Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (2ον μέρος) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (2ον μέρος)





Ανάλυσ. προς Ρωμαίους(Συνέχεια1)




ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 7

Ο Πιστός Ελευθερώνεται από τον Νόμο κατά τον Ίδιο Χρόνο που Ελευθερώνεται από την Αμαρτία. Ζ1-6
Σε συμφωνία με τα όσα αναφέρονται στο ΣΤ14 («Η αμαρτία δεν θα έχει πλέον κυριαρχία επάνω σας, διότι είσθε κάτω από χάρη»), ο Απόστολος έχει μόλις αναπτύξει το θέμα της απελευθέρωσης απ” την αμαρτία δι” υποταγής στην χάρη. Εκεί είχε προσθέσει, «διότι δεν είσθε κάτω από νόμον, αλλά κάτω από χάρη». Και τούτες οι λέξεις απαιτούν μια ειδική εξήγηση. Είναι το θέμα των ακολούθων εδαφίων.
Κατά την άποψη του, οι δύο απελευθερώσεις, εκείνη από την αμαρτία, και εκείνη από τον νόμο, είναι δύο στενά συνδεδεμένα γεγονότα, έτσι που το ένα να είναι το συμπλήρωμα του άλλου. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί, στην περιγραφή των δύο αυτών απελευθερώσεων, ένας παραλληλισμός εικόνων, που επεκτείνεται και στις πιο μικρές τους λεπτομέρειες. Είναι εύκολο να δούμε πόσο ακριβώς το Ζ1-4 αντιστοιχεί στο ΣΤ16-19, και το Ζ5,6 στο ΣΤ21-23. Μόνο που η γενική εικόνα στις δύο περιπτώσεις είναι δανεισμένη από διαφορετικές περιοχές της κοινωνικής ζωής. Ο Παύλος χρησιμοποιεί για τον νόμο, που είναι ένας καλλίτερος αφέντης απ” ότι η αμαρτία, τον δεσμό του γάμου, αντί της σχέσης δουλείας στην περίπτωση της αμαρτίας. Και στα εδάφια 5,6 αντί για την εικόνα των καρπών, χρησιμοποιεί εκείνη των παιδιών (οι καρποί του γάμου).
Για ν” αποδείξη την αποδέσμευση του πιστού από τον θεσμό του νόμου, στηρίζει την επιχειρηματολογία του σ” ένα άρθρο του ιδίου του νόμου, το οποίον εφαρμόζει στην πνευματική περιοχή, εδάφια 1-4. Μετά δείχνει ότι ο πιστός κάνει χρήση αυτού του δικαιώματος, όχι για να παραδώσει τον εαυτόν του πιο ελεύθερα στην αμαρτία, αλλά για να υπηρετήση τον Θεό καλλίτερα απ” ότι θα το είχε κάνει κάτω από τον νόμο (εδάφια 5,6). Η αποδέσμευση του λοιπόν από τον νόμο είναι νόμιμη, και ακόμη ηθικά επωφελής και αναγκαία.

Εδάφια 1,2
«Ή αγνοείτε, αδελφοί, γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ, ότι ο νόμος κυριεύει του ανθρώπου εφ” όσον χρόνον ζη; Η γαρ ύπανδρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός.»
«Δεν ξέρετε, αδελφοί, – ομιλώ βέβαια σε ανθρώπους που γνωρίζουν τον νόμον – ότι ο νόμος έχει κυριαρχίαν επί του ανθρώπου εφ” όσον χρόνον ζει ο άνθρωπος; Όπως η παντρεμένη γυναίκα, η οποία είναι δεμένη δια νόμου με τον άνδρα της, εφ” όσον αυτός ζη. Αλλ” εάν ο άνδρας πεθάνη, είναι αποδεσμευμένη από τον νόμον των συζύγων.»

«Ή αγνοείτε…»: «Ή, εάν φοβόσαστε, στο έργο του αγιασμού σας, να παραδώσετε τον εαυτόν σας αποκλειστικά σ” αυτόν τον καινούργιο κύριο, την χάρη, και νομίζετε ότι δεν μπορείτε να κάνετε χωρίς έναν εξωτερικό κανόναν, σαν εκείνον του νόμου, δεν ξέρετε ότι…».
«Γινώσκουσι γαρ νόμον λαλώ»: Το «γαρ» αναφέρεται στην αρνητική απάντηση που πρέπει να τεθεί μετά την ερώτηση: «Ή αγνοείτε»: «Όχι, δεν μπορείτε να αγνοείτε για την εντολή του νόμου που πρόκειται ν” αναφέρω…». Οι πιστοί, και αυτοί που ήσαν εθνικής προέλευσης, ήσαν γνώστες της Παλαιάς Διαθήκης.
Να τώρα ένα από τα άρθρα εκείνου του νόμου, το οποίον, εφαρμοζόμενο στη πνευματική περιοχή, δίνει απάντηση στην ερώτηση για την σχέση μεταξύ του Χριστιανού και του νόμου. Ο νόμος, στην περίπτωση θανάτου του συζύγου, επέτρεπε στην σύζυγο να ξαναπαντρευτεί. Εφ” όσον, επομένως, υπάρχει ένα γεγονός θανάτου στην περίπτωση του πιστού, έπεται, σύμφωνα με τον ίδιο τον νόμο, ότι τούτος είναι ελεύθερος από τον νόμο, τον προηγούμενο σύζυγο του. Αυτή είναι η κεντρική ιδέα των εδαφίων που ακολουθούν.
Το υποκείμενο του «ζη» είναι «ο άνθρωπος». Ο νόμος έχει κάτω από την δικαιοδοσία του το άτομο, τόσο χρόνο, όσο αυτό ζεί.

Εδάφιο 2
«Η γαρ ύπανδρος γυνή τω ζώντι ανδρί δέδεται νόμω. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ, κατήργηται από του νόμου του ανδρός.»
«Όπως η παντρεμένη γυναίκα, η οποία είναι δεμένη δια νόμου με τον άνδρα της, εφ” όσον αυτός ζη. Αλλ” εάν ο άνδρας πεθάνη, είναι αποδεσμευμένη από τον νόμον των συζύγων.»

Το αξίωμα που ανεφέρθη στο εδάφιο 1 αναπτύσσεται στο εδάφιο 2. Ο ίδιος νόμος που θέλει την γυναίκα να μην χωρίζη από τον άνδρα της όσο αυτός ζει, την ελευθερώνει απ” αυτή την υποταγή ευθύς ως αυτός πεθάνει. Τούτος ο νόμος αναφέρεται στο Δευτερονόμιο ΚΔ2.
«Κατήργηται από του νόμου του ανδρός». Άπαξ και ο συζυγικός δεσμός διαλυθεί με τον θάνατο του συζύγου, η σύζυγος επίσης πεθαίνει ως «σύζυγος». Αυτή είναι πεθαμένη (όσον αφορά τον συζυγικό δεσμό) ως προς τον νεκρό της σύζυγο. Έτσι το εδάφιο 1, που φαινόταν να έχει εφαρμογή μόνο στον πεθαμένο σύζυγο, εφαρμόζεται παρόμοια και στην χήρα.
«Ο νόμος του ανδρός». Μερικοί το παίρνουν σαν να εννοεί το άρθρο του κώδικα το σχετικό με τον γάμο, αλλά είναι πιο φυσικό να δεχθούμε ότι αναφέρεται στην εξουσία που έχει ο σύζυγος πάνω στην σύζυγο του.
Το δύσκολο σημείο σ” αυτό το εδάφιο είναι, γιατί ο Παύλος παίρνει σαν παράδειγμα μια σύζυγο που χάνει τον άνδρα της και ελευθερώνεται να ξαναπαντρευτεί, παρά έναν σύζυγο που χάνει την σύζυγο του, και απολαμβάνει το ίδιο δικαίωμα. Το γεγονός ότι ο νόμος δένει την γυναίκα πιο αυστηρά απ” ότι τον άνδρα, δεν επαρκεί να εξηγήση αυτή την προτίμηση. Την απάντηση στην ερώτηση θα μας την δώσει η εφαρμογή του παραδείγματος, που ο Παύλος προτίθεται να κάνη στην πνευματική ζωή. Ο Παύλος είχε υπ” όψιν του όχι μόνον την διάρρηξη των σχέσεων του πιστού με τον νόμο, τον πρώτο σύζυγο, αλλά επίσης την νέα του ένωση με τον αναστημένον Χριστό, τον δεύτερο σύζυγο. Στην εικόνα αυτή του δευτέρου γάμου, ο Χριστός θα μπορούσε να παρουσιασθεί μόνον σαν ο σύζυγος, και ο πιστός σαν η σύζυγος. Και αυτό είναι εκείνο που οδηγεί τον Απόστολο να πάει λίγο παραπέρα, και να αποδώση θάνατο και στην ίδια την σύζυγο (ως προς τον συζυγικό δεσμό).

Εδάφιο 3
«Άρα ουν ζώντος του ανδρός μοιχαλίς χρηματίσει εάν γένηται ανδρί ετέρω. Εάν δε αποθάνη ο ανήρ, ελευθέρα εστίν από του νόμου, του μη είναι αυτήν μοιχαλίδα γενομένην ανδρί ετέρω».
«Ώστε, εφ” όσον ζη ο άνδρας της, εάν συνδεθή με άλλον άνδρα, θα γίνη μοιχαλίς, εάν όμως πεθάνη ο άνδρας, είναι ελεύθερη από τον νόμον και δεν θεωρείται μοιχαλίς εάν συνδεθή με άλλον άνδρα.»

Αυτό το εδάφιο δεν είναι μια περιττή επανάληψη του εδαφίου 2. Υπηρετεί στο να σύρει από την εντολή του νόμου, που εξηγείται στο εδάφιο 2, το συμπέρασμα που ο Απόστολος θέλει να δείξει – την νομιμότητα μιας δεύτερης ένωσης στην υποτιθεμένη περίπτωση. Ό,τι θα ήταν παρανομία κατά την διάρκεια της ζωής του συζύγου, γίνεται νόμιμο όταν αυτός είναι πεθαμένος.
Μερικοί έχουν δώσει την ακόλουθη εξήγηση στο εδάφιο που μελετάμε: Η γυναίκα που είναι δεμένη δια νόμου στον ζώντα άνδρα της είναι η ανθρώπινη ψυχή που υπόκειται δια του νόμου στην κυριαρχία της αμαρτίας (ο πρώτος σύζυγος). Τούτος ο σύζυγος, η αμαρτία, σαν πεθάνει (μέσω πίστης στον Χριστό σταυρωμένο), η ψυχή ελευθερώνεται από την δύναμη της, και αποκτά την ελευθερία του να εισέλθη σε ένωση με τον Χριστό αναστημένο (τον νέο σύζυγο). Αλλά τούτη η εξήγηση θα μας έφερνε πίσω στην ιδέα του προηγουμένου χωρίου (απελευθέρωση από την αμαρτία), ενώ το εδαφίο 6 δείχνει καθαρά ότι ο Παύλος θέλει να μιλήση εδώ για την απελευθέρωση από τον νόμο. Το «ώστε», άλλωστε, του εδαφίου 4, δείχνει ότι δεν είναι παρά έως τότε, στο εδάφιο 4, που αρχίζει η ηθική εφαρμογή.

Εδάφιο 4
«Ώστε, αδελφοί μου, και υμείς εθανατώθητε τω νόμω δια του σώματος του Χριστού εις το γενέσθαι υμάς ετέρω, τω εκ νεκρών εγερθέντι, ίνα καρποφορήσωμεν τω Θεώ.»
«Ώστε, αδελφοί μου, και σεις θανατωθήκατε ως προς τον νόμον δια του σώματος του Χριστού δια να συνδεθήτε με άλλον, με εκείνον που αναστήθηκε από τους νεκρούς, δια να φέρωμεν καρπόν δια τον Θεόν.»

«Ώστε»: «Είστε νεκροί ως προς τον νόμον, ώστε ν” ανήκετε σ” έναν άλλον.» Δεν είναι ο θάνατος των πιστών εν Χριστώ σταυρωμένω, του οποίου την νομιμότητα ο Απόστολος επιθυμούσε να δείξη με το προηγούμενο παράδειγμα που λαμβάνεται από τον νόμο, αλλά η νέα ένωση της οποίας αυτός ο θάνατος είναι η προϋπόθεση.
«Και υμείς»: Παρόμοια σαν αυτή την σύζυγο, η οποία είναι νεκρή (σαν σύζυγος) μέσω του θανάτου του άνδρα της, και η οποία έχει έτσι το δικαίωμα να ξαναπαντρευτεί.
«Εθανατώθητε», ή πιο καλά, «εθανατώθητε σε σχέση με τον νόμο». Η συμμετοχή στον σταυρικό Του θάνατο δεν είναι ακριβώς η ίδια σ” αυτό το χωρίο, σαν εκείνη για την οποία μιλά το εδάφιο 6 του προηγουμένου κεφαλαίου. Η τελευταία αναφερόταν στον θάνατο του πιστού ως προς την αμαρτία, ενώ ο Παύλος λέγει εδώ, «θανατωθήκατε ως προς τον νόμον δια του σώματος του Χριστού». Ο Χριστός επάνω στον σταυρό πέθανε ως προς τον νόμον, καθόσον αυτή η τιμωρία Τον ελευθέρωσε απ” την δικαιοδοσία του νόμου, κάτω απ” την οποία είχε περάσει την ζωή Του εδώ στη γη, και από την Ιουδαϊκή εθνικότητα που είχε καθορίσει την μορφή της γηίνης Του ύπαρξης (Γαλάτας Δ4). Ο πιστός που οικειοποιείται αυτόν τον θάνατο, οικειοποιείται επίσης την ένδοξη ελευθερία η οποία ήταν η συνέπεια αυτού του θανάτου στην περίπτωση του Χριστού. Απελευθερωμένος εν Αυτώ από τον νόμον των εντολών (Εφ. Β15), εισέρχεται μαζί Του στην υψηλότερη ζωή της κοινωνίας με τον Θεό.
“Οταν ο Παύλος λέγει, «δια του σώματος του Χριστού», μας θυμίζει ότι ήταν αυτό το σώμα που σχημάτισε τον δεσμό μεταξύ του Χριστού και του Θεοκρατικού Έθνους (του Έθνους Ισραήλ, Α3). Και ότι αυτός ο δεσμός άπαξ και έσπασε στην περίπτωση Του δια του θανάτου, είναι επίσης σπασμένος και στην περίπτωση των πιστών, που σύρουν την ζωή τους απ” Αυτόν.
Δεν υπάρχει αναφορά σ” αυτό το κείμενο στο δώρο του σώματος Του, σαν το αντίτιμο της λύτρωσης μας.
Καθώς ο καινούργιος σύζυγος είναι ένας νεκρός και αναστημένος Χριστός, η σύζυγος πρέπει αναγκαστικά να παρουσιασθεί σαν νεκρή (μέσω του θανάτου του πρώτου της άνδρα, του νόμου), ώστε να είναι σε θέση να ενωθή με τον Χριστό σαν έναν αναστημένον. Είναι ένας γάμος πέραν του τάφου. Και είναι αυτός ο λόγος που ο Απόστολος δεν αρκείται λέγοντας, «εθανατώθητε ως προς τον νόμον, ώστε ν” ανήκετε σ” έναν άλλον», αλλά αμέσως προσθέτει, «σ” Αυτόν που ανεστήθη απ” τους νεκρούς».
Μπορούμε τώρα ν” αντιληφθούμε καλά πως ο Παύλος, μ” αυτή την εφαρμογή κατά νουν απ” την αρχή, επεξέτεινε την ιδέα του θανάτου, η οποία, μιλόντας ακριβώς, είχε εφαρμογή μόνον στον σύζυγο, και στην σύζυγο με τον όρο «κατήργηται», εδάφιο 2.
Είναι επίσης εύκολο να δούμε ότι αυτή η εικόνα του γάμου μεταξύ της ψυχής πεθαμένης εν Χριστώ σταυρωμένω και Χριστώ αναστημένω, εκφράζει ακριβώς την ίδια ιδέα καθώς την έχομε βρει ήδη στο ΣΤ5, και καθώς αυτή αναπτύχθηκε στο όλο χωρίο ΣΤ6-10. Μόνο που εδώ συνοψίζει αυτή την ιδέα, για να συμπεράνει απ” αυτή την απελευθέρωση του πιστού σε σχέση με τον νόμο. Μπορούμε λοιπόν να συνοψίσωμε το περιεχόμενο των τεσσάρων εδαφίων ως εξής: Όπως δια του θανάτου Του ο Χριστός εισήλθε σε μια ύπαρξη ελευθερωμένη από κάθε νομικίστικο θέσπισμα, μια ύπαρξη που καθορίζεται απ” την ζωή του Θεού μόνον, έτσι και εμείς, όταν έχωμε πεθάνει ως προς την αμαρτία, εισερχόμεθα μαζί μ” Αυτόν μέσα σ” αυτή την ίδια ζωή, στην οποία, σαν μια ξαναπαντρεμμένη χήρα, δεν έχομε κανέναν άλλον κύριο έξω απ” Αυτόν τον νέο σύζυγο και το Πνεύμα Του.
Ο σκοπός τούτης της νέας ένωσης, λέγει ο Παύλος, κλείνοντας αυτό το θέμα, εδάφιο 4, είναι «να φέρωμε καρπούς στον Θεό». Με αυτή την έκφραση συνεχίζει και συμπληρώνει την εικόνα που άρχισε, δηλαδή εκείνη του γάμου. Οι καρποί (τα παιδιά) που πρόκειται να ξεπηδήσουν απ” αυτή την ένωση, μεταξύ του Αναστημένου και της Εκκλησίας Του, είναι μια δραστηριότητα πλούσια σε άγια έργα, ειργασμένα στην υπηρεσία του Θεού («Καρποφορήσαι τω Θεώ»).
Δεν είναι η ανάσταση, είναι η ένωση του πιστού με τον Αναστημένο, που έχει σαν στόχο της να φέρει μια ζωή καλών έργων. Αυτό φαίνεται από τα ακόλουθα εδάφια, στα οποία ο Απόστολος αντιπαραθέτει στην ένωση με τον νόμο, που παρήγαγε καρπούς αμαρτίας, την ένωση με τον Χριστό, που φέρει καρπούς αγιασμού.
Ο Παύλος έχει μόλις δείξει με τον ίδιο τον νόμο, ότι οι πιστοί, σε συνέπεια του θανάτου που έχουν υποστεί, μπορούν, χωρίς να κατηγορηθούν για απιστία, να βγάλουν από πάνω τους τον ζυγό του νόμου, και να συνάψουν μια καινούργια ένωση με τον Χριστό. Στην συνέχεια μας δείχνει τον σοβαρό λόγο που έχουν να χρησιμοποιήσουν αυτό το δικαίωμα, και να προτιμήσουν αυτή την καινούργια ένωση, στην θέση της προηγουμένης. Είναι οι εξαίρετοι καρποί που θα προκύψουν απ” αυτή την καινούργια ένωση.
Το περιεχόμενο των δύο εδαφίων 5 και 6 το βρίσκουμε στις τελευταίες λέξεις του εδαφίου 4. Και πρώτα το εδάφιο 5: Ο πρώτος γάμος και οι καρποί του.

Εδάφιο 5
«Ότε γαρ ήμεν εν τη σαρκί, τα παθήματα των αμαρτιών τα δια του νόμου ενηργείτο εν τοις μέλεσιν ημών εις το καρποφορήσαι τω θανάτω».
«Όταν εζούσαμε ζωήν σαρκικήν, τα αμαρτωλά πάθη μας, διεγειρόμενα εξ αιτίας του νόμου, ενεργούσαν εις τα μέλη μας ώστε να φέρουν καρπούς δια τον θάνατον.»

Η έκφραση «είμαι εις την σάρκα» δεν έχει καμμία σχέση με την «ζω εις το σώμα», σύγκρινε Γαλάτας Β20.
Η λέξη «σάρκα», στην γλώσσα της Βίβλου, εφαρμόζεται στον όλο φυσικό άνθρωπο, τόσο όσο αυτός είναι ακόμη κάτω από την εξουσία της αγάπης της ευχαρίστησης, και του φόβου του πόνου, δηλαδή, στην τάση της αυτοϊκανοποίησης. Η φυσική αυταρέσκεια, η αυτοϊκανοποίηση του εγώ, αυτή είναι η ιδέα της λέξης «σάρκα», στην ηθική έννοια στην οποία τόσο συχνά χρησιμοποιείται στην Γραφή.
Η ερώτηση τώρα είναι, τι ρόλο παίζει ο νόμος σ” αυτή την ηθική ανάπτυξη του ανθρώπου, που τον έχει οδηγήση σ” αυτή την κατάσταση; «Τα παθήματα των αμαρτιών» λέγει ο Παύλος, «ενηργείτο δι” αυτού».
«Τα παθήματα των αμαρτιών», είναι «τα αμαρτωλά πάθη».
Αυτό το «αμαρτιών» μπορούμε να το πάρωμε ως εξής: α) «Παραγόμενα από την αμαρτία». β) «Έχοντα τον χαρακτήρα της αμαρτίας». γ) «Τα πάθη στα οποία οι διάφορες εσωτερικές μορφές της αμαρτίας συνίστανται», όπως είναι τα ακόλαστα, τα ακάθαρτα, τα συμφεροντολογικά, τα ατομιστικά, τα βίαια πάθη. δ) Ίσως είναι πιο φυσικό να δούμε σ” αυτό το «αμαρτιών» την γενική του αποτελέσματος: «Τα πάθη που παράγουν κάθε είδος αμαρτίας, ευθύς ως εξεγερθούν και ζητούν την ικανοποίηση τους».
Το «δια του νόμου» δεν μπορεί να σημαίνει, «παραχθέντα από τον νόμο», διότι αυτά τα πάθη προκύπτουν απ” την φυσική κατάσταση του ανθρώπου, που ο Παύλος την δήλωσε με την έκφραση «είμαι στην σάρκα». Το σωστό είναι λοιπόν να το ερμηνεύσωμε, «εξεγερμένα» από τον νόμο. Ο νόμος, ερχόμενος σε σύγκρουση μ” εκείνα τα ένστικτα που κοιμόντουσαν, που ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση, τα κάνει να περάσουν στην ενεργητική και βίαιη κατάσταση. Έτσι εξηγείται γιατί βρίσκομε τον άνθρωπο να εξαχρειώνεται τόσο συχνά, ξεπερνόντας τα όρια της απλής ικανοποίησης των αναγκών του, και να φθάνει σε υπερβολές στις οποίες ούτε τα ζώα δεν φθάνουν. Είναι το εμπόδιο, η αναχαίτιση την οποία φέρνει ο νόμος, που τόσο συχνα ενεργεί στον άνθρωπο σαν ένα κίνητρο να κάνει το κακό.
Το «ενηργείτο» δηλώνει εκείνο το είδος της εσωτερικής ζύμωσης που παράγεται όταν τα πάθη, εξεγερμένα απ” το εμπόδιο της εντολής, ζητούν να κυριεύσουν το σώμα για την ικανοποίηση τους.
Η λέξη «τα μέλη» αντιστοιχεί στο «των αμαρτιών». Κάθε κακό ένστικτο έχει, να το πούμε έτσι, κάποιο αντίστοιχο μέλος του σώματος, ή και περισσότερα, που εμπηρεάζει.
Το αποτέλεσμα αυτής της ακαθάρτου εργασίας, που προκαλείται από την σύγκρουση της σαρκικής καρδιάς του φυσικού ανθρώπου ενάντια στον άγιο νόμο, είναι μια περίσσεια κακών «καρπών», που παράγουν θάνατο στον άνθρωπο, σύγκρινε Ιάκωβο Α14,15.
Το «εις» περιέχει, όπως πάντα, την ιδέα του «στόχου», και όχι μόνο του αποτελέσματος. Στα πάθη της σάρκας υπάρχει μια ενδόμυχη επιδίωξη για θάνατο, όπως αναφέρεται και στο Η6 («Το φρόνημα της σαρκός θάνατος»). Ο άνθρωπος που ενεργεί χωρίς τον Θεό, τείνει ν” αποχωρίση τον εαυτόν του ακόμα πιο βαθειά απ” τον Θεό.

Εδάφιο 6
«Νυνί δε κατηργήθημεν από του νόμου, αποθανόντες εν ω κατεχόμεθα, ώστε δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος».
«Τώρα όμως ελευθερωθήκαμε από τον νόμον, επειδή επεθάναμε ως προς τον νόμον που μας εκρατούσε αιχμαλώτους, και έτσι υπηρετούμεν εις την νέαν ζωήν του Πνεύματος και όχι κάτω από τον παλαιόν γραπτόν κώδικα.»

Στο «κατηργήθημεν» ξαναβρίσκομε την ιδέα που εξηγήθηκε ήδη στο εδάφιο 2. Εκεί, στο εδάφιο 2, για την γυναίκα η οποία στερήθηκε την θέση της σαν παντρεμμένη σύζυγος, λόγω του θανάτου του ανδρός της, αναφέρθηκε η φράση: «Κατήργηται από του νόμου του ανδρός»: Έχει σταματήσει η ίδια να υπάρχει (ως σύζυγος). Εδώ, όπως και στην περίπτωση της γυναίκας, τούτο το ρήμα, συντασσόμενο με την πρόθεση «από», περιέχει την ιδέα της πλέον πλήρους απελευθέρωσης.
Στο εδάφιο 4 είδαμε ότι αυτή η απελευθέρωση προέκυψε από τον θάνατο που υπέστημεν εν Χριστώ («εθανατώθητε»). Είναι αυτή η τελευταία ιδέα που ανακαλείται στην μνήμη με το «αποθανόντες».
«Εν ω»: Αναφέρεται στον νόμο.
Αυτή όμως η απελευθέρωση δεν οδηγεί σε αχαλίνωτη συμπεριφορά. Αντιθέτως, σκοπό έχει να καταλήξη σ” ένα «δουλεύειν», μια νέα δουλεία της πλέον ευγενούς και δοξασμένης φύσης, η οποία από μόνη της, πράγματι, αξίζει να φέρει το όνομα της ελευθερίας.
«Εν καινότητι πνεύματος». Με αυτή την φράση δηλώνεται η νέα κατάσταση στην οποία το Άγιο Πνεύμα εισάγει τον πιστό, όταν Αυτός (το Άγιο Πνεύμα) εγκαθιστά μια πλήρη αρμονία μεταξύ της κλίσης της καρδιάς και της ηθικής υποχρέωσης, όταν το να κάνωμε το καλό και να αποκηρύττωμε τον εαυτόν μας για τον Θεό, έχει γίνει πλέον χαρά.
Με αυτή την κατάσταση, για την οποία μας δίνει μια φευγαλέα εικόνα, και την οποία επιφυλάσσεται να περιγράψη (κεφ. Η), ο Απόστολος κλείνοντας, αντιπαραθέτει την προηγουμένη κατάσταση, την οποία καλεί «παλαιότητα γράμματος». Ίσως σ” αυτή την έκφραση να ευρίσκεται ένας υπαινιγμός για τον «παλαιό άνθρωπο», ΣΤ6, αλλά κυρίως ο Παύλος θέλει να δηλώση αυτή την κατάσταση σαν κάτι, που τώρα είναι πλέον παρελθόν για τον πιστό. Είναι λοιπόν από την άποψη αυτής της νέας κατάστασης που την χαρακτηρίζει έτσι (σαν «παλαιότητα»).
Το «γράμμα» είναι η ηθική υποχρέωση, γραμμένη στον νόμο, που τίθεται πάνω στον άνθρωπο, σαν κάτι έξω απ” αυτόν, και το οποίο συχνά αντιτίθεται στις εσωτερικές του διαθέσεις. Τα εδάφια 1-4 μας είπαν ότι είναι νόμιμο, και τα εδάφια 5-6 ότι είναι ωφέλιμο, να σταματήσωμε με μια τέτοια κατάσταση (αυτή που περιγράφεται με τις λέξεις «παλαιότητα γράμματος»), και να εισέλθωμε στην άλλη (αυτή που περιγράφεται με τις λέξεις «καινότητα πνεύματος»), ευθύς ως αυτή η δυνατότητα μας παρουσιάζεται απ” τον Ίδιο τον Θεό.
Ο Απόστολος έχει δείξει στο πρώτο μέρος ότι το Ευαγγέλιο έχει την δύναμη να οδηγήσει σε αγιασμό, και δι” αυτού να θέση ένα τέρμα με μιας, στην βασιλεία της αμαρτίας και σ” αυτή του νόμου, οι οποίες είναι η μία και η αυτή κατάσταση. Στην συνέχεια προχωρά να εξηγήσει ότι η απομάκρυνση του νόμου δεν δικαιολογείται να φέρει τύψεις, μια και αυτός δεν είναι σε θέση να οδηγήσει σε αγιασμό. Δεν έχει λοιπόν ο νόμος καμμία καλά θεμελιωμένη διαμαρτυρία να υψώση εναντίον της κρίσης που πέφτει επάνω του. Αυτό είναι και το θέμα του ακολούθου τμήματος.
Η ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ ΝΑ ΑΓΙΑΣΗ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ. Ζ7-25.
Οι βασικές σκέψεις αυτού του χωρίου είναι οι ακόλουθες: Μετά που έχει εμπλέξει τον άνθρωπο στον θάνατο (εδ. 7-13), ο νόμος τον αφήνει να μάχεται σ” αυτή την κατάσταση, από την οποία δεν έχει την δύναμη να τον βγάλη (εδ. 14-23). Δεν μπορεί να τον πάει πιο πέρα απ” τον πόθο γι” απελευθέρωση (εδ. 24-25).
Στο κεφάλαιο Γ ο Παύλος απέδειξε την ανεπάρκεια του νόμου να δικαιώση. Εκείνο που αποδεικνύει εδώ είναι η αδυναμία του ν” αγιάση.
Το κομμάτι που θα μελετήσωμε διαιρείται σε δύο μέρη. Στο πρώτο, εδάφια 7-13, ο Απόστολος αποδεικνύει από την πείρα του ότι ο νόμος μπορεί μόνον να σκοτώσει τον άνθρωπο ηθικά, δηλαδή να τον χωρίση απ” τον Θεό. Στο δεύτερο, απ” το εδάφιο 14 και μετά, δείχνει την αδυναμία του νόμου να τον βγάλη απ” την θλιβερή κατάσταση στην οποία είναι βυθισμένος.
Η ιδιαιτερότητα αυτού του κομματιού είναι ότι ο Παύλος μιλά συνεχώς σε πρώτο πρόσωπο, «Ουκ έγνων…», «Κατειργάσατο εν εμοί…» κ.λ.π. Για το ποιό είναι αυτό το πρόσωπο στο οποίο αναφέρεται ο Απόστολος υπάρχουν πολλές απόψεις:
α) Μερικοί θεωρούν ότι είναι ο Παύλος που μιλά για τον εαυτόν του, ως αντιπρόσωπος όλου του ανθρωπίνου γένους, απ” την αρχή της ύπαρξης του, αναφέροντας έτσι τις μεγάλες ηθικές εμπειρίες του ανθρωπίνου γένους έως τον χρόνο της λύτρωσης του.
β) Άλλοι το εφαρμόζουν στο Ιουδαϊκό Έθνος, και τις εμπειρίες που περιγράφονται εδώ, ότι αναφέρονται στις διάφορες φάσεις της ιστορίας τους.
γ) Μερικοί θεωρούν ότι ο Απόστολος, βάσει του παρελθόντος του, εισάγει εδώ τον εαυτόν του σαν την προσωποποίηση του νομικίστικου Ιουδαίου, του ανθρώπου ο οποίος, μη όντας σκληρυμένος από αυτοδικαίωση, ούτε δοσμένος σ” ένα μιαρό και σαρκικό πνεύμα, ζητά ειλικρινά να εκπληρώση τον νόμο, χωρίς ακόμα όμως να έχει πετύχει να ικανοποιήση την συνείδηση του.
δ) Άλλοι θεωρούν ότι μιλά για τον μετεστραμμένο Χριστιανό, διότι αυτός μόνον μπορεί να έχει τόσο βαθειά συμπάθεια στον θείο νόμο, όπως ο Παύλος περιγράφει τον εαυτόν του σε τούτο το χωρίο, και από το άλλο μέρος, ο κάθε πιστός, στην πορεία της ζωής του, έχει αυτές τις βαθειές εμπειρίες της δυστυχίας, που περιγράφονται εδώ απ” τον Απόστολο.
ε) Μερικοί τέλος θεωρούν ότι ο Απόστολος μιλά εδώ αποκλειστικά μόνον για τον εαυτόν του.
Για τον ποιόν μιλά πραγματικά ο Απόστολος, θα το καταλάβωμε, αφού μελετήσωμε στις λεπτομέρειες του αυτό το τμήμα.
Το πρώτο κομμάτι επεκτείνεται έως το τέλος του εδαφίου 13. Εξηγεί τα αποτελέσματα της πρώτης ζωντανής επαφής μεταξύ του Θείου νόμου και της σαρκικής καρδιάς του ανθρώπου. Η αμαρτία ξεσκεπάζεται, εδάφιο 7, και σε συνέπεια αυτού του ξεσκεπάσματος της δυναμώνει και αυξάνει, εδάφια 8,9, έτσι που ο άνθρωπος, αντί να βρεί ζωή στην σχέση του με τον νόμο, βρίσκει θάνατο, εδάφια 10,11. Αυτό όμως το τραγικό αποτέλεσμα δεν πρέπει ν” αποδοθεί στον ίδιο τον νόμο, αλλά στην αμαρτία, η οποία χρησιμοποιεί τον νόμο γι” αυτόν τον σκοπό.
Εδάφια 7-13.
Αυτή η όλη ανάπτυξη εισάγεται με την αντίρρηση πάνω στη θέση, του να ταυτίζεται ο νόμος με την αμαρτία. Αλλά δεν θα πρέπει να νομισθεί ότι ο στόχος του Αποστόλου είναι πράγματι ν” απαλλάξη τον νόμο από μια τέτοια υποψία. Ποιός από τον κύκλο στον οποίον δίδασκε, θα μπορούσε να είχε προφέρει μια τέτοια βλασφημία ενάντια σε μια θέσπιση που ήταν αναγνωρισμένη ως Θεία;
Εκείνο που ο Παύλος επιθυμεί να δικαιολογήση δεν είναι ο νόμος. Είναι η διδασκαλία η δική του, η οποία μπορούσε να δώση την εντύπωση, ότι ο νόμος και η αμαρτία είναι αδιαχώριστα ενωμένα, ή ακόμα ότι ταυτίζονται. Δεν έχει μόλις αποδείξει ότι το να ελευθερωθής απ” την αμαρτία είναι επίσης το να απελευθερωθής απ” τον νόμο; Δεν φαίνεται λοιπόν να έπεται απ” αυτό ότι ο νόμος και η αμαρτία είναι ένα και το αυτό πράγμα; Είναι αυτός ο ασεβής συλλογισμός απ” τον οποίον προχωρά να καθαρίση το Ευαγγέλιο του. Εκείνο που δείχνει είναι ότι, εάν ο νόμος παίζει ένα τόσο ενεργητικό ρόλο στην ιστορία της αμαρτίας, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο λόγω της φύσης του, η οποία θα ήταν αμαρτωλή σ” αυτή την περίπτωση, αλλά λόγω της υπερβολικά αμαρτωλής φύσης της αμαρτίας.

Εδάφιο 7
«Τι ουν ερούμεν; Ο νόμος αμαρτία; Μη γένοιτο. Αλλά την αμαρτίαν ουκ έγνων ει μη δια νόμου. Την τε γαρ επιθυμίαν ουκ ήδειν ει μη ο νόμος έλεγεν, ουκ επιθυμήσεις.»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Ότι ο νόμος είναι αμαρτία; Μη γένοιτο, αλλά την αμαρτίαν δεν θα την είχα γνωρίσει παρά δια του νόμου. Και την επιθυμίαν την κακήν δεν θα την ήξερα, εάν ο νόμος δεν έλεγε: Να μη επιθυμήσης.»

«Τι ουν ερούμεν; Ο νόμος αμαρτία;»: «Τι θα πούμε; Είναι ο νόμος κάτι κακό από μόνο του, αντίθετο στην ουσία και την θέληση του Θεού, και επομένως επιβλαβής;». Όχι, απαντά ο Απόστολος. Ο νόμος δεν παράγει αμαρτία.
«Αλλά», δηλαδή, «Όχι αντιθέτως», είναι ο νόμος που αποκαλύπτει την αμαρτία. Το να αποκαλύπτεις την αμαρτία είναι, εάν το πάρης από μια πλευρά, το αντίθετο του να την παράγης.
«Ουκ έγνων»: Δεν έμαθα να κρίνω την αμαρτία, παρά με το φως του νόμου. Δεν διέκρινα μέσα μου την παρουσία του κακού ενστίκτου της αμαρτίας, παρά μέσω του νόμου.
Και πως πραγματοποιήθηκε αυτή η αποκάλυψη μέσω του νόμου; Είναι αυτό που εξηγεί στην ακόλουθη πρόταση: «Την τε γαρ επιθυμίαν ουκ ήδειν…». Εάν ανεκάλυψε την αμαρτία δια του νόμου, ήταν διότι μία απ” τις εντολές του έκανε φανερή την παρουσία της επιθυμίας, για την αφύσικη ύπαρξη της οποίας στον εσωτερικό του άνθρωπο θα είχε μείνει για πάντα σε άγνοια. Τούτο ήταν που του απεκάλυψε την κατάσταση της αμαρτίας στην οποίαν ήταν βυθισμένη η καρδιά του, και για την οποία θα ήταν για πάντα σε άγνοια, εάν η επιθυμία δεν του την είχε φανερώσει. Και η παρουσία της επιθυμίας θα του είχε διαφύγει για πάντα, εάν δεν του την είχε κάνει γνωστή η δεκάτη εντολή.
«Επιθυμία» εδώ δηλώνει την ακούσια κίνηση της ψυχής (θυμός) προς (επί) το εξωτερικό αντικείμενο που παρουσιάζεται σαν ανταποκρινόμενο στην ικανοποίηση αυτής της επιθυμίας. Τούτη η κίνηση της ψυχής προς τα αντικείμενα που μπορούν να την ικανοποιήσουν, είναι τόσο φυσική στην ανθρώπινη καρδιά, ώστε τούτη θα χανόταν ολοκληρωτικά στο γενικό ρεύμα της ζωής, και ποτέ δεν θα έπεφτε στο μάτι της συνείδησης, εάν ο νόμος δεν έλεγε, «Μην επιθυμήσεις». Τούτη η απαγόρευση είναι που φέρνει τον άνθρωπο να συγκεντρώση την προσοχή του σ” αυτή την αυθόρμητη κίνηση της ψυχής, και ν” ανακαλύψη σ” αυτό το γεγονός, το σύμπτωμα μιας εσωτερικής επανάστασης ενάντια στο Θείο θέλημα.
Αρα λοιπόν, εκείνο που λέγει ο Παύλος είναι, «Δεν έμαθα να γνωρίζω την αμαρτία παρά δια του νόμου. Διότι ποτέ δεν θα γινόμουνα γνώστης της επιθυμίας (στην οποία αποκαλύπτεται η αμαρτία), εάν δεν υπήρχε μια συγκεκριμένη εντολή που να μου λέγη: «Μην επιθυμήσεις». Ήτο μέσω της δεκάτης εντολής που ο Παύλος ανεκάλυψε την επιθυμία, και ήτο από την εύρεση αυτού του εσωτερικού γεγονότος της επιθυμίας, που έλαβε συνείδηση της κατάστασης της αμαρτίας του.
Σ” αυτή την εικόνα της εσωτερικής του ζωής, ο Παύλος μας δίδει, χωρίς βέβαια να το έχει πρόθεση, μια ιδέα της καθαρότητας της ζωής του σαν παιδί και έφηβος. Μπορεί, όταν ερχόταν αντιμέτωπος με τις εννέα εντολές, να είχε αξιώσει για τον εαυτόν του, όσον αφορά το γράμμα τους, την ετυμηγορία, «Αθώος», σαν και εκείνον τον νεαρό που είπε στον Κύριο, «Όλα αυτά τα ετήρησα απ” την νεότητα μου». Αλλά ήλθε η δεκάτη εντολή και ψαλίδισε όλη αυτή την αυτοδικαίωση, και κάτω απ” την ακτίνα της Θείας αγιότητας αναγκάσθηκε τώρα να περάσει απόφαση καταδίκης επάνω του. Έτσι άρχισε να λαμβάνη χώρα μέσα του, χωρίς να το υποψιάζεται, ένας βαθύς χωρισμός από τον φαρισαϊσμό στον οποίον ανήκε, και μια ηθική προετοιμασία που επρόκειτο να τον οδηγήση στην αγκαλιά του Χριστού και της δικαιοσύνης Του.
Σ” αυτή τώρα, την τόσο οδυνηρή ανακάλυψη, προσετέθη σύντομα («δε», εδάφιο 8), μια δεύτερη πιο οδυνηρή εμπειρία

Εδάφιο 8
«Αφορμήν δε λαβούσα η αμαρτία δια της εντολής κατειργάσατο εν εμοί πάσαν επιθυμίαν. Χωρίς γαρ νόμου αμαρτία νεκρά.»
«Δια της εντολής εκείνης ευρήκε την ευκαιρία η αμαρτία και εξύπνησε μέσα μου κάθε κακήν επιθυμίαν, διότι χωρίς νόμον η αμαρτία είναι νεκρή».

Μετά που του απεκάλυψε μέσα του την παρουσία της αμαρτίας, ο ίδιος ο νόμος ενέτεινε μέσα του την δύναμη αυτής της κακιάς αρχής.
Ποιά να είναι η «ευκαιρία» για την οποία μιλά εδώ ο Παύλος; Η συνήθης απάντηση είναι, η ιδία η εντολή. Και τούτο δεν είναι λάθος. Η αμαρτία βρίσκοντας μια σειρά απαγορεύσεις μέσα στην εντολή, το εχρησιμοποίησε για να εξάψη την επιθυμία για τα απαγορευμένα πράγματα.
Αλλά μπορεί όμως ο Παύλος να βρίσκει την «ευκαιρία» της οποίας η αμαρτία κάνει χρήση, σ” αυτά τα ίδια τα απαγορευμένα πράγματα, όταν τούτα παρουσιάζονται στο μάτι ή στην φαντασία, και να λέγει κάτι σαν αυτό: «Η αμαρτία βρίσκοντας μια ευκαιρία στην θέα κάποιου από εκείνα τα πράγματα για το οποίο ο Θεός μου λέγει: «Μη το επιθυμήσεις», εκμεταλεύτηκε τούτη την περίσταση ν” ανάψη στην καρδιά μου, μέσω αυτής ακριβώς της απαγόρευσης, την σφοδρή επιθυμία για τούτο.»;
Το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι η γνωστή πείρα, που την είχαν διαπιστώσει και οι αρχαίοι, ότι ο άνθρωπος πάντα κλίνει προς τον απαγορευμένο καρπό (ιδέ Παροιμίες Θ17). Η απαγόρευση έχει σαν αποτέλεσμα να τυπώση το αντικείμενο δυνατά μεσ” την φαντασία, και έτσι να του προσδώσει μια καινούργια γοητεία. Η καρδιά καταγοητεύεται, και η επιθυμία που μέχρι τότε ήταν σε λανθάνουσα κατάσταση, ξεσηκώνεται. Θα πρέπει όμως να έχωμε κατά νουν ότι τούτο συμβαίνει διότι η αμαρτία, το εγωιστικό ένστικτο, ήδη υπάρχει μέσα στην καρδιά. Δεν είναι η εντολή από μόνη της που παράγει αυτό το αποτέλεσμα. Είναι η αμαρτία η οποία, να το πούμε έτσι, εκμεταλεύεται την εντολή για δικό της όφελος. Σε μια υγιή φύση, η εντολή δεν θα ενεργούσε έτσι. Απόδειξη ο πρώτος πειρασμός στον οποίον απαιτήθηκε ένας ξένος παράγοντας, για να παίξη τον ρόλο που εδώ αποδίδεται στην αμαρτία.
Και σε τι κατάσταση ήταν η αμαρτία πριν ο νόμος την κάνει να ξεχειλίσει σε κάθε λογής σαρκικές επιθυμίες; «Ήταν νεκρή», λέγει ο Παύλος. Αυτή η έκφραση, μακρυά από του να δηλώνη ότι αυτή δεν υπήρχε, αποδεικνύει, αντιθέτως, την παρουσία της. Είναι σαν το μικρόβιο μιας αρρώστειας που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί, αλλά που και η πιο μικρή αιτία μπορεί να την κάνη να ξεσπάση σε οξεία μορφή. Και είναι τούτη η ολέθρια αρχή, που ήδη υπάρχει μέσα μας, η οποία και φέρει την ευθύνη των δυσαρέστων αποτελεσμάτων του νόμου.
Και δεν είναι σαν «Μωσαϊκός νόμος», αλλά γενικότερα σαν «νόμος», δηλαδή σαν ένα εξωτερικό «γράμμα», που παράγει αυτό ολέθριο αποτέλεσμα στην αμαρτωλή ψυχή.
Τα εδάφια που ακολουθούν μας εισάγουν ακόμη πιο βαθειά στις ηθικές εμπειρίες του Αποστόλου, όταν αυτός ήταν κάτω από τον νόμο.

Εδάφια 9, 10α
«Εγώ δε έζων χωρίς νόμου ποτέ. Ελθούσης δε της εντολής η αμαρτία ανέζησεν, εγώ δε απέθανον.»
«Εγώ εζούσα κάποτε χωρίς να έχω νόμον, αλλ” όταν ήλθε η εντολή, η αμαρτία ανέζησε, εγώ δε επέθανα».

Κάποιος πολύ σωστά παρετήρησε: «Ο θάνατος της αμαρτίας είναι η ζωή του ανθρώπου. Και αντιθέτως, ζωή για την αμαρτία είναι θάνατος για τον άνθρωπο.»
Για να βρούμε μια περίοδο στην ζωή του Παύλου στην οποία να έχουν εφαρμογή οι λέξεις: «Εγώ δε έζων χωρίς νόμου ποτέ», πρέπει να πάμε πίσω, στις μέρες που προηγήθηκαν του ξυπνήματος της ηθικής του συνείδησης, κάτω απ” την λειτουργία του νόμου. Οδηγούμεθα έτσι στην παιδική του ηλικία, πριν υποβληθεί στις Φαρισαϊκές εντολές, και την ακριβή μαθητεία του νόμου. Απ” την ηλικία των δώδεκα οι νεαροί Ισραηλίτες άρχισαν να υπόκεινται στις διατάξεις του νόμου, εγινόταν, καθώς ελέγετο, «υιοί του νόμου». Αυτή η περίοδος ήταν αναμφίβολλα για τον νεαρό Σαούλ η αρχή της εσωτερικής κρίσης, που περιγράφεται απ” το εδάφιο 7 και μετά.
Απ” την στιγμή που βρήκε τον εαυτόν του να έχει κληθεί να εφαρμόση τις εντολές του νόμου σοβαρά στην συμπεριφορά του, δεν άργησε ν” ανακαλύψη την αμαρτία μέσα του, διότι στα βάθη της καρδιάς του βρήκε την σαρκική επιθυμία. Και ο νόμος, όχι μόνον ξεσκέπασε αυτή την πονηρή αρχή μέσα σ” αυτόν, αλλά αύξησε και την δύναμη της. Ο χείμαρρος άφρισε και κόχλασε, καθώς το εμπόδιο μπήκε στον δρόμο του.
Έως τότε ο Σαούλ «ζούσε», ηθικά και θρησκευτικά, το οποίον δεν σημαίνει, ότι εθεωρούσε, απλά, τον εαυτόν του ζωντανό. Ούτε αυτό δηλώνει την αθώα και καθαρή ζωτικότητα της παιδική ηλικίας, που είναι ακόμα χωρίς προβλήματα τύψεων. Η λέξη «ζωή», όταν χρησιμοποιείται από τον Παύλο, πάντα δηλώνει κάτι πιο βαθύ. Εδώ συγκεκριμένα αναφέρεται στην κατάσταση ενός ευσεβούς Ισραηλίτικου παιδιού, εκπαιδευμένου στην γνώση και την αγάπη του Ιεχοβά, που δοκιμάζει δια πίστεως στις υποσχέσεις του λόγου Του τις ευλογίες της Διαθήκης, ξυπνόντας και πλαγιάζοντας στην αγκαλιά του Θεού των πατέρων του, και ζητόντας να μην Τον δυσαρεστήση στην συμπεριφορά του. Υπήρξε εδώ ένα πραγματικό ξεκίνημα της «ζωής εν Θεώ», μια καθαρή ζωή, η οποία αναμφίβολλα έσβυσε μετά την αυτοδικαίωση και την εσωτερική πάλη, που πάντα την συνοδεύει, αλλά και η οποία όμως τελικά φούντωσε σ” όλο της το μεγαλείο, στο φύσημα της πίστης (στον Ιησού Χριστό).
Οι λέξεις, «όταν ήλθε η εντολή», μετά το ό,τι προηγείται, αναφέρονται απλά στην εμφάνιση της εντολής, με την άγια της μεγαλειότητα, στην συνείδηση του νεαρού Σαούλ. Τότε άρχισε σ” αυτόν η σοβαρή προσπάθεια να την υπακούσει πλήρως.
«Εγώ δε απέθανον». Η μετάβαση της αμαρτίας σε ενεργητική κατάσταση, απ” την λανθάνουσα που βρισκόταν, ήταν για τον Παύλο ένα θανατηφόρο πλήγμα. Ο εσωτερικός χωρισμός μεταξύ αυτού και του Θεού, ολοκληρώθηκε. Την παιδική ελευθερία την διαδέχθηκε ο φόβος, το υιικό αίσθημα, η επανάσταση της καρδιάς και η δουλική υποταγή, δύο εξ ίσου σίγουρα συμπτώματα θανάτου. Από τώρα και στο εξής ένα βάρος κατέπνιγε την κίνηση της ψυχής προς τον Θεό.
Οι λέξεις που ακολουθούν υπηρετούν στο να φανερώσουν τον απρόβλεπτο χαρακτήρα αυτού του αποτελέσματος (εδ. 10β), και να δώσουν την πραγματική του εξήγηση (εδ. 11).

Εδάφιο 10β,11
«Και ευρέθη μοι η εντολή η εις ζωήν, αύτη εις θάνατον. Η γαρ αμαρτία αφορμήν λαβούσα δια της εντολής εξηπάτησε με και δι” αυτής απέκτεινεν.»
«Και έτσι η εντολή, που ήτο προωρισμένη να οδηγήση εις την ζωήν, σ” εμένα έφερε θάνατον. Διότι η αμαρτία βρήκε την ευκαιρίαν δια της εντολής, με εξηπάτησε και δια της εντολής με εθανάτωσε.»

Αυτή η δραστηριοποίηση της αμαρτίας, που ο Παύλος την αισθάνθηκε σαν το θύμα ενός πνευματικού φόνου, προεκλήθη από ένα δώρο του Θεού, την εντολή. Ήταν η εντολή που ο Θεός είχε δώσει στον πιστό Ισραηλίτη με τα λόγια, «Αυτό κάνε και θα ζήσης», Λευιτικό ΙΗ5. Αντί όμως να τον οδηγήση στην αγιότητα και την ειρήνη, ή να του δώση ζωή, έκανε το αντίθετο: Αποκαλύπτοντας του την αμαρτία μέσα του, και αυξάνοντας της την δύναμη, ύψωσε έναν παχύ τοίχο μεταξύ του Θεού και αυτού, και τον ενέπλεξε στον θάνατο.
Η αίσθηση της έκπληξης, απ” αυτό το τόσο απρόσμενο αποτέλεσμα, εκφράζεται με την λέξη «ευρέθη».
Ο «θάνατος» στο τέλος του εδαφίου είναι ο ηθικός θάνατος, ο χωρισμός απ” τον Θεό, ο πνευματικός θάνατος που ο ίδιος περιγράφει στο Εφεσίους Β1 και στην συνέχεια εκεί.
Αναμφίβολλα, αυτή η περιγραφή των αποτελεσμάτων του νόμου εκθέτει μόνον μια όψη της αλήθειας, εκείνη που είχε δοκιμάσει ο Σαούλ ο Φαρισαίος. Εκείνο που είχε συμβεί μ” αυτόν οφειλόταν στο ότι θεώρησε τον νόμο σαν το μέσον του να δημιουργήση την δική του δικαιοσύνη (Ι 3), και όχι σαν το μονοπάτι που έχει ανοιχθεί προς την Θεία χάρη.
Ο ψαλμωδός συχνά περιγράφει τα αποτελέσματα του νόμου κάτω από ένα ολοκληρωτικά διαφορετικό φως (Ψαλμός ΙΘ, ΞΘ κ.λ.π.), και δεν μπορούμε ν” αμφιβάλλωμε ότι ο Ιησούς ο Ίδιος, κατά την διάρκεια της ανάπτυξης Του, έως το βάπτισμα Του, ευρήκε στον νόμο την πληρότητα εκείνου που είχε υποσχεθεί ο Θεός: «Κάνοντας αυτά θα ζήσης δι” αυτών», ή ό,τι εκφράζεται με τα λόγια του Παύλου: «Η εντολή που μου εδόθηκε να με οδηγήση στην ζωή».
Αλλά για να φέρει αυτό το ευεργετικό αποτέλεσμα ο νόμος, πρέπει να έχει να κάνει με μια καρδιά ελεύθερη από αμαρτία, ή από μια καρδιά η οποία δεν διαχωρίζει την εντολή απ” την χάρη που συνοδεύει τον νόμο, μια καρδιά που ζητά σ” αυτόν, όχι το μέσον ν” αποκτήση αυτοαξία, και να ικανοποιήση την υπερηφάνεια της, αλλά τον δρόμο της ένωσης με τον Θεό της Διαθήκης, δια μετανοίας, θυσίας και προσευχής. Επεξήγηση των όσων λέμε εδώ μας δίνει η παραβολή του Τελώνη και του Φαρισαίου.
Το εδάφιο 11 έχει σαν σκοπό να εξηγήση, τι ακριβώς έλαβε χώρα. Αποκαλύπτει τον πραγματικό πρωτεργάτη της θλιβερής κατάστασης που αναφέρεται, την αμαρτία.
Η αμαρτία είναι ο αληθινός ένοχος, όχι ο νόμος. Είναι αυτό το διεστραμμένο ένστικτο, το οποίον συνάντησε απροσδόκητα η εντολή, και το οποίον προκάλεσε στην τελευταία να παράγη ένα αποτέλεσμα εκ διαμέτρου αντίθετο από εκείνο για το οποίον εδόθη.
Το «αφορμήν λαβούσα» αναφέρεται, όπως και στο εδάφιο 8, στα εξωτερικά αντικείμενα που αντιστοιχούν στις διάφορες σαρκικές μας επιθυμίες. Η εντολή, υψώνοντας έναν φραγμό μεταξύ αυτών των αντικειμένων και ημών, τα κάνει να εμφανίζονται πιο πολύ επιθυμητά. Και δεν μπορούμε ν” αποβάλλωμε την εντύπωση ότι ένας ζηλότυπος Θεός ευχαριστείται αρνούμενος αυτά σε μας, αυτά που νομίζομε ότι θα προάγουν την ευτυχία μας. Τέτοια είναι η αυταπάτη που η αμαρτία παράγει μέσα μας δια της ιδίας της εντολής.
Οι λέξεις, «δια της εντολής εξηπάτησε με», περιέχουν σίγουρα έναν υπαινιγμό στον ρόλο που έπαιξε το φίδι, Γένεση Γ. Καθώς έχομε πει, εκεί, που ο άνθρωπος ήταν ακόμα στην αθωότητα του, το φίδι έπαιξε τον ρόλο που εδώ παίζει η αμαρτία. Εξηπάτησε και δελέασε την Εύα, οδηγόντας την σε μίσος προς τον Θεό. Έτσι λοιπόν διαπράττει τον φόνο, δηλαδή τον χωρισμό απ” τον Θεό, είτε με μια εσωτερική επανάσταση, είτε με μια εξωτερική ανυπακοή. Η εξαπάτηση οδήγησε σε απόκλιση από τον σωστό δρόμο, και η απόκλιση στον θάνατο («και δι” αυτής απέκτεινεν»)

Εδάφια 12,13
«Ώστε ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή. Το ουν αγαθόν εμοί γέγονε θάνατος; Μη γένοιτο. Αλλά η αμαρτία, ίνα φανή αμαρτία, δια του αγαθού μοι κατεργαζομένη θάνατον, ίνα γένηται καθ” υπερβολήν αμαρτωλός η αμαρτία δια της εντολής.»
«Ώστε ο νόμος είναι άγιος και η εντολή αγία, δικαία και αγαθή. Το καλόν λοιπόν έγινε για μένα θάνατος; Μη γένοιτο, αλλά η αμαρτία, δια να φανερωθή σαν αμαρτία εχρησιμοποίησε το καλόν δια να μου προξενήση θάνατον, και έτσι να γίνη η αμαρτία υπερβολικά αμαρτωλή δια της εντολής.»

