Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (08/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (08/50)




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 4

Πίστη, ο Τρόπος της Δικαίωσης του Αβραάμ. Κεφάλαιον Δ1-25.
Στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, εδάφια 1-12, ο Απόστολος αποδεικνύει ότι ο Αβραάμ ώφειλε την δικαίωση του στην πίστη του, και μόνον στην πίστη του. Στο δεύτερο, εδάφια 13-16, υποστηρίζει την επιχειρηματολογία του δια του γεγονότος ότι η κληρονομιά του κόσμου, που δόθηκε στον πατριάρχη και τους απογόνους του, του δόθηκε ανεξάρτητα της υπακοής του στον νόμο. Στο τρίτο μέρος, εδάφια 17-22, επισημαίνει ότι εκείνος ακριβώς ο απόγονος στον οποίον αυτή η κληρονομιά επρόκειτο ν” ανήκει (ο Ισαάκ), ήτο και αυτός ένας καρπός πίστεως. Στο τέταρτο και τελευταίο μέρος, εδάφια 23-25, αυτή η περίπτωση του Αβραάμ εφαρμόζεται σε πιστούς του παρόντος χρόνου. Έτσι την δικαίωση, την κληρονομιά, τους κληρονόμους, το κάθε τι, ο Αβραάμ το έλαβε δια πίστεως. Και το ίδιο θα συμβεί με μας, εάν πιστεύωμε σαν αυτόν.

Ο Αβραάμ Εδικαιώθη δια Πίστεως, Εδ. 1-8, και Μόνον δια Πίστεως, εδ. 9-12.

Εδάφια 1,2
«Τι ουν ερούμεν Αβραάμ τον πατέρα ημών ευρηκέναι κατά σάρκα; Ει γαρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη, έχει καύχημα, αλλ” ου προς τον Θεόν».
«Τι θα πούμε λοιπόν, ότι επέτυχε ο Αβραάμ, ο πατέρας μας με τα δικά του έργα; Εάν ο Αβραάμ έλαβε δικαίωσιν από τα έργα του, θα έχει λόγον να καυχάται αλλ” όχι ενώπιον του Θεού».

Το εδάφιο 1 περέχει μόνον μια ερώτηση. Ο Απόστολος ερωτά εάν ο Αβραάμ, με δική του ενέργεια, με δικά του έργα, συνείσφερε, εξασφάλισε κάποιο πλεονέκτημα στο θέμα της δικαίωσης.
«Αβραάμ τον πατέρα ημών ευρηκέναι κατά σάρκα». Η έννοια «σαρκικός πατέρας», που δίνεται στις λέξεις «πατέρα…κατά σάρκα», δεν είναι σωστή. Ο όρος «σάρκα» δηλώνει εδώ ανθρωπίνη δραστηριότητα αποκομμένη απ” την επίδραση του Θεού, και επομένως στην φυσική της αδυναμία, όσον αφορά την δικαίωση και την σωτηρία. Η έννοια λοιπόν είναι: «Τι πέτυχε ο Αβραάμ με τα δικά του έργα;» Η λέξη «σάρκα» πιθανώς να εκλέγεται αναφορικά με την περιτομή, η οποία έγινε η σφραγίδα που ξεχώριζε την εκλεγμένη οικογένεια.
«Ο πατήρ ημών». Το «ημών» αναφέρεται στους Χριστιανούς γενικά. Όλο το κεφάλαιο που ακολουθεί έχει σαν σκοπό ν” αποδείξει ότι ο Αβραάμ είναι ο πατέρας των πιστευόντων Εθνικών, όπως επίσης είναι και των πιστευόντων Ιουδαίων.
Ποιά είναι η απάντηση που θα περίμενε ο Παύλος σε τούτη την ερώτηση του; Είναι, καθώς συχνά υποτίθεται, «τίποτα καθόλου». Ίσως όμως και να μην είχε πρόθεση να πάει τόσο μακρυά. Ίσως να θέλει μόνον να πει (σύγκρινε εδάφιο 2), «τίποτα, όσον αφορά την δικαίωση ενώπιον του Θεού». Οπότε δεν εξαιρείται η άποψη ότι ο πατριάρχης, από ανθρωπίνης πλευράς, με τα έργα του, έχει βρει ορισμένα πλεονεκτήματα, όπως πλούτη, υπόληψη στους γύρω του κ.λ.π.
Το εδάφιο 2, πιό ελεύθερα, θα μπορούσαμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: «Ερωτώ αυτό, διότι εάν ο Αβραάμ είχε δικαιωθεί απ” τα έργα του, θα είχε πράγματι κάτι για το οποίον να καυχηθεί. Και επομένως η καύχηση την οποία εδήλωσα ότι αποκλείεται (Γ27), θα επανεμφανιζόταν σαν σωστή και καλή». Ο Παύλος εδώ εξηγεί γιατί απαιτήθηκε να θέσει την ερώτηση του εδαφίου 1.
«Ει γαρ Αβραάμ εξ έργων εδικαιώθη, έχει καύχημα, αλλ” ου προς τον Θεόν». Για να καταλάβωμε τι εννοεί εδώ, θα πρέπει να το αποδώσωμε πιο ελεύθερα κάπως έτσι: «Εάν εδικαιώθηκε ο Αβραάμ απ” τα έργα του, έχει πράγματι σοβαρή αιτία να καυχηθεί. Δεν είναι λίγο να έχεις γίνει ένας Αβραάμ. Κάποιος μπορεί να είναι υπερήφανος που φέρει ένα τέτοιο όνομα. Αλλά όλη αυτή η καύχηση δεν έχει να κάνει τίποτα με τον απολογισμό που έχει να δώσει προς τον Θεό». Το «ου προς τον Θεόν» αντιτίθεται προφανώς σ” ένα αντίστοιχο, «προς τον άνθρωπο», που εννοείται.
Συγκρίνοντας τον εαυτόν του με ανθρώπους λιγώτερο καλούς απ” αυτόν, ο Αβραάμ μπορεί να εύρισκε αιτία να καυχηθεί. Αλλά την στιγμή που έβαζε τον εαυτόν του ενώπιον του Θεού, η δικαιοσύνη του εξαφανιζόταν. Τούτο είναι ακριβώς που δείχνεται στα επόμενα εδάφια.

