Οι λέξεις που ακολουθούν υπηρετούν στο να φανερώσουν τον απρόβλεπτο χαρακτήρα αυτού του αποτελέσματος (εδ. 10β), και να δώσουν την πραγματική του εξήγηση (εδ. 11).
Εδάφιο 10β,11
«Και ευρέθη μοι η εντολή η εις ζωήν, αύτη εις θάνατον. Η γαρ αμαρτία αφορμήν λαβούσα δια της εντολής εξηπάτησε με και δι” αυτής απέκτεινεν.»
«Και έτσι η εντολή, που ήτο προωρισμένη να οδηγήση εις την ζωήν, σ” εμένα έφερε θάνατον. Διότι η αμαρτία βρήκε την ευκαιρίαν δια της εντολής, με εξηπάτησε και δια της εντολής με εθανάτωσε.»
Αυτή η δραστηριοποίηση της αμαρτίας, που ο Παύλος την αισθάνθηκε σαν το θύμα ενός πνευματικού φόνου, προεκλήθη από ένα δώρο του Θεού, την εντολή. Ήταν η εντολή που ο Θεός είχε δώσει στον πιστό Ισραηλίτη με τα λόγια, «Αυτό κάνε και θα ζήσης», Λευιτικό ΙΗ5. Αντί όμως να τον οδηγήση στην αγιότητα και την ειρήνη, ή να του δώση ζωή, έκανε το αντίθετο: Αποκαλύπτοντας του την αμαρτία μέσα του, και αυξάνοντας της την δύναμη, ύψωσε έναν παχύ τοίχο μεταξύ του Θεού και αυτού, και τον ενέπλεξε στον θάνατο.
Η αίσθηση της έκπληξης, απ” αυτό το τόσο απρόσμενο αποτέλεσμα, εκφράζεται με την λέξη «ευρέθη».
Ο «θάνατος» στο τέλος του εδαφίου είναι ο ηθικός θάνατος, ο χωρισμός απ” τον Θεό, ο πνευματικός θάνατος που ο ίδιος περιγράφει στο Εφεσίους Β1 και στην συνέχεια εκεί.
Αναμφίβολλα, αυτή η περιγραφή των αποτελεσμάτων του νόμου εκθέτει μόνον μια όψη της αλήθειας, εκείνη που είχε δοκιμάσει ο Σαούλ ο Φαρισαίος. Εκείνο που είχε συμβεί μ” αυτόν οφειλόταν στο ότι θεώρησε τον νόμο σαν το μέσον του να δημιουργήση την δική του δικαιοσύνη (Ι 3), και όχι σαν το μονοπάτι που έχει ανοιχθεί προς την Θεία χάρη.
Ο ψαλμωδός συχνά περιγράφει τα αποτελέσματα του νόμου κάτω από ένα ολοκληρωτικά διαφορετικό φως (Ψαλμός ΙΘ, ΞΘ κ.λ.π.), και δεν μπορούμε ν” αμφιβάλλωμε ότι ο Ιησούς ο Ίδιος, κατά την διάρκεια της ανάπτυξης Του, έως το βάπτισμα Του, ευρήκε στον νόμο την πληρότητα εκείνου που είχε υποσχεθεί ο Θεός: «Κάνοντας αυτά θα ζήσης δι” αυτών», ή ό,τι εκφράζεται με τα λόγια του Παύλου: «Η εντολή που μου εδόθηκε να με οδηγήση στην ζωή».
Αλλά για να φέρει αυτό το ευεργετικό αποτέλεσμα ο νόμος, πρέπει να έχει να κάνει με μια καρδιά ελεύθερη από αμαρτία, ή από μια καρδιά η οποία δεν διαχωρίζει την εντολή απ” την χάρη που συνοδεύει τον νόμο, μια καρδιά που ζητά σ” αυτόν, όχι το μέσον ν” αποκτήση αυτοαξία, και να ικανοποιήση την υπερηφάνεια της, αλλά τον δρόμο της ένωσης με τον Θεό της Διαθήκης, δια μετανοίας, θυσίας και προσευχής. Επεξήγηση των όσων λέμε εδώ μας δίνει η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου.
Το εδάφιο 11 έχει σαν σκοπό να εξηγήση, τι ακριβώς έλαβε χώρα. Αποκαλύπτει τον πραγματικό πρωτεργάτη της θλιβερής κατάστασης που αναφέρεται, την αμαρτία.
Η αμαρτία είναι ο αληθινός ένοχος, όχι ο νόμος. Είναι αυτό το διεστραμμένο ένστικτο, το οποίον συνάντησε απροσδόκητα η εντολή, και το οποίον προκάλεσε στην τελευταία να παράγη ένα αποτέλεσμα εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνο για το οποίον εδόθη.