Το αποτέλεσμα είναι: Όσο πιο άγιος είναι ο νόμος, τόσο πιο πολύ η αμαρτία, που τον έχει χρησιμοποιήσει για να κάνει το κακό, να εμφανίζεται μέσ” απ” αυτό στην μαυρότητα της φύσης της.
Ο Απόστολος αρχίζει μετακινόντας από τον νόμο κάθε υποψία κατηγορίας. Οτιδήποτε μπορεί να λεχθεί στην συνέχεια, τίποτα δεν θα αναιρέσει τον χαρακτήρα της αγιότητας που ανήκει στον νόμο.
Σαν νόμος εδώ εννοείται ο Μωσαϊκός.
«Άγιος», είναι η λέξη που στην Γραφή δηλώνει την τέλεια αγάπη του καλού. Όταν τούτη η λέξη εφαρμόζεται στον Θεό, εννοεί την ταύτιση της θέλησης Του με την καλωσύνη. Όταν εφαρμόζεται στο δημιούργημα, εννοεί την εθελοντική του αφιέρωση στον Θεό, τον Μόνον που είναι καλός.
Ο νόμος είναι «άγιος» ακριβώς διότι ζητά αυτή την αφιέρωση. Το ίδιο και η εντολή που ζητά αυτή την αφιέρωση σε μια ειδική σχέση. Τα δύο χαρακτηριστικά «δικαία» και «αγαθή» εκπηγάζουν και περιλαμβάνονται σε κείνο της αγιότητας. Η εντολή είναι «δικαία» διότι ρυθμίζει κατά έναν φυσιολογικό τρόπο τις σχέσεις μεταξύ των όντων. Είναι «αγαθή» στην έννοια του «ευεργετική». Αυτό το τελευταίο επίθετο εξηγείται και απ” τις προηγούμενες λέξεις: «Κατάλληλη να δώσει ζωή» (εδ. 10).
«Αλλά η αμαρτία, ίνα φανή αμαρτία, δια του αγαθού μοι κατεργαζομένη θάνατον, ίνα γένηται καθ” υπερβολήν αμαρτωλός η αμαρτία δια της εντολής.» Τούτο μπορούμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: Αλλά η αμαρτία, για να φανή σαν αμαρτία, στράφηκε να εργασθή («εγένετο κατεργαζομένη») τον θάνατο μου δι” εκείνου που ήταν καλό (δια του νόμου). Η αμαρτία εργάσθηκε τον θάνατο δια του καλού, ώστε να δείξη όσο το δυνατόν πιο πολύ τον αμαρτωλό της χαρακτήρα.
Ο Θεός θέλησε ώστε η αμαρτία, σκοτώνοντας μέσω αυτού που προορίσθηκε να δώση ζωή, να διέπραττε ένα αληθινό αριστούργημα διαστροφής. Και γιατί ο Θεός θέλησε ώστε αυτό να γίνη έτσι; Για ν” αποκαλυφθεί η αμαρτία πλήρως το τι πραγματικά είναι, αμαρτία («ίνα φανή αμαρτία»).
Για ν” αποκαλύψη πλήρως τον κακό της χαρακτήρα, ήταν αναγκαίο η αμαρτία να επιφέρη επάνω μου θάνατο, όχι με κάτι κακό (πράγμα που θα έριχνε ένα μέρος της βαρειάς μομφής αυτού του φόνου στο μέσον που χρησιμοποιήθηκε), αλλά με ένα καλό (την εντολή), ώστε το έγκλημα να φανεί ότι είναι αποκλειστικά έργο της αμαρτίας.
Να θυμηθούμε ότι είχε μείνει ν” απαντήσωμε στην ερώτηση, για ποιόν μιλά ο Παύλος στα εδάφια 7-13. Απ” ότι διαβάσαμε φαίνεται πως μιλά για τον εαυτόν του, αλλά με την πεποίθηση ότι η εμπειρία του θα είναι αλάνθαστα εκείνη του κάθε Ισραηλίτη, όπως και του κάθε ανθρώπου, που θα θελήση να χρησιμοποιήση σοβαρά τον ηθικό ή τον Μωσαϊκό νόμο σαν μέσον αγιασμού.
Το υπό συζήτηση θέμα τώρα είναι να εξιχνιάσωμε αυτή την εμπειρία στην πιο βαθειά της αιτία. Αυτή είναι η μελέτη στην οποία αφιερώνεται το ακόλουθο τμήμα, εδάφια 14-25 («γαρ», εδ. 14).
Εδάφια 14-25
Τα όσα αναπτύσσονται εδώ, με βάση εκείνα που προηγήθηκαν, θα πρέπει να τα θεωρήσωμε ότι αναφέρονται στις χαμένες μάχες ενος ειλικρινούς και σοβαρού ατόμου, που είναι κάτω από τον ζυγό του νόμου, χωρίς να γνωρίζει την απελευθέρωση δια του Αγίου Πνεύματος. Είναι η απελπισμένη κραυγή ενός ανθρώπου, που βρίσκεται μέσα σε μια νομικίστικη κατάσταση, όπου ο άνθρωπος κουνά τις αλυσσίδες του, χωρίς να καταφέρνει ποτέ να τις σπάσει. Αδύναμος, στριφογυρίζει μέσα στην φυλακή που τον έχουν κλείσει ο νόμος και η αμαρτία, και το μόνο που μπορεί να κάνη είναι, στο τέλος της προσπάθειας του, να βγάλη εκείνη την κραυγή της απελπισίας, δια της οποίας, έχοντας εξαντλήσει την δύναμη του για μάχη, επικαλείται, χωρίς να τον γνωρίζη, Αυτόν που θα μπορέση να τον ελευθερώση. Είναι ο πιο απελπισμένος θρήνος που βγήκε από ανθρώπινη καρδιά.

Εδάφιο 14
«Οίδαμεν γαρ ότι ο νόμος πνευματικός εστιν. Εγώ δε σαρκικός ειμι, πεπραμένος υπό την αμαρτίαν».
«Γνωρίζομεν ότι ο νόμος είναι πνευματικός, αλλ” εγώ είμαι σαρκικός, πουλημένος εις την αμαρτίαν».

«Γαρ»: «Ο νόμος παρήγαγε σε μένα το αποτέλεσμα που μόλις έχω περιγράψει, διότι υπάρχει μια αντίθεση μεταξύ της φύσης του που είναι άγια, και της δικής μου που είναι διεφθαρμένη.» Απ” το γεγονός που περιγράφει στα εδάφια 7-13, ο Παύλος τώρα ανεβαίνει στην πραγματική του ηθική αιτία που το εξηγεί. Ο νόμος μας βρίσκει άρρωστους, και μας αφήνει τέτοιους. Ο Παύλος περιγράφει τον άνθρωπο όπως είναι εκ φύσεως, τον άνθρωπο όπως ο ίδιος τον εγνώρισε, και ακόμα τον βρίσκει μέσα του, κάθε φορά που ο φυσικός του χαρακτήρας δείχνει τον εαυτόν του. Εδώ είναι η «μόνιμη ουσία» της ανθρωπίνης φύσης, μετά την πτώση, και έξω απ” την ενέργεια της πίστης. Έτσι εξηγείται η χρήση του ενεστώτα, χωρίς να χρειάζεται να πούμε ότι ο Παύλος περιγράφει την παρούσα του κατάσταση.
Μέσα στο «οίδαμεν» ο Παύλος περιλαμβάνει, μαζί μ” αυτόν, όλους τους πιστούς που έχουν περάσει τις ίδιες εμπειρίες.
Τούτη η γνώση για την οποία μιλά εδώ («οίδαμεν») είναι κάτι περισσότερο από μια απλή αντίληψη. Η συνέχεια δείχνει ότι υπονοεί μια εκ καρδιάς κατανόηση εκείνης της αλήθειας (σύγκρινε τα ρήματα «σύμφημι», «συνήδομαι», εδάφια 16 και 22): «Γνωρίζομε με όλη μας την καρδιά ότι ο νόμος είναι καλός».
Η λέξη «πνευματικός», που αναφέρεται στο νόμο, έχει γίνει αντιληπτή στην έννοια ότι, ο νόμος είναι κατάλληλος για την πνευματική φύση του ανθρώπου (το πνεύμα στον άνθρωπο), απ” όπου έπεται ότι αυτός ζητά όχι μόνον εξωτερική υπακοή, αλλά επίσης και την υπακοή της καρδιάς.
Ο όρος όμως «πνευματικός» συνήθως συνδέεται με την ιδέα του Αγίου Πνεύματος. Και καθώς στο Η4 ο ίδιος ο Παύλος λέγει ότι ό,τι ζητείται από τον νόμο είναι ειργασμένο μέσα σ” αυτούς που περιπατούν σύμφωνα με το Πνεύμα (προφανώς το Άγιο Πνεύμα), είναι πιο ακριβές να ερμηνεύσωμε το «πνευματικός» σαν, «σε συμφωνία με την παρόρμηση ή την τάση του Αγίου Πνεύματος». “Ο,τι ο νόμος διατάσσει δεν είναι τίποτα άλλο από ό,τι το Άγιο Πνεύμα εργάζεται στην καρδιά που κατοικεί. Υπάρχει μια πλήρης ταύτιση μεταξύ του εξωτερικού κανόνα του νόμου και του εσωτερικού έργου του Πνεύματος.
Αλλά, λέγει ο Παύλος, επιστρέφοντας στο πρόσωπο του, ποιάς πρακτικής χρησιμότητας είναι αυτή η γνώση που έχομε εμείς όλοι για την άγια πνευματικότητα του νόμου;
Με την χρήση του «εγώ» αντιπαραθέτει εδώ, σ” αυτή την συλλογική γνώση («οίδαμεν»), την ατομική εμπειρία της σαρκικής του κατάστασης. Και σ” αυτή την τελευταία βρίσκει το ακατανίκητο εμπόδιο για την εκπλήρωση του νόμου, όσο και αν αυτός αναγνωρίζεται ότι είναι τέλειος.
Η λέξη «σάρκα» («αλλ” εγώ είμαι σαρκικός») λαμβάνεται εδώ στην ηθική της έννοια, και περικλείει, όπως σ” όλες τις περιπτώσεις όπου η «σάρκα» αντιπαρατίθεται στο «Θεό», ή σε ότι είναι θείο, το όλο ανθρώπινο πρόσωπο. Ο Παύλος αισθάνεται τον φυσικό του εαυτό να κυβερνιέται από την σάρκα, δηλαδή, την αυταρέσκεια, την τάση να ζητάς την αυτοϊκανοποίηση στο κάθε τι. Αυτή η τάση είναι εκείνη που καθορίζει την φυσική του θέληση. Έτσι προκύπτει το ασυμβίβαστο μεταξύ της φύσης του και εκείνης του νόμου, ο οποίος ζητά απόλυτη αφιέρωση του εαυτού μας στον Θεό.
Σαν εξήγηση του όρου «σαρκικός» προσθέτει τις λέξεις, «πουλημένος στην αμαρτία». Με αυτή την φράση, δείχνει τον εαυτόν του σαν έναν σκλάβο αγορασμένον έναντι χρημάτων. Ο πωλητής είναι η σάρκα, και ο αγοραστής, που έχει γίνει και κύριος του, η αμαρτία. Πράγματι, ένα συμβόλαιο θανάτου έχει τεθεί σε ισχύ επάνω μας, δια του οποίου η βιαιότητα των πόθων της σάρκας έχει παραδώσει την θέληση μας στην δύναμη της αμαρτίας, και μας έχει οδηγήση σε μια κατάσταση δουλείας ως προς αυτήν.

Εδάφιο 15
«Ο γαρ κατεργάζομαι ου γινώσκω. Ου γαρ ο θέλω τούτο πράσσω, αλλ” ο μισώ τούτο ποιώ.»
«Δεν μπορώ να εννοήσω τας ιδικάς μου πράξεις, διότι δεν κάνω εκείνο που θέλω αλλά κάνω εκείνο που μισώ.»

Ο σκλάβος δεν γνωρίζει τι κάνει, διότι κάνει το θέλημα ενός άλλου. Ο Παύλος κλαυθμηρίζει ότι οι πράξεις που κάνει είναι το αποτέλεσμα ενός τυφλού ενστίκτου, που τον σύρει, πέραν απ” την δική του γνώση, ούτως ώστε, όταν τις βλέπει να πραγματοποιούνται, δεν είναι αυτό που ο ίδιος θα επιθυμούσε, αντιθέτως, είναι ό,τι απεχθάνεται.
Η έκφραση «ου γινώσκω», δεν θα πρέπει να ληφθεί στην έννοια, «δεν το αναγνωρίζω σαν καλό».
Το «θέλειν» που ο Παύλος δεν κάνει, είναι η επιθυμία του καλού, και αυτό που μισεί και όμως το κάνει, είναι το κακό. Η ηθική τάση της θέλησης του να στοχεύει το καλό και να μισή το κακό, συνδέεται με την αναγνώριση της τελειότητας του νόμου, για την οποία μίλησε στο εδάφιο 14. Αλλά αυτή η θέληση, που τοποθετείται προς την πλευρά του νόμου, δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια επιθυμία, ένας πόθος, ένα απλό «θα μου άρεσε», η οποία υποχωρεί στην πράξη: «Όταν ενεργώ, δεν εργάζομαι προς την κατεύθυνση της επιθυμίας μου, που είναι να εκπληρώσω τον νόμο. Και όταν έχω ενεργήσει, βρίσκω τον εαυτόν μου πρόσωπο προς πρόσωπο με ένα αποτέλεσμα που το ηθικό μου ένστικτο το καταδικάζει».
Ίσως κάποιος ρωτήσει, «πως ο Παύλος μπορούσε ν” αποδώση στον εαυτόν του αυτή την επιθυμία για το καλό και το μίσος για το κακό, ενώ αναφέρεται στον χρόνο που ακόμη ήταν κάτω από τον νόμο»; Η απάντηση είναι πως υπάρχουν τέτοιες καρδιές που επιθυμούν διακαώς το καλό, όντας κάτω από τον νόμο. Αυτό που εκφράζει τούτο το εδάφιο, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτα άλλο από εκείνο που περιέχεται στα λόγια του Ιησού, Ιωάννης Γ21: «Αυτός που πράττει την αλήθεια έρχεται εις το φως». Να «πράττω την αλήθεια» σίγουρα υποδηλώνει την ειλικρινή επιθυμία του καλού. Είναι αυτή η προδιάθεση που προηγείται της πίστης, στην περίπτωση των ανθρώπων για τους οποίους μιλά ο Κύριος.
Την ίδια σκέψη συναντάμε και στην παραβολή του σπορέα, Λουκάς Η15, όταν ο Ιησούς μιλά για τις τίμιες και καλές καρδιές, στις οποίες ο σπόρος του ευαγγελίου παράγει τον καρπόν του. Σύγκρινε επίσης Ρωμαίους Β7 και Πράξεις Ι 34,35. Θα πρέπει βέβαια να διευκρινισθή ότι μια τέτοια προδιάθεση υφίσταται μόνον σαν το έργο Αυτού ο οποίος είναι ο μόνος αγαθός.

Εδάφια 16,17
«Ει δε ο ου θέλω τούτο ποιώ, σύμφημι τω νόμω ότι καλός. Νυνί δε ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ” η οικούσα εν εμοί αμαρτία.»
«Αλλ” εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε συμφωνώ ότι ο νόμος είναι καλός. Αλλά εις την πραγματικότητα δεν ενεργώ πλέον εγώ, αλλά η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου.»

Η μομφή με την οποίαν η συνείδηση του Παύλου επισκέπτεται το έργο του, είναι μια επίσημη υποταγή που αποδίδεται απ” αυτόν στον νόμο, διότι δι” αυτής παίρνει το μέρος του νόμου ενάντια στον εαυτόν του.
«Σύμφημι τω νόμω ότι καλός»: Δηλώνω, σε συμφωνία με τον νόμο, ότι το περιεχόμενο του νόμου είναι καλό. Είναι η επανάληψη, με άλλα λόγια, της βεβαίωσης, «Γνωρίζομε ότι ο νόμος είναι πνευματικός».
Δεν πρέπει να νομισθεί ότι ο Παύλος επιθυμεί ν” απαλλάξει τον εαυτόν του στο ελάχιστο όταν λέγει, «Δεν είμαι εγώ που το κάνω, αλλά η αμαρτία». Αντιθέτως, επιθυμεί μ” αυτό να κάνει πιο φανερή την άθλια κατάσταση των δεσμών στην οποία έχει περιπέσει. Δεν ορίζει ούτε το ίδιο του το σπίτι. Εκεί μέσα βρίσκει έναν τύραννο που τον πιέζει να ενεργεί σε αντίθεση με τις καλλίτερες επιθυμίες του. Τι ταπείνωση! Τι δυστυχία! Είναι η κατάσταση της αμαρτίας θεωρουμένη απ” την οδυνηρή μάλλον, παρά απ” την κατακριτέα της άποψη.
«Νυνί»: Των πραγμάτων εχόντων έτσι.

Εδάφια 18-20

Εδάφιο 18α
«Οίδα γαρ ότι ουκ οικεί εν εμοί, τούτ” έστιν εν τη σαρκί μου, αγαθόν.»
«Διότι ξέρω ότι δεν κατοικεί τίποτα καλό μέσα μου, δηλαδή εις την σάρκα μου.»

«Εν εμοί»: Σε μένα, τόσο όσο είμαι σαρκικός.
Με τούτα όμως τα λόγια δίνει να γίνει αντιληπτό ότι υπάρχει κάτι περισσότερο σ” αυτόν, πέραν από την σάρκα. Αυτό το κάτι είναι εκείνο ακριβώς μέσα του, που αναγνωρίζει την πνευματικότητα του νόμου, και του αποδίδει υποταγή (ιδέ και εδάφιο 18β). Αντιλαμβανόμαστε επίσης με αυτά τα λόγια τι είναι «σάρκα» στα μάτια του. Είναι η αυτάρεσκος φροντίδα του προσώπου του, στην μορφή της φιλαυτίας ή της φιληδονίας. Και είναι αυτή ακριβώς η ενεργός δύναμη, η οποία καθορίζει στην πράξη την δραστηριότητα του μη αναγενημμένου ανθρώπου.
Η σάρκα, έτσι αντιληπτή, δεν εξαιρεί την γνώση, και ακόμα τον θαυμασμό του καλού. Αλλά καθιστά αυτό το ευγενές χάρισμα άκαρπο στην καθημερινή ζωή, και σκλαβώνει σ” αυτή την ίδια την θέληση. Άρα λοιπόν, έτσι όπως το δίνει ο Παύλος να γίνει αντιληπτό, υπάρχει καλό στο εγώ, αλλά μόνον στην λειτουργία του στοχασμού, της αντίληψης, όχι όμως και στην σάρκα, η οποία είναι που δίνει την ενεργό παρόρμηση, που κινεί τον άνθρωπο. Ιδέ αυτή την αντίθεση πιο καθαρά στο εδάφιο 25.

Εδάφιο 18β
«Το γαρ θέλειν παράκειται μοι, το δε κατεργάζεσθαι το καλόν ουχ ευρίσκω».
«Η θέλησις να κάνω το καλόν υπάρχει, αλλά δεν έχω την δύναμιν να το κάνω».

Σε ότι προηγείται, ο Παύλος έχει αξιώσει μια ορισμένη θέληση σε σχέση με το καλό. Εδώ βεβαιώνει το ίδιο πράγμα πιο καθαρά. Τούτη η θέληση είναι παρούσα, εκεί δίπλα, «παράκειται».
Το «θέλειν» εδώ δηλώνει, όπως και στα εδάφια 15 και 16, μια απλή επιθυμία, μια πρόθεση μάλλον, παρά μια καθορισμένη και εκ προθέσεως απόφαση. Ο Παύλος θέλει να πει: Όσο για καλές προθέσεις, είναι παρούσες και σε αφθονία. Αλλά την πραγματοποίηση τους… αυτή είναι που δεν ευρίσκω.

Εδάφιο 19
«Ου γαρ ο θέλω ποιώ αγαθόν, αλλ” ο ου θέλω κακόν τούτο πράσσω.»
«Διότι δεν κάνω το καλόν που θέλω, αλλά το κακόν που δεν θέλω, αυτό κάνω.»

Δεν πετυχαίνω να πραγματοποιήσω το καλό που θα ήθελα, ενώ βρίσκω τον εαυτόν μου να εργάζεται το κακό που δεν το θέλω.
Οι δύο έννοιες, του καλού και του κακού, θα πρέπει βεβαίως να ληφθούν στην βαθύτερη τους έννοια, αυτή που περιέχει και την εσωτερική διάθεση και την εξωτερική πράξη. Ακόμα και όταν κάνει το εξωτερικό καθήκον, μπορεί κάποιος, ο ίδιος, αλλά και στα μάτια του Θεού, να βρει ότι κάνει το κακό (γιατί η εσωτερική πρόθεση είναι κακή).
Το συμπέρασμα εκφράζεται στο εδάφιο 20.

Εδάφιο 20
«Ει δε ο ου θέλω εγώ τούτο ποιώ, ουκέτι εγώ κατεργάζομαι αυτό, αλλ” η οικούσα εν εμοί αμαρτία.»
«Και εάν κάνω εκείνο που δεν θέλω, τότε δεν ενεργώ πλέον εγώ αλλ” η αμαρτία που κατοικεί μέσα μου.»

Ένα συμπέρασμα όμοιο με εκείνο που διατυπώθηκε πριν, στα εδάφια 16 και 17: «Δεν είμαι κύριος του εαυτού μου. Ένας ξένος έχει καταλάβει το σπίτι μου και με κρατά αιχμάλωτο». Αυτό είναι πράγματι η απόδειξη του «πουλημένος στην αμαρτία», εδάφιο 14. Και ο Παύλος δεν τα λέγει αυτά για να δικαιολογηθεί, αλλά για να περιγράψει μια κατάσταση της βαθύτερης δυστυχίας.
Εδάφια 21-25
Εδώ περιέχεται η πλήρης εικόνα της κατάστασης του ανθρώπου κάτω από τον νόμο.

Εδάφιο 21
«Ευρίσκω άρα τον νόμον τω θέλοντι εμοί ποιείν το καλόν, ότι εμοί το κακόν παράκειται.»
«Και έτσι βρίσκω τούτον τον νόμον, ότι δηλαδή ενώ εγώ θέλω να κάνω το καλόν, μέσα μου υπάρχει πρόχειρον το κακόν.»

Πάντα τα ίδια δύο χαρακτηριστικά της ηθικής του κατάστασης, επιθυμία για το καλό, αλλά αδυναμία να το πράξη.
«Νόμος», εδώ σημαίνει μια βασική αρχή που κυβερνά την ζωή. Είναι ο οιοσδήποτε κανόνας που επιβάλλεται πάνω στην θέληση, π.χ. νόμος πίστης, νόμος έργων, νόμος πνεύματος, νόμος αμαρτίας κ.λ.π.
Ο Παύλος εδώ συνοψίζει τον τρόπο της ύπαρξης του, απ” την στιγμή που ο νόμος ήλθε να επενεργήση στην εσωτερική του ζωή, και από τον οποίον (τρόπο ύπαρξης) ο νόμος δεν του δίνει κανένα μέσον να ξεφύγη. Αυτός ο τρόπος ύπαρξης εμφανίζεται με δύο αντίθετα χαρακτηριστικά, την θέληση για το καλό, και στην πράξη, την εκτέλεση του κακού («το κακόν παράκειται», όταν θέλω να κάνω το καλό, το κακό παρουσιάζεται πρώτο).

Εδάφιο 22
«Συνήδομαι γαρ τω νόμω του Θεού κατά τον έσω άνθρωπον».
«Αισθάνομαι μεγάλην ευχαρίστησιν εις τον νόμον του Θεού κατά τον εσωτερικόν μου άνθρωπον.»

Οι τελευταίες λέξεις, «κατά τον έσω άνθρωπον», μας θυμίζουν καθαρά ότι είναι μόνο σ” ένα μέρος της ύπαρξης του που θα πρέπει να εφαρμόσωμε ό,τι ο Παύλος λέγει εδώ για τον εαυτόν του.
Δεν θα πρέπει επίσης να ταυτίσωμε τον «εσωτερικό άνθρωπο» με τον «καινό άνθρωπο». Ο Παύλος θέλει να μιλήση εδώ μόνο για εκείνο που ονομάζει, εδάφια 23 και 25, «νουν», το όργανο με το οποίο η ανθρώπινη ψυχή είναι προικισμένη να αντιλαμβάνεται και να διακρίνη το αληθές και το καλό, και να τα ξεχωρίζει από το ψεύτικο και το κακό. Πρόκειται για την ενέργεια της ηθικής συνείδησης, εκείνη την ικανότητα που έχει μέσα της κάτι περισσότερο από έναν θεωρητικό χαρακτήρα, και η οποία στην πράξη δεν εξασκεί εξουσία πάνω στην θέληση, να την αναγκάση να κάνη ό,τι εγκρίνει. Ο εξωτερικός άνθρωπος, η προσωπικότητα που ενεργεί, παραμένει κάτω από την κυριαρχία μιας άλλης δύναμης, που την σύρει στην άλλη πλευρά, εδάφιο 23. Και στο Β” Κορινθίους Δ16 συναντάμε πάλι την αντίθεση μεταξύ του εσωτερικού και του εξωτερικού ανθρώπου, αλλά τροποποιημένη εδώ απ” το κείμενο. Σαν «εσωτερικός άνθρωπος» σ” αυτό το κείμενο, δηλώνεται όλος ο άνθρωπος, θεωρούμενος από ηθικής άποψης, συμπεριλαμβανομένης της θέλησης και του νου. Σαν «εξωτερικός άνθρωπος», ο φυσικός άνθρωπος μόνον.
Έχομε ήδη δείξει, επ” ευκαιρία των χρησιμοποιουμένων εκφράσεων, εδάφιο 16, ότι τίποτα δεν βεβαιώνεται από τον Παύλο εδώ, που να περνά στο ελάχιστο πέραν εκείνου, που ο Ιησούς Χριστός ο Ίδιος αποδίδει στον άνθρωπο τον μη μετεστραμμένον, αλλά που επιθυμεί το καλό, και είναι τοποθετημένος κάτω από την επίδραση του Θείου νόμου, και της προκαταρκτικής χάρης που πάντα τον συνοδεύει, σύγκρινε Ιωάννη Γ21. Ειδικά για τους Εθνικούς, ο Παύλος στο κεφάλαιο Β έχει ήδη αναγνωρίσει, όχι μόνον την ύπαρξη ηθικής συνείδησης, αλλά και την σχετική ευθύτητα με την οποία αυτοί συχνά εφαρμόζουν αυτόν τον Θείο κανόνα (της συνείδησης) στην πρακτική ζωή.

Εδάφιο 23
«Βλέπω δε έτερον νόμον εν τοις μέλεσιν μου αντιστρατευόμενον τω νόμω του νοός μου και αιχμαλωτίζοντα με εν τω νόμω της αμαρτίας τω όντι εν τοις μέλεσι μου.»
«Αλλά βλέπω άλλον νόμον εις τα μέλη μου, ο οποίος αντιστρατεύεται εις τον νόμον του λογικού μου και με αιχμαλωτίζει δια του νόμου της αμαρτίας που υπάρχει εις τα μέλη μου.»

Τούτο το εδάφιο είναι η ανάπτυξη του 21β: «Το κακόν είναι παρόν δίπλα μου».
Κατά την στιγμή που ο Παύλος αρχίζει ν” ακολουθεί τον νόμο του Θεού, «βλέπει» έναν οπλισμένο αντίπαλο να προχωρά εναντίον του και να του φράζει τον δρόμο. Αυτή είναι η κατά γράμμα έννοια του όρου «ανιστρατεύεσθαι». Τούτος ο εχθρός είναι ένας «νόμος» που κατοικεί στα μέλη του, και αντιτίθεται σε κείνον του Θεού. Ο Παύλος δηλώνει εδώ τα εγωιστικά ένστικτα που είναι προσκολλημένα στα μέλη του σώματος, και τα οποία ζητούν την ικανοποίηση τους μέσω αυτών, σε πείσμα της συγκατάθεσης που ο νους δίνει στον νόμο που εργάζεται να τα αναχαιτίση. Έτσι δύο αντίπαλοι βρίσκονται αντιμέτωποι πρόσωπο προς πρόσωπο, ο νόμος του νου και εκείνος που κατοικεί στα μέλη. Το έπαθλο της μάχης είναι το «εγώ», που και τα δύο ζητούν. Το σύνηθες της δε αποτέλεσμα είναι η κυρίευση του «εγώ» απ” τον δεύτερο, αυτόν που κατοικεί στα μέλη.
Οι λέξεις, «αιχμαλωτίζοντα με εν τω νόμω της αμαρτίας», παρουσιάζει το «εγώ» κατά την στιγμή όταν αιχμαλωτίζεται από τον νόμον των μελών, και έτσι παραδίδεται στην δύναμη της αμαρτίας.
Ο Παύλος ονομάζει τούτον τον αφέντη «νόμο της αμαρτίας που είναι στα μέλη μου». Αυτές οι λέξεις εμφανίζονται με την πρώτη ματιά σαν μια επανάληψη. Αλλά έχουν σαν σκοπό να δείξουν μέσα σ” αυτά τα μέλη, τα οποία αγωνίζονται τόσο πεισματικά ενάντια στον νόμο του νου να του αποσπάσουν βίαια το «εγώ», τον στρατό που έχει εξοπλίσει η αμαρτία να πολεμήση στην υπηρεσία της.
Στα δύο εδάφια 22 και 23, βρίσκομε τελικά ν” αναφέρονται τέσσεροι ειδικοί νόμοι, στους οποίους συνοψίζεται ο γενικός νόμος, ο όλος τρόπος ζωής, δηλαδή, που ανήκει στον φυσικό άνθρωπο. Δύο απ” αυτούς τους νόμους είναι αντικειμενικοί, και επιβάλλονται στην θέληση απ” έξω. Ο ένας είναι ο νόμος του Θεού, ο ηθικός νόμος, γραπτός ή άγραφος (στη συνείδηση). Ο άλλος είναι ο νόμος της αμαρτίας, εκείνο το εγωιστικό ένστικτο, το οποίον βασιλεύει κληρονομικά επάνω στο ανθρώπινο γένος απ” την εποχή της πτώσης του.
Σ” αυτούς τους δύο αντικειμενικούς (εκ των έξω) νόμους, εκεί αντιστοιχούν δύο υποκειμενικοί νόμοι, οι οποίοι είναι, να το πούμε έτσι, οι αντιπρόσωποι των δύο προηγουμένων μέσα στο άτομο: Ο νόμος του νου, ο οποίος δεν είναι τίποτα άλλο από την ηθική αίσθηση στον άνθρωπο, που οικειοποιείται τον νόμο του Θεού, κάνοντας τον τον κανόνα ζωής του ατόμου. Απ” το άλλο μέρος είναι ο νόμος των μελών, δια του οποίου το άτομο πέφτει κάτω απ” τον νόμο της αμαρτίας.
Και οι τέσσεροι νόμοι συνδυασμένοι, με πάντα τη νίκη να την κερδίζουν οι δύο τελευταίοι, συνιστούν τον γενικό νόμο της ύπαρξης μας πριν την αναγέννηση, εκείνη την σειρά ζωής που ο Παύλος αναγνωρίζει μέσα του, όταν εξετάζει τον εαυτόν του, (ο «νόμος» του εδαφίου 21).
Ζωγραφίζοντας την εικόνα αυτής της κατάστασης, η ερώτηση που αισθάνεται ο Απόστολος να βαρύνει την καρδιά του, είναι εκείνη της σωτηρίας. Αγωνία τον καταλαμβάνει, σαν να ήταν ακόμη στην φωτιά εκείνης της μάχης. Ξεφωνίζει την κραυγή της απελπισίας, εδάφιο 24, και μετά αμέσως εκείνη της ευχαριστίας, διότι τώρα που γράφει την επιστολή έχει γνωρίσει την απελευθέρωση, εδάφιο 25α. Στην συνέχεια, προχωρά την ανάπτυξη του θέματος του στο δεύτερο μέρος του εδαφίου 25.

Εδάφιο 24
«Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος. Τις με ρύσεται εκ του σώματος του θανάτου τούτου;».
«Ταλαίπωρος εγώ άνθρωπος! Ποιός θα με ελευθερώση από το σώμα τούτο το καταδικασμένον εις θάνατον;»

Η εικόνα του προηγουμένου εδαφίου συνεχίζεται και σ” αυτό. Αυτές οι δύο αναφωνήσεις είναι εκείνες του εσωτερικού ανθρώπου, ο οποίος, αισθανόμενος τον εαυτόν του να οδηγείται αιχμάλωτος στον νόμο της αμαρτίας, βγάζει ένα βογγητό και κραυγάζει για βοήθεια.
Ο όρος «άνθρωπος» τίθεται για να θυμίση σε κάθε αναγνώστη ότι η κατάσταση που περιγράφεται είναι και δική του, τόσο όσο δεν έχει γνωρίσει ακόμα τον ελευθερωτή.
Γιατί άραγε ο Παύλος ονομάζει τον εαυτόν του «ταλαίπωρο», και όχι π.χ. «ένοχο»; Είναι γιατί εδώ το υπό συζήτηση θέμα δεν είναι η καταδίκη που προκύπτει απ” την ενοχή. Τούτο το θέμα ανεπτύχθη στο πρώτο μέρος, κεφάλαια Α-Ε. Η έμφυτη δύναμη του κακού, ενάντια στην οποία εκείνη του νόμου συντρίβεται, είναι μια κληρονομική ασθένεια, μια δυστυχία, η οποία μετατρέπεται σε παράβαση, σε ενοχή, αναλογικά όσο εμείς συγκατατιθέμεθα σ” αυτήν προσωπικά, μη αγωνιζόμενοι ενάντια της με τα κατάλληλα βοηθήματα που διατίθενται στην οικονομία που ζούμε. Έτσι εξηγείται η κραυγή του Αποστόλου, «Ταλαίπωρος».
Το «ρύεσθαι» χρησιμοποιείται για να δηλώσει την πράξη του στρατιώτη, που τρέχει στην κραυγή του συντρόφου του, να τον σώση απ” τα χέρια του εχθρού. Ο εχθρός που κρατά δεμένο τον φυλακισμένο ονομάζεται «το σώμα του θανάτου τούτου». Είναι το σώμα σε μια έννοια ανάλογη με εκείνη στην οποία ονομάσθηκε, ΣΤ6, «το σώμα της αμαρτίας». Είναι το σώμα θεωρούμενο σαν το βασικό όργανο, το οποίον χρησιμοποιεί η αμαρτία για να σκλαβώση την ψυχή, και να την οδηγήση σε πνευματικό θάνατο, σε αποξένωση δηλαδή απ” τον Θεό, στην ζωή της αμαρτίας (εδάφιο 5: «Εις το καρποφορήσαι τω θανάτω»). Το σώμα συνεχίζει με τον αναγενημμένο Χριστιανό, αλλά τώρα πλέον είναι ένα όργανο δικαιοσύνης, «να φέρη καρπούς εις τον Θεόν», εδάφιο 4. Σύγκρινε ΣΤ12,13.
Το «τούτου» θα πρέπει να συνδεθή με το «θανάτου»: «Το σώμα αυτού του θανάτου», διότι το σώμα είναι το όργανο αυτής της κατάστασης θανάτου, στην οποίαν είναι βυθισμένη η ψυχή (εδ. 11).
Οπωσδήποτε, εδώ ο Παύλος δεν μιλά σαν αντιπρόσωπος της αναγεννημένης ανθρωπότητας, αλλά στην κατάσταση που ήταν πριν, του μη αναγεννημένου. Ένας αναγεννημένος δεν μπορεί να λέγη αυτά τα λόγια.

Εδάφιο 25
«Ευχαριστώ τω Θεώ δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών. Άρα ουν αυτός εγώ τω μεν νοϊ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας.»
«Ευχαριστώ τον Θεόν, δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας. Άρα λοιπόν εγώ ο ίδιος με τον νουν μου δουλεύω εις τον νόμον του Θεού, αλλά με την σάρκα μου εις τον νόμον της αμαρτίας»

Η ευχαριστία δίνεται για την απελευθέρωση, της οποίας ο Ιησούς Χριστός ήταν το όργανο.
Το ειδικό χαρακτηριστικό στην απελευθέρωση, για την οποία σκέφτεται εδώ ο Παύλος, δεν είναι η συγνώμη των αμαρτιών μέσω του αίματος του Χριστού, αλλά η νίκη πάνω στην αμαρτία μέσω του Χριστού σταυρωμένου και αναστημένου, που μεταδίδεται δια του Αγίου Πνεύματος στην πίστη.
Μετά την διακοπή της περιγραφής της κατάστασης δυστυχίας, που προηγείται της πίστης, ο Παύλος επιστρέφει στο θέμα του, στο δεύτερο μέρος του εδαφίου 25, που είναι ένα είδος περίληψης του όλου χωρίου, εδάφια 14-23.
«Αυτός εγώ»: Εγώ στο ό,τι είμαι μέσω του Χριστού (εδ. 24), ή εν Χριστώ (Η1).
«Νους»: Εδώ δηλώνει, όπως στο εδάφιο 22, εκείνο το όργανο της ανθρωπίνης ψυχής, δια του οποίου αυτή θεάται και διακρίνει το καλό, και δίνει σ” αυτό την συγκατάθεση της. Εάν αυτό το όργανο δεν υφίστατο στον φυσικό άνθρωπο, αυτός δεν θα ήταν πλέον ηθικά υπεύθυνος, οπότε και η καταδίκη του δεν θα μπορούσε να σταθεί.
«Δουλεύω νόμω Θεού». Τούτα τα λόγια φαίνονται κάπως υπερβολικά. Αλλά σύγκρινε Ζ6: «Δουλεύειν ημάς εν καινότητι πνεύματος και ου παλαιότητι γράμματος», και Φιλιππισίους Γ6: «Όσο για την δικαιοσύνη του νόμου άμεμπτος». Δεν μπορούμε να παραβλέψωμε μια διαβάθμιση από το «οίδαμεν» («γνωρίζομεν»), εδάφιο 14, στο «σύμφημι» («συμφωνώ»), εδάφιο 16. Απ” αυτόν τον όρο, στο «συνήδομαι» («αισθάνομαι μεγάλη ευχαρίστηση»), εδάφιο 22. Και τέλος απ” αυτόν τον τελευταίο, στο «υπηρετώ», εδάφιο 25. Έτσι ο Παύλος περνά από την γνώση του νόμου στην αποδοχή, από κει στην χαρούμενη επιδοκιμασία, και τέλος στην ειλικρινή προσπάθεια να τον θέση σε εφαρμογή. Τονίζει λοιπόν με έμφαση, περισσότερο και περισσότερο, την σχέση συμπάθειας μεταξύ της εσωτέρας του ύπαρξης και του Θείου νόμου.
Καθώς η πρώτη απ” τις δύο αντίθετες προτάσεις συνοψίζει την μία άποψη της σχέσης του προς τον νόμο, εδάφια 14-23, (την καλή προδιάθεση του νου), η δεύτερη συνοψίζει την αντίθετη άποψη, την νίκη που κερδίζεται από την σάρκα στην πρακτική ζωή. Και εκεί θα μένανε τα πράγματα, εάν ο άνθρωπος δεν έπαιρνε απάντηση στην κραυγή της απελπισίας του, εδάφιο 24.
Εδώ θα πρέπει να προσθέσωμε ότι, συχνά συμβαίνει ο πιστός να μην βρίσκει στο Ευαγγέλιο παρά έναν νόμο, και ένα νόμο πιο επαχθή, πιο καταπιεστικό ακόμα και από εκείνον του Σινά. Οι απαιτήσεις του σταυρού πηγαίνουν πολύ πιο βαθειά από εκείνες του Ισραηλιτικού νόμου. Εισδύουν, όπως λέγει στο Εβραίους Δ12, «βαθειά μέχρι χωρισμού ψυχής και πνεύματος, αρθρώσεων και μυελών…». Τούτο συμβαίνει ευθύς ως ο Χριστιανός αφήσει τον δεσμό μεταξύ του Χριστού και της καρδιάς του να χαλαρώση. Τότε βρίσκει τον εαυτόν του αντιμέτωπο με το Ευαγγέλιο, ακριβώς όπως ο Ιουδαίος με τον νόμο. Υποχρεωμένος να φέρη εις πέρας τις εντολές του Χριστού και των Αποστόλων Του, με την δική του δύναμη, μια και ο Χριστός δεν ζει πλέον μέσα του, δεν εκπλήσσει ότι θα δοκιμάση τις ίδιες και πιο οδυνηρές εμπειρίες απ” ότι ο Ιουδαίος κάτω από τον ζυγό του δεκαλόγου.
Η πίστη στον Χριστό συχνά νομίζεται ότι είναι ένα γεγονός επιτελεσμένο μια για πάντα, και η οποία θα έπρεπε αναγκαστικά και φυσικά να φέρει τα αποτελέσματα της, καθώς το δένδρο παράγει τα φρούτα του. Όσοι όμως σκέφτονται έτσι, ξεχνούν ότι στην πνευματική περιοχή τίποτα δεν είναι «πραγματοποιημένο» που δεν απαιτείται να «γίνεται συνεχώς», και ό,τι δεν «γίνεται» πάλι σήμερα, θ” αρχίσει αύριο να είναι «σαν να μην έχει γίνει». Έτσι συμβαίνει και με τον δεσμό της ψυχής με τον Χριστό, δια του οποίου έχομε γίνει κλάδοι Του. Αν τον αφήνωμε και χαλαρώνει, και δεν τον ενισχύομε συνεχώς με νέα ενεργητική προσπάθεια, τότε θ” αρχίσει να σπάει με κάθε πράξη απιστίας. Το κλαδί γίνεται άκαρπο, και ο νόμος του Χριστού, απ” το άλλο μέρος, να επιμένει για καρποφορία (Ιωάννης ΙΕ). Και έτσι ξαναρχίζει η εμπειρία του Ιουδαίου κάτω από τον νόμο.
Τελειώνοντας τούτη την ανάπτυξη, θα πρέπει πάλι να πούμε ότι εδώ ο Παύλος αναφέρεται στον εαυτόν του, σαν το φυσιολογικό παράδειγμα όμως, του τι θα συμβεί σε κάθε άνθρωπο ο οποίος, σε άγνοια του Χριστού, ή θέλοντας να κάνη χωρίς Αυτόν, θα θελήση να πάρη τον νόμο του Θεού στα σοβαρά. Είναι μόνον σαν τέτοιον που θέλει να παρουσιάση τον εαυτόν του εδώ. Δεν τον ενδιαφέρει να γράψει τις προσωπικές του εμπειρίες, παρά μόνον σαν αντιπροσωπευτικός τύπος.
Και οπωσδήποτε, δεν μιλά εδώ σαν φυσικός άνθρωπος στην κατάσταση της εθελοντικής άγνοιας και αμαρτίας, ούτε σαν παιδί του Θεού αναγεννημένο, ελευθερωμένο με την χάρη, και εμπνεόμενο απ” το Πνεύμα του Θεού. Μιλά σαν άνθρωπος, που, έχοντας την συνείδηση αφυπνισμένη από τον νόμο, έχει εισέλθει ειλικρινά, με φόβο και τρόμο, αλλά βασιζόμενος στις δικές του δυνάμεις, στην απελπισμένη μάχη ενάντια στο κακό.
Να προσθέσωμε ότι, σαν νόμος που αφυπνίζει την συνείδηση σήμερα, και την καλεί στην μάχη ενάντια στην αμαρτία, είναι ο νόμος στην μορφή του Ευαγγελίου και του παραδείγματος του Χριστού, όταν λαμβάνεται έξω απ” την δικαίωση εν Αυτώ, και τον αγιασμό δι” Αυτού (χωρίς την χάρη, δηλαδή, που περιέχεται μέσα σ” αυτόν τον νόμο).

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 8

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΔΙΚΑΙΩΘΕΝΤΑ ΠΙΣΤΟ. Κεφ. Η1-39.
Ο Παύλος εδώ περιγράφει την κατάσταση του αναγεννημένου χριστιανού, και το έργο του Αγίου Πνεύματος μέσα του.
Τούτη η Θεία πηγή δεν επιθέτει το καλό απ” έξω. Το εμπνέει. Το κάνει να διεισδύσει μέσα στην θέληση, αλλάζοντας ριζικά την κατεύθυνσή της.
Οι συνέπειες αυτής της ζωής του Πνεύματος εξηγούνται στην συνέχεια από στάδιο σε στάδιο, έως την τέλεια ολοκλήρωση του σχεδίου του Θεού για την λυτρωθείσα ανθρωπότητα. Αυτό είναι το θέμα που αναπτύσσεται σ” αυτό το θαυμαστό κεφάλαιο, που έχει ονομασθεί, «Το κεφάλαιο που αρχίζει με «όχι καταδίκη» και τελειώνει με «όχι χωρισμό». Κάποιος είπε ότι, εάν η Αγία Γραφή ήταν ένα δακτυλίδι, και η Επιστολή προς Ρωμαίους ο πολύτιμος του λίθος, το κεφάλαιο Η θα ήταν το σημείο στο οποίο ακτινοβολεί το κόσμημα.
Τούτο το κεφάλαιο μπορεί να διαιρεθεί σε τέσσερα κομμάτια:
Στο πρώτο, εδάφια 1-11, το Άγιο Πνεύμα παρουσιάζεται σαν η αρχή της ηθικής και σωματικής ανάστασης των πιστών.
Στο δεύτερο, εδάφια 12-17, η νέα κατάσταση στην οποία το Άγιο Πνεύμα έχει φέρει τον πιστό, παρουσιάζεται σαν η κατάσταση της υιοθεσίας, η οποία του δίνει την θέση του κληρονόμου.
Το τρίτο, εδάφια 18-30, αντιπαραθέτει στην δυστυχία που είναι ακόμα πάνω στην παρούσα κατάσταση πραγμάτων, την βεβαιομένη πραγματοποίηση της δόξας, για την οποία οι πιστοί έχουν αιώνια προορισθεί.
Τέλος, στο τέταρτο τμήμα, εδάφια 31-39, αυτή την ανάπτυξη του θέματος του αγιασμού, της υιοθεσίας, και του δοξασμού δια του Πνεύματος, την στεφανώνει ο ύμνος της βεβαιότητας της σωτηρίας.
Πριν αρχίσομε την μελέτη αυτού του θαυμαστού κεφαλαίου, πρέπει πάλι να θυμηθούμε την σύνδεση του με τα προηγούμενα. Στο κεφάλαιο ΣΤ ο Απόστολος είχε δείξει πως το αντικείμενο της δικαιώνουσας πίστης, ο Χριστός πεθαμένος και αναστημένος, γίνεται στον πιστό που Τον οικειοποιείται, μια αρχή θανάτου ως προς την αμαρτία, και ζωής ως προς τον Θεό. Αλλά εκεί δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια θέση της θέλησης, περιεχομένη σιωπηρώς στην πράξη της πίστης. Για να έχη αυτή η νέα θέληση την δύναμη να πραγματοποιήση τις επιθυμίες της στην πρακτική ζωή, χρειάζεται μια δύναμη από πάνω, για να της μεταδώση την δημιουργική αποτελεσματικότητα, και ν” ανατρέψη τα εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια που της αντιτίθενται. Αυτή η δύναμη, καθώς θα μας αποκαλύψη τώρα ο Απόστολος, είναι το Άγιο Πνεύμα, δια του οποίου ο Χριστός, σταυρωμένος και αναστημένος, αναπαράγει τον εαυτόν Του μέσα στον πιστό (ιδέ και Φιλιππ. Γ10).
Η Νίκη του Αγίου Πνεύματος Πάνω στην Αμαρτία και τον Θάνατο. Η1-11.
Τα εδάφια 1-4 περιγράφουν την αποκατάσταση της αγιότητας δια του Αγίου Πνεύματος, και τα εδάφια 5-11 δείχνουν πως απ” αυτή την καταστροφή της αμαρτίας, εκεί έπεται και εκείνη του θανάτου. Έτσι καταστρέφονται οι δύο εχθροί της σωτηρίας.

Εδάφια 1-2
«Ουδέν άρα νυν κατάκριμα τοις εν Χριστώ Ιησού μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά κατά πνεύμα. Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσε με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου.»
«Δεν υπάρχει λοιπόν τώρα καμμία καταδίκη δι” εκείνους που ανήκουν εις τον Χριστόν Ιησούν (που η ζωή τους δεν είναι υπό την εξουσίαν της σαρκός αλλά υπό την οδηγίαν του Πνεύματος). Διότι εν Χριστώ Ιησού ο νόμος του Πνεύματος, που δίνει ζωήν, με ελευθέρωσε από τον νόμον της αμαρτίας και του θανάτου.»

«Νυν»: Με αυτή την λέξη ο Παύλος αντιπαραθέτει την νέα κατάσταση στην παλαιά που έχει πλέον περάσει.
Με το «άρα» ξαναρχίζει το θέμα του χριστιανικού αγιασμού, που είχε για λίγο αφήσει, παρεμβάλοντας σαν παρένθεση το Ζ7-25, όπου έριξε μια αναδρομική ματιά στα ηθικά αποτελέσματα του νόμου πάνω στον πεσμένο άνθρωπο. Ξανασυνεχίζει λοιπόν απ” το Ζ6, και υψώνει την ανωδομή, το θεμέλιο της οποίας είχε βάλει στο ΣΤ1-Ζ6. Εξ αυτού το «άρα»: «Μια και είσθε νεκροί ως προς την αμαρτία και ζώντες ως προς τον Θεό, και έτσι κάτω από χάρη, και ελευθερωμένοι απ” τον νόμο, (άρα) όλη η καταδίκη έχει απαλειφθεί».
«Ουδέν κατάκριμμα»: Μετά που ο πιστός έχει συμφιλιωθεί με τον Θεό, και δι” αυτής της πράξης θανατωθεί ως προς την αμαρτία, αυτός μπορεί πράγματι ν” αναφωνήση: «Δεν υπάρχει τώρα πλέον καμμία καταδίκη».
Μόνο που η αμαρτία δεν πρέπει ν” ανακτήση την εξουσία της. Διαφορετικά η καταδίκη σίγουρα θα ξαναέλθη, διότι έχομε δει ότι η αμαρτία θα φέρει τον θάνατο στον δικαιωθέντα, στον οποίον ξαναπαίρνει το πάνω χέρι, όπως ακριβώς το κάνει και στον μη δικαιωθέντα (Η12,13). Άρα μόνον ένας τρόπος υπάρχει να εμποδίσωμε την αμαρτία να μας οδηγήση στην καταστροφή. Αυτός ο τρόπος είναι η δική της καταστροφή. Η χάρη δεν σώνει πατρονάροντας την αμαρτία, αλλά καταστρέφοντας την. Και εξ αυτού ο Απόστολος μπορεί να εξάγει, απ” ότι έχει δειχθεί στο κεφάλαιο ΣΤ, το συμπέρασμα: Ότι δεν υπάρχει καμμία καταδίκη. Και έτσι έπρεπε να είναι μετά που η αμαρτία συγχωρήθηκε σαν ενοχή, και καταστράφηκε σαν δύναμη, εάν αυτή η δύναμη βέβαια παραμένει συνέχεια χωρίς δύναμη.
Η άποψη του Παύλου (ότι δεν υπάρχει καμμία καταδίκη) φαίνεται πως επεκτείνεται και σε μια τρίτη καταδίκη, για την οποία δεν έχει ακόμα μιλήσει, εκείνη που έχει καταλάβει το σώμα, δηλαδή τον θάνατο του σώματος, την κατάργηση της οποίας θα εξηγήση στο εδάφιο 11.
Είναι παράξενο που ο Παύλος μιλά για «νόμο του Πνεύματος». Είναι δυο λέξεις (νόμος, Πνεύμα) αντιφατικές η μία ως προς την άλλην. Για να το αντιληφθούμε θα πρέπει να φέρωμε στον νου τι έχει λεχθεί (Γ27, Ζ21 κ.λ.π.) για την γενική έννοια που η λέξη «νόμος» συχνά παίρνει στα γραπτά του Παύλου: Μια δύναμη που κυβερνά την θέληση, ή, όπως στην περίπτωση που έχομε εμπρός μας, που οικειοποιείται ακριβώς την θέληση.
Το συμπλήρωμα «της ζωής» μπορεί να γίνη αντιληπτό σαν η γενική της αιτίας, «Το Πνεύμα που προέρχεται απ” την ζωή (εκείνη του Ιδίου του Ιησού)», ή σαν η γενική του αποτελέσματος, «Το Πνεύμα που παράγει ζωή (στον πιστό)». Αλλά είναι σωστό να διαχωρίσωμε αυτές τις δύο σχέσεις; Εάν το Πνεύμα παράγει πνευματική ζωή στην καρδιά του πιστού, δεν είναι διότι Αυτός είναι η «πνοή» του ζώντος και δοξασθέντος Χριστού; Αυτός παίρνει εκείνο που ανήκει στον Ιησού, Ιωάννης ΙΣΤ15, και το μεταδίδει σε μας.
«Εν Χριστώ Ιησού»: Συνδέεται με το «ο νόμος του Πνεύματος της ζωής». Ο Απόστολος μας θυμίζει, σε αντίθεση με την βασιλεία του «γράμματος» που μας έκανε σκλάβους, η βασιλεία του Πνεύματος της ζωής που μας ελευθερώνει, εγκαινιάστηκε εν Ιησού Χριστώ.
Το εδάφιο 2 («Διότι εν Χριστώ Ιησού ο νόμος του Πνεύματος, που δίνει ζωήν, με ελευθέρωσε από τον νόμον της αμαρτίας και του θανάτου.») είναι η απάντηση στην κραυγή απελπισίας, εδάφιο 24 («Ποιός θα με ελευθερώσει από το σώμα τούτο το καταδικασμένο σε θάνατο»). Είναι η πνοή ζωής που μεταδίδεται στην ένωση του με τον Ιησού στον δικαιωθέντα πιστό, η οποία κάνει τις αλυσσίδες της αμαρτίας και του θανάτου να πέσουν απ” αυτόν.
«Ο νόμος της αμαρτίας και του θανάτου». Εδώ δεν μιλά για τον Μωσαϊκό νόμο. Ο Παύλος αυτόν τον τελευταίο τον έχει ονομάσει «νόμο Θεού», και έχει δηλώσει ότι «ηδύνετο (ευχαριστιόταν) εις αυτόν κατά τον εσωτερικό άνθρωπο». Η αληθινή ερμηνεία βγαίνει απ” το εδάφιο 23, όπου αυτός έχει μιλήσει για τον «νόμο που είναι στα μέλη του», και που τον καθιστά δούλο της αμαρτίας. Άρα η λέξη «νόμος» χρησιμοποιείται ακόμα εδώ στην γενική έννοια στην οποία την είδαμε να χρησιμοποιείται στην αρχή του εδαφίου. Ο Απόστολος σκόπιμα αντιπαραθέτει νόμο με νόμο, δηλαδή εδώ, δύναμη με δύναμη.
Οι δύο όροι «αμαρτία» και «θάνατος» σχηματίζουν την αντίθεση στον όρο «ζωή», καθ” όσον αυτή περιλαμβάνει την ιδέα της αγιότητας και της ανάστασης. «Θάνατος» είναι η κατάσταση χωρισμού απ” τον Θεό, στην οποία μας εμπλέκει η αμαρτία, λαμβάνοντας βέβαια υπ” όψιν ότι ο φυσικός θάνατος είναι η μετάβαση στον αιώνιο θάνατο.

