Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (29/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (29/50)







Εδάφια 26,27
«Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών. Το γαρ τι προσευξώμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αλλά αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις. Ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων.»
«Κατά τον ίδιο τρόπο και το Πνεύμα βοηθεί τας αδυναμίας μας, διότι δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχώμεθα, αλλά αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφρασθούν με λόγια. Και εκείνος που ερευνά τις καρδιές γνωρίζει ποιός είναι ο πόθος του Πνεύματος, διότι μεσιτεύει κατά θείον τρόπον δια του αγίους.»

Προηγουμένως ο Παύλος είχε περάσει απ” τον στεναγμό της κτίσης σε κείνον των παιδιών του Θεού. Τώρα περνά από αυτόν τον τελευταίον σε κείνον του Ιδίου του Αγίου Πνεύματος.
«Ταις ασθενείαις» σημαίνει τις ηθικές αδυναμίες. Εδώ όμως είναι πιο σωστό το «τη ασθενεία» του Αλεξανδρινού κώδικα. Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε μια ειδική αδυναμία, την εξασθενημένη κατάσταση στην οποία ο πιστός βρίσκεται μερικές φορές, κάτω από το βάρος των παρόντων παθημάτων.
«Συναντιλαμβάνεται»: Συν + αντί + λαμβάνεται = Μοιράζεται με κάποιον ένα φορτίο με σκοπό να τον ελαφρώση. Το Πνεύμα μας βοηθά στην ώρα όταν κινδυνεύωμε να λιποψυχήσωμε. Το τέλος του εδαφίου θα μας δείξει σε τι συνίσταται αυτή η βοήθεια.
Πριν την περιγράψει, ο Απόστολος εξετάζει λίγο ακόμα το «τη ασθενεία». Πρόκειται για την ώρα όταν η δοκιμασία μας είναι τέτοια, ώστε προσευχόμενοι, δεν μπορούμε να διατυπώσωμε και να ζητήσωμε από τον Θεό την ευλογία εκείνη που θ” ανακούφιζε την αγωνία της καρδιάς μας. Εμείς από μόνοι μας δεν έχομε καμμία θεραπεία να προτείνωμε.
Το «καθό δει» δεν αναφέρεται στον τρόπο της προσευχής (αυτό θ” απαιτούσε το «καθώς»), αλλά στο αντικείμενο της.
Ο Ίδιος ο Κύριος βρέθηκε μια φορά στην αμηχανία για την οποία μιλά εδώ ο Παύλος: «Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη», λέγει, Ιωάννης ΙΒ27, «και τι να πω; Πατέρα σώσε με από την ώρα αυτή. Αλλά γι” αυτό ήλθα εις την ώρα αυτή.» Και μετά απ” αυτή την στιγμή της αναστάτωσης και του δισταγμού, ο νους Του συγκεντρώνεται, και η προσευχή Του παίρνει την μορφή: «Πατέρα, δόξασε το όνομα σου». Στην δική μας περίπτωση η μάχη διαρκεί περισσότερο. Σύγκρινε μια παρόμοια κατάσταση στην εμπειρία του Παύλου, Β” Κορινθίους ΙΒ7-9.
Είναι σ” αυτές τις ακραίες καταστάσεις που παρουσιάζεται βοήθεια ξαφνικά σε μας, από έναν θείο πράκτορα που μας υψώνει πάνω από τους εαυτούς μας, από το Πνεύμα.
«Υπερεντυγχάνει»: Υπέρ + εν + τυγχάνει = Μεσολαβεί για χάρη μας.
Πως θα πρέπει ν” αντιληφθούμε αυτή την μεσολάβηση του Πνεύματος; Αυτή η μεσολάβηση δεν λαμβάνει χώρα στο ουράνιο θυσιαστήριο, σαν εκείνη του δοξασθέντος Χριστού (Εβραίους Ζ25). Αυτή έχει σαν χώρο της την καρδιά του ιδίου του πιστού. Ο όρος ακριβώς «στεναγμός» το υποννοεί, και μιλόντας για τον Θεό «ο οποίος ερευνά τις καρδιές», το βεβαιώνει.
