Εδάφια 16,17
«Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν».
«Αυτό το Πνεύμα μαρτυρεί μαζί με το πνεύμα μας ότι είμεθα παιδιά του Θεού. Εάν δε είμεθα παιδιά του, τότε είμεθα και κληρονόμοι. Κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού, εάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, δια να δοξασθούμε επίσης μαζί του.»
Η έκφραση «Αυτό το Πνεύμα» σημαίνει, «το Άγιο Πνεύμα το Ίδιο», σαν το άμεσο όργανο του Θεού. Όσοι δεν είναι ξένοι στην εμπειρία των θείων πραγμάτων, γνωρίζουν ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας κατάστασης διαμορφωμένης μέσα μας από το Άγιο Πνεύμα, η οποία εκφράζει τον εαυτόν της στην μορφή της προσευχής (εδάφιο 15), και της γλώσσας στην οποία ο Θεός απαντά σε μας κατ” ευθείαν, μέσω του Πνεύματος. Αυτή η διαφορά φαίνεται καθαρά στο επόμενο χωρίο, όπου ο Απόστολος διαχωρίζει χαρακτηριστικά τον στεναγμό του Ιδίου του Πνεύματος σε κείνους που έχουν λάβει τους πρώτους καρπούς Του (εδάφιο 26), απ” τον δικό τους στεναγμό (εδάφιο 23). Μια παρόμοια διαφορά παρατηρούμε στην ζωή του Ιδίου του Ιησού, όταν είναι Αυτός που λέγει: «Πατέρα μου» (Λουκάς Β49), και όταν είναι ο Θεός που λέγει σ” Αυτόν: «Εσύ είσαι ο Υιός μου» (Λουκάς Γ12). Έτσι, σ” αυτή την περίπτωση, ο Απόστολος εννοεί ότι «είμεθα υιοί του Θεού», όχι μόνον διότι η καρδιά μας τρέφει μια υιική διάθεση προς τον Θεό, που μας εμπνέει με την κραυγή της αγάπης, «Πατέρα μου», αλλά – και αυτό είναι ακόμα πιο υπέροχο – διότι απ” την καρδιά του Ιδίου Θεού, από εκεί έρχεται κάτω η απάντηση με την φωνή του Αγίου Πνεύματος: «Παιδί μου»! Δεν είναι μόνον τα χέρια μας που απλώνονται να αγγίξουν τον Θεό, ο Οποίος δίνει τον εαυτόν Του σε μας εν Χριστώ, αλλά είναι και τα δικά Του που ταυτόχρονα μας πιάνουν και μας σύρουν στην αγκαλιά Του.
«Συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών», δεν σημαίνει, «μαρτυρεί μαζί με το πνεύμα μας». Τούτη η φράση εννοεί ότι είναι το πνεύμα μας που δέχεται, που παίρνει αυτή την θεία μαρτυρία (δοτική: Τω πνεύματι).
Εδάφιο 17
«Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν».
Ο Απόστολος έδειξε ότι είμαστε υιοί (ή παιδιά), πρώτα από το υιικό αίσθημα που παράγεται μέσα μας από το Πνεύμα, και μετά από την κατ” ευθείαν μαρτυρία του Ιδίου του Πνεύματος. Στα εδάφια 13 και 14 είχε πει: «Θα ζήσετε διότι είσθε υιοί». Μετά έδειξε την πραγματικότητα αυτού του τίτλου «υιός». Και τώρα εξάγει απ” αυτό την απόδειξη της κληρονομιάς (και το να είσαι κληρονόμος του Θεού ταυτίζεται με το να κατέχης την ζωή).
