ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7
Ο Πιστός Ελευθερώνεται από τον Νόμο κατά τον Ίδιο Χρόνο που Ελευθερώνεται από την Αμαρτία. Ζ1-6
Σε συμφωνία με τα όσα αναφέρονται στο ΣΤ14 («Η αμαρτία δεν θα έχει πλέον κυριαρχία επάνω σας, διότι είσθε κάτω από χάρη»), ο Απόστολος έχει μόλις αναπτύξει το θέμα της απελευθέρωσης απ” την αμαρτία δι” υποταγής στην χάρη. Εκεί είχε προσθέσει, «διότι δεν είσθε κάτω από νόμον, αλλά κάτω από χάρη». Και τούτες οι λέξεις απαιτούν μια ειδική εξήγηση. Είναι το θέμα των ακολούθων εδαφίων.
Κατά την άποψη του, οι δύο απελευθερώσεις, εκείνη από την αμαρτία, και εκείνη από τον νόμο, είναι δύο στενά συνδεδεμένα γεγονότα, έτσι που το ένα να είναι το συμπλήρωμα του άλλου. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, στην περιγραφή των δύο αυτών απελευθερώσεων, ένας παραλληλισμός εικόνων, που επεκτείνεται και στις πιο μικρές τους λεπτομέρειες. Είναι εύκολο να δούμε πόσο ακριβώς το Ζ1-4 αντιστοιχεί στο ΣΤ16-19, και το Ζ5,6 στο ΣΤ21-23. Μόνο που η γενική εικόνα στις δύο περιπτώσεις είναι δανεισμένη από διαφορετικές περιοχές της κοινωνικής ζωής. Ο Παύλος χρησιμοποιεί για τον νόμο, που είναι ένας καλλίτερος αφέντης απ” ότι η αμαρτία, τον δεσμό του γάμου, αντί της σχέσης δουλείας στην περίπτωση της αμαρτίας. Και στα εδάφια 5,6 αντί για την εικόνα των καρπών, χρησιμοποιεί εκείνη των παιδιών (οι καρποί του γάμου).
Για ν” αποδείξη την αποδέσμευση του πιστού από τον θεσμό του νόμου, στηρίζει την επιχειρηματολογία του σ” ένα άρθρο του ιδίου του νόμου, το οποίον εφαρμόζει στην πνευματική περιοχή, εδάφια 1-4. Μετά δείχνει ότι ο πιστός κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος, όχι για να παραδώσει τον εαυτόν του πιο ελεύθερα στην αμαρτία, αλλά για να υπηρετήση τον Θεό καλλίτερα απ” ότι θα το είχε κάνει κάτω από τον νόμο (εδάφια 5,6). Η αποδέσμευση του λοιπόν από τον νόμο είναι νόμιμη, και ακόμη ηθικά επωφελής και αναγκαία.
Εδάφια 1,2
«Ή αγνοείτε, αδελφοί, γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ, ότι ο νόμος κυριεύει του ανθρώπου εφ” όσον χρόνον ζη; Η γαρ ύπανδρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός.»
«Δεν ξέρετε, αδελφοί, – ομιλώ βέβαια σε ανθρώπους που γνωρίζουν τον νόμον – ότι ο νόμος έχει κυριαρχίαν επί του ανθρώπου εφ” όσον χρόνον ζει ο άνθρωπος; Όπως η παντρεμένη γυναίκα, η οποία είναι δεμένη δια νόμου με τον άνδρα της, εφ” όσον αυτός ζη. Αλλ” εάν ο άνδρας πεθάνη, είναι αποδεσμευμένη από τον νόμον των συζύγων.»
«Ή αγνοείτε…»: «Ή, εάν φοβόσαστε, στο έργο του αγιασμού σας, να παραδώσετε τον εαυτόν σας αποκλειστικά σ” αυτόν τον καινούργιο κύριο, την χάρη, και νομίζετε ότι δεν μπορείτε να κάνετε χωρίς έναν εξωτερικό κανόναν, σαν εκείνον του νόμου, δεν ξέρετε ότι…».
«Γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ»: Το «γαρ» αναφέρεται στην αρνητική απάντηση που πρέπει να τεθεί μετά την ερώτηση: «Ή αγνοείτε»: «Όχι, δεν μπορείτε να αγνοείτε για την εντολή του νόμου που πρόκειται ν” αναφέρω…». Οι πιστοί, και αυτοί που ήσαν εθνικής προέλευσης, ήσαν γνώστες της Παλαιάς Διαθήκης.
Να τώρα ένα από τα άρθρα εκείνου του νόμου, το οποίον, εφαρμοζόμενο στη πνευματική περιοχή, δίνει απάντηση στην ερώτηση για την σχέση μεταξύ του Χριστιανού και του νόμου. Ο νόμος, στην περίπτωση θανάτου του συζύγου, επέτρεπε στην σύζυγο να ξαναπαντρευτεί. Εφ” όσον, επομένως, υπάρχει ένα γεγονός θανάτου στην περίπτωση του πιστού, έπεται, σύμφωνα με τον ίδιο τον νόμο, ότι τούτος είναι ελεύθερος από τον νόμο, τον προηγούμενο σύζυγο του. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα των εδαφίων που ακολουθούν.
Το υποκείμενο του «ζη» είναι «ο άνθρωπος». Ο νόμος έχει κάτω από την δικαιοδοσία του το άτομο, τόσο χρόνο, όσο αυτό ζεί.
Εδάφιο 2
«Η γαρ ύπανδρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός.»
«Όπως η παντρεμένη γυναίκα, η οποία είναι δεμένη δια νόμου με τον άνδρα της, εφ” όσον αυτός ζη. Αλλ” εάν ο άνδρας πεθάνη, είναι αποδεσμευμένη από τον νόμον των συζύγων.»
Το αξίωμα που ανεφέρθη στο εδάφιο 1 αναπτύσσεται στο εδάφιο 2. Ο ίδιος νόμος που θέλει την γυναίκα να μην χωρίζη από τον άνδρα της όσο αυτός ζει, την ελευθερώνει απ” αυτή την υποταγή ευθύς ως αυτός πεθάνει. Τούτος ο νόμος αναφέρεται στο Δευτερονόμιο ΚΔ2.
«Κατήργηται από του νόμου του ανδρός». Άπαξ και ο συζυγικός δεσμός διαλυθεί με τον θάνατο του συζύγου, η σύζυγος επίσης πεθαίνει ως «σύζυγος». Αυτή είναι πεθαμένη (όσον αφορά τον συζυγικό δεσμό) ως προς τον νεκρό της σύζυγο. Έτσι το εδάφιο 1, που φαινόταν να έχει εφαρμογή μόνο στον πεθαμένο σύζυγο, εφαρμόζεται παρόμοια και στην χήρα.
«Ο νόμος του ανδρός». Μερικοί το παίρνουν σαν να εννοεί το άρθρο του κώδικα το σχετικό με τον γάμο, αλλά είναι πιο φυσικό να δεχθούμε ότι αναφέρεται στην εξουσία που έχει ο σύζυγος πάνω στην σύζυγο του.
Το δύσκολο σημείο σ” αυτό το εδάφιο είναι, γιατί ο Παύλος παίρνει σαν παράδειγμα μια σύζυγο που χάνει τον άνδρα της και ελευθερώνεται να ξαναπαντρευτεί, παρά έναν σύζυγο που χάνει την σύζυγο του, και απολαμβάνει το ίδιο δικαίωμα. Το γεγονός ότι ο νόμος δένει την γυναίκα πιο αυστηρά απ” ότι τον άνδρα, δεν επαρκεί να εξηγήση αυτή την προτίμηση. Την απάντηση στην ερώτηση θα μας την δώσει η εφαρμογή του παραδείγματος, που ο Παύλος προτίθεται να κάνη στην πνευματική ζωή. Ο Παύλος είχε υπ” όψιν του όχι μόνον την διάρρηξη των σχέσεων του πιστού με τον νόμο, τον πρώτο σύζυγο, αλλά επίσης την νέα του ένωση με τον αναστημένον Χριστό, τον δεύτερο σύζυγο. Στην εικόνα αυτή του δευτέρου γάμου, ο Χριστός θα μπορούσε να παρουσιασθεί μόνον σαν ο σύζυγος, και ο πιστός σαν η σύζυγος. Και αυτό είναι εκείνο που οδηγεί τον Απόστολο να πάει λίγο παραπέρα, και να αποδώση θάνατο και στην ίδια την σύζυγο (ως προς τον συζυγικό δεσμό).