Εδάφια 3-5
«Τι γαρ η γραφή λέγει; Επίστευσε δε Αβραάμ τω Θεώ, και ελογίσθη αυτώ εις δικαιοσύνην. Τω δε εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα. Τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην.»
«Διότι τι λέγει η γραφή; Επίστεψε ο Αβραάμ εις τον Θεόν και αυτό του λογαριάσθηκε προς δικαίωσιν. Αλλ” εις εκείνον που εργάζεται, ο μισθός δεν του λογαριάζεται ως χάρις αλλ” ως οφειλή. Ενώ εις εκείνον που δεν εργάζεται, αλλά πιστεύει εις τον Θεόν που δικαιώνει τον ασεβή, λογαριάζεται η πίστις του προς δικαίωσιν.»

Με τα λόγια του εδαφίου 2 ο Παύλος έδωσε να γίνει αντιληπτό ότι αυτός εγνώριζε την κρίση του Θεού πάνω στα έργα του Αβραάμ. Το εδάφιο 3 εξηγεί πως μπορεί να αποφαίνεται για ένα γεγονός που βρίσκεται πέραν από κει που μπορεί να φθάσει η ανθρωπίνη γνώση. Η Γραφή η ίδια περέχει μια δήλωση όπου αποκαλύπτεται η κρίση του Θεού αναφορικά με τον τρόπο κατά τον οποίον εδικαιώθηκε ο Αβραάμ. Τούτη βρίσκεται στο Γένεση ΙΕ6. Όταν ο Θεός τον προσκάλεσε έξω απ” την σκηνή του την νύκτα, τον οδήγησε να κυττάξει τους ουρανούς, και να μετρήσει, εάν μπορεί, τις μυριάδες των άστρων. Τότε ακούει την υπόσχεση: «Τόσο πολυάριθμο θα είναι το σπέρμα σου». Είναι όμως εκατό χρονών, και δεν είχε παιδιά. Αλλά είναι ο Θεός που μιλά, και αυτό του είναι αρκετό. Επίστευσε εις τον Θεό. Η πίστη συνίσταται στο να κρατήσεις την Θεία υπόσχεση στην θέση της ιδίας της πραγματικότητας. Και τότε συμβαίνει το εξής: Αυτό που ο πιστός έχει κάνει αναφορικά με την υπόσχεση του Θεού, να την θεωρήσει σαν την ίδια την πραγματικότητα, ο Θεός με την σειρά Του το κάνει αναφορικά με την πίστη του, την λογαριάζει για την ίδια του την δικαιοσύνη, σαν να είναι εντάξει απέναντι Του.
Να προσέξωμε ότι δεν λέγει, «επίστευσε στην υπόσχεση του Θεού», αλλά «επίστευσε τω Θεώ». Το αντικείμενο της πίστης του, όταν αγκαλιασε την υπόσχεση, ήταν ο Ίδιος ο Θεός – η αλήθεια Του, η πιστότητα Του, η αγιότητα Του, η αγαθότητα Του, η σοφία Του, η δύναμη Του, η αιωνιότητα Του. Διότι ο Θεός ήτο εξ ολοκλήρου μέσα στην υπόσχεση που προήλθε απ” Αυτόν. Λίγο ενδιαφέρει πράγματι, τι είναι το ειδικό αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται η Θεία αποκάλυψη μια δεδομένη στιγμή. Όλα τα μέρη αυτής της αποκάλυψης δεν σχηματίζουν παρά ένα σύνολο. Κρατηθείς από μια υπόσχεση ο Αβραάμ, κρατιέται με προσδοκία από όλες, διότι τελικά κρατιέται από τον Ίδιο τον Θεό. Από τώρα και στο εξής είναι σε κατοχή ακόμα και εκείνων των υποσχέσεων που θα μπορούσαν ν” αποκαλυφθούν και να πραγματοποιηθούν στο πλέον μακρυνό μέλλον.
Είναι δυνατόν να θεωρήσωμε στον λογαριασμό κάποιου κάτι που κατέχει, ή και ακόμα κάτι που δεν κατέχει. Στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για μια απλή πράξη δικαιοσύνης. Στην δεύτερη είναι θέμα χάρης. Τούτη η τελευταία είναι και η περίπτωση του Αβραάμ, μια και ο Θεός λογαριάζει σ” αυτόν την πίστη του για ότι αυτή δεν είναι, για δικαίωση.
Η λέξη «δικαιοσύνη» εδώ δηλώνει την τέλεια υπακοή στο θέλημα του Θεού, δυνάμει της οποίας ο Αβραάμ θα είχε αναγκαστικά διακηρυχθεί δίκαιος απ” τον Θεό, σαν να ήταν τέτοιος πραγματικά. Αλλά καθώς στην πραγματικότητα δεν κατέχει μια τέτια δικαιοσύνη, ο Θεός θέτει στον λογαριασμό του την πίστη του σαν ισοδύναμο.
