Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (09/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (09/50)





Εάν, για να κληρονομήσεις τον κόσμο, είναι απόλυτα αναγκαίο να έλθης κάτω απ” την δικαιοδοσία του νόμου, και επομένως να τον υπακούς πιστά – διαφορετικά τι σκοπό θα υπηρετούσε; – τότε όλα τέλειωσαν με μιας, και με την πίστη, και με την υπόσχεση. Με την πίστη, δηλαδή με την ελπίδα εκείνης της τελικής κληρονομιάς, όλα τελειώνουν, μια και η πραγματοποίηση αυτής της προσμονής θα ήταν συνδεδεμένη με μια προϋπόθεση την οποία ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να εκπληρώσει, την εκτέλεση του νόμου. Η πίστη θα αποστεριόταν έτσι το αντικείμενο της («κεκένωται»). Βάζοντας μια αδύνατη προϋπόθεση, θα παρέλυε το αποτέλεσμα της υπόσχεσης («κατήργηται η επαγγελία»). Απόδειξη και συμπέρασμα τούτου, τα αναφερόμενα στα εδάφια 15,16:


Εδάφια 15,16
«Ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται. Ου γαρ ουκ έστιν νόμος, ουδέ παράβασις. Δια τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις το είναι βεβαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι, ου τω εκ του νόμου μόνον, αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ, ος εστί πατήρ πάντων ημών.»
«Διότι ο νόμος δημιουργεί οργήν, αλλ” όπου δεν υπάρχει νόμος, δεν υπάρχει ούτε παράβασις. Δια τούτο η υπόσχεσις εξαρτάται από την πίστιν, δια να είναι ως δώρον χάριτος και να ισχύει δι” όλους τους απογόνους του Αβραάμ, όχι μόνον δι” εκείνους που εξαρτώνται από τον νόμον, αλλά και δι” εκείνους που έχουν την πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος είναι πατέρας όλων μας.»