Εδάφιο 3
«Άρα ουν ζώντος του ανδρός μοιχαλίς χρηματίσει εάν γένηται ανδρί ετέρω. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ, ελευθέρα εστίν από του νόμου, του μη είναι αυτήν μοιχαλίδα γενομένην ανδρί ετέρω».
«Ώστε, εφ” όσον ζη ο άνδρας της, εάν συνδεθή με άλλον άνδρα, θα γίνη μοιχαλίς, εάν όμως πεθάνη ο άνδρας, είναι ελεύθερη από τον νόμον και δεν θεωρείται μοιχαλίς εάν συνδεθή με άλλον άνδρα.»
Αυτό το εδάφιο δεν είναι μια περιττή επανάληψη του εδαφίου 2. Υπηρετεί στο να σύρει από την εντολή του νόμου, που εξηγείται στο εδάφιο 2, το συμπέρασμα που ο Απόστολος θέλει να δείξει – την νομιμότητα μιας δεύτερης ένωσης στην υποτιθεμένη περίπτωση. Ό,τι θα ήταν παρανομία κατά την διάρκεια της ζωής του συζύγου, γίνεται νόμιμο όταν αυτός είναι πεθαμένος.
Μερικοί έχουν δώσει την ακόλουθη εξήγηση στο εδάφιο που μελετάμε: Η γυναίκα που είναι δεμένη δια νόμου στον ζώντα άνδρα της είναι η ανθρώπινη ψυχή που υπόκειται δια του νόμου στην κυριαρχία της αμαρτίας (ο πρώτος σύζυγος). Τούτος ο σύζυγος, η αμαρτία, σαν πεθάνει (μέσω πίστης στον Χριστό σταυρωμένο), η ψυχή ελευθερώνεται από την δύναμη της, και αποκτά την ελευθερία του να εισέλθη σε ένωση με τον Χριστό αναστημένο (τον νέο σύζυγο). Αλλά τούτη η εξήγηση θα μας έφερνε πίσω στην ιδέα του προηγουμένου χωρίου (απελευθέρωση από την αμαρτία), ενώ το εδαφίο 6 δείχνει καθαρά ότι ο Παύλος θέλει να μιλήση εδώ για την απελευθέρωση από τον νόμο. Το «ώστε», άλλωστε, του εδαφίου 4, δείχνει ότι δεν είναι παρά έως τότε, στο εδάφιο 4, που αρχίζει η ηθική εφαρμογή.
Εδάφιο 4
«Ώστε, αδελφοί μου, και υμείς εθανατώθητε τω νόμω δια του σώματος του Χριστού εις το γενέσθαι υμάς ετέρω, τω εκ νεκρών εγερθέντι, ίνα καρποφορήσωμεν τω Θεώ.»
«Ώστε, αδελφοί μου, και σεις θανατωθήκατε ως προς τον νόμον δια του σώματος του Χριστού δια να συνδεθήτε με άλλον, με εκείνον που αναστήθηκε από τους νεκρούς, δια να φέρωμεν καρπόν δια τον Θεόν.»
«Ώστε»: «Είστε νεκροί ως προς τον νόμον, ώστε ν” ανήκετε σ” έναν άλλον.» Δεν είναι ο θάνατος των πιστών εν Χριστώ σταυρωμένω, του οποίου την νομιμότητα ο Απόστολος επιθυμούσε να δείξη με το προηγούμενο παράδειγμα που λαμβάνεται από τον νόμο, αλλά η νέα ένωση της οποίας αυτός ο θάνατος είναι η προϋπόθεση.