Γιατί όμως έτσι; Που βασίζεται αυτή η ασύγκριτη αξία που ο Θεός δίνει στην πίστη του; Οπωσδήποτε όχι στην ηθική δύναμη αυτής της ιδίας της πίστης. Η πίστη δεν είναι παρά η απλή αποδοχή κάποιου πράγματος, και θα πέφταμε πάλιν στην σφαίρα των αξιομίσθων έργων, εάν δίναμε κάποια ηθική αξία στην πίστη.
Η άπειρη αξία της πίστης βρίσκεται στο αντικείμενο της, τον Θεό και την αποκάλυψη Του. Αυτό το αντικείμενο είναι η ίδια η ηθική τελειότητα. Το να το πιστέψεις, είναι λοιπόν σαν ν” αρπάξεις τούτη την τελειότητα με μια κίνηση. Δεν είναι παράξενο τώρα που ο Θεός θα πρέπει να στο αναγνωρίσει σαν δικαίωση, όταν κρατάς την τελειότητα. Έχει πολύ σωστά λεχθεί: Η πίστη (στον Θεό) είναι ταυτόχρονα η πλέον ηθική και η πλέον ευτυχής κίνηση.
Στα εδάφια τώρα 4 και 5 ο Παύλος αναλύει αυτό που ανέφερε στο εδάφιο 3: Τω δε εργαζομένω ο μισθός ου λογίζεται κατά χάριν, αλλά κατά οφείλημα. Τω δε μη εργαζομένω, πιστεύοντι δε επί τον δικαιούντα τον ασεβή λογίζεται η πίστις αυτού εις δικαιοσύνην.»
Αλλ” εις εκείνον που εργάζεται, ο μισθός δεν του λογαριάζεται ως χάρις αλλ” ως οφειλή. Ενώ εις εκείνον που δεν εργάζεται, αλλά πιστεύει εις τον Θεόν που δικαιώνει τον ασεβή, λογαριάζεται η πίστις του προς δικαίωσιν.» Τούτη η ανάλυση αποδεικνύει ότι ο Αβραάμ εδικαιώθηκε όχι κατά τον τρόπο ενός ανθρώπου που είχε κάνει έργα (εδ. 4), αλλά κατά τον τρόπο ενός ανθρώπου που δεν τα είχε κάνει (εδ. 5). Και τούτο αποδεικνύει την αλήθεια της φράσης του εδαφίου 2: «Αλλ” ου προς τον Θεόν».
Στον μισθωμένον εργάτη η αμοιβή του λογαριάζεται σαν οφειλή και όχι σαν χάρη. Τώρα, σύμφωνα με τον Μωϋσή, δεν ήταν αυτή η περίπτωση του Αβραάμ. Ο Αβραάμ δεν ήταν λοιπόν ένας από εκείνους που είχαν εκπληρώσει το έργο τους. Από το άλλο μέρος, στον εργάτη (στην ηθική έννοια του όρου) που δεν εργάζεται ικανοποιητικά, και ο οποίος παρ” όλα αυτά θέτει την εμπιστοσύνη του στον Θεό, ο Οποίος συγχωρά, η πίστη του λογαριάζεται για δικαιοσύνη. Σύμφωνα με τον Μωϋσή πάλιν, αυτή ήταν η περίπτωση του Αβραάμ. Άρα και πάλιν έπεται ότι ο Αβραάμ ανήκει σε κείνους που δεν έχουν εκπληρώσει το έργο τους. Αυτά τα δύο αρμονικά συμπεράσματα εκθέτουν και το περιεχόμενο της δήλωσης του Μωϋσή: Η περίπτωση του Αβραάμ είναι η περίπτωση όχι ενός καλού, αλλά ενός κακού εργάτη. Και επειδή αυτός δεν έκανε το έργο του, η πίστη του του λογαριάστηκε σαν έργο.
Ο Παύλος λέγει, «Τον δικαιούντα τον ασεβή». Θα έπρεπε να είχε πει «τον αμαρτωλό». Αλλά διαλέγει αυτόν τον πλέον βαρύ χαρακτηρισμό, ώστε η κάθε κατηγορία αμαρτωλών, ακόμη και οι πλέον εγκληματίες, να πεισθούν ότι και αυτοί μπορούν ν” απολαύσουν αυτό το προνόμιο του να δικαιωθείς δια της πίστεως σου.
Το να καταλογίσης στον πιστεύοντα δικαιοσύνη την οποία δεν κατέχει, είναι ταυτόχρονα το να μην του καταλογίσεις αμαρτίες για τις οποίες είναι ένοχος. Ο Παύλος αισθάνεται την ανάγκη να συμπληρώσει και σ” αυτή την αρνητική πλευρά την παρουσίαση του θέματος της δικαίωσης. Και έτσι στα λόγια του Μωϋσή σχετικά με τον Αβραάμ, προσθέτει κάτι απ” τον Δαβίδ, όπου η δικαίωση πανηγυρίζεται ειδικά εδώ στην μορφή του μη καταλογισμού της αμαρτίας.