«Αλάλητος»: Έχει ερμηνευθεί κατά τρεις τρόπους: α) Μερικοί το ερμηνεύουν σαν «βουβός», δηλαδή καθαρά εσωτερικός και πνευματικός. Αλλά τι σκοπό θα υπηρετούσε δώ ένας τέτοιος προσδιορισμός; β) Άλλοι το εννοούν σαν «ανέκφραστος», δηλαδή ότι η αντίληψη δεν μπορεί ν” αντιληφθή πλήρως το περιεχόμενο του, ούτε επομένως να το εκφράση σε διακεκριμένους όρους. γ) Ασχημάτιστος, μη δυνάμενος να εκφραστή. Σε κάθε περίπτωση, αυτός που είναι το αντικείμενο αυτής της βοήθειας αισθάνεται ότι καμμία διακεκριμμένη λέξη δεν εκφράζει πλήρως στον Θεό, το καλό για το οποίο αυτός αναστενάζει. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι η επιθυμία δεν είναι δική του, αλλά παράγεται στην καρδιά του από το Πνεύμα Αυτού για τον Οποίον ο Ιωάννης είπε, «Αυτός είναι μεγαλύτερος απ” την καρδιά μας» (Α” Ιωάννης Γ20). Εδώ βρίσκομε τους εαυτούς μας σε μια περιοχή ανάλογη με κείνη του «γλώσσαις λαλείν» στην οποία αναφέρεται το Α” Κορ. ΙΔ. Σύγκρινε και τα εδάφια 14 και 15 εκεί, όπου ο Παύλος λέγει: «Όταν προσεύχομαι σε γλώσσα, το πνεύμα μου πράγματι προσεύχεται, αλλά ο νους μου μένει ακαρποφόρητος». Ο νους δεν μπορει να ρυθμίση, ούτε ακόμα ν” ακολουθήση την κίνηση του πνεύματος, το οποίον, υψούμενο δια του Πνεύματος του Θεού, βυθίζεται στα βάθη του θείου. Έτσι, κατά την στιγμή που ο πιστός αισθάνεται την ελπίδα ν” αδυνατίζη μέσα του, ένας στεναγμός πιο υψηλός, πιο άγιος και πιο σφοδρός από κάθε τι που μπορεί να βγη απ” την ανανεωμένη του καρδιά, βγαίνει από μέσα του, ερχόμενος από τον Θεό, και πηγαίνοντας προς τον Θεό, σαν μια καθαρή ανάσα, που ανακουφίζει την αποθαρρυμένη του καρδιά.

Εδάφιο 27
«Ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων.»

Το «δε» θέτει σε αντίθεση την γνώση του Θεού, η οποία αντιλαμβάνεται πλήρως το αντικείμενο αυτού του στεναγμού, με την άγνοια της καρδιάς απ” την οποία προέρχεται. Ο Θεός συχνά καλείται στην Παλαιά Διαθήκη «ο καρδιογνώστης».
Όσο για την ευλογία την οποία επιθυμεί το Πνεύμα να έλθει στην καρδιά του πιστού, Αυτός γνωρίζει τη φύση της, και διακρίνει την υπέροχη πραγματικότητα της. Γιατί; Διότι αυτή η επιθυμία του Πνεύματος είναι αυτό που ο Θεός ο Ίδιος έχει προετοιμάσει για μας. Ο στεναγμός του Πνεύματος είναι «κατά Θεόν», σύμφωνα με τον Θεόν, σε συμφωνία με το σχέδιο του Θεού, το οποίον είναι να πραγματοποιηθή, διότι το Πνεύμα εμβαθύνει στα θεία σχέδια (Α” Κορ. Β10). Και εάν αυτό είναι έτσι, πως είναι δυνατόν ο Θεός να μην αντιληφθή έναν τέτοιο στεναγμό;
«Υπέρ αγίων»: Λέξεις με ιδιαίτερο βάρος. Αυτοί οι άγιοι είναι όντα στους οποίους το Πνεύμα ήδη κατοικεί. Μετά το ό,τι Αυτός (το Άγιο Πνεύμα) έχει κάνει γι” αυτούς, δεν είναι φυσικό να ενδιαφέρεται ο Ίδιος για την ολοκλήρωση της σωτηρίας τους;
Στις λέξεις «κατά Θεόν» και «υπέρ αγίων» υπάρχει διατυπωμένη ήδη μια σκεψη, η οποία πρόκειται τώρα ν” αναπτυχθή στο επόμενο χωρίο. Είναι η σκέψη ενός θείου σχεδίου, που έχει συλληφθεί πριν απ” όλη την αιωνιότητα προς χάριν των εκλεγμένων. Και είναι για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου που εργάζεται το Πνεύμα.
