Εδάφιο 21
«Ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού».
«Ότι»: Μπορούμε να το πάρωμε κατά δύο τρόπους: α) «Με την ελπίδα ότι». Το εδάφιο 21 θα ανέφερε τότε σε τι συνίσταται αυτή η ίδια η ελπίδα. β) Μπορούμε να το πάρωμε στην έννοια του «διότι», και να βρούμε στο εδάφιο 21 την αιτία της ελπίδας: «Λέγω: με την ελπίδα, διότι…» Αυτή φαίνεται να είναι και η πιο φυσική έννοια.
«Δουλεία της φθοράς»: Υποδούλωση στην φθορά. Ο όρος «φθορά» είναι πιο δυνατός από τον όρο «ματαιότητα», και υπηρετεί να τον ορίση με περισσότερη ακρίβεια.
Ο Παύλος δεν λέγει ότι η φύση θα συμμετέχει στην δόξα, αλλά μόνον στην ελευθερία της δόξης των παιδιών του Θεού. Η ελευθερία είναι ένα απ” τα στοιχεία της ένδοξης τους κατάστασης, και είναι η μόνη που μπορεί να αξιώση η φύση. Μέσα σε τούτη την ελευθερία περιέχεται η ανεμπόδιστη ανάπτυξη όλων των δυνάμεων της ζωής, της ομορφιάς και της τελειότητας, με τις οποίες θα προικισθή αυτή η νέα φύση. Δεν υπάρχει τίποτα να δείχνει ότι ο Απόστολος σκέφτεται για την επιστροφή στην ζωή των όντων ατομικά, που συνθέτουν το παρόν σύστημα της φύσης.
Εδάφιο 22
«Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν.»
Η ελπίδα που εκφράζεται στο εδάφιο 21 δικαιολογείται στο εδάφιο 22.
Με το «οίδαμεν» ο Παύλος προσφεύγει όχι σ” ένα παλιό βιβλίο που έχει χαθεί, αλλά σ” ένα βιβλίο πάντα ανοικτό σε κείνους που έχουν μάτια να το διαβάσουν, την φύση την ίδια, η καθημερινή θέα της οποίας διακηρύσσει αρκετά δυνατά όλα που ο Παύλος λέγει εδώ. Δεν είναι μια κραυγή παγκοσμίων παθημάτων, μια θλιβερή θέα που ανεβαίνει συνεχώς απ” όλη την ζωή της φύσης; Δεν έχουν οι ποιητές πιάσει αυτόν τον απέραντο στεναγμό σε κάθε εποχή; Δεν έχουν γίνει τα ποιήματα τους η έκφραση του; Όπως κάποιος είπε, «Στην πιο όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα, ενώ η φύση δείχνει όλα τα θέλγητρα της, ενώ η καρδιά μεθά από θαυμασμό, και όμως εκεί, μια μελαγχολία ρίχνει τον ίσκιο της».
Το «συν» που αποτελεί το πρώτο συνθετικό των δύο ρημάτων, αναφέρεται στην συμμετοχή όλων των όντων της φύσης σ” αυτόν τον κοινόν στεναγμό.
Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο από στεναγμός. Υπάρχει αγωνιώδης προσπάθεια, ωδίνη («συνωδίνει»). Φαίνεται σαν τούτη η φύση να φέρει στην κοιλιά της το σπέρμα μιας πιο τέλειας φύσης, και να αισθάνεται στην μήτρα της το ξεπήδημα μιας νέας οικουμένης.
«Άχρι του νυν»: Ακόμη και μετά που η απολύτρωση έχει ήδη επιτελεσθεί. Η περιοχή του πνεύματος έχει ήδη αρχίσει ν” ανανεώνεται διότι διεισδύθηκε από το Άγιο Πνεύμα την Πεντηκοστή. Η περιοχή όμως της φύσης έχει παραμείνει έως τώρα έξω απ” την ενέργεια αυτής της αρχής που φέρνει την ανανέωση, σύγκρινε το «έως άρτι», Α” Κορ. Δ13.
Η σχέση του ανθρώπου με την φύση είναι πολύ βαθειά. Η πτώση του έφερε την πτώση της. Είναι όπως το μπουμπούκι που έπεσε απ” το κλαδί και το άφησε άκαρπο. Όπως είπε και κάποιος, «Η φύση, με την μελαγχολική της γοητεία, μοιάζει με νύφη η οποία, κατά την στιγμή ακριβώς που ήταν έτοιμη για τον γάμο, είδε τον γαμβρό να πεθαίνη, την ημέρα ακριβώς του γάμου. Στέκεται ακόμα με το στέμμα και το νυφικό, αλλά με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.» Οι αρχαίοι στοχαστές μιλούσαν για μια «ψυχή» του κόσμου. Η «ψυχή» του κόσμου είναι ο άνθρωπος, τούτο μπορεί κάποιος να συμπεράνει απ” την Βίβλο, και ειδικά από αυτό το τόσο σπουδαίο χωρίο. Είναι ο Θεός που τον όρισε κυρίαρχο του, δημιουργό στην δική Του εικόνα μέσα σ” αυτόν.