Εδάφια 6-8
«Καθάπερ και Δαυείδ λέγει τον μακαρισμόν του ανθρώπου ω ο Θεός λογίζεται δικαιοσύνην, χωρίς έργων. Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. Μακάριος ανήρ ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν».
«Όπως και ο Δαυίδ λέγει δια την ευτυχίαν του ανθρώπου που ο Θεός του λογαριάζει δικαίωσιν, χωρίς έργα: Ευτυχείς είναι εκείνοι των οποίων συγχωρήθησαν αι ανομίαι και των οποίων εσκεπάσθησαν αι αμαρτίαι. Ευτυχής είναι ο άνθρωπος εις τον οποίον ο Θεός δεν θα λογαριάση αμαρτίαν».

Δεν χρειάζεται να υποτεθεί εδώ ότι ο Δαβίδ αναφέρεται σαν ένα δεύτερο παράδειγμα, δίπλα σ” αυτό του Αβραάμ. Η θέση του πατριάρχη είναι μοναδική, και ο Παύλος θα επιστρέψει σ” αυτήν, μετά απ” αυτήν την σύντομη παρεμβολή. Εδώ απλά παραθέτει μερικά λόγια του Δαβίδ, του εμπνευσμένου αυτού ψαλμωδού, που φαίνεται ότι συμπληρώνουν την μαρτυρία του Μωϋσή για τον Αβραάμ.
«Καθάπερ»: Ακριβώς όπως.
Τα λόγια που αναφέρονται είναι ο χαρούμενος ύμνος του δικαιωθέντος αμαρτωλού. Είναι η αρχή του ψαλμού ΛΒ, τον οποίον ο Δαβίδ πιθανώς συνέθεσε μετά που πήρε συγνώμη απ” τον Θεό, για τα απαίσια εγκλήματα στα οποία τον είχε σύρει το πάθος του. Έτσι εξηγούνται και οι εκφράσεις, «οι ανομίες που αφέθηκαν», «οι αμαρτίες που επεκαλύφθησαν», «η αμαρτία που δεν λογίζεται». Εδώ πρόκειται για την αρνητική πλευρά της δικαίωσης, το κακό που απομακρύνει. Στην περίπτωση του Αβραάμ ήταν η θετική της πλευρά, η ευλογία που αυτή παρέχει. Έτσι τα δύο χωρία συμπληρώνουν το ένα το άλλο.
Αφού ολοκληρώνει την παρατήρηση, ο Απόστολος επιστρέφει στο θέμα του. Δεν ήταν, όμως, αρκετό ν” αποδείξει ότι ο Αβραάμ όφειλε την δικαίωση στην πίστη του. Διότι οι υποστηρικτές των έργων θα μπορούσαν να του πουν, «Αληθές. Αλλά μην ξεχνάς ότι ήταν σαν περιτμημένος που ο Αβραάμ επέτυχε να δικαιωθεί δια της πίστεως του». Και έτσι τα έργα που πετάξαμε απ” την πόρτα, ξαναμπαίνουν απ” το παράθυρο. Η απάντηση στην ερώτηση του εδαφίου 1, «Τι ευρηκέναι κατά σάρκα», δεν θα ήταν πλέον «τίποτα», αλλά «το κάθε τι». Διότι αν ήταν λόγω της περιτομής του που ο Θεός του λογάριασε την πίστη του σαν δικαίωση, το κάθε τι θα εξαρτιόταν πλέον απ” αυτόν τον υλικό τύπο, και εκείνοι που δεν τον έχουν θα εξαιρούντο απ” την δικαίωση δια πίστεως.
