ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ
ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΔΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΓΙΑ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Κεφάλαια Γ21-Ε11.
Σ” αυτό το τμήμα, που είναι σε αντιστοιχία με το προηγούμενο, αναπτύσσονται τρεις βασικές ιδέες:
1. Το ιστορικό γεγονός δια του οποίου εξασφαλίσθηκε δια τον κόσμο η δικαίωση δια πίστεως, Γ21-26.
2. Η συμφωνία αυτού του τρόπου δικαίωσης με την αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης, Γ27-Δ25.
3. Η βεβαιότης της δικαίωσης, όχι μόνον για το παρόν, αλλά και για όλο το μέλλον, συμπεριλαμβανομένης και της ώρας της τελικής κρίσης, Ε1-11.
Η κεντρική ιδέα αυτού του τμήματος είναι ότι, η καταδίκη που αναγγέλθηκε στο προηγούμενο τμήμα, μπορεί τώρα να εξαλειφθεί με την άφεση αμαρτιών που δίνει ο Θεός.
Το Γεγονός δια του οποίου Αποκτήθηκε για μας η Δικαίωση δια Πίστεως. Γ21-26.
Προηγουμένως ο Παύλος μας έδειξε ότι όλο το ανθρώπινο γένος είναι κάτω απ” την οργή του Θεού. Για να γλυτώσει απ” τον αφανισμό στον οποίον οδηγείται, μόνο μια ενέργεια εκ μέρους του Θεού μπορεί να το σώσει. Τούτο είναι και το θέμα του επομένου χωρίου.
Εδάφια 21, 22α
«Νυνί δε χωρίς νόμου δικαιοσύνη Θεού πεφανέρωται, μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών, δικαιοσύνη δε Θεού δια πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας.»
«Αλλά τώρα ήλθε στο φως δικαίωσις, ανεξαρτήτως νόμου, η οποία μαρτυρείται από τον νόμον και τους προφήτας, δικαίωσις εκ μέρους του Θεού δια της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν δι” όλους και εις όλους που πιστεύουν.»
«Χωρίς νόμου». Κάτω απ” το παλαιό σύστημα, η δικαίωση ερχόταν στον άνθρωπο μέσ” απ” τα κανάλια του νομικού συστήματος. Η πλήρης του συμμόρφωση με τον νόμο θα τον οδηγούσε σε δικαίωση. Στο νέο, η δικαίωση του δίνεται χωρίς την ελαχίστη συνεργασία αυτού που μπορεί να ονομασθεί «νόμος».
«Δικαιοσύνη Θεού». Είναι η κατάσταση συμφιλίωσης με τον Θεό, στην οποία ο άνθρωπος τοποθετείται δια της απόφασης που τον διακηρύσσει δίκαιο (ιδέ σχόλια στο Α17).
«Πεφανέρωται». Αναφέρεται σ” ένα γεγονός ήδη τελειωμένο, που είναι και το θέμα των εδαφίων 25 ,26. Είναι μέσω αυτού του γεγονότος που η δικαιοσύνη του Θεού, φωτίζεται, γίνεται φανερή, για όλους τους αιώνες.
Αλλ” εάν η συμμόρφωση με το νόμο εξαιρείται από κάθε συνεργασία σ” αυτή την δικαίωση, δεν έπεται ότι τούτη η τελευταία είναι σε αντίθεση με την αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης στην διπλή της μορφή, του νόμου και της προφητείας; Όχι. Αυτές οι δύο αποκαλύψεις του Θείου θελήματος, εντολή και υπόσχεση, αν κάποιος τις αντιληφθεί στη σωστή τους έννοια, όχι μόνον δεν αντιτίθενται σ” αυτόν τον νέο τρόπο δικαίωσης, αλλά αντιθέτως, περιέχουν την επιβεβαίωση της δικαίωσης δια πίστεως, καθώς θα δείξη ο Απόστολος στην συνέχεια αυτού του τμήματος, εδάφια 27-Δ25. Ο νόμος, ξεσκεπάζοντας την αμαρτία, ανοίγει το κενό στην καρδιά, που γεμίζεται με την δικαίωση δια πίστεως. Η προφητεία, απ” το άλλο μέρος, συμπληρώνει το έργο της προπαρασκευής που κάνει ο νόμος, δίδοντας την υπόσχεση γι” αυτή την δικαίωση. Έτσι δεν μπορεί να ευρεθεί αντίρρηση μέσα στην παλαιά αποκάλυψη ενάντια στην νέα. Η νέα αποκάλυψη για τον τρόπο δικαίωσης, εκληρώνει την παλαιά, και η παλαιά βεβαιώνει για την νέα. Η νέα αποκάλυψη, λοιπόν, είναι «μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών».
Εδάφιο 22
«Δικαιοσύνη δε Θεού δια πίστεως Ιησού Χριστού εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας. Ου γαρ έστι διαστολή.»
«Δικαίωσις εκ μέρους του Θεού δια της πίστεως εις τον Ιησούν Χριστόν δι” όλους και εις όλους που πιστεύουν. Δεν υπάρχει διάκρισις.»
Η νέα δικαίωση δίδεται χωρίς ν” απαιτείται κανένα έργο νόμου. Ποιό είναι όμως το μέσον δια του οποίου απονέμεται; Το εδάφιο 22 απαντά: Η πίστη στον Ιησού Χριστό.
«Δε». Έχει την θέση του «δηλαδή», «Δικαιοσύνη, δηλαδή, του Θεού».
Η απουσία άρθρου εμπρός στο «δικαιοσύνη» υπηρετεί στο να δείξει την κατηγορία της: «Δικαιοσύνη Θεού»: Μια δικαιοσύνη Θείας προέλευσης, σε αντίθεση με το νομικό σύστημα, στο οποίο η δικαίωση προέρχεται από ανθρώπινα έργα.
Αυτή η δικαίωση χορηγείται στην πίστη, όχι βέβαια λόγω κάποιας αξίας που ενυπάρχει σ” αυτήν – διότι αυτό θα σήμαινε να ξαναπέσωμε πάλιν στα έργα, ακριβώς εκείνο που το νέο σύστημα θέλει να εξαιρέσει – αλλά λόγω του αντικειμένου της πίστης. Και τούτο το αντικείμενο αναφέρεται καθαρά: «Ιησούς Χριστός».
«Δια πίστεως Ιησού Χριστού»: «Δια πίστεως εις τον Ιησού Χριστό». Αν κάνεις κάτι άλλο αντικείμενο στη πίστη σου, πρόσωπο ή θρησκευτικό σύστημα, όσο δυνατή και αν είναι αυτή η πίστη, δεν πρόκειται να σου εξασφαλίσει τη δικαίωση.
Η πίστη, πράγματι, καθώς έχομε δει, παίζει έναν διπλό ρόλο στην δικαίωση. Είναι η διάθεση καρδιάς που αποδέχεται ο Θεός, και την οποία καταλογίζει σαν δικαιοσύνη. Είναι ταυτόχρονα και το όργανο δια του οποίου ο κάθε ένας μπορεί να οικειοποιηθεί, για δικό του προσωπικό όφελος, αυτήν την «δικαίωση δια πίστεως». Η πρώτη της λειτουργία εκφράζεται εδώ με το «δια πίστεως». Η δεύτερη με το «εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας».
«Εις πάντας και επί πάντας τους πιστεύοντας»: «Όσον αφορά αυτή την δικαίωση, ο Θεός την στέλνει για («εις») σένα που πιστεύεις στον Ιησού Χριστό, και θα μείνη σε σένα(«επί») απ” την στιγμή που πιστεύεις». Το ίδιο ακριβώς λέγει και στο Φιλιππησίους Γ9: «Έχων δικαίωσιν προερχομένην όχι από την τήρησιν του νόμου, αλλά εκείνην που δίδεται δια της πίστεως εις τον Χριστόν, την δικαίωσιν που έρχεται από τον Θεόν βάσει της πίστεως».
Για να διακηρύξει κάποιον δίκαιο ο Θεός, δεν ερωτά πλέον, «Έχεις τηρήσει τον νόμον;», αλλά, «Πιστεύεις εσύ, οιοσδήποτε και αν είσαι, Ιουδαίος ή Εθνικός;».
Εκείνο το «επί πάντας» δείχνει αυτή την δικαίωση σαν ένα δώρο του Θεού, πλήρως ολοκληρωμένο, στην οποία ο άνθρωπος δεν χρειάζεται ν” αγωνισθεί να κάνει τίποτα, όπως έκανε με το παλαιό σύστημα του νόμου.
Το περιεχόμενο αυτών των δύο εδαφίων (21,22), όπως θα δούμε, είναι το θέμα που θ” αναπτυχθεί σ” όλο το κομμάτι που ακολουθεί. Πρώτα όμως το εδάφιο 23 θα μας συνοψίσει το θέμα του προηγουμένου τμήματος, αναφέροντας πάλιν τον λόγο για τον οποίον η κάθε ανθρωπίνη ύπαρξη χρειάζεται την δικαίωση δια πίστεως.
Εδάφια 22β
«Ου γαρ εστι διαστολή. Παντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού».
«Δεν υπάρχει διάκρισις, διότι όλοι αμάρτησαν και υστερούνται της Θείας δόξης».