Ο στεναγμός της φύσης, για τον οποίον μόλις μας μίλησε ο Απόστολος, είναι η έκφραση και η απόδειξη της αφύσικης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ίδια και όλα τα όντα που ανήκουν σ” αυτήν. Αλλά δεν είναι μόνον αυτή που υποφέρει απ” αυτή την κατάσταση της ατέλειας. Άλλα όντα, μιας υψηλότερης τάξης, τα οποία έχουν ήδη επανορθωθεί στην φυσιολογική τους κατάσταση, υποφέρουν το ίδιο, και σμίγουν τον στεναγμό τους μ” εκείνον της φύσης. Είναι το θέμα που αναπτύσσεται στα εδάφια 23-25
Εδάφιο 23
«Ου μόνον δε, αλλά και αυτοί την απαρχήν του Πνεύματος έχοντες και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών.»
«Και όχι μόνον αυτή, αλλά και εμείς οι ίδιοι, που έχομεν την απαρχήν του Πνεύματος, στενάζομεν μέσα μας καθώς περιμένομεν την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος μας.»
Ο στεναγμός των ιδίων των πιστών, ανθρώπων ήδη ζωοποιημένων με το Πνεύμα του Θεού, υψώνεται μαζί μ” εκείνον της κτίσης.
Η σύνδεση μεταξύ του «έχοντες» και του «στενάζομεν» θα πρέπει ν” αποδοθή με το «παρ” όλο»: «Παρ” όλο που ήδη κατέχομε, ακόμα στενάζομε».
«Την απαρχήν του Πνεύματος»: Οι χριστιανοί εδώ κάτω λαμβάνουν μόνον μια απαρχή, μια προκαταβολή, ενώ εκεί τότε θα τους δοθεί η πληρότητα του Πνεύματος. Μπορούμε λοιπόν να το αποδώσωμε: «Την απαρχή εκείνου του δώρου που είναι το Πνεύμα».
Αλλά οι Απόστολος εδώ δεν αντιπαραθέτει μια ατελή με μια περισσότερο τέλεια πνευματική κατάσταση. Αντιπαραθέτει μια εσωτερική κατάσταση, ήδη σχετικά τέλεια, με μια εξωτερική κατάσταση που δεν συμμετέχει ακόμα στην πνευματική ανανέωση. Αυτό φαίνεται καθαρά από τις τελευταίες λέξεις, «απεκδεχόμενοι την απολύτρωσιν του σώματος ημών». Οπότε μπορούμε να το αποδώσωμε πιο καλά: «Την απαρχή η οποία συνίσταται στο Ίδιο το Πνεύμα». Αυτή η έννοια, πέραν αυτού, αποδεικνύεται και από την προσεκτική σύγκριση του Β” Κορ. Α22 και Εφ. Α14. Ο Παύλος εννοεί: «Εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι με την κατοχή του Πνεύματος έχομε ήδη εισέλθει εσωτερικά στον καινούργιο κόσμο, ακόμα στενάζομε, διότι υπάρχει ένα μέρος της ύπαρξης μας, ο εξωτερικός άνθρωπος, που ακόμα δεν απολαμβάνει αυτό το προνόμιο».
«Εν εαυτοίς»: Συχνά στενάζομε εσωτερικά, ακόμα και όταν οι άλλοι γύρω δεν το υποψιάζονται, και παρ” όλο που μας ακούνε να διακηρύττωμε την σωτηρία σαν ένα γεγονός ήδη επιτελεσμένο.» Η δυσαρμονία του «παιδιού του Θεού» και του «παιδιού του χώματος» παραμένει ακόμα επάνω μας. Εμείς περιμένομε κάτι.
Αυτό το «κάτι» ο Παύλος το ονομάζει «υιοθεσία», και το εξηγεί με το «απολύτρωση του σώματος». Αναμφίβολλα η υιοθεσία μας, από άποψη δικαιώματος, είναι γεγονός (Γαλ. Δ6). Στην πραγματικότητα όμως αυτό συμβαίνει μόνον στην πνευματική μας περιοχή, διότι εκεί ήδη κατέχομε το Πνεύμα του Πατέρα μας, καθώς ο Παύλος το έχει αναπτύξει, εδάφια 14-16. Αλλά η κατάσταση των «υιών του Θεού» δεν θα πραγματοποιηθεί πλήρως σε μας, παρά μόνον όταν, στην αγιότητα του πνεύματος, εκεί προστεθεί η δόξα και η τελειότητα του σώματος.
Λέγοντας «απολύτρωση του σώματος μας» ο Παύλος κατά κανέναν τρόπο δεν εννοεί την απελευθέρωση από το σώμα μας. Είναι το ίδιο το σώμα μας που πρόκειται να ελευθερωθή από την παρούσα φθορά. Από το Β” Κορ. Ε4 βλέπομε ότι ο Παύλος επιθυμούσε, όχι να ξεντυθή, αλλά να ντυθή επάνω, δηλαδή να πάρη το δοξασμένο του σώμα, με την δύναμη του οποίου θα καταποθή το παρόν θνητό του σώμα. Είναι δια της μεταμόρφωσης του σώματος μόνον, που θα γίνωμε πλήρως «υιοί του Θεού». Σύγκρινε την αναφορά σχετικά με τον Ίδιο τον Κύριο (Α3,4), η οποία δεν είναι μεν ταυτόσημη, αλλά είναι ανάλογη.