Το «αφορμήν λαβούσα» αναφέρεται, όπως και στο εδάφιο 8, στα εξωτερικά αντικείμενα που αντιστοιχούν στις διάφορες σαρκικές μας επιθυμίες. Η εντολή, υψώνοντας έναν φραγμό μεταξύ αυτών των αντικειμένων και ημών, τα κάνει να εμφανίζονται πιο πολύ επιθυμητά. Και δεν μπορούμε ν” αποβάλλωμε την εντύπωση ότι ένας ζηλότυπος Θεός ευχαριστείται αρνούμενος αυτά σε μας, αυτά που νομίζομε ότι θα προάγουν την ευτυχία μας. Τέτοια είναι η αυταπάτη που η αμαρτία παράγει μέσα μας δια της ιδίας της εντολής.
Οι λέξεις, «δια της εντολής εξηπάτησε με», περιέχουν σίγουρα έναν υπαινιγμό στον ρόλο που έπαιξε το φίδι, Γένεση Γ. Καθώς έχομε πει, εκεί, που ο άνθρωπος ήταν ακόμα στην αθωότητα του, το φίδι έπαιξε τον ρόλο που εδώ παίζει η αμαρτία. Εξηπάτησε και δελέασε την Εύα, οδηγόντας την σε μίσος προς τον Θεό. Έτσι λοιπόν διαπράττει τον φόνο, δηλαδή τον χωρισμό απ” τον Θεό, είτε με μια εσωτερική επανάσταση, είτε με μια εξωτερική ανυπακοή. Η εξαπάτηση οδήγησε σε απόκλιση από τον σωστό δρόμο, και η απόκλιση στον θάνατο («και δι” αυτής απέκτεινεν»)
Εδάφια 12,13
«Ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή. Το ουν αγαθόν εμοί γέγονε θάνατος; Μη γένοιτο. Αλλά η αμαρτία, ίνα φανή αμαρτία, δια του αγαθού μοι κατεργαζομένη θάνατον, ίνα γένηται καθ” υπερβολήν αμαρτωλός η αμαρτία δια της εντολής.»
«Ώστε ο νόμος είναι άγιος και η εντολή αγία, δικαία και αγαθή. Το καλόν λοιπόν έγινε για μένα θάνατος; Μη γένοιτο, αλλά η αμαρτία, δια να φανερωθή σαν αμαρτία εχρησιμοποίησε το καλόν δια να μου προξενήση θάνατον, και έτσι να γίνη η αμαρτία υπερβολικά αμαρτωλή δια της εντολής.»
Το αποτέλεσμα είναι: Όσο πιο άγιος είναι ο νόμος, τόσο πιο πολύ η αμαρτία, που τον έχει χρησιμοποιήσει για να κάνει το κακό, να εμφανίζεται μέσ” απ” αυτό στην μαυρότητα της φύσης της.
Ο Απόστολος αρχίζει μετακινόντας από τον νόμο κάθε υποψία κατηγορίας. Οτιδήποτε μπορεί να λεχθεί στην συνέχεια, τίποτα δεν θα αναιρέσει τον χαρακτήρα της αγιότητας που ανήκει στον νόμο.
Σαν νόμος εδώ εννοείται ο Μωσαϊκός.
«Άγιος», είναι η λέξη που στην Γραφή δηλώνει την τέλεια αγάπη του καλού. Όταν τούτη η λέξη εφαρμόζεται στον Θεό, εννοεί την ταύτιση της θέλησης Του με την καλωσύνη. Όταν εφαρμόζεται στο δημιούργημα, εννοεί την εθελοντική του αφιέρωση στον Θεό, τον Μόνον που είναι καλός.
Ο νόμος είναι «άγιος» ακριβώς διότι ζητά αυτή την αφιέρωση. Το ίδιο και η εντολή που ζητά αυτή την αφιέρωση σε μια ειδική σχέση. Τα δύο χαρακτηριστικά «δικαία» και «αγαθή» εκπηγάζουν και περιλαμβάνονται σε κείνο της αγιότητας. Η εντολή είναι «δικαία» διότι ρυθμίζει κατά έναν φυσιολογικό τρόπο τις σχέσεις μεταξύ των όντων. Είναι «αγαθή» στην έννοια του «ευεργετική». Αυτό το τελευταίο επίθετο εξηγείται και απ” τις προηγούμενες λέξεις: «Κατάλληλη να δώσει ζωή» (εδ. 10).
