ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 5
Η Βεβαιότητα της Τελικής Σωτηρίας γι” Αυτούς που Πιστεύουν. Ε1-11.
Εδώ ο Παύλος στρέφει την προσοχή του στο μέλλον που ανοίγεται εμπρός στην δικαιωμένη ψυχή. Με το που δικαιώθηκε, δεν έφθασε και στον στόχο της. Την περιμένει μια πορεία δοκιμασιών και μαχών. Θα κρατήσει άραγε τούτη η κατάσταση της δικαίωσης έως ότου μπορέσει να πάρει στην κατοχή της την τελειωτική σωτηρία; Η ανησυχία για την Θεία οργή υφίσταται πάντα στα ενδόμυχα της καρδιάς του ανθρώπου. Ένα παράπτωμα αρκεί να την ξυπνήσει. Ποιόν δικαιωμένο δεν τον απασχολεί μερικές φορές η ανήσυχη ερώτηση, «θα ισχύσει άραγε η απόφαση δια της οποίας η πίστη μου μου λογαριάσθηκε για δικαιοσύνη εμπρός στην κρίση;». Ή, «θ” αντέξη τούτη η κατά χάριν σωτηρία, για την οποία τώρα χαίρομαι, στην ημέρα της οργής (εδ. 9);». Το ακόλουθο τμήμα δίνει απάντηση σ” αυτόν τον φόβο που είναι φορές που αναβιώνει μέσα στον πιστό.
Και όπως συχνά κάνει ο Παύλος, το θέμα του όλου τμήματος συνοψίζεται στις πρώτες λέξεις, εδάφια 1,2.
Εδάφια 1,2
«Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι” ου και την προσαγωγήν εσχήκαμεν τη πίστει εις την χάριν ταύτην εν η εστήκαμεν, και καυχώμεθα επ” ελπίδι της δόξης του Θεού.»
«Αφού λοιπόν εδικαιωθήκαμε δια της πίστεως, έχομεν ειρήνην με τον Θεόν δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, δια του οποίου έχομεν δια της πίστεως και την είσοδον εις την χάριν αυτήν, εις την οποίαν στεκόμεθα, και καυχώμεθα δια την ελπίδα μας εις την δόξαν του Θεού.»
«Δικαιωθέντες ουν εκ πίστεως ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν»: «Μια και έχομε πετύχει μέσω της πίστης την απόφαση της δικαίωσης μας απ” τον Θεό, βρισκόμαστε, αναφορικά ως προς Αυτόν, σε μια κατάσταση ειρήνης, η οποία εκτοπίζει απ” τον νουν μας τον φόβο της οργής.»
«Δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού». Μερικοί το εξηγούν ότι αναφέρεται στο έργο της εξιλέωσης που περιεγράφη προηγουμένως. Δεν είναι όμως ακριβώς έτσι, γιατί στο έργο εξιλέωσης αναφέρεται ειδικά το επόμενο εδάφιο 2.
Όταν ο Απόστολος λέγει, «Ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν», εννοεί: Μπορούμε από τώρα να θεωρήσωμε τον Θεό με ολοκληρωτική γαλήνη, όχι μόνον αναφορικά με το παρελθόν, αλλά επίσης και για το μέλλον, και ακόμα για τότε στην κρίση. Διότι, όπως θα μας αναπτύξει και στη συνέχεια, εν Χριστώ έχομεν, πέραν της μεσιτείας του θανάτου Του, δια της οποίας έχομεν ήδη δικαιωθεί («δικαιωθέντες»), και εκείνη της ζωής Του, δια της οποίας και θα διατηρηθούμε σ” αυτή την κατάσταση της σωτηρίας (σύγκρινε τα εδάφια 9,10 που είναι η αυθεντική εξήγηση του «δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού»). Όπως είναι στο πρόσωπο του Χριστού που οφείλομε την είσοδο στην χάρη (εδ. 2), είναι το ίδιο το πρόσωπο του Χριστού που μας βεβαιώνει για την ολοκλήρωση της σωτηρίας μας (εδ. 1).
Στο εδάφιο 2 ο Παύλος μας θυμίζει ότι ο Ιησούς, ο οποίος κάνει από τούδε την σωτηρία μας σίγουρη («δια της ζωής του», εδ. 10), είναι ο ίδιος μεσίτης που έχει ήδη εξαγοράσει την δικαίωση μας («δια του θανάτου του»). Έτσι εξηγείται το «δι” ου και».
«Εις την χάριν ταύτην εν η εστήκαμεν». Ο παρακείμενος «εστήκαμεν» δηλώνει: Έχομε τοποθετηθεί σ” αυτή την κατάσταση, και είμαστε συνεχώς σ” αυτή.
«Αλλά και καυχώμεθα επ” ελπίδι της δόξης του Θεού». «Όχι μόνον δεν φοβόμαστε πλέον κανένα κακό απ” το χέρι του Θεού, αλλά αντίθετα, καθώς η σκέψη μας πηγαίνει σ” Αυτόν, στη καρδιά μας υψώνεται γεμάτη χαρά η ελπίδα για κάθε ευλογία απ” Αυτόν.» Είναι το αίσθημα της ασφάλειας που γεννά η προσδοκούμενη χαρά του θριάμβου.