Αρνούμενος κάθε «διαστολή» (διάκριση), ο Απόστολος εννοεί εδώ ότι δεν υπάρχουν δύο τρόποι δια των οποίων μπορούν να δικαιωθούν οι άνθρωποι, ο ένας εκείνος των έργων, ο άλλος της πίστης. Ο πρώτος είναι κλειστός για όλους, ακόμα και για τους Ιουδαίους, λόγω του γεγονότος της παγκόσμιας καταδίκης, που μόλις έχει δειχθεί. Ο δεύτερος λοιπόν, μόνον αυτός παραμένει ανοικτός.
Εδάφιο 23
«Παντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού».
«Διότι όλοι αμάρτησαν και υστερούνται της Θείας δόξης».
Αυτή η απουσία διαφοράς στον τρόπο δικαίωσης, βασίζεται στην ισότητα όλων αναφορικά με το γεγονός της αμαρτίας.
Στο «ήμαρτον» δεν λογαριάζεται εάν έχουν αμαρτήσει μία ή εκατό φορές. Μια φορά φθάνει να μας στερήσει τον τίτλο του «δικαίου», και δι” αυτού την «δόξαν του Θεού».
«Και»: Και σαν συνέπεια.
Το ρήμα «υστερείσθαι» εκφράζει γενικά την ιδέα του «ελλείματος», που μπορεί να είναι, ή το να παραμείνεις κάτω απ” το φυσιολογικό επίπεδο, ή το να είσαι πίσω απ” τους άλλους. Εκείνο λοιπόν που εννοεί ο Παύλος είναι ότι, όλοι στερούνται, λιγώτερο ή περισσότερο, μιας φυσιολογικής κατάστασης, που την ονομάζει «η δόξα του Θεού».
«Η δόξα του Θεού» εδώ σημαίνει: Η Θεία λαμπρότης που ακτινοβολείται απ” τον Ίδιο τον Θεό, και την οποίαν μεταδίδει σ” όλους που ζουν σε ένωση μαζί Του. Ο Θεός μπορεί να μεταδώσει αυτή την δόξα, διότι την κατέχει ο Ίδιος, ανήκει στην φύση Του. Είχε μεταδώσει μια ακτίνα αυτής της δόξας στον άνθρωπο, όταν τον εδημιούργησε καθαρό και ευτυχισμένον. Και τούτη επρόκειτο ν” ακτινοβολήσει περισσότερο και περισσότερο λαμπρά σ” αυτόν, καθώς θα υψωνόταν απ” την αθωότητα στην αγιότητα. Αμαρτάνοντας ο άνθρωπος έχασε, και ό,τι είχε λάβει απ” αυτήν, και ό,τι επρόκειτο ν” αποκτήση. Ένας εκτοπισμένος βασιλιάς, το στέμμα είχε πέσει απ” το κεφάλι του.
Η επανόρθωση αυτής της κατάστασης δείχνεται στο εδάφιο 24:
Εδάφιο 24
«Δικαιούμενοι δωρεάν τη αυτού χάριτι δια της απολυτρώσεως της εν Χριστώ Ιησού».
«Και παίρνουν την δικαίωσιν δωρεάν με την χάριν του δια της λυτρώσεως, που έγινε δια του Χριστού Ιησού».
«Δικαιούμενοι»: «Όντας επομένως δικαιωμένοι, καθώς μόλις εδηλώσαμε…». Το «δικαιούμενοι», μετοχή ενεστώτα, αναφέρεται για κάθε στιγμή στην ιστορία του ανθρωπίνου γένους, όταν ένας αμαρτωλός πιστέψει.
Στην συνέχεια, αυτή η ιδέα «δικαιούμενοι» προσδιορίζεται σε τρεις κατευθύνσεις. Η μία αφορά τον τρόπο, η άλλη την προέλευση, και η τρίτη τα μέσα με τα οποία επιτυγχάνεται.
Ο τρόπος δηλώνεται με το επίρρημα «δωρεάν». Δεν είναι μισθός για κάτι που πρόσφερες, είναι ένα πέρα για πέρα ελεύθερο δώρο.
Η προέλευση αυτού του δώρου είναι «η χάρη του», η ελεύθερη καλή Του θέληση, που Τον προδιαθέτει να απονείμει τούτη τη χάρη προς τον αμαρτωλό άνθρωπο. Δεν υπάρχει κάποια τυφλή αναγκαιότητα εδώ. Είμαστε πρόσωπο προς πρόσωπο με μια γεναιόδωρη έμπνευση της Θείας αγάπης.
Το μέσον είναι η «απολύτρωσις η εν Χριστώ Ιησού».
«Απολύτρωση» σημαίνει μια απελευθέρωση που επετεύχθη με πληρωμή λύτρων.
Ο τίτλος «Χριστός» τίθεται πριν το όνομα «Ιησούς», διότι το κύριο θέμα εδώ είναι το μεσολαβητικό Του λειτούργημα.
Αφού έδωσε τώρα την γενική ιδέα αυτού του έργου, ο Παύλος, σε ότι ακολουθεί, το εκθέτει με περισσότερες λεπτομέρειες, προσδιορίζοντας με περισσότερη ακρίβεια τις έννοιες που μόλις ανέφερε.
Εδάφια 25,26
«Ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι, εις ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού δια την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων εν τη ανοχή του Θεού, προς ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω νυν καιρώ, εις το είναι αυτόν δίκαιον και δικαιούντα τον εκ πίστεως Ιησού.»
«Τον οποίον ο Θεός προόρισε να είναι, δια μέσου της πίστεως, το όργανον εξιλασμού δια του αίματος του, και τούτο δια να φανή η δικαιοσύνη του Θεού, επειδή είχε παραβλέψει τας αμαρτίας του παρελθόντος, εις την περίοδον της ανοχής του, δια να φανή η δικαιοσύνη του εις τον παρόντα καιρόν, ώστε να είναι δίκαιος και συγχρόνως να δικαιώνη εκείνον που πιστεύει εις τον Ιησούν.»
Δεν είναι χωρίς λόγο που τα δύο αυτά εδάφια έχουν ονομασθεί «το μεδούλι της θεολογίας». Δεν υπάρχει ίσως σ” όλη την Βίβλο ένα χωρίο που να εκθέτει τόσο βαθειά την δικαιοσύνη του Θεού εν Χριστώ. Και ακόμα είναι τόσο σύντομο, που η δήλωση φαίνεται ότι έχει μόλις αρχίσει, όταν όλα έχουν λεχθεί. Μέσα σε τόσο λίγες γραμμές είναι συγκεντρωμένες οι πλέον βαθειές σκέψεις! Είναι, όπως είπε κάποιος, η συνόψιση της Θείας σοφίας.
Σύμφωνα μ” αυτό το χωρίο, είναι ο Ίδιος ο Θεός που θεωρείται σαν ο πρωτεργάτης, ο δημιουργός του όλου έργου της λύτρωσης. Η σωτηρία του κόσμου δεν αποσπάσθηκε λοιπόν απ” Αυτόν, καθώς παρουσιάζεται μερικές φορές, με την μεσολάβηση του Ιησού Χριστού. Η ίδια σκέψη εκφράζεται και αλλού, π.χ. στο Β” Κορ. Ε18: «Όλα δε προέρχονται απ” τον Θεόν, ο οποίος μας συμφιλίωσε με τον εαυτόν του δια του Ιησού Χριστού», και Ιωάννης Γ16: «Ούτω γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον, ώστε τον υιόν αυτού τον μονογενή έδωκε…» Τούτο το σημείο δεν πρέπει ποτέ να ξεχασθεί στην ιδέα που σχηματίζομε για την εξιλέωση.
«Ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι».
«Προέθετο» (Προτίθημι). Μπορεί να δηλώνει είτε, «εκθέτω», «παρουσιάζω δημόσια, στην θέα κάποιων», ή «το θέτω εμπρός μου, στα εσώτερα της σκέψης μου», «αποφασίζω», «σχεδιάζω προκαταβολικά μέσα μου» (από δω βγαίνει και η «πρόθεσις», το αιώνιο δηλαδή σχέδιο του Θεού, Η28, Εφ. Γ11). To κείμενο στην συνέχεια συνηγορεί υπέρ τούτης της δεύτερης ερμηνείας. Η θεμελιώδης ιδέα του χωρίου είναι η αντίθεση μεταξύ του χρόνου της ανοχής του Θεού, στο θέμα της αμαρτίας, και της αποφασιστικής στιγμής, όταν προχωρά να φέρει αμεσως εις πέρας το έργο για την παγκόσμια εξιλέωση. Είναι φυσιολογικό, σ” αυτή την σειρά σκέψεων, να τονίσωμε μ” έμφαση το γεγονός ότι ο Θεός είχε «προείδει» αυτή την τελική στιγμή, και είχε προμηθεύσει στον εαυτόν Του «προκαταβολικά» το θύμα, μέσω του οποίου θα επραγματοποιείτο η εξιλέωση. Πρόκειται λοιπόν εδώ για μια εσωτερική απόφαση του Θεού.
«Ιλαστήριον»: Είναι το μέσον που εξευμενίζει, που εξιλεώνει.