Αναμφίβολλα ο Θεός δεν πεθαίνει, σαν εκείνους που χρειάζεται να πεθάνουν πρώτα για να αφήσουν την κληρονομιά. Είναι από το μέσον της δόξας Του που Αυτός πλουτίζει τους γυιούς Του, μεταδίδοντας την σ” αυτούς, δηλαδή, μεταδίδοντας τον εαυτόν Του σ” αυτούς. Διότι, αν το δούμε στο βάθος, η κληρονομιά Του δεν είναι παρά ο Ίδιος ο εαυτός Του, και το καλλίτερο που μπορεί να δώση στα παιδιά Του είναι να κατοικήση σ” αυτά. Ο Παύλος εκφράζει αυτό το ίδιο, όταν περιγράφη αυτή την τέλεια κατάσταση στις λέξεις: «Ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α” Κορ. ΙΕ28). Εδώ όμως προσθέτει μια έκφραση ειδικά προσαρμοσμένη να εντυπώση μέσα μας το μεγαλείο μιας τέτοιας κατάστασης: «Συγκληρονόμοι δε Χριστού». Επειδή η επιβλητικότητα του τίτλου «κληρονόμος του Θεού» μπορεί εύκολα να χαθεί στην ασάφεια, ο Απόστολος, για να κάνη αυτή την αφηρημένη έννοια πιο χειροπιαστή, προσθέτει αυτό το συγκεκριμένο γεγονός. Και το να είσαι κληρονόμος μαζί με τον Χριστό, δεν είναι να κληρονομήσης δευτερευόντως, να κληρονομήσης δηλαδή απ” Αυτόν. Είναι να τεθής στην ιδία θέση με Αυτόν, είναι να μοιρασθής την θεία κληρονομιά με Αυτόν.
Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει ο τίτλος «κληρονόμοι του Θεού», ας θεωρήσωμε την σχέση μεταξύ του Χριστού και του Θεού, και θα πάρωμε μια ιδέα του τι μας οδηγεί να ελπίζωμε ο τίτλος μας «υιοί Θεού» (σύγκρινε εδάφιο 29).
Αλλά για να φθάσης στην κατοχή της κληρονομιάς, υπάρχει ακόμα μια προϋπόθεση να εκπληρωθή: «Είπερ συμπάσχωμεν». Ο Παύλος γνωρίζει καλά ότι, ναι μεν είμαστε διψασμένοι για δόξα, αλλά είμαστε και εξ ίσου έτοιμοι να τραβηχτούμε πίσω για ν” αποφύγωμε τα αναγκαία παθήματα. Και είναι ακριβώς στα παθήματα, που ο δεσμός μεταξύ του Χριστού και των προσώπων μας, δυνάμει του οποίου θα είμαστε σε θέση να γίνωμε κληρονόμοι Του, σφυρηλατείται. Τότε μόνον εισερχόμαστε στην κατοχή της κοινής κληρονομιάς της δόξας, όταν αποδεχόμαστε το μερος μας της κοινής κληρονομιάς των παθημάτων.
«Είπερ»: «Εάν πράγματι, καθώς καλούμεθα σ” αυτό, έχομε το κουράγιο να…» Αυτές οι τελευταίες λέξεις είναι η μετάβαση στο χωρίο που ακολουθεί αμέσως μετά, στο οποίο εκτίθεται, πρώτα η κατάσταση δυστυχίας του κόσμου όπως είναι τώρα, και στην συνέχεια μετά η βεβαιότητα της ενδόξου κατάστασης που μας περιμένει.
Ολοκλήρωση του Σχεδίου Σωτηρίας, παρ” όλα τα Παθήματα της Παρούσης μας Κατάστασης. Η18-30.
Ομιλόντας για την πλήρη νίκη που κερδίζεται απ” το Πνεύμα του Χριστού πάνω στα τελευταία υπολείμματα της καταδίκης, ο Παύλος φαινόταν να υποθέτη ότι το έργο είχε ήδη φθάσει στον στόχο του, και ότι τίποτα άλλο δεν απέμενε, από του να περάσωμε στην δόξα. Αλλά στις λέξεις, «είπερ συμπάσχωμεν», εδώ δίνει να γίνη αντιληπτό ότι για τα παιδιά του Θεού παραμένει ακόμα να περπατηθή ένας δρόμος παθημάτων σε κοινωνία με τον Χριστό, και ότι η εποχή της δόξας θ” ανοίξη γι” αυτούς μετά από αυτή την οδυνηρή παρένθεση. Αυτές οι δύο σκέψεις, η παρούσα κατάσταση παθημάτων, και η βεβαία δόξα στην οποία καταλήγει, είναι το θέμα του ακολούθου τμήματος. Συγκεκριμένα δείχνεται η κατάσταση δυστυχίας του κόσμου στις παρούσες του συνθήκες, μια κατάσταση που φανερώνεται απ” τον στεναγμό της όλης δημιουργίας, από εκείνον των ιδίων των πιστών, και τέλος από εκείνον του Αγίου Πνεύματος. Στην συνέχεια η βεβαιότητα, παρ” όλα αυτά, για την πλήρη πραγματοποίηση του ενδόξου σχεδίου, που έχει συλληφθεί αιωνίως από τον Θεό για την δόξα μας.