Τούτες οι λέξεις εκφράζουν πιο φανερά ακόμα την σιγουριά του δικαιωμένου ανθρώπου σε σχέση με το μέλλον του. Στην πραγματικότητα, το αντικείμενο αυτής της θριαμβευτικής πεποίθησης είναι η βεβαία ελπίδα της δόξας.
Η φράση, «Η δόξα του Θεού», δηλώνει την ένδοξη κατάσταση που κατέχει ο Ίδιος ο Θεός, και στην οποία πρόκειται να εισάγει τον πιστό (ιδέ πάνω στο Γ23).
Το «καυχάσθαι» είναι η ευλογημένη πεποίθηση, και η ενεργητική (αλλά ταπεινή, Α” Κορ. Α31) ομολογία της βεβαιότητας εν Θεώ.
Αλλά κάποιος θα ρωτήσει τον Απόστολο: Και τα βάσανα, οι δοκιμασίες της ζωής; Αυτά δεν τα λογαριάζεις; Δεν φοβάσαι ότι θα σε κάνουν να χαμηλώσης τον τόνο σου; Όχι, καθόλου. Αυτά το μόνο που θα κάνουν είναι να τροφοδοτήσουν και ν” ανανεώσουν την ελπίδα, που είναι το έδαφος αυτής της καύχησης. Αυτή η απάντηση είναι που περιέχεται και δικαιολογείται στα επόμενα εδάφια.
Εδάφια 3,4
«Ου μόνον δε, αλλά καυχώμεθα εν ταις θλίψεσιν, ειδότες ότι η θλίψις υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα.»
«Όχι μόνον αυτό, αλλά καυχώμεθα και δια τας θλίψεις, διότι γνωρίζομεν ότι η θλίψις παράγει υπομονήν, η δε υπομονή δοκιμασμένον χαρακτήρα, ο δε δοκιμασμένος χαρακτήρας ελπίδα.»
Ο Παύλος κάνει τα ίδια τα βάσανα αιτία για καύχηση. Αυτή η παράξενη σκέψη εξηγείται απ” ό,τι ακολουθεί, διότι αποδεικνύεται ότι είναι τα βάσανα που κάνουν την ελπίδα να ξεσπάσει μ” όλη της την δύναμη. Και είναι αυτό το ξέσπασμα της ελπίδας που οδηγεί στο «καυχάσθαι».
Σαν πρώτο βήμα, η θλίψη κατεργάζεται «υπομονή».
«Υπομονή» είναι από το υπό+μένω, που σημαίνει, είμαι από κάτω και σηκώνω ένα φορτίο (δοκιμασίες, κτυπήματα, οτιδήποτε μπορεί να είναι αυτό).
Η υπομονή με την σειρά της εργάζεται «δοκιμήν». Αυτή είναι η κατάσταση μιας δύναμης ή αρετής που έχει περάσει και αντέξει δοκιμασίες. Λέμε, για παράδειγμα, «αυτός είναι δοκιμασμένης αντοχής», ή «η προσφορά αυτού είναι δοκιμασμένη». Εν προκειμένω, η δύναμη που βγαίνει νικήτρια απ” την μάχη της υπομονής, είναι αναμφίβολλα η πίστη του Χριστιανού, η αξία της οποίας του έχει αποδειχεί τώρα στην πράξη. Είναι ένα του όπλο, του οποίου αυτός γνωρίζει από τούδε την αξία.
Η λέξη «δόκιμος» συχνά δηλώνει, κατά την ίδια έννοια, τον δοκιμασμένον Χριστιανό, τον άνθρωπο που έχει δείξει στην πράξη τι είναι (σύγκρινε ΙΔ18, και το αντίθετο, Α” Κορ. Θ 27).
Όταν τελικά ο πιστός έχει δοκιμάσει την Θεία δύναμη, με την οποία τον γεμίζει η πίστη του εν μέσων των θλίψεων, αισθάνεται την ελπίδα του να υψώνεται. Τίποτα που θα μπορούσε πλέον να του συμβεί στο μέλλον δεν μπορεί να τον τρομάζει. Η προσδοκία της δόξας του ανοίγεται πλησιέστερα και πιο λαμπρά. Πόσοι Χριστιανοί δεν είναι που έχουν δηλώσει ότι ποτέ δεν είχαν γνωρίσει την χαρά της πίστης και την ζωντανή ελπίδα, έως ότου την κέρδισαν μέσω των θλίψεων!
Επειδή, όμως, υπάρχουν και απατηλές ελπίδες, ο Απόστολος προσθέτει ότι αυτή για την οποία ομιλεί (την ελπίδα της δόξας, εδ. 2) δεν κινδυνεύει να διαψευσθεί από τα γεγονότα.
Εδάφιο 5
«Η δε ελπίς ου καταισχύνει, ότι η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν.»
«Η δε ελπίς δεν ντροπιάζει, διότι η αγάπη του Θεού είναι χυμένη στις καρδιές μας δια του Πνεύματος του Αγίου που μας εδόθηκε.»