Η πίστη που στερείται το αντικείμενο της, η υπόσχεση που καταργείται, για εκείνους που είναι κάτω από τον νόμο. Και γιατί όλα αυτά; Απλά, γιατί ο νόμος, όταν δεν εκπληρώνεται, φέρει πάνω στον άνθρωπο την αποδοκιμασία του Θεού, την «οργή», πράγμα που καθιστά αδύνατη την εκ μέρους Του εκπλήρωση της υπόσχεσης. Εδώ σαν «νόμος» εννοείται ο Μωσαϊκός νόμος.
«Ο γαρ νόμος οργήν κατεργάζεται». Εδώ δεν θα ήταν σωστό να ερμηνεύαμε, «Διότι είναι ο νόμος που παράγει την οργή», ως εάν η οργή δεν θα μπορούσε να υπάρξη εκεί που δεν έχει δοθεί νόμος. Το κεφάλαιο Α αποδεικνύει το αντίθετο. Αλλά όπου έχει δοθεί ο νόμος εκεί την παράγει αναπόφευκτα. Η κυριαρχία του εγωισμού, του ατομισμού, στην ανθρώπινη καρδιά θα την οδηγήσει σίγουρα να υπερπηδήσει τον φραγμό που της βάζει ο νόμος, και τούτη η παράβαση θα κάνει σίγουρα την οργή να ξεσπάσει.
«Ου γαρ ουκ έστι νόμος». Το σωστό είναι «ου δε …» που το βρίσκομε σε ορισμένους κώδικες. Η δεύτερη πρόταση του εδαφίου 15 δεν είναι μια απόδειξη, αλλά μια απλή παρατήρηση σε στήριξη της πρώτης. Το «δε» εδώ σημαίνει «και πράγματι». Αυτή η δεύτερη πρόταση είναι λοιπόν ένα είδος παρένθεσης με τον σκοπό να τονίση την βαρύτητα του γεγονότος που δείχνεται στην πρώτη (εδ. 15α): «Γενικά, ένας νόμος δεν μπορεί να είναι το μέσον να κερδίση για μας την χάρη του Θεού. Αντιθέτως, η αποκάλυψη της αμαρτίας, της κακής μας φύσης, αποκτά έναν πολύ βαρύτερο χαρακτήρα μέσω του νόμου, εκείνον της παραβίασης συγκεκριμένης εντολής, της εκ προθέσεως καταπάτησης του Θείου θελήματος, και έτσι αυξάνει την οργή». Άλλη βαρύτητα έχει να κάνει μια αταξία το παιδί σου, και άλλη να κάνει την ίδια αταξία την οποία προηγουμένως του την έχεις απαγορεύσει ρητά. Στην δεύτερη περίπτωση, δεν είναι μόνο η συγκεκριμένη αταξία, είναι και υπερηφάνεια εκ μέρους του, είναι και το ότι περιφρονεί τις εντολές σου.
«Ου δε ουκ έστιν νόμος, ουδέ παράβασις». Ένας φραγμός δεν μπορεί να υπερπηδηθεί παρά όταν υφίσταται. Έτσι χωρίς νόμον δεν υπάρχει αμαρτία στην μορφή της παραβίασης συγκεκριμένης εντολής.
Εδώ ο «νόμος» λαμβάνεται γενικά, δεν είναι μόνον ο Ιουδαϊκός νόμος. Γι” αυτό και δεν έχει άρθρο εμπρός του. Και οι Εθνικοί έχουν επίσης έναν νόμον (Β14,15), τον οποίον μπορούν να τον υπακούουν ή να τον παραβαίνουν. Στην τελευταία περίπτωση, αυτοί γίνονται αντικείμενα οργής (κεφ. Α), καθώς επίσης και οι Ιουδαίοι, παρ” όλο σ” έναν μικρότερο βαθμό οι πρώτοι.
Εάν λοιπόν η υπόσχεση της κληρονομιάς είναι σοβαρή (και δεν είναι μόνον λόγια), υπάρχει μόνον ένας τρόπος για την εκπλήρωση της, να δοθεί μέσω της πίστης, και όχι του νόμου. Δια τούτο εκ πίστεως, ίνα κατά χάριν, εις το είναι βεβαίαν την επαγγελίαν παντί τω σπέρματι, ου τω εκ του νόμου μόνον, αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ, ος εστί πατήρ πάντων ημών.»
«Δια τούτο η υπόσχεσις εξαρτάται από την πίστιν, δια να είναι ως δώρον χάριτος και να ισχύει δι” όλους τους απογόνους του Αβραάμ, όχι μόνον δι” εκείνους που εξαρτώνται από τον νόμον, αλλά και δι” εκείνους που έχουν την πίστιν του Αβραάμ, ο οποίος είναι πατέρας όλων μας.»