Εδάφιο 18
«Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς»
«Φρονώ ότι τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν έχουν καμμίαν αξίαν συγκρινόμενα με την δόξαν που μέλλει να αποκαλυφθή σ” εμάς».
«Λογίζομαι»: Κρίνω μετά από υπολογισμό. Ο Απόστολος εννοεί ότι όταν συγκρίνη τα παθήματα που υποφέρει απ” την παρούσα κατάσταση πραγμάτων, με την δόξα που τον περιμένει στο μέλλον, δεν βρίσκει ότι αυτά μπορεί να έχουν οιονδήποτε βάρος στην ζυγαριά των αποφάσεων του.
Αυτός ο «νυν καιρός» δηλώνει τις πραγματικές καταστάσεις της γήινης μας ζωής, σε αντίθεση μ” εκείνες του νέου κόσμου που την διαδέχεται. Τούτες είναι, απ” το ένα μέρος, τα παθήματα που προκύπτουν από σωματικές ασθένειες και απ” τις ανάγκες της ζωής, απ” το άλλο, εκείνα που προκαλούνται από την έχθρα των ανθρώπων γύρω μας, και από τις αμαρτίες τις δικές μας. Ο Παύλος όμως, αν και υπέστη περισσότερον από τον καθένα αυτά τα δύο είδη παθημάτων, τα ονομάζει, Β” Κορ. Δ17, «στιγμιαία ελαφρά θλίψη», σε αντίθεση με το αιώνιο βάρος δόξης που βλέπει εμπρός του.
Τούτη η δόξα πρόκειται ν” αποκαλυφθή. Άρα ήδη είναι. Και πράγματι υπάρχει, όχι μόνον στο σχέδιο του Θεού το αποφασισμένο για μας, αλλά επίσης στο πρόσωπο του Χριστού δοξασμένου, με την εμφάνιση του Οποίου θα φανή και αυτή ορατά.
«Εις ημάς»: Μέσα μας, και για μας. Ο Παύλος δεν γράφει «εν ημίν» γιατί αυτή η έκφραση θα ήταν ανεπαρκής. Η δόξα δεν συνίσταται μόνον στην μεταμόρφωση μας, αλλά επίσης και στον ερχομό του Ιδίου του Κυρίου, και την μεταμόρφωση της οικουμένης. Έτσι θα φανή, ταυτόχρονα, για μας και μέσα μας. Τούτο εκφράζει το «εις ημάς».
Το εδάφιο 19 αρχίζει την ανάπτυξη αυτής της γενικής κατάστασης δυστυχίας και αναμονής, στην οποίαν ακόμα μετέχει η Εκκλησία, και η οποία δηλώθηκε με τον όρο, «τα παθήματα του παρόντος καιρού», εδάφιο 18.
Εδάφιο 19
«Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται».
«Η πλάσις αναμένει με λαχτάρα την αποκάλυψιν των υιών του Θεού».
«Γαρ»: Είμαστε ήδη αναστημένοι πνευματικά, εσωτερικά, αλλά ακόμα μακρυά από του να συμβή αυτό και εξωτερικά. Για να χρησιμοποιήσωμε την Βιβλική ορολογία, όσον αφορά το πνεύμα, είμαστε στον ερχόμενον αιώνα. Όσον αφορά το σώμα, στον παρόντα αιώνα. Άρα το «γαρ» αναφέρεται στα «παθήματα του παρόντος».
