Εδάφιο 11
«Ει δε το Πνεύμα του εγείραντος Ιησούν εκ νεκρών οικεί εν υμίν, ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια του ενοικούντος αυτού Πνεύματος εν υμίν.»
«Εάν το Πνεύμα εκείνου, ο οποίος ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, κατοική μέσα σας, τότε εκείνος που ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, θα δώση ζωήν και εις τα θνητά σώματα σας δια του Πνεύματος του που κατοικεί μέσα σας.»
Εκείνο το σώμα στο οποίο έχει κατοικήσει το Πνεύμα του Θεού, όπως κατοίκησε και σ” αυτό του Ιησού, θα κριθή άξιο της ιδίας τιμής σαν το σώμα του Ιησού.
Στην πρώτη πρόταση ο Απόστολος χρησιμοποιεί το όνομα «Ιησούς», διότι η αναφορά είναι απλά στο πρόσωπο Του. Στην δεύτερη λέγει «Χριστός», διότι το υπό ερώτηση θέμα εδώ είναι το λειτούργημα Του ως μεσίτη μεταξύ μας και του Θεού. Η προσωπική ανάσταση του Ιησού απλά μας βεβαιώνει ότι ο Θεός μπορεί να μας αναστήση. Αλλά η ανάσταση Του θεωρουμένη σαν εκείνη του Χριστού, μας βεβαιώνει ότι Αυτός θα το κάνει πράγματι. Ακόμη μια φορά βλέπομε πόσο προσεκτικά ο Απόστολος ζυγίζει κάθε όρο που χρησιμοποιεί. Άλλη μια απόδειξη αυτού του πράγματος έχομε στην χρήση των δύο εκφράσεων, «εγείρειν» (εφαρμοζόμενο στον Ιησού), και «ζωοποιείν» (εφαρμοζόμενο στους πιστούς). Ο θάνατος του Ιησού ήταν ένας ύπνος, χωρίς να ακολουθηθή από κάποια αποσύνθεση του σώματος. Άρα γι” Αυτόν ήταν αρκετό να Τον ξυπνήση. Στην δική μας την περίπτωση το σώμα, όντας παραδομένο στην αποσύνθεση, θα πρέπει να επαναποκατασταθή ολοκληρωτικά. Αυτό εκφράζεται πιο καλά με την λέξη «ζωοποιήση».
«Και τα θνητά μας σώματα»: «Και»: Το πνεύμα ήδη ζωοποιήθηκε, θα πρέπει και το σώμα.
Ο Απόστολος είχε πει για το σώμα, στο εδάφιο 10, ότι είναι «νεκρόν». Εδώ το αναφέρει σαν «θνητόν». Τούτο εξηγείται απ” το ότι στο εδάφιο 10 μιλά για το γεγονός που συμβαίνει στο σώμα («θάνατος»), ενώ στο 11, για την ποιότητα του σώματος («θνητόν»). Η ανάσταση δεν θ” αλλάξη το γεγονός του θανάτου σε κείνο της ζωής, αλλά θα μετασχηματίση την φύση του σώματος, το οποίο από θνητό θα γίνη άφθαρτο (ιδέ και Α” Κορινθ. ΙΕ43,44).
«Δια του ενοικούντος αυτού Πνεύματος εν ημίν». Το «διά» με αιτιατική έπεται εντελώς φυσιολογικά των δύο ομοίων «διά» του εδαφίου 10. Δια της αμαρτίας, θάνατος. Δια της δικαιοσύνης, η ζωή του Πνεύματος, και δια της ζωής του Πνεύματος, η ανάσταση του σώματος.
Ο Παύλος δεν σκοπεύει να εξηγήση εδώ πως θα πραγματοποιηθεί η ανάσταση. Απ” το εδάφιο 5 και μετά θέλει να δείξη μόνο την ηθική κατάσταση, σε συνέπεια της οποίας, η χορήγηση της ανάστασης θα είναι δυνατή. Εκείνη την κατάσταση που θα τιμήση ο Θεός είναι η ενοίκηση του Πνεύματος Του στον πιστό, η άγια χρήση που αυτός έχει κάνει του σώματος του να Τον δοξάση, η θέση στην οποίαν το Πνεύμα θα έχει υψώσει το σώμα κάνοντας το έναν ναό του Θεού (Α” Κορ. ΣΤ19). Ένα τέτοιο σώμα θα το μεταχειριστεί όπως μεταχειρίστηκε εκείνο του Υιού Του. Αυτή είναι η δοξασμένη σκέψη με την οποία ο Απόστολος κλείνει αυτό το χωρίο, και συμπληρώνει την ανάπτυξη της φράσης «ουδέν κατάκριμμα».