Το λάθος, το ανυπόστατο αυτής της άποψης, είναι που ο Παύλος δείχνει στο επόμενο χωρίο, όπου αποδεικνύει ότι ο πατριάρχης εδικαιώθηκε δια πίστεως, και μόνον δια πίστεως.

Εδάφια 9,10
«Ο μακαρισμός ουν ούτος επί την περιτομήν ή και επί την ακροβυστίαν; Λέγομεν γαρ ότι ελογίσθη τω Αβραάμ η πίστις εις δικαιοσύνην. Πως ουν ελογίσθη; Εν περιτομή όντι ή εν ακροβυστία; Ουκ εν περιτομή, αλλ” εν ακροβυστία.»
«Ο μακαρισμός αυτός αναφέρεται εις τον περιτμημένον ή εις τον απερίτμητον; Λέγομεν εις τον Αβραάμ λογαριάσθηκε η πίστις προς δικαίωσιν. Πότε λοιπόν του λογαριάσθηκε; Όταν ήταν περιτμημένος ή όταν ήταν απερίτμητος; Όχι όταν ήταν περιτμημένος, αλλ” όταν ήταν απερίτμητος».
«Ο μακαρισμός ουν ούτος επί την περιτομήν ή και επί την ακροβυστίαν;»:

«Ερωτώ τότε αν αυτός ο μακαρισμός του δικαιωθέντος εφαρμόζεται μόνον στον περιτμημένον, ή επίσης και στον απερίτμητο;» Και είναι πράγματι, πάνω σ” αυτό που εξαρτάται το κάθε τι. Διότι στην πρώτη περίπτωση δεν θα είχε απομείνει τρόπος εισόδου στο προνόμιο της δικαίωσης δια πίστεως, παρά εκείνος του να γίνουν Ιουδαίοι. Και αυτό θα ήταν το τέλος του Ευαγγελίου του Παύλου.
«Λέγομεν γαρ ότι ελογίσθη τω Αβραάμ η πίστις εις δικαιοσύνην. Πως ουν ελογίσθη;»: «Διότι τελικά βεβαιούμεν ότι ο Αβραάμ εδικαιώθη δια πίστεως. Πως όμως συνέβη το πράγμα μ” αυτό το πρόσωπο του οποίου το παράδειγμα σχηματίζει τον κανόναν; Πως ήταν αυτός όταν δικαιώθηκε δια πίστεως, περιτμημένος ή απερίτμητος;» Αυτή είναι απλά η έννοια του εδαφίου 10. Το «ουν» που το συνδέει με το εδάφιο 9 εξηγείται έτσι: «Για ν” απαντήσω στην ερώτηση που έχω μόλις θέσει (9α), ας εξετάσωμε λοιπόν («ουν») πως έλαβε χώραν η δικαίωση του Αβραάμ».
Η απάντηση δεν ήταν δύσκολη. Την προμήθευσε η Γένεση, και ήταν κατηγορηματική. Είναι στο κεφάλαιο ΙΕ που βρίσκομε τον Αβραάμ δικαιωμένο δια πίστεως. Και είναι στο κεφάλαιο ΙΖ, μετά από 14 χρόνια περίπου, που παίρνει την εντολή της περιτομής. Ο Απόστολος μπορεί λοιπόν ν” απαντήσει με βεβαιότητα: «Όχι περιτμημένος, αλλά απερίτμητος πήρε την δικαίωση ο Αβραάμ».
Υπήρξε μια περίοδος στην ζωή του Αβραάμ, όταν δια της ακροβυστίας του αντιπροσώπευε τα Έθνη, όπως αργότερα με την περιτομή του έγινε ο αντιπρόσωπος του Ισραήλ. Και ήταν σ” αυτή την πρώτη περίοδο της ζωής του, δηλαδή την Εθνική, που δικαιώθηκε δια πίστεως.

