποτακτικών και των εχθρών.
Έτσι έκαναν οι άγιοι Απόστολοι καθώς δίδασκαν άλλους, και αυτό ενώ ήταν απαθείς και σοφοί σε υπέρτατο βαθμό. Αν όμως ούτε αυτό το γνωρίζομε, ότι δηλαδή είμαστε αδύνατοι και ανίκανοι, τι πρέπει να πούμε;
Η υπερηφάνεια και η άγνοια τυφλώνουν εκείνους που δε θέλουν να βλέπουν με αυτοσυγκέντρωση την αδυναμία και την άγνοιά τους. Όπως λέει το Γεροντικό, το κελί του μοναχού είναι το καμίνι της Βαβυλώνας, μέσα στο οποίο οι τρείς παίδες βρήκαν τον Υιό του Θεού(Δαν. 3, 25).
Και αλλού λέει: «Κάθησε στο κελί σου και αυτό όλα θα σου τα διδάξει». Και ο Κύριος είπε: «Όπου είναι δύο ή τρεις συναγμένοι στο όνομά μου, εκεί είμαι κι εγώ ανάμεσά τους»(Ματθ. 18, 20).
Επίσης, ο Ιωάννης της Κλίμακος: «Μην παρεκκλίνεις —λέει ο Σολομών— δεξιά ή αριστερά, αλλά βάδιζε το βασιλικό δρόμο, δηλαδή να ησυχάζεις μαζί με έναν ή δύο· και μήτε μόνος στην έρημο, μήτε με μεγάλη συνοδεία αδελφών.
Ο μέσος όρος είναι κατάλληλος για τους περισσότερους.» Και αλλού λέει: «Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία φωτίζει το νου, η ησυχία φέρνει το πένθος, το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και πλένει την ψυχή και την κάνει αναμάρτητη».
Γι' αυτό και θ' αναφέρομε στο τέλος του λόγου τα ονόματα όλων σχεδόν των αρετών και των παθών, για να μάθομε πόσες αρετές οφείλομε να αποκτήσομε και για πόσες κακίες να πενθούμε· γιατί χωρίς πένθος δεν γίνεται κάθαρση. Πένθος όμως δεν υπάρχει σε συνεχή περισπασμό.
Και χωρίς κάθαρση της ψυχής δεν δέχεται κανείς πληροφορία για τη σωτηρία του. Και χωρίς πληροφορία, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα είναι επικίνδυνος. Το αβέβαιο, λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι ίσως αναξιόπιστο.
Οι οκτώ θεωρίες που αναφέρθηκαν στα προηγούμενα, δεν είναι δικές μας εργασίες, αλλά μισθός για την εργασία μας των αρετών. Και δεν πρέπει να τις αποκτήσομε μόνο από την ανάγνωση, και αν ακόμη προσπαθούμε από υπερήφανη προθυμία, όπως λέει ο Ιωάννης της Κλίμακος, για τις τελειότερες, δηλαδή τις τέσσερις τελευταίες· γιατί πρόκειται για ουράνια πράγματα και ο ακάθαρτος νους δεν τα χωράει.
Όλη μας την προθυμία και επιμέλεια οφείλομε να την έχομε στις σωματικές και ψυχικές αρετές· και έτσι γεννιέται μέσα μας η πρώτη εντολή, δηλαδή ο φόβος του Θεού. Και όταν πολυκαιρίσομε σ' αυτόν, γεννιέται το πένθος. Και όταν αποκτήσομε την έξη της μιάς θεωρίας, τότε η χάρη του Θεού, η κοινή μητέρα όλων, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, θα μας χαρίσει και τα παραπέρα, μέχρις ότου αποκτήσομε μέσα μας τις επτά γνώσεις· έπειτα θα αξιώσει να λάβουν και την όγδοη, που είναι εργασία του μέλλοντος κόσμου, όσους εργάζονται με επιμέλεια τις αρετές με τον ορθό σκοπό να ευαρεστήσουν το Θεό.
Εμείς όμως οφείλομε, όσες φορές μας έρθει από μόνη της μία απ' αυτές τις κατά Θεόν έννοιες, είτε η πρώτη, είτε οποιαδήποτε άλλη, ξαφνικά χωρίς να το περιμένομε, αμέσως να αφήνομε κάθε βιοτική μέριμνα, ακόμη και τον ίδιο τον κανόνα μας πολλές φορές, και να φυλάγομε ως κόρην οφθαλμού(Δευτ. 32, 10) την πνευματική γνώση και κατάνυξη που μας ήρθε, μέχρις ότου κατ' οικονομίαν του Θεού μας αφήσει.
