Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (25/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (25/50)





Παραμένει τώρα ν” αναπτυχθεί η δεύτερη ιδέα: Απελευθέρωση απ” την τελευταία καταδίκη, εκείνη του θανάτου, του πνευματικού, εδάφια 5-10, και τέλος του σωματικού, εδάφιο 11.


Εδάφια 5,6
«Οι γαρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν, οι δε κατά το πνεύμα τα του πνεύματος. Το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη.»
«Διότι εκείνοι που είναι υπό την εξουσίαν της σαρκός φρονούν τα της σαρκός, οι δε πνευματικοί φρονούν τα του Πνεύματος. Το σαρκικόν φρόνημα είναι θάνατος, ενώ το φρόνημα του Πνεύματος είναι ζωή και ειρήνη.»

Για να κατανοήσωμε πιο καλά το πρώτο εδάφιο θα πρέπει να το παραφράσωμε κάπως έτσι: «Διότι, αυτοί που ακολουθούν την σάρκα φρονούν τα της σάρκας, αυτοί που ακολουθούν το Πνεύμα φρονούν τα πράγματα του Πνεύματος, και επομένως περιπατούν κατά το Πνεύμα, με σκοπό να επιτύχουν εκείνες τις πνευματικές ευλογίες».
Να είσαι «κατά σάρκα» σημαίνει, να κυβερνιέσαι εσωτερικά απ” αυτή, όπως πάντα συμβαίνει με τον φυσικό άνθρωπο. Το μέρος στο οποίο αναφερόμαστε εδώ είναι η βαθύτερη πηγή της ηθικής ζωής, απ” όπου η θέληση σύρει τις παρορμήσεις και την κατεύθυνση της. Εξ αυτού η συνέπεια: «Τα της σαρκός φρονούσιν». Έχουν καταλειφθεί απ” τα πράγματα της σάρκας και αυτά επιθυμούν.
«Φρονώ»: Σ” αυτή την λέξη περιλαμβάνεται η σκέψη, η επιθυμία και η θέληση. Το «φρονείν» για το οποίο μιλά το εδάφιο μας, προέρχεται από το «είναι» («οι κατά σάρκα όντες…οι κατά το πνεύμα»), και παράγει το «περιπατείν» του εδαφίου 4, είτε αυτό είναι προς την πλευρά της σάρκας, ή προς εκείνην του Πνεύματος. Το «εγώ» είναι διάφορο και από τις δύο τάσεις, αλλά παραδίδεται οπωσδήποτε στην μία ή στην άλλην – στην πρώτη, σαν το «εγώ» του φυσικού ανθρώπου, στην δεύτερη, σαν το «εγώ» του αναγεννηθέντος ανθρώπου. Όπως η κατάσταση του, έτσι και η τάση του. Και όπως η τάση του, έτσι και η συμπεριφορά του.
Το εδάφιο 6 εξηγεί («γαρ») την σειρά με την οποία αυτή η κίνηση συνεχώς προχωρά, απ” την εσωτερική ηθική κατάσταση στην επιθυμία, και απ” την επιθυμία στην ενέργεια. Και στις δύο πλευρές υπάρχει ένα προδιαγεγραμμένο τέλος που πρέπει να φθασθή, και το οποίο ενεργεί από απόσταση πάνω στην θέληση, με μια έλξη, σαν εκείνη που ασκείται από έναν γκρεμό στο ρεύμα του ποταμού καθώς τούτο τον πλησιάζει.
Αναμφίβολλα, κάποιος μπορεί να πάρη τις λέξεις «θάνατο» και «ζωή» ότι χαρακτηρίζουν αυτές τις ίδιες τις δύο τάσεις μέσα στον άνθρωπο. Αλλά τα πράγματα εξηγούνται πιο φυσικά εάν πάρωμε τις δύο λέξεις να εκφράζουν τον αναπόφευκτο στόχο, στον οποίον ο άνθρωπος ωθείται εσωτερικά και στις δύο περιπτώσεις. Αυτός ο στόχος είναι, απ” την μια μεριά «θάνατος», απ” την άλλη «ζωή».
Η σάρκα τείνει στον θάνατο. Διότι για να κερδίση την πλήρη ελευθερία την οποία επιδιώκει, χρειάζεται έναν περισσότερο και περισσότερο πλήρη χωρισμό απ” τον Θεό. Και αυτό είναι ο θάνατος. Το Πνεύμα, αντιθέτως, διψά για ζωή εν Θεώ, η οποία είναι το στοιχείο Του, και θυσιάζει το κάθε τι για να επιτύχει να την απολαύση τέλεια. Ούτε η μία ούτε η άλλη απ” αυτές τις δύο δυνάμεις αφήνουν τον άνθρωπο να ησυχάσει, έως ότου τον φέρουν στο στόχο τους, που είναι, αφ” ενός εκείνη η κατάσταση θανάτου στην οποία δεν παραμένει ούτε μια σπίθα ζωής, αφ” ετέρου εκείνη η τέλεια ζωή, απ” την οποία και το τελευταίο ίχνος θανάτου έχει εξαφανισθεί.
Ο «θάνατος» εδώ είναι, όπως και στο εδάφιο 2, ο αποχωρισμός απ” τον Θεό, ο οποίος, με μια σειρά καθημερινής ανάπτυξης, καταλήγει στο τέλος, μέσω του φυσικού θανάτου, σε αιώνια απώλεια (ΣΤ23).
«Ζωή», στην Γραφή, δηλώνει μια ύπαρξη πλήρως ικανοποιημένη, στην οποία όλες οι δυνάμεις, τα χαρίσματα, βρίσκουν την πλήρη τους άσκηση και την αληθινή τους ενασχόληση. Το πνεύμα του ανθρώπου, καθώς γίνεται η κατοικία και το όργανο του Αγίου Πνεύματος, πραγματοποιεί αυτή την ζωή με μια αύξουσα τελειότητα που καταλήγει σε αιώνια ζωή. Η ειρήνη είναι το εσωτερικό αίσθημα γαλήνης που συνοδεύει μια τέτοια ύπαρξη, και αποκαλύπτεται με την απουσία κάθε φόβου αναφορικά με τον θάνατο και την κρίση (εδάφιο 1).
Οι δύο θέσεις τώρα του εδαφίου 6 δικαιολογούνται στα επόμενα εδάφια 7-11.