«Δια τούτο»: Λόγω του καταδικαστικού αποτελέσματος, της οργής, που φέρει ο νόμος. Έδώ υπονοείται, «η υπόσχεση θα εκπληρωθεί», ή «η κληρονομιά θα δοθεί». Και η κληρονομιά, απ” την στιγμή που χορηγείται στην πίστη μόνον, παραμένει ένα δώρο καθαρής χάρης («ίνα κατά χάριν».)
«Εις το είναι». Υπήρχε συγκεκριμένη πρόθεση απ” το μέρος του Θεού, όταν έκανε το δώρο της κληρονομιάς να εξαρτάται μόνον απ” την πίστη. Είναι διότι γνώριζε καλά ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να καταστήση την υπόσχεση «βεβαίαν» (το αντίθετο του «κατήργηται», εδάφιο 14).
Και βεβαίαν για ποιόν; «Παντί τω σπέρματι», για όλο το σπέρμα του Αβραάμ, στην αληθή και πλήρη έννοια του όρου («σε σένα και στο σπέρμα σου»). Μετά του ότι προηγείται, αυτός ο όρος μπορεί να δηλώνει μόνον την πνευματική οικογένεια του πατριάρχη – όλους τους πιστούς, Ιουδαίους και Εθνικούς. Η πίστη όντας η μόνη προϋπόθεση της υπόσχεσης, έπρεπε επίσης να είναι και το μόνο χαρακτηριστικό εκείνων στους οποίους θα πραγματοποιόταν.
Οι λέξεις «βεβαίαν παντί τω σπέρματι», αναπτύσσονται σε ό,τι ακολουθεί. Ο Απόστολος αγκαλιάζει την κάθε μια απ” τις δύο ομάδες που περιέχονται σ” αυτόν τον γενικό όρο: «Βεβαία», λέγει, «ου τω εκ του νόμου μόνον», δηλαδή, όχι μόνον για πιστούς Ιουδαϊκής προέλευσης, που θα χάνανε την κληρονομιά εάν ήταν να εξαρτάται απ” την εκπλήρωση του νόμου, «αλλά και τω εκ πίστεως Αβραάμ», δηλαδή, Χριστιανούς Εθνικής προέλευσης, στους οποίους η υπόσχεση θα σταματούσε να είναι προσιτή, εάν είχε κανονισθεί να εξαρτάται από κάτι άλλο έξω απ” την πίστη.
Οι τελευταίες λέξεις, «ος εστί πατήρ πάντων ημών», συνοψίζουν όλα που έχουν αναπτυχθεί προηγουμένως. Ιουδαίοι και Εθνικοί που πιστεύουν, εμείς όλοι, συμμετέχομε δια πίστεως, όχι μόνον στην δικαίωση, αλλά επίσης και στην μελλοντική κατοχή του κόσμου, διότι το σπέρμα στο οποίο έγινε αυτή η υπόσχεση, ήτο εκείνο της πίστης, όχι αυτό του νόμου. Ο Αβραάμ λοιπόν είναι ο μόνος κορμός απ” τον οποίον ξεκινούν εκείνοι οι δύο κλάδοι που, ενωμένοι μ” αυτόν, σχηματίζουν έναν και τον αυτόν πνευματικό οργανισμό.
Αλλά μετά απ” όλα αυτά, θα μπορούσε ακόμα να παρουσιασθεί ένας Ιουδαίος, και να πει: «Πολύ σωστά όλα αυτά. Αλλά για να πραγματοποιηθεί αυτό το Θείο σχέδιο, ήταν αναγκαίο να υπάρξη ένας Ισραήλ. Και για να υπάρξη ένας Ισραήλ, έπρεπε να έλθη στον κόσμο ένας Ισαάκ. Αυτός όμως ο γυιός γεννήθηκε στον Αβραάμ κατά τον τρόπο της φυσικής γέννησης. Και τι κοινό έχει τούτος ο τρόπος προέλευσης με την πίστη (να είσαι παιδί του Αβραάμ ως προς την πίστη);» Αν τούτο δεν διευκρινισθεί, στην ερώτηση του εδαφίου 1, «Τι ευρηκέναι Αβραάμ κατά σάρκα», θα μπορούσε κάποιος ν” απαντήσει, «Τον γυιό του τον Ισαάκ, και επομένως τον εκλεκτό λαό, και επομένως το κάθε τι».
Ο Παύλος εισέρχεται σ” αυτό το καινούργιο θέμα και δείχνει ότι η γέννηση του Ισαάκ, όχι λιγώτερο απ” την υπόσχεση της κληρονομιάς και το δώρο της δικαίωσης, ήτο και αυτή αποτέλεσμα της πίστης, σύμφωνα με την Γραφική διήγηση. Έτσι καταδεικνύεται πλήρως ότι ο Αβραάμ δεν βρήκε τίποτα «κατά σάρκα» (εδ. 1). Αυτό είναι το θέμα των εδαφίων 17-21.