Εδάφια 3,4
«Το γαρ αδύνατον του νόμου, εν ω ησθένει δια της σαρκός, ο Θεός τον εαυτού υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας και περί αμαρτίας, κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί, ίνα το δικαίωμα του νόμου πληρωθή εν ημίν τοις μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά κατά το πνεύμα.»
«Εκείνο που δεν μπορούσε να κάνη ο νόμος, επειδή του έλειπε η δύναμις ένεκα της αντιστάσεως της σαρκός, το έκανε ο Θεός με το να στείλη τον Υιόν του με σώμα που έμοιαζε με το δικό μας αμαρτωλό σώμα και ως θυσίαν δια την αμαρτίαν, και κατεδίκασε την αμαρτίαν εν τη σαρκί, δια να εκπληρωθή η απαίτησις του νόμου σ” εμάς, εις τους οποίους η ζωή δεν είναι υπό την εξουσίαν της σαρκός αλλά υπό την οδηγίαν του Πνεύματος».

Το γεγονός της απελευθέρωσης, και ο παράγοντας που την εργάστηκε, έχει μόλις αναφερθεί στο εδάφιο 2. Τα εδάφια 3 και 4 περιγράφουν τον τρόπο που αυτή πραγματοποιήθηκε.
Το «γαρ» του εδαφίου 3 καλύπτει έως το τέλος του εδαφίου 4.
«Το γαρ αδύνατον του νόμου»: Η αδυναμία του νόμου να καταδικάσει την αμαρτία, δεν προήλθε από κάποια ενυπάρχουσα ατέλεια σ” αυτόν, αλλά απ” το ότι βρήκε αντίσταση απ” την αμαρτωλή φύση του ανθρώπου: «Δια της σαρκός».
Ο νόμος θα μπορούσε σίγουρα να καταδικάση την αμαρτία γραπτά, χαράσσοντας την καταδίκη της πάνω στον βράχο, αλλά όχι επιδεικνύοντας αυτή την καταδίκη σε μια πραγματική ανθρώπινη ζωή. Δεν έχει, δηλαδή, την δύναμη να οδηγήσει έναν άνθρωπο να την δει και να την καταδικάσει στη συνείδηση του όπως την βλέπει και την καταδικάζει ο Θεός. Αυτό θα ήταν και η αναγκαία προϋπόθεση της καταστροφής της αμαρτωλής τάσης στο ανθρώπινο γένος, και της επανόρθωσης της αγιότητας σ” αυτό.
«Εν ω»: Εις το ότι. Εδώ δίνεται η εξήγηση αυτής της αδυναμίας. Το διεστραμμένο ένστικτο που ο νόμος συναντά στον άνθρωπο, η σάρκα, τον εμποδίζει από του να επιτύχει την από καρδιάς υπακοή που αυτός ζητά από τον άνθρωπο. Η «σάρκα» εδώ, όπως τόσο συχνά, παίρνεται στην ηθική έννοια του όρου, (είναι το πνεύμα της αυτοϊκανοποίησης στον άνθρωπο).
Τούτα τα εδάφια δείχνουν καθαρά και την προϋπαρξη του Κυρίου μας πριν ενσαρκωθεί («πέμψας»).
«Εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας». Η αμαρτία δεν είναι ενυπάρχουσα στην σάρκα. Εδώ σαν σάρκα εννοείται το υλικό μας σώμα. Έχομε ήδη δει, ΣΤ6, ότι εάν το σώμα είναι για την ψυχή η αιτία της πτώσης της, αυτό συμβαίνει μόνο διότι η θέληση δεν είναι πλέον στην φυσιολογική της κατάσταση. Εάν, στην ένωση της με τον Θεό, αυτή ήταν εσωτερικά ακεραία και σταθερή, θα κυβερνούσε πλήρως το σώμα. Αλλά μια και η ίδια, απ” την εποχή της πτώσης, κυβερνιέται απ” τον ατομισμό, ζητά ένα μέσον ικανοποίησης στο σώμα, και το σώμα το εκμεταλεύεται αυτό για ν” ασκήση μια επιβλαβή εξουσία επάνω της. Έτσι, και μόνο έτσι, μπορεί ο Παύλος να συνδέση την ιδέα της αμαρτίας τόσο στενά μ” εκείνη του σώματος ή της σάρκας. Διαφορετικά, εάν δεχόταν ότι η αμαρτία ενυπήρχε στο σώμα, θα ήταν υποχρεωμένος να θεωρήση τον Ίδιο τον Θεό δημιουργό και της αμαρτίας, μια και Αυτός εδημιούργησε το σώμα.
Εκείνο που αποδεικνύει ακριβώς στο χωρίο μας, ότι αυτός δεν θεωρεί κατά κανέναν τρόπο την αμαρτία σαν μια ιδιότητα αδιαχώριστη απ” την σάρκα, είναι η έκφραση που χρησιμοποιεί, ομιλόντας για τον Ιησού, «Εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας». Δεν λέγει «εν σαρκί αμαρτίας», δηλαδή, σε αμαρτωλή σάρκα σαν την δική μας. Ενώ βεβαιώνει την ομοιότητα ουσίας μεταξύ της σάρκας του Ιησού και της δικής μας, εκείνο που επιθυμεί είναι ακριβώς να θέση στην άκρη την ιδέα της ομοιότητας όσον αφορά την ποιότητα (αναφορικά με την αμαρτία). Αυτό φαίνεται καθαρά από την έκφραση που έχει επιλέξει. Η σάρκα του Ιησού ήταν σάρκα σαν τη δική μας, με μια διαφορά, δεν την κυβερνούσε η αμαρτία. Οπότε βγαίνει από δω, σαν έμμεσο συμπέρασμα, ότι υπήρξε σάρκα που δεν την κυβερνούσε η αμαρτία, άρα η αμαρτία δεν ενυπάρχει αναγκαστικά μέσα στη σάρκα, δεν είναι η σάρκα η αιτία της.
Αλλά δεν θα μπορούσε να έχει πει πιο συνοπτικά, «εν ομοιώματι σαρκός», ή «της σαρκός μας»; Δεν το κάνει όμως, και λέγει «εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας», για να μην ευνοήσει την ιδέα ότι το σώμα του Ιησού δεν ήταν παρά μια απλή εμφάνιση, μια οπτασία.
Η έννοια της φράσης, «Ο Θεός τον εαυτού Υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας» είναι: Ο Θεός, στέλνοντας τον Υιόν Του, σκόπευε να δώση μια ανθρώπινη ζωή σε κείνη την ίδια την σάρκα, κάτω απ” την επίδραση της οποίας εμείς αμαρτάνομε καθ” έξιν, τέτοια ώστε, αυτή να μπορέση να ολοκληρώση αυτή την επικίνδυνη σταδιοδρομία χωρίς αμαρτία («χωρίς αμαρτίας», Εβραίους Δ15). Σύγκρινε και Β” Κορινθίους Ε21: «Αυτόν που δεν εγνώρισε αμαρτία…».
Εάν ο άνθρωπος ήταν ακόμη στην φυσιολογική του κατάσταση, η εμφάνιση του Υιού εδώ κάτω θα είχε και αυτή έναν φυσιολογικό χαρακτήρα. Θα εμφανιζόταν ως Θεός, που είναι η πραγματική Του κατάσταση. Αλλά υπήρχε ένα ιδιόμορφο πράγμα που έπρεπε να καταστραφή, η αμαρτία. Από εδώ προέκυψε η αναγκαιότητα για τον ερχομό του Υιού μέσα σε μια σάρκα σαν την δική μας αμαρτωλή σάρκα.
Καθώς η έκφραση, «περί αμαρτίας», μερικές φορές λαμβάνεται στην Παλαιά Διαθήκη στην έννοια, «θυσία για την αμαρτία» (π.χ. Ψαλμός Μ6), και από εκεί έχει περάσει στην Καινή Διαθήκη (π.χ. Εβραίους Ι 6-18), μερικοί σχολιαστές έχουν νομίσει ότι ο Παύλος υιοθετεί εδώ αυτή την ιδέα. Αλλά υπάρχουν δύο λόγοι που μας οδηγούν στο αντίθετο:
1) Αυτή η πολύ φυσική έννοια, που μπορεί να παρουσιάζεται φυσιολογικά στον νου των αναγνωστών ενός βιβλίου όπως η επιστολή προς Εβραίους, γεμάτο, από την αρχή έως το τέλος, με υπαινιγμούς σε τελετές της Λευιτικής λατρείας, δύσκολα θα μπορούσε να έχει γίνει αντιληπτό, χωρίς εξήγηση, απ” τους χριστιανούς της Ρώμης, που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν Εθνικοί.
2) Το κείμενο δεν απαιτεί την ιδέα της θυσίας, διότι το υπό συζήτηση θέμα εδώ δεν είναι η ενοχή που πρέπει να εξιλεωθή, αλλά μόνον η κακή τάση μέσα μας που πρέπει να ξεριζωθή. Όχι βέβαια ότι η ιδέα της εξιλέωσης εξαιρείται ολοκληρωτικά απ” το περιεχόμενο μιας τόσο γενικής έκφρασης όπως η «περί αμαρτίας». Ο Παύλος εδώ εννοεί, σε μια πλατιά έννοια, ότι είναι το γεγονός της αμαρτίας, και ειδικά το σχέδιο να καταστραφή (με κάθε μέσον, με εξιλέωση και αγιασμό), που απαίτησαν τον ερχομό του Χριστού εδώ κάτω, σ” αυτή την μορφή, τόσο αντίθετη προς την ένδοξη Του φύση. Ήλθε για να καταδικάση την αμαρτία, και το να την καταδικάση σημαίνει, να την διακηρύξη σαν κάτι κακό, και να την καταστρέψη.
«Κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί». Ο Παύλος δεν έχει εδώ κατά νουν ούτε την καταστροφή της αμαρτίας δια του Αγίου Πνεύματος, εδάφιο 4, ούτε την καταδίκη της στον σταυρό. Εδώ θεωρεί την άγια ζωή του Χριστού σαν μια ζωντανή καταδίκη της αμαρτίας. Η σάρκα σ” Αυτόν ήταν μια πόρτα συνεχώς ανοικτή στους πειρασμούς της ευχαρίστησης και του πόνου. Αλλ” Αυτός αρνήθηκε συνεχώς και σταθερά στην αμαρτία κάθε είσοδο στην θέληση Του και την ενέργεια Του. Δι” αυτού του επιμόνου και απολύτου αποκλεισμού της αμαρτίας, την διεκήρυξε σαν κάτι κακό, σαν κάτι που δεν έπρεπε να υπάρχει στην ανθρωπότητα. Αυτό είναι που ο νόμος δεν μπορούσε να πραγματοποιήση σε κανέναν άνθρωπο, λόγω της σάρκας η οποία εξουσιάζει κάθε ανθρωπίνη θέληση. Πολύ σωστά κάποιος είπε, «Ο Χριστός αγίασε την σάρκα, και την στεφάνωσε, καταδικάζοντας την αμαρτία ακριβώς στην σάρκα την οποία αυτή (η αμαρτία) είχε οικειοποιηθεί, δείχνοντας έτσι ότι η σάρκα δεν είναι δημιουργημένη με την αμαρτία μέσα της, δεν είναι, δηλαδή, αμαρτωλή εκ φύσεως «.
«Κατέκρινε την αμαρτία εν τη σαρκί». Ο νόμος θα μπορούσε, χωρίς αμφιβολλία, να συντρίψη την αμαρτία με τις αποφάσεις του, αλλά…στο χαρτί. Ο Χριστός όμως επετέλεσε ότι ο νόμος δεν μπορούσε να κάνη, κατεδίκασε την αμαρτία στην σάρκα, σε μια πραγματική, ζωντανή, ανθρώπινη φύση, σε μια φύση υποκειμένη σε κείνες τις ίδιες συνθήκες σωματικής ύπαρξης, κάτω απ” τις οποίες είμαστε όλοι. Αυτός ήταν ο λόγος που έπρεπε να εμφανισθή εδώ κάτω μέσα σε ανθρώπινη σάρκα. Έπρεπε μέσα ακριβώς στο φρούριο, όπου είχε εγκατασταθεί, να κτυπηθή η αμαρτία και να κατανικηθή. Το σωστό λοιπόν είναι, «κατέκρινε την αμαρτία στην σάρκα», και όχι «την αμαρτία η οποία είναι στην σάρκα». Σαν τον ήρωα του παραμυθιού, αν μας επιτρέπετε να το εκφράσωμε έτσι, Αυτός κατέβηκε ο Ίδιος μέσα στο ακάθαρτο μέρος, το οποίο είχε αναλάβει να καθαρίση.
Έτσι, απ” την τέλεια άγια ζωή του Ιησού, εκεί προκύπτει μια καταφανής καταδίκη της αμαρτίας. Και είναι αυτό το ηθικό γεγονός το οποίο το Άγιο Πνεύμα προχωρά στο να το επαναπαράγη στην ζωή του κάθε πιστού. Αυτή είναι η νίκη που κερδήθηκε πάνω στον νόμο της αμαρτίας (εδάφιο 2). Έτσι κατανοούμε και την σύνδεση μεταξύ του «κατέκρινε» του εδαφίου 3, και του «ουδέν κατάκριμμα» του εδαφίου 1. Στην ζωή Του κατεδίκασε εκείνη την αμαρτία, η οποία, αν παρέμενε κύριος της δικής μας, θα είχε φέρει καταδίκη σ” αυτήν.
Η σχέση μεταξύ των εδαφίων 3 και 4 γίνεται και αυτή επίσης πολύ απλή: Η καταδίκη της αμαρτίας στην ζωή του Χριστού, είναι το μέσον που ορίσθηκε απ” τον Θεό να φέρη την καταστροφή της και στην δική μας ζωή.
Μερικοί συμπεραίνουν από δω ότι η αμαρτία, λόγω του ότι είναι ένα θέμα φύσης, πρέπει ν” ανήκε κατά κάποιο τρόπο και στην σάρκα του Ιησού, ούτως ώστε να μπορή να κατανικηθή υπό του Κυρίου μας. Αλλά για να εξασφαλίση την νίκη ήτο αρκετό σ” Αυτόν ν” αντέξη τον πειρασμό. Την αμαρτία μπορείς να την νικήσης, όχι μόνον αναγκάζοντας την να βγεί έξω, αλλά και επίσης εμποδίζοντας την να εισέλθει.

Εδάφιο 4
«Ίνα το δικαίωμα του νόμου πληρωθή εν ημίν τοις μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά κατά το πνεύμα.»
«Δια να εκπληρωθή η απαίτησις του νόμου σ” εμάς, εις τους οποίους η ζωή δεν είναι υπό την εξουσίαν της σαρκός αλλά υπό την οδηγίαν του Πνεύματος».

«Το δικαίωμα του νόμου»: Το υπό ερώτηση θέμα εδώ είναι, σύμφωνα με το περιεχόμενο και τους όρους που χρησιμοποιούνται, τι ο νόμος απαιτεί από τον άνθρωπο. Όλες οι βασικές αρχές που περιέχονται στην δικαιοσύνη που απαιτείται από τον νόμο (σύγκρινε την Επί του Όρους Ομιλία για παράδειγμα) είναι εκπληρωμένες μέσα μας, ευθύς ως περιπατούμε, όχι πλέον κατά την σάρκα, αλλά κατά το Πνεύμα. Και τούτο διότι, καθώς και έχομε προαναφέρει, ο νόμος, όντας πνευματικός, συμπίπτει σ” όλα του τα θεσπίσματα με τις παρορμήσεις του Πνεύματος.
«Κατά το πνεύμα»: «Πνεύμα» εδώ είναι το Άγιο Πνεύμα στην ένωση Του με το ανθρώπινο πνεύμα, το πρώτο καθώς κατοικεί στο δεύτερο, ή το δεύτερο καθώς κατευθύνεται από το πρώτο.
Η λέξη-κλειδί σε τούτο το εδάφιο είναι το «ίνα». Σ” αυτή την λέξη περιέχεται η αληθινή σκέψη του Παύλου για τον αγιασμό.
Κάποιος μπορεί εδώ να ρωτήσει: Πως η εκπλήρωση του νόμου στους πιστούς έπεται απ” το γεγονός που εκτίθεται στο εδάφιο 3, την καταδίκη, δηλαδή, της αμαρτίας στο πρόσωπο του Χριστού; Πως ο Παύλος περνά κατ” ευθείαν απ” την καταδίκη της αμαρτίας εν Χριστώ (εδάφιο 3), στην εκπλήρωση του νόμου στους πιστούς (εδάφιο 4);
Η απάντηση είναι ότι η αγιότητα του πιστού δεν είναι τίποτα άλλο από εκείνη την οποία ο Ιησούς ο Ίδιος επραγματοποίησε κατά την διάρκεια της γηίνης Του ύπαρξης. «Για χάρη τους αγιάζω τον εαυτόν μου», λέγει ο Ίδιος στο Ιωάννη ΙΖ19, «ώστε και αυτοί να είναι αγιασμένοι δια της αληθείας». Εδώ το Πνεύμα παίρνει ό,τι είναι του Χριστού να το μεταδώση σε μας (Ιωάννης ΙΣΤ14). Η άγια ζωή του Κυρίου μας στην γη είναι ο τύπος τον οποίον το Άγιο Πνεύμα είναι εντεταλμένο ν” αναπαράγει σε μας, ο θησαυρός απ” τον οποίον Αυτός παίρνει για την ανανέωση της ζωής μας (Κολ. Γ10, Β” Κορ. Γ17,18). Η αγιότητα όλων μας δεν είναι παρά αυτή η μοναδική αγιότητα που το Πνεύμα την κάνει δική μας. Αυτός (ο Ιησούς) είναι ο αγιασμός μας καθώς επίσης και η δικαιοσύνη μας. Και είναι ο Ιησούς η δικαιοσύνη μας δια του θανάτου Του (τον οποίον η πίστη κάνει δικό μας θάνατο). Είναι και ο αγιασμός μας δια της αγίας Του ζωής (την οποία το Πνεύμα κάνει δική μας ζωή).
Έτσι αναπτύχθηκε η πρώτη ιδέα αυτού του χωρίου: Απελευθέρωση απ” τον νόμο της αμαρτίας. Ό,τι ο νόμος καταδικάζει έχει καταδικασθεί εν Χριστώ, ώστε από τούδε, μέσω του Πνεύματος Του, ο νόμος να μπορεί να εφαρμοσθεί πλήρως μέσα μας. Η δύναμη της αμαρτίας αναμφίβολλα δεν εξαλείφεται μέσα μας, αλλά δεν μπορεί να μας κυβερνήση και να μας ορίση το πως να «περιπατούμε».
Παραμένει τώρα ν” αναπτυχθεί η δεύτερη ιδέα: Απελευθέρωση απ” την τελευταία καταδίκη, εκείνη του θανάτου, του πνευματικού, εδάφια 5-10, και τέλος του σωματικού, εδάφιο 11.

Εδάφια 5,6
«Οι γαρ κατά σάρκα όντες τα της σαρκός φρονούσιν, οι δε κατά το πνεύμα τα του πνεύματος. Το γαρ φρόνημα της σαρκός θάνατος, το δε φρόνημα του πνεύματος ζωή και ειρήνη.»
«Διότι εκείνοι που είναι υπό την εξουσίαν της σαρκός φρονούν τα της σαρκός, οι δε πνευματικοί φρονούν τα του Πνεύματος. Το σαρκικόν φρόνημα είναι θάνατος, ενώ το φρόνημα του Πνεύματος είναι ζωή και ειρήνη.»

Για να κατανοήσωμε πιο καλά το πρώτο εδάφιο θα πρέπει να το παραφράσωμε κάπως έτσι: «Διότι, αυτοί που ακολουθούν την σάρκα φρονούν τα της σάρκας, αυτοί που ακολουθούν το Πνεύμα φρονούν τα πράγματα του Πνεύματος, και επομένως περιπατούν κατά το Πνεύμα, με σκοπό να επιτύχουν εκείνες τις πνευματικές ευλογίες».
Να είσαι «κατά σάρκα» σημαίνει, να κυβερνιέσαι εσωτερικά απ” αυτή, όπως πάντα συμβαίνει με τον φυσικό άνθρωπο. Το μέρος στο οποίο αναφερόμαστε εδώ είναι η βαθύτερη πηγή της ηθικής ζωής, απ” όπου η θέληση σύρει τις παρορμήσεις και την κατεύθυνση της. Εξ αυτού η συνέπεια: «Τα της σαρκός φρονούσιν». Έχουν καταλειφθεί απ” τα πράγματα της σάρκας και αυτά επιθυμούν.
«Φρονώ»: Σ” αυτή την λέξη περιλαμβάνεται η σκέψη, η επιθυμία και η θέληση. Το «φρονείν» για το οποίο μιλά το εδάφιο μας, προέρχεται από το «είναι» («οι κατά σάρκα όντες…οι κατά το πνεύμα»), και παράγει το «περιπατείν» του εδαφίου 4, είτε αυτό είναι προς την πλευρά της σάρκας, ή προς εκείνην του Πνεύματος. Το «εγώ» είναι διάφορο και από τις δύο τάσεις, αλλά παραδίδεται οπωσδήποτε στην μία ή στην άλλην – στην πρώτη, σαν το «εγώ» του φυσικού ανθρώπου, στην δεύτερη, σαν το «εγώ» του αναγεννηθέντος ανθρώπου. Όπως η κατάσταση του, έτσι και η τάση του. Και όπως η τάση του, έτσι και η συμπεριφορά του.
Το εδάφιο 6 εξηγεί («γαρ») την σειρά με την οποία αυτή η κίνηση συνεχώς προχωρά, απ” την εσωτερική ηθική κατάσταση στην επιθυμία, και απ” την επιθυμία στην ενέργεια. Και στις δύο πλευρές υπάρχει ένα προδιαγεγραμμένο τέλος που πρέπει να φθασθή, και το οποίο ενεργεί από απόσταση πάνω στην θέληση, με μια έλξη, σαν εκείνη που ασκείται από έναν γκρεμό στο ρεύμα του ποταμού καθώς τούτο τον πλησιάζει.
Αναμφίβολλα, κάποιος μπορεί να πάρη τις λέξεις «θάνατο» και «ζωή» ότι χαρακτηρίζουν αυτές τις ίδιες τις δύο τάσεις μέσα στον άνθρωπο. Αλλά τα πράγματα εξηγούνται πιο φυσικά εάν πάρωμε τις δύο λέξεις να εκφράζουν τον αναπόφευκτο στόχο, στον οποίον ο άνθρωπος ωθείται εσωτερικά και στις δύο περιπτώσεις. Αυτός ο στόχος είναι, απ” την μια μεριά «θάνατος», απ” την άλλη «ζωή».
Η σάρκα τείνει στον θάνατο. Διότι για να κερδίση την πλήρη ελευθερία την οποία επιδιώκει, χρειάζεται έναν περισσότερο και περισσότερο πλήρη χωρισμό απ” τον Θεό. Και αυτό είναι ο θάνατος. Το Πνεύμα, αντιθέτως, διψά για ζωή εν Θεώ, η οποία είναι το στοιχείο Του, και θυσιάζει το κάθε τι για να επιτύχει να την απολαύση τέλεια. Ούτε η μία ούτε η άλλη απ” αυτές τις δύο δυνάμεις αφήνουν τον άνθρωπο να ησυχάσει, έως ότου τον φέρουν στο στόχο τους, που είναι, αφ” ενός εκείνη η κατάσταση θανάτου στην οποία δεν παραμένει ούτε μια σπίθα ζωής, αφ” ετέρου εκείνη η τέλεια ζωή, απ” την οποία και το τελευταίο ίχνος θανάτου έχει εξαφανισθεί.
Ο «θάνατος» εδώ είναι, όπως και στο εδάφιο 2, ο αποχωρισμός απ” τον Θεό, ο οποίος, με μια σειρά καθημερινής ανάπτυξης, καταλήγει στο τέλος, μέσω του φυσικού θανάτου, σε αιώνια απώλεια (ΣΤ23).
«Ζωή», στην Γραφή, δηλώνει μια ύπαρξη πλήρως ικανοποιημένη, στην οποία όλες οι δυνάμεις, τα χαρίσματα, βρίσκουν την πλήρη τους άσκηση και την αληθινή τους ενασχόληση. Το πνεύμα του ανθρώπου, καθώς γίνεται η κατοικία και το όργανο του Αγίου Πνεύματος, πραγματοποιεί αυτή την ζωή με μια αύξουσα τελειότητα που καταλήγει σε αιώνια ζωή. Η ειρήνη είναι το εσωτερικό αίσθημα γαλήνης που συνοδεύει μια τέτοια ύπαρξη, και αποκαλύπτεται με την απουσία κάθε φόβου αναφορικά με τον θάνατο και την κρίση (εδάφιο 1).
Οι δύο θέσεις τώρα του εδαφίου 6 δικαιολογούνται στα επόμενα εδάφια 7-11.

Εδάφια 7,8
«Διότι το φρόνημα της σαρκός έχθρα εις τον Θεόν. Τω γαρ νόμω του Θεού ουχ υποτάσσεται. Ουδέ γαρ δύναται. Οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται.»
«Διότι το σαρκικόν φρόνημα είναι εχθρικόν προς τον Θεόν, καθ” όσον δεν υποτάσσεται εις τον νόμον του Θεού, αλλά ούτε είναι δυνατόν να υποταχθή. Εκείνοι που είναι σαρκικοί δεν μπορούν να αρέσουν εις τον Θεόν».

Η σάρκα τείνει προς τον θάνατον (εδάφιο 6), διότι είναι στην ουσία της «μίσος για τον Θεό». Η σάρκα, η ζωή του «εγώ» για τον εαυτόν του, είναι εχθρική προς τον Θεόν, διότι αισθάνεται ότι ό,τι δίνει στο είδωλο της το παίρνει απ” τον Θεό, και όλα που θα έδινε στον Θεό θα τα αφαιρούσε απ” το είδωλο της. Άρα εχθρότητα προς τον Θεό δεν είναι τίποτα άλλο παρά η προσκόλληση στον εαυτό μας, κάτι που βρίσκεται μέσα στην φύση μας. Τούτη η εχθρότητα αποδεικνύεται από δύο γεγονότα. Το ένα ανήκει στον άνθρωπο και αναφέρεται στην σχέση του με τον Θεό (εδάφιο 7β), το άλλο στον Θεό και αναφέρεται στην σχέση Του με τον άνθρωπο (εδάφιο 8).
Το πρώτο είναι η επανάσταση της σάρκας ενάντια στην Θεία θέληση. Αυτό το αίσθημα αναφέρεται πρώτο σαν ένα απλό γεγονός. Η σάρκα επιθυμεί να ικανοποιήση τον εαυτόν της, και συχνά ο νόμος της ανθίσταται. Απ” αυτό προκύπτει πάντα εσωτερική επανάσταση, και συχνα και εξωτερική. Και τούτο το γεγονός δεν πρέπει να μας εκπλήσση. Η σάρκα είναι αυτό που είναι. Δεν μπορεί ν” αλλάξη την φύση της, περισσότερο απ” ότι ο Θεός μπορεί ν” αλλάξη την φύση του νόμου Του. Απ” αυτό προκύπτει μια αναπόφευκτη και διαρκής σύγκρουση, η οποία μπορεί μόνον να έλθη σε τέλος με την κυριαρχία της σάρκας πάνω στην θέληση. Και αυτή η διαμάχη είναι ο δρόμος του θανάτου, σύγκρινε Γαλάτας ΣΤ8.

Εδάφιο 8
«Οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται».

«Δε»: Και από το άλλο μέρος.
«Οι δε εν σαρκί όντες Θεώ αρέσαι ου δύνανται»: Πως θα μπορούσε ο Θεός να ευχαριστηθή με όντα που έχουν σαν αρχή της ζωής τους την ενασχόληση με τον εαυτόν τους; Δεν αντιτίθεται αυτή η αρχή στην ουσία Του;

Εδάφιο 9
«Υμείς δε ουκ εστέ εν σαρκί, αλλ” εν πνεύματι, είπερ Πνεύμα Θεού οικεί εν υμίν.»
«Σεις όμως δεν είσθε σαρκικοί αλλά πνευματικοί, εάν βέβαια κατοικεί μέσα σας Πνεύμα Θεού».

Μιλόντας έτσι κατ” ευθείαν στους αναγνώστες του ο Απόστολος, θέλει να τους οδηγήση να εξετάσουν τους εαυτούς τους, και να γνωρίσουν πιο από τα δύο ρεύματα ακολουθούν. Διότι εύκολα κατανοούμε αυτές τις αλήθειες με τον νου, αλλά είμαστε βραδείς στο να τις εφαρμόσωμε στους εαυτούς μας προσωπικά.
Ο Παύλος αρχίζει εκφράζοντας ένα αίσθημα εμπιστοσύνης αναφορικά με την κατάσταση τους. Αλλά προσθέτει έναν περιορισμό κατάλληλο να ξεσηκώση την επαγρύπνηση τους: «Είπερ», εάν πράγματι. Σ” αυτούς ανήκει να επαληθεύσουν την αλήθεια της υπόθεσης.
Το «οικεί εν υμίν» δηλώνει ένα μόνιμο γεγονός. Δεν είναι αρκετό να έχουν μερικές περιόδους παρόρμησης, μερικά ξεσπάσματα ενθουσιασμού, ανάμικτα με απιστίες στην πράξη.
Να σημειώσωμε εδώ ότι το «Πνεύμα του Χριστού» χρησιμοποιείται σαν το ισοδύναμο του «Πνεύματος του Θεού» της προηγουμένης πρότασης. Το Πνεύμα του Ιησού είναι εκείνο του Ιδίου του Θεού, το οποίον Αυτός έχει τόσο τέλεια οικειοποιηθεί εδώ κάτω, ώστε να το κάνη προσωπική Του ζωή, και να μπορεί έτσι να το μεταδίδη στους δικούς Του. Είναι σ” αυτή την μορφή που το Άγιο Πνεύμα ενεργεί από τούδε στην Εκκλησία. Όπου αυτός ο ζωτικός δεσμός υφίσταται μεταξύ μιας ψυχής και του Χριστού, αυτή παραμένει σ” Αυτόν και στην σωτηρία Του.

Εδάφιο 10
«Eι δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού. Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι” αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην.»
«Εάν ένας δεν έχει Πνεύμα Χριστού, αυτός δεν είναι δικός του. Εάν όμως ο Χριστός είναι μέσα σας, τότε το σώμα σας είναι νεκρόν εξ αιτίας της αμαρτίας, αλλά το πνεύμα σας είναι ζωή ένεκα της δικαιώσεως σας».

«Ει δε Χριστός εν υμίν»: Όπου είναι το Πνεύμα του Χριστού, εκεί είναι και Αυτός ο Ίδιος. Πράγματι, καθώς το Πνεύμα προέρχεται απ” τον Χριστό, η ενέργεια Του τείνει να κάνη τον Χριστό να ζη μέσα μας. «Θα έλθω πάλιν σε σας», είπε ο Κύριος (Ιωάννης ΙΔ17,18), όταν περιέγραφε το έργο του Πνεύματος.
Αυτή η ελπίδα ότι θα μοιραστούμε την ανάσταση Του, βασίζεται στο γεγονός ότι ήδη τώρα η ζωή Του έχει διεισδύσει στο πνευματικό μέρος της ύπαρξης μας (εδάφιο 10β). Αναμφίβολλα, αυτή η πνευματική ζωή δεν θα εμποδίση το σώμα απ” του να πεθάνη. Αλλά δεν παύει να είναι όμως η πρόγευση, η προκαταβολή στην ανάσταση του Χριστού.
Απ” τα εδάφια Ε12,15,17 γνωρίζομε την θέση του Παύλου αναφορικά με την αιτία του θανάτου: «Απ” την παράβαση του ενός οι πολλοί πέθαναν». Το γεγονός του παγκοσμίου θανάτου δεν προέρχεται λοιπόν απ” τις επί μέρους αμαρτίες των ατόμων, αλλά απ” την αρχική παράβαση. Άρα το «δι” αμαρτίαν» αναφέρεται στην αμαρτία του Αδάμ.
Μερικές φορές τίθεται η ερώτηση, Γιατί οι πιστοί να πεθαίνουν ακόμα, εάν ο Χριστός πέθανε πράγματι γι” αυτούς; Και από εδώ ξεκινά μια επιχειρηματολογία εναντίον του δόγματος της εξιλέωσης. Αλλά ξεχνιέται ότι, αφού ο θάνατος δεν είναι μια ατομική τιμωρία, δεν υπάρχει καμμία σύνδεση μεταξύ αυτού του γεγονότος και της συγνώμης των αμαρτιών, που χορηγήθηκε στα άτομα που πιστεύουν. Ο θάνατος, σαν μια κρίση πάνω σ” όλο το ανθρώπινο γένος, θα παραμείνει έως την τελική ολοκλήρωση του έργου του Χριστού, σύγκρινε Α” Κορινθίους ΙΕ26.
«Νεκρόν» εδώ δηλώνει, αμετάκλητα κτυπημένο με θάνατο. Το ανθρώπινο σώμα φέρει μέσα του, απ” τον σχηματισμό του, το σπέρμα του θανάτου. Αρχίζει να πεθαίνει απ” την στιγμή ακριβώς που αρχίζει να ζει.
Αλλ” εάν ο θάνατος του σώματος του πιστού δεν μπορεί ν” αποφευχθεί, υπάρχει μια περιοχή μέσα του όπου η ζωή έχει εγκαθιδρύσει το βασίλειο της. Είναι το πνεύμα του, όπου κατοικεί ο Χριστός.
«Πνεύμα» εδώ δηλώνει το πνευματικό στοιχείο στον πιστό. Στο Α” Θεσσ. Ε23 ο Παύλος διακρίνει αυτά τα τρία στοιχεία στον άνθρωπο: Σώμα, ψυχή και πνεύμα. Με τον όρο «πνεύμα» δηλώνει το όργανο με το οποίον η ψυχή του ανθρώπου, και μόνο του ανθρώπου απ” όλα τα έμψυχα όντα, είναι προικισμένη, και δια του οποίου αντιλαμβάνεται και οικειοποιείται το θείον. Είναι μέσω αυτού που το Πνεύμα του Θεού μπορεί να διεισδύση στην ψυχή, και δι” αυτής να κυβερνήση το σώμα. Έτσι έχομε, από τα αναφερόμενα εδώ, αγιασμό του σώματος (ΣΤ11-13), και όχι απελευθέρωση του απ” τον θάνατο.
Αλλά ο Παύλος μπορεί ήδη να λέγη, παρ” όλα αυτά, ότι σαν συνέπεια της ένωσης του με το Πνεύμα του Θεού, το πνεύμα του πιστού είναι ζωή. Αυτή η έκφραση, αναμφίβολλα, ηχεί κάπως δυνατά. Γιατί να μην λέγει απλά, «ζει», και λέγει «είναι ζωή»; Το λέγει έτσι γιατί η ζωή του Θεού δεν γίνεται απλά μια ιδιότητα, ένα χαρακτηριστικό του πνεύματος στον άνθρωπο δια του Αγίου Πνεύματος. Αυτή γίνεται φύση του, έτσι που μπορεί να περάση απ” το πνεύμα σ” όλη του την ύπαρξη, φυσική και σωματική (εδάφιο 11).
Οι τελευταίες λέξεις, «δια δικαιοσύνην», δεν μπορούν ν” αναφέρονται στην επανόρθωση της αγιότητας στον πιστό. Όχι ότι η λέξη «δικαιοσύνη» δεν μπορεί να έχη αυτή την έννοια στα γραπτά του Παύλου (σύγκρινε ΣΤ13 και 19), αλλά διότι είναι αδύνατον να λέγη ότι η ζωή υφίσταται λόγω της αγιότητας, διότι, στην πραγματικότητα, η μία ταυτίζεται με την άλλη (η ζωή με την αγιότητα). Θα πρέπει λοιπόν να πάρωμε την λέξη «δικαιοσύνη» στην έννοια της «δικαίωσης», όπως στα κεφάλαια Α-Ε. Σ” αυτή την έννοια οδηγούμεθα, επίσης, και απ” την έννοια του εδαφίου μας, που σχηματίζει μια αντίθεση σ” αυτή την πρώτη φράση, «δι” αμαρτίαν». Καθώς το σώμα πεθαίνει λόγω της μιας αμαρτίας, η οποία δεν είναι δική μας ατομικά, έτσι το πνεύμα ζει σαν συνέπεια της μιας δικαιοσύνης, η οποία δεν είναι δική μας.
Αλλά αυτό το σώμα, το παραδομένο στον θάνατο, θα εγκαταλειφθή σ” αυτόν για πάντα; Όχι. Και το τελευταίο ίχνος της καταδίκης, ο θάνατος, επιβάλλεται και αυτό να εξαλειφθή.

Εδάφιο 11
«Ει δε το Πνεύμα του εγείραντος Ιησούν εκ νεκρών οικεί εν υμίν, ο εγείρας τον Χριστόν εκ νεκρών ζωοποιήσει και τα θνητά σώματα υμών δια του ενοικούντος αυτού Πνεύματος εν υμίν.»
«Εάν το Πνεύμα εκείνου, ο οποίος ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, κατοική μέσα σας, τότε εκείνος που ανέστησε τον Ιησούν εκ νεκρών, θα δώση ζωήν και εις τα θνητά σώματα σας δια του Πνεύματος του που κατοικεί μέσα σας.»

Εκείνο το σώμα στο οποίο έχει κατοικήσει το Πνεύμα του Θεού, όπως κατοίκησε και σ” αυτό του Ιησού, θα κριθή άξιο της ιδίας τιμής σαν το σώμα του Ιησού.
Στην πρώτη πρόταση ο Απόστολος χρησιμοποιεί το όνομα «Ιησούς», διότι η αναφορά είναι απλά στο πρόσωπο Του. Στην δεύτερη λέγει «Χριστός», διότι το υπό ερώτηση θέμα εδώ είναι το λειτούργημα Του ως μεσίτη μεταξύ μας και του Θεού. Η προσωπική ανάσταση του Ιησού απλά μας βεβαιώνει ότι ο Θεός μπορεί να μας αναστήση. Αλλά η ανάσταση Του θεωρουμένη σαν εκείνη του Χριστού, μας βεβαιώνει ότι Αυτός θα το κάνει πράγματι. Ακόμη μια φορά βλέπομε πόσο προσεκτικά ο Απόστολος ζυγίζει κάθε όρο που χρησιμοποιεί. Άλλη μια απόδειξη αυτού του πράγματος έχομε στην χρήση των δύο εκφράσεων, «εγείρειν» (εφαρμοζόμενο στον Ιησού), και «ζωοποιείν» (εφαρμοζόμενο στους πιστούς). Ο θάνατος του Ιησού ήταν ένας ύπνος, χωρίς να ακολουθηθή από κάποια αποσύνθεση του σώματος. Άρα γι” Αυτόν ήταν αρκετό να Τον ξυπνήση. Στην δική μας την περίπτωση το σώμα, όντας παραδομένο στην αποσύνθεση, θα πρέπει να επαναποκατασταθή ολοκληρωτικά. Αυτό εκφράζεται πιο καλά με την λέξη «ζωοποιήση».
«Και τα θνητά μας σώματα»: «Και»: Το πνεύμα ήδη ζωοποιήθηκε, θα πρέπει και το σώμα.
Ο Απόστολος είχε πει για το σώμα, στο εδάφιο 10, ότι είναι «νεκρόν». Εδώ το αναφέρει σαν «θνητόν». Τούτο εξηγείται απ” το ότι στο εδάφιο 10 μιλά για το γεγονός που συμβαίνει στο σώμα («θάνατος»), ενώ στο 11, για την ποιότητα του σώματος («θνητόν»). Η ανάσταση δεν θ” αλλάξη το γεγονός του θανάτου σε κείνο της ζωής, αλλά θα μετασχηματίση την φύση του σώματος, το οποίο από θνητό θα γίνη άφθαρτο (ιδέ και Α” Κορινθ. ΙΕ43,44).
«Δια του ενοικούντος αυτού Πνεύματος εν ημίν». Το «διά» με αιτιατική έπεται εντελώς φυσιολογικά των δύο ομοίων «διά» του εδαφίου 10. Δια της αμαρτίας, θάνατος. Δια της δικαιοσύνης, η ζωή του Πνεύματος, και δια της ζωής του Πνεύματος, η ανάσταση του σώματος.
Ο Παύλος δεν σκοπεύει να εξηγήση εδώ πως θα πραγματοποιηθεί η ανάσταση. Απ” το εδάφιο 5 και μετά θέλει να δείξη μόνο την ηθική κατάσταση, σε συνέπεια της οποίας, η χορήγηση της ανάστασης θα είναι δυνατή. Εκείνη την κατάσταση που θα τιμήση ο Θεός είναι η ενοίκηση του Πνεύματος Του στον πιστό, η άγια χρήση που αυτός έχει κάνει του σώματος του να Τον δοξάση, η θέση στην οποίαν το Πνεύμα θα έχει υψώσει το σώμα κάνοντας το έναν ναό του Θεού (Α” Κορ. ΣΤ19). Ένα τέτοιο σώμα θα το μεταχειριστεί όπως μεταχειρίστηκε εκείνο του Υιού Του. Αυτή είναι η δοξασμένη σκέψη με την οποία ο Απόστολος κλείνει αυτό το χωρίο, και συμπληρώνει την ανάπτυξη της φράσης «ουδέν κατάκριμμα».
Εδώ ο Παύλος δεν ασχολείται καθόλου με την τύχη των σωμάτων αυτών που δεν πιστεύουν, ή των πιστών που δεν αγιάσθηκαν. Το ίδιο βλέπομε και στα Α” Κορ. ΙΕ20-28. Αλλά τα λόγια του εδαφίου 13, «Εάν ζήτε κατά σάρκα θα πεθάνετε», δίνουν την απάντηση εάν κάποιος θέση αυτά τα ερωτήματα.
Ελεύθερος από την Αμαρτία και τον Θάνατο ο Πιστός γίνεται Υιός και Κληρονόμος. Η12-17.
Η ζωή του Πνεύματος δεν πραγματοποιείται στον πιστό χωρίς την συναίνεση του, απλά απ” το γεγονός ότι το Πνεύμα έχει μια φορά μεταδοθεί σ” αυτόν. Χρειάζεται απ” την μεριά του ανθρώπου μια επίμονη, μια συνεχής απόφαση, μια ενεργητική υπακοή στο να παραδίνη τον εαυτόν του στην οδηγία του Πνεύματος. Και αυτό διότι η οδηγία του Πνεύματος τείνει συνεχώς στην θυσία της σάρκας. Και εάν ο πιστός αρνείται να Τον ακολουθήση σ” αυτό το μονοπάτι, τότε αρνείται την ζωή του Πνεύματος και τα ένδοξα της προνόμια.

Εδάφια 12,13
«Άρα ουν, αδελφοί, οφειλέται εσμέν ου τη σαρκί του κατά σάρκα ζην. Ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν. Ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούσθε, ζήσεσθε.»
«Άρα λοιπόν, αδελφοί, είμεθα χρεώσται όχι εις την σάρκα, δια να ζούμε υπό την εξουσίαν της σαρκός, διότι εάν ζήτε υπό την εξουσίαν της σαρκός, τότε θα πεθαίνετε, αλλ” εάν δια του Πνεύματος θανατώνετε τας πράξεις του σώματος, τότε θα ζήσετε.»

Δεν είναι αρκετό να έχεις λάβει το Πνεύμα. Είναι επίσης αναγκαίο να περιπατάς σύμφωνα μ” Αυτό.
«Άρα»: Μια και το Πνεύμα σας έχει ελευθερώσει απ” τον νόμο της αμαρτίας και του θανάτου, μην επανατοποθετείσθε κάτω απ” αυτή την κατάρα.
«Οφειλέται εσμέν», εννοεί στο Πνεύμα, να ζούμε σύμφωνα μ” Αυτόν. Ευθύς ως το Πνεύμα έλθει να κατοικίση στην καρδιά μας, Του οφείλομε τους εαυτούς μας, και μια ζωή ολοκληρωτικά συμμορφωμένη στις επιθυμίες Του.
Ο φυσικός άνθρωπος φαντάζεται ότι οφείλει να ικανοποιεί την σάρκα του. Η φροντίδα του προσώπου του, απ” το πλέον γήινο σημείο άποψης, εμφανίζεται σ” αυτόν η πρώτη και η πιο σπουδαία των υποχρεώσεων του. Είναι ακριβώς αυτή η τάση που πολεμιέται από το Πνεύμα ευθύς ως Αυτό κάνει κατοχή μέσα μας (Γαλάτας Ε17). Αυτή η οφειλή ούτε θα έπρεπε να αναγνωρισθή, ούτε να πληρωθή. Ο Απόστολος εξηγεί το γιατί στο επόμενο εδάφιο.
«Ει γαρ κατά σάρκα ζήτε, μέλλετε αποθνήσκειν».
Σ” αυτόν τον δρόμο ο αναγεννημένος θα προχωρήση στον θάνατο. Αυτή είναι η ανταμοιβή που θα μας δώσει η σάρκα για την πιστότητα μας στην εξόφληση του χρέους μας προς σ” αυτήν.
«Μέλλετε»: Δεν υπάρχει τίποτα για σας παρά να πεθάνετε. Τέτοιο είναι μόνον το μέλλον που σας περιμένει.
«Ει δε πνεύματι τας πράξεις του σώματος θανατούσθε, ζήσεσθε.»
«Ει δε πνεύματι…»: Προς τα που μας οδηγεί αυτή η αρχή της οποίας η δύναμη που ωθεί παίρνει την θέση της σάρκας (που μας ωθούσε πριν); Στον θάνατο επίσης. Αλλά στον θάνατο της σάρκας, και δι” αυτού στην ζωή: «Ζήσεσθε».
Άρα, 13α: Η ζωή της σάρκας είναι ο θάνατος του ανθρώπου. 13β: Ο θάνατος της σάρκας είναι η ζωή του ανθρώπου.
«Τας πράξεις του σώματος θανατούσθε»: Αυτές οι πράξεις θα πρέπει να έλθουν σ” ένα τέλος, διότι στον Χριστιανό θα πρέπει το Πνεύμα να τα διεισδύη και να τα κατευθύνη όλα, ακόμα και το φαγητό και το πιοτό του, σύμφωνα με το παράδειγμα που αναφέρεται στο Α” Κορ. Ι 31. Σ” όλες αυτές τις πράξεις της ζωής, το σώμα δε θα πρέπει να καθοδηγή, αλλά να καθοδηγείται. Κάθε πράξη θυσίας δια της οποίας απαρνούμεθα την ανεξαρτησία του σώματος, και υποτασσόμαστε ενεργητικά στο Πνεύμα, μας εξασφαλίζει και μια αύξηση στην πνευματική μας ζωή. Με κάθε υποταγή της σάρκας, η αποτελεσματικότητα του Πνεύματος δείχνει τον εαυτόν της με νέα δύναμη. Έτσι εξηγείται το «ζήσεσθε», το οποίο έχει εφαρμογή σε κάθε στιγμή της ύπαρξης του πιστού, έως την κατάσταση της τελειότητας.
Τούτη η τελευταία λέξη, «ζήσεσθε», είναι και το θέμα του χωρίου που ακολουθεί. Και αυτό διότι οι δύο ιδιότητες, του «υιού» και του «κληρονόμου» του Θεού, που πρόκειται ν” αναπτυχθούν, η μία στα εδάφια 14-16, και η άλλη στο εδάφιο 17, εξαντλούν την έννοια της «ζωής».

Εδάφια 14,15
«Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοι εισιν υιοί Θεού. Ου γαρ ελάβατε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ” ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν, αββά, ο πατήρ.»
«Διότι όσοι οδηγούνται από το Πνεύμα του Θεού, αυτοί είναι υιοί του Θεού. Δεν ελάβατε πνεύμα δουλείας που να σας φέρη πάλιν εις κατάστασιν φόβου, αλλ” ελάβετε πνεύμα που σας κάνει υιούς, δια του οποίου φωνάζομεν «Αββά, Πατέρα».

Είναι αδύνατον για έναν που είναι υιός του Θεού, της πηγής της ζωής, να μην ζει. Τώρα, αυτός που δίνει τον εαυτόν του να οδηγηθή απ” το Πνεύμα του Θεού, είναι σίγουρα ένας υιός του Θεού.
«Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγοντα ούτοι εισί υιοί Θεού.»: «Έχετε δικαίωμα στον τίτλο «υιοί», ευθύς ως αφήσετε τους εαυτούς σας να οδηγηθούν υπό του Πνεύματος». Παρ” όλο που κάποιος γίνεται «υιός» δια δικαιώσεως, αυτός δεν κατέχει την υιική κατάσταση, δεν απολαμβάνει πραγματικά υιοθεσία, παρά μόνον όταν γίνη πιστά υπάκουος στην οδηγία του Πνεύματος. Η έννοια λοιπόν είναι αυτή: «Εάν αφήσετε τους εαυτούς σας να οδηγηθούν από το Πνεύμα, είσαστε υιοί του Θεού».
Στον όρο «άγονται» υπάρχει κάτι σαν μια ιδέα άγιας βιαιότητας. Το Πνεύμα σύρει τον άνθρωπο, όπου η σάρκα δεν θα ήταν πρόθυμη να πάει.
Η σκόπιμη επανάληψη της λέξης «Θεός» θέτει σε στενή σύνδεση τις δύο ιδέες, «υπακούοντας το Πνεύμα», «όντας υιός». Ένας υιός υπακούει τον πατέρα του. Ο όρος «υιός» υπονοεί κοινωνία φύσης και όλα τα προνόμια που εκπηγάζουν απ” αυτήν. Επομένως, όταν πατέρας είναι ο Θεός, συμμετοχή στην ζωή, μια και Αυτός είναι η ζωή.
Ο Απόστολος, σε ότι ακολουθεί, δίνει δύο αποδείξεις της πραγματικότητας αυτής της κατάστασης του «υιού». Η μία, εν μέρει υποκειμενική, το υιικό αίσθημα προς τον Θεό που αισθάνεται ο πιστός, εδάφιο 15. Η άλλη, αντικειμενική, η μαρτυρία του Αγίου Πνεύματος, που μαρτυρά και βεβαιώνει για την θεία πατρότητα μέσα στην καρδιά του, εδάφιο 16.