Εδάφια 7,8
«Διότι το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις τον Θεόν. Τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται. Ουδέ γαρ δύναται. Οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται.»
«Διότι το σαρκικόν φρόνημα είναι εχθρικόν προς τον Θεόν, καθ” όσον δεν υποτάσσεται εις τον νόμον του Θεού, αλλά ούτε είναι δυνατόν να υποταχθή. Εκείνοι που είναι σαρκικοί δεν μπορούν να αρέσουν εις τον Θεόν».

Η σάρκα τείνει προς τον θάνατον (εδάφιο 6), διότι είναι στην ουσία της «μίσος για τον Θεό». Η σάρκα, η ζωή του «εγώ» για τον εαυτόν του, είναι εχθρική προς τον Θεόν, διότι αισθάνεται ότι ό,τι δίνει στο είδωλο της το παίρνει απ” τον Θεό, και όλα που θα έδινε στον Θεό θα τα αφαιρούσε απ” το είδωλο της. Άρα εχθρότητα προς τον Θεό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσκόλληση στον εαυτό μας, κάτι που βρίσκεται μέσα στην φύση μας. Τούτη η εχθρότητα αποδεικνύεται από δύο γεγονότα. Το ένα ανήκει στον άνθρωπο και αναφέρεται στην σχέση του με τον Θεό (εδάφιο 7β), το άλλο στον Θεό και αναφέρεται στην σχέση Του με τον άνθρωπο (εδάφιο 8).
Το πρώτο είναι η επανάσταση της σάρκας ενάντια στην Θεία θέληση. Αυτό το αίσθημα αναφέρεται πρώτο σαν ένα απλό γεγονός. Η σάρκα επιθυμεί να ικανοποιήση τον εαυτόν της, και συχνά ο νόμος της ανθίσταται. Απ” αυτό προκύπτει πάντα εσωτερική επανάσταση, και συχνα και εξωτερική. Και τούτο το γεγονός δεν πρέπει να μας εκπλήσση. Η σάρκα είναι αυτό που είναι. Δεν μπορεί ν” αλλάξη την φύση της, περισσότερο απ” ότι ο Θεός μπορεί ν” αλλάξη την φύση του νόμου Του. Απ” αυτό προκύπτει μια αναπόφευκτη και διαρκής σύγκρουση, η οποία μπορεί μόνον να έλθη σε τέλος με την κυριαρχία της σάρκας πάνω στην θέληση. Και αυτή η διαμάχη είναι ο δρόμος του θανάτου, σύγκρινε Γαλάτας ΣΤ8.

Εδάφιο 8
«Οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται».