Εδάφιο 17
«Καθώς γέγραπται ότι «Πατέρα πολλών εθνών τέθεικα σε», κατέναντι ου επίστευσε Θεού του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως όντα.»
«Καθώς είναι γραμμένον, «Σε έκανα πατέρα πολλών εθνών», ενώπιον του Θεού εις τον οποίον επίστευσε, του Θεού ο οποίος ζωοποιεί τους νεκρούς και καλεί ό,τι δεν υπάρχει σαν να υπήρχεν.»

Αυτό το εδάφιο συνδέεται κατ” ευθείαν με το τέλος του εδαφίου 12, διότι οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου 16, «ος εστί πατήρ πάντων ημών», δεν είναι παρά η επανάληψη των τελευταίων λέξεων του εδαφίου 12, «του πατρός ημών Αβραάμ». Τα εδάφια 13-16 είναι κάτι σαν παρένθεση, η απάντηση σε μια προβλεπομένη ερώτηση.
«Πατέρα πολλών εθνών τέθεικα σε». Τούτα τα λόγια είναι παρμένα από το Γένεση ΙΣΤ5. Είναι το Γραφικό κείμενο που βεβαιώνει την γενική πατρότητα του Αβραάμ σε σχέση με όλους τους πιστούς, Ιουδαίους και Εθνικούς, που τόσο επίσημα βεβαιώθηκε στο τέλος του εδαφίου 16.
Αυτά τα Θεία λόγια φαίνονται να είναι σε πλήρη διαφωνία με την πραγματικότητα. «Τέθεικα σε». Πως ο Θεός μπορεί να μιλά για εκείνο που δεν θα πραγματοποιηθεί παρά σε τόσο μακρύ μέλλον, σαν να ήταν ήδη επιτελεσμένο γεγονός; Ο Απόστολος χρησιμοποιεί αυτή την έκφραση για να διεισδύσει στην βαθύτερη ουσία της πίστης του Αβραάμ. Στα μάτια του Θεού ο πατριάρχης είναι ήδη ότι πρόκειται να γίνει. Και ο Αβραάμ τοποθετείται αυτοστιγμεί στη θέα της Θείας σκέψης, εκεί που τον βλέπει ο Θεός ότι είναι. Θεωρεί τον εαυτόν του σαν να είναι ήδη ό,τι ο Θεός δηλώνει ότι αυτός θα γίνει. Αυτό εννοεί η φράση, «κατέναντι ου επίστευσε Θεού» («ενώπιον του Θεού εις τον οποίον επίστευσε»). Στα μάτια του Θεού που μιλούσε με τον Αβραάμ, ο τελευταίος ήτο ήδη καμωμένος πατέρας εκείνων των πολλών εθνών.
Τα δύο χαρακτηριστικά του Θεού στα οποία η πίστη του Αβραάμ προσδέθηκε αυτή την αποφασιστική στιγμή ήταν, η δύναμη Του να «ζωοποιεί», και η δύναμη Του να δημιουργεί». «Κατέναντι ου επίστευσε Θεού του ζωοποιούντος τους νεκρούς και καλούντος τα μη όντα ως όντα.»
«Ενώπιον του Θεού εις τον οποίον επίστευσε, του Θεού ο οποίος ζωοποιεί τους νεκρούς και καλεί ό,τι δεν υπάρχει σαν να υπήρχεν.»
Ήτο, πράγματι, σ” αυτόν τον διπλό χαρακτήρα που ο Θεός παρουσίασε τον εαυτόν Του, όταν του απευθύνθηκε με τις λέξεις, «Σε έχω κάνει – εδώ είναι η βεβαίωση μιας ανάστασης – πατέρα πολλών εθνών – εδώ είναι η υπόσχεση μιας δημιουργίας». Η πίστη δεν φαντάζεται τίποτα αυθαίρετα, δεν δημιουργεί τίποτα από μόνη της. Περιορίζεται στο να παίρνει τον Θεό όπως Αυτός προσφέρει τον εαυτόν Του, αλλά να Τον παίρνει ολοκληρωτικά.
«Του ζωοποιούντος τους νεκρούς». Το εδάφιο 19 δείχνει τι σκεπτόταν ο Απόστολος γράφοντας αυτά. Είναι στο ίδιο το πρόσωπο του πατριάρχη, ήδη εκατονταχρόνου, και της συζύγου του, στην ίδια σχεδόν ηλικία μ” αυτόν, που μια ανάσταση πρέπει να λάβει χώρα, εάν είναι να εκπληρωθή η Θεία υπόσχεση, εάν είναι ν” αποκτήσουν σπέρμα.
«Του καλόντος τα μη όντα ως όντα». Το «καλώ» σημαίνει, προσκαλώ κάποιον να παρουσιασθεί. Ο άνθρωπος καλεί όντα που υπάρχουν. Ο υπηρέτης παρουσιάζεται στην κλήση του κυρίου του. Αλλά ανήκει μόνον στον Θεό να καλέσει να εμφανιστούν όντα που δεν υπάρχουν, σαν να υπάρχουν ήδη. Και είναι έτσι που ο Θεός μιλά στον Αβραάμ για κείνο το πλήθος των μελλοντικών Εθνών που πρόκειται να σχηματίσει απ” τους απογόνους του. Τους καλεί εμπρός στην θέα του Αβραάμ, σαν ένα πλήθος ήδη παρόν, σαν κάτι που ήδη υπάρχει, όπως ο έναστρος ουρανός με τον οποίον τους συγκρίνει, και του λέγει: «Σε έχω κάνει πατέρα αυτού του πλήθους».
Τούτα τα εδάφια μας διδάσκουν καθαρά σε τι συνίσταται η πίστη. Ο Θεός μας δείχνει με την υπόσχεση Του, τι θέλει εμείς να γίνωμε, τι είμαστε ήδη στην θέα Του. Και εμείς, αποσυρόμενοι απ” την τωρινή μας κατάσταση, και παίρνοντας την θέση που η υπόσχεση μας δίδει, απαντούμε: «Ναι, θα είμαι έτσι. Είμαι έτσι.» Είναι ακριβώς ο τρόπος που ανταποκρίθηκε η πίστη του Αβραάμ στην υπόσχεση του Θεού, που του μιλούσε πρόσωπο προς πρόσωπο. Τούτη είναι η αληθινή έννοια της πίστης, που ο Απόστολος ζητά να την παρουσιάσει απλά, αναλύοντας στο βάθος τι έγινε μέσα στην καρδιά του πατριάρχη, κατά τον χρόνο που έκανε εκείνη την πράξη, πάνω στην οποίαν βασίσθηκε το θεμέλιο της Βασιλείας του Θεού στην γη.