Εδάφια 11,12
«Και σημείον έλαβε περιτομής, σφραγίδα της δικαιοσύνης της πίστεως της εν τη ακροβυστία, εις το είναι αυτόν πατέρα πάντων των πιστευόντων δι” ακροβυστίας, εις το λογισθήναι και αυτοίς την δικαιοσύνην, και πατέρα περιτομής τοις ουκ εκ περιτομής μόνον, αλλά και τοις στοιχούσι τοις ίχνεσι της εν τη ακροβυστία πίστεως του πατρός ημών Αβραάμ».
«Και έλαβε το σημάδι της περιτομής σαν σφραγίδα που επιστοποιούσε την δικαίωσιν του βάσει της πίστεως, που είχε όταν ήταν απερίτμητος. Και έτσι είναι πατέρας όλων που πιστεύουν όταν είναι απερίτμητοι, δια να λογαριασθή και εις αυτούς η πίστις των δια δικαίωσιν, και πατέρας εκείνων εκ των περιτμημένων που δεν αρκούνται μόνον εις την περιτομήν αλλά και βαδίζουν εις τα ίχνη της πίστεως που είχε ο πατέρας μας Αβραάμ, όταν ακόμα ήτο απερίτμητος.»

«Και»: Και σε συνέπεια της δικαίωσης που απέκτησε μ” αυτόν τον τρόπο (δια πίστεως).
Η περιτομή ήταν το υλικό σημάδι της διαθήκης μεταξύ του Θεού και του λαού Του (Γεν. ΙΖ11). Όσον για τον Αβραάμ, μακρυά από του να ήταν η περιτομή η προϋπόθεση της δικαίωσης του, ήταν, αντιθέτως, το σημείο, και επομένως το αποτέλεσμα αυτής.
«Της εν ακροβυστία πίστεως»: Της πίστης που είχε μη όντας ακόμα περιτμημένος.
«Εις το είναι»: Δεν θα πρέπει να το αποδώσωμε μ” ένα απλό «ούτως ώστε». Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι, ο Αβραάμ πιστεύοντας, δεν ήταν ο ίδιος που έθεσε εμπρός του τον σκοπό να γίνει ο πνευματικός πατέρας των Εθνικών που πιστεύουν. Τούτο ήταν η πρόθεση του Θεού απ” την αρχή ακόμα της ιστορίας μας. Τα σχέδια του Θεού επεκτεινόταν και εις τα Έθνη. Το θεοκρατικό κράτος του Ισραήλ δεν ήταν παρά ένα από τα μέσα για την επίτευξη αυτού του σκοπού. Δεν ήταν ο Ίδιος που είχε πει στον Αβραάμ ότι, «Θέλουσιν ευλογηθεί εν σοι πάσαι αι φυλαί της γης» (Γεν. ΙΒ3);
«Δι” ακροβυστίας»: Των ευρισκομένων εις την κατάσταση της ακροβυστίας.
«Τοις ουκ εκ περιτομής μόνον, αλλά και τοις στοιχούσι τοις ίχνεσι της εν τη ακροβυστία πίστεως του πατρός ημών Αβραάμ»: Μέσα απ” την μάζα του Ιουδαϊκού κόσμου που κατέχουν το σημάδι της περιτομής, διαχωρίζεται καθαρά ένας πολύ στενώτερος κύκλος, εκείνοι που περιπατούν στην πίστη του Αβραάμ, οι Ιουδαίοι δηλαδή, οι οποίοι στην περιτομή προσθέτουν το χαρακτηριστικό της πίστης.
Εδώ, σε τούτα τα δύο εδάφια, βρίσκομε την μεγάλη και υψηλή ιδέα της πνευματικής οικογένειας του Αβραάμ. Είναι εκείνοι οι άνθρωποι που δεν προέρχονται από την σάρκα αλλά από την πίστη. Είναι οι πιστοί όλου του κόσμου, είτε Ιουδαίοι, είτε Εθνικοί.