«Και υμείς»: Παρόμοια σαν αυτή την σύζυγο, η οποία είναι νεκρή (σαν σύζυγος) μέσω του θανάτου του άνδρα της, και η οποία έχει έτσι το δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί.
«Εθανατώθητε», ή πιο καλά, «εθανατώθητε σε σχέση με τον νόμο». Η συμμετοχή στον σταυρικό Του θάνατο δεν είναι ακριβώς η ίδια σ” αυτό το χωρίο, σαν εκείνη για την οποία μιλά το εδάφιο 6 του προηγουμένου κεφαλαίου. Η τελευταία αναφερόταν στον θάνατο του πιστού ως προς την αμαρτία, ενώ ο Παύλος λέγει εδώ, «θανατωθήκατε ως προς τον νόμον δια του σώματος του Χριστού». Ο Χριστός επάνω στον σταυρό πέθανε ως προς τον νόμον, καθόσον αυτή η τιμωρία Τον ελευθέρωσε απ” την δικαιοδοσία του νόμου, κάτω απ” την οποία είχε περάσει την ζωή Του εδώ στη γη, και από την Ιουδαϊκή εθνικότητα που είχε καθορίσει την μορφή της γηίνης Του ύπαρξης (Γαλάτας Δ4). Ο πιστός που οικειοποιείται αυτόν τον θάνατο, οικειοποιείται επίσης την ένδοξη ελευθερία η οποία ήταν η συνέπεια αυτού του θανάτου στην περίπτωση του Χριστού. Απελευθερωμένος εν Αυτώ από τον νόμον των εντολών (Εφ. Β15), εισέρχεται μαζί Του στην υψηλότερη ζωή της κοινωνίας με τον Θεό.
“Οταν ο Παύλος λέγει, «δια του σώματος του Χριστού», μας θυμίζει ότι ήταν αυτό το σώμα που σχημάτισε τον δεσμό μεταξύ του Χριστού και του Θεοκρατικού Έθνους (του Έθνους Ισραήλ, Α3). Και ότι αυτός ο δεσμός άπαξ και έσπασε στην περίπτωση Του δια του θανάτου, είναι επίσης σπασμένος και στην περίπτωση των πιστών, που σύρουν την ζωή τους απ” Αυτόν.
Δεν υπάρχει αναφορά σ” αυτό το κείμενο στο δώρο του σώματος Του, σαν το αντίτιμο της λύτρωσης μας.
Καθώς ο καινούργιος σύζυγος είναι ένας νεκρός και αναστημένος Χριστός, η σύζυγος πρέπει αναγκαστικά να παρουσιασθεί σαν νεκρή (μέσω του θανάτου του πρώτου της άνδρα, του νόμου), ώστε να είναι σε θέση να ενωθή με τον Χριστό σαν έναν αναστημένον. Είναι ένας γάμος πέραν του τάφου. Και είναι αυτός ο λόγος που ο Απόστολος δεν αρκείται λέγοντας, «εθανατώθητε ως προς τον νόμον, ώστε ν” ανήκετε σ” έναν άλλον», αλλά αμέσως προσθέτει, «σ” Αυτόν που ανεστήθη απ” τους νεκρούς».
Μπορούμε τώρα ν” αντιληφθούμε καλά πως ο Παύλος, μ” αυτή την εφαρμογή κατά νουν απ” την αρχή, επεξέτεινε την ιδέα του θανάτου, η οποία, μιλόντας ακριβώς, είχε εφαρμογή μόνον στον σύζυγο, και στην σύζυγο με τον όρο «κατήργηται», εδάφιο 2.