Εδώ θα πρέπει να διευκρινίσωμε ότι η αγάπη του Θεού που αποκαλύπτεται στο εξιλεωτικό έργο του Ιησού Χριστού προς χάριν των αμαρτωλών, είναι μια αγάπη συμπόνοιας, οίκτου, γιατί ο αμαρτωλός, πρώτα απ” όλα, είναι δυστυχισμένος. Αυτή η αγάπη είναι που οδήγησε τον Θεό να πραγματοποιήσει και το έργο της εξιλέωσης. Άπαξ όμως και η εξιλέωση επετεύχθη, μπορεί τώρα η αγάπη του Θεού να δείξει τον εαυτόν της στην νέα και υψηλότερη μορφή της «βαθειάς ένωσης», της αγάπης πατέρα προς γιό. Όπως είπε κάποιος, «Η Θεία αγάπη αποκαλύπτει τον εαυτόν της στο δώρο του Υιού, ώστε να είναι σε θέση μετά να ξεχυθεί στην καρδιά με το δώρο του Πνεύματος».
«Ον προέθετο ο Θεός ιλαστήριον δια της πίστεως»: «Ο Θεός προέθετο, προόρισε τον Ιησούν προκαταβολικά, σαν το μέσον εξιλέωσης δια πίστεως», που σημαίνει, ότι η αποτελεσματικότης αυτού του μέσου, είχε ορισθεί εξ αρχής απ” την Θεία απόφαση να εξαρτάται από την πίστη του ανθρώπου. Ο Θεός προαιωνίως καθόρισε στην σκέψη Του το μέσον της συγνώμης. Ταυτόχρονα όμως συνομολόγησε με τον εαυτόν Του ότι η προϋπόθεση πάνω στην οποίαν αυτό το μέσον θα μπορούσε να γίνη διαθέσιμο για κάθε άτομο, θα έπρεπε να είναι η πίστη αυτού του ατόμου, τίποτα παραπάνω, τίποτα παρακάτω. Τούτη η ιδέα είναι βασική. Η υποκειμενική προϋπόθεση της πίστης εισήλθε σαν αναπόσπαστο στοιχείο μέσα σ” αυτήν ακριβώς την απόφαση της αμνηστίας (μέσα στη «πρόθεση» του Θεού). Αυτό είναι που θα βρούμε στην συνέχεια εκπεφρασμένο στις λέξεις «ους προέγνω» (σαν δικούς Του δια πίστεως), Η29.
«Ιλαστήριον δια της πίστεως εν τω αυτού αίματι». Εδώ βλέπομε ότι η ιδέα της «εξιλέωσης» προσδιορίζεται από δύο παράλληλες και αλληλοσυμπληρωνόμενες φράσεις. Η πρώτη, «δια πίστεως», δείχνει την υποκειμενική προϋπόθεση για το κάθε άτομο. Η δεύτερη, «εν τω αίματι του», εκθέτει την ιστορική και αντικειμενική προϋπόθεση για την αποτελεσματικότητα του μέσου. Η εξιλέωση δεν λαμβάνει χώρα παρά δια πίστεως εκ μέρους του σωζομένου, και δια αίματος εκ μέρους του Σώζοντος.
Γιατί τώρα χρειάζεται το αίμα για την εξιλέωση:
Σύμφωνα με το Λευιτικό ΙΖ11, η βασική αρχή της ζωής είναι στο αίμα. Το αίμα που χύνεται, είναι η ζωή που εκπνέει. Στον εκ προθέσεως αμαρτωλό τώρα, αξίζει ο θάνατος. Έχοντας χρησιμοποιήσει το δώρο της ζωής να επαναστατήσει ενάντια σε Κείνον από όπου το έχει, (αυτό είναι η αμαρτία: Υπερηφάνεια, επανάσταση ενάντια στον Θεό), είναι ακριβώς αυτό το δώρο που θα πρέπει ν” αφαιρεθή απ” αυτόν. Εξ αυτού η απόφαση, «Κατά την ημέρα που θ” αμαρτήσεις, θα πεθάνεις».
Κάθε πράξη αμαρτίας θα έπρεπε έτσι, κατά την αυστηρή έννοια της δικαιοσύνης, να ακολουθιόταν από θάνατο, τον βίαιο και άμεσο θάνατο αυτού που την διέπραξε. Ο αμαρτωλός τώρα, είναι αληθές, δεν το καταλαβαίνει πλέον αυτό. Διότι η αμαρτία αποχαυνώνει την συνείδηση κατά τον ίδιο χρόνο που διαφθείρει την καρδιά και διαστρέφει την θέληση. Αυτός λοιπόν ο νόμος (ο θάνατος του αμαρτωλού), είναι που θα πρέπει να τεθή στο φως της ημέρας, να γίνει φανερός, πριν η συγνώμη χορηγηθεί, και για να μπορεί να χορηγηθεί. Διαφορετικά η κυριαρχική μεγαλειότης του Θεού από την μια μεριά, και ο εγκληματικός χαρακτήρας του αμαρτωλού απ” την άλλη, θα παρέμεναν καλυμμένα στην συνείδηση του συγχωρημένου αμαρτωλού. Και μια τέτοια συγνώμη, αντί να θέσει το θεμέλιο για την επανόρθωση του, θα ολοκλήρωνε την εξαχρείωση του, και θα είχε σαν επακόλουθο την αιώνια καταστροφή του. Ο αμαρτωλός που θα εσυγχωρείτο χωρίς να γνωρίσει τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης του Θεού, απ” τη μια μεριά, (που είναι αφαίρεση ζωής, χύσιμο αίματος), και τον εγκληματικό χαρακτήρας της πράξης του, απ” την άλλη, θα συνέχιζε τώρα ν” αμαρτάνει τελείως ασύστολα προς ολοκληρωτική καταστροφή του.
Έτσι δικαιολογούνται οι δύο προσδιορισμοί του μέσου της εξιλέωσης που αναφέρονται εδώ από τον Απόστολο, «Εν τω αίματι», και «Δια πίστεως», με άλλους όρους: α) Η κρίση του Θεού πάνω στην αμαρτία δια της εκχύσεως «αίματος», και β) Η αποδοχή και προσχώρηση του ενόχου σ” αυτή την κρίση «δια πίστεως». Τα λόγια του Αποστόλου μπορούν επομένως να παραφρασθούν ως εξής: «Ο Ιησούς Χριστός, τον οποίον ο Θεός προέθετο σαν το μέσον εξιλέωσης, με την προϋπόθεση της πίστης εκ μέρους του ανθρώπου, δια της εκχύσεως του αίματος Του».
Η σχέση που κοινά υιοθετείται μεταξύ της εξιλέωσης (της πράξης, δηλαδή, που καθιστά τον Θεό ευμενή απέναντι μας, που αλλάζει τις εχθρικές διαθέσεις Του προς εμάς), και του αίματος, είναι αυτή: Το αίμα του Μεσσία, που χύθηκε σαν ισοδύναμο για εκείνο των αμαρτωλών, είναι η αποζημίωση που προσεφέρθη στην δικαιοσύνη του Θεού, για να εξαγοράση την συγνώμη που χορηγήθηκε από την αγάπη Του. Αλλά θα πρέπει να παρατηρηθεί ότι αυτή η σχέση δεν αναφέρεται καθόλου απ” τον Απόστολο, και ότι ο όρος «ιλάσκεσθαι» δεν περιέχει αναγκαστικά την ιδέα μιας αποζημίωσης, που πληρώνεται στην μορφή ενός ισοδυνάμου ποσού. Η λέξη («εξιλέωση»), δηλώνει γενικά την πράξη, οποιαδήποτε και αν είναι, σε συνέπεια της οποίας ο Θεός, που έδειχνε την οργή Του, οδηγείται τώρα να δείξει την χάρη Του, και να συγχωρήσει. Τούτη η εξιλεωτική πράξη μπορεί να είναι, π.χ., το κλάμμα του μετανοημένου τελώνη, Λουκάς ΙΗ13,14, ή η θυσία μιας συντετριμμένης και μετανοημένης καρδιάς, Ψαλμός ΝΑ17. Στην υπερτάτη και τελική απολύτρωση που έχομε εν Χριστώ, ο τρόπος εξιλέωσης είναι πιο οδυνηρός και αποφασιστικός, ήδη ο Απόστολος μας έχει πει σε τι συνίσταται, στο χύσιμο του αίματος Του. Στη συνέχεια προχωρά, στις λέξεις που ακολουθούν, να εξηγήσει και σε μας το αντικείμενο της, σε τι αποσκοπούσε: «Εις ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού».
Ο όρος «ένδειξις» θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα. Εάν ο Απόστολος είχε υπ” όψιν του μια «πληρωμή», που προσφέρεται στην δικαιοσύνη, σαν «αποζημίωση» για τον θάνατο που οι αμαρτωλοί δικαιούνται αξίως, αυτός μάλλον θα έλεγε, «για την ικανοποίηση της δικαιοσύνης Του», και όχι «Εις ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού».
Εδώ ας αρχίσωμε καθορίζοντας την έννοια της βασικής έκφρασης, «η δικαιοσύνη του Θεού». Τούτη η έκφραση δείχνει μια Θεία ιδιότητα η οποία, επί μακρόν καλυμμένη, ετέθη στο φως της ημέρας, απεκαλύφθη δια του σταυρού.
Ποιά ιδιότητα είναι αυτή; Είναι η δικαιοσύνη, σαν τρόπος ενεργείας, δια του οποίου ο Θεός διαφυλάττει τα δικαιώματα κάθε όντος, και επομένως την τάξη μέσα σ” όλο το ηθικό σύμπαν, ευλογόντας αυτόν που σέβεται αυτή την τάξη, και επισκεπτόμενος με τιμωρία αυτόν που την διαταράσσει.