Τούτα τα λόγια του Παύλου (εδάφια 18-27), είναι μια συνοπτική έκθεση της ανείπωτης σύγχισης που βασιλεύει πάνω σ” όλη την δημιουργία, και επομένως της κατάστασης ατέλειας μέσα στην οποία αυτή είναι ακόμα, παρ” όλη την λύτρωση που έχει επιτελεσθεί. Η φύση το αισθάνεται, και ένας συνεχής θρήνος υψώνεται απ” την καρδιά της, που ζητά μια ανανέωση απ” τον ουρανό. Οι λυτρωμένοι συμμετέχουν και αυτοί σ” αυτόν τον στεναγμό, και περιμένουν για την δική τους ανανέωση, που θα είναι και το σήμα για την παγκόσμια επανόρθωση. Τέλος, το Πνεύμα, που είναι γνώστης των σχεδίων του Θεού για την δόξα μας (Α” Κορ. Β7), και ο Οποίος βλέπει καθαρά το ιδεώδες για το οποίο εμείς δεν έχομε παρά αναλαμπές, επιδιώκει με πόθο την πραγματοποίηση του. Έτσι εξαντλήθηκε η ανάπτυξη της πρώτης από τις δύο κύριες ιδέες αυτού του χωρίου, εκείνης του «συμπάσχειν». Ο Απόστολος τώρα περνά στην δεύτερη, είναι εκείνη του «συνδοξασθείναι». Η πρώτη ήταν η προϋπόθεση («είπερ», εδάφιο 17). Η δεύτερη, ο τελικός στόχος.

Εδάφιο 28
«Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν.»
«Γνωρίζομεν ότι δι” εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα συνεργούν δια καλόν, δι” εκείνους που είναι καλεσμένοι σύμφωνα με την πρόθεσιν του Θεού.»

«Δε»: «Αλλά», αντιθετικό. Σ” αυτόν τον παγκόσμιο αναστεναγμό, που μόλις έχει περιγράψει, και που του οποίου η πηγή είναι στα «παθήματα του παρόντος καιρού», ο Απόστολος αντιπαραθέτει την πλήρη βεβαιότητα, που ήδη κατέχουν οι πιστοί, για το ένδοξο τέρμα που έχει καθορισθεί προκαταβολικά απ” το σχέδιο του Θεού. Αυτό το τέρμα, που το περιμένουν με σιγουριά, είναι το φωτεινό σημάδι στο οποίο το μάτι τους είναι ήδη καρφωμένο, και που η λαμπρότητα του οποίου διαλύει τα σκοτάδια του δρόμου που έχουν ακόμα να βαδίσουν: «Στενάζομε, είναι αλήθεια. Έρχονται στιγμές που δεν ξέρουμε τι να προσευχηθούμε. Αλλά γνωρίζομε…»
«Τοις αγαπώσιν τον Θεόν». Τοποθετείται με έμφαση στην αρχή, διότι εκφράζει την προϋπόθεση κάτω απ” την οποίαν πραγματοποιείται στον άνθρωπο το προνόμιο που πρόκειται να διατυπωθή. Αυτό το χαρακτηριστικό της αγάπης για τον Θεό συνοδεύεται με την ιδιότητα των «αγίων», που ο Απόστολος αποδίδει στους πιστούς, εδάφιο 27, και πιο ειδικά με την κραυγή, «Αββά, Πατέρα», την έκφραση αυτή του υικού αισθήματος, εδάφιο 15. Εκείνοι που ανήκουν σ” αυτή την κατηγορία, δεν θα σταματήσουν ποτέ να δυναμώνουν, και να προοδεύουν με κάθε τι που μπορεί να τους συμβή. Σ” αυτό το φυσιολογικό μονοπάτι, όλα τα εμπόδια γίνονται μέσα βοηθείας. Το τέλος του εδαφίου θα εξηγήση το γιατί.