Είναι επίσης εύκολο να δούμε ότι αυτή η εικόνα του γάμου μεταξύ της ψυχής πεθαμένης εν Χριστώ σταυρωμένω και Χριστώ αναστημένω, εκφράζει ακριβώς την ίδια ιδέα καθώς την έχομε βρει ήδη στο ΣΤ5, και καθώς αυτή αναπτύχθηκε στο όλο χωρίο ΣΤ6-10. Μόνο που εδώ συνοψίζει αυτή την ιδέα, για να συμπεράνει απ” αυτή την απελευθέρωση του πιστού σε σχέση με τον νόμο. Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσωμε το περιεχόμενο των τεσσάρων εδαφίων ως εξής: Όπως δια του θανάτου Του ο Χριστός εισήλθε σε μια ύπαρξη ελευθερωμένη από κάθε νομικίστικο θέσπισμα, μια ύπαρξη που καθορίζεται απ” την ζωή του Θεού μόνον, έτσι και εμείς, όταν έχωμε πεθάνει ως προς την αμαρτία, εισερχόμεθα μαζί μ” Αυτόν μέσα σ” αυτή την ίδια ζωή, στην οποία, σαν μια ξαναπαντρεμμένη χήρα, δεν έχομε κανέναν άλλον κύριο έξω απ” Αυτόν τον νέο σύζυγο και το Πνεύμα Του.
Ο σκοπός τούτης της νέας ένωσης, λέγει ο Παύλος, κλείνοντας αυτό το θέμα, εδάφιο 4, είναι «να φέρωμε καρπούς στον Θεό». Με αυτή την έκφραση συνεχίζει και συμπληρώνει την εικόνα που άρχισε, δηλαδή εκείνη του γάμου. Οι καρποί (τα παιδιά) που πρόκειται να ξεπηδήσουν απ” αυτή την ένωση, μεταξύ του Αναστημένου και της Εκκλησίας Του, είναι μια δραστηριότητα πλούσια σε άγια έργα, ειργασμένα στην υπηρεσία του Θεού («Καρποφορήσαι τω Θεώ»).
Δεν είναι η ανάσταση, είναι η ένωση του πιστού με τον Αναστημένο, που έχει σαν στόχο της να φέρει μια ζωή καλών έργων. Αυτό φαίνεται από τα ακόλουθα εδάφια, στα οποία ο Απόστολος αντιπαραθέτει στην ένωση με τον νόμο, που παρήγαγε καρπούς αμαρτίας, την ένωση με τον Χριστό, που φέρει καρπούς αγιασμού.
Ο Παύλος έχει μόλις δείξει με τον ίδιο τον νόμο, ότι οι πιστοί, σε συνέπεια του θανάτου που έχουν υποστεί, μπορούν, χωρίς να κατηγορηθούν για απιστία, να βγάλουν από πάνω τους τον ζυγό του νόμου, και να συνάψουν μια καινούργια ένωση με τον Χριστό. Στην συνέχεια μας δείχνει τον σοβαρό λόγο που έχουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το δικαίωμα, και να προτιμήσουν αυτή την καινούργια ένωση, στην θέση της προηγουμένης. Είναι οι εξαίρετοι καρποί που θα προκύψουν απ” αυτή την καινούργια ένωση.
Το περιεχόμενο των δύο εδαφίων 5 και 6 το βρίσκουμε στις τελευταίες λέξεις του εδαφίου 4. Και πρώτα το εδάφιο 5: Ο πρώτος γάμος και οι καρποί του.
Εδάφιο 5
«Ότε γαρ ήμεν εν τη σαρκί, τα παθήματα των αμαρτιών τα δια του νόμου ενηργείτο εν τοις μέλεσιν ημών εις το καρποφορήσαι τω θανάτω».
«Όταν εζούσαμε ζωήν σαρκικήν, τα αμαρτωλά πάθη μας, διεγειρόμενα εξ αιτίας του νόμου, ενεργούσαν εις τα μέλη μας ώστε να φέρουν καρπούς δια τον θάνατον.»
Η έκφραση «είμαι εις την σάρκα» δεν έχει καμμία σχέση με την «ζω εις το σώμα», σύγκρινε Γαλάτας Β20.
Η λέξη «σάρκα», στην γλώσσα της Βίβλου, εφαρμόζεται στον όλο φυσικό άνθρωπο, τόσο όσο αυτός είναι ακόμη κάτω από την εξουσία της αγάπης της ευχαρίστησης, και του φόβου του πόνου, δηλαδή, στην τάση της αυτοϊκανοποίησης. Η φυσική αυταρέσκεια, η αυτοϊκανοποίηση του εγώ, αυτή είναι η ιδέα της λέξης «σάρκα», στην ηθική έννοια στην οποία τόσο συχνά χρησιμοποιείται στην Γραφή.