Εδάφιο 18
«Ος παρ” ελπίδα επ” ελπίδι επίστευσεν, εις το γενέσθαι αυτόν πατέρα πολλών εθνών κατά το ειρημένον, «Ούτως έσται το σπέρμα σου».
«Αυτός παρά πάσαν ελπίδα επίστεψε με ελπίδα εις το ότι θα γίνη πατέρας πολλών εθνών σύμφωνα προς εκείνο που του είχε λεχθή, «Τόσον πολλοί θα είναι οι απόγονοι σου».

«Παρ” ελπίδα επ” ελπίδι»: Χωρίς να βρεί στην περιοχή των αισθήσεων ή της λογικής το παραμικρό έδαφος για να ελπίσει, παρ” όλα αυτά, με μια προσπάθεια ελπίδας, που προερχόταν από ένα γεγονός που το μάτι δεν είδε, ούτε η λογική εννόησε, επίστευσε τον Θεό και την υπόσχεση Του. Αυτό είναι η αληθινή πίστη, η πίστη στην πράξη, όπως εκφράζεται στο Εβραίους ΙΑ1.
«Επίστευσε επ” ελπίδι». Η πίστη του ξέσπασε στην μορφή της ελπίδας, και αυτό σε μια κατάσταση που δεν έδινε κανένα έδαφος για ελπίδα.
«Εις το γενέσθαι»: Σε τούτες τις λέξεις υπονοείται μια πρόθεση εκ μέρους του Αβραάμ. Αυτός πράγματι επίστευσε με την πρόθεση του να γίνη. Εάν αυτός άδραξε την υπόσχεση με τέτοια ζέση, ήταν σίγουρα «με τον σκοπό να» μπορέση αυτή να πραγματοποιηθεί. Δεν λοιπόν αναγκαίο ν” αποδώσωμε εδώ, αυτή την ιδέα του σκοπού στον Θεό.
Τα ακόλουθα εδάφια αναπτύσσουν τις δύο έννοιες: «Παρ” ελπίδα» (εδ. 19), και «επ” ελπίδι» (εδ. 20,21).

