Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (20/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (20/50)





Εδάφιο 6

«Νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατεχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος».
«Τώρα όμως ελευθερωθήκαμε από τον νόμον, επειδή επεθάναμε ως προς τον νόμον που μας εκρατούσε αιχμαλώτους, και έτσι υπηρετούμεν εις την νέαν ζωήν του Πνεύματος και όχι κάτω από τον παλαιόν γραπτόν κώδικα.»

Στο «κατηργήθημεν» ξαναβρίσκομε την ιδέα που εξηγήθηκε ήδη στο εδάφιο 2. Εκεί, στο εδάφιο 2, για την γυναίκα η οποία στερήθηκε την θέση της σαν παντρεμμένη σύζυγος, λόγω του θανάτου του ανδρός της, αναφέρθηκε η φράση: «Κατήργηται από του νόμου του ανδρός»: Έχει σταματήσει η ίδια να υπάρχει (ως σύζυγος). Εδώ, όπως και στην περίπτωση της γυναίκας, τούτο το ρήμα, συντασσόμενο με την πρόθεση «από», περιέχει την ιδέα της πλέον πλήρους απελευθέρωσης.
Στο εδάφιο 4 είδαμε ότι αυτή η απελευθέρωση προέκυψε από τον θάνατο που υπέστημεν εν Χριστώ («εθανατώθητε»). Είναι αυτή η τελευταία ιδέα που ανακαλείται στην μνήμη με το «αποθανόντες».
«Εν ω»: Αναφέρεται στον νόμο.
Αυτή όμως η απελευθέρωση δεν οδηγεί σε αχαλίνωτη συμπεριφορά. Αντιθέτως, σκοπό έχει να καταλήξη σ” ένα «δουλεύειν», μια νέα δουλεία της πλέον ευγενούς και δοξασμένης φύσης, η οποία από μόνη της, πράγματι, αξίζει να φέρει το όνομα της ελευθερίας.
«Εν καινότητι πνεύματος». Με αυτή την φράση δηλώνεται η νέα κατάσταση στην οποία το Άγιο Πνεύμα εισάγει τον πιστό, όταν Αυτός (το Άγιο Πνεύμα) εγκαθιστά μια πλήρη αρμονία μεταξύ της κλίσης της καρδιάς και της ηθικής υποχρέωσης, όταν το να κάνωμε το καλό και να αποκηρύττωμε τον εαυτόν μας για τον Θεό, έχει γίνει πλέον χαρά.
Με αυτή την κατάσταση, για την οποία μας δίνει μια φευγαλέα εικόνα, και την οποία επιφυλάσσεται να περιγράψη (κεφ. Η), ο Απόστολος κλείνοντας, αντιπαραθέτει την προηγουμένη κατάσταση, την οποία καλεί «παλαιότητα γράμματος». Ίσως σ” αυτή την έκφραση να ευρίσκεται ένας υπαινιγμός για τον «παλαιό άνθρωπο», ΣΤ6, αλλά κυρίως ο Παύλος θέλει να δηλώση αυτή την κατάσταση σαν κάτι, που τώρα είναι πλέον παρελθόν για τον πιστό. Είναι λοιπόν από την άποψη αυτής της νέας κατάστασης που την χαρακτηρίζει έτσι (σαν «παλαιότητα»).
Το «γράμμα» είναι η ηθική υποχρέωση, γραμμένη στον νόμο, που τίθεται πάνω στον άνθρωπο, σαν κάτι έξω απ” αυτόν, και το οποίο συχνά αντιτίθεται στις εσωτερικές του διαθέσεις. Τα εδάφια 1-4 μας είπαν ότι είναι νόμιμο, και τα εδάφια 5-6 ότι είναι ωφέλιμο, να σταματήσωμε με μια τέτοια κατάσταση (αυτή που περιγράφεται με τις λέξεις «παλαιότητα γράμματος»), και να εισέλθωμε στην άλλη (αυτή που περιγράφεται με τις λέξεις «καινότητα πνεύματος»), ευθύς ως αυτή η δυνατότητα μας παρουσιάζεται απ” τον Ίδιο τον Θεό.