Εδάφιο 15
«Ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον»:

Το Πνεύμα που έχετε λάβει απ” τον Θεό δεν είναι ένα δουλικό πνεύμα, που σας οδηγεί πάλιν πίσω μέσα στον φόβο, στον οποίον ζούσατε προηγουμένως, σύγκρινε Β” Τιμ. Α7.
Το χαρακτηριστικό των Εθνικών θρησκειών είναι το αίσθημα του φόβου (δεισιδαιμονία, Πράξεις ΙΖ22). Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τους Ιουδαίους, παρόλο που σ” αυτούς ο φόβος του Ιεχοβά είχε πάρει έναν πιο υψηλό χαρακτήρα, απ” τον φόβο των θεών μεταξύ των Εθνικών. Το αίσθημα με το οποίο το Πνεύμα του Θεού γεμίζει την καρδιά του πιστού δεν είναι φόβος, που ταιριάζει στην κατάσταση ενός σκλάβου, αλλά εμπιστοσύνη και ελευθερία, τα οποία γεύεται ένας υιός.
Η λέξη «πνεύμα» μπορεί εδώ να θεωρηθή ότι δηλώνει απλά μια υποκειμενική προδιάθεση. Είναι το υιικό αίσθημα σε σχέση με τον Θεό. Παρ” όλα αυτά είναι αδύνατον, εάν θεωρήσωμε την σύνδεση μεταξύ του εδαφίου 15 και του προηγουμένου, να μην δούμε στο «πνεύμα της υιοθεσίας», για το οποίο μιλά εδώ ο Παύλος, το Πνεύμα του Ιδίου του Θεού.
Η διαφορά μεταξύ των εδαφίων 15 και 16 όσον αφορά την έννοια της λέξης «πνεύμα», δεν είναι η διαφορά μεταξύ μιας εσωτερικής προδιάθεσης και του Πνεύματος του Θεού, αλλά μάλλον εκείνη που διαχωρίζει δύο διαφορετικούς τρόπους ενεργείας, που ακολουθούνται από το ένα και το αυτό Πνεύμα. Στην πρώτη περίπτωση η λειτουργία του Πνεύματος κάνει τον εαυτόν της αντιληπτό μέσω μιας προσωπικής αίσθησης που Αυτός παράγει μέσα μας (το αίσθημα υιοθεσίας). Στην δεύτερη ενεργεί πιο άμεσα (ιδέ πάνω στο εδάφιο 16).
Το «πνεύμα υιοθεσίας» είναι το Πνεύμα του Θεού, τόσο όσο παράγει την πνευματική κατάσταση που αντιστοιχεί στην υιοθεσία. Το Πνεύμα του Θεού μας θέτει, σχετικά με τον Θεό, στην ιδία θέση με τον Ιησού, όταν Αυτός έλεγε, «Πατέρα!» (Γαλ. Δ6).
Ο όρος «υιοθεσία» μας θυμίζει το γεγονός ότι ο Ιησούς μόνον είναι Υιός στην ουσία («υιός μονογενής»). Εμείς, για να γίνωμε υιοί, πρέπει να ενσωματωθούμε σ” Αυτόν δια πίστεως (Εφεσίους Α5).
Το «εν ω» δείχνει ότι είναι κάτω από την έμπνευση του υιικού αισθήματος, που παράγεται μέσα μας δια του Πνεύματος, που εμείς προσευχόμαστε έτσι. Ο όρος «κράζομεν» εκφράζει την βαθειά συγκίνηση με την οποία αυτή η κραυγή λατρείας βγαίνει απ” την καρδιά που πιστεύει.
«Αββά» είναι η μορφή που η Εβραϊκή λέξη αβ (πατέρας) είχε πάρει στην Αραμαϊκή γλώσσα, που μιλιόταν κοινά στην Παλαιστίνη στα χρόνια του Κυρίου. Έτσι απευθυνόταν ο Ιησούς στον Θεό όταν Τον ονόμαζε «Πατέρα», ιδέ Μάρκο ΙΔ36.

Εδάφια 16,17
«Αυτό το Πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού. Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν».
«Αυτό το Πνεύμα μαρτυρεί μαζί με το πνεύμα μας ότι είμεθα παιδιά του Θεού. Εάν δε είμεθα παιδιά του, τότε είμεθα και κληρονόμοι. Κληρονόμοι μεν του Θεού, συγκληρονόμοι δε του Χριστού, εάν βέβαια πάσχωμεν μαζί του, δια να δοξασθούμε επίσης μαζί του.»

Η έκφραση «Αυτό το Πνεύμα» σημαίνει, «το Άγιο Πνεύμα το Ίδιο», σαν το άμεσο όργανο του Θεού. Όσοι δεν είναι ξένοι στην εμπειρία των θείων πραγμάτων, γνωρίζουν ότι υπάρχει διαφορά μεταξύ μιας κατάστασης διαμορφωμένης μέσα μας από το Άγιο Πνεύμα, η οποία εκφράζει τον εαυτόν της στην μορφή της προσευχής (εδάφιο 15), και της γλώσσας στην οποία ο Θεός απαντά σε μας κατ” ευθείαν, μέσω του Πνεύματος. Αυτή η διαφορά φαίνεται καθαρά στο επόμενο χωρίο, όπου ο Απόστολος διαχωρίζει χαρακτηριστικά τον στεναγμό του Ιδίου του Πνεύματος σε κείνους που έχουν λάβει τους πρώτους καρπούς Του (εδάφιο 26), απ” τον δικό τους στεναγμό (εδάφιο 23). Μια παρόμοια διαφορά παρατηρούμε στην ζωή του Ιδίου του Ιησού, όταν είναι Αυτός που λέγει: «Πατέρα μου» (Λουκάς Β49), και όταν είναι ο Θεός που λέγει σ” Αυτόν: «Εσύ είσαι ο Υιός μου» (Λουκάς Γ12). Έτσι, σ” αυτή την περίπτωση, ο Απόστολος εννοεί ότι «είμεθα υιοί του Θεού», όχι μόνον διότι η καρδιά μας τρέφει μια υιική διάθεση προς τον Θεό, που μας εμπνέει με την κραυγή της αγάπης, «Πατέρα μου», αλλά – και αυτό είναι ακόμα πιο υπέροχο – διότι απ” την καρδιά του Ιδίου Θεού, από εκεί έρχεται κάτω η απάντηση με την φωνή του Αγίου Πνεύματος: «Παιδί μου»! Δεν είναι μόνον τα χέρια μας που απλώνονται να αγγίξουν τον Θεό, ο Οποίος δίνει τον εαυτόν Του σε μας εν Χριστώ, αλλά είναι και τα δικά Του που ταυτόχρονα μας πιάνουν και μας σύρουν στην αγκαλιά Του.
«Συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών», δεν σημαίνει, «μαρτυρεί μαζί με το πνεύμα μας». Τούτη η φράση εννοεί ότι είναι το πνεύμα μας που δέχεται, που παίρνει αυτή την θεία μαρτυρία (δοτική: Τω πνεύματι).

Εδάφιο 17
«Ει δε τέκνα, και κληρονόμοι, κληρονόμοι μεν Θεού, συγκληρονόμοι δε Χριστού, είπερ συμπάσχομεν ίνα και συνδοξασθώμεν».

Ο Απόστολος έδειξε ότι είμαστε υιοί (ή παιδιά), πρώτα από το υιικό αίσθημα που παράγεται μέσα μας από το Πνεύμα, και μετά από την κατ” ευθείαν μαρτυρία του Ιδίου του Πνεύματος. Στα εδάφια 13 και 14 είχε πει: «Θα ζήσετε διότι είσθε υιοί». Μετά έδειξε την πραγματικότητα αυτού του τίτλου «υιός». Και τώρα εξάγει απ” αυτό την απόδειξη της κληρονομιάς (και το να είσαι κληρονόμος του Θεού ταυτίζεται με το να κατέχης την ζωή).
Αναμφίβολλα ο Θεός δεν πεθαίνει, σαν εκείνους που χρειάζεται να πεθάνουν πρώτα για να αφήσουν την κληρονομιά. Είναι από το μέσον της δόξας Του που Αυτός πλουτίζει τους γυιούς Του, μεταδίδοντας την σ” αυτούς, δηλαδή, μεταδίδοντας τον εαυτόν Του σ” αυτούς. Διότι, αν το δούμε στο βάθος, η κληρονομιά Του δεν είναι παρά ο Ίδιος ο εαυτός Του, και το καλλίτερο που μπορεί να δώση στα παιδιά Του είναι να κατοικήση σ” αυτά. Ο Παύλος εκφράζει αυτό το ίδιο, όταν περιγράφη αυτή την τέλεια κατάσταση στις λέξεις: «Ο Θεός τα πάντα εν πάσιν» (Α” Κορ. ΙΕ28). Εδώ όμως προσθέτει μια έκφραση ειδικά προσαρμοσμένη να εντυπώση μέσα μας το μεγαλείο μιας τέτοιας κατάστασης: «Συγκληρονόμοι δε Χριστού». Επειδή η επιβλητικότητα του τίτλου «κληρονόμος του Θεού» μπορεί εύκολα να χαθεί στην ασάφεια, ο Απόστολος, για να κάνη αυτή την αφηρημένη έννοια πιο χειροπιαστή, προσθέτει αυτό το συγκεκριμένο γεγονός. Και το να είσαι κληρονόμος μαζί με τον Χριστό, δεν είναι να κληρονομήσης δευτερευόντως, να κληρονομήσης δηλαδή απ” Αυτόν. Είναι να τεθής στην ιδία θέση με Αυτόν, είναι να μοιρασθής την θεία κληρονομιά με Αυτόν.
Για να αντιληφθούμε τι σημαίνει ο τίτλος «κληρονόμοι του Θεού», ας θεωρήσωμε την σχέση μεταξύ του Χριστού και του Θεού, και θα πάρωμε μια ιδέα του τι μας οδηγεί να ελπίζωμε ο τίτλος μας «υιοί Θεού» (σύγκρινε εδάφιο 29).
Αλλά για να φθάσης στην κατοχή της κληρονομιάς, υπάρχει ακόμα μια προϋπόθεση να εκπληρωθή: «Είπερ συμπάσχωμεν». Ο Παύλος γνωρίζει καλά ότι, ναι μεν είμαστε διψασμένοι για δόξα, αλλά είμαστε και εξ ίσου έτοιμοι να τραβηχτούμε πίσω για ν” αποφύγωμε τα αναγκαία παθήματα. Και είναι ακριβώς στα παθήματα, που ο δεσμός μεταξύ του Χριστού και των προσώπων μας, δυνάμει του οποίου θα είμαστε σε θέση να γίνωμε κληρονόμοι Του, σφυρηλατείται. Τότε μόνον εισερχόμαστε στην κατοχή της κοινής κληρονομιάς της δόξας, όταν αποδεχόμαστε το μερος μας της κοινής κληρονομιάς των παθημάτων.
«Είπερ»: «Εάν πράγματι, καθώς καλούμεθα σ” αυτό, έχομε το κουράγιο να…» Αυτές οι τελευταίες λέξεις είναι η μετάβαση στο χωρίο που ακολουθεί αμέσως μετά, στο οποίο εκτίθεται, πρώτα η κατάσταση δυστυχίας του κόσμου όπως είναι τώρα, και στην συνέχεια μετά η βεβαιότητα της ενδόξου κατάστασης που μας περιμένει.
Ολοκλήρωση του Σχεδίου Σωτηρίας, παρ” όλα τα Παθήματα της Παρούσης μας Κατάστασης. Η18-30.
Ομιλόντας για την πλήρη νίκη που κερδίζεται απ” το Πνεύμα του Χριστού πάνω στα τελευταία υπολείμματα της καταδίκης, ο Παύλος φαινόταν να υποθέτη ότι το έργο είχε ήδη φθάσει στον στόχο του, και ότι τίποτα άλλο δεν απέμενε, από του να περάσωμε στην δόξα. Αλλά στις λέξεις, «είπερ συμπάσχωμεν», εδώ δίνει να γίνη αντιληπτό ότι για τα παιδιά του Θεού παραμένει ακόμα να περπατηθή ένας δρόμος παθημάτων σε κοινωνία με τον Χριστό, και ότι η εποχή της δόξας θ” ανοίξη γι” αυτούς μετά από αυτή την οδυνηρή παρένθεση. Αυτές οι δύο σκέψεις, η παρούσα κατάσταση παθημάτων, και η βεβαία δόξα στην οποία καταλήγει, είναι το θέμα του ακολούθου τμήματος. Συγκεκριμένα δείχνεται η κατάσταση δυστυχίας του κόσμου στις παρούσες του συνθήκες, μια κατάσταση που φανερώνεται απ” τον στεναγμό της όλης δημιουργίας, από εκείνον των ιδίων των πιστών, και τέλος από εκείνον του Αγίου Πνεύματος. Στην συνέχεια η βεβαιότητα, παρ” όλα αυτά, για την πλήρη πραγματοποίηση του ενδόξου σχεδίου, που έχει συλληφθεί αιωνίως από τον Θεό για την δόξα μας.

Εδάφιο 18
«Λογίζομαι γαρ ότι ουκ άξια τα παθήματα του νυν καιρού προς την μέλλουσαν δόξαν αποκαλυφθήναι εις ημάς»
«Φρονώ ότι τα παθήματα του παρόντος καιρού δεν έχουν καμμίαν αξίαν συγκρινόμενα με την δόξαν που μέλλει να αποκαλυφθή σ” εμάς».

«Λογίζομαι»: Κρίνω μετά από υπολογισμό. Ο Απόστολος εννοεί ότι όταν συγκρίνη τα παθήματα που υποφέρει απ” την παρούσα κατάσταση πραγμάτων, με την δόξα που τον περιμένει στο μέλλον, δεν βρίσκει ότι αυτά μπορεί να έχουν οιονδήποτε βάρος στην ζυγαριά των αποφάσεων του.
Αυτός ο «νυν καιρός» δηλώνει τις πραγματικές καταστάσεις της γήινης μας ζωής, σε αντίθεση μ” εκείνες του νέου κόσμου που την διαδέχεται. Τούτες είναι, απ” το ένα μέρος, τα παθήματα που προκύπτουν από σωματικές ασθένειες και απ” τις ανάγκες της ζωής, απ” το άλλο, εκείνα που προκαλούνται από την έχθρα των ανθρώπων γύρω μας, και από τις αμαρτίες τις δικές μας. Ο Παύλος όμως, αν και υπέστη περισσότερον από τον καθένα αυτά τα δύο είδη παθημάτων, τα ονομάζει, Β” Κορ. Δ17, «στιγμιαία ελαφρά θλίψη», σε αντίθεση με το αιώνιο βάρος δόξης που βλέπει εμπρός του.
Τούτη η δόξα πρόκειται ν” αποκαλυφθή. Άρα ήδη είναι. Και πράγματι υπάρχει, όχι μόνον στο σχέδιο του Θεού το αποφασισμένο για μας, αλλά επίσης στο πρόσωπο του Χριστού δοξασμένου, με την εμφάνιση του Οποίου θα φανή και αυτή ορατά.
«Εις ημάς»: Μέσα μας, και για μας. Ο Παύλος δεν γράφει «εν ημίν» γιατί αυτή η έκφραση θα ήταν ανεπαρκής. Η δόξα δεν συνίσταται μόνον στην μεταμόρφωση μας, αλλά επίσης και στον ερχομό του Ιδίου του Κυρίου, και την μεταμόρφωση της οικουμένης. Έτσι θα φανή, ταυτόχρονα, για μας και μέσα μας. Τούτο εκφράζει το «εις ημάς».
Το εδάφιο 19 αρχίζει την ανάπτυξη αυτής της γενικής κατάστασης δυστυχίας και αναμονής, στην οποίαν ακόμα μετέχει η Εκκλησία, και η οποία δηλώθηκε με τον όρο, «τα παθήματα του παρόντος καιρού», εδάφιο 18.

Εδάφιο 19
«Η γαρ αποκαραδοκία της κτίσεως την αποκάλυψιν των υιών του Θεού απεκδέχεται».
«Η πλάσις αναμένει με λαχτάρα την αποκάλυψιν των υιών του Θεού».

«Γαρ»: Είμαστε ήδη αναστημένοι πνευματικά, εσωτερικά, αλλά ακόμα μακρυά από του να συμβή αυτό και εξωτερικά. Για να χρησιμοποιήσωμε την Βιβλική ορολογία, όσον αφορά το πνεύμα, είμαστε στον ερχόμενον αιώνα. Όσον αφορά το σώμα, στον παρόντα αιώνα. Άρα το «γαρ» αναφέρεται στα «παθήματα του παρόντος».
«Αποκαραδοκία»: Από + κάρα + δοκέω = Περιμένω με το κεφάλι σηκωμένο και τα μάτια καρφωμένα σε κείνο το σημείο του ορίζοντα, απ” το οποίο πρόκειται να έλθη αυτό που περιμένω.
«Απεκδέχεται»: Από + εκ + δέχομαι = Παίρνω κάτι από τα χέρια κάποιου, ο οποίος τα εκτείνει σε μένα από μακρυά. Και τούτη η λέξη περιγράφει ζωντανά την κατάσταση της κτίσης που υποφέρει, και η οποία στρέφει με ανυπόμονη ματιά στο μέλλον που πρόκειται να έλθη.
«Κτίσις», είναι το σύνολο όλων αυτών που δημιουργήθηκαν. Εδώ στο κείμενο μας εξαιρούνται οι πιστοί, γιατί στο εδάφιο 23 αναφέρονται σαν μια ξεχωριστή ομάδα από μόνοι τους. Επίσης θα πρέπει να εξαιρέσωμε και αυτούς που δεν πιστεύουν, διότι γι” αυτούς δύο πράγματα μπορούν να συμβούν: Ή θα μεταστραφούν πριν απ” αυτή την αναμενόμενη ώρα, και θα βρεθούν και αυτοί στην ομάδα των παιδιών του Θεού, ή εάν δεν είναι τότε μετεστραμμένοι, δεν θα συμμετέχουν (ακόμη και έμμεσα) στην ένδοξη κατάσταση των παιδιών του Θεού. Επομένως, μια και δεν μπορεί να τεθή ερώτηση σ” αυτό το κείμενο είτε για καλούς αγγέλους είτε για δαίμονες, μένει να περιορίσωμε την εφαρμογή της λέξης «κτίσις» σ” όλα τα μη νοήμονα όντα, αυτά που συνήθως εννοούμε με τη λέξη «φύση».
Τούτη η άποψη μπορεί να επιβεβαιωθή από τα Ματθαίος ΙΘ28, όπου ο Κύριος ομιλεί για την παλιγεννεσία, την παγκόσμια ανανέωση, η οποία πρόκειται να λάβη χώρα. Μπορεί επίσης από το Πράξεις Γ21, όπου ο Παύλος αναγγέλει την επανόρθωση όλων των πραγμάτων, και το Αποκάλυψη ΚΑ1, όπου αναφέρεται ότι η νέα γη και ο νέος ουρανός θα υποκαταστήσουν τα παρόντα. Η ίδια προοπτική για μια παγκόσμια ανανέωση στους τελευταίους καιρούς έχει ήδη αναφερθεί στην Παλαιά Διαθήκη (Ησαϊας ΙΑ1 κ.λ.π., ΞΕ17, ΨΡΒ26,27, ΡΔ34). Και αυτά όλα ξεκινούν από το γεγονός της πτώσης του ανθρώπου στην οποίαν ενεπλέχθη και η φύση. Η ενότητα στο θέμα της επανόρθωσης συνδέεται φυσιολογικά με την ενότητα στην πτώση.
Η ώρα της μεταμόρφωσης ονομάζεται η ώρα της «αποκάλυψης των υιών του Θεού». Αυτή η έκφραση εξηγείται από το Κολοσσαείς Γ4: «Όταν ο Χριστός, η ζωή μας φανερωθή, τότε και μεις θα φανερωθούμε μαζί του με δόξα». Η εμφάνιση των υιών του Θεού στην αληθινή τους αγιασμένη φύση, θα σπάση τα δεσμά της κατάρας, τα οποία ακόμα, έως αυτή την ώρα, κρατούν την κτίση δεμένη (σύγκρινε Ματθαίος ΙΓ43, Α” Ιωανν. Γ2). Τούτους προσμένει με ανυπομονησία και η ίδια η φύση, γιατί ξέρει πως για να τους δεχθή, θα φορέση την πιο όμορφη φορεσιά της.
Στα ακόλουθα εδάφια ο Παύλος αναπτύσσει πληρέστερα την αφύσικη κατάσταση της παρούσης δημιουργίας, την οποία έχει μόλις αναφέρει στο εδάφιο 19.

Εδάφια 20-22
«Τη γαρ ματαιότητι η κτίσις υπετάγη, ουχ εκούσα, αλλά δια τον υποτάξαντα, επ” ελπίδι ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού. Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν.»
«Διότι η πλάσις υποτάχθηκε στην ματαιότητα, όχι θεληματικά, αλλά εξ αιτίας εκείνου που την υπέταξε, με την ελπίδα ότι και αυτή η πλάσις θα ελευθερωθή από την δουλείαν εις την φθοράν, δια να μπη εις την ένδοξην ελευθερίαν των παιδιών του Θεού. Γνωρίζομεν ότι όλη η πλάσις στενάζει και συμπάσχει μέχρι σήμερα.»

Η «ματαιότητα» στην οποία η κτίση είναι τώρα υποτεταγμένη, είναι η κατάσταση αδυναμίας στην οποία υπόκεινται όλα τα γήινα όντα. Παντού τα μάτια μας συναντούν εικόνες θανάτου και αποσύνθεσης. Η μάστιγγα της ακαρπίας, η μανία των στοιχείων της φύσης, τα καταστρεπτικά ένστικτα των θηρίων, οι ίδιοι οι νόμοι που κυβερνούν την φύση, το κάθε τι της δίνει μια σκοτεινή απόχρωση. Τούτη η βασιλεία του θανάτου που κυριαρχεί στο κάθε τι που γεννιέται, δεν μπορεί να είναι η φυσιολογική κατάσταση ενός κόσμου δημιουργηθέντος απ” τον Θεό. Η φύση υποφέρει από μια κατάρα την οποίαν δεν μπορεί η ίδια να έφερε επάνω της, καθώς δεν είναι ηθικά υπεύθυνη. Δεν είναι με την θέληση της, λέγει ο Απόστολος, που εμφανίζεται έτσι, αλλά εξ αιτίας εκείνου που την έχει υποτάξει σε μια τέτοια κατάσταση.
Ποιόν άραγε να εννοή; Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, τον Θεό. Δεν ήταν Αυτός που ανήγγειλε την απόφαση της καταδίκης: «Καταραμένη η γη εξ αιτίας σου» (Γέν. Γ17); Εάν αυτή ήταν η άποψη του Αποστόλου, θα ήταν παράξενο που χρησιμοποιεί το «δια» με αιτιατική. Διότι ο Θεός δεν είναι η ηθική αιτία αυτής της κατάρας, αλλά Αυτός που εκ των πραγμάτων έπρεπε να την φέρη. Ηθικά υπεύθυνος είναι ο πρώτος άνθρωπος: «Καταραμένη η γη εξ αιτίας σου».
Δεν μπορούμε βέβαια ν” αρνηθούμε ότι υπάρχει κάτι παράξενα μυστηριώδες στην έκφραση που χρησιμοποιεί εδώ ο Παύλος, το οποίο θα μπορούσε εύκολα να το είχε αποφύγει λέγοντας, «εξ αιτίας του ανθρώπου», ή «εξ αιτίας μας», και όχι αυτό το «δια τον υποτάξαντα». Μετά, τούτος ο όρος δεν μπορεί να εφαρμοσθεί με τόση ακρίβεια στον άνθρωπο, ο οποίος σ” αυτό το γεγονός, και ειδικά όσον αφορά την φύση, δεν έπαιξε παρά έναν καθαρά παθητικό ρόλο. Αυτή η θεώρηση οδήγησε μερικούς να εφαρμόσουν αυτόν τον όρο στον Σατανά, τον άρχοντα αυτού του κόσμου, όπως τον ονομάζει ο Κύριος, ο οποίος, είτε με την δική του πτώση, είτε με εκείνη του ανθρώπου, έσυρε την δημιουργία στην δύστυχη κατάσταση που περιγράφεται εδώ.
«Επ” ελπίδι»: Εξαρτάται απ” το «υπετάγη τη ματαιότητι», και δηλώνει ότι απ” την αρχή, όταν επεβλήθη αυτή η τιμωρία, επεβλήθη με την μελλοντική επανόρθωση κατά νουν. Αυτή η ελπίδα, ακριβώς σαν την «αποκαραδοκία», εδάφιο 19, αποδίδεται στην ίδια την φύση. Η φύση κατέχει ένα είδος προαισθήματος της μελλοντικής της απελευθέρωσης, μέσα στο αίσθημα των παθημάτων που της επεβλήθηκαν χωρίς να της πρέπει.

Εδάφιο 21
«Ότι και αυτή η κτίσις ελευθερωθήσεται από της δουλείας της φθοράς εις την ελευθερίαν της δόξης των τέκνων του Θεού».

«Ότι»: Μπορούμε να το πάρωμε κατά δύο τρόπους: α) «Με την ελπίδα ότι». Το εδάφιο 21 θα ανέφερε τότε σε τι συνίσταται αυτή η ίδια η ελπίδα. β) Μπορούμε να το πάρωμε στην έννοια του «διότι», και να βρούμε στο εδάφιο 21 την αιτία της ελπίδας: «Λέγω: με την ελπίδα, διότι…» Αυτή φαίνεται να είναι και η πιο φυσική έννοια.
«Δουλεία της φθοράς»: Υποδούλωση στην φθορά. Ο όρος «φθορά» είναι πιο δυνατός από τον όρο «ματαιότητα», και υπηρετεί να τον ορίση με περισσότερη ακρίβεια.
Ο Παύλος δεν λέγει ότι η φύση θα συμμετέχει στην δόξα, αλλά μόνον στην ελευθερία της δόξης των παιδιών του Θεού. Η ελευθερία είναι ένα απ” τα στοιχεία της ένδοξης τους κατάστασης, και είναι η μόνη που μπορεί να αξιώση η φύση. Μέσα σε τούτη την ελευθερία περιέχεται η ανεμπόδιστη ανάπτυξη όλων των δυνάμεων της ζωής, της ομορφιάς και της τελειότητας, με τις οποίες θα προικισθή αυτή η νέα φύση. Δεν υπάρχει τίποτα να δείχνει ότι ο Απόστολος σκέφτεται για την επιστροφή στην ζωή των όντων ατομικά, που συνθέτουν το παρόν σύστημα της φύσης.

Εδάφιο 22
«Οίδαμεν γαρ ότι πάσα η κτίσις συστενάζει και συνωδίνει άχρι του νυν.»

Η ελπίδα που εκφράζεται στο εδάφιο 21 δικαιολογείται στο εδάφιο 22.
Με το «οίδαμεν» ο Παύλος προσφεύγει όχι σ” ένα παλιό βιβλίο που έχει χαθεί, αλλά σ” ένα βιβλίο πάντα ανοικτό σε κείνους που έχουν μάτια να το διαβάσουν, την φύση την ίδια, η καθημερινή θέα της οποίας διακηρύσσει αρκετά δυνατά όλα που ο Παύλος λέγει εδώ. Δεν είναι μια κραυγή παγκοσμίων παθημάτων, μια θλιβερή θέα που ανεβαίνει συνεχώς απ” όλη την ζωή της φύσης; Δεν έχουν οι ποιητές πιάσει αυτόν τον απέραντο στεναγμό σε κάθε εποχή; Δεν έχουν γίνει τα ποιήματα τους η έκφραση του; Όπως κάποιος είπε, «Στην πιο όμορφη ανοιξιάτικη ημέρα, ενώ η φύση δείχνει όλα τα θέλγητρα της, ενώ η καρδιά μεθά από θαυμασμό, και όμως εκεί, μια μελαγχολία ρίχνει τον ίσκιο της».
Το «συν» που αποτελεί το πρώτο συνθετικό των δύο ρημάτων, αναφέρεται στην συμμετοχή όλων των όντων της φύσης σ” αυτόν τον κοινόν στεναγμό.
Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο από στεναγμός. Υπάρχει αγωνιώδης προσπάθεια, ωδίνη («συνωδίνει»). Φαίνεται σαν τούτη η φύση να φέρει στην κοιλιά της το σπέρμα μιας πιο τέλειας φύσης, και να αισθάνεται στην μήτρα της το ξεπήδημα μιας νέας οικουμένης.
«Άχρι του νυν»: Ακόμη και μετά που η απολύτρωση έχει ήδη επιτελεσθεί. Η περιοχή του πνεύματος έχει ήδη αρχίσει ν” ανανεώνεται διότι διεισδύθηκε από το Άγιο Πνεύμα την Πεντηκοστή. Η περιοχή όμως της φύσης έχει παραμείνει έως τώρα έξω απ” την ενέργεια αυτής της αρχής που φέρνει την ανανέωση, σύγκρινε το «έως άρτι», Α” Κορ. Δ13.
Η σχέση του ανθρώπου με την φύση είναι πολύ βαθειά. Η πτώση του έφερε την πτώση της. Είναι όπως το μπουμπούκι που έπεσε απ” το κλαδί και το άφησε άκαρπο. Όπως είπε και κάποιος, «Η φύση, με την μελαγχολική της γοητεία, μοιάζει με νύφη η οποία, κατά την στιγμή ακριβώς που ήταν έτοιμη για τον γάμο, είδε τον γαμβρό να πεθαίνη, την ημέρα ακριβώς του γάμου. Στέκεται ακόμα με το στέμμα και το νυφικό, αλλά με τα μάτια γεμάτα δάκρυα.» Οι αρχαίοι στοχαστές μιλούσαν για μια «ψυχή» του κόσμου. Η «ψυχή» του κόσμου είναι ο άνθρωπος, τούτο μπορεί κάποιος να συμπεράνει απ” την Βίβλο, και ειδικά από αυτό το τόσο σπουδαίο χωρίο. Είναι ο Θεός που τον όρισε κυρίαρχο του, δημιουργό στην δική Του εικόνα μέσα σ” αυτόν.
Ο στεναγμός της φύσης, για τον οποίον μόλις μας μίλησε ο Απόστολος, είναι η έκφραση και η απόδειξη της αφύσικης κατάστασης στην οποία βρίσκεται η ίδια και όλα τα όντα που ανήκουν σ” αυτήν. Αλλά δεν είναι μόνον αυτή που υποφέρει απ” αυτή την κατάσταση της ατέλειας. Άλλα όντα, μιας υψηλότερης τάξης, τα οποία έχουν ήδη επανορθωθεί στην φυσιολογική τους κατάσταση, υποφέρουν το ίδιο, και σμίγουν τον στεναγμό τους μ” εκείνον της φύσης. Είναι το θέμα που αναπτύσσεται στα εδάφια 23-25

Εδάφιο 23
«Ου μόνον δε, αλλά και αυτοί την απαρχήν του Πνεύματος έχοντες και ημείς αυτοί εν εαυτοίς στενάζομεν υιοθεσίαν απεκδεχόμενοι, την απολύτρωσιν του σώματος ημών.»
«Και όχι μόνον αυτή, αλλά και εμείς οι ίδιοι, που έχομεν την απαρχήν του Πνεύματος, στενάζομεν μέσα μας καθώς περιμένομεν την υιοθεσίαν, την απολύτρωσιν του σώματος μας.»

Ο στεναγμός των ιδίων των πιστών, ανθρώπων ήδη ζωοποιημένων με το Πνεύμα του Θεού, υψώνεται μαζί μ” εκείνον της κτίσης.
Η σύνδεση μεταξύ του «έχοντες» και του «στενάζομεν» θα πρέπει ν” αποδοθή με το «παρ” όλο»: «Παρ” όλο που ήδη κατέχομε, ακόμα στενάζομε».
«Την απαρχήν του Πνεύματος»: Οι χριστιανοί εδώ κάτω λαμβάνουν μόνον μια απαρχή, μια προκαταβολή, ενώ εκεί τότε θα τους δοθεί η πληρότητα του Πνεύματος. Μπορούμε λοιπόν να το αποδώσωμε: «Την απαρχή εκείνου του δώρου που είναι το Πνεύμα».
Αλλά οι Απόστολος εδώ δεν αντιπαραθέτει μια ατελή με μια περισσότερο τέλεια πνευματική κατάσταση. Αντιπαραθέτει μια εσωτερική κατάσταση, ήδη σχετικά τέλεια, με μια εξωτερική κατάσταση που δεν συμμετέχει ακόμα στην πνευματική ανανέωση. Αυτό φαίνεται καθαρά από τις τελευταίες λέξεις, «απεκδεχόμενοι την απολύτρωσιν του σώματος ημών». Οπότε μπορούμε να το αποδώσωμε πιο καλά: «Την απαρχή η οποία συνίσταται στο Ίδιο το Πνεύμα». Αυτή η έννοια, πέραν αυτού, αποδεικνύεται και από την προσεκτική σύγκριση του Β” Κορ. Α22 και Εφ. Α14. Ο Παύλος εννοεί: «Εμείς οι ίδιοι, οι οποίοι με την κατοχή του Πνεύματος έχομε ήδη εισέλθει εσωτερικά στον καινούργιο κόσμο, ακόμα στενάζομε, διότι υπάρχει ένα μέρος της ύπαρξης μας, ο εξωτερικός άνθρωπος, που ακόμα δεν απολαμβάνει αυτό το προνόμιο».
«Εν εαυτοίς»: Συχνά στενάζομε εσωτερικά, ακόμα και όταν οι άλλοι γύρω δεν το υποψιάζονται, και παρ” όλο που μας ακούνε να διακηρύττωμε την σωτηρία σαν ένα γεγονός ήδη επιτελεσμένο.» Η δυσαρμονία του «παιδιού του Θεού» και του «παιδιού του χώματος» παραμένει ακόμα επάνω μας. Εμείς περιμένομε κάτι.
Αυτό το «κάτι» ο Παύλος το ονομάζει «υιοθεσία», και το εξηγεί με το «απολύτρωση του σώματος». Αναμφίβολλα η υιοθεσία μας, από άποψη δικαιώματος, είναι γεγονός (Γαλ. Δ6). Στην πραγματικότητα όμως αυτό συμβαίνει μόνον στην πνευματική μας περιοχή, διότι εκεί ήδη κατέχομε το Πνεύμα του Πατέρα μας, καθώς ο Παύλος το έχει αναπτύξει, εδάφια 14-16. Αλλά η κατάσταση των «υιών του Θεού» δεν θα πραγματοποιηθεί πλήρως σε μας, παρά μόνον όταν, στην αγιότητα του πνεύματος, εκεί προστεθεί η δόξα και η τελειότητα του σώματος.
Λέγοντας «απολύτρωση του σώματος μας» ο Παύλος κατά κανέναν τρόπο δεν εννοεί την απελευθέρωση από το σώμα μας. Είναι το ίδιο το σώμα μας που πρόκειται να ελευθερωθή από την παρούσα φθορά. Από το Β” Κορ. Ε4 βλέπομε ότι ο Παύλος επιθυμούσε, όχι να ξεντυθή, αλλά να ντυθή επάνω, δηλαδή να πάρη το δοξασμένο του σώμα, με την δύναμη του οποίου θα καταποθή το παρόν θνητό του σώμα. Είναι δια της μεταμόρφωσης του σώματος μόνον, που θα γίνωμε πλήρως «υιοί του Θεού». Σύγκρινε την αναφορά σχετικά με τον Ίδιο τον Κύριο (Α3,4), η οποία δεν είναι μεν ταυτόσημη, αλλά είναι ανάλογη.

Εδάφια 24,25
«Τη γαρ ελπίδι εσώθημεν. Ελπίς δε βλεπομένη ουκ έστιν ελπίς. Ο γαρ βλέπει τις, τι και ελπίζει; Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι” υπομονής απεκδεχόμεθα.»
«Διότι με την ελπίδα αυτήν εσωθήκαμε. Αλλ” ελπίς που την βλέπει κανείς δεν είναι ελπίς. Διατί να ελπίζη κανείς δι” εκείνο που ήδη βλέπει; Αλλ” εάν ελπίζωμεν δι” εκείνο που δεν βλέπομεν, τότε το περιμένομεν με υπομονήν.»

Το εδάφιο 24 χρησιμοποιεί ένα από τα τρία στοιχεία που συνιστούν την χριστιανική ζωή, την ελπίδα (Α” Κορ. ΙΓ13), για να δείξη την πραγματικότητα εκείνης της κατάστασης στεναγμού και προσμονής, που μόλις έχει λεχθεί για τους πιστούς. Αναμφίβολλα, από το ένα μέρος, η σωτηρία είναι ένα πράγμα τελειωμένο. Αυτό δείχνεται με τον αόριστο «εσώθημεν». Απ” το άλλο όμως, αυτή η σωτηρία, έχοντας διεισδύσει μόνο στο πνευματικό μέρος της ύπαρξης μας, δεν έχει πλήρως πραγματοποιηθεί, και αφήνει χώρο για αναμονή μιας πιο πλήρους πραγματοποίησης. Εξ αυτού το περιοριστικό «τη ελπίδι». Είναι σ” αυτή την λέξη, προφανώς, που δίνεται εδώ η έμφαση, γι” αυτό είναι τοποθετημένη και στην αρχή της πρότασης, σαν δοτική του τρόπου: «Κατά τον τρόπο της ελπίδας». Άρα η έννοια είναι: «Εάν είμαστε σωσμένοι, πράγμα που είναι βέβαιον, αυτό στέκει καλά μόνο όταν λογαριάζωμε το στοιχείο της ελπίδας, που συνεχίζει πάντα στην παρούσα μας κατάσταση».
Προσοχή μην ταυτίσουμε σε τούτο το εδάφιο την ελπίδα με την πίστη, και βρούμε εδώ την ιδέα της σωτηρίας δια πίστεως. Ο Παύλος μιλά καθαρά για ελπίδα, στην απλή έννοια της λέξης.
Από την Αποστολική ήδη εποχή βρίσκομε πρόσωπα τα οποία, διεγειρμένα από ένα αίσθημα εσφαλμένης πνευματικότητας, εκήρυτταν εκείνην την σωτηρία που αφορούσε μόνον την υψηλότερη φύση του ανθρώπου, την πνευματική, εγκαταλείποντας το σώμα σε αιώνιο όλεθρο. Αυτό συνέβαινε μ” εκείνους τους χριστιανούς της Κορίνθου, που αρνιόταν την ανάσταση του σώματος (Α” Κορ. ΙΕ), και μ” εκείνους τους αιρετικούς της Μ. Ασίας, που ισχυριζόταν ότι ήδη η ανάσταση είχε γίνει (Β” Τιμ. Β18), πιθανώς διότι την συνέχεαν με την ηθική αναγέννηση.
Η έννοια των δύο τελευταίων προτάσεων του εδαφίου 24 είναι καθαρή: «Τώρα, η ελπίδα υπονοεί μη κατοχή».
Στις λέξεις, «ελπίς βλεπομένη», ο όρος «ελπίς» λαμβάνεται στην θέση του αντικειμένου που ελπίζομε, όπως συχνά συμβαίνει, Κολοσσαείς Α5 για παράδειγμα.

Εδάφιο 25
«Ει δε ο ου βλέπομεν ελπίζομεν, δι” υπομονής απεκδεχόμεθα.»

«Τώρα, υποχρεωμένοι καθώς είμαστε ακόμα, να ελπίζωμε χωρίς να βλέπωμε, τούτη η αναμονή παίρνει αναγκαστικά τον χαρακτήρα της καρτερικότητας, της υπομονής». Για να καταλάβωμε αυτή την σκέψη, είναι αρκετό να θυμηθούμε την ετυμολογική έννοια της λέξης «υπομένειν»: Είμαι και κρατώ κάτω από ένα βάρος.
Το «δι” υπομονής απεκδεχόμεθα» αντιστοιχεί ως εκ τούτου στο: Είναι κρατόντας κάτω από το βάρος των παρόντων παθημάτων, που εμείς αναμένομε με βεβαιότητα το ελπιζόμενο για το μέλλον. Και το συμπέρασμα είναι αυτό: Δεν είμαστε λοιπόν ακόμη στην φυσιολογική μας κατάσταση. Διαφορετικά προς τι η υπομονή;

Εδάφια 26,27
«Ωσαύτως δε και το Πνεύμα συναντιλαμβάνεται ταις ασθενείαις ημών. Το γαρ τι προσευξώμεθα καθό δει ουκ οίδαμεν, αλλά αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις. Ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων.»
«Κατά τον ίδιο τρόπο και το Πνεύμα βοηθεί τας αδυναμίας μας, διότι δεν γνωρίζομεν πως πρέπει να προσευχώμεθα, αλλά αυτό το Πνεύμα μεσιτεύει για μας με στεναγμούς που δεν μπορούν να εκφρασθούν με λόγια. Και εκείνος που ερευνά τις καρδιές γνωρίζει ποιός είναι ο πόθος του Πνεύματος, διότι μεσιτεύει κατά θείον τρόπον δια του αγίους.»

Προηγουμένως ο Παύλος είχε περάσει απ” τον στεναγμό της κτίσης σε κείνον των παιδιών του Θεού. Τώρα περνά από αυτόν τον τελευταίον σε κείνον του Ιδίου του Αγίου Πνεύματος.
«Ταις ασθενείαις» σημαίνει τις ηθικές αδυναμίες. Εδώ όμως είναι πιο σωστό το «τη ασθενεία» του Αλεξανδρινού κώδικα. Αυτή η έκφραση αναφέρεται σε μια ειδική αδυναμία, την εξασθενημένη κατάσταση στην οποία ο πιστός βρίσκεται μερικές φορές, κάτω από το βάρος των παρόντων παθημάτων.
«Συναντιλαμβάνεται»: Συν + αντί + λαμβάνεται = Μοιράζεται με κάποιον ένα φορτίο με σκοπό να τον ελαφρώση. Το Πνεύμα μας βοηθά στην ώρα όταν κινδυνεύωμε να λιποψυχήσωμε. Το τέλος του εδαφίου θα μας δείξει σε τι συνίσταται αυτή η βοήθεια.
Πριν την περιγράψει, ο Απόστολος εξετάζει λίγο ακόμα το «τη ασθενεία». Πρόκειται για την ώρα όταν η δοκιμασία μας είναι τέτοια, ώστε προσευχόμενοι, δεν μπορούμε να διατυπώσωμε και να ζητήσωμε από τον Θεό την ευλογία εκείνη που θ” ανακούφιζε την αγωνία της καρδιάς μας. Εμείς από μόνοι μας δεν έχομε καμμία θεραπεία να προτείνωμε.
Το «καθό δει» δεν αναφέρεται στον τρόπο της προσευχής (αυτό θ” απαιτούσε το «καθώς»), αλλά στο αντικείμενο της.
Ο Ίδιος ο Κύριος βρέθηκε μια φορά στην αμηχανία για την οποία μιλά εδώ ο Παύλος: «Τώρα η ψυχή μου είναι ταραγμένη», λέγει, Ιωάννης ΙΒ27, «και τι να πω; Πατέρα σώσε με από την ώρα αυτή. Αλλά γι” αυτό ήλθα εις την ώρα αυτή.» Και μετά απ” αυτή την στιγμή της αναστάτωσης και του δισταγμού, ο νους Του συγκεντρώνεται, και η προσευχή Του παίρνει την μορφή: «Πατέρα, δόξασε το όνομα σου». Στην δική μας περίπτωση η μάχη διαρκεί περισσότερο. Σύγκρινε μια παρόμοια κατάσταση στην εμπειρία του Παύλου, Β” Κορινθίους ΙΒ7-9.
Είναι σ” αυτές τις ακραίες καταστάσεις που παρουσιάζεται βοήθεια ξαφνικά σε μας, από έναν θείο πράκτορα που μας υψώνει πάνω από τους εαυτούς μας, από το Πνεύμα.
«Υπερεντυγχάνει»: Υπέρ + εν + τυγχάνει = Μεσολαβεί για χάρη μας.
Πως θα πρέπει ν” αντιληφθούμε αυτή την μεσολάβηση του Πνεύματος; Αυτή η μεσολάβηση δεν λαμβάνει χώρα στο ουράνιο θυσιαστήριο, σαν εκείνη του δοξασθέντος Χριστού (Εβραίους Ζ25). Αυτή έχει σαν χώρο της την καρδιά του ιδίου του πιστού. Ο όρος ακριβώς «στεναγμός» το υποννοεί, και μιλόντας για τον Θεό «ο οποίος ερευνά τις καρδιές», το βεβαιώνει.
«Αλάλητος»: Έχει ερμηνευθεί κατά τρεις τρόπους: α) Μερικοί το ερμηνεύουν σαν «βουβός», δηλαδή καθαρά εσωτερικός και πνευματικός. Αλλά τι σκοπό θα υπηρετούσε δώ ένας τέτοιος προσδιορισμός; β) Άλλοι το εννοούν σαν «ανέκφραστος», δηλαδή ότι η αντίληψη δεν μπορεί ν” αντιληφθή πλήρως το περιεχόμενο του, ούτε επομένως να το εκφράση σε διακεκριμένους όρους. γ) Ασχημάτιστος, μη δυνάμενος να εκφραστή. Σε κάθε περίπτωση, αυτός που είναι το αντικείμενο αυτής της βοήθειας αισθάνεται ότι καμμία διακεκριμμένη λέξη δεν εκφράζει πλήρως στον Θεό, το καλό για το οποίο αυτός αναστενάζει. Αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι η επιθυμία δεν είναι δική του, αλλά παράγεται στην καρδιά του από το Πνεύμα Αυτού για τον Οποίον ο Ιωάννης είπε, «Αυτός είναι μεγαλύτερος απ” την καρδιά μας» (Α” Ιωάννης Γ20). Εδώ βρίσκομε τους εαυτούς μας σε μια περιοχή ανάλογη με κείνη του «γλώσσαις λαλείν» στην οποία αναφέρεται το Α” Κορ. ΙΔ. Σύγκρινε και τα εδάφια 14 και 15 εκεί, όπου ο Παύλος λέγει: «Όταν προσεύχομαι σε γλώσσα, το πνεύμα μου πράγματι προσεύχεται, αλλά ο νους μου μένει ακαρποφόρητος». Ο νους δεν μπορει να ρυθμίση, ούτε ακόμα ν” ακολουθήση την κίνηση του πνεύματος, το οποίον, υψούμενο δια του Πνεύματος του Θεού, βυθίζεται στα βάθη του θείου. Έτσι, κατά την στιγμή που ο πιστός αισθάνεται την ελπίδα ν” αδυνατίζη μέσα του, ένας στεναγμός πιο υψηλός, πιο άγιος και πιο σφοδρός από κάθε τι που μπορεί να βγη απ” την ανανεωμένη του καρδιά, βγαίνει από μέσα του, ερχόμενος από τον Θεό, και πηγαίνοντας προς τον Θεό, σαν μια καθαρή ανάσα, που ανακουφίζει την αποθαρρυμένη του καρδιά.

Εδάφιο 27
«Ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τι το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων.»

Το «δε» θέτει σε αντίθεση την γνώση του Θεού, η οποία αντιλαμβάνεται πλήρως το αντικείμενο αυτού του στεναγμού, με την άγνοια της καρδιάς απ” την οποία προέρχεται. Ο Θεός συχνά καλείται στην Παλαιά Διαθήκη «ο καρδιογνώστης».
Όσο για την ευλογία την οποία επιθυμεί το Πνεύμα να έλθει στην καρδιά του πιστού, Αυτός γνωρίζει τη φύση της, και διακρίνει την υπέροχη πραγματικότητα της. Γιατί; Διότι αυτή η επιθυμία του Πνεύματος είναι αυτό που ο Θεός ο Ίδιος έχει προετοιμάσει για μας. Ο στεναγμός του Πνεύματος είναι «κατά Θεόν», σύμφωνα με τον Θεόν, σε συμφωνία με το σχέδιο του Θεού, το οποίον είναι να πραγματοποιηθή, διότι το Πνεύμα εμβαθύνει στα θεία σχέδια (Α” Κορ. Β10). Και εάν αυτό είναι έτσι, πως είναι δυνατόν ο Θεός να μην αντιληφθή έναν τέτοιο στεναγμό;
«Υπέρ αγίων»: Λέξεις με ιδιαίτερο βάρος. Αυτοί οι άγιοι είναι όντα στους οποίους το Πνεύμα ήδη κατοικεί. Μετά το ό,τι Αυτός (το Άγιο Πνεύμα) έχει κάνει γι” αυτούς, δεν είναι φυσικό να ενδιαφέρεται ο Ίδιος για την ολοκλήρωση της σωτηρίας τους;
Στις λέξεις «κατά Θεόν» και «υπέρ αγίων» υπάρχει διατυπωμένη ήδη μια σκεψη, η οποία πρόκειται τώρα ν” αναπτυχθή στο επόμενο χωρίο. Είναι η σκέψη ενός θείου σχεδίου, που έχει συλληφθεί πριν απ” όλη την αιωνιότητα προς χάριν των εκλεγμένων. Και είναι για την ολοκλήρωση αυτού του σχεδίου που εργάζεται το Πνεύμα.
Τούτα τα λόγια του Παύλου (εδάφια 18-27), είναι μια συνοπτική έκθεση της ανείπωτης σύγχισης που βασιλεύει πάνω σ” όλη την δημιουργία, και επομένως της κατάστασης ατέλειας μέσα στην οποία αυτή είναι ακόμα, παρ” όλη την λύτρωση που έχει επιτελεσθεί. Η φύση το αισθάνεται, και ένας συνεχής θρήνος υψώνεται απ” την καρδιά της, που ζητά μια ανανέωση απ” τον ουρανό. Οι λυτρωμένοι συμμετέχουν και αυτοί σ” αυτόν τον στεναγμό, και περιμένουν για την δική τους ανανέωση, που θα είναι και το σήμα για την παγκόσμια επανόρθωση. Τέλος, το Πνεύμα, που είναι γνώστης των σχεδίων του Θεού για την δόξα μας (Α” Κορ. Β7), και ο Οποίος βλέπει καθαρά το ιδεώδες για το οποίο εμείς δεν έχομε παρά αναλαμπές, επιδιώκει με πόθο την πραγματοποίηση του. Έτσι εξαντλήθηκε η ανάπτυξη της πρώτης από τις δύο κύριες ιδέες αυτού του χωρίου, εκείνης του «συμπάσχειν». Ο Απόστολος τώρα περνά στην δεύτερη, είναι εκείνη του «συνδοξασθείναι». Η πρώτη ήταν η προϋπόθεση («είπερ», εδάφιο 17). Η δεύτερη, ο τελικός στόχος.

Εδάφιο 28
«Οίδαμεν δε ότι τοις αγαπώσι τον Θεόν πάντα συνεργεί εις αγαθόν, τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν.»
«Γνωρίζομεν ότι δι” εκείνους που αγαπούν τον Θεόν όλα συνεργούν δια καλόν, δι” εκείνους που είναι καλεσμένοι σύμφωνα με την πρόθεσιν του Θεού.»

«Δε»: «Αλλά», αντιθετικό. Σ” αυτόν τον παγκόσμιο αναστεναγμό, που μόλις έχει περιγράψει, και που του οποίου η πηγή είναι στα «παθήματα του παρόντος καιρού», ο Απόστολος αντιπαραθέτει την πλήρη βεβαιότητα, που ήδη κατέχουν οι πιστοί, για το ένδοξο τέρμα που έχει καθορισθεί προκαταβολικά απ” το σχέδιο του Θεού. Αυτό το τέρμα, που το περιμένουν με σιγουριά, είναι το φωτεινό σημάδι στο οποίο το μάτι τους είναι ήδη καρφωμένο, και που η λαμπρότητα του οποίου διαλύει τα σκοτάδια του δρόμου που έχουν ακόμα να βαδίσουν: «Στενάζομε, είναι αλήθεια. Έρχονται στιγμές που δεν ξέρουμε τι να προσευχηθούμε. Αλλά γνωρίζομε…»
«Τοις αγαπώσιν τον Θεόν». Τοποθετείται με έμφαση στην αρχή, διότι εκφράζει την προϋπόθεση κάτω απ” την οποίαν πραγματοποιείται στον άνθρωπο το προνόμιο που πρόκειται να διατυπωθή. Αυτό το χαρακτηριστικό της αγάπης για τον Θεό συνοδεύεται με την ιδιότητα των «αγίων», που ο Απόστολος αποδίδει στους πιστούς, εδάφιο 27, και πιο ειδικά με την κραυγή, «Αββά, Πατέρα», την έκφραση αυτή του υικού αισθήματος, εδάφιο 15. Εκείνοι που ανήκουν σ” αυτή την κατηγορία, δεν θα σταματήσουν ποτέ να δυναμώνουν, και να προοδεύουν με κάθε τι που μπορεί να τους συμβή. Σ” αυτό το φυσιολογικό μονοπάτι, όλα τα εμπόδια γίνονται μέσα βοηθείας. Το τέλος του εδαφίου θα εξηγήση το γιατί.
Ο όρος «πάντα» περιλαμβάνει το κάθε τι που μας συμβαίνει, ειδικά κάθε τι το οδυνηρό που έρχεται σε συνέπεια των παθημάτων του παρόντος καιρού, λόγω των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Θα ήταν βέβαια λάθος να συμπεριλάβωμε σ” αυτό και ό,τι εμείς κάνομε μόνοι μας ανυπακούοντας το θέλημα του Θεού, μια και αυτό θα ερχόταν σε αντίθεση με την ιδέα «γι” αυτούς που αγαπούν τον Θεό».
Το «συνεργεί» έχει ερμηνευθεί ποικιλοτρόπως. Σύμφωνα με μερικούς, σημαίνει ότι όλα εργάζονται με αρμονία (σύγκρινε το «συν», εδ. 22). Σύμφωνα με άλλους, όλα εργάζονται «από κοινού» με τον Θεό, κάτω από την διεύθυνση Του. Άλλοι τέλος, «Όλα εργάζονται από κοινού με τον πιστό, ο οποίος είναι το αντικείμενο τους, και ο οποίος ο ίδιος επιθυμεί το καλό». Αυτή η τελευταία έννοια είναι η πλέον φυσική.
«Εις αγαθόν»: Δεν σημαίνει μόνον κάθε καλό αποτέλεσμα, οιονδήποτε, στο οποίο το κάθε τι καταλήγει για τον πιστό, αλλά και εκείνη την συνεχή πρόοδο στον τελικό στόχο, στον οποίον μας οδηγεί το σχέδιο του Θεού, και ο οποίος συνιστά τον πραγματικό μας προορισμό. Το κάθε τι είναι προσαρμοσμένο να επιταχύνη την πρόοδο μας σ” αυτή την κατεύθυνση, άπαξ και η καρδιά μας έχει υποταγεί στον Θεό. Οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου δίνουν την αιτία. Εκείνοι που έχουν φθάσει να πάρουν τον Θεό σαν το θέμα της ζωής τους και το αντικείμενο της δραστηριότητας τους, εκείνοι που ζουν γι” Αυτόν, σαν τον Ίδιο τον Ιησού (ΣΤ10), είναι ακριβώς εκείνοι για χάρη των οποίων ο Θεός έχει μορφώσει το παγκόσμιο σχέδιο. Όλα λοιπόν που συμβαίνουν σύμφωνα μ” αυτό το σχέδιο, πρέπει να στραφούν προς χάριν τους. Η ιδέα του θείου σχεδίου εκφράζεται με τον όρο «πρόθεσις».
Σ” αυτό το σχέδιο σωτηρίας περιλαμβάνονται ταυτόχρονα και τα άτομα στα οποία αυτό πρόκειται να πραγματοποιηθή. Αυτός είναι ο λόγος που αυτοί δηλώνονται σαν «τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν».
Η κλήση είναι η πρόσκληση που απευθύνεται απ” τον Θεό στον άνθρωπο, όταν δια του κηρύγματος του Ευαγγελίου Του του προσφέρει σωτηρία εν Χριστώ. Αυτή η κλήση δια του Λόγου, πάντα συνοδεύεται με μια εσωτερική ενέργεια του Πνεύματος, η οποία τείνει να καταστήση το κήρυγμα αποτελεσματικό. Όλοι καλούνται το ίδιο σοβαρά. Μόνον που μερικοί μόνον συγκατατίθενται ν” ανταποκριθούν στο κάλεσμα, οι άλλοι αρνούνται. Αυτή η διάκριση δείχνεται από τον Ίδιο τον Κύριο όταν λέγη, «Πολλοί οι κλητοί, λίγοι οι εκλεκτοί», Ματθαίος Κ16. Οι «εκλεκτοί» σ” αυτό το χωρίο είναι εκείνοι που αποδέχονται το κάλεσμα, και σώζονται από ανάμεσα στον κόσμο που χάνεται. Οι «κλητοί» είναι εκείνοι που, μη αποδεχόμενοι το κάλεσμα, παραμένουν «κεκλημένοι», και τίποτα περισσότερο, και αυτό προς καταδίκη τους.
Εκείνο που θέλει να πει ο Απόστολος είναι αυτό: Υπάρχει κάτι που προηγείται των παρόντων παθημάτων των πιστών. Είναι ο αιώνιος σκοπός (η «πρόθεση»), δυνάμει του οποίου έλαβε χώρα η κλήση τους. Δεν είναι δυνατόν λοιπόν παρά, όλα τα πράγματα να στραφούν για το καλό τους.
Η σχέση μεταξύ των «τοις αγαπώσι τον Θεόν» και «τοις κατά πρόθεσιν κλητοίς ούσιν» μας θυμίζει τα λόγια του Ιωάννη, «Εμείς αγαπάμε αυτόν επειδή αυτός πρώτος μας αγάπησε», Α” Ιωάννη Δ19.
Η ιδέα της «πρόθεσης» του Θεού αναπτύσσεται στα δύο εδάφια 29 και 30. Το εδάφιο 29 δείχνει τον τελικό της στόχο. Το εδάφιο 30 σημειώνει το μονοπάτι που οδηγεί στην πραγματοποίηση αυτού του στόχου.