Εδάφια 19,20
«Και μη ασθενήσας τη πίστει ου κατενόησε το εαυτού σώμα ήδη νενεκρωμένον, εκατονταέτης που υπάρχων, και την νέκρωσιν της μήτρας Σάρρας. Εις δε την επαγγελίαν του Θεού ου διεκρίθη τη απιστία, αλλ” ενεδυναμώθη τη πίστει δους δόξαν τω Θεώ».
«Και επειδή δεν εκλονίσθη εις την πίστιν, δεν εσκέφθηκε το σώμα του που ήτο ήδη νεκρωμένον, αφού ήτο περίπου εκατό χρονών, ούτε την νέκραν της μήτρας της Σάρρας. Αλλ” ως προς την υπόσχεσιν του Θεού, δεν έδειξε αμφιβολίας λόγω απιστίας, αλλ” έγινε σταθερώτερος δια της πίστεως, αποδώσας δόξαν εις τον Θεόν.»

Ο Αβραάμ παρουσιάζεται σ” αυτά τα εδάφια τοποθετημένος μεταξύ δύο αντιθέτων δυνάμεων, σε κείνη της όψης, που στρέφει τα μάτια της προς τις εξωτερικές περιστάσεις (εδ.19), και σε κείνη της πίστης, που κρατιέται σταθερά απ” την υπόσχεση (εδ.20). Το «δε» του εδαφίου 20 εκφράζει τον θρίαμβο της πίστης πάνω στην όψη.
«Και μη ασθενήσας τη πίστει ου κατενόησε…»: Το βλέμμα της πίστης, που είχε καρφωθεί στην υπόσχεση, εμπόδισε κάθε άλλο κύτταγμα προς τις εξωτερικές περιστάσεις, που μπορεί να τον είχε κάνει να κλονισθεί, όπως τότε με τον Πέτρο, ο οποίος, όσο κυττούσε τον Ιησού, δεν τον ενδιέφεραν ούτε οι άνεμοι ούτε τα κύματα.
Υπάρχουν όμως και κώδικες που αναφέρουν το «κατενόησε» χωρίς το «ου». Σ” αυτή την περίπτωση η έννοια είναι τελείως διαφορετική: «Μη ασθενήσας στην πίστη, κύτταξε το νεκρωμένο του σώμα…αλλά παρ” όλα αυτά («δε» εδαφίου 20), δεν κλονίσθηκε». Ίσως τούτη η απόδοση να είναι προτιμώτερη, διότι εξηγεί καλλίτερα την αντίθεση που δείχνεται με το «δε» του εδαφίου 20: «Διότι δεν ασθένησε στην πίστη, θεώρησε…αλλά δεν άφησε τον εαυτόν του να κλονισθεί απ” τα βλεπόμενα, όσο απογοητευτικά και αν ήταν».
«Ου διεκρίθη»: Δεν χωρίσθηκε στα δύο, δεν διαιρέθηκε σε δύο ανθρώπους, τον έναν να βεβαιώνει, και τον άλλον ν” αρνείται, τον έναν να ελπίζει και να παραδίνει τον εαυτόν του, και τον άλλον ν” αναμένει να δει: «Αλλά αναφορικά με την υπόσχεση, δεν υπήρξε διαίρεση μέσα του».
«Αλλά»: Αντιπαραθέτει την δύναμη που αντλήθηκε απ” την υπόσχεση, με την αδυναμία που φέρνει η αμφιβολλία.
«Ενεδυναμώθη τη πίστει»: Αναλογικά καθώς είχε προσηλωθεί στην υπόσχεση με σταθερό βλέμμα, στην οποία έθεσε, να το πούμε έτσι, όλο του το είναι, ψυχή και σώμα, διεισδύθηκε από μια νέα δύναμη – είναι η αρχή της πλήρους ανάστασης, στην οποίαν τόλμησε να πιστεύση (εδ. 17).
Το «τη πίστει» συνδέεται με το «δους δόξαν τω Θεώ», «τη πίστει δους δόξαν τω Θεώ». Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε να δοξάσει τον Θεό. Και δεν το έκανε με την υπακοή του. Είναι «τη πίστει» (με την πίστη του), τουλάχιστον, που στην κατάσταση του της αμαρτίας, μπορεί να επιστρέψη στην εκπλήρωση αυτού του ενδόξου προορισμού.
«Δίνω δόξαν στον Θεό», στην Γραφή σημαίνει, δίνω υποταγή, είτε με λόγο, είτε με έργο, στην μια ή την άλλη ιδιότητα του Θεού, ή στην τελειότητα Του γενικά.
Αλλά σε τι άραγε να συνίσταται εδώ αυτή η υποταγή; Ο Απόστολος μας το λέγει στο εδάφιο 21: Είναι η σταθερή πεποίθηση που έτρεφε για την πιστότητα του Θεού, για τον λόγον Του, και την δύναμη Του να τον εκπληρώσει.

Εδάφια 21,22
«Και πληροφορηθείς ότι ο επήγγελται δυνατός εστι και ποιήσαι. Διο ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην.»
«Απολύτως πεπεισμένος ότι είναι δυνατός να εκτελέση εκείνο που έχει υποσχεθή. Δια τούτο και του λογαριάσθηκε η πίστις προς δικαίωσιν.»