Ο Απόστολος έχει δείξει στο πρώτο μέρος ότι το Ευαγγέλιο έχει την δύναμη να οδηγήσει σε αγιασμό, και δι” αυτού να θέση ένα τέρμα με μιας, στην βασιλεία της αμαρτίας και σ” αυτή του νόμου, οι οποίες είναι η μία και η αυτή κατάσταση. Στην συνέχεια προχωρά να εξηγήσει ότι η απομάκρυνση του νόμου δεν δικαιολογείται να φέρει τύψεις, μια και αυτός δεν είναι σε θέση να οδηγήσει σε αγιασμό. Δεν έχει λοιπόν ο νόμος καμμία καλά θεμελιωμένη διαμαρτυρία να υψώση εναντίον της κρίσης που πέφτει επάνω του. Αυτό είναι και το θέμα του ακολούθου τμήματος.
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΝΑ ΑΓΙΑΣΗ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. Ζ7-25.
Οι βασικές σκέψεις αυτού του χωρίου είναι οι ακόλουθες: Μετά που έχει εμπλέξει τον άνθρωπο στον θάνατο (εδ. 7-13), ο νόμος τον αφήνει να μάχεται σ” αυτή την κατάσταση, από την οποία δεν έχει την δύναμη να τον βγάλη (εδ. 14-23). Δεν μπορεί να τον πάει πιο πέρα απ” τον πόθο γι” απελευθέρωση (εδ. 24-25).
Στο κεφάλαιο Γ ο Παύλος απέδειξε την ανεπάρκεια του νόμου να δικαιώση. Εκείνο που αποδεικνύει εδώ είναι η αδυναμία του ν” αγιάση.
Το κομμάτι που θα μελετήσωμε διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, εδάφια 7-13, ο Απόστολος αποδεικνύει από την πείρα του ότι ο νόμος μπορεί μόνον να σκοτώσει τον άνθρωπο ηθικά, δηλαδή να τον χωρίση απ” τον Θεό. Στο δεύτερο, απ” το εδάφιο 14 και μετά, δείχνει την αδυναμία του νόμου να τον βγάλη απ” την θλιβερή κατάσταση στην οποία είναι βυθισμένος.
Η ιδιαιτερότητα αυτού του κομματιού είναι ότι ο Παύλος μιλά συνεχώς σε πρώτο πρόσωπο, «Ουκ έγνων…», «Κατειργάσατο εν εμοί…» κ.λ.π. Για το ποιό είναι αυτό το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται ο Απόστολος υπάρχουν πολλές απόψεις:
α) Μερικοί θεωρούν ότι είναι ο Παύλος που μιλά για τον εαυτόν του, ως αντιπρόσωπος όλου του ανθρωπίνου γένους, απ” την αρχή της ύπαρξης του, αναφέροντας έτσι τις μεγάλες ηθικές εμπειρίες του ανθρωπίνου γένους έως τον χρόνο της λύτρωσης του.
β) Άλλοι το εφαρμόζουν στο Ιουδαϊκό Έθνος, και τις εμπειρίες που περιγράφονται εδώ, ότι αναφέρονται στις διάφορες φάσεις της ιστορίας τους.
γ) Μερικοί θεωρούν ότι ο Απόστολος, βάσει του παρελθόντος του, εισάγει εδώ τον εαυτόν του σαν την προσωποποίηση του νομικίστικου Ιουδαίου, του ανθρώπου ο οποίος, μη όντας σκληρυμένος από αυτοδικαίωση, ούτε δοσμένος σ” ένα μιαρό και σαρκικό πνεύμα, ζητά ειλικρινά να εκπληρώση τον νόμο, χωρίς ακόμα όμως να έχει πετύχει να ικανοποιήση την συνείδηση του.
δ) Άλλοι θεωρούν ότι μιλά για τον μετεστραμμένο Χριστιανό, διότι αυτός μόνον μπορεί να έχει τόσο βαθειά συμπάθεια στον θείο νόμο, όπως ο Παύλος περιγράφει τον εαυτόν του σε τούτο το χωρίο, και από το άλλο μέρος, ο κάθε πιστός, στην πορεία της ζωής του, έχει αυτές τις βαθειές εμπειρίες της δυστυχίας, που περιγράφονται εδώ απ” τον Απόστολο.
ε) Μερικοί τέλος θεωρούν ότι ο Απόστολος μιλά εδώ αποκλειστικά μόνον για τον εαυτόν του.
Για τον ποιόν μιλά πραγματικά ο Απόστολος, θα το καταλάβωμε, αφού μελετήσωμε στις λεπτομέρειες του αυτό το τμήμα.