Η Αγία Γραφή μας λέγει ότι η ουσία του Θεού είναι η απόλυτη αγάπη του καλού, η αγιότης Του (Ησ. ΣΤ3: «Άγιος, άγιος, άγιος…»). Το καλό τώρα είναι η τάξη, η φυσιολογική σχέση ανάμεσα σ” όλα τα ελεύθερα όντα, απ” τον Ίδιο τον Θεό έως το τελευταίο απ” αυτά. Η ιδιότητα της δικαιοσύνης, ενυπάρχουσα αιωνίως στην αγιότητα Του, περνά σε ενεργητική κατάσταση με την εμφάνιση του ελευθέρου δημιουργήματος. Διότι στο γεγονός της ελευθερίας, εκεί περιεκλείεται η δυνατότητα της αταξίας. Και αυτή η δυνατότητα σύντομα έγινε πραγματικότητα. Τα ελεύθερα όντα αμάρτησαν, έφεραν την αταξία, την αδικία. Σ” αυτή τη περίπτωση, η απέχθεια του Θεού για το κακό, η αγιότητα Του, δείχνει τον εαυτόν της στην μορφή της δικαιοσύνης, που διατηρεί την τάξη και προστατεύει το δίκαιο.
Το να διατηρήσεις όμως την τάξη χωρίς να παραβλάψης την ελευθερία, δεν υπάρχει παρά ένα μέσον, και αυτό είναι η τιμωρία. Τιμωρία είναι η τάξη στην αταξία. Είναι η αποκάλυψη της αταξίας στην συνείδηση του αμαρτωλού μέσω των παθημάτων. Είναι επομένως, ή τουλάχιστον μπορεί να είναι, το σημείο αφετηρίας για την επαναποκατάσταση της τάξης, της φυσιολογικής σχέσης των ελευθέρων όντων. Έτσι εξηγείται η ιδέα της «δικαιοσύνης του Θεού», που τόσο συχνά διακηρύσσεται στην Γραφή (Ιωάννης ΙΖ25, Β” Θεσσ. Α5, Β” Τιμ. Δ8, Αποκ. ΙΣΤ5, ΙΘ2,11 κ.λ.π.) και ειδικά στο Ρωμαίους Β5 και συνέχεια, όπου βλέπομε την «δικαιοκρισία του Θεού» να απονέμει μεταξύ των ανθρώπων οργή και θυμό (εδ. 8,9), δόξα και ειρήνη (εδ. 7-10).
Πως όμως ήτο ο σταυρός η «αποκάλυψη της δικαιοσύνης του Θεού»; Κατά δύο τρόπους, τόσο στενά συνδεδεμένους, που αν κάποιος απ” αυτούς ξεχωριζόταν απ” τον άλλον, θα έχανε την αξία του.
α) Απ” το γεγονός ακριβώς των παθημάτων του Ιησού και του αιματηρού Του θανάτου. Ο Θεός εδώ αποκαλύπτεται σαν ένας, ενάντια στον οποίον κανένα δημιούργημα δεν μπορεί να επαναστατήσει, χωρίς να επισύρει επάνω του τον θάνατο. Εάν δεν ελυπήθηκε τον Ίδιο Του το Γιό στην υπόθεση της αμαρτίας, ποιός μπορεί να διανοηθεί ότι θα ξεφύγει απ” την δικαιοσύνη Του, απ” τον θάνατο, εάν επιμείνει στην αμαρτία. Ο σταυρός του Χριστού, να, λοιπόν, η αντικειμενική αποκάλυψη της δικαιοσύνης του Θεού.
β) Αυτή η αποκάλυψη, αυτή η επίδειξη της δικαιοσύνης του Θεού, οπωσδήποτε καταφανής, θα ήταν ελλειπής χωρίς την υποκειμενική, την ηθική αποκάλυψη που την συνοδεύει εκ μέρους του Παθόντος. Ο κάθε αμαρτωλός θα μπορούσε να κληθεί να πεθάνει επάνω σ” έναν σταυρό. Ο Θεός έχει την δύναμη να το κάνει. Αλλά κανένας αμαρτωλός δεν ήτο σε θέση να υποστεί αυτή την τιμωρία όπως την υπέστη ο Ιησούς, αποδεχόμενος δηλαδή αυτή σαν κάτι που Του άξιζε. Αυτό ήτο κάτι που Αυτός μόνον θα μπορούσε να κάνει δυνάμει της αγιότητας Του («Πατέρα δίκαιε, ο κόσμος δεν σ” εγνώρισε, αλλ” εγώ σε γνώρισα» Ιω. ΙΖ25. Γνώριζε τι θέση του Θεού απέναντι στην αμαρτία, και τι ακριβώς ήταν η αμαρτία).
Η ήρεμη και σιωπηλή υποταγή με την οποίαν οδήγησε τον εαυτόν Του στην σφαγή, απεκάλυψε την αντίληψη την οποίαν Αυτός ο Ίδιος εσχημάτισε για την μεγαλειότητα του Θεού, και την κρίση που Αυτός έκανε πάνω στην αμαρτία του κόσμου. Από τον σταυρό Του, εκεί υψώθηκε η πλέον τέλεια υποταγή που προσεφέρθη ποτέ στην δικαιοσύνη του Θεού. Σ” αυτόν λοιπόν τον θάνατο η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους εκρίθηκε διπλά, όπως και η δικαιοσύνη του Θεού αποκαλύφθηκε διπλά – απ” το εξωτερικό γεγονός αυτής της οδυνηρής και ατιμωτικής ποινής, και από την εσωτερική πράξη στην συνείδηση του Χριστού, η οποία επεκύρωσε τούτη την ποινή της αμαρτίας στο πρόσωπο Του, σαν κάτι που άξιζε απόλυτα στους ανθρώπους. Ήταν ο μόνος από το γένος μας, που έκρινε και καταδίκασε την αμαρτία, όπως ακριβώς την κρίνει και την καταδικάζει ο Θεός.
Αλλά τώρα, θα τεθεί η ερώτηση, γιατί χρειάσθηκε να «επιδειχθεί η δικαιοσύνη του Θεού»; «Δια την πάρεσιν των προγεγονότων αμαρτημάτων», λέγει ο Παύλος.
Για τέσσερες χιλάδες χρόνια το θέαμα που παρουσιαζόταν απ” το ανθρώπινο γένος στο όλον ηθικό σύμπαν ήτο, να το πούμε έτσι, ένα συνεχές σκάνδαλο. Με εξαίρεση μερικά μεγάλα παραδείγματα κρίσεων, η Θεία δικαιοσύνη φαινόταν ν” αδρανεί. Κάποιος θα μπορούσε ν” αναρωτηθεί αν πράγματι υπήρχε. Οι άνθρωποι εδώ κάτω αμάρταναν, και όμως ζούσαν. Συνέχιζαν ν” αμαρτάνουν, και όμως έφθαναν με ασφάλεια σε βαθειά γηρατειά… Για ποιόν μισθό της αμαρτίας να μιλάμε τότε; Ήτο ακριβώς αυτή η σχετική ατιμωρησία που καθιστούσε αναγκαία μια επίσημη αποκάλυψη της δικαιοσύνης του Θεού.
Το «πάρεσις» είναι από το «παρίεναι», «παραβλέπω». Είναι σχεδόν η ίδια ιδέα με εκείνη που εκφράζεται απ” την λέξη «υπεριδών» («κλείνω τα μάτια σε κάτι») στο Πράξεις ΙΖ30.
Άρα τούτο το χωρίο σημαίνει: «Ο Θεός έκρινε αναγκαίο, λόγω της ατιμωρησίας που τόσο καιρό απολάμβαναν οι μυριάδες των αμαρτωλών, που διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον πάνω στην γη, ν” αποκαλύψη τελικά την δικαιοσύνη Του με μια εντυπωσιακή πράξη. Και το έκανε τιμωρόντας τον Ιησού με την τιμωρία την οποία άξιζε να υποστεί ο κάθε ένας από εκείνους τους αμαρτωλούς.»
Παράλληλα εδάφια σε τούτο που μελετάμε είναι τα Πράξεις ΙΖ30,31: «Τους χρόνους εκείνους της αγνοίας παρέβλεψε ο Θεός και τώρα παραγγέλει σε όλους τους ανθρώπους παντού να μετανοήσουν, διότι ώρισε ημέραν, κατά την οποίαν μέλλει να κρίνη την οικουμένην με δικαιοσύνην δι” ανδρός, τον οποίον ώρισε.»
Και οι θυσίες που ορίσθηκαν στον Ισραήλ απ” τον Θεό ήταν ήδη μια υποταγή που απεδίδετο στην δικαιοσύνη Του. Αλλ” αυτή η υποταγή δεν ήταν επαρκής, διότι έλειπε σ” αυτές εκείνο που δίνει αξία στην θυσία του Χριστού. Το θύμα εδώ υφίστατο θάνατο, αλλά δεν τον αποδεχόταν. Ήταν παρά τη θέληση του, αντιδρούσε μάλιστα. Αυτός είναι και ο λόγος που ο θάνατος του Μεσσία έκλεισε αναγκαστικά την μακρυά σειρά των Λευιτικών θυσιών, γιατί τώρα η δικαιοσύνη του Θεού απεκαλύφθη πλήρως.