Ο όρος «πάντα» περιλαμβάνει το κάθε τι που μας συμβαίνει, ειδικά κάθε τι το οδυνηρό που έρχεται σε συνέπεια των παθημάτων του παρόντος καιρού, λόγω των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Θα ήταν βέβαια λάθος να συμπεριλάβωμε σ” αυτό και ό,τι εμείς κάνομε μόνοι μας ανυπακούοντας το θέλημα του Θεού, μια και αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με την ιδέα «γι” αυτούς που αγαπούν τον Θεό».
Το «συνεργεί» έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Σύμφωνα με μερικούς, σημαίνει ότι όλα εργάζονται με αρμονία (σύγκρινε το «συν», εδ. 22). Σύμφωνα με άλλους, όλα εργάζονται «από κοινού» με τον Θεό, κάτω από την διεύθυνση Του. Άλλοι τέλος, «Όλα εργάζονται από κοινού με τον πιστό, ο οποίος είναι το αντικείμενο τους, και ο οποίος ο ίδιος επιθυμεί το καλό». Αυτή η τελευταία έννοια είναι η πλέον φυσική.
«Εις αγαθόν»: Δεν σημαίνει μόνον κάθε καλό αποτέλεσμα, οιονδήποτε, στο οποίο το κάθε τι καταλήγει για τον πιστό, αλλά και εκείνη την συνεχή πρόοδο στον τελικό στόχο, στον οποίον μας οδηγεί το σχέδιο του Θεού, και ο οποίος συνιστά τον πραγματικό μας προορισμό. Το κάθε τι είναι προσαρμοσμένο να επιταχύνη την πρόοδο μας σ” αυτή την κατεύθυνση, άπαξ και η καρδιά μας έχει υποταγεί στον Θεό. Οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου δίνουν την αιτία. Εκείνοι που έχουν φθάσει να πάρουν τον Θεό σαν το θέμα της ζωής τους και το αντικείμενο της δραστηριότητας τους, εκείνοι που ζουν γι” Αυτόν, σαν τον Ίδιο τον Ιησού (ΣΤ10), είναι ακριβώς εκείνοι για χάρη των οποίων ο Θεός έχει μορφώσει το παγκόσμιο σχέδιο. Όλα λοιπόν που συμβαίνουν σύμφωνα μ” αυτό το σχέδιο, πρέπει να στραφούν προς χάριν τους. Η ιδέα του θείου σχεδίου εκφράζεται με τον όρο «πρόθεσις».
Σ” αυτό το σχέδιο σωτηρίας περιλαμβάνονται ταυτόχρονα και τα άτομα στα οποία αυτό πρόκειται να πραγματοποιηθή. Αυτός είναι ο λόγος που αυτοί δηλώνονται σαν «τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν».
Η κλήση είναι η πρόσκληση που απευθύνεται απ” τον Θεό στον άνθρωπο, όταν δια του κηρύγματος του Ευαγγελίου Του του προσφέρει σωτηρία εν Χριστώ. Αυτή η κλήση δια του Λόγου, πάντα συνοδεύεται με μια εσωτερική ενέργεια του Πνεύματος, η οποία τείνει να καταστήση το κήρυγμα αποτελεσματικό. Όλοι καλούνται το ίδιο σοβαρά. Μόνον που μερικοί μόνον συγκατατίθενται ν” ανταποκριθούν στο κάλεσμα, οι άλλοι αρνούνται. Αυτή η διάκριση δείχνεται από τον Ίδιο τον Κύριο όταν λέγη, «Πολλοί οι κλητοί, λίγοι οι εκλεκτοί», Ματθαίος Κ16. Οι «εκλεκτοί» σ” αυτό το χωρίο είναι εκείνοι που αποδέχονται το κάλεσμα, και σώζονται από ανάμεσα στον κόσμο που χάνεται. Οι «κλητοί» είναι εκείνοι που, μη αποδεχόμενοι το κάλεσμα, παραμένουν «κεκλημένοι», και τίποτα περισσότερο, και αυτό προς καταδίκη τους.