Το πρώτο κομμάτι επεκτείνεται έως το τέλος του εδαφίου 13. Εξηγεί τα αποτελέσματα της πρώτης ζωντανής επαφής μεταξύ του Θείου νόμου και της σαρκικής καρδιάς του ανθρώπου. Η αμαρτία ξεσκεπάζεται, εδάφιο 7, και σε συνέπεια αυτού του ξεσκεπάσματος της δυναμώνει και αυξάνει, εδάφια 8,9, έτσι που ο άνθρωπος, αντί να βρεί ζωή στην σχέση του με τον νόμο, βρίσκει θάνατο, εδάφια 10,11. Αυτό όμως το τραγικό αποτέλεσμα δεν πρέπει ν” αποδοθεί στον ίδιο τον νόμο, αλλά στην αμαρτία, η οποία χρησιμοποιεί τον νόμο γι” αυτόν τον σκοπό.
Εδάφια 7-13.
Αυτή η όλη ανάπτυξη εισάγεται με την αντίρρηση πάνω στη θέση, του να ταυτίζεται ο νόμος με την αμαρτία. Αλλά δεν θα πρέπει να νομισθεί ότι ο στόχος του Αποστόλου είναι πράγματι ν” απαλλάξη τον νόμο από μια τέτοια υποψία. Ποιός από τον κύκλο στον οποίον δίδασκε, θα μπορούσε να είχε προφέρει μια τέτοια βλασφημία ενάντια σε μια θέσπιση που ήταν αναγνωρισμένη ως Θεία;
Εκείνο που ο Παύλος επιθυμεί να δικαιολογήση δεν είναι ο νόμος. Είναι η διδασκαλία η δική του, η οποία μπορούσε να δώση την εντύπωση, ότι ο νόμος και η αμαρτία είναι αδιαχώριστα ενωμένα, ή ακόμα ότι ταυτίζονται. Δεν έχει μόλις αποδείξει ότι το να ελευθερωθής απ” την αμαρτία είναι επίσης το να απελευθερωθής απ” τον νόμο; Δεν φαίνεται λοιπόν να έπεται απ” αυτό ότι ο νόμος και η αμαρτία είναι ένα και το αυτό πράγμα; Είναι αυτός ο ασεβής συλλογισμός απ” τον οποίον προχωρά να καθαρίση το Ευαγγέλιο του. Εκείνο που δείχνει είναι ότι, εάν ο νόμος παίζει ένα τόσο ενεργητικό ρόλο στην ιστορία της αμαρτίας, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο λόγω της φύσης του, η οποία θα ήταν αμαρτωλή σ” αυτή την περίπτωση, αλλά λόγω της υπερβολικά αμαρτωλής φύσης της αμαρτίας.

Εδάφιο 7
«Τι ουν ερούμεν; Ο νόμος αμαρτία; Μη γένοιτο. Αλλά την αμαρτίαν ουκ έγνων ει μη δια νόμου. Την τε γαρ επιθυμίαν ουκ ήδειν ει μη ο νόμος έλεγεν, ουκ επιθυμήσεις.»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Ότι ο νόμος είναι αμαρτία; Μη γένοιτο, αλλά την αμαρτίαν δεν θα την είχα γνωρίσει παρά δια του νόμου. Και την επιθυμίαν την κακήν δεν θα την ήξερα, εάν ο νόμος δεν έλεγε: Να μη επιθυμήσης.»

«Τι ουν ερούμεν; Ο νόμος αμαρτία;»: «Τι θα πούμε; Είναι ο νόμος κάτι κακό από μόνο του, αντίθετο στην ουσία και την θέληση του Θεού, και επομένως επιβλαβής;». Όχι, απαντά ο Απόστολος. Ο νόμος δεν παράγει αμαρτία.
«Αλλά», δηλαδή, «Όχι αντιθέτως», είναι ο νόμος που αποκαλύπτει την αμαρτία. Το να αποκαλύπτεις την αμαρτία είναι, εάν το πάρης από μια πλευρά, το αντίθετο του να την παράγης.
«Ουκ έγνων»: Δεν έμαθα να κρίνω την αμαρτία, παρά με το φως του νόμου. Δεν διέκρινα μέσα μου την παρουσία του κακού ενστίκτου της αμαρτίας, παρά μέσω του νόμου.