Εδάφια 24,25
«Τη γαρ ελπίδι εσώθημεν. Ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς. Ο γαρ βλέπει τις, τι και ελπίζει; Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι” υπομονής απεκδεχόμεθα.»
«Διότι με την ελπίδα αυτήν εσωθήκαμε. Αλλ” ελπίς που την βλέπει κανείς δεν είναι ελπίς. Διατί να ελπίζη κανείς δι” εκείνο που ήδη βλέπει; Αλλ” εάν ελπίζωμεν δι” εκείνο που δεν βλέπομεν, τότε το περιμένομεν με υπομονήν.»
Το εδάφιο 24 χρησιμοποιεί ένα από τα τρία στοιχεία που συνιστούν την χριστιανική ζωή, την ελπίδα (Α” Κορ. ΙΓ13), για να δείξη την πραγματικότητα εκείνης της κατάστασης στεναγμού και προσμονής, που μόλις έχει λεχθεί για τους πιστούς. Αναμφίβολλα, από το ένα μέρος, η σωτηρία είναι ένα πράγμα τελειωμένο. Αυτό δείχνεται με τον αόριστο «εσώθημεν». Απ” το άλλο όμως, αυτή η σωτηρία, έχοντας διεισδύσει μόνο στο πνευματικό μέρος της ύπαρξης μας, δεν έχει πλήρως πραγματοποιηθεί, και αφήνει χώρο για αναμονή μιας πιο πλήρους πραγματοποίησης. Εξ αυτού το περιοριστικό «τη ελπίδι». Είναι σ” αυτή την λέξη, προφανώς, που δίνεται εδώ η έμφαση, γι” αυτό είναι τοποθετημένη και στην αρχή της πρότασης, σαν δοτική του τρόπου: «Κατά τον τρόπο της ελπίδας». Άρα η έννοια είναι: «Εάν είμαστε σωσμένοι, πράγμα που είναι βέβαιον, αυτό στέκει καλά μόνο όταν λογαριάζωμε το στοιχείο της ελπίδας, που συνεχίζει πάντα στην παρούσα μας κατάσταση».
Προσοχή μην ταυτίσουμε σε τούτο το εδάφιο την ελπίδα με την πίστη, και βρούμε εδώ την ιδέα της σωτηρίας δια πίστεως. Ο Παύλος μιλά καθαρά για ελπίδα, στην απλή έννοια της λέξης.
Από την Αποστολική ήδη εποχή βρίσκομε πρόσωπα τα οποία, διεγειρμένα από ένα αίσθημα εσφαλμένης πνευματικότητας, εκήρυτταν εκείνην την σωτηρία που αφορούσε μόνον την υψηλότερη φύση του ανθρώπου, την πνευματική, εγκαταλείποντας το σώμα σε αιώνιο όλεθρο. Αυτό συνέβαινε μ” εκείνους τους χριστιανούς της Κορίνθου, που αρνιόταν την ανάσταση του σώματος (Α” Κορ. ΙΕ), και μ” εκείνους τους αιρετικούς της Μ. Ασίας, που ισχυριζόταν ότι ήδη η ανάσταση είχε γίνει (Β” Τιμ. Β18), πιθανώς διότι την συνέχεαν με την ηθική αναγέννηση.
Η έννοια των δύο τελευταίων προτάσεων του εδαφίου 24 είναι καθαρή: «Τώρα, η ελπίδα υπονοεί μη κατοχή».
Στις λέξεις, «ελπίς βλεπομένη», ο όρος «ελπίς» λαμβάνεται στην θέση του αντικειμένου που ελπίζομε, όπως συχνά συμβαίνει, Κολοσσαείς Α5 για παράδειγμα.
Εδάφιο 25
«Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι” υπομονής απεκδεχόμεθα.»
«Τώρα, υποχρεωμένοι καθώς είμαστε ακόμα, να ελπίζωμε χωρίς να βλέπωμε, τούτη η αναμονή παίρνει αναγκαστικά τον χαρακτήρα της καρτερικότητας, της υπομονής». Για να καταλάβωμε αυτή την σκέψη, είναι αρκετό να θυμηθούμε την ετυμολογική έννοια της λέξης «υπομένειν»: Είμαι και κρατώ κάτω από ένα βάρος.
Το «δι” υπομονής απεκδεχόμεθα» αντιστοιχεί ως εκ τούτου στο: Είναι κρατόντας κάτω από το βάρος των παρόντων παθημάτων, που εμείς αναμένομε με βεβαιότητα το ελπιζόμενο για το μέλλον. Και το συμπέρασμα είναι αυτό: Δεν είμαστε λοιπόν ακόμη στην φυσιολογική μας κατάσταση. Διαφορετικά προς τι η υπομονή;