Εκείνο που θέλει να πει ο Απόστολος είναι αυτό: Υπάρχει κάτι που προηγείται των παρόντων παθημάτων των πιστών. Είναι ο αιώνιος σκοπός (η «πρόθεση»), δυνάμει του οποίου έλαβε χώρα η κλήση τους. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν παρά, όλα τα πράγματα να στραφούν για το καλό τους.
Η σχέση μεταξύ των «τοις αγαπώσι τον Θεόν» και «τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν» μας θυμίζει τα λόγια του Ιωάννη, «Εμείς αγαπάμε αυτόν επειδή αυτός πρώτος μας αγάπησε», Α” Ιωάννη Δ19.
Η ιδέα της «πρόθεσης» του Θεού αναπτύσσεται στα δύο εδάφια 29 και 30. Το εδάφιο 29 δείχνει τον τελικό της στόχο. Το εδάφιο 30 σημειώνει το μονοπάτι που οδηγεί στην πραγματοποίηση αυτού του στόχου.

Εδάφιο 29
«Ότι ους προέγνω, και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς».
«Διότι εκείνους που προεγνώρισε, αυτούς και προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την εικόνα του Υιού του, ώστε αυτός να είναι πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών».

Το «ότι» μας φέρνει στην βασική ιδέα του εδαφίου 28: Όλα τα πράγματα θα πρέπει να στραφούν προς το καλό αυτών που καλούνται σύμφωνα προς το αιώνιο σχέδιο του Θεού. Γιατί έτσι; Διότι άπαξ και τους προγνώρισε ατομικά, ο Θεός έχει καθορίσει να τους φέρει στην δοξασμένη ολοκλήρωση της τέλειας ομοιότητας με τον Υιόν Του. Αυτό είναι το τέλος, ο στόχος, με τον οποίον κατά νουν έχει διατάξει το σχέδιο όλων των πραγμάτων προκαταβολικά.
Με το «ους προέγνω», ο Παύλος εκφράζει προφανώς την προϋπόθεσιν του «προώρισεν». Η απόφαση του «προορισμού» θεμελιώνεται πάνω στην πράξη της «πρόγνωσης». Τι να εννοεί ο Παύλος μ” αυτή την τελευταία λέξη; Η έννοια αυτού που θέλει να μας πει εδώ φαίνεται να είναι αυτή: «Ους προέγνω» = Αυτούς, πάνω στους οποίους το μάτι Του καρφώθηκε πριν απ” όλη την αιωνιότητα με αγάπη. Αυτούς τους οποίους αιωνίως ατένιζε και διέκρινε σαν δικούς Του.
Αλλά κατά ποίαν άποψη ο Θεός τους προγνώριζε; Προφανώς όχι σαν όντα που κάποια μέρα θα έλθουν στην ύπαρξη, διότι η πρόγνωση σ” αυτή την περίπτωση θα είχε εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους, και ο Απόστολος δεν θα έλεγε «ους προέγνω». Ούτε πάλι τους προγνώρισε σαν μελλοντικούς σωσμένους και δοξασμένους, γιατί αυτό είναι το αντικείμενο της απόφασης του προορισμού, στο οποίον ο Απόστολος θα αναφερθή στην συνέχεια, και αυτό το αντικείμενο δεν μπορεί να είναι εκείνο της πρόγνωσης. Δεν υπάρχει άρα παρά μια απάντηση: Προγνωσθέντες ως βέβαιοι να εκπληρώσουν την προϋπόθεση της σωτηρίας, τουτέστιν την πίστη. Προγνωσθέντες σαν δικοί Του δια πίστεως.