Και πως πραγματοποιήθηκε αυτή η αποκάλυψη μέσω του νόμου; Είναι αυτό που εξηγεί στην ακόλουθη πρόταση: «Την τε γαρ επιθυμίαν ουκ ήδειν…». Εάν ανεκάλυψε την αμαρτία δια του νόμου, ήταν διότι μία απ” τις εντολές του έκανε φανερή την παρουσία της επιθυμίας, για την αφύσικη ύπαρξη της οποίας στον εσωτερικό του άνθρωπο θα είχε μείνει για πάντα σε άγνοια. Τούτο ήταν που του απεκάλυψε την κατάσταση της αμαρτίας στην οποίαν ήταν βυθισμένη η καρδιά του, και για την οποία θα ήταν για πάντα σε άγνοια, εάν η επιθυμία δεν του την είχε φανερώσει. Και η παρουσία της επιθυμίας θα του είχε διαφύγει για πάντα, εάν δεν του την είχε κάνει γνωστή η δεκάτη εντολή.
«Επιθυμία» εδώ δηλώνει την ακούσια κίνηση της ψυχής (θυμός) προς (επί) το εξωτερικό αντικείμενο που παρουσιάζεται σαν ανταποκρινόμενο στην ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας. Τούτη η κίνηση της ψυχής προς τα αντικείμενα που μπορούν να την ικανοποιήσουν, είναι τόσο φυσική στην ανθρώπινη καρδιά, ώστε τούτη θα χανόταν ολοκληρωτικά στο γενικό ρεύμα της ζωής, και ποτέ δεν θα έπεφτε στο μάτι της συνείδησης, εάν ο νόμος δεν έλεγε, «Μην επιθυμήσεις». Τούτη η απαγόρευση είναι που φέρνει τον άνθρωπο να συγκεντρώση την προσοχή του σ” αυτή την αυθόρμητη κίνηση της ψυχής, και ν” ανακαλύψη σ” αυτό το γεγονός, το σύμπτωμα μιας εσωτερικής επανάστασης ενάντια στο Θείο θέλημα.
Αρα λοιπόν, εκείνο που λέγει ο Παύλος είναι, «Δεν έμαθα να γνωρίζω την αμαρτία παρά δια του νόμου. Διότι ποτέ δεν θα γινόμουνα γνώστης της επιθυμίας (στην οποία αποκαλύπτεται η αμαρτία), εάν δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη εντολή που να μου λέγη: «Μην επιθυμήσεις». Ήτο μέσω της δεκάτης εντολής που ο Παύλος ανεκάλυψε την επιθυμία, και ήτο από την εύρεση αυτού του εσωτερικού γεγονότος της επιθυμίας, που έλαβε συνείδηση της κατάστασης της αμαρτίας του.
Σ” αυτή την εικόνα της εσωτερικής του ζωής, ο Παύλος μας δίδει, χωρίς βέβαια να το έχει πρόθεση, μια ιδέα της καθαρότητας της ζωής του σαν παιδί και έφηβος. Μπορεί, όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τις εννέα εντολές, να είχε αξιώσει για τον εαυτόν του, όσον αφορά το γράμμα τους, την ετυμηγορία, «Αθώος», σαν και εκείνον τον νεαρό που είπε στον Κύριο, «Όλα αυτά τα ετήρησα απ” την νεότητα μου». Αλλά ήλθε η δεκάτη εντολή και ψαλίδισε όλη αυτή την αυτοδικαίωση, και κάτω απ” την ακτίνα της Θείας αγιότητας αναγκάσθηκε τώρα να περάσει απόφαση καταδίκης επάνω του. Έτσι άρχισε να λαμβάνη χώρα μέσα του, χωρίς να το υποψιάζεται, ένας βαθύς χωρισμός από τον φαρισαϊσμό στον οποίον ανήκε, και μια ηθική προετοιμασία που επρόκειτο να τον οδηγήση στην αγκαλιά του Χριστού και της δικαιοσύνης Του.
Σ” αυτή τώρα, την τόσο οδυνηρή ανακάλυψη, προσετέθη σύντομα («δε», εδάφιο 8), μια δεύτερη πιο οδυνηρή εμπειρία

Εδάφιο 8
«Αφορμήν δε λαβούσα η αμαρτία δια της εντολής κατειργάσατο εν εμοί πάσαν επιθυμίαν. Χωρίς γαρ νόμου αμαρτία νεκρά.»
«Δια της εντολής εκείνης ευρήκε την ευκαιρία η αμαρτία και εξύπνησε μέσα μου κάθε κακήν επιθυμίαν, διότι χωρίς νόμον η αμαρτία είναι νεκρή».

Μετά που του απεκάλυψε μέσα του την παρουσία της αμαρτίας, ο ίδιος ο νόμος ενέτεινε μέσα του την δύναμη αυτής της κακιάς αρχής.