Εδάφιο 29
«Ότι ους προέγνω, και προώρισε συμμόρφους της εικόνος του υιού αυτού, εις το είναι αυτόν πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς».
«Διότι εκείνους που προεγνώρισε, αυτούς και προώρισε να γίνουν ομοιόμορφοι προς την εικόνα του Υιού του, ώστε αυτός να είναι πρωτότοκος μεταξύ πολλών αδελφών».

Το «ότι» μας φέρνει στην βασική ιδέα του εδαφίου 28: Όλα τα πράγματα θα πρέπει να στραφούν προς το καλό αυτών που καλούνται σύμφωνα προς το αιώνιο σχέδιο του Θεού. Γιατί έτσι; Διότι άπαξ και τους προγνώρισε ατομικά, ο Θεός έχει καθορίσει να τους φέρει στην δοξασμένη ολοκλήρωση της τέλειας ομοιότητας με τον Υιόν Του. Αυτό είναι το τέλος, ο στόχος, με τον οποίον κατά νουν έχει διατάξει το σχέδιο όλων των πραγμάτων προκαταβολικά.
Με το «ους προέγνω», ο Παύλος εκφράζει προφανώς την προϋπόθεσιν του «προώρισεν». Η απόφαση του «προορισμού» θεμελιώνεται πάνω στην πράξη της «πρόγνωσης». Τι να εννοεί ο Παύλος μ” αυτή την τελευταία λέξη; Η έννοια αυτού που θέλει να μας πει εδώ φαίνεται να είναι αυτή: «Ους προέγνω» = Αυτούς, πάνω στους οποίους το μάτι Του καρφώθηκε πριν απ” όλη την αιωνιότητα με αγάπη. Αυτούς τους οποίους αιωνίως ατένιζε και διέκρινε σαν δικούς Του.
Αλλά κατά ποίαν άποψη ο Θεός τους προγνώριζε; Προφανώς όχι σαν όντα που κάποια μέρα θα έλθουν στην ύπαρξη, διότι η πρόγνωση σ” αυτή την περίπτωση θα είχε εφαρμογή σε όλους τους ανθρώπους, και ο Απόστολος δεν θα έλεγε «ους προέγνω». Ούτε πάλι τους προγνώρισε σαν μελλοντικούς σωσμένους και δοξασμένους, γιατί αυτό είναι το αντικείμενο της απόφασης του προορισμού, στο οποίον ο Απόστολος θα αναφερθή στην συνέχεια, και αυτό το αντικείμενο δεν μπορεί να είναι εκείνο της πρόγνωσης. Δεν υπάρχει άρα παρά μια απάντηση: Προγνωσθέντες ως βέβαιοι να εκπληρώσουν την προϋπόθεση της σωτηρίας, τουτέστιν την πίστη. Προγνωσθέντες σαν δικοί Του δια πίστεως.
Η πράξη της γνώσης, ακριβώς σαν εκείνη της όρασης, υποθέτει ένα αντικείμενο αντιληπτό απ” το πρόσωπο που γνωρίζει ή βλέπει. Δεν είναι η πράξη της όρασης ή της γνώσης, που δημιουργεί αυτό το αντικείμενο. Είναι το αντικείμενο, αντιθέτως, που καθορίζει την πράξη της όρασης ή της γνώσης. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με την θεία πρόβλεψη ή πρόγνωση, διότι στην περίπτωση του Θεού, που υπάρχει πάνω απ” τον χρόνο, προόραση είναι όραση, γνώση του τι πρόκειται να είναι, είναι γι” Αυτόν γνώση του τι ήδη είναι. Και είναι η πίστη του πιστού, ένα μελλοντικό γεγονός, αλλά ήδη παρόν στην θέα Του, που καθορίζει την πρόγνωση Του. Αυτή η πίστη δεν υφίσταται επειδή ο Θεός την βλέπει. Αυτός την βλέπει, αντιθέτως, επειδή αυτή, σε μια δεδομένη στιγμή στον χρόνο, θα έλθη στην ύπαρξη. Άρα λοιπόν, «Ους προέγνω»: “Οποιον ο Θεός γνώρισε προκαταβολικά ως βέβαιον να πιστέψη, αυτόν του οποίου την πίστη είδε προαιωνίως. Αυτόν «προόρισεν», σαν το αντικείμενο μιας μεγάλης απόφασης, δηλαδή, ότι δεν θα τον εγκαταλείψει, έως ότου τον φέρει στην τέλεια ομοιότητα του Υιού Του.
Είναι καθαρό από το «ους» και το «τούτους», ότι εκείνα τα άτομα ήσαν προσωπικά παρόντα στην σκέψη Του όταν προχώρησε στην απόφαση.
Καθώς το πρώτο ρήμα («προέγνω») περιείχε μια πράξη γνώσης, το δεύτερο («προώρισε») περιέχει μια πράξη ελεύθερης θέλησης και εξουσίας. Αλλά η θέληση του Θεού δεν είναι ούτε αυθαίρετη ούτε τυφλή. Είναι βασισμένη σε μια αρχή φωτός, στην γνώση. Σε σχέση με τον άνθρωπο του οποίου την πίστη προβλέπει, αποφασίζει σωτηρία και δόξα. Το αντικείμενο της απόφασης δεν είναι κατά κανέναν τρόπο η πίστη, σαν ο Θεός να έλεγε: «Όσο για σένα, εσύ θα πιστέψης. Όσο για σένα, εσύ δεν θα πιστέψης.» Το αντικείμενο του προορισμού είναι η δόξα: «Σε βλέπω να πιστεύης…Θέλω λοιπόν ώστε εσύ να δοξασθής σαν τον Υιόν μου.» Τέτοια είναι η έννοια της απόφασης. Ο προορισμός για τον οποίον ο Παύλος μιλά δεν είναι ένας προορισμός σε πίστη, αλλά ένας προορισμός σε δόξα, θεμελιωμένος στην πρόγνωση της πίστης.
Η πίστη βέβαια είναι κατά μία έννοια έργο του Θεού, αλλά περιέχει έναν συντελεστή, δυνάμει του οποίου, η αντίδραση που δημιουργείται απ” αυτή στον Θεό, είναι όπως η αντίδραση που δημιουργεί ένα αντικείμενο στον νου, ο οποίος λαμβάνει γνώση αυτού. Αυτό είναι η ελεύθερη προσχώρηση του ανθρώπου στην πρόσκληση του Θεού. Εδώ είναι και το στοιχείο που διαχωρίζει την πράξη της πρόγνωσης από εκείνη του προορισμού, λόγω του οποίου (στοιχείου) η πρόγνωση προηγείται λογικά του προορισμού.
Εκείνο που η απόφαση του προορισμού περιλαμβάνει, είναι η πραγματοποίηση της εικόνας του Υιού σ” όλους τους προγνωσθέντας πιστούς. Το «σύμμορφοι» συνδέεται κατ” ευθείαν με το «προόρισεν».
Ο Παύλος δεν λέγει, «σύμμορφοι», ή «σαν του Υιόν Του», αλλά, «σύμμορφοι προς την εικόνα του Υιού Του». Χρησιμοποιόντας αυτή την έκφραση, αναμφίβολλα εννοεί ότι ο Χριστός έχει πραγματοποιήσει στον εαυτόν Του έναν υψηλότερο «τύπο ύπαρξης» (εικόνα), τον οποίον εμείς πρόκειται να πραγματοποιήσωμε μετά απ” Αυτόν. Αυτός είναι ο τύπος του ανθρώπου – Θεού, καθώς τον βλέπομε στον Χριστό. Τέτοια είναι η ένδοξη αμφίεση που ο Θεός παίρνει απ” τον Υιόν Του, ώστε μ” αυτή να ντύση τους πιστούς. Τι στην πραγματικότητα ήταν ο στόχος του Θεού στην δημιουργία του ανθρώπου; Επιθυμούσε να έχη για τον εαυτόν Του μια οικογένεια υιών. Γι” αυτό καθόρισε, σαν πρώτο μέρος, να κάνη τον Υιόν Του αδελφό μας. Στην συνέχεια υψώνει, στο πρόσωπο Του, την ανθρώπινη μας ύπαρξη στην θεία κατάσταση. Και τέλος, κάνει όλους τους ανθρώπους που πιστεύουν, μετόχους αυτής της ένδοξης μορφής ύπαρξης. Αυτό είναι το περιεχόμενο της απόφασης Του. Προφανώς, ο Χριστός είναι το πρώτο της αντικείμενο. Και είναι γι” αυτό τον λόγο που καλείται ο «Εκλεκτός», Ησαϊας ΜΒ1. Οι αδελφοί Του είναι εκλεγμένοι εν Αυτώ, Εφεσίους Α4-6. Η πρόθεση του Πατέρα, ενεργόντας έτσι, είναι να δοξάση τον Υιόν κάνοντας την ομορφιά Του να αντανακλασθή σε μια οικογένεια ζωντανής ομοιότητας.
Ο όρος «πρωτότοκος» αναμφίβολλα δηλώνει πρωταρχικά μια σχέση χρόνου: Ο Ιησούς προηγήθηκε όλων των άλλων στην δόξα, όχι μόνο λόγω της αιωνίας Του ύπαρξης, αλλά επίσης και ως άνθρωπος δια της ανάστασης και ανάληψης Του, σύγκρινε Κολοσσαείς Α15 και 18. Αλλά η απόφαση του προορισμού μας μεταφέρει σε μια αιώνια σφαίρα, όπου η ιδέα της χρονικής προτεραιότητας δεν έχει πλέον θέση, και μετασχηματίζεται σε κείνη της ανωτερότητας. Η ομοιότητα που θα φέρωμε εμείς, δεν θα είναι παρά η δική Του. Έτσι, ο τελικός σκοπός της θείας απόφασης είναι η δημιουργία μιας μεγάλης οικογένειας ανθρώπων, που έχουν γίνει μέτοχοι της θείας κατάστασης, ανάμεσα στους οποίους ο δοξασμένος Ιησούς λάμπει σαν το πρωτότυπο.
Αλλά πως γίνεται εμείς, εμείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι, να φερθούμε σ” αυτή την υπερτάτη κατάσταση; Σίγουρα ένα τέτοιο έργο δεν μπορεί να επιτελεσθή ως δια μαγείας. Απαιτείται να γίνη μέσα μας μια πλήρης ηθική μεταμόρφωση, που θα στρώση τον δρόμο για τον δοξασμό μας. Να γιατί ο Θεός, μετά που καθόρισε τον στόχο, και ανήγγειλε την απόφαση στην αιωνιότητα, ξεκίνησε να υλοποιήση το έργο μέσα στον χρόνο. Είδε όλους αυτούς τους προγνωσθέντας μέσα στο λιμάνι τους, πριν τους βγάλει στην θάλασσα. Και άπαξ και τους έβγαλε, άρχισε να ενεργή. Αυτή είναι η έννοια του εδαφίου 30.

Εδάφιο 30
«Ους δε προώρισε, τούτους και εκάλεσε, και ους εκάλεσε τούτους και εδικαίωσεν, ους δε εδικαίωσε, τούτους και εδόξασε.»
«Εκείνους δε που προώρισε, αυτούς και εκάλεσε, και εκείνους που εκάλεσε, αυτούς και εδικαίωσε, εκείνους δε που εδικαίωσε, αυτούς και εδόξασε.»

Εδώ είναι οι κατά σειρά ενέργειες δια των οποίων η αιώνια απόφαση εκτελείται στον χρόνο. Αυτές στέκονται μεταξύ της αιωνιότητας στην οποία αυτή η απόφαση ανηγγέλθη, και της αιωνιότητας στην οποία ολοκληρώνεται. Θα πρέπει να σημειώσωμε ότι εδώ ο Απόστολος δείχνει μόνον τις ενέργειες που ανήκουν στον Θεό: Κλήση, δικαίωση, δοξασμός. Και τούτο διότι εκθέτει εκείνη την πλευρά του έργου σωτηρίας που περιέχεται στην απόφαση του προορισμού. Εάν ήθελε να αναφέρει την σειρά σωτηρίας με όλα της τα στοιχεία, θεία και ανθρώπινα, θα έπρεπε να θέση την πίστη μεταξύ της κλήσης και της δικαίωσης, και την αγιότητα μεταξύ της δικαίωσης και του δοξασμού.
Αυτός που επιθυμεί το τέλος θα πρέπει να χρησιμοποιήση τα μέσα. Το πρώτο μέσον που ο Θεός θέτει σε λειτουργία είναι η κλήση Του, η οποία, καθώς έχομε δει, περιλαμβάνει την εξωτερική πρόσκληση δια του κηρύγματος, και την εσωτερική έλξη δια του Πνεύματος της χάρης. Ο Παύλος δεν εννοεί ότι ο Θεός απευθύνει αυτή την κλήση μόνον σε κείνους τους οποίους έχει προορίσει για την δόξα, αλλά βεβαιώνει ότι κανείς από εκείνους που είναι προορισμένοι, δεν υπάρχει περίπτωση να μην κληθή κατά την ημέρα και την ώρα του. Κανένας από εκείνους τους προγνωρισθέντας δεν θα ξεχασθεί. Αυτοί όλοι σχηματίζουν ένα σύνολο, το οποίον, άπαξ και εισήχθη απ” την αιωνιότητα στον χρόνο, οδηγείται πιστά από τον Θεό, βήμα προς βήμα, στον τέρμα που έχει καθορισθεί προκαταβολικά. Ο Θεός θα ήταν ανακόλουθος αν ενεργούσε διαφορετικά.
Το «ους…τούτους» υπονοεί γνώση των ατόμων σαν μελλόντων να πιστέψουν. Όλοι ήσαν παρόντες στην σκέψη του Θεού όταν απεφάσιζε το ύψος στο οποίο θα τους ύψωνε.
Η κλήση άπαξ και γίνει αποδεκτή – και δεν θα μπορούσε να μην είναι έτσι, μια και έχομε να κάνωμε εδώ μόνο με άτομα των οποίων ο Θεός προείδε την πίστη – μια δεύτερη θεία πράξη ακολουθεί, η δικαίωση.
Το «και» δείχνει την συνέχεια του θείου έργου, τις διάφορες ενέργειες που ακολουθούν, και που εμπεριέχουν η μία την άλλη. Κάθε διαδοχική χάρη υπεννοείτο στην προηγουμένη, «χάριν αντί χάριτος», όπως λέγει ο Ιωάννης στο Α16.
Πάνω σε κείνους που έχουν κληθεί και έχουν πιστέψει, ισχύει η απόφαση που δηλώνει τον άνθρωπο δίκαιο, δηλαδή, τον θέτει, αναφορικά με τον Θεό, στην θέση ενός που ποτέ δεν έχει κάνει κανένα κακό, ούτε έχει παραλείψει κανένα καλό.
Το αίσθημα που εκφράζεται σ” αυτό το εδάφιο είναι εκείνο ενός ο οποίος, μετά από ένα οδυνηρό και επικίνδυνο ταξίδι, φθάνει επί τέλους στον προορισμό του.
Μπορούμε να μπούμε στον πειρασμό να περιλάβωμε εδώ την αγιότητα μέσα στον δοξασμό. Και τούτο διότι, καθώς έχει λεχθεί, η αγιότητα δεν είναι παρά η εσωτερική πλευρά της δόξας, η οποία (δόξα) είναι η εξωτερική της αποκάλυψη. Αλλά σαν φέρομε στον νου μας τα κεφάλαια ΣΤ-Η, είναι πιο φυσικό να θεωρήσωμε την αγιότητα σαν την μετάβαση απ” την δικαίωση στην δόξα. Άπαξ και δικαιώθηκε, ο πιστός παίρνει το Πνεύμα, που τον αγιάζει στο μέτρο της υπακοής του, και έτσι τον προετοιμάζει για την δόξα.
Το ερώτημα είναι τώρα, γιατί χρησιμοποιεί αόριστο για την πράξη δοξασμού η οποία ακόμα δεν έχει γίνει («εδόξασε»). Μερικοί είπαν ότι αυτός ο χρόνος (που αναφέρεται στο παρελθόν) εκφράζει την απόλυτη βεβαιότητα του γεγονότος που πρόκειται να γίνη. Άλλοι ότι αναφέρεται στην αιώνια εκπλήρωση της απόφασης, αλλά απ” την πλευρά του Θείου νου. Κάποιος είπε ότι ο Παύλος χρησιμοποιεί χρόνο που δηλώνει το παρελθόν, γιατί μιλά απ” την πλευρά του Θεού, ο Οποίος βλέπει το τέλος των πραγμάτων απ” την αρχή τους.
Αλλά εάν είναι αληθές ότι η χρήση των δύο προηγουμένων αορίστων («εκάλεσε», «εδικαίωσε») έχει βασισθεί σ” ένα γεγονός που έχει ήδη γίνει, δεν θα έπρεπε να είναι το ίδιο και μ” αυτό το τελευταίο (με το «εδόξασε»); Μπορεί οι πιστοί να μην είναι ακόμα δοξασμένοι, η κεφαλή τους όμως είναι, και αυτοί είναι κατ” ουσίαν το ίδιο εν Αυτώ. Αυτό είναι το ήδη πραγματοποιημένο ιστορικό γεγονός, που δικαιολογεί την χρήση του αορίστου. Δεν λέγει ο Παύλος, Εφεσίους Β6, «Έχομεν συναναστηθεί μαζί του και συγκαθήσει στα επουράνια»; Όταν η κεφαλή ενός σώματος φορά στέμμα, και το σώμα φορά το ίδιο μαζί της.
Ο Παύλος έχει έτσι φθάσει στον στόχο που είχε θέσει απ” την αρχή, στις τελευταίες λέξεις του προηγουμένου χωρίου (εδάφιο 17): «Για να δοξασθούμε επίσης μαζί του». Αυτός ο στόχος του ήταν να δείξη την τελική ακύρωση κάθε καταδίκης, ακόμα και εκείνης του θανάτου, «δια του νόμου του Πνεύματος της ζωής που είναι εν Ιησού Χριστώ». Έχοντας φθάσει σ” αυτόν τον στόχο, του μένει μόνον να γιορτάση μ” έναν ύμνο αυτή την απαράμιλλη νίκη που κερδήθηκε για λογαριασμό μας.
Εδώ ολοκληρώνεται η ανάπτυξη του θέματος της σωτηρίας εν Χριστώ, το θεμέλιο της οποίας είχε θέσει στα κεφάλαια Α-Ε, όταν ανέπτυξε το θέμα της δικαιοσύνης δια πίστεως, και στα κεφάλαια ΣΤ-Η, όταν ύψωσε το οικοδόμημα της σωτηρίας, τον αγιασμό, πάνω σ” αυτό το θεμέλιο. Από δω και μετά το μόνο που μένει είναι να παρακολουθήση αυτή την σωτηρία, έτσι όπως μελετήθηκε στην ουσία της, καθώς τούτη ξεδιπλώνεται στο θέατρο της ιστορίας του κόσμου.
Μερικές Σκέψεις πάνω στο Θέμα του Προορισμού, καθώς τούτο Αναφέρεται στα εδάφια 28-30.
Σε τι να συνίσταται ο θείος προορισμός που, χωρίς αμφιβολλία, διδάσκεται από τον Παύλο σ” αυτό το χωρίο; Να εξαιρή, κατά την άποψη του, την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου, ή να την υπονοεί; Δύο λόγοι φαίνεται να συνηγορούν υπέρ της δεύτερης άποψης:
1) Η πράξη της πρόγνωσης, την οποίαν ο Απόστολος κάνει την βάση του προορισμού, αποδεικνύει ότι αυτός ο τελευταίος καθορίζεται από κάποιο γεγονός, το αντικείμενο αυτής της γνώσης. Λίγο ενδιαφέρει που η γνώση είναι αιωνία, ενώ το γεγονός που είναι το αντικείμενο της, έρχεται να παρουσιασθεί κάποτε στον χρόνο. Απ” αυτή την σχέση έπεται, ότι το γεγονός πρέπει να θεωρείται ως οφειλόμενο, κατά κάποιον τρόπο, σ” έναν παράγοντα που δεν είναι θείας προέλευσης, και ο οποίος δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο από την ανθρώπινη ελευθερία.
2) Ο Απόστολος δεν κάνει την πράξη της πίστης το αντικείμενο της απόφασης του προορισμού. Στην πράξη του προορισμού, η πίστη θεωρείται ήδη δεδομένη, και το μόνο της αντικείμενο είναι, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου, η τελική συμμετοχή των πιστών στην δόξα του Χριστού. Η άποψη του Παύλου υπονοεί ότι στην πράξη της πίστης, η πλήρης ανθρώπινη ελευθερία δεν εξαιρείται, αντίθετα, υπονοείται. Διότι αυτή μόνον εξηγεί την διάκριση που υπάρχει μεταξύ των δύο θείων πράξεων, της πρόγνωσης και του προορισμού, και όσον αφορά την φύση τους (η μία, πράξη του νου, η άλλη, πράξη της θέλησης), και όσον αφορά το αντικείμενο τους (στην μια περίπτωση, πίστη, στην άλλη, δόξα).
Άπαξ λοιπόν και η ανθρώπινη ελευθερία στην αποδοχή της σωτηρίας γίνει αποδεκτή, σε τι να συνίσταται ο προορισμός, έτσι όπως τον αντιλαμβάνεται ο Παύλος; Νομίζομε ότι περιέχει τρία στοιχεία:
1) Την απόφαση (προορισμός) δια της οποίας ο Θεός έχει καθορίσει να φέρη στην τέλεια ομοιότητα του Υιού Του κάθε έναν που θα πιστέψη. Τι περισσότερο σε συμφωνία με την χάρη και την σοφία Του από μια τέτοια απόφαση: «Προσκολλήσου δια πίστεως σ” Αυτόν που σου τον δίνω σαν Σωτήρα σου. Αυτός από κείνη την στιγμή θ” ανήκει σε σένα ολοκληρωτικά, και εγώ δεν θα σ” αφήσω, έως ότου σε καταστήσω τέλειον σαν και Αυτόν, τον άνθρωπο – Θεό».
2) Την πρόβλεψη, σε συνέπεια της θείας πρόγνωσης, όλων των ατόμων που ελεύθερα θ” αναταποκριθούν στην θεία πρόσκληση να συμμετέχουν σ” αυτή την σωτηρία. Τι περισσότερο αναγκαίο από αυτό το δεύτερο στοιχείο! Δεν θα διέτρεχε το σχέδιο του Θεού τον κίνδυνο ν” αποτύχη, εάν Αυτός δεν προγνώριζε και την τέλεια πιστότητα του Εκλεγμένου πάνω στον Οποίον βασίζεται η πραγματοποίηση του, και την πίστη εκείνων που θα πιστεύσουν σ” Αυτόν; Χωρίς Σωτήρα και πιστούς, δεν θα υπήρχε σωτηρία. Το σχέδιο του Θεού λοιπόν προϋποθέτει την βεβαιωμένη πρόγνωση και των δύο.
3) Την ρύθμιση όλων των κατευθύνσεων και όλων των γεγονότων της ιστορίας, με σκοπό την πραγματοποίηση του ενδόξου σχεδίου, που συνελήφθη προς χάριν αυτών των προγνωσθέντων. Είναι αυτή η ρύθμιση που ο Παύλος περιγράφει στο εδάφιο 28, όταν λέγει ότι, «όλα συνεργούν στο αγαθό γι” αυτούς που έχουν κληθεί σύμφωνα με την αιώνια πρόθεση του». Τι πιο μεγαλειώδες! Άπαξ και πιστέψαμε μπορούμε να ριχθούμε άφοβα στις θύελλες του παρόντος καιρού. Όχι μόνον γνωρίζομε ότι κανένα κύμα δεν μπορεί να μας καταπιή, αλλά είμαστε και βεβαιωμένοι ότι κάθε ένα απ” αυτά έχει το μέρος του στο θείο σχέδιο, και εργάζεται προς όφελος μας.
Έτσι έχομε τρία σημεία: 1. Το τέλος που δείχνεται απ” την απόφαση. 2. Τα γνωστά (προσωπικά το καθένα) άτομα που είναι να το φθάσουν. 3. Τον τρόπο, τον δρόμο δια του οποίου τούτα πρόκειται να οδηγηθούν σ” αυτό.
Υμνος της Βεβαιότητας της Σωτηρίας. Η31-39.
Αυτό το κομμάτι είναι ένα συμπέρασμα. Το δείχνει το «ουν» του εδαφίου 31. Είναι ένα συμπέρασμα της όλης επιστολής μέχρι εδώ. Να θυμηθούμε ότι στα κεφάλαια Α-Ε ο Απόστολος είχε μιλήσει για την δικαίωση δια πίστεως, και στα κεφάλαια ΣΤ-Η για τον αγιασμό δια του Πνεύματος του Χριστού.
Τούτα τα λόγια έχουν κάτι το θριαμβευτικό μέσα τους, και μας βοηθούν να καταλάβωμε τι εννοεί ο Παύλος, όταν είπε προηγουμένως «εν Θεώ καυχάσθαι».
Τα εδάφια 31 και 32 περιέχουν μια ερώτηση ενός γενικού χαρακτήρα. Τα 33-37 απαριθμούν τα διάφορα είδη των εναντίων του πιστού. Τα 38 και 39 είναι η κραυγή της νίκης στο πεδίο της μάχης που εγκαταλείφθηκε απ” τον εχθρό.

Εδάφια 31,32
«Τι ουν ερούμεν προς ταύτα; Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ” ημών; Ος γε του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ” υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν, πως ουχί και συν αυτώ τα πάντα ημίν χαρίσεται;»
«Τι λοιπόν θα πούμε πάνω σ” αυτά; Εάν ο Θεός είναι με το μέρος μας, ποιός μπορεί να είναι εναντίον μας; Εκείνος που δεν εφείσθη τον δικόν του Υιόν αλλά τον παρέδωσε εις θάνατον προς χάριν όλων μας, πως μαζί μ” αυτόν δεν θα μας χαρίση τα πάντα;»

«Τι ουν ερούμεν προς ταύτα»: Τι θα πούμε όταν λάβωμε υπ” όψιν αυτά τα πράγματα; Ο Απόστολος ζητά να εξοικοιώση ολοκληρωτικά τον εαυτόν του και εμάς με την φύση της νέας κατάστασης που έχει γίνει δική μας. Ο Θεός είναι από τούδε με το μέρος μας…Γι” αυτόν μόνον τον λόγο οι αντίθετοι είναι χωρίς δύναμη. Όχι ότι δεν υπάρχουν αντίθετοι, αλλά έχοντας έναν τέτοιον υπερασπιστή δεν φοβόμαστε κανέναν.
Αυτή την απόλυτη βεβαιότητα εν Θεώ, ο Παύλος την αποκομίζει απ” την μεγάλη πράξη ελέους που έχει επιτελεσθεί για μας.
«Ος γε»: «Ο οποίος βέβαια», «Ο οποίος έστω και αν δεν είχε κάνει τίποτα άλλο εκτός από αυτό…». Υπάρχει μια κτυπητή αντίθεση μεταξύ του «Του ιδίου Υιού», και του «Ουκ εφείσατο».
«Τον ίδιον Υιόν»: Ένα πρόσωπο ενωμένο μ” Αυτόν προσωπικά, που μοιράζεται την φύση Του, τον οποίον φέρει από τα σπλάγχνα Του («του ιδίου»). Οι εκφράσεις που χρησιμοποιεί εδώ ο Απόστολος φέρουν στον νου τα λόγια του αγγέλου στον Αβραάμ, μετά την θυσία του Ισαάκ: «Επειδή δεν ελυπήθηκες τον γυιόν σου, τον μονογενή σου», Γένεση ΚΒ12.
Υπήρξε μια νίκη που κερδήθηκε απ” τον Θεό πάνω στον εαυτόν Του, όταν παρέδωσε τον αγαπημένον Του σ” αυτό τον δρόμο του πόνου και της ντροπής, ακριβώς όπως κερδήθηκε μια νίκη απ” τον Αβραάμ πάνω στον εαυτόν του, όταν με τον Ισαάκ ανέβηκε το βουνό της θυσίας. Σαν ολοκληρώθηκε η εσωτερική θυσία, ο Θεός Τον παρέδωσε για μας.
«Υπέρ ημών πάντων», λέγει ο Παύλος. Αυτές οι λέξεις μπορεί εδώ ν” αγκαλιάζουν το σύνολο των ανθρώπων. Ίσως όμως είναι πιο φυσικό να θεωρήσωμε ότι αυτό το «πάντων» αντιπαραθέτει το σύνολον των πιστών με τον Έναν, τον οποίον ο Θεός έχει δώσει να είναι ο Σωτήρας τους, «Ένας για όλους» (Β” Κορ. Ε14).
«Τα πάντα»: Όλα τα δώρα της χάρης που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Υπάρχει μια διαφορά μεταξύ των «ουκ εφείσατο», «παρέδωκεν», και του «χαρίσεται». Τα δύο πρώτα δηλώνουν κάτι το οδυνηρό, ενώ το τελευταίο μια πράξη πλήρη από ευχαρίστηση στην καρδιά εκείνου που την κάνει. Πως, αφού πέρασε από την θυσία, δεν θα έκανε το ευχάριστο μέρος ενός γεναιόδωρου δωρητή; Έτσι ουσιαστικά, όλα τα δώρα, μικρά ή μεγάλα, είτε γι” αυτή την ζωή είτε για την άλλη, περιέχονται κατ” ουσίαν στο δώρο του Υιού. Να δώσω τα πάντα, λίγο μετρά μετά που έχω δώσει το πιο πολύτιμο. Άπαξ και μας εδόθη αυτό, ο Θεός, στην πορεία της ζωής μας, θα μας παραχωρήση και όλες τις άλλες ευλογίες.
Οι τρεις ερωτήσεις που ακολουθούν δεν είναι παρά διάφορες εφαρμογές της ερώτησης στο εδάφιο 31: «Ποιός μπορεί να είναι εναντίον μας;» Οι πρώτες δύο αναφέρονται σε επιθέσεις νομικής φύσης (εδάφια 33 και 34). Αναφέρονται σε εχθρούς που αμφισβητούν το δικαίωμα του πιστού για συγνώμη και σωτηρία. Η τρίτη, εδάφια 35-37, αναφέρεται σε μια βίαιη προσβολή που μπορεί να κάνη ο εχθρός για να σπάση τον δεσμό μεταξύ του Χριστού και του πιστού. Το όλο χωρίο θυμίζει ζωντανά τα λόγια του Ησαϊα Ν7-9: «Διότι Κύριος ο Θεός θέλει με βοηθήσει. Δια τούτο δεν ενετράπην. Δια τούτο έθεσα το πρόσωπον μου ως πέτραν σκληράν, και εξεύρω ότι δεν θέλω καταισχυνθή. Πλησίον είναι ο δικαιώνων με. Τις θέλει κριθή μετ” εμού; Ας παρασταθώσιν ομού. Τις είναι η αντίδικος μου; Ας πλησιάση εις εμέ. Ιδού, Κύριος ο Θεός θέλει με βοηθήσει. Τις θέλει με καταδικάσει; Ιδού, πάντες ούτοι θέλουσι παλαιωθή ως ιμάτιον. Ο σκώληξ θέλει καταφάγει αυτούς.»

Εδάφιο 33
«Τις εγκαλέσει κατά εκλεκτών Θεού; Θεός ο δικαιών».
«Ποιός θα κατηγορήση τους εκλεκτούς του Θεού; Ο Θεός τους δικαιώνει.»

Ο Παύλος δεν αγνοεί πόσους κατηγόρους έχει ο κάθε πιστός: Την συνείδηση, τον νόμο, τον Σατανά, τον κατήγορο των εκλεκτών, τα πρόσωπα που έχομε προσβάλλει ή σκανδαλίσει με τα λάθη μας, τόσες φωνές υψώνονται εναντίον μας. Ο ίδιος ο Παύλος, όταν έγραφε αυτά τα λόγια, ίσως σκεφτόταν τις κραυγές πόνου των χριστιανών που είχε ρίξει στην φυλακή και μαστιγώσει, και ειδικά το αίμα του Στεφάνου, το οποίον, σαν και εκείνο του Άβελ του δικαίου, φώναζε για εκδίκηση εναντίον του. Και όλες αυτές οι κατηγόριες είναι αληθινές. Αλλά από το στόμα του Θεού έχει εξέλθει μια δήλωση, που υπηρετεί σαν ασπίδα στον πιστό, πάνω στην οποία σβύνονται όλα τα φλογερά βέλη που ρίχνονται εναντίον του. Είναι η απόφαση του Θεού που τον έχει διακηρύξει δίκαιο. Τούτο είναι το καταφύγιο του. Τούτες οι λέξεις «Θεός ο δικαιών» που παραλύουν κάθε κατηγόρια που εκστομίζεται εναντίον του πιστού, είναι και η συνόψιση όλου του πρώτου μέρους της επιστολής, κεφάλαια Α-Ε.
Η έκφραση, «εκλεκτοί του Θεού», υπηρετεί στο να δείξη προκαταβολικά το ανίσχυρο της κατηγόριας, και θυμίζει αυτό που μόλις έχει λεχθεί, εδάφια 28-30, για τον αιώνιο προορισμό των πιστών σε σωτηρία και δόξα.
Το «εκλεκτός» είναι απ” το εκλέγω.
Οι κατήγοροι επί του παρόντος … σιωπούν. Αλλά θα είναι έτσι και κατά την τελευταία ώρα, όταν θα στηθή το δικαστήριο, κατά την ημέρα της «δικαιοκρισίας του Θεού», όπου όλοι θα κριθούν «χωρίς προσωποληψία», και «σύμφωνα με τα έργα εκάστου» (Β5,6,11); Θα μπορέση να σταθή και τότε η απαλλαγή των πιστών; Να θυμηθούμε, αυτή ήταν η ερώτηση που ετέθη στο τέλος του πρώτου μέρους (εδάφια 9 και 10), και απαντήθηκε στο δεύτερο (κεφάλαια ΣΤ-Η). Ο Απόστολος την φέρει πάλιν σ” αυτή την συνόψιση, αλλά μ” έναν τόνο θριάμβου, διότι και σ” αυτό το σημείο γνωρίζει ότι η νίκη είναι κερδισμένη.

Εδάφιο 34
«Τις ο κατακρίνων; Χριστός ο αποθανών, μάλλον δε και εγερθείς, ος και εστιν εν δεξιά του Θεού, ος και εντυγχάνει υπέρ ημών.»
«Ποιός θα καταδικάση; Ο Χριστός είναι εκείνος που επέθανε, και, ακόμη περισσότερον, αναστήθηκε, ο οποίος είναι εις τα δεξιά του Θεού, ο οποίος και μεσιτεύει για μας.».

«Τις ο κατακρίνων». Ο κριτής θα είναι ένας, ενώ οι κατήγοροι, όπως είδαμε παρα πάνω, μπορεί να είναι πολλοί. Γιατί αυτή η διαφορά; Όταν πρόκειται για κατηγόρια, όλα τα δημιουργήματα μπορούν να υψώσουν την φωνή τους. Αλλά όταν πρόκειται για κρίση, ένας μόνον έχει ορισθεί γι” αυτό το αξίωμα. Είναι αυτός που καλείται υπό του Πέτρου (Πράξεις Ι 42): «Κριτής ζώντων και νεκρών». Σύγκρινε επίσης και Πράξεις ΙΖ31, Ρωμαίους ΙΔ10. Η ερώτηση λοιπόν που τέθηκε μεταφράζεται ως εξής: «Θα μας καταδικάση ο Χριστός στην ημέρα της κρίσης;»
Το ρήμα που εννοείται είναι «θα είναι» ( ο Χριστός) και όχι «είναι», σύγκρινε εδάφια 33 και 35.
Η αρνητική απάντηση προκύπτει απ” την αναφορά που ακολουθεί, των όσων έχουν γίνει απ” τον Χριστό για λογαριασμό μας. Θα ήταν παραφωνία εάν τούτη η σειρά των γεμάτων έλεος μεσολαβήσεων τελείωνε σε καταδίκη από μέρους Του.
Ο θάνατος του Χριστού αναφέρεται εδώ από την ίδια σκοπιά όπως και στο κεφάλαιο ΣΤ, υπονοόντας, για τον άνθρωπο που τον οικειοποιείται, θάνατο ως προς την αμαρτία.
Το άρθρο «ο» (ο ένας που πέθανε) μας θυμίζει ότι μόνον ένας θα μπορούσε να μας καταδικάση, αλλά είναι εκείνος ακριβώς ο ένας που πέθανε ώστε να μην καταδικασθούμε εμείς.
Η ανάσταση αναφέρεται παρόμοια από την ίδια σκοπιά, όπως και στο κεφάλαιο ΣΤ, σαν η αρχή δια της οποίας μια καινούργια ζωή μεταδίδεται στους πιστούς. Είναι η ζωή του Ιδίου του Χριστού, στην οποία, άπαξ και δικαιωθήκαμε, γινόμαστε μέτοχοι (Εφεσίους Β5,6).
Απ” την τοποθέτηση Του στα «δεξιά του Θεού», από κει προήλθε η έκχυση του Αγίου Πνεύματος. Από εδώ επίσης φαίνεται ότι η διακυβέρνηση του κόσμου, και η ρύθμιση όλων των γεγονότων της ζωής μας έχουν ανατεθεί στα χέρια του Χριστού.
«Εντυγχάνει υπέρ ημών». Είναι η πολύτιμη Του παρέμβαση σε στιγμές πνευματικής αδυναμίας, όπως σ” εκείνη του Πέτρου, για την οποία του εδήλωσε, «Προσευχήθηκα για σένα να μην εκλείψη η πίστη σου». Πως λοιπόν, με τέτοια βοήθεια, δεν θα είναι ο χριστιανός νικητής της αμαρτίας, η οποία είναι ακόμα προσκολλημένη επάνω του, και πως δεν θα πετύχει να παρουσιάση τον εαυτόν του εμπρός στην δικαστική έδρα σε μια κατάσταση τέτοια, που δεν θα δυσφημήσει τον Κύριον του; Είναι αυτό που ο Απόστολος είχε ονομάσει, εδάφιο 10, «σωθέντες δια της ζωής του», σε συνέχεια του «συμφιλιωθέντες με τον θάνατο του» (ίδιο εδάφιο).
Ο Απόστολος έχει προκαλέσει ανοικτά του κατηγόρους. Η φωνή τους σιώπησε απ” την απόφαση δικαίωσης που καλύπτει τους πιστούς. Έχει ερωτήσει εάν κατά την τελευταία ημέρα ο Κριτής θα καταδικάσει, και έχει δει την αμαρτία, το αντικείμενο της καταδίκης, να εξαφανίζεται απ” την ζωή του πιστού, εμπρός στο έργο του σταυρωμένου και δοξασμένου Χριστού. Μένει τώρα να γίνη γνωστό, εάν κάποια εχθρική δύναμη θα μπορέση να πετύχη να σπάση τον δεσμό που μας ενώνει με τον Κύριο, και στον οποίον βασίζονται η δικαίωση μας και ο αγιασμός μας.
Με αυτή την τρίτη ερώτηση φθάνει στο θέμα που αναπτύχθηκε στο τελευταίο μέρος σ” αυτό το κεφάλαιο, απ” το εδάφιο 18, «τα παθήματα του παρόντος καιρού».

Εδάφια 35-37
«Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή λιμός ή γυμνότης ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Καθώς γέγραπται ότι ένεκα σου θανατούμεθα όλην την ημέραν. Ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής. Αλλ” εν τούτοις πάσιν υπερνικώμεν δια του αγαπήσαντος ημάς.»
«Ποιός θα μας χωρίση από την αγάπη του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή πείνα ή γύμνια ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Καθώς είναι γραμμένον, Προς χάριν σου θανατωνόμεθα κάθε ημέραν. Θεωρηθήκαμε σαν πρόβατα προορισμένα δια σφαγήν. Αλλ” εις όλα αυτά είμεθα με το παραπάνω νικηταί δια του Χριστού που μας αγάπησε.»

Το «τις» είναι για πρόσωπα. Εδώ εφαρμόζεται σε όλα τα παθήματα που πρόκειται να απαριθμηθούν, ως εάν ο Παύλος να βλέπη σε κάθε ένα απ” αυτά έναν εχθρό που χτυπά τον δεσμό που μας ενώνει με τον Χριστό.
Η αγάπη του Χριστού απ” την οποίαν τίποτα δεν μπορεί να μας χωρίσει, δεν είναι η αγάπη που εμείς έχομε γι” Αυτόν. Εμείς δεν χωριζόμαστε από το δικό μας προσωπικό αίσθημα. Τούτη είναι η αγάπη που Αυτός έχει για μας. Και αυτό βεβαιώνεται από το τέλος του εδαφίου 37: «Μέσω αυτού που μας αγάπησε».
Μερικοί το ερμηνεύουν: «Τίποτα δεν θα μας χωρίση απ” την αίσθηση που έχομε της αγάπης του Ιησού για μας». Αλλά πιο πολύ ο Παύλος παρουσιάζει αυτή την ίδια την αγάπη σαν μια δύναμη που μας κρατά και μας κατέχει. Σύγκρινε Β” Κορ. Ε14: «Η αγάπη του Χριστού συσφίγγει ημάς». Ο Παύλος σκέφτεται για την βαθειά ενέργεια που αυτή η αγάπη ασκεί, μέσω του Αγίου Πνεύματος, ταυτόχρονα στην καρδιά μας και στην θέληση μας. Απ” την δύναμη αυτής της αγάπης τίποτα δεν μπορεί να μας αποσπάση.
«Θλίψις»: Είναι οι εξωτερικές καταστάσεις που συνθλίβουν την καρδιά.
«Στενοχωρία»: Είναι η πίεση της καρδιάς, το εσωτερικό αποτέλεσμα που παράγεται από τα παθήματα.
«Διωγμός», είναι η καταδίωξη βάσει νόμου του κράτους.
Για ν” αντιληφθούμε την έννοια των λέξεων, «λιμός», «γυμνότης», «κίνδυνος», είναι αρκετό ν” αναφέρωμε την περιγραφή της ζωής του Παύλου, που δίνεται στο Β” Κορ. ΙΑ23 και συνέχεια.
«Μάχαιρα»: Είναι το σύμβολο της θανατικής καταδίκης. Όταν ο Παύλος γράφει αυτή την λέξη, προσδιορίζει και τον δικό του μελλοντικό τρόπο θανάτου.

Εδάφιο 36
«Καθώς γέγραπται ότι ένεκα σου θανατούμεθα όλην την ημέραν. Ελογίσθημεν ως πρόβατα σφαγής».

Ο Απόστολος εδώ αναφέρει τον λυπητερό θρήνο που βάζει ο ψαλμωδός στο στόμα του ανθρώπου του Θεού, στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης, κατά την διάρκεια μιας ανελέητης καταπίεσης, Ψαλμός ΜΔ22 (μετάφραση Ο”).
«Όλην την ημέραν»: Κάθε ώρα της ημέρας. Κάθε ώρα της ημέρας κινδυνεύουν να συρθούν στη σφαγή.
«Ελογίσθημεν»: Είναι καιρός που η απόφαση έχει παρθεί εναντίον τους από μίσος. Επικρέμμεται επάνω στα κεφάλια τους, να εκτελεσθή από στιγμή σε στιγμή.
Εδάφιο 37
«Αλλ” εν τούτοις πάσιν υπερνικώμεν δια του αγαπήσαντος ημάς.»
«Αλλ” εις όλα αυτά είμαστε με το παραπάνω νικηταί δια του Χριστού που μας αγάπησε.»
Ο Παύλος εκφράζει την βεβαιότητα του ότι καμμία απ” αυτές τις προσπάθειες δεν θα μπορέση να αποσπάση τον πιστό απ” τα χέρια της αγάπης του Χριστού, που τον αγκαλιάζουν. Υπάρχει σ” αυτή την αγάπη μια δύναμη, που βοηθά να ξεπερασθούν όλες οι αδυναμίες της αποθάρρυνσης, όλες οι καθιζήσεις της αμφιβολλίας, όλοι οι φόβοι της σάρκας, και ο τρόμος της εκτέλεσης.
Ο Παύλος δεν λέγει απλά «νικώμεν», αλλά «υπερνικώμεν». Υπάρχει μια περίσσεια δύναμης. Μπορούμε να υπερνικήσωμε τις χειρότερες δοκιμασίες, εάν ο Κύριος τις επιτρέψη. Και με τι δύναμη; Αντί να πει ο Απόστολος, «μέσω της αγάπης του Χριστού», λέγει, «μέσω του Κυρίου που μας αγάπησε». Είναι το πρόσωπο Του που ενεργεί μέσα μας, διότι είναι Αυτός ο Ίδιος στην αγάπη Του που μας στηρίζει. Αυτή η αγάπη δεν είναι μια απλή σκέψη του μυαλού μας. Είναι μια δύναμη που εκπηγάζει απ” Αυτόν.
Ίσως τεθεί η ερώτηση, εάν υπάρχει Χριστιανός που ν” αρνήθηκε την πίστη του στα παθήματα ή στην εκτέλεση. Ναί υπάρχει, και αυτό διότι εδώ ο Απόστολος δεν μιλά για μαθηματικές βεβαιότητες. Είναι γεγονότα της ηθικής ζωής που αναφέρονται εδώ, και σ” αυτή την ζωή η ελευθερία του ατόμου πάντα έχει να παίξη το μέρος της, όπως είχε απ” την πρώτη στιγμή της πίστης. Εκείνο που ο Παύλος εννοεί είναι ότι, τίποτα δεν μπορεί να μας αποσπάση από τα χέρια του Χριστού παρά την θέληση μας, και τόσο όσο εμείς οι ίδιοι δεν αρνηθούμε να μένωμε σ” αυτά (σύγκρινε Ιωάννη Ι 28-30).

Εδάφια 38,39
«Πέπεισμαι γαρ ότι ούτε θάνατος ούτε ζωή ούτε άγγελοι ούτε αρχαί ούτε δυνάμεις ούτε ενεστώτα ούτε μέλλοντα ούτε ύψωμα ούτε βάθος ούτε τις κτίσις ετέρα δυνήσεται ημάς χωρίσαι από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών.»
«Διότι είμαι πεπεισμένος, ότι ούτε θάνατος, ούτε ζωή, ούτε άγγελοι, ούτε αρχαί, ούτε δυνάμεις, τίποτε εις το παρόν, τίποτε εις το μέλλον, τίποτε εις τα ύψη, τίποτε εις τα βάθη, κανένα άλλο δημιούργημα δεν θα μπορέση να μας χωρίση από την αγάπην του Θεού, την οποίαν έδειξε δια του Χριστού Ιησού του Κυρίου μας».