Σ” αυτό το εδάφιο περιέχεται το κεντρικό νόημα του όλου χωρίου. Απ” το ένα μέρος συνδέεται κατ” ευθείαν με τα δύο πρώτα εδάφια, που λένε: «Δεν αισθανόμαστε πλέον κανέναν φόβο. Αντίθετα, καυχόμεθα εις την ελπίδα της δόξης, μια ελπίδα που γίνεται λαμπρότερη απ” τις θλίψεις». Απ” το άλλο μέρος, αυτό το εδάφιο περιέχει όλα που ακολουθούν. Αυτή η ελπίδα δεν θα διαψευσθεί στο τέλος απ” το γεγονός. Και είναι αυτό, που το δεύτερο μέρος του χωρίου προβαίνει ν” αποδείξη (εδ.6-11).
Η λέξη «καταισχύνει» αναφέρεται στην μη πραγματοποίηση της ελπίδας, όταν σημάνει η ώρα της δόξας. Το υπό ερώτηση ζήτημα εδώ είναι η τρομερή θέση του ανθρώπου που δικαιώθηκε, και ο οποίος, στην ημέρα της κρίσης, θα εύρισκε αιφνίδια τον εαυτόν του πρόσωπο προς πρόσωπο με το ξέσπασμα της οργής του Θεού. Ο Παύλος δηλώνει μια τέτια υπόθεση αδύνατη. Γιατί; Διότι η πηγή της ελπίδας του είναι η αποκάλυψη του Ιδίου του Θεού την οποίαν έχει λάβει, είναι η αγάπη Του της οποίας αυτός είναι τώρα το αντικείμενο. Άρα η αφύπνιση της Θείας οργής εναντίον του, είναι πλέον κάτι που είναι αδύνατον να γίνει. Πως μπορεί ο Θεός να οργισθεί ενάντια σε κείνο που αποδέχεται και αγαπά;
Η «αγάπη του Θεού» δεν μπορεί να δηλώνει εδώ την αγάπη την δική μας για τον Θεό. Είναι η αγάπη του Θεού για μας.
«Εκκέχυται», απ” την καρδιά του Θεού, όπου αυτή η αγάπη έχει την πηγή της, στην δική μας.
Ο παρακείμενος που χρησιμοποιείται εδώ, δηλώνει ότι υπήρξε κάποια στιγμή στο παρελθόν, όταν αυτή η έκχυση αγάπης έλαβε χώρα, και ότι από τότε δεν έχει σταματήσει. Υπήρξε μια πράξη αποκάλυψης εκ μέρους του Θεού στην καρδιά του πιστού, καρπός της οποίας είναι η μόνιμη εντύπωση της αγάπης του Θεού γι” αυτόν, που σχηματίσττηκε μέσα του. Το μέσον αυτής της μετάγγισης της Θείας αγάπης στην καρδιά είναι το Άγιο Πνεύμα. «Η αγάπη του Θεού εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών δια Πνεύματος Αγίου του δοθέντος ημίν.» Στη Γραφή διαβάζουμε, Α” Κορ. Β10-12, ότι αυτό το Θείο Ον, αφού έχει ερευνήσει τα βάθη του Θεού, τα αποκαλύπτει στο άνθρωπο, στον οποίον μεταδίδει τον εαυτόν του Θεού. Δια του τρόπου αυτού γινόμαστε κοινωνοί των αισθημάτων που διακατέχουν την Θεία καρδιά, ειδικά του αισθήματος το οποίον τρέφει για μας.
Το έργο του Πνεύματος συνίσταται γενικά στο να γκρεμίζει τους φραγμούς μεταξύ όντων, και να τα τοποθετεί σε μια κοινή φωτεινή ατμόσφαιρα, στην οποία ο καθένας ακούει τον κτύπο της καρδιάς του άλλου, σαν να ήταν δική του. Και είναι αυτή η σχέση στην οποία το Πνεύμα φέρνει, όχι μόνον άνθρωπο με άνθρωπο, αλλά και τον άνθρωπο με τον Ίδιο τον Θεό (σύγκρινε και Ιωάννη ΙΔ 19,20).
Το «δοθέντος» μας θυμίζει δύο πράγματα: Την στιγμή όταν ο ίδιος ο ουρανός άνοιξε στον πιστό, και τον αντικειμενικό και τέλειο χαρακτήρα αυτής της εσωτερικής αποκάλυψης. Δεν ήταν μια περίπτωση έξαρσης ή εξημμένης φαντασίας. Ήτο ο Θεός που μετέδωσε τον εαυτόν Του (σύγκρινε και Ιωάννη ΙΔ21 και 23).