Τότε να μελετούμε διαρκώς τα διάφορα ρητά περί φόβου και πένθους που είναι γραμμένα, και πριν από τον κανόνα και μετά, αλλά και όσες φορές έχομε καιρό, είτε ημέρα, είτε νύχτα, είτε απασχολημένοι σε εργόχειρο, όσοι είμαστε ακόμη αδύνατοι και κυριευόμαστε εύκολα από τον ύπνο και τη ραθυμία, είτε αργοί, όσοι μπορούν να επιδοθούν ολωσδιόλου στο πένθος και να αιχμαλωτίζονται στα λόγια της προσευχής και στα ακόλουθα δάκρυα.
Γι' αυτό το λόγο και γράφτηκαν, για να παροτρύνομε και εγώ, και οι άπειροι σ' αυτά, τη ραθυμία του νου μας, με τη μελέτη των λόγων αυτών και την προσοχή. Γιατί εκείνοι που έχουν προθυμία και πείρα λόγω της έξεώς τους στην εργασία των αρετών, γνωρίζουν και λένε πολύ περισσότερα από τα λεχθέντα, και μάλιστα στον καιρό της κατανύξεως που έρχεται μόνη της. Η ώρα αυτής της κατανύξεως έχει μεγάλη δύναμη, παραπάνω από την κατάνυξη που κατορθώνομε εμείς.
Πλην όμως, ας μη νομίζει κανείς ότι είναι εργάτης των χαρισμάτων αυτών· μάλλον πρέπει, νιώθοντας ότι όσα έλαβε υπερβαίνουν την αξία του, να ευχαριστεί πολύ και να φοβάται μήπως έχει μεγαλύτερη καταδίκη γι' αυτό, επειδή χωρίς διόλου να κοπιάσει μέλλει να αξιωθεί να δεχθεί την εργασία των Αγγέλων.
Γιατί η γνώση έχει δοθεί για εξάσκηση του νου και για ενίσχυση στο να φυλάξομε τις εντολές και να εργαζόμαστε τις αρετές· επίσης για να γνωρίσομε πώς και γιατί εργαζόμαστε τις αρετές, και τι πρέπει να κάνομε και τι να μην κάνομε, ώστε να μην καταδικαστούμε. Και φτερωμένοι από τη γνώση, να εργαζόμαστε τις αρετές με χαρά και να λάβομε μεγαλύτερη γνώση και δύναμη και αγαλλίαση κατά την εργασία αυτή.
Κι αφού γίνει αυτό, να αξιωθούμε να ευχαριστήσομε Εκείνον που μας τα δώρισε αυτά, αναγνωρίζοντας από Ποιόν λάβαμε τα τόσο μεγάλα αγαθά. Γιατί όταν τον ευχαριστούμε, μας χαρίζει μεγαλύτερα αγαθά. Και αφού λάβομε τα δώρα Του, θα τον αγαπήσομε περισσότερο, και με την αγάπη θα φτάσομε στη σοφία του Θεού, που αρχή της είναι ο φόβος του Θεού(Παροιμ. 1, 7).
Η εργασία του φόβου είναι η μετάνοια, λέει ο άγιος Ισαάκ, με την οποία γίνεται η φανέρωση των κρυπτών.
Τα νοήματα του φόβου πρέπει κανείς να τα μελετά ως εξής: Μετά την ακολουθία του αποδείπνου οφείλει να λέει το Πιστεύω, το Πάτερ ημών και το Κύριε ελέησον πολλές φορές. Έπειτα κάθεται προς ανατολάς και, όπως εκείνοι που πενθούν για νεκρό, κουνώντας το κεφάλι με πόνο ψυχής και στεναγμό από καρδιάς, λέει τα λόγια της γνώσεως που θα τύχει, αρχίζοντας από την πρώτη, μέχρις ότου φτάσει στην προσευχή.
Και τότε πέφτει με το πρόσωπο εμπρός στο Θεό με ανείπωτη φρίκη και προσεύχεται. Πρώτα λέει ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και τα λοιπά λόγια της προσευχής, όπως προειπώθηκε. Όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος, οφείλομε να εξομολογηθούμε για τις αμαρτίες μας που αγνοούμε και για όσες θα κάναμε, αν δε μας φύλαγε η χάρη του Θεού, για να μη μας ζητηθεί γι' αυτές λόγος στην ώρα του θανάτου.
Και ακόμη να προσευχόμαστε ο ένας για τον άλλο, κατά την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 22, 32) και του Αποστόλου(Ιάκ. 5, 16).