Το «γαρ» σημαίνει: «Κανέναν απ” τους αναφερομένους εχθρούς δεν είναι να φοβόμαστε, διότι σ” όλη την οικουμένη δεν υπάρχει ούτε ένα ον που να φοβόμαστε».
Δεν πρέπει βέβαια να ξεχνάμε το «ει γε επιμένετε τη πίστει», που ο ίδιος ο Παύλος έγραψε, Κολοσσαείς Α23, ούτε παραδείγματα τέτοια όπως του Δημά, Β” Τιμόθεο Δ10. Είναι δι” υπομονής, εδάφιο 25, δια πίστεως στην αγάπη του Χριστού, που αυτή η αγάπη ασκεί την ακατανίκητη της δύναμη επάνω μας.
Η πεποίθηση που εκφράζεται εδώ απ” τον Απόστολο δεν έχει εφαρμογή στον εαυτόν του μόνον, αλλά και σε όλους τους πιστούς («ημάς», εδάφιο 39).
Οι εχθροί τώρα που υψώνονται εμπρός στην θέα του φαίνεται να προχωρούν σε ζευγάρια. Το πρώτο ζευγάρι είναι «θάνατος» και «ζωή».
«Θάνατος»: Ο Απόστολος έχει κατά νουν το μαρτύριο, ο φόβος του οποίου μπορεί να οδηγήση σε αποστασία. Με τον θάνατο και τις αγωνίες του αντιπαραθέτει την ζωή με τους περισπασμούς της, τα ενδιαφέροντα της, και τα θέλγητρα της. Τούτα όλα μπορούν να οδηγήσουν σε χλιαρότητα και απιστία, όπως στην περίπτωση του Δημά.
Το δεύτερο ζευγάρι είναι «άγγελοι» και «αρχαί».
«Αρχαί» μπορούν να θεωρηθούν σαν μια τάξη αγγέλων ανωτέρων των κοινών αγγέλων – αρχάγγελοι. Αλλά μια και στα άλλα ζευγάρια πάντα βρίσκεται μια αντίθεση χαρακτήρα, είναι και εδώ φυσικό να εφαρμόσωμε αυτούς τους δύο όρους σε πνεύματα αντιθέτου είδους, τον πρώτο σε καλούς αγγέλους, τον δεύτερο σε κακούς αγγέλους.
Ίσως κάποιος ρωτήσει, πως είναι δυνατόν καλοί άγγελοι να εργασθούν να μας χωρίσουν απ” τον Χριστό; Τούτο μπορεί να είναι μόνον μια υπόθεση, σαν εκείνη του Γαλάτας Α8. Πέραν αυτού, μπορεί κάτι που είναι καλό, χωρίς την δική του πρόθεση, να μας βγάλη έξω απ” τον δρόμο μας, εάν η προσκόλληση μας, ο θαυμασμός μας σταματά σ” αυτό, στο δημιούργημα, αντί να υψώνεται προς τον Θεό.
Το «δυνάμεις» δεν το αναφέρουν όλοι οι κώδικες. Εάν είναι αυθεντικό, είναι συνώνυμο με το «αρχές».
Τρίτο ζευγάρι, «ενεστώτα», «μέλλοντα». Ο πρώτος όρος, «ενεστώτα», που σημαίνει τα ήδη παρόντα, περιλαμβάνει όλα τα γήινα ενδεχόμενα, περιλαμβανομένου και του θανάτου. Ο δεύτερος, όλα που μας περιμένουν στην μελλοντική ζωή.
«Ύψωμα» και «βάθος». Εδώ ίσως να εννοούνται δυνάμεις του αοράτου κόσμου. Οι μεν να είναι εκείνες που μας υψώνουν στον «τρίτο ουρανό» («ύψωμα»), αλλά σε μια στιγμή, λόγω υπερηφάνειας, ή λόγω αισθησιασμού που εξάφθηκε βίαια, μπορούν να προκαλέσουν τις πλέον τρομερές πτώσεις στην καρδιά του πτωχού άνθρωπου που βρέθηκε στα χέρια τους. Οι άλλες ίσως είναι εκείνες που μας βυθίζουν στις πλέον μυστηριώδεις και ανείπωτες αγωνίες («βάθος»), σαν εκείνη του Ιησού στην Γεθσημανή, όταν φώναξε, «Περίλυπος είναι η ψυχή μου έως θανάτου». Να θυμηθούμε τι Αυτός πρόσθεσε αμέσως μετά: «Αυτή είναι η ώρα σας και η εξουσία του σκότους».
Μια άλλη ερμηνεία είναι αυτή: «Τίποτα υψηλό, που παρουσιάζει μια ορατή αντίθεση, μια απροκάλυπτη ανυπακοή στο θέλημα του Θεού, και τίποτα βαθύ, που εργάζεται με ύπουλες μηχανοραφίες». Άλλοι το ερμηνεύουν, «καλή τύχη και κακή τύχη». Άλλοι, «τιμή και ατιμία». “Αλλοι, «η σοφία των αιρετικών και οι λαϊκές προκαταλήψεις». Άλλοι, τέλος, «οι αντίθετες διαστάσεις του χώρου».
«Κτίσις ετέρα». Συνήθως το ερμηνεύουν, «Κανένα άλλο δημιούργημα». Αλλά αυτή η ερμηνεία θα ήταν μάλλον πτωχή, μετά από εκφράσεις τόσης μεγάλης περιεκτικότητας, σαν και αυτές που προηγούνται. Πέραν αυτού, δύσκολα ταιριάζει και με την λέξη «ετέρα», που σημαίνει «διαφορετική», και όχι απλώς «άλλη». Ο Παύλος μάλλον βλέπει εδώ όλη τούτη την δημιουργία, εμπρός στην οποία έχει αποκαλυφθεί το μεγαλύτερο θαύμα της θείας αγάπης, να εξαφανίζεται. Και ερωτά, εάν μια νέα δημιουργία προκύψη, και θαύματα πιο μεγαλειώδη επιδειχθούν εμπρός στα μάτια του ανθρώπου, ερωτά εάν σ” αυτούς τους νέους αιώνες ο σταυρός θα διατρέξη τον κίνδυνο να εκλείψη, και η αγάπη του Θεού εν Ιησού Χριστώ να σβύση στην λήθη του παρελθόντος. Και βεβαιώνει με τόλμη ότι, οποιεσδήποτε καινούργιες δημιουργίες διαδεχθούν η μία την άλλη, το πρώτο μέρος στην καρδιά των πιστών θα παραμένη πάντα για την λυτρωτική αγάπη, της οποίας τούτοι υπήρξαν αντικείμενα εδώ κάτω.
Ο Παύλος εδώ μιλά για την αγάπη του Ιησού σαν την αγάπη του Ιδίου του Θεού. Και τούτο διότι είναι στην αγάπη του Ιησού που η αγάπη του Θεού ενσαρκώθηκε για μας, και γίνεται η αιώνια άγκυρα απ” την οποία η πίστη μας κρατιέται για όλη την αιωνιότητα. Σύγκρινε το Ε15 και Λουκά ΙΕ όπου η συμπάθεια του Θεού ταυτίζεται πλήρως με το έργο του Ιησού Χριστού στην γη.
Τελειώνοντας τώρα με το κεφάλαιο Η να πούμε ότι αυτό το χωρίο, που μόλις μελετήσαμε, συνοψίζει όλα εκείνα που ο Παύλος έχει μέχρι τώρα εκθέσει σ” αυτή την Επιστολή, και μας αφήνει, εδώ στο τέλος, πρόσωπο προς πρόσωπο με την σωτηρία που κατά θεϊκό τρόπο ετοιμάσθηκε, και η οποία είναι πλήρης, βεβαιωμένη, και θεμελιωμένη μόνον στην πίστη, να την κατανοήσωμε και να την οικειοποιηθούμε μέσω αυτής. Στην συνέχεια τώρα, μετά από μια στιγμή ενατένισης και ανάπαυσης, μας παίρνει πάλι από το χέρι, να μας οδηγήση στο θέατρο της ιστορίας του κόσμου, για να μας δείξη αυτό το θείο έργο να εκτυλίσσεται εκεί.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9

Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ Θ1 – ΙΑ36
Αναφέροντας το θέμα το οποίο είχε σκοπό ν” αναπτύξη (Α16,17), ο Απόστολος είχε εισάγει ένα στοιχείο ιστορικής φύσης, το οποίον δεν μπορούσε παρά ν” αναπτύξη σε κάποιο σημείο της Επιστολής του. Αυτό ήτο: «Στους Ιουδαίους πρώτα, και επίσης στους Έλληνας». Ποιά θέση παίρνει η σωτηρία, καθώς τούτη εκτίθεται στο Ευαγγέλιο του, σε κείνες τις δύο μεγάλες διαιρέσεις του ανθρωπίνου γένους, αν τις κυττάξης απ” το σημείο της θρησκευτικής τους ανάπτυξης; Και ειδικά, πως συνέβη ώστε ο Ιουδαϊκός κόσμος, για τον οποίον προορίσθη κατά πρώτον η σωτηρία, να δειχθή ο πλέον ανυπότακτος σ” αυτή την τελική αποκάλυψη του θείου ελέους; Το γεγονός αυτό δεν δίνει αφορμή για μια σοβαρή αντίρρηση προς την αλήθεια του ιδίου του Ευαγγελίου, και προς την Μεσσιανικότητα που αποδίδεται στο πρόσωπο του Ιησού από την νέα πίστη;
Ένας Ιουδαίος μπορεί να σκεφθή ως εξής: Ή το Ευαγγέλιο είναι αληθές, και ο Ιησούς πράγματι ο Μεσσίας – αλλά σ” αυτή την περίπτωση οι θείες υποσχέσεις που προηγουμένως δόθηκαν στον Ιουδαϊκό λαό, και οι οποίοι τώρα απορρίπτουν τον Μεσσία και την σωτηρία Του, μηδενίζονται. Ή ο Ισραήλ είναι και παραμένει για πάντα, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει δυνάμει της εκλογής του, ο λαός του Θεού – οπότε σ” αυτή την περίπτωση το Ευαγγέλιο θα πρέπει να είναι ψέμμα, και ο Ιησούς ένας απατεώνας. Έτσι το δίλημμα φαινόταν να είναι: Ή να βεβαιώσωμε την πιστότητα του Θεού στην εκλογή Του και ν” αρνηθούμε το Ευαγγέλιο, ή να βεβαιώσωμε το Ευαγγέλιο, και ν” αποδώσωμε ψέμμα στην θεία εκλογή και πιστότητα (όσον αφορά τον λαό Ισραήλ).
Ο Απόστολος θα πρέπει να συναντούσε αυτό το πρόβλημα κάθε φορά που έδινε μαρτυρία για το Ευαγγέλιο του Χριστού. Το κήρυγμα δε της σωτηρίας δια πίστεως, χωρίς τον νόμο, θα παρουσίαζε μια σοβαρή παράλειψη, εάν δεν έδινε μια λύση στο πρόβλημα γύρω από τον χαρακτήρα και την φύση του Θεού, πρόβλημα που το δημιουργούσε το μεγαλύτερο αίνιγμα στην ιστορία, η απόρριψη του εκλεγμένου λαού.
Η περιοχή που εδώ ο Παύλος εισέρχεται, είναι μια απ” τις πιο δύσκολες και πιο βαθειές για το μυαλό του ανθρώπου. Είναι η εξήγηση της θείας διακυβέρνησης όσον αφορά τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο Παύλος εξετάζει τούτο το θέμα όχι στο σύνολο του, αλλά μόνον αναφορικά με την τύχη του Ισραήλ. Για να μιλήσωμε με ακρίβεια, καταπιάνεται μ” ένα ιστορικό και όχι ένα δογματικό πρόβλημα.
Εκείνο το οποίο υπερασπίζεται εδώ είναι ο Ίδιος ο Θεός και το έργο Του στο ανθρώπινο γένος δια του Ευαγγελίου. Εργάζεται να διαλύση την σκιά που μπορεί να πέση στον χαρακτήρα του Θεού, ή στην αλήθεια του Ευαγγελίου, λόγω της απιστίας του εκλεγμένου λαού.
Τούτο το θεμα ήταν μια από τις πιο σπουδαίες ερωτήσεις στην περίοδο της θεμελίωσης της Εκκλησίας. Πως, σε μια δεδομένη στιγμή χρόνου, μπορεί ο Θεός να απορρίπτη εκείνους τους οποίους είχε ο Ίδιος επιλέξει; Είναι αυτό το πράγμα δυνατό; Ο Απόστολος επιλύει αυτό το πρόβλημα τοποθετούμενος διαδοχικά σε τρία σημεία άποψης:
1) Εκείνο της απόλυτης ελευθερίας του Θεού αναφορικά με κάθε δήθεν αποκτηθέν δικαίωμα επάνω Του, εκ μέρους του ανθρώπου. Αυτό είναι το θέμα του κεφαλαίου Θ.
2) Εκείνο της νομιμότητας της χρήσης που ο Θεός έχει κάνει της ελευθερίας Του στην υπό ερώτηση περίπτωση. Αυτό είναι το θέμα του κεφαλαίου Ι, όπου ο Παύλος δείχνει ότι ήταν ο Ισραήλ, λόγω έλλειψης κατανόησης, που έσυρε επάνω του την τύχη που τον βρήκε.
3) Εκείνο της χρησιμότητας αυτού του τόσο μη αναμενομένου μέτρου (της απόρριψης τους). Αυτό αποτελεί το θέμα του κεφαλαίου ΙΑ, όπου αναπτύσσονται οι ωφέλιμες συνέπειες της απόρριψης του Ισραήλ, έως του δοξασμένου της τελικού αποτελέσματος.
Η Ελευθερία του Θεού αναφορικά με την Εκλογή του Ισραήλ. Θ1-29.
Ο Απόστολος ανοίγει αυτό το τμήμα της Επιστολής του με μια εισαγωγή, στην οποία εκφράζει την βαθειά του λύπη γι” αυτό το μυστηριώδες γεγονός που πρόκειται να τον απασχολήση, εδάφια 1-5. Μετά δείχνει πως η ελευθερία του Θεού τίθεται σε πλήρες φως από το θεοκρατικό παρελθόν (εδάφια 6-13), και απο τις πολύ καθαρές Γραφικές δηλώσεις (εδάφια 14-24). Τέλος, θυμίζει ότι η χρήση που ο Θεός τώρα κάνει αυτής της ελευθερίας σε σχέση με τους Ιουδαίους, είχε καθαρά προλεχθεί (εδάφια 25-29). Αυτή η τελευταία ιδέα σχηματίζει και την μετάβαση στο επόμενο τμήμα, που αναφέρεται στην νομιμότητα της εφαρμογής που ο Θεός έχει κάνει του κυριαρχικού Του δικαιώματος στους Ιουδαίους (κεφάλαιο Ι). Το κεφάλαιο Ι θα έπρεπε ν” αρχίζει στο εδάφιο 30 του κεφαλαίου Θ Εδάφια 1-5.

Εδάφια 1-2
«Αλήθεια λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι της συνειδήσεως μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι λύπη μοι εστι μεγάλη και αδιάλειπτος οδύνη τη καρδία μου».
«Την αλήθειαν λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι. Με βεβαιώνει και η συνείδηση μου δια του Αγίου Πνεύματος, ότι υπάρχει λύπη μεγάλη και αδιάκοπος πόνος εις την καρδιά μου».

Το αίσθημα της θριαμβευτικής χαράς που εξέφρασε στο τέλος του προηγουμένου κεφαλαίου, όταν είδε τα πτωχά, καταδικασμένα και χαμένα δημιουργήματα, μέσω της δικαίωσης της πίστης και του αγιασμού του Πνεύματος, να φθάνουν στο κατώφλι της δόξας, το διαδέχεται τώρα η λύπη, καθώς βλέπει τον πάνω απ” όλα αγαπημένον του Ισραήλ να στερείται ακόμα αυτές τις ευλογίες. Έχει μόλις παρακολουθήσει έναν λαό εκλεγμένων και δοξασμένων να υψώνεται από ανάμεσα την πεσμένη ανθρωπότητα, και ο Ισραήλ να λείπει από ανάμεσα τους…!
«Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι»: Ένας άνθρωπος, ακόμα και ο πιο φιλαλήθης, μπορεί να υπερβάλλει λέγοντας τι αισθάνεται. Αλλά στα μάτια του Παύλου υπάρχει κάτι τόσο άγιο εν Χριστώ, ώστε στην καθαρή και φωτεινή ατμόσφαιρα της αισθητής Του παρουσίας, κανένα ψέμμα, ακόμα και καμμία υπερβολή δεν είναι δυνατή.
Το «ου ψεύδομαι» μπορούμε να το αποδώσωμε εδώ: «Δεν ψεύδομαι βεβαιώνοντας ότι…Είναι κάτω απ” την θέα του Χριστού που δηλώνω ό,τι λέγω εδώ». Ο Παύλος δηλώνει ότι κατά την ίδια στιγμή που δίνει την μαρτυρία, αισθάνεται, μέσω του Αγίου Πνεύματος, την αίσθηση αυτής της κοινωνίας με τον Κύριο («εν Χριστώ»).
«Συμμαρτυρεί»: Μαρτυρεί σε συμφωνία με την δική μου δήλωση («Επί του στόματος δύο και τριών μαρτύρων θα βεβαιώνεται κάθε λόγος»). Φαίνεται σαν ο Παύλος να επιθυμούσε να βεβαιώση την δήλωση του με μια διπλή μαρτυρία, εκείνη της συνείδησης του, και εκείνη του Αγίου Πνεύματος.
Γιατί όμως ξεκινά με τόσο δραματικό τρόπο καθώς εισέρχεται στο θέμα του; Θα το καταλάβωμε όταν σκεφθούμε τι έχει υπ” όψιν να αναπτύξη, την απόρριψη του Ισραήλ. Και ήταν αυτός που οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν ότι εκινείτο σ” όλο του το έργο από ένα πνεύμα εχθρικό προς τον λαόν του. Εκείνο που κάνει εδώ είναι να εκφράση τα πραγματικά του αισθήματα.

Εδάφιο 3
«Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ, ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα».
«Θα ευχόμουν μάλιστα να είμαι εγώ ο ίδιος ανάθεμα, μακρυά από τον Χριστόν, χάριν των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου».

Το «ηυχόμην» σπρώχνει αυτή την ευχή στο παρελθόν, και σ” ένα παρελθόν που πάντα παραμένει ατελείωτο, έτσι ώστε αυτή η έκφραση να παίρνη μακρυά από την ευχή κάθε δυνατότητα πραγματοποίησης. Άρα η έννοια είναι: «Εύχομαι, εάν μια τέτοια επιθυμία θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθή…»
Δεν απαιτείται βέβαια να ρωτήσει κάποιος πως αυτή η ευχή θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθή, μια και ο ίδιος ο Παύλος δηλώνει ότι είναι κάτι το αδύνατο. Αλλά εάν η πραγματοποίηση της εξαρτιόταν απ” την αγάπη του, θα εξέφραζε σίγουρα μια τέτοια επιθυμία εμπρός στον Κύριο.
Η λέξη «ανάθεμα», από το «ανατίθημι», πάντα δηλώνει ένα αντικείμενο αφιερωμένο στον Θεό. Αλλά αυτή η αφιέρωση μπορεί να έχει σαν σκοπό είτε την συντήρηση του σαν μια ευσεβή προσφορά, π.χ. αυτά που προσφέρονται σ” έναν ναό – σ” αυτή την περίπτωση η μετάφραση των Ο” και η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεί τον όρο «ανάθημα» (ιδέ Λουκάς ΚΑ5) – ή μπορεί να εκπληρωθή δια της καταστροφής του αφιερωμένου αντικειμένου, όπως στην περίπτωση της κατάρας. Οι Ο” και η Καινή Διαθήκη σ” αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούν τον όρο «ανάθεμα», (ιδέ Γαλάτας Α8,9, Α” Κορ. ΙΣΤ22).
Λέγοντας «ανάθεμα από του Χριστού», ο Παύλος έχει προφανώς στο μυαλό του το σπάσιμο του δεσμού που τον ενώνει με τον Χριστό σαν Σωτήρα του. Θα συμφωνούσε, εάν ήταν δυνατόν, να ξαναπέση πίσω, και για πάντα, στην κατάσταση της καταδίκης στην οποία ζούσε, πριν την μεταστροφή του, εάν με την θυσία της σωτηρίας του θα μπορούσε να φέρη την μεταστροφή του λαού του. Πρόκειται για έναν παροξυσμό πατριωτικής αφιέρωσης.
Τα εδάφια 4 και 5 δικαιολογούν την επιθυμία που εκφράσθηκε στο εδάφιο 3, δηλώνοντας τα ένδοξα προνόμια που κάνουν αυτό τον λαό υπερβολικά πολύτιμο σε μια αληθινή Ισραηλιτική καρδιά.

Εδάφιο 4
«Οίτινες εισιν Ισραηλίται, ων η υιοθεσία και η δόξα και αι διαθήκαι και η νομοθεσία και η λατρεία και αι επαγγελίαι».
«Οι οποίοι είναι Ισραηλίται, εις τους οποίους ανήκει η υιοθεσία, η δόξα, αι διαθήκαι, η νομοθεσία, η λατρεία και οι υποσχέσεις».

«Οίτινες»: Πρόσωπα για τα οποία θα άξιζε να δεχθή ακόμα και αιώνια απώλεια.
«Ισραηλίται»: Είναι το όνομα τιμής που τους ανήκει. Είναι ένας τίτλος που βασίζεται στο ένδοξο γεγονός που αναφέρεται στο Γένεση ΛΒ28, και περιέχει όλα τα προνόμια που ακολουθούν.
Αυτά τα προνόμια είναι έξι:
«Υιοθεσία»: Ο Ισραήλ πάντα παρουσιάζεται σαν ο υιός του Κυρίου, ή ο πρωτότοκος μεταξύ όλων των λαών, Έξ. Δ22, Δευτ. ΙΔ1, Ωσηέ ΙΑ1.
«Δόξα»: Αυτός ο όρος δεν εκφράζει την τελική δόξα της Βασιλείας του Θεού, διότι αυτή η δόξα ανήκει και στα Έθνη. Τούτος ο όρος εδώ λαμβάνεται στην ειδική έννοια που έχει συχνά στην Παλαιά Διαθήκη: Είναι η ορατή, η φωτεινή εμφάνιση της παρουσίας του Θεού, Έξ. ΚΔ16, ΚΘ43, Α” Βασ. Η11, Ιεζ. Α28.
«Διαθήκαι»: Αυτή η λέξη δηλώνει τις διάφορες διαθήκες που συνήφθησαν απ” τον Θεό με τους πατριάρχες.
«Νομοθεσία»: Μαζί με τον ίδιο τον νόμο, αυτός ο όρος περιλαμβάνει και την επίσημη δημόσια διακήρυξη του στο βουνό Σινά (σύγκρινε αυτό που λέγει ο ψαλμωδός στον Ψαλμό ΡΜΖ20: «Δεν έκανεν ούτω εις ουδέν έθνος»).
«Λατρεία»: Είναι η Λευιτική λατρεία που θεσπίσθηκε από τον νόμο.
«Επαγγελίαι»: Αυτός ο όρος μας ματαφέρει απ” τις ευλογίες του παρελθόντος στις ακόμα μεγαλύτερες ευλογίες που πρόκειται να έλθουν, τις οποίες ο Θεός υπεσχέθη στον λαό Του.
Εδάφιο 5
«Ων οι πατέρες, και εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Εις τους οποίους ανήκουν οι πατέρες και εκ των οποίων, από ανθρωπίνης πλευράς, κατάγεται ο Χριστός, ο οποίος είναι υπεράνω όλων Θεός ευλογητός αιωνίως. Αμήν.»
Στις ευλογίες μιας απρόσωπης φύσης, ο Παύλος προσθέτει τις ευλογίες που συνίστανται σε ζωντανά πρόσωπα. Τέτοια είναι οι πατριάρχες απ” τους οποίους προήλθε ο λαός, και οι οποίοι είναι οι ρίζες του, και ο Μεσσίας που εβγήκε μέσα απ” τον λαό, που είναι και το άνθος του.
«Ων οι πατέρες»: Εις τους οποίους ανήκουν οι πατέρες σαν εθνική κληρονομιά. Οι ήρωες ενός λαού θεωρούνται σαν οι πλέον πολύτιμοι θησαυροί του. Αλλά ο Απόστολος είναι προσεκτικός να μην εφαρμόση την ίδια έκφραση και στον Μεσσία, πραγμα που θα δήλωνε ότι ο Χριστός είναι κληρονομιά των Ιουδαίων. Εδώ λέγει «εξ ων», «από ανάμεσα των οποίων». Όσον αφορά τον ερχομό Του στην γη, προήλθε απ” αυτούς. Αλλά δεν ανήκει μόνον σ” αυτούς όσον αφορά τον προορισμό Του. Επίσης, ενώ αναγνωρίζει πλήρως ότι ο Χριστος ήλθε απ” τους Ιουδαίους, επισημαίνει ότι αυτός ο τρόπος προέλευσης αναφέρεται μόνον στην ανθρώπινη πλευρά του προσώπου Του, γι” αυτό και προσθέτει αμέσως «το κατά σάρκα».
Ο όρος «σάρκα» περιλαμβάνει εδώ την ανθρωπίνη φύση στο σύνολο της, και είναι λάθος να ψάξωμε να βρούμε σε τούτες τις λέξεις εδώ την αντίθεση μεταξύ της σάρκας και του πνεύματος. Είναι η ίδια η έννοια με το Ιωάννη Α14: «Ο λόγος σαρξ εγένετο». Η αντίθεση εδώ είναι μεταξύ της θείας Του προέλευσης και της ανθρωπίνης, και πιο ειδικά της Ισραηλιτικής.
Ο Παύλος θεωρεί σαν κορώνα όλων των προνομίων που χορηγήθηκαν στον Ισραήλ, το ότι μέσω αυτών ήλθε για τον κόσμο ο Χριστός, ο οποίος τώρα, καθώς υψώθηκε πάνω απ” όλα, είναι Θεός ευλογημένος εις τους αιώνας.
«Επί πάντων»: Μερικοί το μεταφράζουν, «όλων των ανθρώπων», ή «όλων των υπηρετών του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης». Άλλοι, ότι είναι πάνω απ” όλα τα προνόμια που χορηγήθηκαν στον Ισραήλ, άλλοι, πάνω από όλη την οικουμένη. Αυτή η τελευταία έννοια φαίνεται η πιο φυσική, και η πιο σύμφωνη με το κείμενο. Τι μπορεί να αποτελέση τον ανώτατο τίτλο τιμής ενός λαού, εάν όχι το γεγονός ότι έχει δώσει στον κόσμο τον παγκόσμιο μονάρχη.
Και όμως, τέτοια προνόμια δε εξαίρεσαν το Ισραηλιτικό Έθνος από την δυνατότητα μιας απόρριψης. Στην ιστορία ακριβώς αυτού του λαού, που τόσο ιδιαίτερα ευλογήθηκε, υπήρξαν προηγούμενα, κατάλληλα να τους επιστήσουν την προσοχή ενάντια σ” αυτόν τον τρομερό κίνδυνο. Αυτό είναι το σημείο που τονίζει ο Παύλος στο ακόλουθο χωρίο, εδάφια 6-13. Προς τούτο, δανείζεται από την ιστορία τους δύο γεγονότα, τα οποία αποδεικνύουν ότι απ” τις αρχές αυτού του λαού, ο Θεός είχε προχωρήσει με την μέθοδο του αποκλεισμού, αναφορικά με ένα ολόκληρο κομμάτι του εκλεγμένου γένους. Είναι ο Ισαάκ μόνον που θεωρήθηκε εκλεγμένο σπέρμα, μετά τον αποκλεισμό του Ισμαήλ, παρ” όλο που και τούτος ο τελευταίος ήταν επίσης γυιός του Αβραάμ, εδάφια 6-9, και πάλιν, όταν από τα δύο παιδιά του Ισαάκ, προτιμήθηκε ο Ιακώβ, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του απορρίφθηκε, εδάφια 10-13.
Εδάφια 6-13

Εδάφιο 6
«Ουχ οίον δε ότι εκπέπτωκεν ο λόγος του Θεού. Ου γαρ πάντες οι εξ Ισραήλ, ούτοι Ισραήλ».
«Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει διαψευσθή ο λόγος του Θεού. Διότι πραγματικοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται από τον Ισραήλ».

Το «δε» μεταξύ των εδαφίων 5 και 6 είναι εμφατικά αντιθετικό: «Αλλά όλα εκείνα τα προνόμια, εξαίρετα καθώς ήταν, δεν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν τον Ισραήλ ότι ο λόγος του Θεού είπε ότι, η θεία εκλογή θα πρέπει να έχη εφαρμογή σ” όλα τα κατά σάρκα παιδιά του Αβραάμ.»
«Ουχ οίον τε»: «Δεν είναι δυνατόν», «Το πράγμα δεν είναι τέτοιο ώστε κάποιος να μπορεί να πει ότι…», δηλαδή, δεν πρέπει να ερμηνευθή ότι, λόγω της απόρριψης του Ισραήλ, έχει διαψευσθεί ο λόγος του Θεού.
«Ο λόγος του Θεού» εδώ δηλώνει τις υποσχέσεις δια των οποίων ο Ισραήλ έχει διακηρυχθεί ότι είναι ο λαός του Θεού – υποσχέσεις που φαινόταν να εξαιρούν την δυνατότητα της απόρριψης τους.
Το «εκπέπτωκεν» δηλώνει την μη πραγματοποίηση της υπόσχεσης, την ακύρωση της από τα γεγονότα.
«Οι εξ Ισραήλ»: Δηλώνει όλα τα μέλη του Έθνους σε μια δεδομένη στιγμή, σαν απογόνους της προηγουμένης γενιάς.
«Ούτοι Ισραήλ»: Ο Παύλος εντοπίζει ανάμεσα στην μάζα του Έθνους, έναν αληθινόν Ισραήλ, εκείνον τον εκλεγμένον λαό, εκείνο το άγιο υπόλοιπο, για το οποίο μιλά συνεχώς η Παλαιά Διαθήκη, και στο οποίο μόνον αναφέρεται η απόφαση της εκλογής.
Τα δύο ακόλουθα παραδείγματα αποδεικνύουν την δυνατότητα της απόρριψης της μάζας του λαού. Και πρώτα εκείνο του Ισαάκ:

Εδάφιο 7
«Ουδ” ότι εισί σπέρμα Αβραάμ, πάντες τέκνα, αλλ” εν Ισαάκ κληθήσεται σοι σπέρμα».
«Ούτε επειδή είναι απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι πραγματικά παιδιά του, αλλά κατά το υπόδειγμα Ισαάκ θα προέλθουν οι απόγονοι σου».

Οι Ισμαήλ και Ισαάκ ήσαν οι δύο γυιοί του Αβραάμ. Και οι δύο ήσαν σπέρμα του Αβραάμ, αλλά δεν εδικαιούντο και οι δύο, εξ αιτίας αυτού του πράγματος, τον τίτλο του «τέκνου». Ο όρος «τέκνον του Αβραάμ» στην βαθύτερη του έννοια δηλώνει «τέκνο του Θεού», διότι το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι εκείνο των αληθινών μελών της οικογενείας του Θεού.
Το απλό γεγονός της καταγωγής απ” τον Αβραάμ είναι μακρυά από του να κάνη έναν άνθρωπο «τέκνο» του, σ” αυτή την βαθειά έννοια (τέκνο του Θεού). Έτσι ο Θεός εξαιρεί από την θεία οικογένεια κάθε άλλον απόγονο του Αβραάμ εκτός του Ισαάκ και του σπέρματος του, όταν λέγη στον Αβραάμ, Γένεση ΚΑ12: «Εν τω Ισαάκ θα κληθή εις σε σπέρμα». Αυτή η τελευταία λέξη, «σπέρμα», δηλώνει προφανώς το σπέρμα του Αβραάμ, εκείνο που επρόκειτο να παραμείνη ο θεματοφύλακας της υπόσχεσης της σωτηρίας του κόσμου.
Στην φράση «εν Ισαάκ» μπορούμε να ταυτίσωμε το πρόσωπο του Ισαάκ με το σπέρμα του, και να το αντιληφθούμε σ” αυτή την έννοια: «Στο πρόσωπο ακριβώς του Ισαάκ (ως περιέχοντας σ” αυτό όλους τους απογόνους του)».
«Κληθήσεται»: Θα φέρει το όνομα. Το γένος που θα γεννηθή απ” τον Ισαάκ, αυτό θα φέρει το όνομα του «σπέρματος».

Εδάφιο 8
«Τούτ” έστιν ου τα τέκνα της σαρκός ταύτα τέκνα Θεού, αλλά τα τέκνα της επαγγελίας λογίζεται εις σπέρμα.»
«Δηλαδή, παιδιά του Θεού δεν είναι όσοι γεννιώνται κατά τρόπον φυσικόν, αλλά όσοι γεννιώνται από την υπόσχεσιν του Θεού θεωρούνται απόγονοι.»

Σε αυτό το εδάφιο ο Παύλος εξάγει την γενική αρχή απ” το ειδικό γεγονός που μόλις ανέφερε. Η γέννηση του Ισμαήλ προήλθε από την σάρκα, δηλαδή, δεν υπήρχε τίποτα σ” αυτή, παρά ό,τι ήταν ανθρώπινο. Στην γέννηση του Ισαάκ ο Θεός παρενεβλήθη με την υπόσχεση Του. Και ήταν από αυτή την θεία υπόσχεση, σύμφωνα με το κεφάλαιο Δ, που ο Αβραάμ δια πίστεως έσυρε την δύναμη που τον κατέστησε ικανό να γίνη πατέρας του υπεσχειμένου σπέρματος. Σε συνέπεια αυτού του υψηλοτέρου στοιχείου, μόνον ο Ισαάκ και οι απόγονοι του μπορούν να θεωρηθούν ως τέκνα του Θεού. Αυτό είναι που εξηγεί η δεύτερη πρόταση του εδαφίου, όπου το όνομα του σπέρματος δίνεται μόνον στους απογόνους που αποκτήθηκαν δια πίστεως στην υπόσχεση.
Η πρώτη πρόταση αυτού του εδαφίου νομιμοποιεί σιωπηρά την απόρριψη των κατά σάρκα Ιουδαίων, η δεύτερη, την υιοθεσία των Εθνικών που πιστεύουν.

Εδάφιο 9
«Επαγγελίας γαρ ο λόγος ούτος. Κατά τον καιρόν τούτον ελεύσομαι και έσται τη Σάρρα υιός.»
«Διότι ο λόγος της υποσχέσεως είναι ο εξής: κατά τον καιρόν τούτον θα έλθω και η Σάρρα θα έχη υιόν.»

Αυτό το εδάφιο έχει σαν σκοπό να δικαιολογήση την φράση, «τέκνα της υπόσχεσης», εδάφιο 8.
Όταν ο Παύλος λέγει, «επαγγελίας ο λόγος», εννοεί: Ένας λόγος που είχε τον ελεύθερο χαρακτήρα μιας υπόσχεσης, και ο οποίος δεν υπονοεί στο ελάχιστο την αναγνώριση ενός δικαιώματος.
Η αναφορά από την Παλαιά Διαθήκη είναι ένας συνδυασμός των εδαφίων 10 και 14 του Γένεση ΙΗ (μετάφραση των Ο”).
Ο όρος, «κατά τον καιρόν τούτον» δηλώνει: «Τον επόμενον χρόνο, κατά την στιγμή που αυτός ο ίδιος καιρός (αυτή η ίδια εποχή) θα επιστρέψη.»
Αλλά θα μπορούσε ο Ισαάκ και το γένος του, προερχόμενοι από τον Αβραάμ, και αυτό με την μεσολάβηση ενός θείου παράγοντα, να θεωρηθούν, χωρίς καμμία άλλη προϋπόθεση, σαν πραγματικά «τέκνα του Θεού»; Προφανώς όχι. Διότι εάν η πίστη του Αβραάμ σταματούσε ν” ανήκει σ” αυτούς, αυτοί γινόντουσαν πάλιν ένα καθαρά σαρκικό σπέρμα. Τότε, ο ίδιος νόμος της εξαίρεσης που είχε εφαρμοσθεί στον Ισμαήλ προς χάριν του Ισαάκ, θα εφαρμοζόταν και στους απογόνους αυτού του τελευταίου. Και είναι αυτό ακριβώς που συνέβη, καθώς φαίνεται από το δεύτερο παράδειγμα, εκείνο του Ησαύ και του Ιακώβ.

Εδάφιο 10
«Ου μόνον δε, αλλά και Ρεβέκκα εξ ενός κοίτην έχουσα, Ισαάκ του πατρός ημών.»
«Και όχι μόνον αυτό, αλλά και η Ρεβέκκα, από έναν άνδρα, τον πατέρα μας Ισαάκ, συνέλαβε παιδιά.»

Αυτό το δεύτερο γεγονός είναι ακόμα πιο σπουδαίο από το προηγούμενο. Είμαστε τώρα στην καθαρή γραμμή του Αβραάμ δια του Ισαάκ, τον πρόγονο από τον οποίον είναι το υπεσχειμένο σπέρμα. Και όμως, η σύζυγος του βλέπει εκείνη την θεία επιλογή που είχε ασκηθεί αναφορικά με τους γυιούς του Αβραάμ, να ασκείται και μεταξύ των δικών της παιδιών.
Στο «Ρεβέκκα» μπορούμε να συμπληρώσωμε: «Επάθη το αυτό», δηλαδή, και σ” αυτή συνέβη το ίδιο.
Το «εξ ενός» αναφέρεται λόγω της αντίθεσης τούτης της περίπτωσης με την περίπτωση του Ισαάκ και του Ισμαήλ. Εκεί υπήρχαν δύο μητέρες και έτσι μπορεί να δικαιολογηθή η προτίμηση που δόθηκε στον Ισαάκ. Εδώ που τα παιδιά ήσαν από την ίδια μάννα, η μόνη δυνατή διαφορά θα ήταν από την πλευρά του πατέρα. Αλλά πρόκειται για δίδυμα, άρα η προέλευση ήταν κοινή πέρα για πέρα. Οπότε κανένα εξωτερικό κίνητρο ή προτίμηση δεν θα μπορούσε να εμπηρεάση την θεία εκλογή. Αυτό είναι που δηλώνεται ακόμα μια φορά με τις τελευταίες λέξεις: «Ισαάκ του πατρός ημών».
Το «ημών», αναμφίβολλα, εφαρμόζεται πρώτα στους Ιουδαίους, αλλά επίσης και στους Χριστιανούς σαν παιδιά του Ισαάκ δια πίστεως (Δ1).

Εδάφιο 11
«Μήπω γαρ γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ” εκλογήν του Θεού πρόθεσις μένη».
«Και ενώ δεν είχαν ακόμη γεννηθή και δεν είχαν κάνει τίποτα καλόν ή κακόν, δια να μείνη η πρόθεσις του Θεού κατ” εκλογήν.»

Τούτο μπορούμε να το αποδώσουμε κάπως έτσι: «Ή μάλλον, η προτίμηση στον Ιακώβ δόθηκε, πριν ακόμα την γέννηση των διδύμων, πριν αυτοί κάνουν κάποια πράξη, οτιδήποτε. Άρα δεν θεμελιώθηκε σε κάποια ιδιαίτερη αξία που μπορεί να είχε ο Ιακώβ».
Αναμφίβολλα, μπορεί κάποιος να πει στον Παύλο, ο Θεός προείδε τα καλά έργα του Ιακώβ και τις κακές πράξεις του Ησαύ, οπότε η προτίμηση στον Ιακώβ θεμελιώθηκε πάνω σ” αυτή την πρόβλεψη. Και προς υποστήριξη αυτής της θέσης, μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθή μια λέξη που ανέφερε ο ίδιος ο Παύλος στο Η29, εκείνη της «πρόγνωσης».
Εδώ, υποθέτοντας ότι ο Παύλος ήθελε να συζητήση την ερώτηση διεξοδικά, μπορούσε να απαντούσε με την σειρά του, ότι η θεία πρόβλεψη, στην οποία βασίζεται η εκλογή, δεν αναφέρεται σε κανένα έργο οτιδήποτε, σαν ικανό να δώση κάποια αξία προς χάριν του εκλεγμένου, αλλά μόνον στην πίστη του. Και η πίστη δεν μπορεί να προσδώση κάποια αξία, μια και η ίδια συνίσταται ακριβώς σε αποκήρυξη κάθε αξίας, μη όντας τίποτα άλλο παρά η ταπεινή αποδοχή του δώρου, που προσφέρεται ελεύθερα. Πίστη που προβλέφθηκε είναι λοιπόν τελείως διαφορετικό πράγμα από έργα που προβλέφθηκαν. Τα τελευταία θα συνιστούσαν ένα δικαίωμα. Η πίστη περιέχει μόνον μια ηθική προϋπόθεση, εκείνη δηλαδή η οποία έπεται από το γεγονός ότι, η κατοχή στην περίπτωση ενός ελευθέρου όντος υποθέτει αποδοχή. Έργο που προβλέφθηκε θα επέθετε υποχρέωση στον Θεό, και θα αφαιρούσε από την ελευθερία της χάρης Του. Πίστη που προβλέφθηκε υπηρετεί μόνο στο να κατευθύνη την άσκηση της.
Να διευκρινίσωμε πάλι εδώ ότι, η πίστη η ίδια δεν προσδίδει κάποια αξία, για την οποία απαιτείται αμοιβή εκ μέρους του Θεού, ή κάποια προτίμηση, σ” αυτόν που την έχει. Το ν” απλώσης το χέρι να πάρης το δώρο δεν είναι έργο προς αμοιβή, αντίθετα, δείγμα αναξιότητας και ανάγκης είναι. Και η σωτηρία μας, ειδικά, δεν είναι για λογαρισμό της πίστης μας, αλλά μέσω αυτής.
Το «να αποδεχθής» και το «να το αξίζης» είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλά ο Απόστολος δεν εισέρχεται σ” αυτή την συζήτηση, και απλά αναφέρει το γεγονός ότι δεν ήταν καμμία αξία από μέρους του Ιακώβ, που ανάγκασε τον Θεό να οργανώση το σχέδιο Του έτσι όπως το έκανε. Αυτό το σχέδιο βέβαια δεν συνελήφθη αυθαίρετα, αλλά και δεν περιέχει τίποτα που να του δίνη τον χαρακτήρα μιας υποχρέωσης ή ενός χρέους.
Εκείνο που ο Θεός ήθελε, με το να εκλέξη το νεώτερο από τα δύο παιδιά, και να παραμερίση το μεγαλύτερο, ήταν να παραμείνη άθιχτη η ελευθερία Του να οργανώνη τα σχέδια Του δυνάμει της ελεύθερης Του εκλογής μεταξύ των ατόμων.
«Η κατ” εκλογήν του Θεού πρόθεσις». «Πρόθεσις» είναι ο αιώνιος σκοπός Του, ιδέ σχόλια πάνω στο Η27. Αυτός ο σκοπός για να πραγματοποιηθή χρειάζεται όργανα από ανάμεσα στους ανθρώπους. Και είναι στην εκλογή αυτών των ατόμων που η λέξη «εκλογή» αναφέρεται.
Η έκφραση, «η κατ” εκλογήν πρόθεσις του Θεού», δηλώνει λοιπόν ένα σχέδιο ενεργειών στην προετοιμασία της σωτηρίας, στο οποίο ο Θεός προχωρά δυνάμει μιας εκλογής που Αυτός έχει κάνει μεταξύ ορισμένων ατόμων, για να εξασφαλίση τον άνθρωπο που ταιριάζει πιο καλά στα σχέδια Του. Ένα τέτοιο σχέδιο είναι το αντίθετο ενός σχεδίου θεμελιωμένου πάνω στο δικαίωμα ή την αξία κάποιου από εκείνα τα άτομα.
Η ελεύθερη θέληση του Θεού πράγματι θα τελείωνε, εάν κάποιος άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε, θα μπορούσε να Του πει: «Έχω το δικαίωμα να εκλεγώ και να χρησιμοποιηθώ από σένα, εγώ παρά εκείνος ο άλλος.» Υποθέστε ότι ο Σαούλ είχε εκλεγεί βασιλιάς βάσει κάποιας δικής του αξίας. Όταν θα ερχόταν ο καιρός να τον αντικαταστήση με τον Δαβίδ, ο Θεός θα είχε τα χέρια Του δεμένα. Κατά παρόμοιο τρόπο, δυνάμει του δικαιώματος του σαν μεγαλύτερος, ο Ησαύ έπρεπε αναγκαστικά να έχη γίνει ο κληρονόμος της υπόσχεσης, ένας άνθρωπος που ταίριαζε τόσο λίγο στους σκοπούς του Θεού. Το σχέδιο και η εκλογή του Θεού θα πρέπει λοιπόν να είναι ελεύθερα από κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, ώστε η θέληση του μόνου Σοφού και Αγαθού να μπορή να ασκηθή χωρίς εμπόδιο. Αυτή είναι η αρχή της διακυβέρνησης Του, που ο Θεός επιθυμούσε να διαφυλάξει, εκλέγοντας τον νεώτερο αντί του μεγαλυτέρου, στην περίπτωση που αναφέρει εδώ ο Παύλος.
«Μένη»: Να μπορή να σταθή καλά εδραιωμένη στην συνείδηση. Αλλά ίσως εδώ είναι κάτι περισσότερο στην σκέψη του Παύλου. Ίσως να εννοεί, «να μπορή να σταθή στην πραγματικότητα». Η ελευθερία του Θεού θα διακινδύνευε, εάν κάποια ανθρώπινη αξία ρύθμιζε την εκλογή Του. Ο Θεός ο οποίος είχε καθορίσει να χρησιμοποιήση τον Ιακώβ και να παραμερίση τον Ησαύ, θα μπορούσε να είχε κάνει τον Ιακώβ να γεννηθή πρώτος. Εάν δεν το έκανε έτσι, είναι ακριβώς για τον λόγο του να μπορή να παραμένη το δικαίωμα της ελεύθερης εκλογής Του εδραιωμένο και άθικτο.
Χρησιμοποιόντας τώρα ο Παύλος τον ενεστώτα «μένη», αντί του αορίστου «μείνη», επεκτείνει αυτή την συνέπεια του γεγονότος σ” όλες τις εποχές. Άρα έχει και εφαρμογή στους Ιουδαίους των ημερών του.

Εδάφιο 12
«Ουκ εξ έργων, αλλ” εκ του καλούντος, ερρέθη αυτή ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι».
«Η οποία δεν εξαρτάται από έργα αλλά από εκείνον, ο οποίος καλεί, ελέχθη εις αυτήν, Ο μεγαλύτερος θα δουλέψη τον νεώτερον.»

Η προφητεία που αναφέρεται εδώ λαμβάνεται από το Γένεση ΚΕ23.
Η κατωτερότητα του Ησαύ ως προς τα θεία πράγματα προέκυψε από το σαρκικό πνεύμα του, το οποίο δείχθηκε στην πώληση των πρωτοτοκίων. Όσο για τον λαό που προήλθε απ” τον Ησαύ, η ίδια κατωτερότητα εμφανίσθηκε, πρώτα στο γεγονός ότι το μέρος κατοικίας του ορίσθηκε έξω από την γη της υπόσχεσης, μετά στην υποταγή τους στον Ισραήλ στις μέρες του Δαβίδ, και τέλος, μετά από πολλές εναλλασσόμενες υποταγές και απελευθερώσεις, στην τελική τους ενσωμάτωση στο Ιουδαϊκό κράτος, στις μέρες του Ιωάννη του Υρκανού, και την εξαφάνιση τους απ” τον κατάλογο των Εθνών.

Εδάφιο 13
«Καθώς γέγραπται, τον Ιακώβ ηγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα.»
«Καθώς είναι γραμμένον, Τον Ιακώβ αγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα.»

Τούτη η αναφορά είναι παρμένη από τον Μαλαχία Α2,3 και έχει σαν σκοπό να επιβεβαιώση την προηγουμένη.
Το «καθώς» μπορεί να γίνη αντιληπτό κατά δύο τρόπους: α) Ότι η αγάπη του Θεού για τον Ιακώβ και το μίσος Του για τον Ησαύ, ήταν η αιτία της υποταγής του τελευταίου στον προηγούμενο. β) Μπορεί να θεωρηθή ότι ο Παύλος αναφέρει αυτά τα λόγια του Μαλαχία, διότι δείχνουν μ” ένα χαρακτηριστικό γεγονός στην μετέπειτα ιστορία των δύο λαών, την αλήθεια που ανεφέρθη στο εδάφιο 12 («ο μεγαλύτερος θα δουλέψη τον νεώτερον»).
Ο Μαλαχίας έζησε σε μια περίοδο όταν, μετά την επιστροφή τους απ” την εξορία, ο Ισραήλ είχε μόλις λάβει μια θαυμαστή απόδειξη της προστασίας του Θεού, ενώ ο Εδώμ (οι απόγονοι του Ησαύ) ήταν ακόμα στην ερήμωση. Βλέποντας τα ερείπια απ” την μια μεριά, και την ανοικοδόμηση απ” την άλλη, ο Μαλαχίας διακηρύττει, σαν κάτι που το βεβαιώνει η πράξη, τα θεία αισθήματα αγάπης και μίσους, που αποκαλύπτονται σ” αυτούς τους δύο αντιθέτους τρόπους μεταχείρισης.
Τα «αγάπησα» και «μίσησα» δεν δηλώνουν απλά ότι έχω προτιμήσει τον έναν έναντι του άλλου, αλλά: Επήρα τον Ιακώβ για δικό μου, ενώ παραμέρισα τον Ησαύ. Ο Θεός έχει κάνει τον έναν θεματοφύλακα της Μεσσιανικής Του υπόσχεσης για την σωτηρία του κόσμου, ενώ αρνήθηκε στον άλλον κάθε συνεργασία στην θεμελίωση της Βασιλείας Του.
Και αυτή η διαφορά στην συμπεριφορά δεν είναι τυχαία. Βασίζεται σε μια διαφορά στα αισθήματα του Ιδίου του Θεού.
Πάνω στο «εμίσησα» ιδέ τα σχόλια στο Λουκά ΙΔ26 («Εάν κάποιος δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα…και την ζωήν του…»)
Η αγάπη του Θεού για τον Ιακώβ δεν είναι γιατί το άξιζε, αλλά ούτε και αυθαίρετη. Όταν σκεφθούμε για τα πολλά και βαρειά αμαρτήματα του πατριάρχη, όταν σκεφθούμε για τις συνεχείς αποστασίες του Ισραήλ, μπορούμε να καταλάβωμε ότι θέμα «αξίας» δεν εισήλθε καθόλου σ” αυτή την περίπτωση. Αλλά όταν λογαριάσωμε την πρόβλεψη του Θεού για την πίστη, και τον τελικό της θρίαμβο πάνω σε κείνον τον άνθρωπο, και σε κείνον τον λαό (την «πρόγνωση», Η29), θα δούμε ότι, ούτε ένα από τα προνόμια που απενεμήθη στον Ιακώβ δεν ήταν αυθαίρετο.
Όσο για τον Ησαύ, ας σημειωθούν οι τρείς ακόλουθες παρατηρήσεις αναφορικά με το «μίσος» του οποίου αυτός είναι το αντικείμενο:
1) Ομιλόντας για τον Ιακώβ και Ησαύ, είτε ως ανθρώπους είτε ως έθνη, ούτε η Γένεση, ούτε ο Μαλαχίας, ούτε ο Παύλος έχουν την αιωνία σωτηρία κατά νουν.
2) Ο Ησαύ, παρόλο που στερήθηκε την υπόσχεση και την κληρονομιά, παρ” όλα αυτά επέτυχε μια ευλογία και μια κληρονομιά για τον ίδιο και τους απογόνους του.
3) Ο χαρακτήρας που κληρονομήθηκε απ” τον πατέρα του γένους δεν είναι τόσο βαθειά τυπωμένος στους απογόνους του, ώστε αυτοί να μην μπορούν να ξεφύγουν απ” αυτόν. Καθώς υπήρχαν στον Ισραήλ αρκετοί Εδωμίτες, άπιστες δηλαδή καρδιές, θα πρέπει να υπήρχαν και πολλοί Ισραηλίτες, πνευματικές δηλαδή καρδιές, στον Εδώμ. Να θυμηθούμε τι λέγεται για τους σοφούς της Θαιμάν, Ιερεμίας ΜΘ 7, και το πολύ σεβαστό πρόσωπο του Ελιφάζ (παρόλο το σφάλμα του) στο βιβλίο του Ιώβ.
Τα δύο παραδείγματα αποκλεισμού από τα θεία σχέδια, του Ισμαήλ και του Ησαύ, αποδεικνύουν ένα γεγονός που ο Ισραήλ έχει αγκαλιάσει με όλη του την καρδιά: Το δικαίωμα του Θεού να τους προικίση με προνόμια εις βάρος των Αράβων (Ισμαήλ), και των Εδωμιτών (Ησαύ), δίδοντας σ” αυτούς το επικρατέστερο μέρος στο έργο της απολύτρωσης, το οποίο φαινόταν να το δικαιούνται αυτοί οι δύο που αποκλείστηκαν, βάσει των προνομίων των πρωτοτόκων. Αλλά τώρα όμως, εάν ο Ισραήλ επεδοκίμαζε την αρχή της θείας ελευθερίας, όταν αυτή εργαζόταν προς χάριν τους, πως θα μπορούσαν να την αποκηρύξουν όταν εστρεφόταν εναντίον τους;
Στην συνέχεια, στο εδάφιο 14, ο Παύλος θέτει μια αντίρρηση που ενδεχομένως να υψωθή, και μ” αυτήν ασχολείται έως το εδάφιο 24: Δεν θίγει η ελευθερία, έτσι όπως αξιώνεται για τον Θεό στις αποφάσεις και επιλογές Του, τον ηθικό Του χαρακτήρα, και ειδικά την δικαιοσύνη Του; Είναι σ” αυτή την ερώτηση που τα εδάφια 14-18 δίδουν απάντηση. Ο Παύλος αποδεικνύει εδώ ότι η Γραφή αναγνωρίζει αυτή την ελευθερία στον Θεό. Και καθώς δεν μπορεί να προσάψη σ” Αυτόν τίποτα ανάξιο Αυτού, πρέπει να γίνη παραδεκτό ότι αυτή η ελευθερία δεν έρχεται σε αντίθεση με τον ηθικό Του χαρακτήρα και την δικαιοσύνη Του. Στην συνέχεια, στα εδάφια 19-24, δείχνει, με μια εικόνα, ότι η ανωτερότητα του Θεού ως προς τον άνθρωπο, θα πρέπει να κάνη να σιωπούν οι υπερήφανες αξιώσεις αυτού του τελευταίου. Μετά εφαρμόζει αυτό στην σχέση του Θεού με τον Ισραήλ.

Εδάφιο 14
«Τι ουν ερούμεν; Μη αδικία τω Θεώ; Μη γένοιτο.»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Ότι ο Θεός είναι άδικος; Μη γένοιτο».

Ο αντίθετος τον οποίον υπονοεί εδώ ο Παύλος είναι ένας Ιουδαίος, ο οποίος νομίζει ότι η κυριαρχική ελευθερία την οποία ο Απόστολος αποδίδει στον Θεό, και δια της οποίας ζητά να δικαιολογήση την απόρριψη του Ισραήλ, αδικεί τον θείο χαρακτήρα. Θα πρέπει, εδώ, να φέρωμε στον νου μας ότι η Ιουδαϊκή συνείδηση, καθώς είχε αναπτυχθεί κάτω από τον νόμο, είχε φθάσει να θεωρή τις δοσοληψίες του Θεού με τον άνθρωπο να εξαρτώνται ολοκληρωτικά από την αξία ή μη του ανθρώπου. Κατ” αυτούς, οι πράξεις του ανθρώπου κανόνιζαν εκείνες του Θεού.

Εδάφιο 15
«Τω γαρ Μωϋσή λέγει, ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω.»
«Διότι εις τον Μωϋσήν λέγει, Θα ελεήσω εκείνον που ελεώ και θα σπλαγχνισθώ εκείνον που σπλαγχνίζομαι.»

Η ίδια η Γραφή, αυτό το θεμέλιο όλων των Ισραηλιτικών θεοκρατικών αξιώσεων, δείχνει την θεία ελευθερία καθώς αυτή διδάσκεται από τον Παύλο. Αυτή λοιπόν η ελευθερία δεν μπορεί να περιέχη καμμία αδικία.
Και πρώτα, μια αναφορά που αποδεικνύει την απουσία, στην περίπτωση του ανθρώπου, κάθε δικαιώματος έναντι του Θεού. Έχει παρθεί από την Έξοδο ΛΓ19, όπου ο Θεός, όταν συγκατατίθεται να ικανοποιήσει την τολμηρή αίτηση του Μωϋσή να δει την δόξα Του με τα γήινα του μάτια, του δίνει να καταλάβη ότι τίποτα σ” αυτόν, παρ” όλα όσα έκανε έως τώρα στην υπηρεσία του Θεού, δεν του εξασφάλιζε κανένα δικαίωμα. Εάν ο Θεός του την χορηγή, δεν είναι γιατί είναι ο Μωϋσής που την ζητά, ή γιατί υπάρχει κάποιο δικαίωμα σ” αυτή του την αίτηση. Είναι καθαρά θέμα χάρης εκ μέρους του Θεού. Είναι λοιπόν η ιδέα της ελεύθερης εκλογής του Θεού που επανεμφανίζεται εδώ.
Η συναίνεση του Θεού στον Μωϋσή δεν είναι βεβαίως μια αυθαίρετη πράξη. Ο Θεός ξέρει γιατί την χορηγεί. Ούτε όμως είναι και ένα δικαίωμα εκ μέρους του Μωϋσή, σαν αυτός να μπορούσε να παραπονεθή στην περίπτωση άρνησης.
«Ελεώ»: Εκφράζει την συμπάθεια της καρδιάς.
«Οικτίρω»: Εκφράζει την αποκάλυψη αυτού του αισθήματος.

Eδάφιο 16
«Άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού».
«Ώστε λοιπόν δεν εξαρτάται από την θέλησιν ή την προσπάθειαν του ανθρώπου, αλλά από το έλεος του Θεού.»

Όταν ο Θεός δίδει, δεν είναι διότι μια ανθρώπινη θέληση («του θέλοντος»), ή ένα ανθρώπινο έργο («του τρέχοντος»), Τον βάζει κάτω από την υποχρέωση, και Τον αναγκάζει να δώση, για να μην είναι άδικος εάν αρνηθή. Ανήκει στον εαυτόν Του η πρωτοβουλία και η υλοποίηση της («Αυτού που ελεεί»), και είναι από δω που εκπηγάζει το δώρο. Αυτός δίνει όχι γιατί το οφείλει, αλλά σαν καρπό της αγάπης Του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ενεργεί αυθαίρετα. Μια τέτοια υπόθεση (ότι ενεργεί αυθαίρετα) εξαιρείται, ακριβώς διότι ο υπό ερώτηση δότης είναι ο Θεός, ο οποίος είναι η ίδια η σοφία, και ο οποίος δεν σκέφτεται τίποτα παρά ό,τι είναι καλό.
Η αρχή που εδώ εκτίθεται περιλαμβάνει το δικαίωμα του Θεού να καλέση τα Έθνη σε σωτηρία, όταν θα ευαρεστιόταν να τους χορηγήση αυτή την χάρη.
Για να μείνωμε λίγο ακόμα στο παράδειγμα του Μωϋσή, δεν ήταν ούτε η ευχή που εξέφρασε στην προσευχή του, ούτε η φροντίδα που με πιστότητα ανέλαβε για τον Ισραήλ στην έρημο, που θα μπορούσαν να τον κάνουν να κερδίση την χάρη που ζήτησε. Και μια και κανένας άνθρωπος δεν θα τον ξεπεράση αναφορικά με την ευσεβή του επιθυμία ή το άγιο του έργο, έπεται ότι ο κανόνας που εφαρμόζεται σ” αυτόν είναι παγκόσμιος. Έτσι αυτό θα είναι πάντα. Ο Ισραήλ ειδικά, θα έπρεπε να αντιληφθή, με το παράδειγμα του Μωυσή, ότι δεν είναι ούτε οι καθορισμένες θεοκρατικές τους υποχρεώσεις που εκτελούν, ούτε το πλήθος των τελετουργικών τους ή ηθικών τους έργων, που μπορούν να μετατρέψουν την σωτηρία σ” ένα χρέος που οφείλεται προς αυτούς από τον Θεό, πράγμα το οποίον απομακρύνει απ” Αυτόν το δικαίωμα να τους απορρίψη, εάν το θεωρήση καλό να ενεργήση έτσι, για λόγους που μόνον Αυτός γνωρίζει.
Αλλά εάν ο λόγος του Θεού προς τον Μωϋσή αποδεικνύει ότι ο Θεός δεν οφείλει την χάρη Του σε κανέναν, όποιος και να είναι αυτός, θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι είναι και ελεύθερος να απορρίψη όποιον Αυτός θέλει; Ναι. Η Γραφή Του αποδίδει ακόμα και αυτό το δικαίωμα. Αυτή η αλήθεια βγαίνει από άλλα λόγια του Θεού, που αναφέρονται στον αντίπαλο του Μωϋσή, τον Φαραώ.

Εδάφια 17,18
«Λέγει γαρ η γραφή τω Φαραώ ότι εις αυτό τούτο εξήγειρα σε, όπως ενδείξωμαι εν σοι την δύναμιν μου, και όπως διαγγελή το όνομα μου εν πάση τη γη. Άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει.»
«Διότι λέγει η γραφή εις τον Φαραώ, Γι” αυτό ακριβώς σε ανύψωσα, δια να δείξω δια σου την δύναμιν μου και να διαλαληθή το όνομα μου εις όλην την γην. Άρα λοιπόν όποιον θέλει ελεεί, και όποιον θέλει τον κάνει σκληρόν.»