«Δε»: Και από το άλλο μέρος.
«Οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται»: Πως θα μπορούσε ο Θεός να ευχαριστηθή με όντα που έχουν σαν αρχή της ζωής τους την ενασχόληση με τον εαυτόν τους; Δεν αντιτίθεται αυτή η αρχή στην ουσία Του;

Εδάφιο 9
«Υμείς δε ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ” εν πνεύματι, είπερ Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν.»
«Σεις όμως δεν είσθε σαρκικοί αλλά πνευματικοί, εάν βέβαια κατοικεί μέσα σας Πνεύμα Θεού».

Μιλόντας έτσι κατ” ευθείαν στους αναγνώστες του ο Απόστολος, θέλει να τους οδηγήση να εξετάσουν τους εαυτούς τους, και να γνωρίσουν πιο από τα δύο ρεύματα ακολουθούν. Διότι εύκολα κατανοούμε αυτές τις αλήθειες με τον νου, αλλά είμαστε βραδείς στο να τις εφαρμόσωμε στους εαυτούς μας προσωπικά.
Ο Παύλος αρχίζει εκφράζοντας ένα αίσθημα εμπιστοσύνης αναφορικά με την κατάσταση τους. Αλλά προσθέτει έναν περιορισμό κατάλληλο να ξεσηκώση την επαγρύπνηση τους: «Είπερ», εάν πράγματι. Σ” αυτούς ανήκει να επαληθεύσουν την αλήθεια της υπόθεσης.
Το «οικεί εν υμίν» δηλώνει ένα μόνιμο γεγονός. Δεν είναι αρκετό να έχουν μερικές περιόδους παρόρμησης, μερικά ξεσπάσματα ενθουσιασμού, ανάμικτα με απιστίες στην πράξη.
Να σημειώσωμε εδώ ότι το «Πνεύμα του Χριστού» χρησιμοποιείται σαν το ισοδύναμο του «Πνεύματος του Θεού» της προηγουμένης πρότασης. Το Πνεύμα του Ιησού είναι εκείνο του Ιδίου του Θεού, το οποίον Αυτός έχει τόσο τέλεια οικειοποιηθεί εδώ κάτω, ώστε να το κάνη προσωπική Του ζωή, και να μπορεί έτσι να το μεταδίδη στους δικούς Του. Είναι σ” αυτή την μορφή που το Άγιο Πνεύμα ενεργεί από τούδε στην Εκκλησία. Όπου αυτός ο ζωτικός δεσμός υφίσταται μεταξύ μιας ψυχής και του Χριστού, αυτή παραμένει σ” Αυτόν και στην σωτηρία Του.

Εδάφιο 10
«Eι δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού. Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι” αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην.»
«Εάν ένας δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός του. Εάν όμως ο Χριστός είναι μέσα σας, τότε το σώμα σας είναι νεκρόν εξ αιτίας της αμαρτίας, αλλά το πνεύμα σας είναι ζωή ένεκα της δικαιώσεως σας».