Η πράξη της γνώσης, ακριβώς σαν εκείνη της όρασης, υποθέτει ένα αντικείμενο αντιληπτό απ” το πρόσωπο που γνωρίζει ή βλέπει. Δεν είναι η πράξη της όρασης ή της γνώσης, που δημιουργεί αυτό το αντικείμενο. Είναι το αντικείμενο, αντιθέτως, που καθορίζει την πράξη της όρασης ή της γνώσης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την θεία πρόβλεψη ή πρόγνωση, διότι στην περίπτωση του Θεού, που υπάρχει πάνω απ” τον χρόνο, προόραση είναι όραση, γνώση του τι πρόκειται να είναι, είναι γι” Αυτόν γνώση του τι ήδη είναι. Και είναι η πίστη του πιστού, ένα μελλοντικό γεγονός, αλλά ήδη παρόν στην θέα Του, που καθορίζει την πρόγνωση Του. Αυτή η πίστη δεν υφίσταται επειδή ο Θεός την βλέπει. Αυτός την βλέπει, αντιθέτως, επειδή αυτή, σε μια δεδομένη στιγμή στον χρόνο, θα έλθη στην ύπαρξη. Άρα λοιπόν, «Ους προέγνω»: “Οποιον ο Θεός γνώρισε προκαταβολικά ως βέβαιον να πιστέψη, αυτόν του οποίου την πίστη είδε προαιωνίως. Αυτόν «προόρισεν», σαν το αντικείμενο μιας μεγάλης απόφασης, δηλαδή, ότι δεν θα τον εγκαταλείψει, έως ότου τον φέρει στην τέλεια ομοιότητα του Υιού Του.
Είναι καθαρό από το «ους» και το «τούτους», ότι εκείνα τα άτομα ήσαν προσωπικά παρόντα στην σκέψη Του όταν προχώρησε στην απόφαση.
Καθώς το πρώτο ρήμα («προέγνω») περιείχε μια πράξη γνώσης, το δεύτερο («προώρισε») περιέχει μια πράξη ελεύθερης θέλησης και εξουσίας. Αλλά η θέληση του Θεού δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τυφλή. Είναι βασισμένη σε μια αρχή φωτός, στην γνώση. Σε σχέση με τον άνθρωπο του οποίου την πίστη προβλέπει, αποφασίζει σωτηρία και δόξα. Το αντικείμενο της απόφασης δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η πίστη, σαν ο Θεός να έλεγε: «Όσο για σένα, εσύ θα πιστέψης. Όσο για σένα, εσύ δεν θα πιστέψης.» Το αντικείμενο του προορισμού είναι η δόξα: «Σε βλέπω να πιστεύης…Θέλω λοιπόν ώστε εσύ να δοξασθής σαν τον Υιόν μου.» Τέτοια είναι η έννοια της απόφασης. Ο προορισμός για τον οποίον ο Παύλος μιλά δεν είναι ένας προορισμός σε πίστη, αλλά ένας προορισμός σε δόξα, θεμελιωμένος στην πρόγνωση της πίστης.
Η πίστη βέβαια είναι κατά μία έννοια έργο του Θεού, αλλά περιέχει έναν συντελεστή, δυνάμει του οποίου, η αντίδραση που δημιουργείται απ” αυτή στον Θεό, είναι όπως η αντίδραση που δημιουργεί ένα αντικείμενο στον νου, ο οποίος λαμβάνει γνώση αυτού. Αυτό είναι η ελεύθερη προσχώρηση του ανθρώπου στην πρόσκληση του Θεού. Εδώ είναι και το στοιχείο που διαχωρίζει την πράξη της πρόγνωσης από εκείνη του προορισμού, λόγω του οποίου (στοιχείου) η πρόγνωση προηγείται λογικά του προορισμού.
Εκείνο που η απόφαση του προορισμού περιλαμβάνει, είναι η πραγματοποίηση της εικόνας του Υιού σ” όλους τους προγνωσθέντας πιστούς. Το «σύμμορφοι» συνδέεται κατ” ευθείαν με το «προόρισεν».