Έχοντας αναφέρει μια περίπτωση της ελευθερίας με την οποία ο Θεός χορηγεί την χάρη, ο Παύλος δίνει τώρα ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίον Αυτός σκληραίνει τον άνθρωπο.
Η λογική σύνδεση που εκφράζεται με το «γαρ» είναι αυτή: Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο στην Γραφή, που αποδίδει στον Θεό το δικαίωμα να χορηγή χάρη, μια και Του αποδίδει το ακόμα πιο ακατανόητο δικαίωμα του να καταδικάζει σε σκληρότητα. Αυτά τα δύο δικαιώματα πράγματι υποθέτουν αμοιβαία το ένα το άλλο. Ο Θεός που δεν θα είχε το ένα, δεν θα είχε ούτε το άλλο.
Το αναφερόμενο εδάφιο είναι το Έξοδος Θ16. Ο Θεός προφέρει αυτή την απόφαση μετά την έκτη μάστιγα.
«Εξηγειρα»: Έχω κανονίσει για σένα να εμφανισθής κατ” αυτόν τον καιρό, σ” αυτό το μέρος, και σ” αυτή την θέση. Το υπό ερώτηση θέμα δεν είναι η κακή προδιάθεση που εμπνέει τον Φαραώ, αλλά η όλη θέση και κατάσταση στην οποία αυτός βρίσκει τον εαυτόν του τοποθετημένο από την θεία πρόνοια. Ο Θεός θα μπορούσε να είχε κανονίσει να γεννηθή ο Φαραώ σε μια καλύβα, όπου το υπερήφανο πείσμα του θα είχε επιδειχθεί με όχι λιγότερη επιμονή, αλλά χωρίς καμμία αξιοσημείωτη ιστορική συνέπεια. Απ” το άλλο μέρος, ο Θεός θα μπορούσε να είχε τοποθετήσει στον θρόνο της Αιγύπτου έναν αδύνατο, ευκολομεταχείριστο άνθρωπο, που θα είχε παραδοθεί με το πρώτο κτύπημα. Τι θα είχε συμβεί τότε; Ο Φαραώ στην άσημη του θέση δεν θα ήταν λιγώτερο αλλαζόνας και ξεροκέφαλος. Αλλά ο Ισραήλ θα είχε βγει από την Αγυπτο χωρίς δόξα. Δεν θα είχαμε πληγές την μια κατόπιν της άλλης, ούτε θαυματουργικό πέρασμα της Ερυθράς θάλασσας, ούτε την καταστροφή του Αιγυπτιακού στρατού. Τίποτα απ” όλα αυτά που χαράχτηκαν τόσο βαθειά στην Ισραηλιτική συνείδηση, και τα οποία παρέμειναν για τον εκλεγμένο λαό το αμετακίνητο θεμέλιο της σχέσης τους με τον Ιεχοβά. Και μετά απ” αυτό καμμία επιρροή επίσης στα γειτονικά έθνη. Η όλη ιστορία θα είχε πάρει μια διαφορετική κατεύθυνση.
Δεν ήταν ο Θεός λοιπόν που εδημιούργησε την αδάμαστη υπερηφάνεια του Φαραώ, για να έχη ένα σημείο αντίστασης, και να δείξη την δόξα Του. Αρκέστηκε να την χρησιμοποιήση γι” αυτόν τον σκοπό, όπως την βρήκε. Αυτό είναι που εκφράζεται με το «όπως». Ιδέ πάνω σ” αυτό τα λόγια του ύμνου τους μετά την διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης, Έξοδος ΙΕ14,15. Επίσης και τα λόγια της Ραχαάβ στους κατασκόπους που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή, (Ιησούς του Ναυή Β9,10), και των Γαβαωνιτών στον Ιησού, (Ιησούς του Ναυή Θ9): «…διότι ακούσαμε την φήμη Αυτού και όλα που έκανε στην Αίγυπτο». Έτσι οι καταστροφές που σημάδεψαν την έξοδο τους απ” την Αίγυπτο, και οι οποίες προκλήθηκαν απ” την τυφλή αντίσταση του Φαραώ, έστρωσαν τον δρόμο για την κατάκτηση της Χαναάν. Και ακόμα και στις μέρες μας, οπουδήποτε σ” όλον τον κόσμο διαβάζεται η Έξοδος, η θεία πρόθεση βρίσκει πραγματοποίηση ακόμα μια φορά: «Να δείξω την δύναμη μου, και να κάνω γνωστό το όνομα μου σ” όλη την γη».
Στο εδάφιο 18 έχομε το γενικό συμπέρασμα σε συνδυασμό και με το εδάφιο 16: «Άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει.»
Σ” έναν γυιό που θα παραπονιόταν για τις χάρες που χορηγούνται σ” έναν απ” τους αδελφούς του, και για την σκληρή μεταχείριση στην οποία υποβάλλεται αυτός, δεν θα μπορούσαμε να πούμε: «Ο πατέρας σου είναι ελεύθερος και να δείξη χάρη και να τιμωρήση»; Λαμβανομένου υπ” όψιν όμως ότι ο άνθρωπος που απαντά έτσι δεν συγχέει την ελευθερία με το καπρίτσιο, και υποθέτει ότι ο χαρακτήρας του πατέρα εξασφαλίζει ικανοποιητικά την σοφή και δίκαια άσκηση της ελευθερίας του.
Οι Ιουδαίοι για παράδειγμα, νόμιζαν ότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εγκαταλειφθούν απ” τον Θεό, και σε καμμία περίπτωση οι Εθνικοί δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί απ” Αυτόν. Ο Απόστολος σπάει εδώ τον σιδερένιο κύκλο μέσα στον οποίον αυτός ο λαός ζητούσε να περιορίση την θεία συμπεριφορά προς τους ιδίους και προς τα Έθνη, με το να λένε: Στα Έθνη, οργή. Σε μας, τους μόνους εκλεγμένους, επιείκεια!
«Σκληρύνει», σημαίνει, να πάρει από έναν την αίσθηση του αληθινού, του δικαίου, και ακόμη του χρησίμου, έτσι ώστε αυτός να μην είναι πλέον ανοικτός στις συνετές νουθεσίες και στην ερμηνεία των σοβαρών γεγονότων, που θα έπρεπε να τον στρέψουν μακρυά απο τον κακό δρόμο στον οποίον έχει εισέλθει.
Ειδικά για τον Φαραώ θα πρέπει να πούμε, καθώς φαίνεται καθαρά από την διήγηση της Εξόδου, ότι η σκλήρυνση του ήταν κατά πρώτον δική του ενέργεια. Πέντε φορές λέγεται γι” αυτόν, ότι ο ίδιος σκλήρυνε την καρδιά του (Ζ13,14,22, Η15,32, Θ7, δεν μιλάμε εδώ για το Δ21 και Ζ3, που είναι μια προφητεία), πριν την ώρα που τελικά αναφέρεται ότι ο Θεός τον σκλήρυνε (Θ12). Και ακόμη μετά απ” αυτό, σαν ένα υπόλοιπο ελευθερίας να παρέμενε ακόμα σ” αυτόν, λέγεται για μια τελευταία φορά, ότι αυτός εσκλήρυνε ο ίδιος (Θ34,35). Ήταν ένα γεγονός παράλληλο σαν και αυτό του Ιούδα, που έκλεισε την καρδιά του στην τελευταία έκκληση, που του απηύθυνε έμμεσα ο Κύριος. Τότε τελικά τον Φαραώ, σαν μια τρομερή ανταπόδοση, ο Θεός τον σκλήρυνε πέντε φορές (Ι1,20,27 ΙΑ10 και ΙΔ8). Έτσι, ήταν αυτός ο ίδιος που κατ” αρχάς έκλεισε την καρδιά του πεισματικά ενάντια στην επιρροή που ασκιόταν σ” αυτόν από τα καλέσματα του Μωϋσή, και από τις πρώτες τιμωρίες που έπεσαν επάνω του. Αυτό ήταν η αμαρτία του. Μετά απ” αυτό, αλλά ακόμα μέσα σε όρια, ο Θεός τον κατέστησε κουφό όχι απλά στην φωνή της δικαιοσύνης, αλλά και σε κείνη της υγιούς αίσθησης και της απλής σύνεσης. Αυτή ήταν η τιμωρία του. Δεν είναι λοιπόν ο Θεός που τον ώθησε στο κακό. Ο Θεός, απλά, τον τιμώρησε για το κακό στο οποίο εθελοντικά παραδόθηκε.
Σ” αυτό το «σκλήρυνε» βρίσκομε την ίδια ιδέα με το «παρέδωκε» δια του οποίου ο Απόστολος εκφράζει την κρίση του Θεού πάνω στα Έθνη, για την άρνηση τους να καλωσορίσουν την αποκάλυψη που Αυτός έδωσε για τον εαυτόν Του μέσω της φύσης και της συνείδησης (Α24,26,28). Όταν ο άνθρωπος έχει πεισματικά καταπνίξει το φως που έχει λάβει, και δεν έχει δεχθεί τις πρώτες επιπλήξεις του θείου ελέους, και όταν επιμένει να παραδίδεται στα κακά ένστικτα του, εκεί έρχεται κάποια ώρα που ο Θεός αποσύρει απ” αυτόν την ευεργετική ενέργεια της χάρης Του. Τότε γίνεται αναίσθητος ακόμα και στις συμβουλές της σύνεσης. Αυτός από τούδε είναι σαν ένα άλογο χωρίς χαλινάρι στο στόμα, που τρέχει τυφλό προς την καταστροφή του. Απέρριψε την σωτηρία για τον εαυτόν του, και ήτο ελεύθερος να το κάνει. Αλλά δεν μπορεί να εμποδίση τον Θεό να χρησιμοποιήση αυτόν και την πτώση του, από τώρα και στο εξής, για να εργασθεί την σωτηρία άλλων. Αυτός ο άνθρωπος από στόχος, έχει υποβιβασθεί σε μέσον.
Τέτοια ήταν η τύχη του Φαραώ. Ο καθένας στην Αίγυπτο έβλεπε καθαρά προς τα που έτεινε η παράλογη αντίσταση του. Οι μάγοι του του είπαν (Έξοδος Η19): «Αυτό είναι δάκτυλος Θεού». Οι υπηρέτες του του είπαν (Έξοδος Ι7): «Άφησε αυτόν τον λαό να φύγη». Αυτός ο ίδιος, μετά από κάθε πληγή, ένοιωθε την καρδιά του να κάμπτεται. Κάποτε έφθασε να πει (Θ27): «Αμάρτησα αυτή την φορά. Ο Κύριος είναι δίκαιος». Τώρα ήταν η αποφασιστική στιγμή. Αλλά για μια ακόμη φορά, μετά απ” αυτή την στιγμή του μαλακώματος, εσκλήρυνε και πάλι τον εαυτόν του (Θ33). Τότε τον ανέλαβε η δικαιοσύνη του Θεού. Είχε αρνηθεί να δοξάση τον Θεό ενεργητικά, πρέπει τώρα να Τον δοξάση παθητικά.
Οι Ιουδαίοι δεν απέρριπταν καθόλου αυτή την συμπεριφορά εκ μέρους του Θεού τόσο όσο αφορούσε μόνον τον Φαραώ ή τους Εθνικούς. Αλλά εκείνο που βεβαίωναν, δυνάμει της θείας τους εκλογής, ήτο, ότι ποτέ, και σε καμμία περίπτωση, θα μπορούσαν αυτοί οι ίδιοι να είναι τα αντικείμενα μιας τέτοιας κρίσης. Περιόριζαν την ελευθερία της θείας κρίσης επάνω τους, καθώς περιόριζαν την ελευθερία της θείας χάρης προς τα Έθνη. Ο Παύλος στο εδάφιο μας επαναποκαθιστά και τις δύο αυτές ελευθερίες, εξηγόντας το αποκλειστικό δικαίωμα του Θεού να κρίνη ποιός απ” αυτόν ή εκείνον τον άνθρωπο, κατέχει τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες Αυτός νομίζει σωστό να δείξη σ” αυτόν χάρη, ή εκείνες εξ αιτίας των οποίων θα τιμωρήση τον άνθρωπο σκληρύνοντας τον. Σ” αυτό το θέμα, έτσι αντιληπτό, δεν υπάρχει τίποτα να σοκάρει την συνείδηση, και είναι ολοκληρωτικά προς δόξα του θείου χαρακτήρα.
Θα πρέπει να σημειώσωμε ότι εκείνο που κάνει εδώ ο Παύλος είναι να αποκαλύψη την πλευρά της αλήθειας, που παραβλεπόταν στις μέρες του απ” τον Ιουδαϊκό Φαρισαϊσμό, εκείνη της θείας ελευθερίας. Σίγουρα, εάν ερχόταν σε διαφωνία με έναν αντίθετο που άρχιζε από το άλλο σημείο, και παραμόρφωνε την θεία ελευθερία να την κανη μια καθαρά αυθαίρετη και τυραννική θέληση, ο Παύλος θα είχε αναπτύξει την αντίθετη πλευρά της αλήθειας, εκείνη των ηθικών προϋποθέσεων που λαμβάνονται υπ” όψιν από μια σοφή και αγαθή κυριαρχία σαν αυτή του Θεού.
Ο Απόστολος λοιπόν, έχει έως εδώ αποδείξει απ” την Γραφή την ελευθερία του Θεού να δείξη χάρη όπου το νομίζει σωστό, καθώς επίσης και την ελευθερία Του να τιμωρήση σκληρύνοντας, όπου Αυτός το νομίζει πάλι σωστό. Αλλά ο αντίθετος μπορεί να πει: «Δεκτόν! Ο Θεός έχει το δικαίωμα να με σκληρύνη. Αλλά τουλάχιστον ας μην με κατηγορεί μετά που μ” έχει σκληρύνει». Σ” αυτή την παρατήρηση ο Παύλος απαντά με μια εικόνα, την οποία στην συνέχεια θα εφαρμόση στην υπό ερώτηση περίπτωση. Η εικόνα είναι εκείνη του αγγειοπλάστη.

Εδάφιο 19
«Ερείς ουν μοι, τι έτι μέμφεται; Τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε;»
«Θα μου πης όμως, «Γιατί κατηγορεί ακόμη; Διότι ποιός μπορεί ν” αντισταθή εις την θέλησιν του;»

«Έτι»: Ακόμη, μετά που μ” έχει σκληρύνει.
«Μέμφεται»: Αναφέρεται στην αιώνια καταδίκη με την οποία ο Θεός απειλεί τους αμαρτωλούς που σκληρύνονται απ” Αυτόν. Όταν σκληρύνη κάποιον, ο Θεός δεν μπορεί μετά να ζητά απ” αυτόν να μην σκληρυνθή.
«Βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε»: Ποιός είναι αυτός που μπορεί να Του αντισταθή.»

Εδάφιο 20
«Μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεώ; Μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως;»
«Αλλά ποιός είσαι εσύ, ω άνθρωπε, που αντιλέγεις εις τον Θεόν; Μήπως θα πη το πλάσμα εις τον πλάστην , «Γιατί με έπλασες έτσι;»

«Μενούνγε»: Μεν+ουν+γε, βεβαίως+ λοιπόν+τουλάχιστον, που πιο ελεύθερα σημαίνει: «Ό,τι ακολουθεί παραμένει σε κάθε περίπτωση αληθές, έστω και αν όλα τ” άλλα είναι λανθασμένα». Εδώ ειδικά δηλώνει: «Δεν εξετάζω την ουσιαστική αλήθεια αυτού που ισχυρίζεσαι. Αλλά, όπως και να είναι, εκείνο που είναι πιο σίγουρο είναι, ότι εσύ δεν είσαι σε θέση να διαφωνήσης με τον Θεό.» Πιο απλά μπορούμε να το ερμηνεύσουμε σαν «αντιθέτως».
«Ω άνθρωπε»: Θυμίζει στον αντίθετο την αιτία της ανικανότητας του. Είναι η απόλυτη κατωτερότητα του σε σχέση προς τον Δημιουργό.
«Ανταποκρίνεσαι»: Ανταπαντάς, απαντάς στην απάντηση. Ο Θεός πράγματι είχε ήδη απαντήσει μια φορά στα προηγούμενα λόγια.
Η απεικόνιση της σχέσης μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου με εκείνη μεταξύ του αγγείου και του αγγειοπλάστη φαίνεται λογικά ελλειπής. Ο άνθρωπος, ελεύθερος και υπεύθυνος, δεν μπορεί να είναι ένα απλό όργανο στα χέρια του Θεού. Ακόμη περισσότερο, προικισμένος καθώς είναι με ευαισθησία στην ευχαρίστηση και στον πόνο, δεν μπορεί να τον μεταχειρίζονται σαν χωρίς αξία υλικό. Και βέβαια, εάν η ερώτηση που απευθύνεται από το αγγείο στον αγγειοπλάστη: «Γιατί με έκανες έτσι;» δήλωνε, «Γιατί με έφτειαξες καλό πηλό ή κακό πηλό;», που στην εφαρμογή στην σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό θα σήμαινε: «Γιατί με εδημιούργησες με την προδιάθεση προς το καλό ή το κακό;», η σύγκριση δεν θα είχε καμμία έννοια. Διότι τότε ο αγγειοπλάστης θα ήταν παράλογο να θεωρή την άργιλο υπεύθυνη για την ανωτέρα, ή κατωτέρα της ποιότητα. Αλλά η ερώτηση δεν είναι καθόλου για την παραγωγή της αργίλου, και επομένως για την ποιότητα της, αλλά, απλά, για την χρήση που της κάνει ο αγγειοπλάστης. Δεν είναι αυτός που δημιουργεί την άργιλο. Την παίρνει καθώς την βρίσκει, και την προσαρμόζει, όσο καλλίτερα μπορεί, στις διάφορες χρήσεις που προτίθεται να της κάνη.
Και πέραν αυτού, δεν είναι η ακόμα ασχημάτιστη άργιλλος που ερωτά: «Γιατί με έκανες έτσι (μιας τέτοιας ποιότητας);», είναι το πλήρως κατασκευασμένο αγγείο (το «πλάσμα») που ρωτά έτσι αυτόν που του έχει δώσει την παρούσα του μορφή («τω πλάσαντι»). Επομένως, στην εφαρμογή που γίνεται στην σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού, αυτή η ίδια ερώτηση δεν δηλώνει: «Γιατί με έχεις δημιουργήσει καλό ή κακό;», αλλά: «Γιατί, στην ανάπτυξη του έργου σου εδώ κάτω, μου έχεις κάνει μια τίμια χρήση (ευνοόντας με με την χάρη σου, σαν τον Μωϋσή), ή μια ταπεινωτική χρήση (σκληρύνοντας με σαν τον Φαραώ); Γιατί άλλος να υπηρετή την δόξα Σου με την σωτηρία του, και άλλος με την τιμωρία του;».
Αυτή είναι η ερώτηση με την οποίαν ο Παύλος θυμίζει σε κείνους που διαφωνούν απ” τους Ισραηλίτες, την ανικανότητα του ανθρώπου εμπρός στον Θεό. Καθώς ανήκει μόνον στον αγγειοπλάστη, δυνάμει της γνώσης που έχει πάνω στην τέχνη του, να καθορίση την χρήση που αυτός θα κάνει των διαφόρων μερών της μάζας που διαθέτει, για να βγάλη από το καθένα το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα, έτσι ανήκει μόνον στον Θεό να αναθέση στα διάφορα μέρη της ανθρωπότητας, το έργο που Αυτός νομίζει πιο σωστό, έχοντας κατά νουν τον τελικό Του στόχο.
Η ερώτηση εάν, καθορίζοντας το έργο του ενός ή του άλλου, Αυτός θα ενεργήση χωρίς λόγο, αυθαίρετα, ή εάν, αντιθέτως, θα είναι οι τελειότητες Του που θα κανονίσουν την χρήση που κάνει στον καθέναν, δεν βρίσκει ποτέ μέρος στον νου κανενός, που γνωρίζει ότι οι τελειότητες του Θεού ενεργούν πάντα σε αρμονία, και ότι επομένως η δύναμη Του είναι πάντα ο υπηρέτης της καλωσύνης, της δικαιοσύνης και της σοφίας Του. Όπως εκείνο που δικαιολογεί την εξουσία του αγγειοπλάστη πάνω στην μάζα της αργίλου δεν είναι μόνον η ανωτερότητα της δύναμης του, αλλά εκείνη της νόησης του, έτσι, για σοβαρότερο λόγο, αυτό που εξηγεί την κυριαρχία του Θεού και του δικαιώματος Του πάνω στο ανθρώπινο γένος δεν είναι μόνον η παντοδυναμία Του, αλλά η ανωτέρα Του νόηση, και η άπειρη Του ηθική τελειότητα. Τούτο εκφράζουν και οι όροι «θέλων» (εδάφιο 22) και «ίνα» (εδάφιο 23), την τέλεια σοφία του Θεού στην εκλογή των στόχων Του, και στην χρησιμοποίηση των μέσων Του.
Η τιμή ή η ατιμία στην οποία ο Θεός στρέφει τον άνθρωπο στην εκτέλεση του έργου Του, δεν είναι ανεξάρτητη, καθώς φαίνεται από αυτό το παράδειγμα, της συμπεριφοράς του ανθρώπου προς τον Θεό. Το έργο του εμπείρου αγγειοπλάστη δεν είναι το σύμβολο μιας αυθαίρετης χρήσης δύναμης. Αντιθέτως, είναι το σύμβολο μιας σοφής και με σκοπό χρήσης του υλικού που έχει στην διάθεση του.
Αλλά είναι αληθές, όπως κάποιος είπε, ότι, όταν ο άνθρωπος φθάνει να κάνει για τον εαυτόν του έναν θεό στον οποίον επενεργεί να τον δέσει με τα δικαιώματα του, ο Θεός τότε φορά την μεγαλειότητα Του, και εμφανίζεται σ” όλη Του την πραγματικότητα σαν ελεύθερος Θεός, εμπρός στον οποίον ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα τίποτα, τίποτα παρά πάνω από την άργιλο στα χέρια του αγγειοπλάστη.

Εδάφιο 21
«Ή ουκ έχει εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού, εκ του αυτού φυράματος ποιήσαι ο μεν εις τιμήν σκεύος, ο δε εις ατιμίαν.»
«Ή μήπως δεν μπορεί ο κεραμοποιός να κάνη ό, τι θέλει με τον πηλόν και από την ιδία μάζα να κάνη ένα αγγείον δια σπουδαία χρήσιν και άλλο δι” ευτελή;»

«Εξουσίαν ο κεραμεύς του πηλού»: Η εξουσία που αυτός έχει να χρησιμοποιήση την άργιλο.
Τι να αντιπροσωπεύει ο «πηλός»; Αντιπροσωπεύει την όλη ανθρωπότητα, όχι όμως όπως την δημιούργησε ο Θεός, αλλά στην κατάσταση που την βρίσκει την κάθε στιγμή, όταν την θέτει στην υπηρεσία της Βασιλείας Του. Αυτή η κατάσταση περιλαμβάνει για κάθε άτομο την όλη σειρά των ελευθέρων αποφάσεων οι οποίες τον έχουν οδηγήσει να είναι αυτό που είναι.
Ας μην λέγει λοιπόν ο Ισραήλ στον Θεό: Δεν έχεις δικαίωμα να κάνης από μένα τίποτα άλλο παρά ένα σκεύος τιμής. Και δεν έχεις το δικαίωμα να κάνης από εκείνο το άλλο σώμα, τους Εθνικούς, τίποτα άλλο παρά ένα σκεύος ατιμίας. Ανήκει στον Ίδιο τον Θεό να αποφασίση, σύμφωνα με την σοφία Του, τον ρόλο που θα αναθέση σε κάθε ανθρωπίνη ύπαρξη. Σύγκρινε Β” Τιμόθεο Β20,21, όπου οι λέξεις, «Εάν, λοιπόν, καθαρίση κανείς τον εαυτόν του απ” αυτά, θα είναι σκεύος αξιόλογον», δείχνουν καθαρά την αλήθεια της άποψης που εκτίθεται εδώ.
Και τώρα η εφαρμογή της εικόνας, εδάφια 22-24:

Εδάφιο 22
«Ει δε θέλων ο Θεός ενδείξασθαι την οργήν και γνωρίσαι τον δυνατόν αυτού ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν».
«Τι θα πης εάν ο Θεός, θέλων να δείξη την οργήν του και να κάνη γνωστήν την δύναμιν του, ηνέχθη με πολλήν μακροθυμίαν σκεύη οργής παρασκευασμένα δια καταστροφήν.»

Η βασική πρόταση πάνω στην οποίαν εξαρτάται το «Ει δε θέλων…» εύκολα υπονοείται ως εξής: «Ψάχνεις να βρεις ακόμα λάθος, ω Ιουδαίε; Θα κάνης ότι το αγγείο δεν τόλμησε να κάνη ενάντια στον αγγειοπλάστη; Θα εξακολουθήσης να κατηγοράς τον Θεό ότι οργίζεται αδικαιολόγητα;» Θα δούμε στην συνέχεια το σημείο, όπου αυτή η υπονοουμένη βασική πρόταση βρίσκει την λογική της θέση.
Ο άπιστος Ιουδαϊσμός έπαιζε προς την εκκλησία, στις μέρες του Παύλου, ακριβώς τον ίδιο ρόλο όπως ο Φαραώ έπαιξε προηγουμένως προς τους ιδίους τους Ισραηλίτες. Όπως αυτός ο τύρρανος ζήτησε να συντρίψη τον Ισραήλ στην κούνια του, έτσι και ο Ισραήλ προσπάθησε να συντρίψη την Εκκλησία στα πρώτα της βήματα στον κόσμο. Και εξ αυτού, η συμπεριφορά του Θεού προς τον Φαραώ, επαναλαμβάνεται τώρα προς τον Ισραήλ.
Η αποκάλυψη της οργής αναφέρεται στην κρίση της καταστροφής που ήδη κρεμμόταν πάνω στο κεφάλι του Έθνους γενικά, και στην καταδίκη όλων των μη πιστευόντων Ιουδαίων ειδικά. Σύγκρινε το Β5, και τα λόγια του Ιωάννη του Βαπτιστή, Ματθαίος Γ10,12.
Σε αντιστοιχία με την περίπτωση του Φαραώ, σαν αποκάλυψη της δύναμης Του μπορούμε εδώ να θεωρήσωμε στην εγγύζουσα καταστροφή της Ιερουσαλήμ και του Ιουδαϊκού λαού από τους Ρωμαίους, οι οποίοι σ” αυτή την χωρίς προηγούμενο καταστροφή επρόκειτο να είναι το όργανο της οργής και της δύναμης του Θεού. Την εκτέλεση αυτής της απόφασης, που από καιρό είχε καθορισθεί και καθαρά αναγγελθεί από τον Ίδιον τον Ιησού, ο Θεός την καθυστέρησε για σαράντα χρόνια. Αυτό είναι εκείνο το «ήνεγκεν εν πολλή μακροθυμία» για το οποίο μιλά εδώ ο Απόστολος.
Φαινόταν, την στιγμή ακριβώς που ο Ισραήλ άπλωσε το θεοκτόνο χέρι του πάνω στο πρόσωπο του Μεσσία, ότι ο Θεός θα έπρεπε να τους εξαφάνιζε μ” έναν κεραυνό. Αλλά, σύμφωνα με την προσευχή Αυτού που είπε, «Πατέρα, συγχώρησε τους», τους χορηγήθηκε μια ολόκληρη περίοδος ανοχής, και όχι μόνον ανοχής, αλλά στοργικής και επείγουσας πρόσκλησης δια του κηρύγματος των Αποστόλων.
Αλλά αυτοί οι Ιουδαίοι τους οποίους ο Θεός υποφέρει με τόση μακροθυμία, είναι, παρ” όλα αυτά, «σκεύη οργής κατηρτισμένα εις απώλειαν».
«Σκεύη οργής»: Γεμάτα με οργή, όχι για να την αδειάσουν πάνω σε άλλους, σαν τους αγγέλους που κρατούν τις επτά φιάλες της θείας οργής, Αποκάλυψη ΙΣΤ, αλλά για να δοκιμάσουν οι ίδιοι όλη της την πίκρα.
«Κατηρτισμένα»: Τούτη η μετοχή έχει δώσει αφορμή για πολλές συζητήσεις, και τούτο διότι ο Απόστολος δεν μας λέγει από ποιόν έγινε αυτή η προπαρασκευή. Μερικοί την αποδίδουν στον Ίδιο τον Θεό. Αλλά στο Β4 βρίσκομε μια αυθεντική εξήγηση απ” τον ίδιο τον Απόστολο πάνω σ” αυτό το θέμα. Εάν οι Ιουδαίοι είναι πράγματι για κρίση, αυτό δεν είναι λάθος του Θεού, ο οποίος με υπομονή θέλησε να τους οδηγήσει σε μετάνοια και σωτηρία. Είναι το αποτέλεσμα της δικής τους σκληρυμένης και αμετανόητης καρδιάς, που έχει μεταστρέψει τους θησαυρούς της θείας χάρης σε θησαυρούς οργής πάνω απ” τα κεφάλια τους.
Ένα σημείο που συνηγορεί επίσης σ” αυτή την άποψη είναι ότι, ενώ στο ακόλουθο εδάφιο ο Παύλος αποδίδει στον Θεό την προετοιμασία των εκλεγμένων για σωτηρία, «α προετοίμασεν εις δόξαν», σκόπιμα αποφεύγει να εκφρασθή έτσι ομιλόντας για την προετοιμασία των Ιουδαίων για την απώλεια. Εδώ λέγει απλά «κατηρτισμένα», αντί του «προετοίμασεν», στο οποίον υποκείμενο είναι ο Θεός.
Το αντιληπτό υποκείμενο αυτής της ενεργείας του καταρτισμού φαίνεται όχι μόνον από το Β4, αλλά πιο καθαρά ακόμα από το Α” Θεσσ. Β15,16: «Οι οποίοι και τον Κύριον Ιησού εσκότωσαν και τους προφήτας των, και εμάς κατεδίωξαν και εις τον Θεόν δεν είναι αρεστοί και είναι εναντίοι προς όλους τους ανθρώπους, διότι μας εμποδίζουν για να κηρύξωμε εις τα Έθνη για να σωθούν, και έτσι πάντοτε γεμίζουν το μέτρο των αμαρτιών των. Έφθασε όμως επί τέλους η οργή επάνω τους.» Έτσι φανερώνεται ποιός είναι ο υπαίτιος της παρούσης ωριμότητας των Ιουδαίων για κρίση. Είναι αυτοί οι ίδιοι.
Η μετοχή παρακειμένου που χρησιμοποιεί ο Απόστολος («κατηρτισμένα») δηλώνει μια παρούσα κατάσταση που έχει σχηματισθεί προηγουμένως κατά έναν ορισμένον τρόπο. Αυτή η κατάσταση της πλήρους ωριμότητας για θεία κρίση επάνω τους, είναι αποτέλεσμα της ιστορικής ανάπτυξης αυτού του λαού.
Όσο τώρα για τον τρόπο που διαμορφώθηκε αυτή η κατάσταση, μπορούμε να την καθορίσωμε με βεβαιότητα, βάσει του τι ο Παύλος έχει πει στο κεφάλαιο Α, για την ανάλογη ανάπτυξη της κατάστασης καταδίκης στους Εθνικούς. Πρώτα έσβυσαν εθελοντικά το φως που έλαμπε μέσα τους απ” την φυσική αποκάλυψη. Στην συνέχεια, σαν τιμωρία, ο Θεός τους παρέδωσε στις κακές τους ροπές, και μετά από κει το κακό ξεχείλισε σαν την πλημμύρα. Ιδέ Α24,26,28. Ίδια ήταν η περίπτωση με τον Φαραώ. Και αυτός άρχισε σκληρύνοντας τον εαυτόν του, όταν ήλθε αντιμέτωπος με τα πρώτα μηνύματα του θείου θελήματος. Μετά τον σκλήρυνε ο Θεός. Πάλιν σκλήρυνε ο ίδιος. Και, τέλος, τον ανέλαβε η κρίση του Θεού. Έτσι είναι πάντα που οι δύο παράγοντες, ο ανθρώπινος και ο θείος, συμπράττουν στην τραγική ανάπτυξη μιας τέτοιας ηθικής κατάστασης. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και με τον Ισραήλ.
«Απώλεια»: Δεν δηλώνει απλά την εξωτερική τιμωρία, την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τον διασκορπισμό του Έθνους. Δηλώνει επίσης και την καταδίκη των πεισματικά απίστων Ισραηλιτών.
Είναι όμως προφανές ότι, αυτή η ωριμότητα του λαού για καταδίκη, δεν εμποδίζει την ατομική μεταστροφή κάποιου από τα μέλη του, όπως η συλλογική είσοδος των Εθνικών στην Βασιλεία του Θεού, εδάφιο 27, δεν εμποδίζει την απιστία και την σκλήρυνση ατόμων μεταξύ αυτών. Και αυτό είναι που εξηγεί την μακροθυμία του Θεού προς αυτόν τον λαό, ακόμα και όταν είναι ώριμοι για καταστροφή. Επιθυμούσε να δώση χρόνο σε όλους εκείνους που θα ξεχωριζόταν από την μάζα, για ν” ανταποκριθούν στο κάλεσμα του Ευαγγελίου (Πράξεις Β40).
Στην μακροθυμία του Θεού προς αυτόν τον λαό, εκεί προστίθεται τώρα το γεμάτο έλεος έργο Του, δια του οποίου σύρει από ανάμεσα τους τους προγνωσθέντας πιστούς, για να σχηματίσουν αυτοί τον πυρήνα της Εκκλησίας (εδάφια 23,24).

Εδάφιο 23
«Και ίνα γνωρίση τον πλούτο της δόξης αυτού επί σκεύη ελέους α προετοίμασεν εις δόξαν»
«Και τούτο δια να κάνη γνωστόν τον πλούτον της δόξης του σε σκεύη ελέους που προετοίμασε δια την δόξαν αυτήν».

Εδώ ο Θεός μας παρουσιάζεται σαν ο αγγειοπλάστης, που εργάζεται να μορφώση τα σκεύη της τιμής.
«Ίνα γνωρίση»: Εδώ θα πρέπει να προσθέσωμε το «ει» του εδαφίου 22, και να κάνωμε το εδάφιο 23 μια πρόταση παράλληλη προς την προηγουμένη: «Εάν θέλοντας…ο Θεός ανέχθηκε… και (εάν) δια να…». Το κύριο ρήμα εδώ μάλλον είναι το «εκάλεσεν” του εδαφιου 24.
Με τις λέξεις «ίνα γνωρίση τον πλούτον της δόξης», ο Παύλος υπαινίσσεται την περίπτωση του Μωϋσή, εδάφιο 15, ο οποίος είχε ζητήσει απ” τον Θεό να του δείξη την δόξαν Του, ακριβώς όπως με το εδάφιο 22 είχε θυμίσει στους αναγνώστας του την περίπτωση του Φαραώ.
Αυτός ο πλούτος της δόξης είναι η αποκάλυψη του ελέους Του, το οποίον γεμίζει με δόξα τα σκεύη της τιμής, όπως η αποκάλυψη της οργής φέρει καταδίκη εις αιώνια απώλεια στα σκεύη τα άχρηστα. Δόξα εδώ ειδικά είναι το άρωμα της θείας αγάπης.
«Σκεύη ελέους»: Σκεύη που πρόκειται να γεμισθούν με σωτηρία δια του ελέους.
«Α προετοίμασεν»: Αυτή η έκφραση δηλώνει κάτι περισσότερο απ” το «κατηρτισμένα» του προηγουμένου εδαφίου. Ήταν ο Θεός ο Ίδιος ο οποίος είχε ετοιμάσει προκαταβολικά το κάθε τι, για να κάνη αυτά τα όντα το αντικείμενο της χάρης Του. Τούτα τα λόγια εξηγούνται από τα ανάλογα των εδαφίων Η29,30. Ο Κύριος εξέφρασε μια ιδέα ανάλογη μ” αυτή όταν είπε, Ματθαίος ΚΕ34: «Κληρονομήστε την βασιλεία την ετοιμασμένη για σας από καταβολής κόσμου», με τούτη την διαφορά: Εκεί είναι η Βασιλεία που ετοιμάζεται προκαταβολικά για τους πιστούς, ενώ εδώ είναι οι πιστοί που ετοιμάζονται για την Βασιλεία.
Σ” αυτόν τον όρο «προητοίμασεν» περιέχονται και οι δύο ιδέες, και της «πρόγνωσης» (πρόβλεψη της πίστης), και του «προορισμού» (προορισμός για δόξα), που εκτίθενται στο Η29.

Εδάφιο 24
«Ους και εκάλεσεν ημάς ου μόνον εξ Ιουδαίων αλλά και εξ εθνών».
«Τους οποίους, δηλαδή εμάς, και εκάλεσε όχι μόνον από τους Ιουδαίους αλλά και από τους Εθνικούς;»

Τους προορισμένους για την δόξα, τους ανέσυρε με μακροθυμία, όχι μόνον από ανάμεσα την χαμένη μάζα των Ιουδαίων, αλλά επίσης και μεταξύ των Εθνικών. Αυτό είναι που ο Ιησούς είχε δηλώσει με τα λόγια: «Έχω και άλλα πρόβατα τα οποία δεν είναι απ” αυτή την αυλή» (Ιωάννης Ι16). Στην στιγμή που σταχυολογούσε μεταξύ των Ιουδαίων (έναν εδώ έναν εκεί), μάζευε ολόκληρη συγκομιδή μεταξύ των Εθνικών, και έτσι εκτελούσε, παρά τις Ιουδαϊκές αξιώσεις, το ελεύθερο και πλατύ σχέδιο της σωτηρίας που ο Ίδιος είχε μορφώσει πάνω μονον στην πρόβλεψη της πίστης.
Είναι έτσι λοιπόν, ένας νέος κόσμος από εκλεγμένους, που συντίθεται από το πιστό κομμάτι του παλιού Ισραήλ, και από ολόκληρο το πλήθος των πιστευόντων Εθνικών, τους οποίους ο Απόστολος βλέπει να εμφανίζονται στην θεία κλήση, για να πάρουν την θέση εκείνου του σαρκικού Ισραήλ. Σύγκρινε Λουκά ΙΔ15-24, και Αποκάλυψη Ζ9 και συνέχεια. Και είναι με τον Παύλο σαν κύριο όργανο του Θεού, που μαζεύεται από την μάζα του Εθνικού κόσμου, εκείνο το πλήθος των δοχείων προς τίμια χρήση.
Εδώ θα έπρεπε να τεθή λογικά η βασική πρόταση, η οποία είναι ερωτηματική και υπονοείται, στην οποία βασίζονται οι δύο προηγούμενες εξαρτώμενες προτάσεις, που αρχίζουν με το «ει δε», εδάφιο 22, και το «και ίνα», εδάφιο 23: «Και εάν εκείνοι οι Ιουδαίοι, ήδη ώριμοι για απώλεια, είναι ακόμα ανεκτοί απ” τον Θεό, που κρατά το χέρι Του έτοιμο να τους κτυπήση και να τους απωθήση μακρυά Του, και εάν, όσον αφορά εκείνους τους πιστούς τους οποίους έχει προετοιμάσει προκαταβολικά, δεν περιορίζει τον εαυτόν Του να τους πάρει απ” τον Ισραήλ, αλλά ψάχνει γι” αυτούς έως τα άκρα της γης…, έχει δικαίωμα το ανθρώπινο γένος να βρει λάθος στον Θεό, που κανονίζει έτσι τους προορισμούς του;
Είναι σε θέση ο Ιουδαϊκός λαός, ειδικά, να μεμφθή τον Θεό για τον τρόπο που Αυτός ασκεί την δικαιοσύνη Του σ” αυτούς, βλέποντας ότι αυτοί έχουν μόνοι τους φέρει αυτή την κρίση επάνω τους; Μπορούν να Τον μεφθούν για την χρήση που Αυτός κάνει την ίδια στιγμή του ελέους Του, καλόντας τους εκλεγμένους Του απ” όλη την μάζα του ανθρωπίνου γένους, χωρίς να Τον ενοχλή η αποδοκιμασία που ο Ισραήλ ευχαριστείται να απλώνη πάνω σ” ένα ολόκληρο μέρος αυτής της μάζας, πάνω στους Εθνικούς;…Ω Ιουδαίε που τολμάς να διαφωνήσης με τον Θεό, τι έχεις να πης;».
Και πράγματι, τι μπορεί να λεχθή ενάντια στις μεθόδους του Θεού; Δεν συμβάλλουν αρμονικά όλες οι θείες τελειότητες στην πραγματοποίηση του σχεδίου του Θεού, και δεν έχει η ελευθερία του ανθρώπου το νόμιμο μέρος της στην πορεία της ιστορίας, σε τέλεια αρμονία με την κυριαρχική ελευθερία του Θεού στις πράξεις Του της χάρης, καθώς επίσης και στις κρίσεις Του;
Άρα δεν εξέπεσε ο λόγος του Θεού απ” το γεγονός της απόρριψης του Ιουδαϊκού έθνους (εδάφιο 6), διότι:
1) Η αρχή της θείας εκλογής που ρύθμιζε τους αρχικούς προορισμούς της πατριαρχικής οικογένειας, εφαρμόζεται εκ νέου στην διάκριση μεταξύ των πιστών Ισραηλιτών, και της σαρκικής και αποριφθείσης μάζας (εδάφια 6-13).
2) Ο Θεός, όταν εξέλεγε αυτόν τον λαό να προετοιμάση για την σωτηρία του κόσμου, δεν παραιτήθηκε της ελευθερίας Του να τους απορρίψη κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, εάν το έκρινε σωστό. Ούτε παραιτήθηκε της ελευθερίας Του να καλέση άλλα άτομα, που δεν ανήκαν σ” αυτόν τον λαό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, και εάν είχε λόγο γι” αυτό. Και η χρήση που Αυτός κάνει αυτής της ελευθερίας, απορρίπτοντας τον πεισματικά ανυπάκουο λαό Του, (μακροθυμόντας βέβαια μ” αυτούς όσο το δυνατόν, και ακόμη μετά απ” τα μεγαλύτερα εγκλήματα), δεν ισοδυναμεί με ακύρωση του λόγου Του (εδάφια 14-24).
Αλλά, 3) Παραμένει κάτι να λεχθή ακόμα: Αυτή η κλήση των Εθνικών και η απόρριψη του Ισραήλ δεν είναι τίποτα άλλο παρά η εκπλήρωση ακριβώς του λόγου Του, του λόγου Του που είχε αναγγελθεί προκαταβολικά. Αυτό είναι που δείχνεται στα εδάφια 25-29.
Εδάφια 25-29
Πρώτα, εδάφια 25 και 26, η διακήρυξη των προφητών για την κλήση των Εθνικών. Μετά, εδάφια 27-29, εκείνη της απόρριψης της μάζας του Ιουδαϊκού λαού.

Εδάφια 25,26
«Ως και εν τω Ωσηέ λέγει, Καλέσω τον ου λαόν μου λαόν μου, και την ουκ ηγαπημένην ηγαπημένην. Και έσται εν τω τόπω ου ερρέθη αυτοίς, ου λαός υμείς, εκεί κληθήσονται υιοί Θεού ζώντος.»
«Όπως λέγει και εις το βιβλίον του Ωσηέ, Θα καλέσω λαόν μου εκείνον που δεν είναι λαός μου και αγαπημένην εκείνη που δεν είναι αγαπημένη, και εις τον τόπον ακριβώς όπου τους είπαν, «Σεις δεν είσθε λαός μου», εκεί θα ονομασθούν υιοί του ζωντανού Θεού.»

Ο Ωσηέ στα δύο χωρία που αναφέρονται, Β23 και Α10, ομιλεί για τους Ισραηλίτες των δέκα φυλών, που ήσαν σκορπισμένοι σε μακρυνές χώρες, και όχι για του Εθνικούς. Πως μπορεί λοιπόν ο Παύλος να εφαρμόζει τα λόγια του σ” αυτούς τους τελευταίους; Και ο Πέτρος είναι που κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα (Α” Πέτρου Β10). Εκείνο που το εξηγεί είναι ότι οι δέκα φυλές, έχοντας ξαναπέσει στην ειδωλολατρεία, ήσαν μ” αυτόν τον τρόπο εις την ίδια κατάσταση όπως και οι Εθνικοί, έτσι ώστε ό,τι ελέγετο για τους προηγουμένους, θα μπορούσε εξ ίσου να εφαρμοσθή και σ” αυτούς τους τελευταίους. Στην Γραφή, μια γενική αλήθεια διατυπωμένη αναφορικά με μια ειδική τάξη ανθρώπων, εφαρμόζεται στην συνέχεια σε όλους εκείνους των οποίων ο χαρακτήρας και η θέση βρίσκονται να είναι τα ίδια. Και πράγματι, οι φράσεις στο στόμα του Θεού: «Τον ου λαόν μου», «Την ουκ ηγαπημένην», «Θα τους καλέσω λαόν μου…ηγαπημένην», εκφράζουν μια αρχή της θείας διακυβέρνησης, που εφαρμόζεται παντού όπου οι περιστάσεις επανεμφανίζονται όμοιες με εκείνες στις οποίες αρχικά εφαρμόστηκε.
Θα πρέπει επίσης να προσθέσωμε ότι οι εξορισμένοι Ισραηλίτες, όντας αναμεμειγμένοι με τα Έθνη, και σχηματίζοντες μια ομοιογενή μάζα με αυτούς, δεν μπορούν να φερθούν στον Θεό ξεχωριστά απ” αυτούς. Στον Ησαϊα ΜΘ22 τα Έθνη παρουσιάζονται να μεταφέρουν τους υιούς του Ισραήλ στα χέρια τους, και τις θυγατέρες τους στους ώμους τους, και επομένως να αποκαθίστανται στην χάρη μαζί με αυτούς.
«Εν τω τόπω ου»: Είναι η ξένη γη στην οποία οι Ιουδαίοι ήσαν επί μακρόν αιχμάλωτοι, και εγκαταλελειμένοι απ” τον Θεό. Ήταν εκεί που ο Θεός τους είπε με την φωνή του γεγονότος κατά την διάρκεια του μακρύ χρόνου, «Δεν είσθε λαός μου». Και είναι εκεί που αυτοί θα αρχίσουν εκ νέου να αισθάνονται τα αποτελέσματα της χάρης, όταν ο Θεός θα τους επισκεφθή.

Εδάφια 27-29
«Ησαϊας δε κράζει υπέρ του Ισραήλ, εάν η ο αριθμός των υιών Ισραήλ ως η άμμος της θαλάσσης, το κατάλειμμα σωθήσεται. Λόγον γαρ συντελών και συντέμνων εν δικαιοσύνη, ότι λόγον συντετμημένον ποιήσει Κύριος επί της γης. Και καθώς προείρηκεν Ησαϊας, Ει μη Κύριος Σαβαώθ εγκατέλιπεν ημίν σπέρμα, ως Σόδομα αν εγενήθημεν και ως Γόμορρα αν ωμοιώθημεν.»
«Ο Ησαϊας φωνάζει δια τους Ισραηλίτας, Και αν οι απόγονοι του Ισραήλ είναι αναρίθμητοι σαν την άμμον της θαλάσσης, μόνον ένα υπόλοιπον θα σωθή. Διότι ο Κύριος θα εκτελέση σύντομα την απόφασιν του με δικαιοσύνην, μάλιστα θα την εκτελέση σύντομα επί της γης. Και καθώς προείπε ο Ησαϊας, Εάν ο Κύριος ο Σαβαώθ δεν μας είχε αφήσει απογόνους, θα είχαμε γίνει σαν τα Σόδομα και θα είχαμε ομοιωθή με τα Γόμορρα.»

«Δε»: Στα λόγια του Ησαϊα αναφορικά με τα έθνη, προστίθεται, για να συμπληρώσει την αποκάλυψη του σχεδίου του Θεού, η δήλωση του Ησαϊα αναφορικά με τον Ισραήλ.
Η έκφραση «κράζει» δείχνει τον απειλητικό τόνο του κήρυκα, που είχε κληθεί να διακηρύξη με αυτό τον τρόπο την κρίση του Θεού.
«Υπερ»: Αυτή η απειλή κρέμμεται από τούδε πάνω απ” το κεφάλι του Ισραήλ.
Τούτα τα λόγια παίρνονται από τον Ησαϊα Ι 22,23.
«Το κατάλειμμα»: Το άρθρο «το» χαρακτηρίζει αυτό το υπόλοιπο σαν κάτι γνωστό. Και πράγματι, μια από τις πιο συχνές ιδέες στο βιβλίο του Ησαϊα, είναι εκείνη του αγίου υπολοίπου, που επιζεί όλων των τιμωριών του Ισραήλ, και το οποίο βγαίνοντας καθαρισμένο απ” το καμίνι, γίνεται κάθε φορά το σπέρμα ενός καλλιτέρου μέλλοντος.
Το εδάφιο 28 εξηγεί αυτή την ιδέα, του σωζομένου υπολοίπου. Αυτή την φορά, πράγματι, θα εκτελεσθή κρίση, η οποία δεν θα είναι ούτε ελλειπής, ούτε μετά από μακρυά περίοδο. Θα είναι, λέγει ο Ησαϊας, μια αιφνίδια και συνοπτική κρίση που θα πέση, όχι πάνω σε τούτο ή το άλλο άτομο, αλλά στο έθνος σαν σύνολο.
«Λόγος»: Εδώ σημαίνει «λογαριασμός»: «Ο Θεός αυτή την φορά θα λογαριασθή με τον Ισραήλ με μια σύντομη και συνοπτική διαδικασία.» Σ” αυτή την απειλή βλέπουμε να προέχει το αίσθημα της αγανάκτησης.
Ο Παύλος προσθέτει σ” αυτό μια δεύτερη αναφορά, εδάφιο 29, που μάλλον αποπνέει λύπη και συμπάθεια. Παίρνεται από τον Ησαϊα Α9. Και τούτη δεν την αναφέρει με την λέξη «κράζει», αλλά με τον ηπιώτερο όρο «προείρηκεν».
«Και καθώς προείρηκεν Ησαϊας, Ει μη Κύριος Σαβαώθ εγκατέλιπεν ημίν σπέρμα, ως Σόδομα αν εγενήθημεν και ως Γόμορρα αν ωμοιώθημεν.»
Η έννοια αυτών των λόγων είναι ότι, χωρίς μια ειδική άσκηση χάρης εκ μέρους του Θεού, η καταστροφή που ανηγγέλθη στα εδάφια 27 και 28 θα ήταν ριζική, τόσο ριζική, όσο εκείνη που επήλθε στις πόλεις της πεδιάδας, όπου δεν απέμεινε το παραμικρό ίχνος.
«Σπέρμα»: Αυτή η λέξη εκφράζει την ίδια ιδέα όπως το «κατάλειμμα», αλλά προσθέτει σ” αυτό την ιδέα του ενδόξου μέλλοντος που πρόκειται να εκπηγάση απ” αυτό το «κατάλειμμα».
Αυτή θα ήταν η πορεία της δικαιοσύνης. Και εάν ο Ισραήλ είναι να βρει λάθος, για ένα πράγμα μόνον έχουν να κατηγορήσουν τον Θεό, δηλαδή, για το ότι δεν τους κατέστρεψε ολοκληρωτικά.
Έτσι λοιπόν, συνάπτοντας μια ειδική διαθήκη με τον Ισραήλ, ο Θεός δεν είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα Του να τους κρίνη, και δεν είχε αποξενωθεί απ” την ελευθερία Του αναφορικά μ” αυτούς και το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους. Η υπόσχεση Του ποτέ δεν είχε αυτή την έννοια, και η απόρριψη του Ισραήλ δεν αποτελεί καμμία παραβίαση. Στην συνέχεια ο Παύλος, άπαξ και το δικαίωμα του Θεού αποδείχθηκε, εξετάζει την χρήση που ο Θεός του έχει κάνει. Είναι το θέμα που εκτείνεται από το εδάφιο 30 έως το τέλος του κεφαλαίου 10.
Ο Ισραήλ, ο Ίδιος η Αιτία της Απόρριψης τους. Θ 30-Ι 21.
Στα εδάφια 30-33 ο Απόστολος εξετάζει τούτο το καινούργιο θέμα συνοπτικά. Στην συνέχεια, το αναπτύσσει στο κεφάλαιο 10.

Εδάφια 30-31
«Τι ουν ερούμεν; Ότι έθνη τα μη διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δε την εκ πίστεως, Ισραήλ δε διώκων νόμον δικαιοσύνης εις νόμον δικαιοσύνης ουκ έφθασε.»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Ότι οι εθνικοί που δεν επεδίωκαν δικαίωσιν την επέτυχαν, αλλά δικαίωσιν που προέρχεται από την πίστιν. Ενώ οι Ισραηλίται που επεδίωκαν δικαίωσιν δια της τηρήσεως του νόμου δεν την επέτυχαν.»

«Τι ουν ερούμεν;»: Μια και δεν μπορούμε να εξηγήσωμε το γεγονός λέγοντας ότι ο Θεός έχει αθετήσει τον λόγον Του, τότε ποιά είναι η λύση του αινίγματος; Έχοντας έτσι παραμερίσει την εσφαλμένη λύση, ο Παύλος προσκαλεί τον αναγνώστη να ψάξη μαζί του για την αληθινή. Τούτη την λύση την αναφέρει στο εδάφιο 31. Ενώ οι Εθνικοί επέτυχαν αυτό που δεν ζητήσουν, οι Ιουδαίοι έχασαν αυτό που ζητήσουν, η πλέον οδυνηρή ειρωνεία στην όλη ιστορία.
Σαν δικαιοσύνη εδώ δεν εννοείται η ηθική έννοια της αγιότητας, αλλά η δικαίωση, στην θρησκευτική έννοια του όρου. Είναι αυτό που ποτέ δεν έψαχναν να βρουν τα Έθνη. Η ιδέα που είχαν σχηματίσει για την αμαρτία, σαν ένα απλό σφάλμα, και για την θεότητα, ότι δεν παρακολουθεί τόσο στενά τις ανθρώπινες υποθέσεις, δεν τους οδηγούσε στην επιδίωξη της δικαιοσύνης κατ” αυτή την έννοια. Και όμως την επέτυχαν, ακριβώς επειδή ήσαν έξω από εσφαλμένες αξιώσεις που έφραζαν την πρόσβαση σ” αυτή, όπως ήταν η περίπτωση των Ιουδαίων.
Οι Εθνικοί ήσαν σαν τον άνθρωπο που είπε ο Κύριος στην παραβολή, ο οποίος, καθώς περνούσε σ” ένα χωράφι, ανεκάλυψε έναν θησαυρό σ” αυτό, τον οποίον δεν έψαχνε, και χωρίς καθυστέρηση τρέχει να εξασφαλίση την κατοχή του. Η λέξη «κατέλαβεν» ταιριάζει μ” αυτόν τον τρόπο απόκτησης.
«Δικαιοσύνην δε την εκ πίστεως»: Αλλά η δικαιοσύνη που επετεύχθη έτσι δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι άλλη από την δικαιοσύνη την εκ πίστεως.