Το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι ν” αποδείξη ότι αυτή η ελπίδα της δόξας, της οποίας πηγή είναι η εσωτερική αποκάλυψη της αγάπης του Θεού, δεν θα διαψευσθεί απ” τα γεγονότα την ημέρα της κρίσης. Γι” αυτόν τον σκοπό να τι κάνει ο Απόστολος: Δεν προβάλλει, δεν επικαλείται απλά ένα εξωτερικό γεγονός, ήδη παρελθόν (την θυσία του Κυρίου μας). Διεισδύει στην ουσία εκείνης της εσωτερικής αποκάλυψης της αγάπης του Θεού, για την οποία μόλις μίλησε στο εδάφιο 5. Αναλύει, να το πούμε έτσι, το περιεχόμενο της, και μετασχηματίζοντας αυτό το ανέκφραστο αίσθημα σ” έναν ακριβή συλλογισμό, συνάγει απ” αυτόν το ακόλουθο επιχείρημα, που είναι εκείνο του Ιδίου του Πνεύματος στην καρδιά του πιστού: «Ο Θεός σε αγάπησε όταν ακόμα ήσουν αμαρτωλός, δίδοντας σου μια τέτια απόδειξη αγάπης, που οι άνθρωποι δεν δίνουν ο ένας στον άλλον, όσο και αν σέβονται, όσο και αν θαυμάζουν ο ένας τον άλλον, όσο και αν η αφοσίωση του ενός προς τον άλλον φθάσει στο υπέρτατο της σημείο (εδ. 6-8). Τούτη η αγάπη του Θεού για σένα αποκαλύφθηκε στο γεγονός της λύτρωσης. Αν τώρα σε αγάπησε έτσι ενώ ήσουν εχθρός Του, πόσο πιο βέβαιος πρέπει να είσαι για αυτήν Του την αγάπη τώρα που δεν είσαι πλέον εχθρός αλλά φίλος!». Είναι το συμπέρασμα που αναφέρει στα εδάφια 9,10: «Εάν τότε, που ήσουν ακόμα εχθρός Του, ο Θεός σε βεβαίωσε για μια αγάπη πέραν από κάθε σύγκριση, είναι παράλογο τώρα εσύ, που συμφιλιώθηκες μαζί Του, που δικαιώθηκες, να φοβάσαι ότι θα ξαναπέσεις πάλι κάτω απ” την οργή Του».
Όλη τούτη η λογική επιχειρηματολογία είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί το Άγιο Πνεύμα στην καρδιά του πιστού, και με την οποίαν στηρίζει την ελπίδα του, ακόμα και ανάμεσα σε θλίψεις εδώ στη γη.
Ας το δούμε αναλυτικά:
Εδάφια 6-8
«Έτι γαρ Χριστός όντων ημών ασθενών κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε. Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. Υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε.»
«Διότι όταν εμείς είμεθα ακόμη αδύνατοι, ο Χριστός επέθανε κατά τον ωρισμένον καιρόν υπέρ των ασεβών. Διότι μετά δυσκολίας θα πεθάνη κανείς δι” έναν δίκαιον. Δια τον αγαθόν ίσως τολμήση κανείς να πεθάνει. Ο Θεός όμως αποδεικνύει την αγάπην του σε μας με το ότι, ενώ εμείς είμεθα ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός επέθανε για μας.»
Το «γαρ» μπορούμε να το αποδώσωμε καλλίτερα με το «πράγματι». «Και πράγματι, ο Θεός απέδειξε την αγάπη Του σε μας, όταν ακόμη είμασταν σε μια κατάσταση που μας καθιστούσε τελείως αναξίους ως προς αυτήν.» Η εσωτερική αποκάλυψη της Θείας αγάπης, δια της οποίας το Άγιο Πνεύμα βεβαιώνει τον πιστό ότι η ελπίδα του της δόξας δεν θα διαψευσθεί, πρόκειται εδώ να τεθεί σε πλήρες φως.
Το εδάφιο 6 περιγράφει την θλιβερή κατάσταση στην οποίαν είμασταν, κατά τον χρόνον όταν η Θεία αγάπη απλώθηκε και σε μας. Είμασταν «ασθενείς». Τούτη η λέξη εκφράζει ολοκληρωτική ανικανότητα για το καλό, την έλλειψη κάθε ηθικής ζωής, την έλλειψη κάθε καρποφορίας σε καλά έργα. Δεν ήταν σίγουρα μια κατάσταση που θα μπορούσε να κερδίσει για μας την συμπάθεια της Θείας αγιότητας. Αντιθέτως, το θέαμα ενός γένους βυθισμένου σε τέτοια επαίσχυντη ανικανότητα, της προξενούσε αποστροφή.
«Κατά καιρόν». Ήταν η τελευταία ώρα, η ώρα που η ανεκτικότητα του Θεού είχε φθάσει στα όρια της (Γ26). Εάν ο Θεός δεν συγχωρούσε τότε, έπρεπε να κρίνη. Ίσως όμως και να θέλει να πει μ” αυτές τις λέξεις, ότι τούτη η ώρα ήταν η πιό κατάλληλη για το ανθρώπινο γένος, γιατί έχοντας δοκιμάσει τώρα πλήρως την δυστυχία του, ήταν περισσότερο διατεθειμένο να δεχθεί με πίστη την σωτηρία που του πρόσφερε ο Θεός. Η πρώτη ερμηνεία φαίνεται να είναι πιο κοντά στην σκέψη του Παύλου.
Η ανικανότητα του ανθρωπίνου γένους για το καλό, η ηθική τους ασθένεια, προήλθε απ” τον χωρισμό τους απ” τον Θεό, απ” την θεληματική τους επανάσταση εναντίον Του. Αυτό είναι που ο Απόστολος φανερώνει με τις λέξεις, «υπέρ ασεβών», που δείχνουν την συγκεκριμένη πλευρά της ανθρωπίνης διαστροφής. Η αρρώστεια τους εμπνέει αποστροφή. Η ασέβεια τους προσελκύει οργή. Και ήταν όταν είμασταν βυθισμένοι σ” αυτήν την αποτρόπαια κατάσταση αδυναμίας και ασέβειας, που μας εδόθη η μεγαλύτερη απόδειξη αγάπης, το ότι ο Χριστός επέθανε για μας, για λογαριασμό μας («υπέρ»).