Ο Παύλος δεν λέγει, «σύμμορφοι», ή «σαν του Υιόν Του», αλλά, «σύμμορφοι προς την εικόνα του Υιού Του». Χρησιμοποιόντας αυτή την έκφραση, αναμφίβολλα εννοεί ότι ο Χριστός έχει πραγματοποιήσει στον εαυτόν Του έναν υψηλότερο «τύπο ύπαρξης» (εικόνα), τον οποίον εμείς πρόκειται να πραγματοποιήσωμε μετά απ” Αυτόν. Αυτός είναι ο τύπος του ανθρώπου – Θεού, καθώς τον βλέπομε στον Χριστό. Τέτοια είναι η ένδοξη αμφίεση που ο Θεός παίρνει απ” τον Υιόν Του, ώστε μ” αυτή να ντύση τους πιστούς. Τι στην πραγματικότητα ήταν ο στόχος του Θεού στην δημιουργία του ανθρώπου; Επιθυμούσε να έχη για τον εαυτόν Του μια οικογένεια υιών. Γι” αυτό καθόρισε, σαν πρώτο μέρος, να κάνη τον Υιόν Του αδελφό μας. Στην συνέχεια υψώνει, στο πρόσωπο Του, την ανθρώπινη μας ύπαρξη στην θεία κατάσταση. Και τέλος, κάνει όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν, μετόχους αυτής της ένδοξης μορφής ύπαρξης. Αυτό είναι το περιεχόμενο της απόφασης Του. Προφανώς, ο Χριστός είναι το πρώτο της αντικείμενο. Και είναι γι” αυτό τον λόγο που καλείται ο «Εκλεκτός», Ησαϊας ΜΒ1. Οι αδελφοί Του είναι εκλεγμένοι εν Αυτώ, Εφεσίους Α4-6. Η πρόθεση του Πατέρα, ενεργόντας έτσι, είναι να δοξάση τον Υιόν κάνοντας την ομορφιά Του να αντανακλασθή σε μια οικογένεια ζωντανής ομοιότητας.
Ο όρος «πρωτότοκος» αναμφίβολλα δηλώνει πρωταρχικά μια σχέση χρόνου: Ο Ιησούς προηγήθηκε όλων των άλλων στην δόξα, όχι μόνο λόγω της αιωνίας Του ύπαρξης, αλλά επίσης και ως άνθρωπος δια της ανάστασης και ανάληψης Του, σύγκρινε Κολοσσαείς Α15 και 18. Αλλά η απόφαση του προορισμού μας μεταφέρει σε μια αιώνια σφαίρα, όπου η ιδέα της χρονικής προτεραιότητας δεν έχει πλέον θέση, και μετασχηματίζεται σε κείνη της ανωτερότητας. Η ομοιότητα που θα φέρωμε εμείς, δεν θα είναι παρά η δική Του. Έτσι, ο τελικός σκοπός της θείας απόφασης είναι η δημιουργία μιας μεγάλης οικογένειας ανθρώπων, που έχουν γίνει μέτοχοι της θείας κατάστασης, ανάμεσα στους οποίους ο δοξασμένος Ιησούς λάμπει σαν το πρωτότυπο.
Αλλά πως γίνεται εμείς, εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι, να φερθούμε σ” αυτή την υπερτάτη κατάσταση; Σίγουρα ένα τέτοιο έργο δεν μπορεί να επιτελεσθή ως δια μαγείας. Απαιτείται να γίνη μέσα μας μια πλήρης ηθική μεταμόρφωση, που θα στρώση τον δρόμο για τον δοξασμό μας. Να γιατί ο Θεός, μετά που καθόρισε τον στόχο, και ανήγγειλε την απόφαση στην αιωνιότητα, ξεκίνησε να υλοποιήση το έργο μέσα στον χρόνο. Είδε όλους αυτούς τους προγνωσθέντας μέσα στο λιμάνι τους, πριν τους βγάλει στην θάλασσα. Και άπαξ και τους έβγαλε, άρχισε να ενεργή. Αυτή είναι η έννοια του εδαφίου 30.

Pages