Αλλά πως γίνεται εμείς, εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι, να φερθούμε σ” αυτή την υπερτάτη κατάσταση; Σίγουρα ένα τέτοιο έργο δεν μπορεί να επιτελεσθή ως δια μαγείας. Απαιτείται να γίνη μέσα μας μια πλήρης ηθική μεταμόρφωση, που θα στρώση τον δρόμο για τον δοξασμό μας. Να γιατί ο Θεός, μετά που καθόρισε τον στόχο, και ανήγγειλε την απόφαση στην αιωνιότητα, ξεκίνησε να υλοποιήση το έργο μέσα στον χρόνο. Είδε όλους αυτούς τους προγνωσθέντας μέσα στο λιμάνι τους, πριν τους βγάλει στην θάλασσα. Και άπαξ και τους έβγαλε, άρχισε να ενεργή. Αυτή είναι η έννοια του εδαφίου 30.
Εδάφιο 30
«Ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»
«Εκείνους δε που προώρισε, αυτούς και εκάλεσε, και εκείνους που εκάλεσε, αυτούς και εδικαίωσε, εκείνους δε που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε.»
Εδώ είναι οι κατά σειρά ενέργειες δια των οποίων η αιώνια απόφαση εκτελείται στον χρόνο. Αυτές στέκονται μεταξύ της αιωνιότητας στην οποία αυτή η απόφαση ανηγγέλθη, και της αιωνιότητας στην οποία ολοκληρώνεται. Θα πρέπει να σημειώσωμε ότι εδώ ο Απόστολος δείχνει μόνον τις ενέργειες που ανήκουν στον Θεό: Κλήση, δικαίωση, δοξασμός. Και τούτο διότι εκθέτει εκείνη την πλευρά του έργου σωτηρίας που περιέχεται στην απόφαση του προορισμού. Εάν ήθελε να αναφέρει την σειρά σωτηρίας με όλα της τα στοιχεία, θεία και ανθρώπινα, θα έπρεπε να θέση την πίστη μεταξύ της κλήσης και της δικαίωσης, και την αγιότητα μεταξύ της δικαίωσης και του δοξασμού.
Αυτός που επιθυμεί το τέλος θα πρέπει να χρησιμοποιήση τα μέσα. Το πρώτο μέσον που ο Θεός θέτει σε λειτουργία είναι η κλήση Του, η οποία, καθώς έχομε δει, περιλαμβάνει την εξωτερική πρόσκληση δια του κηρύγματος, και την εσωτερική έλξη δια του Πνεύματος της χάρης. Ο Παύλος δεν εννοεί ότι ο Θεός απευθύνει αυτή την κλήση μόνον σε κείνους τους οποίους έχει προορίσει για την δόξα, αλλά βεβαιώνει ότι κανείς από εκείνους που είναι προορισμένοι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην κληθή κατά την ημέρα και την ώρα του. Κανένας από εκείνους τους προγνωρισθέντας δεν θα ξεχασθεί. Αυτοί όλοι σχηματίζουν ένα σύνολο, το οποίον, άπαξ και εισήχθη απ” την αιωνιότητα στον χρόνο, οδηγείται πιστά από τον Θεό, βήμα προς βήμα, στον τέρμα που έχει καθορισθεί προκαταβολικά. Ο Θεός θα ήταν ανακόλουθος αν ενεργούσε διαφορετικά.
Το «ους…τούτους» υπονοεί γνώση των ατόμων σαν μελλόντων να πιστέψουν. Όλοι ήσαν παρόντες στην σκέψη του Θεού όταν απεφάσιζε το ύψος στο οποίο θα τους ύψωνε.
Η κλήση άπαξ και γίνει αποδεκτή – και δεν θα μπορούσε να μην είναι έτσι, μια και έχομε να κάνωμε εδώ μόνο με άτομα των οποίων ο Θεός προείδε την πίστη – μια δεύτερη θεία πράξη ακολουθεί, η δικαίωση.