Εδώ ο Παύλος δεν ασχολείται καθόλου με την τύχη των σωμάτων αυτών που δεν πιστεύουν, ή των πιστών που δεν αγιάσθηκαν. Το ίδιο βλέπομε και στα Α” Κορ. ΙΕ20-28. Αλλά τα λόγια του εδαφίου 13, «Εάν ζήτε κατά σάρκα θα πεθάνετε», δίνουν την απάντηση εάν κάποιος θέση αυτά τα ερωτήματα.
Ελεύθερος από την Αμαρτία και τον Θάνατο ο Πιστός γίνεται Υιός και Κληρονόμος. Η12-17.
Η ζωή του Πνεύματος δεν πραγματοποιείται στον πιστό χωρίς την συναίνεση του, απλά απ” το γεγονός ότι το Πνεύμα έχει μια φορά μεταδοθεί σ” αυτόν. Χρειάζεται απ” την μεριά του ανθρώπου μια επίμονη, μια συνεχής απόφαση, μια ενεργητική υπακοή στο να παραδίνη τον εαυτόν του στην οδηγία του Πνεύματος. Και αυτό διότι η οδηγία του Πνεύματος τείνει συνεχώς στην θυσία της σάρκας. Και εάν ο πιστός αρνείται να Τον ακολουθήση σ” αυτό το μονοπάτι, τότε αρνείται την ζωή του Πνεύματος και τα ένδοξα της προνόμια.
Εδάφια 12,13
«Άρα ουν, αδελφοί, οφειλέται εσμέν ου τη σαρκί του κατά σάρκα ζην. Ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν. Ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούσθε, ζήσεσθε.»
«Άρα λοιπόν, αδελφοί, είμεθα χρεώσται όχι εις την σάρκα, δια να ζούμε υπό την εξουσίαν της σαρκός, διότι εάν ζήτε υπό την εξουσίαν της σαρκός, τότε θα πεθαίνετε, αλλ” εάν δια του Πνεύματος θανατώνετε τας πράξεις του σώματος, τότε θα ζήσετε.»
Δεν είναι αρκετό να έχεις λάβει το Πνεύμα. Είναι επίσης αναγκαίο να περιπατάς σύμφωνα μ” Αυτό.
«Άρα»: Μια και το Πνεύμα σας έχει ελευθερώσει απ” τον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, μην επανατοποθετείσθε κάτω απ” αυτή την κατάρα.
«Οφειλέται εσμέν», εννοεί στο Πνεύμα, να ζούμε σύμφωνα μ” Αυτόν. Ευθύς ως το Πνεύμα έλθει να κατοικίση στην καρδιά μας, Του οφείλομε τους εαυτούς μας, και μια ζωή ολοκληρωτικά συμμορφωμένη στις επιθυμίες Του.
Ο φυσικός άνθρωπος φαντάζεται ότι οφείλει να ικανοποιεί την σάρκα του. Η φροντίδα του προσώπου του, απ” το πλέον γήινο σημείο άποψης, εμφανίζεται σ” αυτόν η πρώτη και η πιο σπουδαία των υποχρεώσεων του. Είναι ακριβώς αυτή η τάση που πολεμιέται από το Πνεύμα ευθύς ως Αυτό κάνει κατοχή μέσα μας (Γαλάτας Ε17). Αυτή η οφειλή ούτε θα έπρεπε να αναγνωρισθή, ούτε να πληρωθή. Ο Απόστολος εξηγεί το γιατί στο επόμενο εδάφιο.
«Ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν».
Σ” αυτόν τον δρόμο ο αναγεννημένος θα προχωρήση στον θάνατο. Αυτή είναι η ανταμοιβή που θα μας δώσει η σάρκα για την πιστότητα μας στην εξόφληση του χρέους μας προς σ” αυτήν.
«Μέλλετε»: Δεν υπάρχει τίποτα για σας παρά να πεθάνετε. Τέτοιο είναι μόνον το μέλλον που σας περιμένει.
«Ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούσθε, ζήσεσθε.»