Ο σκοπός εκείνων που λέμε στην προσευχή είναι ο εξής. Η ευχαριστία μας για το ότι την ώρα εκείνη ευχαριστούμε το Θεό, είναι ομολογία της ανικανότητας για ευχαριστία και της αμέλειάς μας να ευχαριστούμε το Θεό σε άλλους καιρούς, και ότι η ώρα αυτή είναι χάρη του Θεού.
Η εξομολόγηση κηρύττει ότι όσα μου δώρισε ο Θεός, είναι αμέτρητα και δεν μπόρεσα να τα καταλάβω όλα, αλλά ούτε και να τα γνωρίζω, παρά μονάχα ακούγοντάς τα, και πάλι όχι όλα, αλλά μερικά· και ότι συνεχώς μας ευεργετεί ο Θεός φανερά και κρυφά, και είναι ανείπωτη η ανοχή Του για τις πολλές αμαρτίες μου· ακόμη ότι είμαι ανάξιος και να τον ατενίσω, όπως ο τελώνης(Λουκ. 18, 13), και ότι έχοντας θάρρος όχι σε τίποτε άλλο, αλλά στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Του, πέφτω μπροστά Του, όπως ο Δανιήλ μπροστά στον Άγγελο(Δαν. 8, 17) και όπως ο Απόστολος(Αποκ. 1, 17) και οι λοιποί Πατέρες, με όλη την ψυχή μου.
Μεγάλη τόλμη αυτό για μένα, γιατί είμαι ανάξιος να το πράξω και να εξομολογηθώ τα είδη των αμαρτιών μου με συντομία για να τα θυμούμαι και να πενθώ γι' αυτά, και να ομολογώ την ασθένειά μου, για να έρθει σε μένα η δύναμη του Χριστού, όπως λέει ο Απόστολος(Β΄ Κορ. 12, 9), και να συγχωρηθούν οι πολλές αμαρτίες μου.
Δεν τολμώ να προσεύχομαι για όλους, αλλά μόνο για τις πολλές μου αμαρτίες και για να χαλινωθεί κάθε κακία μου και πονηρή συνήθεια, γιατί δεν μπορώ να αντισταθώ. Παρακαλώ τον Παντοδύναμο να σταματήσει τις ορμές των παθών μου και να μη με αφήσει να αμαρτήσω σ' Αυτόν ή σε κανένα άνθρωπο, για να λάβω από αυτό τουλάχιστον σωτηρία κατά χάρη.
Κι από τη θύμηση αυτή ν' αποκτήσω πόνο ψυχής και ικανότητα να προσεύχομαι για τους άλλους, εκπληρώνοντας την εντολή που λέει ο Απόστολος(Ιακ. 5, 16), και αγάπη προς όλους. Επίσης να λέω τα είδη των παθών ένα προς ένα, γιατί κυριαρχούμαι από αυτά, ώστε να καταφεύγω στον Κύριο και να αποκτήσω κατάνυξη.
Και να προσεύχομαι για εκείνους που λύπησα ή με λύπησαν ή θα με λυπήσουν στο μέλλον, γιατί δεν θέλω να έχω ούτε ίχνος μνησικακίας, αλλά φοβούμαι την αδυναμία μου, μήπως όταν μου τύχει κάτι λυπηρό δεν μπορέσω να υποφέρω με ανεξικακία ή να προσεύχομαι γι' αυτούς, σύμφωνα με την εντολή του Κυρίου(Λουκ. 6, 28).
Kαι γι' αυτό προλαβαίνω τον καιρό, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ: «Πριν αρρωστήσεις ζήτησε τον γιατρό, και πριν από τον πειρασμό προσευχήσου». Και ακόμη προσεύχομαι για όσους έχουν φύγει από τη ζωή, ώστε να βρουν σωτηρία, αλλά και για να θυμηθώ το θάνατο, και γιατί το να προσεύχεται κανείς για όλους είναι ένδειξη αγάπης· ακόμη, επειδή έχω και εγώ ανάγκη από την προσευχή όλων.
Επίσης, για να καθοδηγηθώ από το Θεό και να γίνω όπως θέλει. Και έτσι να αναμιχθώ με τους άλλους στην προσευχή και να ελεηθώ με τις προσευχές τους· γιατί τους θεωρώ ανωτέρους μου.
Κατά την προσευχή όμως για τους άλλους, δεν τολμώ να ζητήσω συγχώρηση οποιουδήποτε αμαρτήματος, για να μη θεωρήσω τους άλλους ανάξιους για συγχώρηση, θέλοντας να ταπεινώνω τον εαυτό μου.