Ίσως εδώ κάποιος ερωτήσει, γιατί ο Παύλος αναφέρει σαν αιτία γι” αυτή την θυσία μόνον τις παρελθούσες, και όχι τις μελλοντικές αμαρτίες του ανθρωπίνου γένους; Ο θάνατος του Ιησού δεν εφαρμόζεται εξ ίσου και σ” αυτές τις τελευταίες; Η απάντηση είναι απλή, θεωρόντας τα πράγματα απ” την πλευρά του Αποστόλου: Η δικαιοσύνη του Θεού, άπαξ και απεκαλύφθη στην θυσία του σταυρού, τούτη η αποκάλυψη της παραμένει. Οτιδήποτε και αν συμβεί, τίποτα δεν μπορεί τώρα πλέον να την εξαλείψει απ” την ιστορία του κόσμου, ούτε απ” την συνείδηση του ανθρωπίνου γένους. Από δω και εις το εξής καμμία ψευδαίσθηση δεν είναι δυνατή. Όλες οι αμαρτίες θα πρέπει ή να συγχωρηθούν ή να κριθούν.
Η επίδειξη της δικαιοσύνης του Θεού που δόθηκε στον κόσμο απ” τον σταυρό του Χριστού στο τέλος της μακράς οικονομίας της «ανεχομένης αμαρτίας», θεμελίωσε μια νέα εποχή, και με την δυνατότητα της συγνώμης που τώρα υπάρχει, εγκαθίδρυσε την αρχή της ριζικής ανανέωσης της ανθρωπότητας.
Εδάφιον 26
«Εν τη ανοχή του Θεού, προς ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού εν τω νυν καιρώ, εις το είναι αυτόν δίκαιον και δικαιούντα τον εκ πίστεως Ιησού.»
«Εις την περίοδον της ανοχής του, δια να φανή η δικαιοσύνη του εις τον παρόντα καιρόν, ώστε να είναι δίκαιος και συγχρόνως να δικαιώνει εκείνον που πιστεύει εις τον Ιησούν».
Οι λέξεις, «εν τω νυν καιρώ», εκφράζουν μια απ” τις σοβαρότερες σκέψεις του εδαφίου. Αποκαλύπτουν την σοβαρότητα της παρούσης εποχής, μετά απ” αυτή την μοναδική αποκάλυψη της δικαιοσύνης του Θεού, που την είχε προαποφασίσει, και κατά μίαν έννοια, την ανέμενε ο Ίδιος ο Θεός για τόσο καιρό. Αν δεν υπήρχε αυτή η πρόβλεψη, η μακρά ανεκτικότης αυτών των σαράντα προηγουμένων αιώνων θα ήταν ηθικά αδύνατη, σύγκρινε το Πράξεις ΙΖ30 αναφορικά με τα Έθνη («Τους χρόνους εκείνους της αγνοίας παρέβλεψε ο Θεός και τώρα παραγγέλει σε όλους τους ανθρώπους παντού να μετανοήσουν»), και το Εβραίους Θ26 («Αλλά τώρα άπαξ εις το τέλος των αιώνων εφανερώθηκε δια να καταργήση την αμαρτία με την θυσία του εαυτού του») αναφορικά με τον Ισραήλ.
Και ποιός ήταν ο σκοπός ο οποίος απαιτούσε τούτη την επίδειξη της δικαιοσύνης αυτόν τον καιρό; Ο Απόστολος απαντά: «Εις το είναι αυτόν δίκαιον και δικαιούντα», δηλαδή, «παραμένοντας δίκαιος, ο Θεός να μπορεί να δικαιώνει». Ήταν ένα μεγάλο πρόβλημα, ένα πρόβλημα που μόνον η Θεία σοφία θα μπορούσε να το λύσει. Και τούτο το πρόβλημα το εδημιούργησε στον Θεό η αμαρτία του ανθρώπου. Συγκεκριμένα, το πρόβλημα ήταν: Πως θα μπορούσε ο Θεός να παραμένει δίκαιος, ενώ δικαιώνει (διακηρύσσει δίκαιον) τον άνθρωπο που έχει γίνει άδικος. Να διακηρύξεις δίκαιο έναν άδικο, δεν μπορείς να το κάνεις, παρά μόνον μεροληπτόντας, αδικόντας. Πρόβλημα άλυτο από την ανθρώπινη σοφία.
Τούτο το πρόβλημα δεν σταμάτησε τον Θεό από του να προχωρήσει στα σχέδια Του. Είχε επιλύσει τούτη την δυσκολία προκαταβολικά, στην αιωνία Του πρόθεση, πριν δημιουργήσει τον άνθρωπο ελεύθερο. Διαφορετικά τούτη η Δημιουργία θα χαρακτηριζόταν σαν ασύνετη, άσοφη. Ο Θεός είχε στην διάθεση Του, εν Χριστώ («προέθετο», εδάφιο 25, σύγκρινε και Εφεσίους Α3,4), τα μέσα του να είναι ταυτόχρονα «δίκαιος» και «δικαιώνων», δηλαδή να δικαιώνει χωρίς να γίνεται άδικος.
«Εις ένδειξιν της δικαιοσύνης αυτού… εις το είναι αυτόν δίκαιον…». Ένας κριτής που μισεί το κακό, αλλά δεν το κρίνει, δεν είναι δίκαιος. Εάν η δικαιοσύνη του Θεού δεν απεκαλύπτετο, δεν θα υπήρχε. Μη κτυπόντας αμέσως με τον κεραυνό της κρίσης Του τους αμαρτωλούς που είχαν ζήσει στην περίοδο της ανοχής, ο Θεός δεν είχε δείξει τον εαυτόν Του δίκαιο. Εάν συνέχιζε να ενεργεί έτσι επ” άπειρον, το ανθρώπινο γένος και όλο το ηθικό σύμπαν θα είχε βάσιμη αιτία να συμπεράνει ότι Αυτός δεν ήταν δίκαιος.
Είναι φανερό ότι οι λέξεις, «εις το είναι αυτόν δίκαιον», δεν εκφράζουν, αν μιλήσωμε αυστηρά, μια καινούργια ιδέα. Επαναλαμβάνουν, σε μια διαφορετική μορφή, την αιτία δια την επίδειξη της δικαιοσύνης, που ήδη δόθηκε στο εδάφιο 25 στις λέξεις, «λόγω της ανοχής προς τις αμαρτίες που είχαν γίνει πριν». Εάν αυτή η ανοχή που έδειξε ο Θεός δεν είχε τελικά καταλήξει σε μια αποκάλυψη της δικαιοσύνης, η ίδια η δικαιοσύνη θα είχε εκμηδενισθεί, όπως προαναφέραμε.
Η σκέψη είναι όμως υψίστης σπουδαιότητας εδώ, στο τέλος αυτής της ανάπτυξης. Οι άνθρωποι δεν πρέπει να φαντασθούν, καθώς μπορεί εύκολα να το κάνουν, ειδικά έχοντας εμπρός τους την συγνώμη, ότι η δικαιοσύνη του Θεού κάπου χάνεται μέσα στην χάρη Του, καθώς τούτη προσφέρει το δώρο της δικαίωσης. Υπάρχει σταθερά και αμετακίνητα στην θέληση του Θεού να διατηρήση το δίκαιο και την τάξη στο σύμπαν, δηλαδή την δικαιοσύνη Του, πράγμα που σημαίνει ότι, όσο σίγουρα δικαιώνει αυτούς που πιστεύουν, άλλο τόσο σίγουρα θα κρίνει τους αμετανοήτους.
Εάν ο Θεός δεν έδειχνε τον εαυτόν Του δίκαιο, κατά την στιγμή που δικαιώνει τον άδικο, μέσα σε μια τέτια συγνώμη θα υπήρχε ό,τι θα βύθιζε τους αμαρτωλούς στην πλέον επικίνδυνη ψευδαίσθηση. Τούτοι οι τελευταίοι δεν θα μπορούσαν ποτέ να σκεφτούν ότι κάποτε θα έδιναν λογαριασμό. Και η κρίση θα έπεφτε επάνω τους σαν μια τρομερή έκπληξη. Αυτό είναι κάτι που ο Θεός δεν θα μπορούσε ποτέ να το είχε επιθυμήσει, και αυτός είναι ο λόγος που έχει ασκήσει το Θείο προνόμιο της συγνώμης, μόνο μέσω μιας καταφανούς και επίσημης αποκάλυψης της δικαιοσύνης Του. Εάν δεν το είχε κάνει αυτό, αν δεν είχε κάνει τούτη την τόσο φανερή αποκάλυψη, θα ήταν σαν να είχε παραιτηθεί απ” την δικαιοσύνη Του.
