Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (22/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (22/50)







Εδάφιο 15
«Ο γαρ κατεργάζομαι ου γινώσκω. Ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ” ο μισώ τούτο ποιώ.»
«Δεν μπορώ να εννοήσω τας ιδικάς μου πράξεις, διότι δεν κάνω εκείνο που θέλω αλλά κάνω εκείνο που μισώ.»

Ο σκλάβος δεν γνωρίζει τι κάνει, διότι κάνει το θέλημα ενός άλλου. Ο Παύλος κλαυθμηρίζει ότι οι πράξεις που κάνει είναι το αποτέλεσμα ενός τυφλού ενστίκτου, που τον σύρει, πέραν απ” την δική του γνώση, ούτως ώστε, όταν τις βλέπει να πραγματοποιούνται, δεν είναι αυτό που ο ίδιος θα επιθυμούσε, αντιθέτως, είναι ό,τι απεχθάνεται.
Η έκφραση «ου γινώσκω», δεν θα πρέπει να ληφθεί στην έννοια, «δεν το αναγνωρίζω σαν καλό».
Το «θέλειν» που ο Παύλος δεν κάνει, είναι η επιθυμία του καλού, και αυτό που μισεί και όμως το κάνει, είναι το κακό. Η ηθική τάση της θέλησης του να στοχεύει το καλό και να μισή το κακό, συνδέεται με την αναγνώριση της τελειότητας του νόμου, για την οποία μίλησε στο εδάφιο 14. Αλλά αυτή η θέληση, που τοποθετείται προς την πλευρά του νόμου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιθυμία, ένας πόθος, ένα απλό «θα μου άρεσε», η οποία υποχωρεί στην πράξη: «Όταν ενεργώ, δεν εργάζομαι προς την κατεύθυνση της επιθυμίας μου, που είναι να εκπληρώσω τον νόμο. Και όταν έχω ενεργήσει, βρίσκω τον εαυτόν μου πρόσωπο προς πρόσωπο με ένα αποτέλεσμα που το ηθικό μου ένστικτο το καταδικάζει».
Ίσως κάποιος ρωτήσει, «πως ο Παύλος μπορούσε ν” αποδώση στον εαυτόν του αυτή την επιθυμία για το καλό και το μίσος για το κακό, ενώ αναφέρεται στον χρόνο που ακόμη ήταν κάτω από τον νόμο»; Η απάντηση είναι πως υπάρχουν τέτοιες καρδιές που επιθυμούν διακαώς το καλό, όντας κάτω από τον νόμο. Αυτό που εκφράζει τούτο το εδάφιο, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από εκείνο που περιέχεται στα λόγια του Ιησού, Ιωάννης Γ21: «Αυτός που πράττει την αλήθεια έρχεται εις το φως». Να «πράττω την αλήθεια» σίγουρα υποδηλώνει την ειλικρινή επιθυμία του καλού. Είναι αυτή η προδιάθεση που προηγείται της πίστης, στην περίπτωση των ανθρώπων για τους οποίους μιλά ο Κύριος.
Την ίδια σκέψη συναντάμε και στην παραβολή του σπορέα, Λουκάς Η15, όταν ο Ιησούς μιλά για τις τίμιες και καλές καρδιές, στις οποίες ο σπόρος του ευαγγελίου παράγει τον καρπόν του. Σύγκρινε επίσης Ρωμαίους Β7 και Πράξεις Ι 34,35. Θα πρέπει βέβαια να διευκρινισθή ότι μια τέτοια προδιάθεση υφίσταται μόνον σαν το έργο Αυτού ο οποίος είναι ο μόνος αγαθός.

Εδάφια 16,17
«Ει δε ο ου θέλω τούτο ποιώ, σύμφημι τω νόμω ότι καλός. Νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ” η οικούσα εν εμοί αμαρτία.»
«Αλλ” εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε συμφωνώ ότι ο νόμος είναι καλός. Αλλά εις την πραγματικότητα δεν ενεργώ πλέον εγώ, αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου.»

Η μομφή με την οποίαν η συνείδηση του Παύλου επισκέπτεται το έργο του, είναι μια επίσημη υποταγή που αποδίδεται απ” αυτόν στον νόμο, διότι δι” αυτής παίρνει το μέρος του νόμου ενάντια στον εαυτόν του.
«Σύμφημι τω νόμω ότι καλός»: Δηλώνω, σε συμφωνία με τον νόμο, ότι το περιεχόμενο του νόμου είναι καλό. Είναι η επανάληψη, με άλλα λόγια, της βεβαίωσης, «Γνωρίζομε ότι ο νόμος είναι πνευματικός».
Δεν πρέπει να νομισθεί ότι ο Παύλος επιθυμεί ν” απαλλάξει τον εαυτόν του στο ελάχιστο όταν λέγει, «Δεν είμαι εγώ που το κάνω, αλλά η αμαρτία». Αντιθέτως, επιθυμεί μ” αυτό να κάνει πιο φανερή την άθλια κατάσταση των δεσμών στην οποία έχει περιπέσει. Δεν ορίζει ούτε το ίδιο του το σπίτι. Εκεί μέσα βρίσκει έναν τύραννο που τον πιέζει να ενεργεί σε αντίθεση με τις καλλίτερες επιθυμίες του. Τι ταπείνωση! Τι δυστυχία! Είναι η κατάσταση της αμαρτίας θεωρουμένη απ” την οδυνηρή μάλλον, παρά απ” την κατακριτέα της άποψη.
«Νυνί»: Των πραγμάτων εχόντων έτσι.