Το «και» δείχνει την συνέχεια του θείου έργου, τις διάφορες ενέργειες που ακολουθούν, και που εμπεριέχουν η μία την άλλη. Κάθε διαδοχική χάρη υπεννοείτο στην προηγουμένη, «χάριν αντί χάριτος», όπως λέγει ο Ιωάννης στο Α16.
Πάνω σε κείνους που έχουν κληθεί και έχουν πιστέψει, ισχύει η απόφαση που δηλώνει τον άνθρωπο δίκαιο, δηλαδή, τον θέτει, αναφορικά με τον Θεό, στην θέση ενός που ποτέ δεν έχει κάνει κανένα κακό, ούτε έχει παραλείψει κανένα καλό.
Το αίσθημα που εκφράζεται σ” αυτό το εδάφιο είναι εκείνο ενός ο οποίος, μετά από ένα οδυνηρό και επικίνδυνο ταξίδι, φθάνει επί τέλους στον προορισμό του.
Μπορούμε να μπούμε στον πειρασμό να περιλάβωμε εδώ την αγιότητα μέσα στον δοξασμό. Και τούτο διότι, καθώς έχει λεχθεί, η αγιότητα δεν είναι παρά η εσωτερική πλευρά της δόξας, η οποία (δόξα) είναι η εξωτερική της αποκάλυψη. Αλλά σαν φέρομε στον νου μας τα κεφάλαια ΣΤ-Η, είναι πιο φυσικό να θεωρήσωμε την αγιότητα σαν την μετάβαση απ” την δικαίωση στην δόξα. Άπαξ και δικαιώθηκε, ο πιστός παίρνει το Πνεύμα, που τον αγιάζει στο μέτρο της υπακοής του, και έτσι τον προετοιμάζει για την δόξα.
Το ερώτημα είναι τώρα, γιατί χρησιμοποιεί αόριστο για την πράξη δοξασμού η οποία ακόμα δεν έχει γίνει («εδόξασε»). Μερικοί είπαν ότι αυτός ο χρόνος (που αναφέρεται στο παρελθόν) εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα του γεγονότος που πρόκειται να γίνη. Άλλοι ότι αναφέρεται στην αιώνια εκπλήρωση της απόφασης, αλλά απ” την πλευρά του Θείου νου. Κάποιος είπε ότι ο Παύλος χρησιμοποιεί χρόνο που δηλώνει το παρελθόν, γιατί μιλά απ” την πλευρά του Θεού, ο Οποίος βλέπει το τέλος των πραγμάτων απ” την αρχή τους.
Αλλά εάν είναι αληθές ότι η χρήση των δύο προηγουμένων αορίστων («εκάλεσε», «εδικαίωσε») έχει βασισθεί σ” ένα γεγονός που έχει ήδη γίνει, δεν θα έπρεπε να είναι το ίδιο και μ” αυτό το τελευταίο (με το «εδόξασε»); Μπορεί οι πιστοί να μην είναι ακόμα δοξασμένοι, η κεφαλή τους όμως είναι, και αυτοί είναι κατ” ουσίαν το ίδιο εν Αυτώ. Αυτό είναι το ήδη πραγματοποιημένο ιστορικό γεγονός, που δικαιολογεί την χρήση του αορίστου. Δεν λέγει ο Παύλος, Εφεσίους Β6, «Έχομεν συναναστηθεί μαζί του και συγκαθήσει στα επουράνια»; Όταν η κεφαλή ενός σώματος φορά στέμμα, και το σώμα φορά το ίδιο μαζί της.