Για να ρίξη φως σ” αυτόν τον ολοκληρωτικά εξαιρετικό χαρακτήρα της αγάπης που αποκαλύφθηκε στο ανθρώπινο γένος με τον θάνατο του Χριστού, ο Απόστολος συγκρίνει τούτη την ενέργεια του Θεού, με τις ευγενέστερες και σπανιώτερες αποδείξεις αφοσίωσης, που παρουσιάζονται απ” την ιστορία του γένους μας. Και ζητά από μας να μετρήσωμε την απόσταση, που ακόμα χωρίζει αυτές τις πράξεις ηρωισμού απ” την θυσία του Θεού, εδάφια 7,8.
«Μόλις γαρ υπέρ δικαίου τις αποθανείται. Υπέρ γαρ του αγαθού τάχα τις και τολμά αποθανείν. Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε.»
«Διότι μετά δυσκολίας θα πεθάνη κανείς δι” έναν δίκαιον. Δια τον αγαθόν ίσως τολμήση κανείς να πεθάνει. Ο Θεός όμως αποδεικνύει την αγάπην του σε μας με το ότι, ενώ εμείς είμεθα ακόμη αμαρτωλοί, ο Χριστός επέθανε για μας.»
Στο εδάφιο 7 υποθέτει δύο περιπτώσεις στις σχέσεις μεταξύ ανθρώπων, την μια τόσο ασυνήθιστη, που μετά δυσκολίας («μόλις») μπορεί να είναι δυνατή, την άλλη δύσκολα πραγματικά και να την φανταστείς, αλλά που μπορεί να την υποθέση κάποιος («τάχα»).
«Υπέρ του αγαθού». Ίσως το «αγαθό» να είναι εδώ σε γένος ουδέτερο, και να μην εννοεί τον «αγαθό άνθρωπο», αλλά το «αγαθό», έναν άγιο σκοπό δηλαδή. Για παράδειγμα, την εκπλήρωση ενός ιερού καθήκοντος για το οποίο κάποιος θυσιάζει την ζωή του, ή την υπεράσπιση του νόμου, όταν παραμένει πιστός έως θανάτου, ή την απελευθέρωση της πατρίδας, για την οποία τόσοι άνθρωποι έχουν θυσιασθεί, ή το καλό της ανθρωπότητας γενικά, που έχει εμπνεύσει τόσες πράξεις ηρωικής αφοσίωσης.
Δέστε λοιπόν, σε μερικές τελείως ασυνήθιστες περιπτώσεις, που μπορεί να υψωθεί η αφοσίωση του ανθρώπου στις ύψιστες αποκαλύψεις της. Να θυσιάσεις την ζωή σου για έναν του οποίου ο έντιμος χαρακτήρας εμπνέει σεβασμό, δύσκολα! Να θυσιασθείς στον βωμό μιας ιδέας, της οποίας το μεγαλείο ή η αγιότητα σε διακατέχει, ίσως ναί! Και να τώρα η συμπεριφορά του Θεού προς εμάς, τοποθετημένη δίπλα σ” αυτές τις υψηλές πράξεις της ανθρωπίνης αφιέρωσης:
«Συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι έτι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε.» Αυτό που ο άνθρωπος δύσκολα κάνει για ό,τι αξίζει πιο πολύ θαυμασμού και αγάπης, ο Θεός το έχει κάνει για κείνο που άξιζε μόνον την αγανάκτηση Του και την απέχθεια Του. Εδώ είναι το γεγονός δια του οποίου ο Θεός αποδεικνύει, πέρα από κάθε αμφισβήτηση, την πραγματικότητα της αγάπης Του.
Ο Απόστολος λέγει, «την εαυτού αγάπην»: Την αγάπη που είναι ιδιάζουσα σ” Αυτόν. Τούτη η έκφραση φέρει σε αντίθεση τον τρόπο αγάπης του Θεού με τον δικό μας. Ο Θεός δεν μπορεί να κυττάξει πάνω απ” Αυτόν, ν” αφιερώσει τον εαυτόν Του σ” ένα όν μεγαλύτερης αξίας απ” Αυτόν, όπως μπορούμε να κάνωμε εμείς. Η αγάπη Του στρέφεται σε κείνο που είναι κάτω απ” Αυτόν (Ησαϊας ΝΖ15), και παίρνει ακόμα τον χαρακτήρα θυσίας για λογαριασμό εκείνου που είναι ολοκληρωτικά ανάξιος Του.
«Ότι…»: Εδώ είναι το γεγονός δια του οποίου ο Θεός έχει αποδείξει τον ιδιαίτερο τρόπο, του πως αγαπά.
Το «έτι» υπονοεί τούτη την ιδέα: Ότι δεν υπήρχε ακόμη στην ανθρωπότητα η ελαχίστη πρόοδος προς το καλό, που θα μπορούσε να εξασφαλίσει γι” αυτήν μια τέτοια αγάπη. Ήταν «ακόμη» βυθισμένη στο κακό (Εφ. Β1-7).
«Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Τούτες οι λέξεις, σ” ένα κείμενο όπως αυτό εδώ, υπονοούν την στενή σχέση ουσίας που ενώνει τον Χριστό με τον Πατέρα Θεό. Με τον άνθρωπο που θυσιάζει τον εαυτόν του, ο Παύλος συγκρίνει τον Θεό που θυσιάζει τον Χριστό. Αυτός ο παραλληλισμός δεν θα είχε καμμία έννοια, εκτός εάν η θυσία του Χριστού ήταν για τον Θεό η θυσία του εαυτού Του. Διαφορετικά η θυσία του Θεού θα ήταν κατώτερη από εκείνη του ανθρώπου, ενώ είναι άπειρα ανώτερη απ” αυτήν.
Στα εδάφια 6-8 δείχθηκε ότι ο Θεός μας αγάπησε όντας αμαρτωλούς. Μας αγάπησε όπως εμείς δεν αγαπάμε ό,τι είναι το πλέον εξαίρετο. Το λογικό συμπέρασμα τώρα από τούτο το γεγονός: Εάν κάποιος έχει κάνει το μέγιστο για τους εχθρούς του, πως θα αρνηθεί το ελάχιστο για τους φίλους του; Είναι η κεντρική ιδέα των επομένων εδαφίων.
Εδάφια 9,10
«Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι” αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού.»
«Πολύ περισσότερον λοιπόν αφού εδικαιωθήκαμε τώρα δια του αίματος του, θα σωθούμε δι” αυτού από την οργήν. Διότι εάν, όταν είμεθα εχθροί, συμφιλιωθήκαμε με τον Θεόν δια του θανάτου του Υιού του, πολύ περισσότερον, αφού συμφιλιωθήκαμε, θα σωθούμε δια της ζωής του.»
Με το «ουν» συμπεραίνεται η αγάπη που πρέπει να ελπίζωμε, απ” την απόδειξη της αγάπης που ήδη ελάβαμε.
«Πολλώ μάλλον»: «Πολύ μάλλον σίγουρα», όχι «πολύ περισσότερον άφθονα».
«Δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού». Τούτες οι λέξεις συνοψίζουν το έργο που έχει ήδη ολοκληρωθεί.
«Σωθησόμεθα δι” αυτού από της οργής». Ποιά να είναι άραγε αυτή η οργή απ” την οποίαν έχομε ακόμα να σωθούμε; Είναι εκείνη που αναφέρεται απ” τον Παύλο, Β5,6, στις λέξεις: «Η ημέρα της οργής και αποκάλυψης της δίκαιας κρίσης του Θεού», η ημέρα όταν «ο Θεός θα αποδώσει στον καθένα σύμφωνα με τα έργα του» (σύγκρινε Α” Θεσσ. Α10, Β” Θεσσ. Α8). Ο Κύριος μας μιλά, Λουκάς ΙΒ47,48, για την τιμωρία που περιμένει τον υπηρέτη που γνώριζε το θέλημα του κυρίου του και δεν το έκανε: «Θα δαρθεί πολύ», «Σε όποιον δίδεται πολύ θα του ζητηθή περισσότερον».
Τούτα όλα είναι αιτία για σοβαρή επαγρύπνιση εκ μέρους του δικαιωθέντος ανθρώπου, όχι όμως και για φόβο. Ο Παύλος εξηγεί το γιατί: Στον Χριστό δεν βρίσκομε μόνον την εξιλέωση (το αίμα) δια της οποίας μας έχει εισάγει στην κατάσταση της δικαίωσης. Βρίσκομε και το ζωντανό Του πρόσωπο, τώρα δοξασμένο, και επομένως σε θέση να μεσολαβήσει με νέους πλέον τρόπους για λογαριασμό του δικαιωθέντος, και να φέρει σε επιτυχές τέλος το έργο της σωτηρίας, που τόσο καλά άρχισε με αυτόν. Αυτή είναι η έννοια των λέξεων, «σωθησόμεθα δι” αυτού». Εδώ να θυμηθούμε και τα εδάφια, Ρωμαίους Η34: «Ο Χριστός είναι εκείνος που επέθανε, και, ακόμη περισσότερον, αναστήθηκε, ο οποίος είναι εις τα δεξιά του Θεού, ο οποίος μεσιτεύει για μας.» Ιδέ και Γαλάτας Β20, Εβραίους Ζ25, Ιωάννης ΙΔ19. Όταν ο Παύλος λέγει στο εδάφιο 1, «ειρήνην έχομεν προς τον Θεόν», θα πρέπει να έχει τα μάτια του ήδη στραμμένα στο μέλλον, στην τελική σωτηρία.
Το εδάφιο 10 («Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού.») είναι, αν θέλωμε να ακριβολογήσωμε, μια πιο περιεκτική επανάληψη του θέματος του εδαφίου 9. Ο Παύλος κάνει την αιτιολογία πιο φανερή, α) Προσθέτοντας τον όρο «εχθροί», που καθιστά τον χαρακτήρα της απόδειξης πιο φανερό. β) Υποκαθιστόντας το «δικαιωθέντες» (εδ. 9) με το «συμφιλιωθέντες», που αντιστοιχεί καλλίτερα στην λέξη «εχθροί». γ) Περιγράφοντας τον θάνατο του Ιησού σαν εκείνον του «Υιού του Θεού», πράγμα που παρουσιάζει πιο εντυπωσιακά την αξία τούτου του θανάτου. δ) Εξηγόντας το κάπως αόριστο «δι” αυτού» (εδ. 9), με την πιο ακριβή έκφραση, «δια της ζωής του».