Ποιά να είναι η «ευκαιρία» για την οποία μιλά εδώ ο Παύλος; Η συνήθης απάντηση είναι, η ιδία η εντολή. Και τούτο δεν είναι λάθος. Η αμαρτία βρίσκοντας μια σειρά απαγορεύσεις μέσα στην εντολή, το εχρησιμοποίησε για να εξάψη την επιθυμία για τα απαγορευμένα πράγματα.
Αλλά μπορεί όμως ο Παύλος να βρίσκει την «ευκαιρία» της οποίας η αμαρτία κάνει χρήση, σ” αυτά τα ίδια τα απαγορευμένα πράγματα, όταν τούτα παρουσιάζονται στο μάτι ή στην φαντασία, και να λέγει κάτι σαν αυτό: «Η αμαρτία βρίσκοντας μια ευκαιρία στην θέα κάποιου από εκείνα τα πράγματα για το οποίο ο Θεός μου λέγει: «Μη το επιθυμήσεις», εκμεταλεύτηκε τούτη την περίσταση ν” ανάψη στην καρδιά μου, μέσω αυτής ακριβώς της απαγόρευσης, την σφοδρή επιθυμία για τούτο.»;
Το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι η γνωστή πείρα, που την είχαν διαπιστώσει και οι αρχαίοι, ότι ο άνθρωπος πάντα κλίνει προς τον απαγορευμένο καρπό (ιδέ Παροιμίες Θ17). Η απαγόρευση έχει σαν αποτέλεσμα να τυπώση το αντικείμενο δυνατά μεσ” την φαντασία, και έτσι να του προσδώσει μια καινούργια γοητεία. Η καρδιά καταγοητεύεται, και η επιθυμία που μέχρι τότε ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση, ξεσηκώνεται. Θα πρέπει όμως να έχωμε κατά νουν ότι τούτο συμβαίνει διότι η αμαρτία, το εγωιστικό ένστικτο, ήδη υπάρχει μέσα στην καρδιά. Δεν είναι η εντολή από μόνη της που παράγει αυτό το αποτέλεσμα. Είναι η αμαρτία η οποία, να το πούμε έτσι, εκμεταλεύεται την εντολή για δικό της όφελος. Σε μια υγιή φύση, η εντολή δεν θα ενεργούσε έτσι. Απόδειξη ο πρώτος πειρασμός στον οποίον απαιτήθηκε ένας ξένος παράγοντας, για να παίξη τον ρόλο που εδώ αποδίδεται στην αμαρτία.
Και σε τι κατάσταση ήταν η αμαρτία πριν ο νόμος την κάνει να ξεχειλίσει σε κάθε λογής σαρκικές επιθυμίες; «Ήταν νεκρή», λέγει ο Παύλος. Αυτή η έκφραση, μακρυά από του να δηλώνη ότι αυτή δεν υπήρχε, αποδεικνύει, αντιθέτως, την παρουσία της. Είναι σαν το μικρόβιο μιας αρρώστειας που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί, αλλά που και η πιο μικρή αιτία μπορεί να την κάνη να ξεσπάση σε οξεία μορφή. Και είναι τούτη η ολέθρια αρχή, που ήδη υπάρχει μέσα μας, η οποία και φέρει την ευθύνη των δυσαρέστων αποτελεσμάτων του νόμου.
Και δεν είναι σαν «Μωσαϊκός νόμος», αλλά γενικότερα σαν «νόμος», δηλαδή σαν ένα εξωτερικό «γράμμα», που παράγει αυτό ολέθριο αποτέλεσμα στην αμαρτωλή ψυχή.
Τα εδάφια που ακολουθούν μας εισάγουν ακόμη πιο βαθειά στις ηθικές εμπειρίες του Αποστόλου, όταν αυτός ήταν κάτω από τον νόμο.

Εδάφια 9, 10α
«Εγώ δε έζων χωρίς νόμου ποτέ. Ελθούσης δε της εντολής η αμαρτία ανέζησεν, εγώ δε απέθανον.»
«Εγώ εζούσα κάποτε χωρίς να έχω νόμον, αλλ” όταν ήλθε η εντολή, η αμαρτία ανέζησε, εγώ δε επέθανα».

Κάποιος πολύ σωστά παρετήρησε: «Ο θάνατος της αμαρτίας είναι η ζωή του ανθρώπου. Και αντιθέτως, ζωή για την αμαρτία είναι θάνατος για τον άνθρωπο.»