Ο Παύλος έχει έτσι φθάσει στον στόχο που είχε θέσει απ” την αρχή, στις τελευταίες λέξεις του προηγουμένου χωρίου (εδάφιο 17): «Για να δοξασθούμε επίσης μαζί του». Αυτός ο στόχος του ήταν να δείξη την τελική ακύρωση κάθε καταδίκης, ακόμα και εκείνης του θανάτου, «δια του νόμου του Πνεύματος της ζωής που είναι εν Ιησού Χριστώ». Έχοντας φθάσει σ” αυτόν τον στόχο, του μένει μόνον να γιορτάση μ” έναν ύμνο αυτή την απαράμιλλη νίκη που κερδήθηκε για λογαριασμό μας.
Εδώ ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του θέματος της σωτηρίας εν Χριστώ, το θεμέλιο της οποίας είχε θέσει στα κεφάλαια Α-Ε, όταν ανέπτυξε το θέμα της δικαιοσύνης δια πίστεως, και στα κεφάλαια ΣΤ-Η, όταν ύψωσε το οικοδόμημα της σωτηρίας, τον αγιασμό, πάνω σ” αυτό το θεμέλιο. Από δω και μετά το μόνο που μένει είναι να παρακολουθήση αυτή την σωτηρία, έτσι όπως μελετήθηκε στην ουσία της, καθώς τούτη ξεδιπλώνεται στο θέατρο της ιστορίας του κόσμου.
Μερικές Σκέψεις πάνω στο Θέμα του Προορισμού, καθώς τούτο Αναφέρεται στα εδάφια 28-30.
Σε τι να συνίσταται ο θείος προορισμός που, χωρίς αμφιβολλία, διδάσκεται από τον Παύλο σ” αυτό το χωρίο; Να εξαιρή, κατά την άποψη του, την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, ή να την υπονοεί; Δύο λόγοι φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της δεύτερης άποψης:
1) Η πράξη της πρόγνωσης, την οποίαν ο Απόστολος κάνει την βάση του προορισμού, αποδεικνύει ότι αυτός ο τελευταίος καθορίζεται από κάποιο γεγονός, το αντικείμενο αυτής της γνώσης. Λίγο ενδιαφέρει που η γνώση είναι αιωνία, ενώ το γεγονός που είναι το αντικείμενο της, έρχεται να παρουσιασθεί κάποτε στον χρόνο. Απ” αυτή την σχέση έπεται, ότι το γεγονός πρέπει να θεωρείται ως οφειλόμενο, κατά κάποιον τρόπο, σ” έναν παράγοντα που δεν είναι θείας προέλευσης, και ο οποίος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την ανθρώπινη ελευθερία.
2) Ο Απόστολος δεν κάνει την πράξη της πίστης το αντικείμενο της απόφασης του προορισμού. Στην πράξη του προορισμού, η πίστη θεωρείται ήδη δεδομένη, και το μόνο της αντικείμενο είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου, η τελική συμμετοχή των πιστών στην δόξα του Χριστού. Η άποψη του Παύλου υπονοεί ότι στην πράξη της πίστης, η πλήρης ανθρώπινη ελευθερία δεν εξαιρείται, αντίθετα, υπονοείται. Διότι αυτή μόνον εξηγεί την διάκριση που υπάρχει μεταξύ των δύο θείων πράξεων, της πρόγνωσης και του προορισμού, και όσον αφορά την φύση τους (η μία, πράξη του νου, η άλλη, πράξη της θέλησης), και όσον αφορά το αντικείμενο τους (στην μια περίπτωση, πίστη, στην άλλη, δόξα).
Άπαξ λοιπόν και η ανθρώπινη ελευθερία στην αποδοχή της σωτηρίας γίνει αποδεκτή, σε τι να συνίσταται ο προορισμός, έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο Παύλος; Νομίζομε ότι περιέχει τρία στοιχεία:
1) Την απόφαση (προορισμός) δια της οποίας ο Θεός έχει καθορίσει να φέρη στην τέλεια ομοιότητα του Υιού Του κάθε έναν που θα πιστέψη. Τι περισσότερο σε συμφωνία με την χάρη και την σοφία Του από μια τέτοια απόφαση: «Προσκολλήσου δια πίστεως σ” Αυτόν που σου τον δίνω σαν Σωτήρα σου. Αυτός από κείνη την στιγμή θ” ανήκει σε σένα ολοκληρωτικά, και εγώ δεν θα σ” αφήσω, έως ότου σε καταστήσω τέλειον σαν και Αυτόν, τον άνθρωπο – Θεό».