Και ως άνθρωπος που αγνοώ και δεν μπορώ τίποτε να κάνω, καταφεύγω στο Θεό και ζητώ να γίνει όπως ευδοκεί η φιλανθρωπία Του, επειδή είμαι αμαρτωλός και φοβούμαι τη δικαιοσύνη Του. Λέω σ' Αυτόν: «Μόνο να μη χάσω την θέση στα δεξιά Σου, και ας βρεθώ τελευταίος από όσους θα σωθούν, γιατί δεν είμαι άξιός τους».
Προσεύχομαι και για όλον τον κόσμο, όπως έχομε παράδοση από την Εκκλησία. Επίσης, για να καταξιωθώ τη θεία Μετάληψη, όπως έχω χρέος, ώστε με το να προσεύχομαι από πριν, να βρω έτοιμο το βοηθό, όταν θελήσω να μεταλάβω, αλλά και να θυμηθώ τα άχραντα Πάθη του Σωτήρα μας και ν' αγαπήσω τη θύμησή Του· ακόμη, για να γίνει η Μετάληψη κοινωνία του Αγίου Πνεύματος.
Γιατί αυτός ο ίδιος ο Παράκλητος παρηγορεί όσους πενθούν κατά Θεόν, και σ' αυτόν τον κόσμο, και στον μέλλοντα, όπως και εκείνους που τον παρακαλούν με όλη τους την ψυχή και με πολλά δάκρυα και λένε: «Βασιλεύ ουράνιε κλπ.». Προσεύχομαι ακόμη, να μου γίνει η κοινωνία των αχράντων μυστηρίων αρραβώνας της αιώνιας ζωής που δίνει ο Χριστός, με τις πρεσβείες της Μητέρας Του και όλων των Αγίων.
Κατόπιν πέφτω μπροστά σε όλους τους Αγίους, παρακαλώντας τους να κάνουν ικεσία στον Κύριο για χάρη μου, γιατί μπορούν να την κάνουν. Στη συνέχεια, λέω τη συνηθισμένη προσευχή του Μεγάλου Βασιλείου, επειδή περιέχει θαυμαστή θεολογία. και ζητώ μόνο το θείο έλεος και δοξολογώ το Θεό.
Και έπειτα αμέσως λέω στους λογισμούς μου με μεγάλη συγκέντρωση και προσοχή: «Δεύτε προσκυνήσωμεν...» τρεις φορές, και τα άλλα που γράφτηκαν πρωτύτερα. Και όλα αυτά, για να καθαίρεται ο νους με την καρδιακή προσευχή και τη μελέτη των θείων Γραφών και ν' αρχίσει να βλέπει τα μυστήρια που είναι κρυμμένα στις θείες Γραφές.
Πρέπει όμως η ψυχή να βρίσκεται μακριά από κάθε κακία, και προπαντός τη μνησικακία, στον καιρό της προσευχής, όπως λέει ο Κύριος(Μάρκ. 11, 25). Γι' αυτό και ο Μέγας Βασίλειος, θέλοντας να τιμωρήσει την αντιλογία, επειδή αυτή γεννά τη μνησικακία, λέει προς τον Ηγούμενο, να επιβάλλει σ' όποιον του αντιλέγει, πολλές μετάνοιες, μέχρι χίλιες.
Τον αριθμό τον ανεβάζει ή σε χίλιες ή σε μία. Δηλαδή εκείνος που αντιλέγει, να κάνει ή χίλιες μετάνοιες στο Θεό, η μία στον Ηγούμενο λέγοντας, «συγχώρησε με, πάτερ». Και συγχωρείται με τη μία, που είναι κυρίως μετάνοια και κόψιμο του πάθους της αντιλογίας. Ο άγιος Ισαάκ λέει ότι η αντιλογία δεν ανήκει στη χριστιανική ζωή· αυτό το πήρε από τον Απόστολο που λέει: «Αν κανείς επιχειρεί να αντιλέγει, ας μάθει ότι εμείς δεν έχομε τέτοια συνήθεια»(Α΄ Κορ. 11, 16).
Και για να μη φανεί ότι μόνο από τον εαυτό του διώχνει όποιον αντιλέγει, ο Απόστολος πρόσθεσε: «Ούτε οι Εκκλησίες του Θεού». Έτσι θ' αντιληφθεί o καθένας ότι, όταν αντιλέγει, βρίσκεται έξω από όλες τις Εκκλησίες και το Θεό.