«Αποκαραδοκία»: Από + κάρα + δοκέω = Περιμένω με το κεφάλι σηκωμένο και τα μάτια καρφωμένα σε κείνο το σημείο του ορίζοντα, απ” το οποίο πρόκειται να έλθη αυτό που περιμένω.
«Απεκδέχεται»: Από + εκ + δέχομαι = Παίρνω κάτι από τα χέρια κάποιου, ο οποίος τα εκτείνει σε μένα από μακρυά. Και τούτη η λέξη περιγράφει ζωντανά την κατάσταση της κτίσης που υποφέρει, και η οποία στρέφει με ανυπόμονη ματιά στο μέλλον που πρόκειται να έλθη.
«Κτίσις», είναι το σύνολο όλων αυτών που δημιουργήθηκαν. Εδώ στο κείμενο μας εξαιρούνται οι πιστοί, γιατί στο εδάφιο 23 αναφέρονται σαν μια ξεχωριστή ομάδα από μόνοι τους. Επίσης θα πρέπει να εξαιρέσωμε και αυτούς που δεν πιστεύουν, διότι γι” αυτούς δύο πράγματα μπορούν να συμβούν: Ή θα μεταστραφούν πριν απ” αυτή την αναμενόμενη ώρα, και θα βρεθούν και αυτοί στην ομάδα των παιδιών του Θεού, ή εάν δεν είναι τότε μετεστραμμένοι, δεν θα συμμετέχουν (ακόμη και έμμεσα) στην ένδοξη κατάσταση των παιδιών του Θεού. Επομένως, μια και δεν μπορεί να τεθή ερώτηση σ” αυτό το κείμενο είτε για καλούς αγγέλους είτε για δαίμονες, μένει να περιορίσωμε την εφαρμογή της λέξης «κτίσις» σ” όλα τα μη νοήμονα όντα, αυτά που συνήθως εννοούμε με τη λέξη «φύση».
Τούτη η άποψη μπορεί να επιβεβαιωθή από τα Ματθαίος ΙΘ28, όπου ο Κύριος ομιλεί για την παλιγεννεσία, την παγκόσμια ανανέωση, η οποία πρόκειται να λάβη χώρα. Μπορεί επίσης από το Πράξεις Γ21, όπου ο Παύλος αναγγέλει την επανόρθωση όλων των πραγμάτων, και το Αποκάλυψη ΚΑ1, όπου αναφέρεται ότι η νέα γη και ο νέος ουρανός θα υποκαταστήσουν τα παρόντα. Η ίδια προοπτική για μια παγκόσμια ανανέωση στους τελευταίους καιρούς έχει ήδη αναφερθεί στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαϊας ΙΑ1 κ.λ.π., ΞΕ17, ΨΡΒ26,27, ΡΔ34). Και αυτά όλα ξεκινούν από το γεγονός της πτώσης του ανθρώπου στην οποίαν ενεπλέχθη και η φύση. Η ενότητα στο θέμα της επανόρθωσης συνδέεται φυσιολογικά με την ενότητα στην πτώση.
Η ώρα της μεταμόρφωσης ονομάζεται η ώρα της «αποκάλυψης των υιών του Θεού». Αυτή η έκφραση εξηγείται από το Κολοσσαείς Γ4: «Όταν ο Χριστός, η ζωή μας φανερωθή, τότε και μεις θα φανερωθούμε μαζί του με δόξα». Η εμφάνιση των υιών του Θεού στην αληθινή τους αγιασμένη φύση, θα σπάση τα δεσμά της κατάρας, τα οποία ακόμα, έως αυτή την ώρα, κρατούν την κτίση δεμένη (σύγκρινε Ματθαίος ΙΓ43, Α” Ιωανν. Γ2). Τούτους προσμένει με ανυπομονησία και η ίδια η φύση, γιατί ξέρει πως για να τους δεχθή, θα φορέση την πιο όμορφη φορεσιά της.
Στα ακόλουθα εδάφια ο Παύλος αναπτύσσει πληρέστερα την αφύσικη κατάσταση της παρούσης δημιουργίας, την οποία έχει μόλις αναφέρει στο εδάφιο 19.
Εδάφια 20-22
«Τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, επ” ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν.»