Εδάφια 18-20

Εδάφιο 18α
«Οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τούτ” έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν.»
«Διότι ξέρω ότι δεν κατοικεί τίποτα καλό μέσα μου, δηλαδή εις την σάρκα μου.»

«Εν εμοί»: Σε μένα, τόσο όσο είμαι σαρκικός.
Με τούτα όμως τα λόγια δίνει να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει κάτι περισσότερο σ” αυτόν, πέραν από την σάρκα. Αυτό το κάτι είναι εκείνο ακριβώς μέσα του, που αναγνωρίζει την πνευματικότητα του νόμου, και του αποδίδει υποταγή (ιδέ και εδάφιο 18β). Αντιλαμβανόμαστε επίσης με αυτά τα λόγια τι είναι «σάρκα» στα μάτια του. Είναι η αυτάρεσκος φροντίδα του προσώπου του, στην μορφή της φιλαυτίας ή της φιληδονίας. Και είναι αυτή ακριβώς η ενεργός δύναμη, η οποία καθορίζει στην πράξη την δραστηριότητα του μη αναγενημμένου ανθρώπου.
Η σάρκα, έτσι αντιληπτή, δεν εξαιρεί την γνώση, και ακόμα τον θαυμασμό του καλού. Αλλά καθιστά αυτό το ευγενές χάρισμα άκαρπο στην καθημερινή ζωή, και σκλαβώνει σ” αυτή την ίδια την θέληση. Άρα λοιπόν, έτσι όπως το δίνει ο Παύλος να γίνει αντιληπτό, υπάρχει καλό στο εγώ, αλλά μόνον στην λειτουργία του στοχασμού, της αντίληψης, όχι όμως και στην σάρκα, η οποία είναι που δίνει την ενεργό παρόρμηση, που κινεί τον άνθρωπο. Ιδέ αυτή την αντίθεση πιο καθαρά στο εδάφιο 25.

Εδάφιο 18β
«Το γαρ θέλειν παράκειται μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω».
«Η θέλησις να κάνω το καλόν υπάρχει, αλλά δεν έχω την δύναμιν να το κάνω».

Σε ότι προηγείται, ο Παύλος έχει αξιώσει μια ορισμένη θέληση σε σχέση με το καλό. Εδώ βεβαιώνει το ίδιο πράγμα πιο καθαρά. Τούτη η θέληση είναι παρούσα, εκεί δίπλα, «παράκειται».
Το «θέλειν» εδώ δηλώνει, όπως και στα εδάφια 15 και 16, μια απλή επιθυμία, μια πρόθεση μάλλον, παρά μια καθορισμένη και εκ προθέσεως απόφαση. Ο Παύλος θέλει να πει: Όσο για καλές προθέσεις, είναι παρούσες και σε αφθονία. Αλλά την πραγματοποίηση τους… αυτή είναι που δεν ευρίσκω.

Εδάφιο 19
«Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ” ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω.»
«Διότι δεν κάνω το καλόν που θέλω, αλλά το κακόν που δεν θέλω, αυτό κάνω.»

Δεν πετυχαίνω να πραγματοποιήσω το καλό που θα ήθελα, ενώ βρίσκω τον εαυτόν μου να εργάζεται το κακό που δεν το θέλω.
Οι δύο έννοιες, του καλού και του κακού, θα πρέπει βεβαίως να ληφθούν στην βαθύτερη τους έννοια, αυτή που περιέχει και την εσωτερική διάθεση και την εξωτερική πράξη. Ακόμα και όταν κάνει το εξωτερικό καθήκον, μπορεί κάποιος, ο ίδιος, αλλά και στα μάτια του Θεού, να βρει ότι κάνει το κακό (γιατί η εσωτερική πρόθεση είναι κακή).
Το συμπέρασμα εκφράζεται στο εδάφιο 20.

Εδάφιο 20
«Ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ” η οικούσα εν εμοί αμαρτία.»
«Και εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε δεν ενεργώ πλέον εγώ αλλ” η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου.»

Ένα συμπέρασμα όμοιο με εκείνο που διατυπώθηκε πριν, στα εδάφια 16 και 17: «Δεν είμαι κύριος του εαυτού μου. Ένας ξένος έχει καταλάβει το σπίτι μου και με κρατά αιχμάλωτο». Αυτό είναι πράγματι η απόδειξη του «πουλημένος στην αμαρτία», εδάφιο 14. Και ο Παύλος δεν τα λέγει αυτά για να δικαιολογηθεί, αλλά για να περιγράψει μια κατάσταση της βαθύτερης δυστυχίας.
Εδάφια 21-25
Εδώ περιέχεται η πλήρης εικόνα της κατάστασης του ανθρώπου κάτω από τον νόμο.

Pages