2) Την πρόβλεψη, σε συνέπεια της θείας πρόγνωσης, όλων των ατόμων που ελεύθερα θ” αναταποκριθούν στην θεία πρόσκληση να συμμετέχουν σ” αυτή την σωτηρία. Τι περισσότερο αναγκαίο από αυτό το δεύτερο στοιχείο! Δεν θα διέτρεχε το σχέδιο του Θεού τον κίνδυνο ν” αποτύχη, εάν Αυτός δεν προγνώριζε και την τέλεια πιστότητα του Εκλεγμένου πάνω στον Οποίον βασίζεται η πραγματοποίηση του, και την πίστη εκείνων που θα πιστεύσουν σ” Αυτόν; Χωρίς Σωτήρα και πιστούς, δεν θα υπήρχε σωτηρία. Το σχέδιο του Θεού λοιπόν προϋποθέτει την βεβαιωμένη πρόγνωση και των δύο.
3) Την ρύθμιση όλων των κατευθύνσεων και όλων των γεγονότων της ιστορίας, με σκοπό την πραγματοποίηση του ενδόξου σχεδίου, που συνελήφθη προς χάριν αυτών των προγνωσθέντων. Είναι αυτή η ρύθμιση που ο Παύλος περιγράφει στο εδάφιο 28, όταν λέγει ότι, «όλα συνεργούν στο αγαθό γι” αυτούς που έχουν κληθεί σύμφωνα με την αιώνια πρόθεση του». Τι πιο μεγαλειώδες! Άπαξ και πιστέψαμε μπορούμε να ριχθούμε άφοβα στις θύελλες του παρόντος καιρού. Όχι μόνον γνωρίζομε ότι κανένα κύμα δεν μπορεί να μας καταπιή, αλλά είμαστε και βεβαιωμένοι ότι κάθε ένα απ” αυτά έχει το μέρος του στο θείο σχέδιο, και εργάζεται προς όφελος μας.
Έτσι έχομε τρία σημεία: 1. Το τέλος που δείχνεται απ” την απόφαση. 2. Τα γνωστά (προσωπικά το καθένα) άτομα που είναι να το φθάσουν. 3. Τον τρόπο, τον δρόμο δια του οποίου τούτα πρόκειται να οδηγηθούν σ” αυτό.
Υμνος της Βεβαιότητας της Σωτηρίας. Η31-39.
Αυτό το κομμάτι είναι ένα συμπέρασμα. Το δείχνει το «ουν» του εδαφίου 31. Είναι ένα συμπέρασμα της όλης επιστολής μέχρι εδώ. Να θυμηθούμε ότι στα κεφάλαια Α-Ε ο Απόστολος είχε μιλήσει για την δικαίωση δια πίστεως, και στα κεφάλαια ΣΤ-Η για τον αγιασμό δια του Πνεύματος του Χριστού.
Τούτα τα λόγια έχουν κάτι το θριαμβευτικό μέσα τους, και μας βοηθούν να καταλάβωμε τι εννοεί ο Παύλος, όταν είπε προηγουμένως «εν Θεώ καυχάσθαι».
Τα εδάφια 31 και 32 περιέχουν μια ερώτηση ενός γενικού χαρακτήρα. Τα 33-37 απαριθμούν τα διάφορα είδη των εναντίων του πιστού. Τα 38 και 39 είναι η κραυγή της νίκης στο πεδίο της μάχης που εγκαταλείφθηκε απ” τον εχθρό.