Έχοντας τώρα εξασφαλίσει την δικαιοσύνη Του, είναι σε θέση πλέον να δικαιώσει τον άδικο, διότι έχει εν Χριστώ πλέον το μέσον να τον δικαιώσει δίκαια. Ο σταυρός του Χριστού είναι που επαναποκαθιστά την τάξη τοποθετόντας τον καθέναν στην θέση του, τον άγιο Θεό στον θρόνο Του, τον αποστάτη άνθρωπο στο χώμα. Όσο εμείς δεν συμμετέχομε σ” αυτή την υποταγή που απεδόθη στην δικαιοσύνη Του, και η οποία επανορθώνει για το παρελθόν, τούτη δεν ισχύει για μας. Όταν όμως προχωρήσωμε σ” αυτή δια πίστεως Ιησού, ισχύει και για μας, και ο Θεός μπορεί δίκαια να μας συγχωρήσει (αθωώσει). Είναι αυτό ακριβώς που εκφράζεται απ” τις τελευταίες λέξεις του εδαφίου, «δικαιούντα τον εκ πίστεως Ιησού». Δεχόμενος αυτή την αποκάλυψη της Θείας δικαιοσύνης που επετελέσθη εν Ιησού, ο πιστός την κάνει ηθικά δική του. Αποδίδει προσωπική υποταγή στο δικαίωμα που ο Θεός έχει επάνω του. Βλέπει στο πρόσωπο του τον κακούργο που του άξιζε ο θάνατος, και που θα έπρεπε να είχε αποδεχθεί και υποστεί ό,τι ο Ιησούς απεδέχθη και υπέστη. Αναφωνεί σαν εκείνο τον Αφρικανό στην απλή πρωτόγονη γλώσσα του: «Χριστέ, φύγε από κει. Αυτή είναι δική μου θέση.» Η αμαρτία κρίνεται έτσι στην συνείδηση του, όπως εκρίθη στην συνείδηση του Ιησού, όταν ανέβαινε αγόγγυστα στον σταυρό, δηλαδή όπως την κρίνει η αγιότητα του Ιδίου του Θεού, και όπως αυτό ποτέ δεν θα μπορούσε να γίνει από την πάντοτε ατελή μετάνοια ενός αμαρτωλού.
Οικειοποιούμενος για τον εαυτόν του την υποταγή που απεδόθη στην μεγαλειότητα του Θεού από τον εσταυρωμένον, ο πιστός πράγματι σταυρώνεται ο ίδιος στα μάτια του Θεού. Η ηθική τάξη επαναποκαθίσταται, και η κρίση επάνω του μπορεί να πάρει τέλος με μια άφεση αμαρτιών.
Όσον αφορά τώρα τον αμετανόητο αμαρτωλό, που αρνείται στην Θεία μεγαλειότητα την υποταγή που περιέχεται στην πράξη της πίστης στο έργο του Χριστού πάνω στον σταυρό, η αποκάλυψη της δικαιοσύνης του Θεού, που δόθηκε πάνω στον σταυρό, παραμένει σαν η εγγύηση, σαν η απόδειξη, ότι αυτός σίγουρα θα συναντηθεί με τούτη την Θεία ιδιότητα τότε στην κρίση.
«Εκ πίστεως Ιησού»: Ο άνθρωπος σταματά να σύρει την δικαιοσύνη του απ” τον εαυτόν του, και την αποκομίζει ολοκληρωτικά απ” τον Ιησού.
Το εδάφιο 26 κλείνει με το λέξη «Ιησούς». Είναι το όνομα αυτής της ιστορικής προσωπικότητας, στου οποίου την ανείπωτη αγάπη οφείλει το ανθρώπινο γένος τούτη την αιώνια ευλογία.
Η Εξιλέωση
Πάνω στο θέμα της εξιλέωσης υπάρχει πλατειά διαδεδομένη η άποψη ότι ο Θεός ζήτησε την τιμωρία του Χριστού σαν ικανοποίηση στον εαυτόν Του, για να έχει η δικαιοσύνη Του ένα ποσοτικά ισοδύναμο για την τιμωρία που άξιζε στους ανθρώπους. Έχοντας ικανοποιηθεί η δικαιοσύνη Του απ” αυτό το ισοδύναμο, θα επιτρεπόταν τώρα στην Θεία αγάπη να συγχωρήσει.
Αν τα δούμε όμως τα πράγματα έτσι όπως τα εκθέτει εδώ ο Απόστολος, αυτό το ισοδύναμο δεν είχε σαν σκοπό να «ικανοποιήσει» την Θεία δικαιοσύνη, εκτός παρά αποκαλύπτοντας την, και επαναποκαθιστόντας την φυσιολογική σχέση μεταξύ του Θεού και του ενόχου δημιουργήματος. Δια της αμαρτίας ο Θεός έχασε την υπερτάτη θέση στην συνείδηση του δημιουργήματος. Μ” αυτή την επίδειξη της δικαιοσύνης την επαναποκτά. Σε συνέπεια της αμαρτίας το δημιούργημα δεν κατανοεί πλέον και δεν αισθάνεται την βαρύτητα της αποστασίας του. Με αυτή την αποκάλυψη ο Θεός του την κάνει γνωστή, χειροπιαστή. Άρα η θυσία της επανόρθωσης δεν είναι αναγκαστικά το ισοδύναμο της τιμωρίας που επισύρει επάνω του το πλήθος των αμαρτωλών, δεν είναι το «ποσόν» των οφειλομένων παθημάτων.
Απ” το άλλο μέρος, η θυσία της εξιλέωσης δεν είναι μόνο μια αποκάλυψη της αποστασίας του αμαρτωλού στην συνείδηση του. Είναι βασικά και μια επανόρθωση που προσφέρεται στον Ίδιο τον Θεό. Η αγιότης του Θεού θα διαμαρτυρόταν ενάντια κάθε συγνώμης που δεν θα ικανοποιούσε την διπλή προϋπόθεση, του δοξασμού της μεγαλειότητας Του που προσεβλήθη, και της επίδειξης της καταδίκης της αμαρτίας. Και αυτός ο διπλός στόχος επιτυγχάνεται μόνον με την εξιλεωτική θυσία.
Η αναγκαιότητα αυτής της θυσίας προκύπτει απ” την αγιότητα του Θεού, μέσα στην οποία ενυπάρχει η αγάπη και η δικαιοσύνη Του. Δεν προκύπτει μόνον απ” την δικαιοσύνη Του. Θα πρέπει να σημειώσωμε ότι πουθενά ο Απόστολος δεν εκφράζει την ιδέα μιας διαμάχης μεταξύ της δικαιοσύνης και της αγάπης Του, έτσι που να είναι αυτός ο λόγος που απαιτήθηκε η εξιλέωση. Εκείνο που σώζει είναι η χάρη, και σώζει αφού πρώτα επιδειχθεί η δικαιοσύνη, η οποία, στην πράξη της εξιλέωσης, επαναποκαθιστά τον Θεό στην θέση Του, και τον άνθρωπο στην δική του. Τέτοια είναι η προϋπόθεση πάνω στην οποίαν η Θεία αγάπη μπορεί να συγχωρήσει, χωρίς αυτό να οδηγήσει στην τελική εξαχρείωση της συνείδησης του αμαρτωλού, και την αιώνια παγίωση της αμαρτίας του. Πριν συγχωρηθεί ο αμαρτωλός, θα πρέπει να γίνει γνωστή, φανερή, η δικαιοσύνη του Θεού.
Ερευνόντας το θέμα της εξιλέωσης, θα πρέπει να σημειώσωμε ότι εδώ δεν έχομε να κάνωμε τόσο πολύ με τον Θεό στην ουσία Του, όσο με τον Θεό στην σχέση Του με τον ελεύθερο άνθρωπο. Και τούτος ο τελευταίος δεν είναι άγιος για ν” αρχίσεις από εκεί μαζί του. Η χρήση της ελευθερίας του δεν ρυθμίζεται ακόμα απ” την αγάπη. Η ιδιότητα της δικαιοσύνης του Θείου χαρακτήρα, η σταθερή δηλαδή απόφαση του Θεού να διατηρήση την τάξη, μια ιδιότητα που είναι στοιχείο της Θείας αγιότητας, θα πρέπει αναγκαστικά να εμφανισθεί σαν ένας αναγκαίος φρουρός, ευθύς ως η ελευθερία του δημιουργήματος έρχεται στο προσκήνιο, και μ” αυτή η δυνατότητα της αταξίας. Και αυτή η ιδιότητα θα πρέπει να παραμείνει σε ενεργό κατάσταση, όσο διαρκεί η εκπαιδευτική περίοδος της ζωής του δημιουργήματος, δηλαδή έως ότου αυτό φθάσει στην τελειότητα, στην αγάπη. Τότε όλα εκείνα, δίκαιο, νόμος, δικαιοσύνη θα επιστρέψουν στην λανθάνουσα κατάσταση τους. Έως τότε όμως, ο Θεός, σαν φρουρός των ομαλών σχέσεων μεταξύ των ελευθέρων όντων, πρέπει να τηρήση την τάξη δια νόμου, και να ελέγξη δια ποινής κάθε ον, που έχει στραφεί να ποδοπατήσει την εξουσία Του, ή την ελευθερία των ομοίων του.
Το έργο της δικαιοσύνης ανήκει αναγκαστικά στο εκπαιδευτικό και επανορθωτικό έργο του Θεού, χωρίς το οποίο ο κόσμος των ελευθέρων όντων, σύντομα θα κατέληγε στο χάος, και η καλωσύνη, ο στόχος της δημιουργίας, θα εκτοπιζόταν για πάντα. Η θέση του Θεού θ” ανατρεπόταν, και τα δημιουργήματα θα αλληλοκαταστρεφόταν.