Το «πληροφορώ» κατά λέξη σημαίνει, γεμίζω ένα δοχείο έως επάνω. Αυτή η λέξη χρησιμοποιουμένη στην παθητική φωνή αναφέρεται σε άνθρωπο γεμάτον με μια τέτοια πεποίθηση, που δεν αφήνει μέρος στην καρδιά του για την ελαχίστη αμφιβολλία. Είναι το αντίθετο του «διακρίνεσθαι» (να είναι εσωτερικά διαιρεμένος), του εδαφίου 20.
Το «και» στην αρχή του εδαφίου λείπει σε μερικούς κώδικες, και αυτό είναι το σωστό: «Δους δόξαν τω Θεώ πληροφορηθείς…».
Το εδάφιο 22, «Διο ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην», συνοψίζει την όλη ανάπτυξη που αναφέρεται στην πίστη του Αβραάμ, εδάφια 1-21, έτσι που να προετοιμαστεί ο δρόμος για την τελική εφαρμογή, που ο Παύλος έχει κατά νου να κάνει.
«Διό»: Αναφέρεται σε ό,τι έχει μόλις λεχθεί για την εμπιστοσύνη με την οποία ο Αβραάμ κρατήθηκε απ” την υπόσχεση του Θεού, εδάφιο 21. Ο Θεός λογάριασε σε εκείνη την εμπιστοσύνη που Τον δόξασε, την αξία της τέλειας δικαιοσύνης.
«Διο και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην». Τούτα τα λόγια συνδέονται πιο ειδικά με το πρώτο απ” τα τρία θέματα που αναπτύσσονται σ” αυτό το κεφάλαιο, την δικαίωση του Αβραάμ, εδάφια 1-12. Συνοψίζουν όμως ταυτόχρονα και τα δύο άλλα, την κληρονομιά του κόσμου, και την γέννηση του Ισαάκ, τα οποία είναι, να το πούμε έτσι, το συμπλήρωμα του πρώτου. Έτσι εισάγεται το τέταρτο μέρος που περιέχει την εφαρμογή των ανωτέρω στους πιστούς, εδάφια 23-25.

Εδάφια 23,24
«Ουκ εγράφη δε δι” αυτόν μόνον ότι ελογίσθη αυτώ, αλλά και δι” ημάς οις μέλλει λογίζεσθαι, τοις πιστεύουσιν επί τον εγείραντα Ιησούν τον Κύριον ημών εκ νεκρών».
«Δεν εγράφηκε δε μόνον γι” αυτόν ότι του λογαριάσθηκε, αλλά και για μας, εις τους οποίους εις το εξής θα λογαριάζεται, εις όσους δηλαδή πιστεύουν εις τον Θεόν που ανέστησε εκ νεκρών τον Ιησούν τον Κύριον μας.»

«Ουκ εγράφη δι” αυτόν μόνον». Η διήγηση αυτή της Παλαιάς Διαθήκης δεν εγράφηκε απλά για ν” αναφέρει ένα γεγονός της ιστορίας του Αβραάμ, αλλά κυρίως για να διατηρήση την μνήμη ενός συμβάντος, που θα λάμβανε χώρα και σε μας, με την προϋπόθεση της πίστης («τοις πιστεύουσιν»). Κάθε φορά που αυτή η προϋπόθεση θα εκπληρώνεται, ο ίδιος καταλογισμός θα λαμβάνη χώραν. Αυτή είναι η έννοια της λέξης «μέλλει».
Αλλά στην δική μας την περίπτωση ποιό θα είναι το αντικείμενο της πίστης; Τι θα πρέπει να πιστέψουμε εμείς για να μας καταλογισθεί τούτο σαν δικαιοσύνη;
Η πίστη, όπως την θεωρεί η Γραφή, δεν μπορεί παρά να έχει ένα μόνον αντικείμενο. Είτε στην περίπτωση του Αβραάμ, είτε στην δική μας, αυτό το αντικείμενο, πάντα το ίδιο, είναι ο Θεός και η αποκάλυψη Του. Σαν συνέπεια όμως της ασταμάτητης προόδου που λαμβάνει χώρα στο Θείο έργο, ο τρόπος αυτής της αποκάλυψης δεν μπορεί παρά ν” αλλάζει. Στην περίπτωση του Αβραάμ ο Θεός απεκαλύφθη με την υπόσχεση ενός γεγονότος που επρόκειτο να εκπληρωθή. Ο πατριάρχης λοιπόν εχρειάστηκε να πιστέψει με την μορφή της ελπίδας, προσκολλόντας την πίστη του στην Θεία ιδιότητα που θα την πραγματοποιούσε.
Με μας το πράγμα έχει αλλάξει. Εμείς τώρα είμαστε στην παρουσία ενός γεγονότος που ήδη έχει λάβει χώρα, είναι η ανάσταση του Χριστού, όπου επιδείχθηκε η παντοδύναμη χάρη του Θεού. Το αντικείμενο της πίστης είναι λοιπόν διαφορετικό σε μορφή, αλλά σε ουσία το ίδιο, είναι ο Θεός και η αποκάλυψη Του, τότε με λόγο, τώρα με έργο. Τούτα τα δύο γεγονότα, η γέννηση του Ισαάκ και η ανάσταση του Ιησού, αν και τόσο μακρυνά στον χρόνο, είναι οι δύο ακραίοι κρίκοι μιας και της ίδιας αλυσσίδας, το ένα το σημείο αφετηρίας, το άλλο η ολοκλήρωση της ιστορίας της σωτηρίας.
Αλλά δεν πρέπει να φαντασθούμε, επειδή σε μας πέφτει να πιστεύσωμε σ” ένα επιτελεσμένο γεγονός, ότι η πίστη δεν είναι τώρα τίποτα περισσότερο από μια εμπιστοσύνη δοσμένη στην ιστορική πραγματικότητα αυτού του γεγονότος. Ο Απόστολος απομακρύνει αμέσως αυτή την σκέψη όταν λέγει, όχι «Όταν πιστεύωμε στην ανάσταση του Ιησού», αλλά, «Όταν πιστεύωμε στον Θεό που ανέστησε τον Ιησού» (σύγκρινε και Κολοσσαείς Β12: «…δια της πίστεως της ενεργείας του Θεού του εγείραντος αυτόν εκ των νεκρών»). Την εξαιρεί παρόμοια όταν δηλώνει τον Ιησούν τον αναστημένον απ” τους νεκρούς σαν «Κύριον μας», σαν κάποιον δηλαδή που έχει αναστηθεί μ” αυτήν την Θεία ενέργεια, για να πάρει την θέση του αντιπροσώπου της Θείας κυριαρχίας, και ειδικά της κεφαλής του σώματος της Εκκλησίας. Εκεί όμως που το κάνει περισσότερο αντιληπτό είναι στο επόμενο εδάφιο, όπου ξεδιπλώνει το ουσιώδες περιεχόμενο αυτού του υπερτάτου αντικειμένου της πίστης.