Η ερώτηση τώρα είναι, τι ρόλο παίζει ο νόμος σ” αυτή την ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου, που τον έχει οδηγήση σ” αυτή την κατάσταση; «Τα παθήματα των αμαρτιών» λέγει ο Παύλος, «ενηργείτο δι” αυτού».
«Τα παθήματα των αμαρτιών», είναι «τα αμαρτωλά πάθη».
Αυτό το «αμαρτιών» μπορούμε να το πάρωμε ως εξής: α) «Παραγόμενα από την αμαρτία». β) «Έχοντα τον χαρακτήρα της αμαρτίας». γ) «Τα πάθη στα οποία οι διάφορες εσωτερικές μορφές της αμαρτίας συνίστανται», όπως είναι τα ακόλαστα, τα ακάθαρτα, τα συμφεροντολογικά, τα ατομιστικά, τα βίαια πάθη. δ) Ίσως είναι πιο φυσικό να δούμε σ” αυτό το «αμαρτιών» την γενική του αποτελέσματος: «Τα πάθη που παράγουν κάθε είδος αμαρτίας, ευθύς ως εξεγερθούν και ζητούν την ικανοποίηση τους».
Το «δια του νόμου» δεν μπορεί να σημαίνει, «παραχθέντα από τον νόμο», διότι αυτά τα πάθη προκύπτουν απ” την φυσική κατάσταση του ανθρώπου, που ο Παύλος την δήλωσε με την έκφραση «είμαι στην σάρκα». Το σωστό είναι λοιπόν να το ερμηνεύσωμε, «εξεγερμένα» από τον νόμο. Ο νόμος, ερχόμενος σε σύγκρουση μ” εκείνα τα ένστικτα που κοιμόντουσαν, που ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση, τα κάνει να περάσουν στην ενεργητική και βίαιη κατάσταση. Έτσι εξηγείται γιατί βρίσκομε τον άνθρωπο να εξαχρειώνεται τόσο συχνά, ξεπερνόντας τα όρια της απλής ικανοποίησης των αναγκών του, και να φθάνει σε υπερβολές στις οποίες ούτε τα ζώα δεν φθάνουν. Είναι το εμπόδιο, η αναχαίτιση την οποία φέρνει ο νόμος, που τόσο συχνα ενεργεί στον άνθρωπο σαν ένα κίνητρο να κάνει το κακό.
Το «ενηργείτο» δηλώνει εκείνο το είδος της εσωτερικής ζύμωσης που παράγεται όταν τα πάθη, εξεγερμένα απ” το εμπόδιο της εντολής, ζητούν να κυριεύσουν το σώμα για την ικανοποίηση τους.
Η λέξη «τα μέλη» αντιστοιχεί στο «των αμαρτιών». Κάθε κακό ένστικτο έχει, να το πούμε έτσι, κάποιο αντίστοιχο μέλος του σώματος, ή και περισσότερα, που εμπηρεάζει.
Το αποτέλεσμα αυτής της ακαθάρτου εργασίας, που προκαλείται από την σύγκρουση της σαρκικής καρδιάς του φυσικού ανθρώπου ενάντια στον άγιο νόμο, είναι μια περίσσεια κακών «καρπών», που παράγουν θάνατο στον άνθρωπο, σύγκρινε Ιάκωβο Α14,15.
Το «εις» περιέχει, όπως πάντα, την ιδέα του «στόχου», και όχι μόνο του αποτελέσματος. Στα πάθη της σάρκας υπάρχει μια ενδόμυχη επιδίωξη για θάνατο, όπως αναφέρεται και στο Η6 («Το φρόνημα της σαρκός θάνατος»). Ο άνθρωπος που ενεργεί χωρίς τον Θεό, τείνει ν” αποχωρίση τον εαυτόν του ακόμα πιο βαθειά απ” τον Θεό.