Αυτή η θέση του πατέρα σε όλο το ανθρώπινο γένος που πιστεύει, που εδόθηκε στον Αβραάμ, είναι ένα θεμελιώδες γεγονός στην Βασιλεία του Θεού. Είναι η πράξη απ” την οποία αρχίζει το κτίσιμο εδώ στην γη αυτού του Βασιλείου, είναι και ο στόχος της κλήσης του πατριάρχη: «Εις το είναι αυτόν πατέρα πάντων των πιστευόντων… και τοις ουκ…» (εδ. 11, 12).
Ο Αβραάμ δεν είναι το πρώτο παράδειγμα της πίστης, διότι είχαν υπάρξει και άλλοι πιστοί πριν απ” αυτόν (Εβρ. ΙΑ). Αλλά είναι μ” αυτόν που εθεμελιώθηκε η κοινότητα της πίστης. Απ” αυτό το σημείο αρχίζει η συνεχής ιστορία της σωτηρίας. Ο Αβραάμ είναι ο κορμός εκείνου του δένδρου, που από τότε βγάζει ρίζες, κλαδιά, και αναπτύσσεται. Διότι ο Αβραάμ δεν είχε πιστεύσει απλά στον Θεό της δημιουργίας. Είχε κρατηθεί δια πίστεως απ” τον Θεό της υπόσχεσης, τον πρωτεργάτη εκείνου του λυτρωτικού έργου, που εμφανίζεται πάνω στην γη σ” αυτήν ακριβώς την πίστη του.
Άπαξ και γίνει σωστά αντιληπτή η ιδέα αυτής της πνευματικής πατρότητας, η καταγωγή απ” τον Αβραάμ, στην φυσική της έννοια, χάνει κάθε σπουδαιότητα στο θέμα της σωτηρίας. Οι προφήτες, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Ιησούς (Ιω. Η), ήσαν όλοι σε συμφωνία κηρύττοντας την αλήθεια την οποίαν αναφέρει εδώ ο Παύλος: Η πίστη είναι που συνιστά την βασική αρχή της ζωής για την οικογένεια του Θεού πάνω στην γη, όπως αντίστοιχα ήταν το αίμα για την φυσική οικογένεια του Αβραάμ. Διότι, πράγματι, αυτή η αρχή είναι η μόνη σε αρμονία με την ηθική ουσία των πραγμάτων, με την φυσιολογική σχέση μεταξύ του Δημιουργού που δίδει την χάρη, και του δημιουργήματος που την αποδέχεται ελεύθερα.
Αλλά εδώ προκύπτει μια ακόμα ερώτηση: Μετά που ο Αβραάμ έλαβε την δικαίωση, έλαβε και ένα άλλο προνόμιο, διακηρύχθηκε μαζί με όλους τους απογόνους του σαν ο μελλοντικός κάτοχος του κόσμου. Αυτοί τώρα οι απόγονοι δεν μπορεί να είναι άλλοι από τους απογόνους του απ” τον Ισαάκ, οι οποίοι κατείχαν την περιτομή και την Χαναάν. Μήπως όμως μ” αυτούς επιστρέφομε πάλιν στις «ιδιαιτερότητες», κάτι που έχει αποκλεισθεί στην περιοχή της «δικαίωσης»; Ο Παύλος προλαβαίνει ν” αποκρούσει και αυτή την αντίρρηση. Είναι σ” αυτή την ερώτηση που αφιερώνει τα επόμενα εδάφια 13-16.

Εδάφια 13-14
«Ου γαρ δια νόμου η επαγγελία τω Αβραάμ ή τω σπέρματι αυτού, το κληρονόμον αυτόν είναι του κόσμου, αλλά δια δικαιοσύνης πίστεως. Ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία.»
«Διότι δεν έγινε δια νόμου η υπόσχεσις εις τον Αβραάμ ή εις τους απογόνους του, ότι θα ήτο ο κόσμος κληρονομία του, αλλά δια της δικαιώσεως που έλαβε δια πίστεως. Εάν οι κληρονόμοι ήσαν οι εξαρτώμενοι εκ του νόμου, τότε η πίστις δεν έχει αξίαν, και η υπόσχεσις καταργείται.»