Συνήθως θεωρούν την αγάπη σαν την θεμελιώδη ιδιότητα του Θείου χαρακτήρα. Αλλά έτσι είναι δύσκολο να φθάσωμε στην ιδιότητα Του της δικαιοσύνης. Αν διαβάσωμε στον Ησαϊα ΣΤ, το όντα που είναι πιο κοντά στην παρουσία Του, όταν δοξολογούν την τελειότητα Του, κράζουν το ένα προς το άλλο, «Άγιος, Άγιος, Άγιος», και όχι π.χ. «Αγαθός, Αγαθός, Αγαθός», ή «Αγαπών, Αγαπών, Αγαπών». Αγότητα, τέτοια είναι η ουσία του Θεού. Και αγιότητα είναι η απόλυτη αγάπη για το καλό, και η απόλυτη απέχθεια για το κακό. Και από δω δεν είναι δύσκολο να συμπεράνωμε και τα δύο, την αγάπη και την δικαιοσύνη. Αγάπη είναι η αγαθή προαίρεση, η καλωσύνη του Θεού προς όλα τα ελεύθερα όντα, που προορίζονται να πραγματοποιήσουν το καλό. Η δικαιοσύνη απ” το άλλο μέρος είναι η σταθερή πρόθεση του Θεού να διατηρήση την ομαλή σχέση μεταξύ όλων αυτών των όντων, δια των ευλογιών και τιμωριών Του.
Είναι φανερό ότι η δικαιοσύνη περιλαμβάνεται, όχι λιγώτερο απ” την αγάπη, στο θεμελιώδες χαρακτηριστικό του Θείου χαρακτήρα, την αγιότητα. Και δεν είναι υποτιμητικό για τον Θεό να μιλάμε για δικαιοσύνη Του και δικαιώματα Του. Η άσκηση ενός δικαιώματος είναι ντροπή μόνον όταν το ον που το ασκεί το κάνει για να υπηρετήσει τις απαιτήσεις του εγωισμού του. Αντιθέτως, είναι δόξα σε έναν ο οποίος, σαν τον Θεό, γνωρίζει ότι, κρατόντας την θέση του, τα δικαιώματα του, εξασφαλίζει το καλό για όλους τους άλλους. Ο Θεός, διατηρόντας την υπερτάτη Του θέση, διαφυλάττει για τα δημιουργήματα Του τον πλέον πολύτιμο θησαυρό τους, έναν Θεό άξιο του σεβασμού και της αγάπης τους, εγγυητή της τάξης και της ασφάλειας στο Σύμπαν.
Η Συμφωνία αυτού του Τρόπου Δικαίωσης (δια Πίστεως), με την Αληθινή Έννοια του Νόμου. Εδάφια Γ27-31.
Ο Απόστολος έχει ισχυρισθεί, εδάφιο 21, ότι ο νόμος και οι προφήτες δίνουν μαρτυρία για τον τρόπο δικαίωσης που αποκαλύπτεται στο Ευαγγέλιο. Αυτό το εκθέτει, πρώτα γενικά, απ” το πνεύμα του νόμου, μετά ειδικά, απ” το παράδειγμα του Αβραάμ, στο Γ27-31, και στο κεφάλαιον Δ. Όπως το θέμα του προηγουμένου τμήματος ανεφέρθη στα λόγια των εδαφίων 21 και 22: «Δικαιοσύνη Θεού πεφανέρωται…χωρίς νόμου…δια πίστεως Ιησού Χριστού», έτσι και εκείνο της ανάπτυξης που ακολουθεί ευρίσκεται στα λόγια πάλιν του εδαφίου 21: «Μαρτυρουμένη υπό του νόμου και των προφητών».
Το κομμάτι που θα μελετήσωμε αποδεικνύει την συμφωνία της δικαίωσης δια πίστεως με την Παλαιά Διαθήκη, α) Απ” το ότι και ο Νόμος και το Ευαγγέλιο εξαιρούν εξ ίσου την δικαίωση δια των έργων, εδάφια 27,28, και β) Απ” το ότι μόνον η δικαίωση δια πίστεως εναρμονίζεται με τον Μονοθεϊσμό που είναι η δογματική βάση της όλης Παλαιάς Διαθήκης, εδάφια 29-31.
Εδάφια 27,28
«Που ουν η καύχησις; Εξεκλείσθη. Δια ποίου νόμου; Των έργων; Ουχί, αλλά δια νόμου πίστεως. Λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου.»
«Που είναι λοιπόν η καύχησις; Απεκλείσθη. Με ποιόν νόμον; Τον νόμον των έργων; Όχι, αλλά με τον νόμον που απαιτεί πίστιν. Πιστεύωμεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται με την πίστιν χωρίς τα έργα του νόμου.»
«Ουν» (λοιπόν): Σε συνέπεια του μεγάλου γεγονότος που έχει αναπτυχθεί (εξιλέωση δια του σταυρικού θανάτου του Ιησού), και του μέσου δικαίωσης που αυτό συνεπάγεται («εκ πίστεως Ιησού») (εδάφια 23-26).
«Καύχησις». Είναι η καύχηση, η αξίωση των Ιουδαίων να δικαιώσουν τους εαυτούς τους με τα δικά τους έργα, αντί ν” αποκομίσουν την δικαιοσύνη τους από το έργο του Χριστού. Αυτή η αξίωση έχει εξαιρεθεί για πάντα από το έργο της απολύτρωσης που περιγράφεται στα εδάφια 24-26. Και για τον άνθρωπο δεν απομένει τίποτα άλλο να κάνει, από του να πάρει την δικαίωση του δια πίστεως.
Τούτη η ερώτηση έχει κάτι το θριαμβευτικό μέσα της. Σύγκρινε κάτι παρόμοιο στο Α” Κορινθίους Α20. Ο Απόστολος μεταχειρίζεται εδώ την αυτοδικαίωση των Ιουδαίων όπως εκεί είχε μεταχειριστεί την σοφία των Ελλήνων. Την ζητά να την βρεί, και εμπρός στον σταυρό αυτή μηδενίζεται.
Τι άραγε οδήγησε τον Παύλο να θέσει μια τέτοια ερώτηση εδώ; Η πρόθεση του σ” αυτά τα λίγα εδάφια είναι, όπως είπαμε, να δείξει την βαθειά αρμονία μεταξύ του Νόμου και του Ευαγγελίου.
Μελετόντας το σύστημα του Νόμου, στα εδάφια 9-20, ο Παύλος είχε δείξει ότι ο Νόμος, το μόνο που μπορεί να κάνει στον άνθρωπο είναι να του δείξει την αμαρτία του, και όχι να του δώσει τη δύναμη να την αποφύγει, τη δύναμη να κάνει το καλό. Άρα στο καθεστώς του Νόμου «φράσσεται κάθε στόμα» που μπορεί να καυχηθεί ότι έκανε τα έργα του Νόμου, εξαιρείται κάθε καύχηση του ανθρώπου ενώπιον του Θεού.
Κάθε καύχηση εξαιρεί και η δικαίωση δια πίστεως, διότι τούτη βασίζεται μόνο στο εξιλεωτικό έργο του Χριστού, κάτι έξω απ” τον άνθρωπο. Άρα Νόμος και δικαίωση δια πίστεως είναι σε πλήρη συμφωνία, μια και τα δύο εξαιρούν ακριβώς την καύχηση του ανθρώπου.
Αντιθέτως, Νόμος και Δικαίωση με τα έργα δεν είναι σε συμφωνία, γιατί, όπως είπαμε προηγουμένως, ο μεν Νόμος εξαιρεί την καύχηση, ενώ η Δικαίωση με τα έργα δίνει βάση για καύχηση.
Είναι αυτά ακριβώς που ο Παύλος εκθέτει με τις ερωτήσεις που αναφέρει εδώ. «Που ουν η καύχησις; Εξεκλείσθη. Δια ποίου νόμου; Των έργων; Ουχί, αλλά δια νόμου πίστεως. Λογιζόμεθα ουν πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον χωρίς έργων νόμου.»
«Που είναι λοιπόν η καύχησις; Απεκλείσθη. Με ποιόν νόμον; Τον νόμον των έργων; Όχι, αλλά με τον νόμον που απαιτεί πίστιν. Πιστεύωμεν λοιπόν ότι ο άνθρωπος δικαιώνεται με την πίστιν χωρίς τα έργα του νόμου.»
Σ” αυτές τις ερωτήσεις ο όρος «νόμος» παίρνεται κατά μίαν γενική έννοια. Τούτη η λέξη χρησιμοποιείται συχνά από τον Παύλο να δηλώσει έναν τρόπο ενεργείας που υποχρεώνεται ν” ακολουθήσει ένα άτομο, έναν κανόνα στον οποίον αυτό υπόκειται, μια αρχή που καθορίζει την συμπεριφορά του. Γενικά η λέξη «νόμος» στην Γραφή δηλώνει μια φόρμουλα, έναν κανόνα που υπηρετεί να ρυθμίσει τις σχέσεις μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου.
Εκείνη λοιπόν η δόξα, η καύχηση, που ο άνθρωπος αποκομίζει απ” την αυτοδικαίωση του, και την οποίαν ο νόμος είχε ήδη αποκλείσει (εδάφια 9-20), έχει τελικά εξαιρεθεί. Έτσι ο νόμος, αποκλείοντας την καύχηση του ανθρώπου, αντικρούει τον κανόνα των έργων που την τροφοδοτεί. Και σ” αυτό είναι σε απόλυτη συμφωνία με τον κανόνα της πίστης, που και αυτός την εξαιρεί τελείως.