«Αλλά η αμαρτία, ίνα φανή αμαρτία, δια του αγαθού μοι κατεργαζομένη θάνατον, ίνα γένηται καθ” υπερβολήν αμαρτωλός η αμαρτία δια της εντολής.» Τούτο μπορούμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: Αλλά η αμαρτία, για να φανή σαν αμαρτία, στράφηκε να εργασθή («εγένετο κατεργαζομένη») τον θάνατο μου δι” εκείνου που ήταν καλό (δια του νόμου). Η αμαρτία εργάσθηκε τον θάνατο δια του καλού, ώστε να δείξη όσο το δυνατόν πιο πολύ τον αμαρτωλό της χαρακτήρα.
Ο Θεός θέλησε ώστε η αμαρτία, σκοτώνοντας μέσω αυτού που προορίσθηκε να δώση ζωή, να διέπραττε ένα αληθινό αριστούργημα διαστροφής. Και γιατί ο Θεός θέλησε ώστε αυτό να γίνη έτσι; Για ν” αποκαλυφθεί η αμαρτία πλήρως το τι πραγματικά είναι, αμαρτία («ίνα φανή αμαρτία»).
Για ν” αποκαλύψη πλήρως τον κακό της χαρακτήρα, ήταν αναγκαίο η αμαρτία να επιφέρη επάνω μου θάνατο, όχι με κάτι κακό (πράγμα που θα έριχνε ένα μέρος της βαρειάς μομφής αυτού του φόνου στο μέσον που χρησιμοποιήθηκε), αλλά με ένα καλό (την εντολή), ώστε το έγκλημα να φανεί ότι είναι αποκλειστικά έργο της αμαρτίας.
Να θυμηθούμε ότι είχε μείνει ν” απαντήσωμε στην ερώτηση, για ποιόν μιλά ο Παύλος στα εδάφια 7-13. Απ” ότι διαβάσαμε φαίνεται πως μιλά για τον εαυτόν του, αλλά με την πεποίθηση ότι η εμπειρία του θα είναι αλάνθαστα εκείνη του κάθε Ισραηλίτη, όπως και του κάθε ανθρώπου, που θα θελήση να χρησιμοποιήση σοβαρά τον ηθικό ή τον Μωσαϊκό νόμο σαν μέσον αγιασμού.
Το υπό συζήτηση θέμα τώρα είναι να εξιχνιάσωμε αυτή την εμπειρία στην πιο βαθειά της αιτία. Αυτή είναι η μελέτη στην οποία αφιερώνεται το ακόλουθο τμήμα, εδάφια 14-25 («γαρ», εδ. 14).
Εδάφια 14-25
Τα όσα αναπτύσσονται εδώ, με βάση εκείνα που προηγήθηκαν, θα πρέπει να τα θεωρήσωμε ότι αναφέρονται στις χαμένες μάχες ενος ειλικρινούς και σοβαρού ατόμου, που είναι κάτω από τον ζυγό του νόμου, χωρίς να γνωρίζει την απελευθέρωση δια του Αγίου Πνεύματος. Είναι η απελπισμένη κραυγή ενός ανθρώπου, που βρίσκεται μέσα σε μια νομικίστικη κατάσταση, όπου ο άνθρωπος κουνά τις αλυσσίδες του, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να τις σπάσει. Αδύναμος, στριφογυρίζει μέσα στην φυλακή που τον έχουν κλείσει ο νόμος και η αμαρτία, και το μόνο που μπορεί να κάνη είναι, στο τέλος της προσπάθειας του, να βγάλη εκείνη την κραυγή της απελπισίας, δια της οποίας, έχοντας εξαντλήσει την δύναμη του για μάχη, επικαλείται, χωρίς να τον γνωρίζη, Αυτόν που θα μπορέση να τον ελευθερώση. Είναι ο πιο απελπισμένος θρήνος που βγήκε από ανθρώπινη καρδιά.
Εδάφιο 14
«Οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν. Εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν».
«Γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, αλλ” εγώ είμαι σαρκικός, πουλημένος εις την αμαρτίαν».
«Γαρ»: «Ο νόμος παρήγαγε σε μένα το αποτέλεσμα που μόλις έχω περιγράψει, διότι υπάρχει μια αντίθεση μεταξύ της φύσης του που είναι άγια, και της δικής μου που είναι διεφθαρμένη.» Απ” το γεγονός που περιγράφει στα εδάφια 7-13, ο Παύλος τώρα ανεβαίνει στην πραγματική του ηθική αιτία που το εξηγεί. Ο νόμος μας βρίσκει άρρωστους, και μας αφήνει τέτοιους. Ο Παύλος περιγράφει τον άνθρωπο όπως είναι εκ φύσεως, τον άνθρωπο όπως ο ίδιος τον εγνώρισε, και ακόμα τον βρίσκει μέσα του, κάθε φορά που ο φυσικός του χαρακτήρας δείχνει τον εαυτόν του. Εδώ είναι η «μόνιμη ουσία» της ανθρωπίνης φύσης, μετά την πτώση, και έξω απ” την ενέργεια της πίστης. Έτσι εξηγείται η χρήση του ενεστώτα, χωρίς να χρειάζεται να πούμε ότι ο Παύλος περιγράφει την παρούσα του κατάσταση.