Η κληρονομιά του κόσμου, για την οποία μιλά ο Απόστολος, έχει δοθεί στον Αβραάμ και στους απογόνους του ως εξής:
α) Μέσω της υπόσχεσης που δόθηκε στον πατριάρχη για την γη Χαναάν. Από προφητικής και Μεσσιανικής άποψης, που δέσποζε στην ιστορία της πατριαρχικής οικογένειας απ” την αρχή, η γη Χαναάν ήτο το σύμβολο όλης της γης μετά τον εξαγιασμό της. Ήταν το σημείο αφετηρίας γι” αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
β) Αρκετές υποσχέσεις ενός άλλου είδους οδηγούν φυσιολογικά στην επέκταση της κατοχής απ” την γη Χαναάν σ” όλο τον κόσμο. Για παράδειγμα τα εδάφια, «Εν σοι θα ευλογηθούν όλες οι φυλές της γης» (Γεν. ΙΒ3), «Το σπέρμα σου θα κατέχει την πύλη των εχθρών του» (Γεν. ΚΒ17).
γ) Πάνω όμως απ” όλες αυτές τις ειδικές υποσχέσεις, υπήρχε εκείνη η γενική υπόσχεση του Μεσσιανικού Βασιλείου, η αναγγελία για εκείνον τον απόγονο του Δαβίδ στον οποίον ο Θεός είχε πει: «Θέλω σοι δώσει τα Έθνη κληρονομίαν σου, και ιδιοκτησίαν σου τα πέρατα της γης» (Ψαλμός Β8). Ο Ισραήλ τώρα είναι αχώριστος απ” τον Μεσσία του, και αυτό είναι που τους οδήγησε να δώσουν στις προηγούμενες υποσχέσεις την πλατύτερη και υψηλότερη δυνατή έννοια. Ήταν προς αυτήν την κατεύθυνση που οδηγήθηκε ο Ισραήλ σαν Έθνος. Αλλά το σαρκικό τους πνεύμα είχε δώσει στην παγκόσμια κυριαρχία που ανέμεναν ένα πιο πολύ πολιτικό παρά θρησκευτικό χρώμα. Ο Ιησούς, αντιθέτως, στην Επί του Όρους Ομιλία Του, και αλλού, είχε ερμηνεύσει αυτή την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στον κόσμο, με κείνη της ταπεινής αγάπης που κυβερνά υπηρετόντας: «Μακάριοι οι πράοι, διότι αυτοί θα κληρονομήσουν την γη».
Ο Παύλος εδώ δεν εισέρχεται στην ερώτηση, για το πως πρόκειται να εκπληρωθεί η υπόσχεση. Πραγματεύεται μόνον πάνω στην προϋπόθεση βάσει της οποίας πρόκειται να την απολαύσουν. Είναι ο νόμος ή η πίστη ο δρόμος του να εισέλθης στην κατοχή αυτής της Θείας κληρονομιάς, και επομένως, ο λαός του νόμου ή της πίστης οι κληρονόμοι;
Η έννοια των επομένων εδαφίων τώρα είναι: Εάν η κατοχή του κόσμου επρόκειτο να είναι η αμοιβή της υπακοής στον νόμο, τότε η υπόσχεση θα ακυρωνόταν. Τούτο διατυπώνεται στο εδάφιο 14, και αποδεικνύεται στο εδάφιο 15. Το τελικό συμπέρασμα εξάγεται στο εδάφιο 16.

Εδάφιο 14
«Ει γαρ οι εκ νόμου κληρονόμοι, κεκένωται η πίστις και κατήργηται η επαγγελία.»
«Εάν κληρονόμοι ήσαν οι εξαρτώμενοι εκ του νόμου, τότε η πίστις δεν έχει αξίαν και η υπόσχεσις καταργείται».

Εάν, για να κληρονομήσεις τον κόσμο, είναι απόλυτα αναγκαίο να έλθης κάτω απ” την δικαιοδοσία του νόμου, και επομένως να τον υπακούς πιστά – διαφορετικά τι σκοπό θα υπηρετούσε; – τότε όλα τέλειωσαν με μιας, και με την πίστη, και με την υπόσχεση. Με την πίστη, δηλαδή με την ελπίδα εκείνης της τελικής κληρονομιάς, όλα τελειώνουν, μια και η πραγματοποίηση αυτής της προσμονής θα ήταν συνδεδεμένη με μια προϋπόθεση την οποία ο αμαρτωλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε ποτέ να εκπληρώσει, την εκτέλεση του νόμου. Η πίστη θα αποστεριόταν έτσι το αντικείμενο της («κεκένωται»). Βάζοντας μια αδύνατη προϋπόθεση, θα παρέλυε το αποτέλεσμα της υπόσχεσης («κατήργηται η επαγγελία»). Απόδειξη και συμπέρασμα τούτου, τα αναφερόμενα στα εδάφια 15,16:

Pages