Σε τούτο το εδάφιο δείχνονται τα τρία στάδια της κατάστασης του ανθρώπου: «Εχθροί», «Συμφιλιωθέντες», «Σωθέντες». Η Θεία αγάπη, που μας έφερε απ” το πρώτο στο δεύτερο, είναι σίγουρο ότι θα μας φέρει και από το δεύτερο στο τρίτο.
Οι όροι, «ασθενείς», «ασεβείς», «αμαρτωλοί» (εδ. 6 και 8), συνοψίζονται εδώ στον όρο «εχθροί». Να δηλώνει άραγε τούτη η λέξη την εχθρότητα του ανθρώπου προς τον Θεό, ή εκείνη του Θεού προς τον άνθρωπο; Μισούντες τον Θεό, ή μισούμενοι απ” τον Θεό;
Η πρώτη έννοια θα ήταν προφανώς ανεπαρκής στο κείμενο. Η εχθρότητα πρέπει, πάνω απ” όλα, ν” ανήκει σ” Αυτόν, στον Οποίον αποδίδεται και η «οργή». Το αίμα του Χριστού, μέσω του οποίου έχομε δικαιωθεί, δεν χύθηκε για να εργασθεί μια αλλαγή στις διαθέσεις μας απέναντι στον Θεό, αλλά να φέρει μια αλλαγή στην διάθεση του Θεού απέναντι μας. Διαφορετικά αυτός ο αιματηρός θάνατος θα ήταν μια επίδειξη αγάπης, και όχι δικαιοσύνης (Γ25). Εδώ θα μπορούσε ν” αναφερθεί και το αναφερόμενο στο ΙΑ28, όπου ο όρος «εχθρός του Θεού» αντιπαρατίθεται στον όρο «αγαπητός του Θεού», άρα το «εχθρός του Θεού» δηλώνει κάποιον μη αγαπητό, μισούμενον από τον Θεό. Σύγκρινε και το Εφεσίους Β3, «εκ φύσεως τέκνα οργής».
Απ” την ιδέα της «εχθρότητας», όταν αναφέρεται στον Θεό, θα πρέπει προφανώς να απομακρύνωμε κάθε ακάθαρτη πρόσμειξη, κάθε εγωϊστικό στοιχείο, και να πάρωμε αυτό το μίσος στην έννοια στην οποία ο Ιησούς το αναφέρει για τον μαθητή Του («να μισήσει τον πατέρα, την μητέρα, σύζυγο, παιδιά, ακόμα και την ίδια του την ζωή», Λουκάς ΙΔ26). Πρόκειται για ένα άγιο μίσος, διότι κατευθύνεται μόνον ενάντια σε ό,τι είναι αληθινά μισητό στους εαυτούς μας και στους άλλους, στο κακό, και σε ό,τι οδηγεί σ” αυτό.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσωμε πως δεν είναι σωστή η άποψη ότι, αυτό που μισεί ο Θεός στον αμαρτωλό είναι η αμαρτία, και όχι το πρόσωπο του. Στην φράση «εχθροί του Θεού» βρίσκομε ακριβώς μίσος ενάντια στους αμαρτωλούς, και όχι ενάντια στην αμαρτία, εάν τούτη η φράση ληφθεί στην έννοια της εχθρότητας του Θεού προς τον άνθρωπο.
Η αλήθεια πρέπει να είναι πως ο Θεός, πρώτα απ” όλα, μισεί την αμαρτία στον αμαρτωλό, και ότι ο αμαρτωλός γίνεται το αντικείμενο αυτού του άγιου μίσους, αναλογικά καθώς αυτός ταυτίζεται εθελοντικά με την αμαρτία, και την κάνει βασική αρχή της προσωπικής του ζωής. Αναμφίβολλα, όσο αυτή η ταύτιση δεν έχει φθάσει ακόμα να γίνει ολοκληρωτική, ο αμαρτωλός εξακολουθεί να είναι τον αντικείμενο της Θείας συμπάθειας, τόσο όσο ο Θεός συνεχίζει ακόμα να τον θεωρεί σαν το δημιούργημα Του το προορισμένο για το καλό. Αλλά η συνύπαρξη αυτών των δύο αντιθέτων καταστάσεων, για τις οποίες έχομε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα στο ΙΑ28, μπορεί ν” ανήκει μόνον σ” ένα μεταβατικό στάδιο. Κάποια απ” τις δύο τελικά θα επικρατήσει, και θα εκτοπίσει τελείως την άλλη. Ο άνθρωπος θα παραδοθεί πλήρως, ή στο καλό, ή στο κακό.
Θεωρόντας τώρα ότι ο όρος «εχθροί του Θεού» αναφέρεται βασικά στην έχθρα του Θεού προς τον άνθρωπο, λογικό είναι να δεχθούμε ότι εδώ υπονοείται, σαν αποτέλεσμα αυτής της έχθρας, και η εχθρότητα του ανθρώπου προς τον Θεό. Η καρδιά του ανθρώπου πάντα αρνείται ν” αγκαλιάσει το πρόσωπο εκείνο που αρνείται να τον αγκαλιάσει. Και στην κοινή γλώσσα, μέσα στην λέξη «εχθρός» υπονοείται πάντα μια αμοιβαιότητα.