«Ει δε Χριστός εν υμίν»: Όπου είναι το Πνεύμα του Χριστού, εκεί είναι και Αυτός ο Ίδιος. Πράγματι, καθώς το Πνεύμα προέρχεται απ” τον Χριστό, η ενέργεια Του τείνει να κάνη τον Χριστό να ζη μέσα μας. «Θα έλθω πάλιν σε σας», είπε ο Κύριος (Ιωάννης ΙΔ17,18), όταν περιέγραφε το έργο του Πνεύματος.
Αυτή η ελπίδα ότι θα μοιραστούμε την ανάσταση Του, βασίζεται στο γεγονός ότι ήδη τώρα η ζωή Του έχει διεισδύσει στο πνευματικό μέρος της ύπαρξης μας (εδάφιο 10β). Αναμφίβολλα, αυτή η πνευματική ζωή δεν θα εμποδίση το σώμα απ” του να πεθάνη. Αλλά δεν παύει να είναι όμως η πρόγευση, η προκαταβολή στην ανάσταση του Χριστού.
Απ” τα εδάφια Ε12,15,17 γνωρίζομε την θέση του Παύλου αναφορικά με την αιτία του θανάτου: «Απ” την παράβαση του ενός οι πολλοί πέθαναν». Το γεγονός του παγκοσμίου θανάτου δεν προέρχεται λοιπόν απ” τις επί μέρους αμαρτίες των ατόμων, αλλά απ” την αρχική παράβαση. Άρα το «δι” αμαρτίαν» αναφέρεται στην αμαρτία του Αδάμ.
Μερικές φορές τίθεται η ερώτηση, Γιατί οι πιστοί να πεθαίνουν ακόμα, εάν ο Χριστός πέθανε πράγματι γι” αυτούς; Και από εδώ ξεκινά μια επιχειρηματολογία εναντίον του δόγματος της εξιλέωσης. Αλλά ξεχνιέται ότι, αφού ο θάνατος δεν είναι μια ατομική τιμωρία, δεν υπάρχει καμμία σύνδεση μεταξύ αυτού του γεγονότος και της συγνώμης των αμαρτιών, που χορηγήθηκε στα άτομα που πιστεύουν. Ο θάνατος, σαν μια κρίση πάνω σ” όλο το ανθρώπινο γένος, θα παραμείνει έως την τελική ολοκλήρωση του έργου του Χριστού, σύγκρινε Α” Κορινθίους ΙΕ26.
«Νεκρόν» εδώ δηλώνει, αμετάκλητα κτυπημένο με θάνατο. Το ανθρώπινο σώμα φέρει μέσα του, απ” τον σχηματισμό του, το σπέρμα του θανάτου. Αρχίζει να πεθαίνει απ” την στιγμή ακριβώς που αρχίζει να ζει.
Αλλ” εάν ο θάνατος του σώματος του πιστού δεν μπορεί ν” αποφευχθεί, υπάρχει μια περιοχή μέσα του όπου η ζωή έχει εγκαθιδρύσει το βασίλειο της. Είναι το πνεύμα του, όπου κατοικεί ο Χριστός.
«Πνεύμα» εδώ δηλώνει το πνευματικό στοιχείο στον πιστό. Στο Α” Θεσσ. Ε23 ο Παύλος διακρίνει αυτά τα τρία στοιχεία στον άνθρωπο: Σώμα, ψυχή και πνεύμα. Με τον όρο «πνεύμα» δηλώνει το όργανο με το οποίον η ψυχή του ανθρώπου, και μόνο του ανθρώπου απ” όλα τα έμψυχα όντα, είναι προικισμένη, και δια του οποίου αντιλαμβάνεται και οικειοποιείται το θείον. Είναι μέσω αυτού που το Πνεύμα του Θεού μπορεί να διεισδύση στην ψυχή, και δι” αυτής να κυβερνήση το σώμα. Έτσι έχομε, από τα αναφερόμενα εδώ, αγιασμό του σώματος (ΣΤ11-13), και όχι απελευθέρωση του απ” τον θάνατο.
Αλλά ο Παύλος μπορεί ήδη να λέγη, παρ” όλα αυτά, ότι σαν συνέπεια της ένωσης του με το Πνεύμα του Θεού, το πνεύμα του πιστού είναι ζωή. Αυτή η έκφραση, αναμφίβολλα, ηχεί κάπως δυνατά. Γιατί να μην λέγει απλά, «ζει», και λέγει «είναι ζωή»; Το λέγει έτσι γιατί η ζωή του Θεού δεν γίνεται απλά μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό του πνεύματος στον άνθρωπο δια του Αγίου Πνεύματος. Αυτή γίνεται φύση του, έτσι που μπορεί να περάση απ” το πνεύμα σ” όλη του την ύπαρξη, φυσική και σωματική (εδάφιο 11).
Οι τελευταίες λέξεις, «δια δικαιοσύνην», δεν μπορούν ν” αναφέρονται στην επανόρθωση της αγιότητας στον πιστό. Όχι ότι η λέξη «δικαιοσύνη» δεν μπορεί να έχη αυτή την έννοια στα γραπτά του Παύλου (σύγκρινε ΣΤ13 και 19), αλλά διότι είναι αδύνατον να λέγη ότι η ζωή υφίσταται λόγω της αγιότητας, διότι, στην πραγματικότητα, η μία ταυτίζεται με την άλλη (η ζωή με την αγιότητα). Θα πρέπει λοιπόν να πάρωμε την λέξη «δικαιοσύνη» στην έννοια της «δικαίωσης», όπως στα κεφάλαια Α-Ε. Σ” αυτή την έννοια οδηγούμεθα, επίσης, και απ” την έννοια του εδαφίου μας, που σχηματίζει μια αντίθεση σ” αυτή την πρώτη φράση, «δι” αμαρτίαν». Καθώς το σώμα πεθαίνει λόγω της μιας αμαρτίας, η οποία δεν είναι δική μας ατομικά, έτσι το πνεύμα ζει σαν συνέπεια της μιας δικαιοσύνης, η οποία δεν είναι δική μας.
Αλλά αυτό το σώμα, το παραδομένο στον θάνατο, θα εγκαταλειφθή σ” αυτόν για πάντα; Όχι. Και το τελευταίο ίχνος της καταδίκης, ο θάνατος, επιβάλλεται και αυτό να εξαλειφθή.

Pages