«Ει δε πνεύματι…»: Προς τα που μας οδηγεί αυτή η αρχή της οποίας η δύναμη που ωθεί παίρνει την θέση της σάρκας (που μας ωθούσε πριν); Στον θάνατο επίσης. Αλλά στον θάνατο της σάρκας, και δι” αυτού στην ζωή: «Ζήσεσθε».
Άρα, 13α: Η ζωή της σάρκας είναι ο θάνατος του ανθρώπου. 13β: Ο θάνατος της σάρκας είναι η ζωή του ανθρώπου.
«Τας πράξεις του σώματος θανατούσθε»: Αυτές οι πράξεις θα πρέπει να έλθουν σ” ένα τέλος, διότι στον Χριστιανό θα πρέπει το Πνεύμα να τα διεισδύη και να τα κατευθύνη όλα, ακόμα και το φαγητό και το πιοτό του, σύμφωνα με το παράδειγμα που αναφέρεται στο Α” Κορ. Ι 31. Σ” όλες αυτές τις πράξεις της ζωής, το σώμα δε θα πρέπει να καθοδηγή, αλλά να καθοδηγείται. Κάθε πράξη θυσίας δια της οποίας απαρνούμεθα την ανεξαρτησία του σώματος, και υποτασσόμαστε ενεργητικά στο Πνεύμα, μας εξασφαλίζει και μια αύξηση στην πνευματική μας ζωή. Με κάθε υποταγή της σάρκας, η αποτελεσματικότητα του Πνεύματος δείχνει τον εαυτόν της με νέα δύναμη. Έτσι εξηγείται το «ζήσεσθε», το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε στιγμή της ύπαρξης του πιστού, έως την κατάσταση της τελειότητας.
Τούτη η τελευταία λέξη, «ζήσεσθε», είναι και το θέμα του χωρίου που ακολουθεί. Και αυτό διότι οι δύο ιδιότητες, του «υιού» και του «κληρονόμου» του Θεού, που πρόκειται ν” αναπτυχθούν, η μία στα εδάφια 14-16, και η άλλη στο εδάφιο 17, εξαντλούν την έννοια της «ζωής».
Εδάφια 14,15
«Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισιν υιοί Θεού. Ου γαρ ελάβατε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ” ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν, αββά, ο πατήρ.»
«Διότι όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού. Δεν ελάβατε πνεύμα δουλείας που να σας φέρη πάλιν εις κατάστασιν φόβου, αλλ” ελάβετε πνεύμα που σας κάνει υιούς, δια του οποίου φωνάζομεν «Αββά, Πατέρα».
Είναι αδύνατον για έναν που είναι υιός του Θεού, της πηγής της ζωής, να μην ζει. Τώρα, αυτός που δίνει τον εαυτόν του να οδηγηθή απ” το Πνεύμα του Θεού, είναι σίγουρα ένας υιός του Θεού.
«Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγοντα ούτοι εισί υιοί Θεού.»: «Έχετε δικαίωμα στον τίτλο «υιοί», ευθύς ως αφήσετε τους εαυτούς σας να οδηγηθούν υπό του Πνεύματος». Παρ” όλο που κάποιος γίνεται «υιός» δια δικαιώσεως, αυτός δεν κατέχει την υιική κατάσταση, δεν απολαμβάνει πραγματικά υιοθεσία, παρά μόνον όταν γίνη πιστά υπάκουος στην οδηγία του Πνεύματος. Η έννοια λοιπόν είναι αυτή: «Εάν αφήσετε τους εαυτούς σας να οδηγηθούν από το Πνεύμα, είσαστε υιοί του Θεού».
Στον όρο «άγονται» υπάρχει κάτι σαν μια ιδέα άγιας βιαιότητας. Το Πνεύμα σύρει τον άνθρωπο, όπου η σάρκα δεν θα ήταν πρόθυμη να πάει.
Η σκόπιμη επανάληψη της λέξης «Θεός» θέτει σε στενή σύνδεση τις δύο ιδέες, «υπακούοντας το Πνεύμα», «όντας υιός». Ένας υιός υπακούει τον πατέρα του. Ο όρος «υιός» υπονοεί κοινωνία φύσης και όλα τα προνόμια που εκπηγάζουν απ” αυτήν. Επομένως, όταν πατέρας είναι ο Θεός, συμμετοχή στην ζωή, μια και Αυτός είναι η ζωή.
Ο Απόστολος, σε ότι ακολουθεί, δίνει δύο αποδείξεις της πραγματικότητας αυτής της κατάστασης του «υιού». Η μία, εν μέρει υποκειμενική, το υιικό αίσθημα προς τον Θεό που αισθάνεται ο πιστός, εδάφιο 15. Η άλλη, αντικειμενική, η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που μαρτυρά και βεβαιώνει για την θεία πατρότητα μέσα στην καρδιά του, εδάφιο 16.
Εδάφιο 15
«Ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον»:
Το Πνεύμα που έχετε λάβει απ” τον Θεό δεν είναι ένα δουλικό πνεύμα, που σας οδηγεί πάλιν πίσω μέσα στον φόβο, στον οποίον ζούσατε προηγουμένως, σύγκρινε Β” Τιμ. Α7.
Το χαρακτηριστικό των Εθνικών θρησκειών είναι το αίσθημα του φόβου (δεισιδαιμονία, Πράξεις ΙΖ22). Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τους Ιουδαίους, παρόλο που σ” αυτούς ο φόβος του Ιεχοβά είχε πάρει έναν πιο υψηλό χαρακτήρα, απ” τον φόβο των θεών μεταξύ των Εθνικών. Το αίσθημα με το οποίο το Πνεύμα του Θεού γεμίζει την καρδιά του πιστού δεν είναι φόβος, που ταιριάζει στην κατάσταση ενός σκλάβου, αλλά εμπιστοσύνη και ελευθερία, τα οποία γεύεται ένας υιός.
Η λέξη «πνεύμα» μπορεί εδώ να θεωρηθή ότι δηλώνει απλά μια υποκειμενική προδιάθεση. Είναι το υιικό αίσθημα σε σχέση με τον Θεό. Παρ” όλα αυτά είναι αδύνατον, εάν θεωρήσωμε την σύνδεση μεταξύ του εδαφίου 15 και του προηγουμένου, να μην δούμε στο «πνεύμα της υιοθεσίας», για το οποίο μιλά εδώ ο Παύλος, το Πνεύμα του Ιδίου του Θεού.
Η διαφορά μεταξύ των εδαφίων 15 και 16 όσον αφορά την έννοια της λέξης «πνεύμα», δεν είναι η διαφορά μεταξύ μιας εσωτερικής προδιάθεσης και του Πνεύματος του Θεού, αλλά μάλλον εκείνη που διαχωρίζει δύο διαφορετικούς τρόπους ενεργείας, που ακολουθούνται από το ένα και το αυτό Πνεύμα. Στην πρώτη περίπτωση η λειτουργία του Πνεύματος κάνει τον εαυτόν της αντιληπτό μέσω μιας προσωπικής αίσθησης που Αυτός παράγει μέσα μας (το αίσθημα υιοθεσίας). Στην δεύτερη ενεργεί πιο άμεσα (ιδέ πάνω στο εδάφιο 16).
Το «πνεύμα υιοθεσίας» είναι το Πνεύμα του Θεού, τόσο όσο παράγει την πνευματική κατάσταση που αντιστοιχεί στην υιοθεσία. Το Πνεύμα του Θεού μας θέτει, σχετικά με τον Θεό, στην ιδία θέση με τον Ιησού, όταν Αυτός έλεγε, «Πατέρα!» (Γαλ. Δ6).
Ο όρος «υιοθεσία» μας θυμίζει το γεγονός ότι ο Ιησούς μόνον είναι Υιός στην ουσία («υιός μονογενής»). Εμείς, για να γίνωμε υιοί, πρέπει να ενσωματωθούμε σ” Αυτόν δια πίστεως (Εφεσίους Α5).
Το «εν ω» δείχνει ότι είναι κάτω από την έμπνευση του υιικού αισθήματος, που παράγεται μέσα μας δια του Πνεύματος, που εμείς προσευχόμαστε έτσι. Ο όρος «κράζομεν» εκφράζει την βαθειά συγκίνηση με την οποία αυτή η κραυγή λατρείας βγαίνει απ” την καρδιά που πιστεύει.
«Αββά» είναι η μορφή που η Εβραϊκή λέξη αβ (πατέρας) είχε πάρει στην Αραμαϊκή γλώσσα, που μιλιόταν κοινά στην Παλαιστίνη στα χρόνια του Κυρίου. Έτσι απευθυνόταν ο Ιησούς στον Θεό όταν Τον ονόμαζε «Πατέρα», ιδέ Μάρκο ΙΔ36.