Να επανέλθουμε στο εδάφιο 10:
«Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ δια του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού.»
«Κατηλλάγημεν τω Θεώ». Όπως με την δικαίωση ο Θεός εξαλείφει κάθε καταδίκη, έτσι με την συμφιλίωση σταματά απ” την οργή Του.
«Δια του θανάτου του Υιού αυτού». Αυτές οι λέξεις εκθέτουν το μέγεθος της θυσίας που έγινε, και μάλιστα για εχθρούς!
Συμπέρασμα: «Πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού.» Εάν ο Θεός (ανθρωπίνως μιλόντας) δεν οπισθοχώρησε στην οδυνηρή θυσία του Υιού Του, και τούτο προς χάριν των εχθρών Του, πως μετά απ” αυτό θ” αρνιόταν σε πρόσωπα, που από τώρα βρίσκονται μέσα στην χάρη Του, συμφιλιωμένα μαζί Του, μια μετάδοση ζωής, που δεν προϋποθέτει τίποτα άλλο, εκτός απ” ό,τι είναι ευχάριστο γι” Αυτόν και για εκείνους που το λαμβάνουν! Εάν δεν δίσταξε στην θυσία, πως τώρα θα διστάξει να δώσει πράγματα που Τον ευχαριστεί να τα δίνει (τη ζωή του Χριστού μέσα μας δια του Πνεύματος). Έτσι αποδεικνύεται η βεβαιότητα της τελικής σωτηρίας (σωτηρία την ημέρα της οργής), προς την οποίαν το κάθε τι έδειχνε απ” τις πρώτες ακόμα λέξεις («ειρήνην έχομεν»).
«Εν τη ζωή αυτού»: Θα σωθούμε μέσω της ζωής Του, απ” την οποία αντλούμε από τούδε την δική μας ζωή, σύγκρινε Η2: «Ο νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού με έχει ελευθερώση απ” τον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου».
Πράγματι, η δικαίωση δεν είναι το όλο της σωτηρίας. Είναι η είσοδος σ” αυτήν. Εάν η αμαρτία συνέχιζε να βασιλεύει όπως πριν πάνω σε κείνον που δικαιώθηκε, στο τέλος θα εμφανιζόταν πάλι η οργή. «Διότι χωρίς αγιασμό κανένας δεν θα δει τον Κύριο», μας λέγει στο Εβραίους ΙΒ14. Είναι όμως η μεσιτεία της «ζωής» που συμπληρώνει εκείνη του «αίματος», και κάνει σίγουρη την αγιότητα, και δι” αυτής την τελική σωτηρία (ιδέ και τα κεφάλαια ΣΤ-Η, που αναπτύσσουν αυτή την σκέψη, η οποία εδώ απλώς διατυπώνεται σε σύνδεση με την χάρη της δικαίωσης).
Η λέξη «σωθησόμεθα» δηλώνει λοιπόν την σωτηρία στην πλήρη της έννοια – είναι η τελική απόφαση η οποία, μαζί με την δικαίωση, προϋποθέτει και την επανόρθωση της αγιότητας. Ένας άρρωστος δεν σώζεται όταν η παράβαση που έχει προκαλέσει την αρρώστεια του έχει συγχωρηθεί. Χρειάζεται στην συνέχεια και να θεραπευθεί.
Υπάρχει λοιπόν μια απόφαση «αρχικής χάρης» – είναι η «δικαίωση» στην συνήθη έννοια της λέξης – που θεμελιώνεται μόνον στην πίστη. Υπάρχει στην συνέχεια και μια απόφαση «τελικής χάρης», η οποία λαμβάνει υπ” όψιν όχι μόνον την πίστη, αλλά και τους καρπούς της πίστης. Η πρώτη χάρη είναι καρπός του θανάτου του Χριστού. Η δεύτερη εκπηγάζει απ” την συμμετοχή μας στην ζωή Του. Και για τις δύο αυτές χάρες όμως, η πίστη είναι και παραμένει, η μόνη προϋπόθεση της προσωπικής οικειοποίησης τους. Εάν τούτη (η πίστη) δεν αναφέρεται ειδικά στο χωρίο που μελετάμε, είναι διότι τούτο απευθύνεται αποκλειστικά σε πιστούς που ήδη δικαιωθήκανε (εδ. 1).
Η άποψη του Παύλου είναι τελείως αντίθετη με το Καθολικό δόγμα, κάτι το οποίον συμμερίζονται και πολλοί Προτεστάντες, που βασίζουν την δικαίωση πάνω στην «νέα ζωή» που ξυπνά μέσα στον άνθρωπο η πίστη. Στα μάτια του Αποστόλου, η δικαίωση είναι ολοκληρωτικά ανεξάρτητη απ” τον αγιασμό, και προηγείται αυτού. Βασίζεται μόνον στην πίστη στον «θάνατο» του Χριστού. Ο αγιασμός εκπηγάζει απ” την «ζωή» του Χριστού, μέσω του έργου του Αγίου Πνεύματος, στον άνθρωπο που δικαιώθηκε.
Και συνεχίζει ο Παύλος: