Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (17/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (17/50)





Τα εδάφια 16-19 στην συνέχεια, περιγράφουν την νέα υποταγή (στην δικαιοσύνη), δια της οποίας η χάρη εκτοπίζει την παλαιά υποταγή (στην αμαρτία).


Εδάφιο 16
«Ουκ οίδατε ότι ω παριστάνετε εαυτούς δούλους εις υπακοήν, δούλοι εστε ω υπακούετε, ήτοι αμαρτίας εις θάνατον ή υπακοής εις δικαιοσύνην;»
«Δεν ξέρετε ότι όταν προσφέρετε τους εαυτούς σας δούλους σε κάποιον για να τον υπακούετε, είσθε δούλοι εκείνου που υπακούετε, ή δούλοι της αμαρτίας που καταλήγει εις θάνατον ή της υπακοής που φέρει δικαίωσιν;»

Η ερώτηση του εδαφίου 15 («Θα αμαρτήσωμεν επειδή δεν είμεθα κάτω από τον νόμον αλλά κάτω από την χάριν;»), προέκυψε από τον ολοκληρωτικά εσφαλμένο τρόπο αντίληψης της σχέσης μεταξύ της ηθικής θέλησης του ανθρώπου και των πράξεων στις οποίες αποκαλύπτεται. Φαινόταν, σύμφωνα με την αντίρρηση, ότι μια πράξη ελευθερίας (η διάπραξη αμαρτίας), δεν ήταν παρά ένα μεμονωμένο γεγονός, και την οποία, μια πράξη της χάρης του Θεού είναι αρκετή να την εξαλείψη, ούτως ώστε να μην μείνει ίχνος απ” αυτή. Μετά από κάθε τέτoια πράξη, θα μπορούσε κάποιος να επιστρέψη στην προηγουμένη του κατάσταση, σαν να μην συνέβαινε τίποτα.
Αλλά μια πιο σοβαρή μελέτη της ανθρώπινης ζωής αποδεικνύει, αντιθέτως, ότι κάθε απόφαση της θέλησης, άσχετα προς τα που κατευθύνεται, προς το καλό ή προς το κακό, καθώς αυτή περνά στην πράξη, δημιουργεί ή δυναμώνει μια τάση μέσα στον άνθρωπο, η οποία τον τραβά με αυξανομένη δύναμη, έως ότου αυτή φθάσει να γίνει ολοκληρωτικά ακατανίκητη. Βάσει αυτού, κάθε ελεύθερη πράξη, καθορίζει σε κάποιο βαθμό το μέλλον. Είναι αυτός ο νόμος της ψυχολογίας που εφαρμόζει εδώ ο Παύλος στις δύο αρχές, της αμαρτίας απ” την μια μεριά, και της χάρης απ” την άλλη. Και εφιστά την προσοχή στο γεγονός ότι επικαλείται μια δοκιμή που ο καθένας μπορεί να κάνη: «Ουκ οίδατε;…». Ο Κύριος είχε ήδη εκφράσει αυτόν τον νόμο όταν είπε: «Όποιος κάνει την αμαρτία είναι δούλος της αμαρτίας», Ιωάννης Η34.
Οι λέξεις, «ω παριστάνετε εαυτούς δούλους εις υπακοήν», αναφέρονται στα πρώτα βήματα προς την μία ή την άλλη από τις δύο αντίθετες κατευθύνσεις. Σ” αυτό το στάδιο ο άνθρωπος απολαμβάνει ακόμα έναν ορισμένο βαθμό ηθικής ελευθερίας, σε σχέση με την αρχή που τείνει να κυριαρχήσει στην θέληση του. Εδώ «παριστάνει τον εαυτόν του» (τον παρουσιάζει να τον διαθέσει), καθώς λέγει ο Απόστολος. Αλλά αναλογικά καθώς παραδίνεται σ” αυτή την αρχή με ορισμένες πράξεις υποχωρητικότητας, πέφτει πιο πολύ και πιο πολύ κάτω από την επιρροή της: «Δούλοι εστε ω υπακούετε». Αυτές οι τελευταίες λέξεις χαρακτηρίζουν την πιο προχωρημένη κατάσταση πραγμάτων στην οποία, ο δεσμός εξάρτησης, άπαξ και σχηματίστηκε, η θέληση έχει χάσει κάθε δύναμη αντίστασης, και υπάρχει μόνο για να ικανοποιήσει τον κύριο στον οποίον παραδόθηκε από μόνη της.
Οι λέξεις «ω υπακούετε», φαίνονται να είναι ένας πλεονασμός, διότι αυτή η ιδέα της υπακοής περιέχεται ήδη στην έκφραση, «δούλοι εστε». Αλλά δεν είναι ένας περιττός πλεονασμός. Αυτές δηλώνουν: «Στον οποίον η υπακοή είναι τώρα σε ημερησία διάταξη, είτε το θέλετε είτε όχι».
Απ” τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να υπάρξει απόλυτη ελευθερία για τον άνθρωπο. Είμαστε καμωμένοι, όχι για να δημιουργήσωμε εμείς τις αρχές που θα μας οδηγούν, αλλά απλά να προσκολληθούμε στην μια ή την άλλη απ” τις δύο αυτές υψηλότερες ηθικές δυνάμεις οι οποίες μας πολιορκούν. Κάθε παραχώρηση που γίνεται ελεύθερα σε μία από τις δύο, δημιουργεί ένα προηγούμενο που μας δένει σ” αυτή, και από το οποίο τούτη θα επωφεληθεί να βγάλει περισσότερα.
Έτσι προοδευτικά και ελεύθερα εγκαθίσταται η εξάρτηση, για την οποία μιλά ο Απόστολος, και η οποία καταλήγει, απ” την μια μεριά, στην ολική ανικανότητα του να κάνεις το κακό (Α” Ιωανν. Γ9), που είναι και η κατάσταση της αληθινής ελευθερίας. Απ” την άλλη, καταλήγει στην ολική ανικανότητα είτε να θελήσης, είτε να κάνεις το καλό (Ματθ. ΙΒ32), που είναι και η κατάσταση του τελικού, του αιώνιου ολέθρου.
Στην συνέχεια τώρα, μια και ο Παύλος δεν μιλά σαν ένας φιλόσοφος ηθικολόγος, αλλά σαν Απόστολος, εφαρμόζει άμεσα αυτή την αλήθεια στις δύο συγκεκριμένες αρχές τις οποίες θέτει σε αντίθεση την μια με την άλλη, συγκεκριμένα, όπως λέγει στο δεύτερο μέρος του εδαφίου, στην «αμαρτία» και στην «υπακοή».
Η αμαρτία τίθεται πρώτη, σαν ο κύριος στον οποίον εμείς εκ φυσικού υποτασσόμεθα απ” την νηπιακή ηλικία. Και είναι ακριβώς τον ζυγό της που έχει σπάσει η πίστη. Επομένως ο χριστιανός θα πρέπει πάντα να θυμάται ότι, αν κάνει κάποια παραχώρηση σ” αυτή την αρχή, θ” αρχίσει με αυτή να τοποθετεί τον εαυτόν του πάλι κάτω από την κυριαρχία της, και πάνω στον δρόμο που μπορεί να τον οδηγήσει πάλι στον προορισμό της προηγουμένης του ζωής, τον θάνατο.
Η λέξη «θάνατος» δεν μπορεί να δηλώνει εδώ τον φυσικό θάνατο, διότι και οι δούλοι της δικαιοσύνης πεθαίνουν επίσης, όπως και οι δούλοι της αμαρτίας. Δεν είμαστε πλέον στο μέρος εκείνο της επιστολής που καταπιάνεται με την καταδίκη, και στο οποίο ο θάνατος εμφανίσθηκε σαν μια κρίση που ανηγγέλθη πάνω στην πρώτη αμαρτία, επομένως σαν θάνατος στην φυσική έννοια της λέξης. Είναι η αντίθεση μεταξύ της αμαρτίας και της αγιότητας που τονίζεται σ” αυτό το μέρος, κεφάλαια ΣΤ-Η. Το υπό ερώτηση θέμα είναι λοιπόν ο «θάνατος» στην έννοια της ηθικής διαφθοράς, και επομένως του χωρισμού από τον Θεό από δω και μετά. Τέτοια είναι η άβυσσος που η αμαρτία σκάβει ακόμα πιο βαθειά, κάθε φορά που ο άνθρωπος, ή μάλλον ο πιστός, παραδίδεται σ” αυτή.
Αλλά γιατί, σε αντίθεση στο «της αμαρτίας», ο Απόστολος λέγει στην δεύτερη περίπτωση, «της υπακοής», και όχι «της αγιότητας»; Και γιατί, σε αντίθεση στο «εις θάνατον», λέγει, «εις δικαιοσύνην», και όχι «εις ζωήν»;
Η λέξη «υπακοή» συχνά γίνεται αντιληπτή σ” αυτό το χωρίο σαν η υπακοή στο καλό ή στον Θεό, κατά έναν γενικό τρόπο. Η «υπακοή» κατ” αυτήν την έννοια σίγουρα αντιτίθεται στην «αμαρτία». Και εάν ο Παύλος έδινε μια σειρά ηθικών διδαγμάτων, αντί για μια έκθεση του Ευαγγελίου, αυτή η έννοια θα ήταν η πλέον φυσική. Αλλά στο ακόλουθο εδάφιο («υπακούσατε με την καρδιά σας εις τον τύπον της διδασκαλίας») δεν μπορεί να υπάρξη αμφιβολλία ότι το ρήμα «υπακούω» δηλώνει την πράξη της πίστης στην διδασκαλία του Ευαγγελίου. Έχομε ήδη δει, Α5, ότι ο Απόστολος ονομάζει την πίστη μια «υπακοή». Είναι πάλιν το ΙΕ18 που προσδιορίζει την πίστη των Εθνικών με το όνομα της υπακοής. Η πίστη είναι πάντα μια πράξη ευπείθειας σε μια Θεία αποκάλυψη, άρα μια υπακοή. Έτσι, λοιπόν, είναι η πίστη στο Ευαγγέλιο που ο Παύλος προσδιορίζει εδώ με την λέξη «υπακοή». Και μπορεί τέλεια να την αντιπαραθέσει με την «αμαρτία» σ” αυτή την έννοια, διότι είναι η πίστη που τερματίζει την ανταρσία της αμαρτίας και εγκαθιστά την βασιλεία της αγιότητας. Κάθε φορά που το ευαγγέλιο κηρύττεται σε κάποιον αμαρτωλό, αυτός καλείται ν” αποφασίση μεταξύ της «υπακοής» (της πίστης) ή της σαρκικής ανεξαρτησίας της αμαρτίας. Ο άνθρωπος δεν ξεφεύγει απ” την κατάσταση του της αμαρτίας με την απλή ηθική ενατένιση του καλού και του κακού, και των αντιστοίχων τους αποτελεσμάτων, αλλά μόνο με την αποτελεσματικότητα της πίστης, της υπακοής του, δηλαδή, στο Ευαγγέλιο.
Οι λέξεις «εις δικαιοσύνην» έχουν εφαρμοσθεί από μερικούς ερμηνευτές, στην απόφαση της δικαίωσης που θ” αναγγελθεί πάνω στον αγιασθέντα χριστιανό κατά την μέρα της τελικής κρίσης. Αυτή η ερμηνεία έχει υιοθετηθεί απ” την αντίθεση μεταξύ αυτού του όρου και του προηγουμένου, «εις θάνατον». Αλλά μόλις είδαμε τον όρο «δικαιοσύνη» να χρησιμοποιείται, εδάφιο 13, στην έννοια της ηθικής δικαιοσύνης. Και αυτή φαίνεται να είναι η πιο κατάλληλη έννοια εδώ, όπου το θέμα είναι να καταδειχθούν οι άγιες συνέπειες που θα εκπηγάσουν απ” την πίστη.
Η αντίθεση προς τον όρο «θάνατο» βρίσκει επίσης μια απλή εξήγηση με αυτή την έννοια. Καθώς ο θάνατος, ο καρπός της αμαρτίας, είναι ο χωρισμός απ” τον Θεό, έτσι η δικαιοσύνη, ο καρπός της πίστης, είναι η πνευματική κοινωνία με τον Θεό. Εάν θα θέλαμε να καταστήσωμε την αντίθεση πιο καθαρή, θα έπρεπε να πούμε: «Της αμαρτίας, εις αδικίαν, η οποία είναι θάνατος, ή της υπακοής, εις δικαιοσύνη, η οποία είναι ζωή». Εκφραζόμενος κατ” αυτόν τον τρόπο ο Παύλος επιθυμεί, απ” το ένα μέρος να εμπνεύσει τρόμο για την αμαρτία, της οποίας ο καρπός είναι ο θάνατος, απ” το άλλο, να τονίση τον ουσιωδώς ηθικό χαρακτήρα της πίστης, ο καρπός της οποίας είναι η δικαιοσύνη.

Εδάφια 17,18
«Χάρις δε τω Θεώ, ότι ήτε δούλοι της αμαρτίας, υπηκούσατε δε εκ καρδίας εις ον παρεδόθητε τύπον διδαχής, ελευθερωθέντες δε από της αμαρτίας εδουλώθητε τη δικαιοσύνη.»
«Αλλά δόξαν εις τον Θεόν, διότι σεις που ήσαστε δούλοι της αμαρτίας, υπακούσατε με την καρδιά σας εις τον τύπον της διδασκαλίας, εις τον οποίον παραδοθήκατε, και, αφού ελευθερωθήκατε από την αμαρτίαν, εγίνατε δούλοι της δικαιοσύνης.»

Το εδάφιο 16 θέτει την αναγκαιότητα της εκλογής μεταξύ των δύο κυρίων, της αμαρτίας που οδηγεί στον θάνατο, και της πίστης που παράγει δικαιοσύνη. Ο Απόστολος δηλώνει στο εδάφιο 17 – και ευχαριστεί τον Θεό γι” αυτό – ότι οι Ρωμαίοι έχουν κάνει ήδη την καλή εκλογή.
«Χάρις δε τω Θεώ»: Είναι μια κραυγή ευγνωμοσύνης απ” τα βάθη της καρδιάς του Αποστόλου, για το θαυμαστό έργο που έχει εργασθεί ο Θεός, χωρίς αυτόν, μεταξύ εκείνων των πρώην Εθνικών.
Αλλά μπορεί να ευχαριστεί δια τον λόγο ότι προηγουμένως ήσαν υπηρέτες της αμαρτίας; Η ευχαριστία αναφέρεται στην δεύτερη πρόταση, «Ευχαριστία στον Θεό δια το ότι, ενώ προηγουμένως είσαστε δούλοι της αμαρτίας, τώρα έχετε υπακούσει…»
«Υπηκούσατε»: Αναφέρεται στο αποφασιστικό γεγονός δια του οποίου προσεχώρησαν στο Ευαγγέλιο, και διέρρηξαν τις σχέσεις με την προηγουμένη τους κατάσταση.
«Εκ καρδίας»: Δείχνει την εσωτερική τους προθυμία, και την απουσία κάθε εξαναγκασμού. Το Ευαγγέλιο απήντησε σε μια ηθική ανάγκη μέσα τους.
«Εις ον παρεδόθητε τύπον διδαχής». Το πιο σωστό είναι, «τω τύπω διδαχής εις ον παρεδόθητε». Ο Παύλος συγχαίρει τους Ρωμαίους για το ότι έχουν προσκολληθεί με πίστη, υπακοή και ζήλον στην μορφή του Χριστιανικού δόγματος που τους εκηρύχθη από εκείνους που τους πρωτομετέδωσαν την γνώση του Ευαγγελίου.
Αυτός ο «τύπος της διδαχής» δηλώνει τον Χριστιανισμό γενικά, ή μια πιο ειδική μορφή της Χριστιανικής διδασκαλίας;
Στην πρώτη περίπτωση ο Παύλος θα είχε απλώς πει: Διότι υπακούσατε εκ καρδίας τον Χριστό, ή το Ευαγγέλιο. Η εκλογή ενός τόσο ειδικού όρου, μας οδηγεί να σκεφτούμε για μια ειδική και ακριβώς καθορισμένη μορφή Χριστιανικής διδασκαλίας. Η αναφορά γίνεται σε κείνο το Ευαγγέλιο του Παύλου (Β16, ΙΣΤ25) το οποίο κήρυξαν οι πρώτοι κήρυκες στην Ρώμη.
Ο Παύλος γνώριζε καλά απ” την δική του εμπειρία, ότι η αληθινή δύναμη του Χριστιανικού αγιασμού μπορεί να ευρεθεί μόνο στην καθαρή πνευματικότητα του «Ευαγγελίου του», και ότι κάθε παραχώρηση στην νομικίστικη αρχή ήταν ταυτόχρονα και ένας φραγμός που παρεμβαλόταν στην ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Εξ αυτού η βαθειά χαρά του, για τον «τύπο της διδαχής» ο οποίος είχε σημαδέψει βαθειά την ηθική ζωή των Χριστιανών της Ρώμης.
«Παρεδόθητε»: Εκφράζει δυναμικά το είδος της ηθικής υποταγής που προκύπτει από την δύναμη της Χριστιανικής αλήθειας, όταν τούτη γίνη αποδεκτή. Κάποιος είναι ελεύθερος να συναινέσει σ” αυτή, ή να την απορρίψει. Αλλά άπαξ και ο Χριστός ληφθεί εσωτερικά, γίνεται ένας κύριος, που αμέσως εκδιώκει τον προηγούμενο κύριο.
Εάν κάποιος αναρωτηθεί, σε τι συνίσταται ακριβώς τούτος ο «τύπος διδαχής» τον οποίον έχει κατά νουν εδώ ο Παύλος, φαίνεται ότι τον βρίσκομε πιο καλά συνοψισμένο στο Α” Κορ. Α30, όπου ο Χριστός παρουσιάζεται, πρώτα σαν η δικαιοσύνη μας, μετά, σαν ο αγιασμός μας, και τέλος, σαν η τελική μας απολύτρωση. Μπορεί κάποιος να πει ότι το όλο διδακτικό μέρος της επιστολής μας περικλείεται σ” αυτούς τους τρεις όρους: Κεφάλαια Α-Ε στον πρώτο («δικαιοσύνη»), κεφάλαια ΣΤ1-Η11 στον δεύτερο («αγιασμός»), και το τέλος του κεφαλαίου Η στον τρίτο («απολύτρωση»).
Το εδάφιο 18, («ελευθερωθέντες δε από της αμαρτίας εδουλώθητε τη δικαιοσύνη»), θα πρέπει να πούμε, δεν είναι το συμπέρασμα της προηγουμένης επιχειρηματολογίας. Εδώ αναφέρεται ο συλλογισμός σαν σύνολο. Στο εδάφιο 15 αναφέρθηκε η ερώτηση: Θα επιθυμήσει ο πιστός ν” αμαρτήση καμμιά φορά; Στα εδάφια 16-18 ήταν η απάντηση. Στο εδάφιο 16 αναφέρεται το σπουδαιότερο: Ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι απόλυτα ελεύθερος. Είναι αναπόφευκτο να εκλέξη μεταξύ δύο κυρίων, της αμαρτίας ή της δικαιοσύνης. Όταν αποφάσισε για την πίστη (εδ. 17), εδέχθηκε υποταγή στην δικαιοσύνη (εδ. 18). Το συμπέρασμα ακολουθεί από μόνο του: Η πρόοδος μας στο καλό είναι από τούδε θέμα αναγκαιότητας. Επομένως, η ερώτηση με την οποία αρχίσαμε, δεν μπορεί να σταθεί: Δεν θα μπορούσαμε ν” αμαρτήσωμε ούτε μια φορά, χωρίς ν” απαρνηθούμε την νέα αρχή στην οποία έχομε παραδοθεί.
Έτσι βλέπομε πως ο Παύλος επέτυχε ν” ανακαλύψει έναν νόμο ακόμα και μέσα στην χάρη, αλλά έναν νόμο εσωτερικό και πνευματικό, όπως πνευματικό είναι όλο το Ευαγγέλιο. Είναι ο Ίδιος ο Χριστός ο οποίος, μετά που μας ελευθέρωσε από την αμαρτία με τον θάνατο Του, ενώνοντας μας με την ζωή Του σαν ο Αναστημένος, μας έχει κάνει δούλους στην δικαιοσύνη.
Αλλά ο Απόστολος, στην ανάπτυξη που κάνει της σχέσης μεταξύ του πιστού και του καινούργιου του Κυρίου, έχει χρησιμοποιήσει μια λέξη η οποία φαίνεται κάπως να τον ενοχλεί, και αισθάνεται την ανάγκη να την εξηγήση. Είναι η λέξη «εδουλώθητε» που εφαρμόζεται στην εξάρτηση του πιστού απ” την δικαιοσύνη. Είναι άραγε η πρακτική άσκηση της καλωσύνης μια σκλαβιά; Δεν είναι, αντίθετα, η πλέον ένδοξη ελευθερία; Ναι, έτσι είναι, και σ” αυτή την σκέψη έχει εφαρμογή η παρατήρηση με την οποία αρχίζει το εδάφιο 19. Και είναι μετά απ” αυτή την παρατήρηση, στο δεύτερο μέρος του εδαφίου, που ο Απόστολος τελειώνει αυτή την ανάπτυξη με μια πρακτική προτροπή.

«Ανθρώπινον λέγω δια την ασθένειαν της σαρκός υμών. Ώσπερ γαρ παρεστήσατε τα μέλη υμών δούλα τη ακαθαρσία και τη ανομία εις την ανομίαν, ούτω νυν παραστήσατε τα μέλη υμών δούλα τη δικαιοσύνη εις αγιασμόν».
«Μιλώ κατά ανθρώπινον τρόπον ένεκα της φυσικής σας αδυναμίας. Όπως δηλαδή παραδώσατε άλλοτε τα μέλη σας υπόδουλα εις την ακαθαρσίαν και την ανομίαν, που συνετέλεσε εις την ανομίαν σας, έτσι τώρα να παραδώσετε τα μέλη σας υπόδουλα εις την δικαιοσύνην, που θα συντελέση εις τον αγιασμόν σας.»

«Ασθένεια της σαρκός ημών». Πρέπει να δηλώνη μια γενική κατάσταση που την μοιραζόταν οι Ρωμαίοι και η πλειονότητα των μελών της Χριστιανικής Εκκλησίας, επομένως μια ηθική μάλλον, παρά διανοητική κατάσταση (αυτή η τελευταία θα ήταν μια δυσκολία στην αντίληψη των αληθειών του Ευαγγελίου).
Εάν η υποχρέωση ν” ασκήσουν πρακτικά δικαιοσύνη φαίνεται στο μεγαλύτερο μέρος των πιστών ότι είναι μια υποταγή, μια σκλαβιά σε μια καινούργια αρχή, δεν είναι σαν συνέπεια του ότι δεν έχουν καταλάβει καλά τα πράγματα. Η αιτία είναι βαθύτερη. Είναι διότι η σάρκα, η αγάπη του εγώ, δεν έχει πλήρως θυσιασθεί. Και είναι απ” αυτό το ηθικό γεγονός που σχηματίζεται ακόμα μέσα στον χριστιανό η οδυνηρή εντύπωση, ότι η τέλεια δικαιοσύνη είναι κάτι υπερβολικά κοπιαστικό, μερικές φορές ακόμη ένας σκληρός κύριος, και ότι η υποχρέωση να συμμορφωθεί σε κάθε σημείο με το θέλημα του Θεού τον κάνει έναν σκλάβο. Τέτοια είναι η ατελής ηθική κατάσταση, στις εντυπώσεις της οποίας ο Παύλος προσαρμόζει την γλώσσα του στις εκφράσεις που χρησιμοποιεί στο εδάφιο 18.
Μερικοί ερμηνευτές θεώρησαν ότι η παρατήρηση στο εδάφιο 19α, («Ανθρώπινον λέγω δια την ασθένειαν της σαρκός υμών». «Μιλώ κατά ανθρώπινον τρόπον ένεκα της φυσικής σας αδυναμίας»), θα πρέπει να συνδεθή με ό,τι ακολουθεί κατά την εξής έννοια: «Δεν εννοώ να ζητήσω από σας ό,τι πηγαίνει πέραν από την ανθρωπίνη σας αδυναμία, που οφείλεται στην σάρκα σας. Παραδώστε τα μέλη σας μόνον στην δικαιοσύνη κατά το ίδιο μέτρο, όπως προηγουμένως τα είχατε παραδώσει στην αμαρτία. Δεν ζητώ κάτι περισσότερον από σας.» Αλλά είναι προφανές ότι ο Απόστολος σ” ένα χωρίο στο οποίον περιγράφει τις γραμμές της χριστιανικής αγιότητας, δεν μπορεί να σκεφθεί τίποτα που να μειώνει τις απαιτήσεις αυτής της καινούργιας αρχής. Η παραίνεση που ακολουθεί δεν μπορεί να είναι λιγώτερο απόλυτη από εκείνη που προηγήθηκε, εδάφια 12,13, και η οποία δεν συνοδευόταν από κανέναν τέτοιον όρο.
Άλλοι παίρνουν τις δύο λέξεις «ανθρώπινον λέγω» σαν μια παρένθεση, και ενώνουν το «δια την ασθένειαν της σαρκός» με το ρήμα «εδουλώθητε» του εδαφίου 18. Σύμφωνα μ” αυτή την άποψη, ο Παύλος αναγνωρίζει ότι η πρακτική άσκηση της καλωσύνης είναι πράγματι μια δουλεία για τον πιστό, μια υποταγή σ” ένα καινούργιο θέλημα, δεδομένης της αντίστασης της παλαιάς φύσης, και του γεγονότος ότι η σάρκα απαιτείται να είναι συνεχώς καθυποταγμένη.
Αλλά είναι πολύ αμφίβολλο εάν ο Απόστολος εδώ ονομάζει στα σοβαρά με το όνομα «δουλεία» εκείνη την χριστιανική ζωή την οποία πάντα παρουσιάζει, όπως και ο Ίδιος ο Κύριος, σαν την πλέον ένδοξη απελευθέρωση. Βέβαια, στο Α” Κορ. Θ27 χρησιμοποιεί την έκφραση «δουλαγωγείν», αλλά αυτό σε μια εικόνα, και σε σχέση με το σώμα.
Το ύφος του δευτέρου μέρους του εδαφίου 19 φαίνεται να «ρίχνει λίγο στο φιλότιμο» τους αναγνώστες της επιστολής. Θα πρέπει τώρα, στην υπηρεσία του νέου τους κυρίου, της δικαιοσύνης, να είναι τόσο δραστήριοι και ζηλωτές, όπως ήσαν προηγουμένως στην υπηρεσία του παλαιού τους κυρίου: «Είχατε ζήλον να παραδώσετε τα μέλη σας στην αμαρτία για να διαπράττετε το κακό. Να είσαστε τώρα ζηλωτές να τα παραδώσετε στην δικαιοσύνη για να πραγματοποιήσετε αγιότητα. Μη ντροπιάσετε τον καινούργιο σας κύριο, με το να τον υπηρετείτε λιγώτερο πιστά από τον πρώτο.»
Ο παλαιός κύριος δηλώνεται με τους δύο όρους, «ακαθαρσία» και «ανομία» (ζωή μακρυά από κάθε νόμο, ακολασία). Ο πρώτος απ” αυτούς τους όρους χαρακτηρίζει την αμαρτία σαν προσωπική εξαχρείωση, ο δεύτερος, σαν περιφρόνηση του κανόνα του δικαίου που είναι γραμμένος στον νόμο, και σε κάθε ανθρωπίνη συνείδηση (Β14,15). Τούτοι οι δύο όροι αγκαλιάζουν την όλη σφαίρα της αμαρτίας, αλλά από δύο διαφορετικές πλευρές. Από την αμαρτία σαν αρχή, ο Παύλος περνά στην αμαρτία σαν αποτέλεσμα.
Το «εις ανομίαν» δηλώνει: Να κάνει κάποιος ό,τι τον ευχαριστεί, χωρίς ν” αναχαιτίζεται στο ελάχιστο απ” τον φραγμό που διαχωρίζει μεταξύ καλού και κακού.
Με την αμαρτία να χαρακτηρίζεται σαν μια κακή προδιάθεση, σαν μια εσωτερική αρχή συμπεριφοράς, στις δύο μορφές, της ηθικής εξαθλίωσης και της ανομίας, εκεί αντιπαρατίθεται η καλωσύνη, επίσης σαν αρχή συμπεριφοράς και σαν ηθική προδιάθεση, με τον όρο «δικαιοσύνη». Αυτή είναι το θέλημα του Θεού, η ηθική υποχρέωση, αποδεκτή από τον πιστό σαν ο απόλυτος κανόνας της θέλησης του και της ζωής του.
Με την αμαρτία, τώρα, σαν ένα αποτέλεσμα που παράγεται στην μορφή της «ανομίας» («εις την ανομίαν») – η απόρριψη κάθε ηθικού κανόνα στην πράξη – εκεί αντιτίθεται ο «αγιασμός», δηλαδή, η συγκεκριμένη και προσωπική πραγματοποίηση της καλωσύνης στην πράξη, ο καρπός της συνεχούς υποταγής στην αρχή της δικαιοσύνης.
Ο Απόστολος έχει έτσι θυμίσει στην Εκκλησία τις δύο αρχές μεταξύ των οποίων είχαν να κάνουν την εκλογή τους, και την αναγκαιότητα που είναι πάνω σε κάθε πιστό να είναι ολοκληρωτικά δοσμένος στην υπηρεσία του καινούργιου του κυρίου, όχι λιγώτερο απ” ότι ήταν στην υπηρεσία του παλαιού. Στην συνέχεια προσπαθεί να ενισχύσει αυτή την εκλογή και απόφαση, παρουσιάζοντας τις συνέπειες της μιας και της άλλης κατάστασης εξάρτησης. Απ” το ένα μέρος, ντροπή και θάνατος. Απ” το άλλο, αγιότητα και ζωή. Να λοιπόν το δεύτερο μέρος του χωρίου: Τα εδάφια 20 και 21 περιγράφουν τις συνέπειες της υπηρεσίας στην αμαρτία στο ακραίο τους όριο. Το εδάφιο 22 δίνει τις συνέπειες της εξάρτησης απ” τον Θεό, επίσης και αυτές στον τελικό τους στόχο. Το εδάφιο 23, με μια αντίθεση, παρουσιάζει συνοπτικά αυτούς τους δύο δρόμους της ανθρώπινης ζωής.

Pages