Μέσα στο «οίδαμεν» ο Παύλος περιλαμβάνει, μαζί μ” αυτόν, όλους τους πιστούς που έχουν περάσει τις ίδιες εμπειρίες.
Τούτη η γνώση για την οποία μιλά εδώ («οίδαμεν») είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αντίληψη. Η συνέχεια δείχνει ότι υπονοεί μια εκ καρδιάς κατανόηση εκείνης της αλήθειας (σύγκρινε τα ρήματα «σύμφημι», «συνήδομαι», εδάφια 16 και 22): «Γνωρίζομε με όλη μας την καρδιά ότι ο νόμος είναι καλός».
Η λέξη «πνευματικός», που αναφέρεται στο νόμο, έχει γίνει αντιληπτή στην έννοια ότι, ο νόμος είναι κατάλληλος για την πνευματική φύση του ανθρώπου (το πνεύμα στον άνθρωπο), απ” όπου έπεται ότι αυτός ζητά όχι μόνον εξωτερική υπακοή, αλλά επίσης και την υπακοή της καρδιάς.
Ο όρος όμως «πνευματικός» συνήθως συνδέεται με την ιδέα του Αγίου Πνεύματος. Και καθώς στο Η4 ο ίδιος ο Παύλος λέγει ότι ό,τι ζητείται από τον νόμο είναι ειργασμένο μέσα σ” αυτούς που περιπατούν σύμφωνα με το Πνεύμα (προφανώς το Άγιο Πνεύμα), είναι πιο ακριβές να ερμηνεύσωμε το «πνευματικός» σαν, «σε συμφωνία με την παρόρμηση ή την τάση του Αγίου Πνεύματος». “Ο,τι ο νόμος διατάσσει δεν είναι τίποτα άλλο από ό,τι το Άγιο Πνεύμα εργάζεται στην καρδιά που κατοικεί. Υπάρχει μια πλήρης ταύτιση μεταξύ του εξωτερικού κανόνα του νόμου και του εσωτερικού έργου του Πνεύματος.
Αλλά, λέγει ο Παύλος, επιστρέφοντας στο πρόσωπο του, ποιάς πρακτικής χρησιμότητας είναι αυτή η γνώση που έχομε εμείς όλοι για την άγια πνευματικότητα του νόμου;
Με την χρήση του «εγώ» αντιπαραθέτει εδώ, σ” αυτή την συλλογική γνώση («οίδαμεν»), την ατομική εμπειρία της σαρκικής του κατάστασης. Και σ” αυτή την τελευταία βρίσκει το ακατανίκητο εμπόδιο για την εκπλήρωση του νόμου, όσο και αν αυτός αναγνωρίζεται ότι είναι τέλειος.
Η λέξη «σάρκα» («αλλ” εγώ είμαι σαρκικός») λαμβάνεται εδώ στην ηθική της έννοια, και περικλείει, όπως σ” όλες τις περιπτώσεις όπου η «σάρκα» αντιπαρατίθεται στο «Θεό», ή σε ότι είναι θείο, το όλο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Παύλος αισθάνεται τον φυσικό του εαυτό να κυβερνιέται από την σάρκα, δηλαδή, την αυταρέσκεια, την τάση να ζητάς την αυτοϊκανοποίηση στο κάθε τι. Αυτή η τάση είναι εκείνη που καθορίζει την φυσική του θέληση. Έτσι προκύπτει το ασυμβίβαστο μεταξύ της φύσης του και εκείνης του νόμου, ο οποίος ζητά απόλυτη αφιέρωση του εαυτού μας στον Θεό.
Σαν εξήγηση του όρου «σαρκικός» προσθέτει τις λέξεις, «πουλημένος στην αμαρτία». Με αυτή την φράση, δείχνει τον εαυτόν του σαν έναν σκλάβο αγορασμένον έναντι χρημάτων. Ο πωλητής είναι η σάρκα, και ο αγοραστής, που έχει γίνει και κύριος του, η αμαρτία. Πράγματι, ένα συμβόλαιο θανάτου έχει τεθεί σε ισχύ επάνω μας, δια του οποίου η βιαιότητα των πόθων της σάρκας έχει παραδώσει την θέληση μας στην δύναμη της αμαρτίας, και μας έχει οδηγήση σε μια κατάσταση δουλείας ως προς αυτήν.