Για να βρούμε μια περίοδο στην ζωή του Παύλου στην οποία να έχουν εφαρμογή οι λέξεις: «Εγώ δε έζων χωρίς νόμου ποτέ», πρέπει να πάμε πίσω, στις μέρες που προηγήθηκαν του ξυπνήματος της ηθικής του συνείδησης, κάτω απ” την λειτουργία του νόμου. Οδηγούμεθα έτσι στην παιδική του ηλικία, πριν υποβληθεί στις Φαρισαϊκές εντολές, και την ακριβή μαθητεία του νόμου. Απ” την ηλικία των δώδεκα οι νεαροί Ισραηλίτες άρχισαν να υπόκεινται στις διατάξεις του νόμου, εγινόταν, καθώς ελέγετο, «υιοί του νόμου». Αυτή η περίοδος ήταν αναμφίβολλα για τον νεαρό Σαούλ η αρχή της εσωτερικής κρίσης, που περιγράφεται απ” το εδάφιο 7 και μετά.
Απ” την στιγμή που βρήκε τον εαυτόν του να έχει κληθεί να εφαρμόση τις εντολές του νόμου σοβαρά στην συμπεριφορά του, δεν άργησε ν” ανακαλύψη την αμαρτία μέσα του, διότι στα βάθη της καρδιάς του βρήκε την σαρκική επιθυμία. Και ο νόμος, όχι μόνον ξεσκέπασε αυτή την πονηρή αρχή μέσα σ” αυτόν, αλλά αύξησε και την δύναμη της. Ο χείμαρρος άφρισε και κόχλασε, καθώς το εμπόδιο μπήκε στον δρόμο του.
Έως τότε ο Σαούλ «ζούσε», ηθικά και θρησκευτικά, το οποίον δεν σημαίνει, ότι εθεωρούσε, απλά, τον εαυτόν του ζωντανό. Ούτε αυτό δηλώνει την αθώα και καθαρή ζωτικότητα της παιδική ηλικίας, που είναι ακόμα χωρίς προβλήματα τύψεων. Η λέξη «ζωή», όταν χρησιμοποιείται από τον Παύλο, πάντα δηλώνει κάτι πιο βαθύ. Εδώ συγκεκριμένα αναφέρεται στην κατάσταση ενός ευσεβούς Ισραηλίτικου παιδιού, εκπαιδευμένου στην γνώση και την αγάπη του Ιεχοβά, που δοκιμάζει δια πίστεως στις υποσχέσεις του λόγου Του τις ευλογίες της Διαθήκης, ξυπνόντας και πλαγιάζοντας στην αγκαλιά του Θεού των πατέρων του, και ζητόντας να μην Τον δυσαρεστήση στην συμπεριφορά του. Υπήρξε εδώ ένα πραγματικό ξεκίνημα της «ζωής εν Θεώ», μια καθαρή ζωή, η οποία αναμφίβολλα έσβυσε μετά την αυτοδικαίωση και την εσωτερική πάλη, που πάντα την συνοδεύει, αλλά και η οποία όμως τελικά φούντωσε σ” όλο της το μεγαλείο, στο φύσημα της πίστης (στον Ιησού Χριστό).
Οι λέξεις, «όταν ήλθε η εντολή», μετά το ό,τι προηγείται, αναφέρονται απλά στην εμφάνιση της εντολής, με την άγια της μεγαλειότητα, στην συνείδηση του νεαρού Σαούλ. Τότε άρχισε σ” αυτόν η σοβαρή προσπάθεια να την υπακούσει πλήρως.
«Εγώ δε απέθανον». Η μετάβαση της αμαρτίας σε ενεργητική κατάσταση, απ” την λανθάνουσα που βρισκόταν, ήταν για τον Παύλο ένα θανατηφόρο πλήγμα. Ο εσωτερικός χωρισμός μεταξύ αυτού και του Θεού, ολοκληρώθηκε. Την παιδική ελευθερία την διαδέχθηκε ο φόβος, το υιικό αίσθημα, η επανάσταση της καρδιάς και η δουλική υποταγή, δύο εξ ίσου σίγουρα συμπτώματα θανάτου. Από τώρα και στο εξής ένα βάρος κατέπνιγε την κίνηση της ψυχής προς τον Θεό.
Οι λέξεις που ακολουθούν υπηρετούν στο να φανερώσουν τον απρόβλεπτο χαρακτήρα αυτού του αποτελέσματος (εδ. 10β), και να δώσουν την πραγματική του εξήγηση (εδ. 11).

Pages