Και χρειάζεται εκείνη τη μία θαυμαστή μετάνοια, που αν την παραλείψει, ούτε οι χίλιες δεν μπορούν να τον ωφελήσουν, αφού είναι αμετανόητος. Μετάνοια είναι η εκκοπή του κακού, λέει ο Χρυσόστομος.
Οι λεγόμενες μετάνοιες, είναι μάλλον γονυκλισίες και φανερώνουν ότι έχει σχήμα δουλικό εκείνος που πέφτει ταπεινά μπροστά στο Θεό και τους ανθρώπους, όταν φταίξει σε κάτι, για να γίνει δεκτή η απολογία του, αν διόλου δεν αντιλέγει, ούτε επιχειρήσει να δικαιώσει τον εαυτό του σαν τον Φαρισαίο.
Πρέπει μάλλον να μιμείται τον Τελώνη(Λουκ. 18, 11-13), θεωρώντας τον εαυτό του χειρότερο απ' όλους και ανάξιο να ατενίσει προς τα επάνω. Γιατί αν νομίζει ότι έχει μετάνοια και επιχειρεί να αντιλέγει σ' εκείνον που τον δικάζει ευλόγως ή αλόγως, δεν είναι άξιος της συγχωρήσεως κατά χάρη, γιατί ζητεί δικαστήριο και δικαιώματα και πιστεύει να κερδίσει κάτι από το δρόμο της δικαιοσύνης. Αυτό όμως είναι ξένο προς τις εντολές του Κυρίου.
Και πολύ εύλογα. Όπου υπάρχουν δικαιολογίες, εκεί ζητείται το δίκαιο και όχι η φιλανθρωπία. Και τότε παύει να ενεργεί η χάρη, η οποία δικαιώνει χωρίς έργα δικαιοσύνης τον ασεβή(Ρωμ. 4, 5), με μόνη την ευγνωμοσύνη και την υπομονή των ελέγχων, με ευχαριστία εκείνων που ελέγχουν και ανοχή εκείνων που κατηγορούν, με κάθε ανεξικακία, για να γίνει η προσευχή του καθαρή και η μετάνοια αποτελεσματική.
Όσο προσεύχεται κανείς για εκείνους που τον συκοφαντούν και τον κατηγορούν, τόσο ο Θεός πληροφορεί τους εχθρούς του και του χαρίζει ανάπαυση με την καθαρή και επίμονη προσευχή.
Στην προσευχή όμως, δεν αναφέρομε τα ζητήματά μας καταλεπτώς για να διδάξομε τάχα τον καρδιογνώστη Κύριο, αλλά για να κατανυγόμαστε εμείς από αυτά· και επειδή ποθούμε να μένομε όσο γίνεται περισσότερο κοντά Του, πληθαίνομε με επιμέλεια τα λόγια της προσευχής και τον ευχαριστούμε και του εξομολογούμαστε για τις τόσο μεγάλες ευεργεσίες Του, όσο μπορούμε.
Όπως λέει και ο Χρυσόστομος για τον μακάριο Δαβίδ, δεν είναι πολυλογία ή παλιλλογία το ότι έλεγε πολλές φορές το ίδιο ρητό ή το όμοιό του· αλλά από πόθο το έκανε ο Προφήτης, κι επίσης για να εντυπωθεί ο λόγος της θείας Γραφής στο νου εκείνου που προσεύχεται ή μελετά. Γιατί ο Θεός γνωρίζει τα πάντα πριν να γίνουν, και δεν έχει ανάγκη να ακούσει τα λόγια μας.
Αλλά εμείς το έχομε ανάγκη αυτό, για να γνωρίζομε τι ζητούμε και για ποιο πράγμα να παρακαλέσομε, ώστε να έχομε ευγνωμοσύνη και να προσκολλόμαστε σ' Αυτόν με τις αιτήσεις μας. Και όταν μας ταλαιπωρούν οι λογισμοί, να μην νικιόμαστε από τους εχθρούς επειδή δε θα έχομε μέσα μας τη μνήμη του Θεού, αλλά να επιτύχομε, με τη βοήθεια της προσευχής και της μελέτης των θείων Γραφών, την απόκτηση των αρετών.
Γι' αυτές έγραψαν οι άγιοι Πατέρες σε διάφορα σημεία, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Από αυτούς τις έμαθα και εγώ και θα αναφέρω τα ονόματά τους, όσο μου είναι δυνατόν αν και όχι όλα, επειδή μου λείπει η γνώση.
------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, γ΄τόμος, σελ. 167-177)