«Διότι η πλάσις υποτάχθηκε στην ματαιότητα, όχι θεληματικά, αλλά εξ αιτίας εκείνου που την υπέταξε, με την ελπίδα ότι και αυτή η πλάσις θα ελευθερωθή από την δουλείαν εις την φθοράν, δια να μπη εις την ένδοξην ελευθερίαν των παιδιών του Θεού. Γνωρίζομεν ότι όλη η πλάσις στενάζει και συμπάσχει μέχρι σήμερα.»
Η «ματαιότητα» στην οποία η κτίση είναι τώρα υποτεταγμένη, είναι η κατάσταση αδυναμίας στην οποία υπόκεινται όλα τα γήινα όντα. Παντού τα μάτια μας συναντούν εικόνες θανάτου και αποσύνθεσης. Η μάστιγγα της ακαρπίας, η μανία των στοιχείων της φύσης, τα καταστρεπτικά ένστικτα των θηρίων, οι ίδιοι οι νόμοι που κυβερνούν την φύση, το κάθε τι της δίνει μια σκοτεινή απόχρωση. Τούτη η βασιλεία του θανάτου που κυριαρχεί στο κάθε τι που γεννιέται, δεν μπορεί να είναι η φυσιολογική κατάσταση ενός κόσμου δημιουργηθέντος απ” τον Θεό. Η φύση υποφέρει από μια κατάρα την οποίαν δεν μπορεί η ίδια να έφερε επάνω της, καθώς δεν είναι ηθικά υπεύθυνη. Δεν είναι με την θέληση της, λέγει ο Απόστολος, που εμφανίζεται έτσι, αλλά εξ αιτίας εκείνου που την έχει υποτάξει σε μια τέτοια κατάσταση.
Ποιόν άραγε να εννοή; Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, τον Θεό. Δεν ήταν Αυτός που ανήγγειλε την απόφαση της καταδίκης: «Καταραμένη η γη εξ αιτίας σου» (Γέν. Γ17); Εάν αυτή ήταν η άποψη του Αποστόλου, θα ήταν παράξενο που χρησιμοποιεί το «δια» με αιτιατική. Διότι ο Θεός δεν είναι η ηθική αιτία αυτής της κατάρας, αλλά Αυτός που εκ των πραγμάτων έπρεπε να την φέρη. Ηθικά υπεύθυνος είναι ο πρώτος άνθρωπος: «Καταραμένη η γη εξ αιτίας σου».
Δεν μπορούμε βέβαια ν” αρνηθούμε ότι υπάρχει κάτι παράξενα μυστηριώδες στην έκφραση που χρησιμοποιεί εδώ ο Παύλος, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να το είχε αποφύγει λέγοντας, «εξ αιτίας του ανθρώπου», ή «εξ αιτίας μας», και όχι αυτό το «δια τον υποτάξαντα». Μετά, τούτος ο όρος δεν μπορεί να εφαρμοσθεί με τόση ακρίβεια στον άνθρωπο, ο οποίος σ” αυτό το γεγονός, και ειδικά όσον αφορά την φύση, δεν έπαιξε παρά έναν καθαρά παθητικό ρόλο. Αυτή η θεώρηση οδήγησε μερικούς να εφαρμόσουν αυτόν τον όρο στον Σατανά, τον άρχοντα αυτού του κόσμου, όπως τον ονομάζει ο Κύριος, ο οποίος, είτε με την δική του πτώση, είτε με εκείνη του ανθρώπου, έσυρε την δημιουργία στην δύστυχη κατάσταση που περιγράφεται εδώ.
«Επ” ελπίδι»: Εξαρτάται απ” το «υπετάγη τη ματαιότητι», και δηλώνει ότι απ” την αρχή, όταν επεβλήθη αυτή η τιμωρία, επεβλήθη με την μελλοντική επανόρθωση κατά νουν. Αυτή η ελπίδα, ακριβώς σαν την «αποκαραδοκία», εδάφιο 19, αποδίδεται στην ίδια την φύση. Η φύση κατέχει ένα είδος προαισθήματος της μελλοντικής της απελευθέρωσης, μέσα στο αίσθημα των παθημάτων που της επεβλήθηκαν χωρίς να της πρέπει.