Η σχέση τώρα μεταξύ του εδαφίου 28 και του 27 βρίσκεται στην αντίθεση μεταξύ των δύο ιδεών, «καύχησις» και «πίστει δικαιούσθαι»: Εξαιρούμε την καύχηση αναλογικά καθώς βεβαιώνουμε την δικαίωση δια πίστεως.
«Λογιζόμεθα ουν». Το σωστό είναι «λογιζόμεθα γαρ»: «Διότι θεωρούμε», «Υποστηρίζουμε ότι..»
«Πίστει δικαιούσθαι άνθρωπον». «Άνθρωπον»: Οτιδήποτε φέρει το όνομα άνθρωπος, είτε Ιουδαίος είναι αυτός, είτε Εθνικός. Η δικαίωση του είναι μόνον δια πίστεως, και δεν μπορεί να προέρχεται από πουθενά αλλού. Και αν είναι έτσι, τελικά εξαιρείται κάθε καύχηση.
Ο Απόστολος εδώ προσθέτει, «χωρίς έργων νόμου», δηλαδή, χωρίς συμμετοχή σε κανένα από εκείνα τα έργα που είναι ειργασμένα κάτω από το δουλικό και συμφεροντολογικό πνεύμα το οποίον επικρατεί στον κανόνα του νόμου (ιδέ πάνω στο εδάφιο 20).
Να διευκρινίσωμε ότι το θέμα που αναπτύσσεται εδώ δεν είναι ούτε η τελική σωτηρία, ούτε τα έργα σαν καρποί της πίστης («καλά έργα», Εφ. Β10, Τίτο Γ8). Διότι αυτά θα είναι αναγκαία την ημέρα της κρίσης (ιδέ πάνω στο Β13).
Εάν ήταν διαφορετικά, εάν τα έργα του νόμου δεν είχαν εξαιρεθεί απ” την μεγαλειώδη πράξη της εξιλέωσης, που περιγράφεται στα εδάφια 24-26, και απ” τον νόμο της πίστης που περιέχεται σ” αυτή, θα ευρίσκετο ότι ο Θεός προνόησε για την σωτηρία ενός μόνον μέρους του ανθρωπίνου γένους, για τους Ιουδαίους που είχαν τον νόμο, και ξέχασε το υπόλοιπο. Το εν, η μοναδικότης του Θεού, δεν συμβιβάζεται μ” αυτήν την διαφορά στον τρόπο ενεργείας. Ο Θεός είναι ένας και για τους Ιουδαίους και για τους Εθνικούς. Το δόγμα τώρα της μοναδικότητας του Θεού είναι η βάση του Νόμου, και του όλου Ιουδαϊσμού. Άρα και αυτό το σημείο αποδεικνύει την συμφωνία του νόμου με την πίστη (ο Ίδιος Θεός δεν μπορεί να έχει ορίσει δύο διαφορετικούς τρόπους για την δικαίωση των ανθρώπων), εδάφια 29-31:
Εδάφια 29,30
«Ή Ιουδαίων ο Θεός μόνον; Ουχί δε και εθνών; Ναι και εθνών, επείπερ εις ο Θεός ος δικαιώσει περιτομήν εκ πίστεως και ακροβυστίαν δια της πίστεως.»
«Νομίζετε ότι ο Θεός είναι Θεός των Ιουδαίων μόνον; Δεν είναι και των εθνικών; Ναι και των εθνικών, αφού ένας είναι ο Θεός. Αυτός θα δικαιώση τον περιτμημένον δια της πίστεως και τον απερίτμητον δια της πίστεως.»
Τούτη η ερώτηση σκοπό έχει να δείξει ότι η άρνηση αυτού που ανεπτύχθη πιο πάνω, ότι η δικαίωση είναι δια πίστεως, χωρίς τα έργα του νόμου, οδηγεί στην άρνηση του μονοθεϊσμού, που είναι και η βάση του Ιουδαϊσμού.
Στην ερώτηση «Ουχί δε και των εθνών», ο Παύλος θα μπορούσε ν” απαντήσει με βεβαιότητα, «ναι, και των εθνών επίσης», διότι όλη η Παλαιά Διαθήκη οδηγεί σ” αυτό το συμπέρασμα. Οι ψαλμοί δοξολογούν τον Ιεχωβά σαν τον Θεό όλης της γης, εμπρός στον Οποίον όλα τα έθνη περιπατούν με τρόμο (Ψαλμός ΜΣΤ-ΜΗ). Ο Ιερεμίας Τον ονομάζει «Βασιλέα των Εθνών» (Ι 7). Και ο ίδιος ο Απόστολος έχει δείξει στο κεφάλαιο Α την ύπαρξη μιας παγκόσμιας Θείας αποκάλυψης.
Ο μονοθεϊσμός τώρα έχει σαν φυσική του συνέπεια το να αναμένουμε ένα μόνον μέσο δικαίωσης για όλο το ανθρώπινο γένος. Ένας Θεός, ένας τρόπος δικαίωσης για όλους.
Η αρμονία μεταξύ του Μωσαϊκού νόμου και της δικαίωσης δια πίστεως, έχει καταδειχθεί λοιπόν από δυο πλευρές, από δυο απόψεις: α) Απ” την άποψη της παγκόσμιας ταπείνωσης (εξαίρεση κάθε καύχησης), εδ. 27,28. β) Απ” την άποψη της μοναδικότητας του Θεού, που είναι η βάση του Ιουδαϊσμού, αλλά και της Ευαγγελικής παγκοσμιότητας, εδ. 29,30. Μετά απ” αυτά τίποτα πιο φυσικό απ” το συμπέρασμα που βγαίνει στο εδάφιο 31.
Εδάφιο 31
«Νόμον ουν καταργούμεν δια της πίστεως; Μη γένοιτο, αλλά νόμον ιστώμεν.»
«Καταργούμεν λοιπόν τον νόμον δια της πίστεως; Μη γένοιτο, τουναντίον ανορθώνομεν τον νόμον»
Μερικοί ερμηνευτές θεωρούν ότι τα λόγια αυτού του εδαφίου έχουν εφαρμογή στον αγιασμό που εκπηγάζει απ” την πίστη, και δια του οποίου το Ευαγγέλιο πραγματοποιεί τελικά την εκπλήρωση του νόμου. Και τούτη είναι η θέση που θ” αναπτυχθεί στα κεφάλαια ΣΤ-Η. Το εδάφιο όμως 31 συνδέεται με ότι προηγείται με το «ουν», οπότε δεν μπορεί παρά να εκφράζει ένα συμπέρασμα απ” τα εδάφια 27-30. Άλλωστε πως θα εξηγήσωμε το «ουν» στην αρχή του κεφαλαίου Δ; Πως μπορεί ο τρόπος της δικαίωσης του Αβραάμ να έπεται απ” την ιδέα ότι η πίστη οδηγεί στην εκπλήρωση του νόμου;
Η σωστή εξήγηση βγαίνει φυσιολογικά απ” την ερμηνεία των προηγουμένων εδαφίων. Το Ευαγγέλιο του Παύλου κατηγορείτο ότι ακυρώνει τον νόμο, παραμερίζοντας τα έργα του νόμου σαν μέσον δικαίωσης. Ο Παύλος μόλις έχει αποδείξει ότι είναι η διδασκαλία του, αντιθέτως, που εναρμονίζεται με την αληθινή έννοια του νόμου, ενώ η αντίθετη διδασκαλία (η δικαίωση με τα έργα) την ανατρέπει, διατηρόντας την καύχηση του ανθρώπου, κάτι που ο νόμος εννοεί να εκμηδενίσει, και αθετόντας τον Μονοθεϊσμό πάνω στον οποίον βασίζεται ο νόμος.
«Καταργούμε τότε τον νόμον, όπως μας κατηγορούν ότι κάνομε; Αντιθέτως, τον ανορθώνομε.» Αυτό είναι που κάνει ο Παύλος αναφορικά με τον νόμο, τον ανορθώνει, όπως ήτο, δια της δικαίωσης δια πίστεως. Η δικαίωση δια πίστεως, αντί να τον ανατρέπει, διατηρεί πιστά το πνεύμα του στο νέο σύστημα. Είναι ακριβώς αυτό που μόλις τους έχει αναπτύξει.
Αφού τώρα έχει αποδείξει κατά έναν γενικό τρόπο την αρμονία της διδασκαλίας του με την αποκάλυψη της Παλαιάς Διαθήκης, ο Απόστολος χρειάζεται μόνον να βρει στην Παλαιά Διαθήκη κάποιο απόφθεγμα ή κάποιο παράδειγμα, το οποίον θα επικύρωνε την επιχειρηματολογία του στην αντίληψη των Ιουδαίων. Και κάτι τέτοιο υπήρχε. Ήταν γραμμένο απ” το χέρι του ιδίου του νομοθέτη τους, και αναφερόταν σε ότι ήτο, κατά κάποιον τρόπο, το τυπικό παράδειγμα του δικαιωθέντος ανθρώπου στους Ιουδαίους, αναφερόταν στον Αβραάμ. Έτσι το Γένεση ΙΕ6 γίνεται το θέμα της θαυμαστής ανάπτυξης που περιέχεται στο κεφάλαιο Δ. Είναι η ανάπτυξη της «δικαίωσης δια πίστεως», καθώς «μαρτυρείται από τον νόμο και τους προφήτες» (εδ. 21).