Εδάφιο 25
«Ος παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών».
«Ο οποίος παραδόθηκε εις θάνατον για τα παραπτώματα μας και αναστήθηκε δια την δικαίωσιν μας.»

Στον τίτλο, «Κύριος μας», υπάρχει ενσωματωμένη η ιδέα μιας πολύ βαθειάς σχέσης, μιας πολύ βαθειάς ενότητας μεταξύ του Ιησού και εμάς των ιδίων. Αυτή η βαθειά και γεμάτη χάρη ενότητα συνοψίζεται σε δύο συμμετρικές προτάσεις, οι οποίες, με λίγους, καθαρούς και συγκεκριμένους όρους, παρουσιάζουν τις δύο κύριες όψεις της.
«Ος παρεδόθη δια τα παραπτώματα ημών». Ίσως εδώ ο Παύλος με το «παρεδόθη» να θέλει να μας θυμίση την περιγραφή του υπηρέτη του Ιεχοβά, που αναφέρη ο Ησαϊας στο ΝΓ: «Η ψυχή του παρεδόθη εις θάνατον» (εδ. 12). Αυτός που παραδίδει, σύμφωνα με το Ρωμαίους Η32, είναι ο Ίδιος ο Θεός: «Ο οποίος δεν ελυπήθη τον υιόν του αλλά τον παρέδωσε για όλους εμάς.» Ο Απόστολος στο Γ25 μας έχει πει για ποιόν σκοπό ήταν αναγκαία αυτή η πράξη. Ήταν ανάγκη να αποκαλυφθεί φανερά η δικαιοσύνη του Θεού. Ο κάθε αμαρτωλός έπρεπε να φερθεί σε μια θέση τέτοια που να πει: «Κύττα τι μου άξιζε»! Έτσι ικανοποιήθηκε η δικαιοσύνη, και έγινε δυνατή η συγνώμη.
«Και ηγέρθη δια την δικαίωσιν ημών». Κατά τον ίδιον τρόπον όπως ο Ιησούς πέθανε λόγω των παραπτωμάτων μας, λόγω δηλαδή της καταδίκης που μας άξιζε, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπον ανεστήθη λόγω της δικαίωσης μας που πραγματοποιήθηκε. Η αμαρτία μας Τον είχε οδηγήσει στον θάνατο. Η δικαίωση μας Τον ανέστησε. Πως όμως έτσι;
Άπαξ και επιτελέσθηκε η εξιλέωση των παραβάσεων μας με τον θάνατο Του, και αναγνωρίσθηκε το δίκηο της δικαιοσύνης του Θεού, ο Θεός θα μπορούσε τώρα ν” αναγγείλει την συλλογική απαλλαγή των μελλόντων να πιστεύσουν, και το έκανε. Μια απόφαση δικαίωσης υπέρ του ενόχου ανθρώπου αναγγέλθηκε πάνω στο αίμα της θυσίας. Η καταδίκη εξαλείφθηκε. Τώρα, εμπρός σ” αυτό το γεγονός, θα πρέπει αναγκαστικά να επιτελεσθεί μια αντίστοιχη αλλαγή στο πρόσωπο του Ιδίου του Χριστού. Δια του ιδίου νόμου της ενότητας δια του οποίου η καταδίκη μας Τον είχε οδηγήσει στον σταυρό, η δικαίωση μας πρέπει να μετασχηματίσει τον θάνατο Του σε ζωή. Όταν ο οφειλέτης αποδεικνύεται αφερέγγυος, ο εγγυητής του ρίχνεται μαζί του στην φυλακή. Αλλ” ευθύς ως αυτός ο τελευταίος καταφέρνει να πληρώσει το χρέος, ο οφειλέτης ελευθερώνεται νόμιμα, και μαζί του ελευθερώνεται και ο εγγυητής του, μια και αυτός δεν βαρύνεται με δικό του χρέος. Τέτοιος είναι ο δεσμός της ενότητας που σχηματίσθηκε απ” το σχέδιο του Θεού μεταξύ μας και του Χριστού. Το μέλλον μας είναι κυριολεκτικά συνυφασμένο με το δικό Του: Εμείς αμαρτάνομε, Αυτός πεθαίνει. Εμείς δικαιωνόμαστε, Αυτός ξαναζεί. Έτσι εξηγείται και το Α” Κορινθίους ΙΕ17: «Εάν δε ο Χριστός δεν έχει αναστηθή…ευρίσκεσθε ακόμα μέσα στις αμαρτίες σας.» Όσο ο εγγυητής είναι στην φυλακή, το χρέος δεν είναι πληρωμένο. Το άμεσο αποτέλεσμα της πληρωμής θα ήταν η αποφυλάκιση του. Ακριβώς το ίδιο, αν ο Ιησούς δεν ανασταινόταν, θα αγνοούσαμε αν το χρέος μας είχε εξοφληθεί, μάλλον θα είμασταν σίγουροι ότι δεν είχε. Η ανάσταση Του είναι η απόδειξη της δικαίωσης μας, μόνον και μόνον διότι είναι το αναγκαστικό αποτέλεσμα αυτής. Εάν στον νεκρό Χριστό η ανθρωπότητα χάνεται καταδικασμένη, στον αναστημένο Χριστό εμφανίζεται απαλλαγμένη από το χρέος της.
(Η άλλη ερμηνεία θα ήταν, «Ο οποίος παραδόθηκε για να απομακρύνη τα παραπτώματα μας και αναστήθηκε για να εξασφαλίσει την δικαίωση μας.»)
Και τώρα ποιό είναι το μέρος της πίστης της δικής μας σε σχέση με την ανάσταση, όταν αντιλαμβανόμαστε αυτή την τελευταία όπως αναπτύχθηκε πιο πάνω; Είναι ακριβώς το ίδιο με αυτό της πίστης του Αβραάμ σε σχέση με την Θεία υπόσχεση. Ακούγοντας την υπόσχεση, ο Αβραάμ σταμάτησε να θεωρεί τον εαυτόν του όπως φαινόταν στα μάτια του, και άρχισε να τον βλέπει έτσι όπως τον έκανε η υπόσχεση. Έτσι και με την ανάσταση του Ιησού, άπαξ και αυτό το γεγονός επιτελέσθηκε, δεν πρέπει πλέον να δούμε τους εαυτούς μας όπως τούτοι παρουσιάζονται στην δική μας θέα, στη δική μας αντίληψη, αλλά όπως τούτο το γεγονός μας αποκαλύπτει ότι είμαστε, δικαιωμένοι. Και τούτο διότι αυτή η ανάσταση είναι η ενσάρκωση της δικαίωσης μας. Εάν ο θάνατος Του είναι η πληρωμή του χρέους μας, η ανάσταση Του είναι η βεβαίωση αυτής της πληρωμής.
Έτσι τελειώνει η ανάλυση της αρμονίας μεταξύ της αποκάλυψης της Παλαιάς Διαθήκης και της δικαίωσης δια πίστεως, που απεκαλύφθη στο Ευαγγέλιο. Η μεγάλη αλήθεια της δικαίωσης δια πίστεως διατυπώθηκε πρώτα συνοπτικά στο Γ21,22. Στην συνέχεια τοποθετήθηκε στο ιστορικό της θεμέλιο, το έργο του Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, Γ23,26. Μετά βεβαιώθηκε η συμφωνία της με την Παλαιά Διαθήκη, πρώτα με το πνεύμα του νόμου, Γ27-31, μετά με το παράδειγμα του Αβραάμ, Δ1-24.
Εδώ μπορεί ακόμα να υψωθεί μια ερώτηση: Αυτή η δικαίωση δια πίστεως, που μας σώζει επί του παρόντος, ισχύει και για το μέλλον; Μπορεί να είμαστε βέβαιοι για την σωτηρία μας και τότε στην τελική κρίση; Το επόμενο κομμάτι αφιερώνεται στην απάντηση αυτής της τόσο σοβαρής ερώτησης. Έτσι θα ολοκληρωθεί το θέμα της δικαίωσης δια πίστεως.

Pages