Εδάφιο 31
«Ισραήλ δε διώκων νόμον δικαιοσύνης εις νόμον δικαιοσύνης ουκ έφθασε.»

Η τύχη των Εθνικών παρουσιάζει μια αντίθεση κατάλληλη να δείξη πιο καθαρά τον τραγικό χαρακτήρα εκείνης του Ισραήλ. Αυτός ο λαός, ο οποίος μόνος ακολούθησε τον δρόμο της δικαιοσύνης, είναι ακριβώς εκείνος που δεν πέτυχε να την φθάση.
«Ισραήλ διώκων νόμον δικαιοσύνης»: Εκείνο που ο Ισραήλ εζητούσε δεν ήταν τόσο πολύ η δικαιοσύνη η ίδια στην ηθική της έννοια, αλλά τυπικά τον νόμο σ” όλες τις λεπτομέρειες των εξωτερικών πολλαπλών του εντολών. Αυτό το «νόμον δικαιοσύνης» είναι εδώ σκόπιμα εκλεγμένο για να θυμίζη στον αναγνώστη την αδυναμία της θρησκευτικής συνείδησης του Ισραήλ, η οποία πάντα ζητούσε έναν εξωτερικό κανόνα. Εάν οι Ιουδαίοι γενικά είχαν απασχοληθεί σοβαρά, σαν τον νεαρό Σαούλ, με την αληθινή ηθική δικαιοσύνη, ο νόμος εφαρμοζόμενος κατ” αυτόν τον τρόπο, θα είχε γίνει γι” αυτούς ότι ήταν προρισμένος να είναι, ο παιδαγωγός που θα τους έφερνε στον Χριστό (Γαλάτας Γ23,24).
Αλλά ζητόντας μόνον το γράμμα, αυτοί παραμέλησαν το πνεύμα. Οι Λευτικές εντολές, οι λεπτολογίες γύρω από τα Σάββατα, φαγητά, γιορτές, πλυσίματα κ.λ.π., αυτές ήσαν οι μόνες τους επιδιώξεις. Το αντικείμενο τους ήταν στην πραγματικότητα ο νόμος, απ” τον οποίον θα έπρεπε να έχη προέλθει η δικαιοσύνη, και όχι η δικαιοσύνη η ίδια, σαν το αληθινό περιεχόμενο του νόμου. Εδώ υπήρχε μια βαθειά ηθική παρέκκλιση, που τους οδήγησε στην άρνηση της αληθινής δικαιοσύνης, όταν τους παρουσιάσθηκε στο πρόσωπο του Μεσσία. Κυνηγόντας την σκιά χάσανε την πραγματικότητα.
Η λέξη «νόμος» την δεύτερη φορά παίρνεται σε κείνη την πιο γενική έννοια στην οποία την έχομε βρει να χρησιμοποιείται συχνά στην Επιστολή μας (Γ27, Ζ21,25, Η2): Ένας ορισμένος τρόπος ύπαρξης, που ρυθμίζει την θέληση.

Εδάφια 32,33
«Διατί; Ότι ουκ εκ πίστεως, αλλ” εξ έργων νόμου. Προσέκοψαν γαρ τω λίθω του προσκόμματος, καθώς γέγραπται, Ιδού τίθημι εν Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου, και πας ο πιστεύων επ” αυτώ ου καταισχυνθήσεται.»
«Γιατί; Διότι δεν επεδίωκαν να την επιτύχουν δια πίστεως, αλλά δια των έργων του νόμου. Εσκόνταψαν δηλαδή εις τον λίθον του προσκόμματος, καθώς είναι γραμμένον, Θέτω εις την Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου και καθένας που πιστεύει εις αυτόν δεν θα ντροπιασθή.»

«Διατί;»: Δεν σημαίνει, «για ποιόν σκοπό», αλλά «γιατί, τι έφταιξε;».
«Προσέκοψαν γαρ τω λίθω του προσκόμματος»: Το σωστό είναι, «προσέκοψαν όθεν (λοιπόν) τω λίθω του προσκόμματος», όπως αναφέρεται σε ορισμένους κώδικες. Το πρόσκομμα είναι το αποτέλεσμα μάλλον και όχι η αιτία, ή η απόδειξη ότι την ζητούσαν σε λάθος δρόμο. Άρα μπορούμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: «Γιατί αυτοί δεν βρήκαν την αληθινή δικαιοσύνη; Διότι, ζητόντας την στο δρόμο των έργων, τέλειωσαν με το να σκοντάψουν στον λίθο του προσκόμματος, τον Μεσσία, που τους έφερε την αληθινή δικαιοσύνη, εκείνη της πίστης.»
Ο Παύλος μπορεί για σοβαρούς λόγους να κατηγορήση τους Ιουδαίους ότι δεν έχουν ζητήσει την δικαιοσύνη στον δρόμο της πίστης. Έχει ήδη δείξει (κεφάλαιο Δ), με το παράδειγμα του Αβραάμ, ότι αυτός ο τρόπος είχε καθορισθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Κάθε ημέρα, οι εμπειρίες κάτω από τον νόμο, θα έπρεπε να είχαν φέρει τον σοβαρό Ισραηλίτη στα πόδια του Ιεχοβά, για μετάνοια και πίστη, ώστε να επιτύχη συγνώμη και βοήθεια (ιδέ τους Ψαλμούς). Αν ακολουθούσαν τούτη την πορεία, θα είχαν αποφύγει να σκοντάψουν στην Μεσσιανική δικαιοσύνη. Αντιθέτως, θα την είχαν αδράξει με απληστία.
«Ως εξ έργων νόμου»: «Σαν να ήταν δυνατόν να βρούν δικαιοσύνη μ” αυτό το μέσον (με τα έργα του νόμου)».
Ψάχνοντας σ” αυτόν τον εσφαλμένο δρόμο, τέλειωσαν με το να σκοντάψουν στην πέτρα που τους έκανε να πέσουν. Αυτή η πέτρα ήταν ο Ιησούς, ο οποίος τους έφερε μια δικαιοσύνη που αποκτήθηκε απ” Αυτόν, και προσφέρεται μόνον στην πίστη. Στην ανόητη πορεία του, ο Ισραήλ νόμιζε ότι προχωρούσε σ” ένα έλεύθερο από εμπόδια μονοπάτι. Και να, ξαφνικά βρέθηκε ένα εμπόδιο σ” αυτόν τον δρόμο, πάνω στο οποίον συντρίφθηκαν. Και αυτό το εμπόδιο ήταν ακριβώς ο Μεσσίας, τον οποίον για τόσο καιρό επεκαλούντο στις προσευχές τους! Αλλά και αυτό το γεγονός είχε προλεχθεί:

Εδάφιο 33
«Καθώς γέγραπται, Ιδού τίθημι εν Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου, και πας ο πιστεύων επ” αυτώ ου καταισχυνθήσεται.»

Ο Παύλος σ” αυτή την αναφορά συνδυάζει τα εδάφια Ησαϊας ΚΖ16 και Η14.
Οι όροι «λίθος» και «πέτρα» εκφράζουν την ιδέα της στερεότητας, της σταθερότητας. Όποιος πολεμά τον Μεσσία, συντρίβεται ο ίδιος, και όχι ο Μεσσίας.
«Πρόσκομμα»: Δηλώνει την σύγκρουση, και «σκάνδαλο» την πτώση που προκύπτει απ” αυτή. Άρα με το πρώτο δηλώνεται η ηθική διαμάχη μεταξύ του Ισραήλ και του Μεσσία, και με το δεύτερο, η απιστία του λαού. Η πρώτη εικόνα λοιπόν έχει εφαρμογή σ” όλες τις εσφαλμένες κρίσεις των Ιουδαίων πάνω στην συμπεριφορά του Ιησού – τις θεραπείες Του το Σάββατο, την δήθεν περιφρόνηση του νόμου, τις βλασφημίες Του κ.λ.π. Η δεύτερη έχει εφαρμογή στην απόρριψη του Μεσσία, και στο πρόσωπο Του, στην απόρριψη του Ιδίου του Θεού.
Να συμπληρώσωμε τώρα τούτα τα σχόλια με μερικές γενικές σκέψεις πάνω σ” αυτό το κεφάλαιο:
1. Το πρόβλημα που συζητιέται εδώ απ” τον Απόστολο δεν είναι η θεωρητική ερώτηση της σχέσης μεταξύ της κυριαρχικής εξουσίας του Θεού και της ελεύθερης υπευθυνότητας του ανθρώπου. Αυτή η ερώτηση εμφανίζεται προφανώς στο βάθος της συζήτησης, αλλά δεν είναι το θέμα της. Το θέμα της είναι απλά και μόνον το γεγονός της απόρριψης του Ισραήλ, του εκλεγμένου λαού.
2. Πρέπει να προσέχωμε να μην συγχέωμε την ελευθερία με την αυθαιρεσία στο μέρος του Θεού, και την δεκτικότητα με την αξία στο μέρος του ανθρώπου. Για να αρχίσωμε μ” αυτή την δεύτερη διάκριση, η ελεύθερη αποδοχή της όποιας θείας χάρης, και της σωτηρίας γενικά, είναι μια δεκτικότητα, είναι, απλά, το να πάρης και να κατέχης το δώρο του Θεού, και κατά κανέναν τρόπο δεν συνιστά κάποια αξία, που παρέχει στον άνθρωπο το δικαίωμα να το αξιώση. Και πράγματι, πως μπορεί η πίστη να προσδώσει κάποια αξία, όταν η ίδια, στην ουσία της, είναι, ακριβώς, η αποκήρυξη κάθε αξίας;
Άπαξ και θεμελιωθεί αυτή η διάκριση, η άλλη εξηγείται εύκολα. Πρόσωπο προς πρόσωπο με την ανθρώπινη αξία, ο Θεός δεν θα ήταν πλέον ελεύθερος, και αυτό είναι πράγματι όλο εκείνο που ο Παύλος θέλει να διδάξη σ” αυτό το κεφάλαιο. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να απορρίψη το εσφαλμένο συμπέρασμα στο οποίο είχαν φθάσει οι Ισραηλίτες, βασισμένοι στην ειδική τους εκλογή, τον νόμο τους, την περιτομή τους, τα τελετουργικά τους έργα, τον μονοθεϊσμό τους, και την ηθική τους ανωτερότητα. Αυτά όλα στα μάτια τους ήσαν οι τόσοι πολλοί δεσμοί, με τους οποίους ο Θεός ήταν αμετάκλητα δεσμευμένος μαζί τους. Ο Θεός, κατ” αυτούς, δεν είχε πλέον το δικαίωμα να αποδεσμευθή απ” την ένωση που συνήψε κάποτε μαζί τους, κάτω από καμμία προϋπόθεση.
Ο Απόστολος όμως, με τα όσα αναφέρει εδώ, απωθεί κάθε υποχρέωση απ” το μέρος του Θεού, και απ” αυτή την άποψη αποδεικνύει την πληρότητα της θείας ελευθερίας. Αλλά μ” αυτό δεν προτίθεται στο ελάχιστο να διδάξη την θεία αυθαιρεσία. Δεν εννοεί ούτε για μια στιγμή ότι ο Θεός, χωρίς αιτία, απεφάσισε να χωρίση απ” τον λαό Του, και να συνάψη δεσμό με του Εθνικούς. Εάν ο Θεός διακόπτει τις σχέσεις Του με τον Ισραήλ, είναι διότι αυτοί έχουν αρνηθεί πεισματικά να Τον ακολουθήσουν στον δρόμο τον οποίον Αυτός επιθυμούσε να πάρη η ανάπτυξη της Βασιλείας Του εδώ κάτω (ιδέ την ανάπτυξη στο κεφάλαιο Ι).
Και εάν Αυτός τώρα καλωσορίζη τους Εθνικούς, είναι διότι εισέρχονται με ζήλον και εμπιστοσύνη στον δρόμο που τους ανοίγεται από το έλεος Του. Δεν υπάρχει καμμία αυθαιρεσία του Θεού σ” αυτή την διπλή ενέργεια. Ο Θεός απλά χρησιμοποιεί την ελευθερία Του, αλλά σύμφωνα με τον κανόνα που προκύπτει απ” την αγάπη Του, την αγιότητα Του, και την σοφία Του. Καμμία προηγουμένη εκλογή δεν μπορεί να Τον εμποδίση από του να δείξη χάρη στον άνθρωπο που δεν περιλαμβανόταν κατά πρώτον σ” αυτή, αλλά τον οποίον βρίσκει διατεθειμένον να θέση τον εαυτόν του ταπεινά στην διάθεση Του. Τίποτα επίσης δεν μπορεί να Τον εμποδίσει να απορίψη και να σκληρύνη τον άνθρωπο με τον οποίον ήταν ενωμένος, αλλά ο οποίος υψώνει τον εαυτόν του υπερήφανα, και σε αντίθεση προς την πρόοδο του έργου Του. Μια ελεύθερη πρωτοβουλία εκ μέρους του Θεού σε όλα τα πράγματα, αλλά χωρίς ίχνος αυθαιρεσίας, αυτή είναι η άποψη του Αποστόλου εδώ.
3. Όσο για την ερώτηση της σχέσης μεταξύ του αιωνίου σχεδίου του Θεού και της ελευθερίας των ανθρωπίνων αποφάσεων, ο Παύλος την απάντησε με το γεγονός της θείας πρόγνωσης. Αυτός ο ίδιος μας θέτει σ” αυτόν τον δρόμο, Η29,30, κάνοντας την πρόγνωση την βάση του προορισμού. Καθώς ένας στρατηγός που είναι σε πλήρη γνώση των σχεδίων εκστρατείας του αντιπάλου στρατηγού, θα οργάνωνε τα δικά του σχέδια σε συμφωνία με αυτή την σίγουρη πρόβλεψη, και θα εύρισκε τρόπους να στρέψη όλες τις προελάσεις και αντιπροελάσεις του εχθρού του σε επιτυχία των δικών του σχεδίων, έτσι και ο Θεός, αφού όρισε τον τελικό στόχο, χρησιμοποιεί τις ελεύθερες ανθρώπινες ενέργειες, τις οποίες βλέπει απ” τα βάθη της αιωνιότητας, σαν παράγοντες και μέσα για την πραγματοποίηση του αιωνίου Του σχεδίου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 10

Εδάφια 1-4
Στα εδάφια 30-33 του προηγουμένου κεφαλαίου, ο Απόστολος διετύπωσε συνοπτικά την λύση του προβλήματος με το οποίο καταπιάνεται εδώ. Για να θυμηθούμε, το πρόβλημα ήταν, Γιατί απερρίφθη ο λαός Ισραήλ παρόλο που ήταν ο εκλεγμένος λαός του Θεού.
Η υπερήφανη αξίωση του λαού Ισραήλ να εμμείνουν στην δική τους δικαιοσύνη, έγινε η αιτία να σκοντάψουν στην αληθινή δικαιοσύνη, εκείνη της πίστης, που ο Θεός τους προσέφερε στο πρόσωπο του Μεσσία. Το κεφάλαιο 10 αναπτύσσει αυτή την λύση του προβλήματος. Παρ” όλον τον θρησκευτικό τους ζήλο, το Ισραηλιτικό Έθνος, τυφλωμένο από την τάση προς αυτοδικαίωση, δεν κατάλαβε ότι η οικονομία του νόμου πρέπει να τελειώσει με τον ερχομό του Μεσσία (εδάφια 1-4), διότι Αυτός ερχόταν να εγκαινιάση μια ολοκληρωτικά νέα κατάσταση πραγμάτων, τα χαρακτηριστικά της οποίας είναι αντίθετα σ” αυτά του νομικίστικου συστήματος. Και αυτά συγκεκριμένα είναι: α) Το πλήρες ελεύθερο της σωτηρίας (εδάφια 5-11), β) Η παγκοσμιότητα αυτής της ελεύθερης σωτηρίας (εδάφια 12-21).

Εδάφια 1,2
«Αδελφοί, η μεν ευδοκία της εμής καρδίας και η δέησις η προς τον Θεόν υπέρ του Ισραήλ εστιν εις σωτηρίαν. Μαρτυρώ γαρ αυτοίς ότι ζήλον Θεού έχουσιν, αλλ” ου κατ” επίγνωσιν.»
«Αδελφοί, η επιθυμία της καρδιάς μου και η προσευχή μου εις τον Θεόν είναι υπέρ των Ισραηλιτών, δια να σωθούν. Μαρτυρώ γι” αυτούς ότι έχουν ζήλον Θεού αλλά όχι με επίγνωσιν.»

Η συγκίνηση με την οποίαν είναι γεμάτη η καρδιά του Αποστόλου φαίνεται από το ασύνδετο μεταξύ των εδαφίων Θ 33 και Ι 1.
Στο εδάφιο 2, ο Παύλος δικαιολογεί το τόσο ζωηρό του ενδιαφέρον για την τύχη των Ιουδαίων, που εκφράστηκε στο εδάφιο 1. Τι δεν έχει γίνει, και τι δεν έχουν υποφέρει αυτοί οι Ιουδαίοι οι αφιερωμένοι στην υπόθεση του Θεού, κάτω από τις διάφορες Εθνικές εξουσίες που βρέθηκαν! Παρ” όλο τους πλέον φοβερούς διωγμούς που υπέστησαν, δεν είναι αυτοί που έχουν καταφέρει να διατηρήσουν την μονοθεϊστική τους λατρεία για αιώνες σ” όλη της την καθαρότητα; Όταν ο Παύλος λέγει «μαρτυρώ», φαίνεται να υπονοεί την συμπεριφορά του των προηγουμένων ημερών, και να εννοή, ξέρω και εγώ προσωπικά κάτι από εκείνον τον ζήλον!
Αλλά ατυχώς, αυτή τους η προσπάθεια δεν οδηγείται σύμφωνα με τον κανόνα («κατά») μιας σωστής γνώσης, μιας πραγματικής διάκρισης των πραγμάτων. Και είναι αυτή η έλλειψη της σωστής γνώσης, που έχει καταστρέψει τα αποτελέσματα αυτού του θαυμαστού ζήλου.
Και δεν χρησιμοποιεί την λέξη «γνώσις», διότι στους Ιουδαίους δεν έλειπε σίγουρα η θρησκευτική γνώση. Το «επίγνωσις» που χρησιμοποιεί εδώ δηλώνει πιο πολύ «διάκριση», εκείνη την κατανόηση που βάζει το δάκτυλο της στην αληθινή φύση του πράγματος. Απέτυχαν να διακρίνουν την αληθινή έννοια και τον αληθινό σκοπό της οικονομίας του νόμου. Είναι προσκολλημμένοι με πάθος σ” όλες τις επί μέρους της τελετουργίες, αλλά δεν έχουν συλλάβει τον ηθικό της στόχο.

Εδάφια 3,4
«Αγνοούντες γαρ την του Θεού δικαιοσύνην, και την ιδίαν δικαιοσύνην ζητούντες στήσαι, τη δικαιοσύνη του Θεού ουχ υπετάγησαν. Τέλος γαρ νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τω πιστεύοντι.»
«Διότι, επειδή αγνοούν την δικαίωσιν που δίνει ο Θεός και προσπαθούν να στήσουν τον δικό τους τρόπο δικαιώσεως δεν υπετάχθησαν εις την δικαίωσιν που προέρχεται από τον Θεόν. Διότι το τέλος του νόμου είναι ο Χριστός, δια να δικαιωθή καθένας που πιστεύει.»

Μη καταλαβαίνοντας ότι ήταν από τον Θεό που επρόκειτο να έλθη η δικαίωση τους, ο Ισραήλ οδηγήθηκε να διατηρήση το νομικό του σύστημα με κάθε θυσία, και να παρερμηνεύση τον στόχο που ο Θεός είχε θέσει σ” αυτό.
Η διάκριση της αληθινής δικαιοσύνης, εκείνης που ο Θεός χορηγεί στην πίστη, θα έπρεπε να είχε μορφωθεί μέσα τους κάτω από την μαθητεία του νόμου. Διότι, από το ένα μέρος, η ευσυνείδητη προσπάθεια να υπακούσουν τον νόμο, θα έπρεπε να τους είχε φέρει να αισθανθούν την αδυναμία τους (σύγκρινε κεφάλαιο Ζ). Και από το άλλο, η βαθειά μελέτη των Γραφών θα έπρεπε να τους είχε διδάξει, με το παράδειγμα του Αβραάμ (Γένεση ΙΕ5), και με τις διάφορες προφητικές δηλώσεις (Ησαϊας Ν8,9, Αββακούμ Β4), ότι «η δικαιοσύνη και η δύναμη έρχονται από τον Κύριο.»
Αλλά μη χρησιμοποιόντας τον νόμο κάτω από ένα πνεύμα ειλικρίνειας και ταπείνωσης, απεδείχθησαν ακατάλληλοι ν” αντιληφθούν την τελική αποκάλυψη. Και ο νους τους, οδηγημένος στην εσφαλμένη κατεύθυνση, σκόνταψε πάνω στην θεία αλήθεια που αποκαλύφθηκε με την εμφάνιση του Μεσσία (Θ32).
«Αγνοούντες»: Μη γνωρίζοντες. Εδώ δεν θα πρέπει να ξεχασθή ότι η έλλειψη γνώσης είναι αποτέλεσμα προηγουμένης απιστίας, σύγκρινε Α” Κορ. ΙΔ38, και Πράξεις ΙΖ30.
«Ιδίαν δικαιοσύνην»: Είναι μια απόφαση δικαίωσης που νομίζει ότι επιτυγχάνει ο άνθρωπος, δυνάμει του τρόπου κατά τον οποίον έχει εκπληρώσει τον νόμο. Ο Θεός εδώ δεν του δίνει τίποτα. Είναι αυτός ο ίδιος ο άνθρωπος που πιστοποιεί και διακηρύσσει το γεγονός. Η δικαιοσύνη του Θεού, αντιθέτως, είναι η απόφαση δικαίωσης που Αυτός απονέμει στην πίστη, από δική Του ευδοκία.
«Στήσαι»: Να την στήσουν σαν μνημείο, όχι για την δόξα του Θεού, αλλά για την δική τους δόξα.
Αυτή η υπερήφανη προσπάθεια έχει καταλήξει σε μια ανοικτή εξέγερση, στην απόρριψη του Χριστού, και της δικαιοσύνης του Θεού που προσφέρεται δι” Αυτού.
«Δεν υπετάγησαν»: Τούτη η λέξη χαρακτηρίζει την άρνηση να πιστέψουν σαν ανυπακοή. Σε αρκετά χωρία η πίστη ονομάζεται «υπακοή» (Α5, ΣΤ17).
Αλλά τούτη η εθελοντική ανταρσία κόστισε ακριβά στον Ισραήλ, διότι αυτή ήταν ακριβώς η αιτία της απόρριψης τους.

Εδάφιο 4
«Τέλος γαρ νόμου Χριστός εις δικαιοσύνην παντί τω πιστεύοντι.»

Ήταν ακριβώς σ” αυτό το σημείο που η δική τους άποψη και εκείνη του Θεού ήλθαν σε σύγκρουση. Ο Μεσσίας έφερε μια ελεύθερη δικαίωση που προσφέρεται στην πίστη. Ο ερχομός Του επομένως βάζει ένα τέρμα στην προσπάθεια του ανθρώπου να θεσπίση την δική του δικαιοσύνη, πάνω στην υπακοή του νόμου. Επομένως, με τον ερχομό του Μεσσία, έπεφτε η όλη οικονομία του νόμου, που τώρα είχε εκπληρώσει πλέον τον σκοπό της.
Δεν ήταν όμως έτσι που το κατάλαβαν οι Ιουδαίοι. Εάν αυτοί, κατά ένα μέτρο, εδέχθηκαν την σωτηρία των Εθνικών, την δέχθηκαν θεωρόντας την μόνον σαν μια προσάρτηση στον Ισραήλ, και σαν μια υποταγή στην Μωσαϊκή εξουσία. Ήταν κάτω απ” αυτή την έννοια που «αυτοί διέτρεχαν γη και θάλασσα να κάνουν έναν προσήλυτο», όπως λέγει ο Κύριος στο Ματθαίος ΚΓ15. Ο Μεσσίας, κατ” αυτούς, επρόκειτο απλώς να ολοκληρώση την κατάκτηση του κόσμου υπό του Ισραήλ, καταστρέφοντας με κρίση κάθε Έθνος που θα ανθίστατο. Η βασιλεία Του επρόκειτο να είναι η τέλεια εφαρμογή των νομικών διατάξεων σ” όλον τον κόσμο. Δύσκολο να φανταστούμε πως θα αισθανόταν οι ίδιοι, όταν ο Κύριος διεκήρυττε ότι δεν ήλθε να μπαλώση το παλιό Ιουδαϊκό ρούχο, αλλά να το αντικαταστήση μ” ένα τελείως καινούργιο. Ο νόμος πέφτει με τον ερχομό Εκείνου ο Οποίος φέρει μια πλήρως ετοιμασμένη σωτηρία σ” αυτόν που πιστεύει.
«Τέλος»: Ο νόμος τελειώνει με τον Χριστό, διότι με Αυτόν έχει φθάσει τον στόχο του.
«Παντί τω πιστεύοντι»: Εδώ περιέχονται οι δύο ιδέες που πρόκειται ν” αναπτυχθούν στα δύο επόμενα χωρία: Εκείνη του ελεύθερου, χωρίς προϋποθέσεις, της σωτηρίας, που περιέχεται στην λέξη «πιστεύοντι» (εδάφια 5-11), και εκείνη της παγκοσμιότητας της, που περιέχεται στην λέξη «παντί» (εδάφια 12-21).
Εδάφια 5-11

Εδάφιο 5
«Μωυσής γαρ γράφει την δικαιοσύνην την εκ του νόμου, ότι ο ποιήσας αυτά άνθρωπος ζήσεται εν αυτοίς.»
«Ο Μωυσής γράφει δια την δικαίωσιν που προέρχεται από τον νόμον ότι ο άνθρωπος που ετήρησε τας εντολάς θα ζήση δι” αυτών».

«Εν αυτοίς»: Το πιο σωστό είναι «εν αυτή» (την δικαιοσύνη) που βρίσκεται σε ορισμένους κώδικες.
Η πιο σωστή απόδοση του εδαφίου είναι: «Διότι ο Μωυσής περιγράφει την δικαιοσύνη που είναι απ” τον νόμο έτσι: Ο άνθρωπος που έχει υπακούσει τον νόμο, θα ζήση δι” αυτού.» Ο νόμος θα ήταν το μέσον της σωτηρίας και ζωής γι” αυτόν που πραγματικά θα τον εκτελούσε.
Αλλ” εάν είναι σίγουρο ότι αυτός ο τρόπος είναι ακατόρθωτος για τον πεσμένον άνθρωπο, πως μπορεί να εξηγηθή ότι ο Μωυσής τον πρότεινε σοβαρά στον λαό του Θεού; Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ο νόμος του Ιεχοβά, σωστά αντιληπτός, δεν είχε δοθεί ανεξάρτητα απ” την χάρη Του. Ο νόμος, λαμβανόμενος στην πλήρη έννοια της λέξης, περιείχε μια ολόκληρη σειρά μέσων χάρης, που προσφερόταν ασταμάτητα στον ευσεβή Ισραηλίτη. Απ” την στιγμή που αμάρτανε, μπορούσε να προσφύγη ταπεινά στην συγνώμη του Θεού, με ή χωρίς θυσία, ανάλογα με την περίπτωση, ιδέ Ψαλμό ΝΑ16,17: «Δεν ευαρεστείσαι εις θυσίες…η θυσία για τον Θεό είναι ένα συντετριμμένο πνεύμα». Εδάφια 10-12: «Κτίσε μου μια καθαρή καρδιά, ω Θεέ, … επανόρθωσε με στην χαρά της σωτηρίας σου.» Ο νόμος, έτσι ταπεινά αντιληπτός και ειλικρινά εφαρμοζόμενος, ήταν σίγουρα ο δρόμος της σωτηρίας για τον Ισραηλίτη που πίστευε. Τον οδηγούσε σε μια ακόμα πιο στενή επικοινωνία με τον Θεό, πράγμα που το βρίσκομε τόσο συχνά σε παραδείγματα στην Παλαιά Διαθήκη. Εκείνο που ακόμα έλειπε σ” αυτή την συγνώμη και σωτηρία, ήταν να χορηγηθή κάποια μέρα η Μεσσιανική συγνώμη και σωτηρία, η οποία ήταν και η εθνική τους ελπίδα.
Δεν υπήρχε τίποτα τότε πιο σοβαρό για τον Ισραηλίτη, που αντελήφθη και εφάρμοζε τον νόμο στο αληθινό του πνεύμα και στο πλήρες του πλάτος, από τα λόγια του Μωυσή.
Αλλά δυστυχώς, υπήρχε και ένας άλλος τρόπος να αντιληφθής τον νόμο και να τον χρησιμοποιήσης. Θα μπορούσες να τον πάρεις σε μια στενή έννοια, αποκλειστικά και μόνον στην μορφή της εντολής, και να κάνεις την τυπική τήρηση της εντολής ένα μέσον αυτοδικαίωσης και υπερήφανης αυτοϊκανοποίησης. Και αυτό ήταν το πνεύμα που επικρατούσε στις μέρες του Παύλου. Ο Φαρισαϊσμός, διαχωρίζοντας την εντολή από την χάρη, θεωρούσε ότι η εκπλήρωση της, πραγματοποιουμένη με την δύναμη του ανθρώπου, συνιστούσε το δικαίωμα για την απονομή της θείας χάρης. Είναι ενάντια σ” αυτή την άποψη που ο Παύλος εδώ στρέφει τον ίδιο τον νόμο. Είναι σαν τους λέγει: «Επιθυμείτε να δικαιωθήτε με τα δικά σας έργα. Καλά! Αλλά σ” αυτή την περίπτωση ας είναι το έργο σας πλήρες! Εάν η υπακοή σας πρόκειται να σας κάνη να ζήσετε, πρέπει να είναι άξια Αυτού προς τον οποίον προσφέρεται». Σ” έναν τέτοιο δρόμο απελπισίας είχε ο ίδιος ο Απόστολος οδηγηθεί από τον νόμο, επειδή τον είχε αντιληφθεί, και τον εφάρμοζε στην πράξη κάτω από αυτό το εσφαλμένο πνεύμα. Έτσι τον είχαν αντιληφθεί, και τον εφάρμοζαν οι Φαρισαίοι της εποχής του. Αλλ” εάν ο άνθρωπος επιθυμεί να υψώση το οικοδόμημα της δικής του δικαιοσύνης, ας βγάλει έξω κάθε στοιχείο χάρης απ” τον νόμο. Διότι απ” την στιγμή που προσφεύγει στην χάρη για λίγο ή για πολύ, όλα τέλειωσαν με το έργο: «Το έργο δεν είναι πλέον έργο» (ΙΑ6).
Ο νόμος λοιπόν μπορεί να θεωρηθή κατά δύο απόψεις: α) Στην πληρότητα του, περιλαμβάνοντας μέσα και τα στοιχεία της χάρης που ανήκαν σ” αυτόν, εν όψει μιας τέλειας δικαίωσης και ενός πραγματικού αγιασμού (το έργο του Ιησού Χριστού). β) Χωρίς αυτά τα στοιχεία της χάρης, και με πρόσδεση μόνον στην εντολή, στρέφοντας την εκτέλεση της προς ικανοποίηση της ανθρωπίνης υπερηφανείας.

Εδάφια 6,7
«Η δε εκ πίστεως δικαιοσύνη ούτω λέγει, Μη είπης εν τη καρδία σου, τις αναβήσεται εις τον ουρανόν; Τούτ” έστι Χριστόν καταγαγείν. Ή τις καταβήσεται εις την άβυσσον; Τούτ” έστι Χριστόν εκ νεκρών αναγαγείν».
«Η δικαίωσις όμως που προέρχεται από την πίστιν, λέγει, Μη πης εις την καρδιά σου ποιός θα ανεβή εις τον ουρανόν; Δια να κατεβάση δηλαδή τον Χριστόν, ή ποιός θα κατεβή εις την χώραν των νεκρών; Δια να ανεβάση δηλαδή τον Χριστόν από τους νεκρούς.»

Να σημειώσωμε πρώτα απ” όλα την αλλαγή στο υποκείμενο, καθώς περνάμε από το εδάφιο 5 στο εδάφιο 6. Ο Παύλος δεν λέγει πλέον εδώ: «Ο Μωυσής γράφει (ή περιγράφει)». Δεν είναι πλέον αυτός που μιλά είτε κατ” ευθείαν είτε έμμεσα. Είναι η ίδια η δικαίωση δια πίστεως που παίρνει τον λόγο, δανειζομένη ορισμένες εκφράσεις από το αναφερόμενο χωρίο, Δευτερονόμιο Λ11-14, για να αποκαλύψη την ουσία της. Είναι τούτη που μιλά εδώ, χρησιμοποιόντας μ” έναν ελεύθερο τρόπο ορισμένες εκφράσεις του Μωυσή.
Τι όμως να εννοεί όταν λέγει αυτά τα λόγια; Το χωρίο, στο αρχικό κείμενο, εφαρμόζεται στον νόμο, που ο Μωυσής είχε μόλις επαναλάβει στον λαό, σύμφωνα με το πνεύμα του παρά σύμφωνα με το γράμμα του. Ο Μωυσής εννοεί ότι ο λαός δεν χρειάζεται να ανησυχούν γύρω απ” την δυνατότητα τους να καταλάβουν και να κάνουν πρακτική εφαρμογή αυτού του νόμου. Δεν χρειαζόταν να φαντάζονται ότι κάποιος έπρεπε να σταλή στον ουρανό, ή πέρα από τις θάλασσες, να φέρη την εξήγηση των εντολών του νόμου, ή να κάνη δυνατή την εκπλήρωση του. Αυτός ο νόμος έχει αποκαλυφθεί κατά τέτοιον τρόπον απ” τον Κύριο, ώστε ο κάθε Ισραηλίτης να είναι σε θέση να τον καταλάβη με την καρδιά, και να τον ομολογή με το στόμα. Και όλοι μπορούσαν να τον εκπληρώσουν.
Είναι προφανές ότι, εκφραζόμενος έτσι ο νομοθέτης, δεν υποστηρίζει την άποψη μιας ανεξάρτητης ηθικής, με μόνο την προσπάθεια του ανθρώπου. Αντίθετα, υποστηρίζει την εμπιστοσύνη στην πιστότητα του Ιεχοβά, και στην υπόσχεση της χάρης Του και της βοήθειας Του, και την προσφυγή σ” αυτές. Δεν είναι χωρίς σημασία που ο Δεκάλογος άρχιζε έτσι: «Εγώ είμαι Κύριος ο Θεός σου που σε έβγαλα από την γη της Αιγύπτου», και ότι κάθε σειρά νόμων τελείωνε με την επωδό: «Εγώ είμαι ο Κύριος». Επομένως η κατανόηση και η εφαρμογή του νόμου, τις οποίες ο Μωυσής τις δηλώνει σαν δυνατές, δεν έχουν τίποτα κοινό με τα έργα προς βράβευση. Είναι οι καρποί μιας καρδιάς που είναι σε πλήρη κοινωνία εμπιστοσύνης και αγάπης με τον Θεό της Διαθήκης. Και πως, πράγματι, θα μπορούσε ο Μωυσής, ο οποίος είχε γράψει για τον Αβραάμ τις λέξεις: «Η πίστη του του λογίσθηκε για δικαιοσύνη», να έχει σκεφθεί ότι ο τρόπος της πίστης επρόκειτο να αντικατασταθή μετά από μερικούς αιώνες από εκείνον των έργων προς βράβευση; Σύγκρινε πάνω σ” αυτό το Γαλάτας Γ17 και συνέχεια.
Εκείνο το στοιχείο της χάρης το οποίον, σύμφωνα με τον ίδιο τον Μωυσή, εσχημάτιζε την βάση της όλης διαθήκης σ” όλες τις διάφορες φάσεις της, πατριαρχικές και Μωσαϊκές, απελευθερώνεται εδώ υπό του Παύλου από το προσωρινό του κάλυμμα (κάτω από το οποίο δόθηκε στο Δευτερονόμιο), όπως ο Ιησούς, στην επί του Όρους Ομιλία, απελευθέρωσε από το γράμμα του Δεκαλόγου το πνεύμα του. Δεν θέτει ο Παύλος στο χωρίο του Μωυσή κάτι που δεν υπάρχει εκεί, αλλά σύρει απ” αυτό, για να τονίση την βαθύτερη ουσία του, την χάρη του Ιεχοβά καλυμμένη και μαρτυρουμένη μέσα στην ίδια την εντολή.
Αυτή η χάρη, ήδη υπάρχουσα στην Ιουδαϊκή θεοκρατία, ήταν το γόνιμο σπέρμα που είχε τοποθετηθεί κάτω απ” την επιφάνεια, και που επρόκειτο κάποια μέρα να φυτρώση, και να γίνη το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της νέας διαθήκης. Ο Απόστολος λοιπόν είναι απόλυτα σωστός παίρνοντας αυτά τα λόγια σαν το προοίμιο της ευαγγελικής χάρης.
Είναι εύκολο πάντως, να καταλάβωμε γιατί, αισθανόμενος τον εαυτόν του σε κάποια απόσταση από το γράμμα, σ” αυτή την εφαρμογή, δεν παρουσιάζει τον ίδιο τον Μωυσή, αλλά την δικαίωση της πίστης να αναδύεται η ίδια στις εκφράσεις του νομοθέτη. Και οι διαφορές στα κείμενα του Μωυσή και του Παύλου, όπως παρατηρούμε, είναι πολλές.
«Μη είπης εν τη καρδία σου»: Αναφέρεται σε μια κακή σκέψη που κάποιος φοβάται να πη, (σύγκρινε Ματθαίος Γ9, Αποκάλυψη ΙΗ7).
«Άβυσσος»: Εδώ δηλώνει την κατοικία των νεκρών (σύγκρινε εδάφιο 7). Ο ουρανός είναι το πλέον υψηλό σημείο και η άβυσσος το πλέον βαθύ. Ο Παύλος αναφέρει αυτή την αντίθεση για να περιγράψη απ” την μια μεριά, την καταδίκη απ” την οποία ο Χριστός μας σώζει (εδάφιο 7), και από την άλλη, την πλήρη σωτηρία στην οποία μας υψώνει (εδάφιο 6). Οι δύο τόποι είναι τα σύμβολα αυτών των δύο καταστάσεων.
Με αυτές τις ελαφρές τροποποιήσεις που ο Παύλος κάνει στα λόγια του Μωυσή, υποκαθιστά την ακόμα ατελή χάρη που είχε επισυναφθεί από τον Κύριο στο δώρο του νόμου, με τις τέλειες απονομές χάρης που ανήκαν στην νέα διαθήκη. Στην εφαρμογή που αυτός κάνει των λόγων του Μωυσή, καταδεικνύει, όχι μόνον την βοήθεια του Ιεχοβά που είναι πάντα κοντά στον πιστό, να τον στηρίξη στην εκπλήρωση του νόμου, αλλά και τον νόμο ήδη πλήρως εκπληρωθέντα, και στις εντολές του και στις απειλές του, από την ζωή και τον θάνατο του Ιησού Χριστού. Έτσι, το μόνο που απομένει γι” αυτόν που ζητά σωτηρία, είναι να οικειοποιηθεί και να εφαρμόση αυτή την εκπλήρωση στον εαυτόν του. Ο Μωυσής καθησύχαζε τον ειλικρινή Ιουδαίο δείχνοντας του ότι η πράξη θ” ακολουθούσε εύκολα από την πίστη. Ο Παύλος καθησυχάζει κάθε άνθρωπο που επιθυμεί σωτηρία, προσφέροντας του ένα έργο ειργασμένο από έναν άλλον, και το οποίο δεν έχει παρά να το αρπάξει με τη πίστη του, και να το κάνει δικό του. Το να διεισδύσωμε λοιπόν στο πνεύμα των λόγων του Μωυσή, και το να επιμηκύνωμε τις γραμμές της εικόνας που χρησιμοποιείται απ” αυτόν, είναι το όλο που χρειάζεται για να καταλήξωμε στο Ευαγγέλιο.
Να διευκρινίσωμε ότι εκείνος στον οποίον ομιλεί η δικαιοσύνη της πίστης με αυτόν τον τόνο εξουσίας, είναι ένας που πιστεύει αυτά τα γεγονότα, και τον οποίον προτρέπει να σύρη τις σωτήριες συνέπειες που λογικά εκπηγάζουν απ” αυτά. Να διευκρινίσωμε επίσης εδώ ότι το υπό εξέταση θέμα δεν είναι η μελλοντική μας ανάσταση και δόξα, αλλά η παρούσα μας δικαίωση δια πίστεως.
Εάν αρχίσωμε, καθώς είναι φυσικό, από το τελευταίο σημείο (στην αρχική έννοια των λόγων), η εξήγηση των εδαφίων 6 και 7 έχει ως ακολούθως: «Ω εσύ, που επιθυμείς να φθάσης στον ουρανό για να έρθεις σε κοινωνία με τον Θεό, μη λες: «Πως θα υψωθώ σ” αυτόν;». Σαν να ήταν αναγκαίο για σένα τον ίδιο να πραγματοποιήσης αυτή την άνοδο με τα βήματα της δικής σου προσπάθειας. Εκείνο για το οποίο συ λες: «Ποιός θα το κάνει (ή πως θα το κάνω);», είναι ένα πράγμα ήδη καμωμένο. Το να ερωτάς μια τέτοια ερώτηση είναι το να αρνείσαι ότι ο Χριστός το έχει πράγματι κάνει. Είναι για να επανορθώση, τουλάχιστον όσον αφορά εσένα, αυτό που Αυτός ήδη έκανε.
Εσένα που σε βασανίζουν οι αμαρτίες σου, μην λες πλέον: «Ποιός θα κατέβει στη άβυσσο, εκεί, να υποστή την ποινή μου;». Εκείνο που εσύ λες: «Ποιός θα το κάνει (ή πως θα το κάνω);», είναι ένα πράγμα ήδη καμωμένο. Το να ερωτάς μια τέτοια ερώτηση είναι το να αρνείσαι ότι ο Χριστός το έχει πράγματι κάνει. Είναι για να επανορθώση, τουλάχιστον όσον αφορά εσένα, αυτό που Αυτός έχει κάνει. Η εξιλέωση έχει ολοκληρωθεί, μπορείς να την έχης δια πίστεως».
Η μορφή «τις;» έχει αυτή την έννοια: Δεν είναι ο κάθε άνθρωπος ατομικά που του ζητιέται να εκπληρώση αυτές τις δύο προϋποθέσεις της σωτηρίας – υπακοή (αγία ζωή) και εξιλέωση. Σ” αυτή την περίπτωση ο κάθε άνθρωπος θα εκαλείτο να είναι ο δικός του Χριστός. Η δικαίωση της πίστης απορρίπτει κάτι τέτοιο, το οποίον μπορεί μόνον να καταλήξει σε αποθάρρυνση και πικρία. Αντί για τον ρόλο των Χριστών, μας φέρει κάτω σε κείνον των πιστών. Και εξ αυτού η αιτία γιατί ο Παύλος, στα επόμενα λόγια, χρησιμοποιεί δύο φορές το όνομα του Χριστού, και όχι εκείνο του Ιησού, όπως σίγουρα θα το έκανε, εάν ήθελε να μιλήση εδώ για το ιστορικό γεγονός σαν ιστορικό γεγονός μόνον, σύγκρινε Η11.
«Μη είπης…τούτ” έστι…»: «Μην πεις: Ποιός θ” ανέβη; Διότι αυτό, ομιλόντας, δηλαδή, έτσι, είναι το να φέρης κάτω…, ή: Ποιός θα κατέβη; διότι αυτό, ομιλόντας, δηλαδή, έτσι, είναι το να φέρης πάνω…». Και πράγματι, το να θέλης να κάνης ένα πράγμα μόνος (ή να ζητάς από κάποιον άλλον να το κάνη), ισοδυναμεί με το να αρνείσαι ότι είναι ήδη καμωμένο. Επομένως, το να λες: «Ποιός θ” ανέβη ν” ανοίξη τον ουρανό για μας;», είναι το ν” αρνείσαι ότι ο Χριστός έχει ήδη ανέβει γι” αυτόν τον σκοπό, και λογικά ισοδυναμεί με να Τον φέρης πάλι κάτω εδώ στην γη.
Η «άβυσσος» συχνά δηλώνει, όπως είπαμε, την διαμονή των νεκρών και των πεσμένων αγγέλων (Λουκάς Η31). Μπορεί κάποιος να πει ότι, όπως το γαλανό του ουρανού αντιπροσωπεύει την τέλεια σωτηρία, έτσι τα βάθη της θάλασσας είναι η φυσική εικόνα για την κατοικία του θανάτου και την κατάσταση καταδίκης.
Είναι λάθος ν” αναφέρωμε την λέξη «αναγαγείν» στο γεγονός της ανάστασης. Αυτή η έκφραση θα πρέπει να γίνη αντιληπτή σε μια έννοια ανάλογη μ” εκείνη της λέξης «καταγαγείν» του εδαφίου 6. Αυτή η τελευταία δηλώνει: Να αρνηθή κάποιος, με το να προσπαθή να κερδίση τον ουρανό από μόνος του, ότι ο Χριστός έχει ανέβει εκεί να τον ανοίξη για μας. Να ζητά να αντικαταστήση δηλαδή τα πράγματα, με εκείνα που θα ήταν χωρίς την ανάληψη. Το «αναγαγείν» επομένως σημαίνει: Να αρνηθή κάποιος, με το να επιθυμή να υποστή καταδίκη για τις αμαρτίες του, ότι ο Χριστός τις έχει εξαλλείψει. Να ζητά δηλαδή να αντικαταστήση τα πράγματα, με εκείνα που θα ήταν χωρίς τον εξιλεωτικό Του θάνατο.
Να πούμε ότι εκείνο που είναι υπό συζήτηση εδώ, δεν είναι το ιστορικό γεγονός του θανάτου Του, αλλά η εξιλεωτική αξία αυτού του θανάτου, της οποίας η ανάσταση είναι το μνημείο. Είναι δια της ανάστασης που ο θάνατος εμφανίζεται όχι απλά σαν εκείνος του Ιησού, αλλά σαν εκείνος του Χριστού. Και η σειρά που τα θέτει εδώ ο Παύλος είναι η σωστή: Πρώτα η κατάκτηση του ουρανού από την άγια ζωή και την τέλεια υπακοή του Χριστού, μετά η εξάλλειψη της καταδίκης με τον εξιλεωτικό Του θάνατο.
Μπορούμε τώρα να συνοψίσωμε την γενική έννοια του χωρίου ως εξής: Ό,τι ζητιέται στον άνθρωπο από τον νόμο (εδάφιο 5), και το οποίο αυτός δεν μπορεί να εκτελέση παρά ατελώς, έχει τώρα εκτελεσθεί τέλεια από τον Χριστό, είτε αυτό αναφέρεται στην κατάκτηση του ουρανού δια της αγιότητας, ή στην εξάλειψη της καταδίκης δια της εξιλέωσης. Το μόνο λοιπόν που μένει στον άνθρωπο για να σωθή, είναι να πιστέψη αυτό το έργο, οικειοποιούμενος το για τον εαυτόν του. Και αυτό είναι που μας ορίζει η δικαίωση της πίστης, εδάφιο 8, μετά που μας έχει απαγορεύσει, εδάφια 6 και 7, να αξιούμε ν” ανοίξωμε από μόνοι μας τον ουρανό, ή να κλείσωμε την κόλαση. Έχοντας ο Χριστός επιφορτισθεί με την εκτέλεση του, και αφήνοντας σε μας μόνο να το πιστέψωμε, αυτό το εργο Του θέτει ένα τέλος στην οικονομία του νόμου, πράγμα που ο Απόστολος επιθυμούσε ν” αποδείξη (εδάφιο 4).

Εδάφιο 8
«Αλλά τι λέγει; Εγγύς σου το ρήμα εστιν, εν τω στόματι σου και εν τη καρδία σου. Τούτ” έστι το ρήμα της πίστεως ο κηρύσσομεν.»
«Αλλά τι λέγει; Κοντά σου είναι ο λόγος, είναι εις το στόμα σου και εις την καρδιά σου. Ο λόγος δηλαδή της πίστεως, τον οποίον κηρύττομεν.»

Στο αναφερόμενο χωρίο ο Μωυσής είπε: «Πίστευε σ” αυτόν που σου αποκαλύπτεται στον νόμο. Με αυτόν στην καρδιά και στα χείλη θα τον καταλάβης τον νόμο, και θα τον εκπληρώσης σίγουρα.» Αυτά τα λόγια ήσαν στην παλαιά οικονομία μια σχετική αλήθεια. Εν Χριστώ γίνονται απόλυτη αλήθεια. Σ” αυτά τα λόγια ο Μωυσής είχε κατά μια έννοια δώσει, χωρίς να το υποπτευθεί, την ακριβή μορφή της δικαιοσύνης δια πίστεως.
«Εγγύς σου»: Στο στόμα του Μωυσή τούτη η λέξη δηλώνει την δυνατή και ακόμα την εύκολη εκτέλεση. Αυτός ο όρος εξηγείται από τις δύο εκφράσεις: «Εν τω στόματι σου» και «Εν τη καρδία σου». Το «εν τω στόματι σου» σημαίνει: Εύκολο να τον μάθης και να τον λες. Το «εν τη καρδία σου»: Εύκολο να τον αγαπήσης. Βέβαια, και τα δύο αυτά επιτυγχάνονται σε κοινωνία με τον Ιεχοβά, και με την βοήθεια του Πνεύματος Του, που και τα δύο είναι στην διάθεση του πιστού Ισραηλίτη.
Τέτοιες εκφράσεις, λέγει ο Παύλος, είναι ακριβώς εκείνες που βρίσκουν την πλήρη τους πραγματοποίηση όταν εφαρμόζονται στον λόγο της πίστης, που είναι το θέμα του ευαγγελικού κηρύγματος. Εάν δεχθούμε την πίστη σαν ένα αίσθημα της καρδιάς, και την ομολογία της σαν μια επίκληση: «Κύριε Ιησού!», είναι δυνατόν να βρουν την εφαρμογή τους αυτά τα λόγια του Μωυσή, «εν τω στόματι σου και εν τη καρδία σου», καλλίτερα, από ότι γίνεται με τον λόγο της πίστης;
Η σωτηρία εμφανίζεται κατ” αυτόν τον τρόπο σε μας σαν ένα τέλεια ώριμο φρούτο, που η θεία χάρη θέτει εμπρός μας, και στο οποίο έχομε ν” απλώσωμε μόνον το χέρι της πίστης να το πάρωμε. Στον Χριστό ανήκει το έργο. Σε μας η πίστη.
Αυτή η ιδέα της απόλυτης εγγύτητας της ολοκληρωμένης σωτηρίας αναλύεται στα εδάφια 9 και 10 (ξεκινόντας απ” τους όρους του εδαφίου 8), και δικαιολογείται ακόμη μια φορά από μια αναφορά της Γραφής (εδάφιο 11), η οποία περιέχει ταυτόχρονα και την μετάβαση στο ακόλουθο χωρίο.

Εδάφια 9,10
«Ότι εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου Κύριον Ιησούν, και πιστεύσης εν τη καρδία σου ότι ο Θεός αυτόν ήγειρεν εκ νεκρών, σωθήση. Καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν.»
«Εάν ομολογήσης με το στόμα σου ότι ο Ιησούς είναι Κύριος και πιστεψης με την καρδιά σου ότι ο Θεός τον ανέστησε εκ νεκρών, τότε θα σωθής. Διότι με την καρδιά ο άνθρωπος πιστεύει ό,τι οδηγεί εις δικαίωσιν, και με το στόμα δε ομολογεί ό,τι οδηγεί εις σωτηρίαν.»

Οι δύο όροι, «εάν ομολογήσης εν τω στόματι σου», και «εάν πιστεύσης εν τη καρδία σου», είναι η επανάληψη των «εν τω στόματι σου» και «εν τη καρδία σου» του εδαφίου 8. Αυτές είναι οι δύο προϋποθέσεις της σωτηρίας, διότι η πίστη αρκεί για να πιάση και να κάνη δική της την ολοκληρωμένη εξιλέωση. Όταν τώρα αυτή η πίστη είναι ζωντανή, παράγει αναπόφευκτα ομολογία, και απ” αυτή έπεται η ενσωμάτωση στο κοπάδι που έχει ήδη σχηματισθεί, μέσω της επίκλησης του ονόματος του Κυρίου, και του βαπτίσματος.
Η «ομολογία» εδώ τίθεται πρώτη, σε συμφωνία με τα λόγια του Μωυσή (εδάφιο 8: «στο στόμα σου»). Η σειρά είναι εκείνη που από το εξωτερικό προχωρά στο εσωτερικό. Μας θυμιζει δε ότι η ομολογία θα ήταν ένα τίποτα χωρίς την πίστη.
Το αντικείμενο της ομολογίας είναι ο τίτλος «Κύριος» που δίνεται στον Χριστό, καθώς γίνεται και στην προσευχή, δια της οποίας δηλώνομε δημόσια τους εαυτούς μας σαν ανήκοντες σ” Αυτόν (σύγκρινε Α” Κορινθίους ΙΒ3). Η ίδια σχέση μεταξύ της κυριαρχίας του Χριστού και της χριστιανικής ομολογίας εμφανίζεται στο Φιλιππησίους Β9-11: «Δια τούτο και ο Θεός τον υπερύψωσε…ώστε κάθε γλώσσα να ομολογήση ότι ο Ιησούς Χριστός είναι Κύριος».
Από το άλλο μέρος, το ειδικό αντικείμενο της πίστης είναι ο Χριστός αναστημένος. Ο λόγος είναι καθαρός: Είναι στο εξωτερικό γεγονός της ανάστασης που η πίστη κατανοεί το ουσιώδες της αντικείμενο, δηλαδή το ηθικό γεγονός της δικαίωσης, σύγκρινε Δ25.
Το εδάφιο 10, τώρα, δείχνει ότι, άπαξ και αυτές οι προϋποθέσεις εκπληρωθούν, η σωτηρία είναι σίγουρη.

Εδάφιο 10
«Καρδία γαρ πιστεύεται εις δικαιοσύνην, στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν.»

Εδώ αναλύεται η ιδέα της σωτηρίας. Περικλείει τα δύο γεγονότα: «Δικαιωμένος» και «σωσμένος» (στην πλήρη έννοια της λέξης). Το πρώτο συνδέεται ειδικά με την πράξη της πίστης, το δεύτερο μ” εκείνη της ομολογίας.
Όπως έχομε ξαναπεί, υπάρχει μια διάκριση που πρέπει να γίνη μεταξύ της δικαίωσης και της σωτηρίας. Επανειλημμένα είδαμε, ειδικά στα κεφάλαια 9 και 10, ότι η δικαίωση είναι κάτι του παρόντος, είναι αυτό που μας εισάγει από τώρα και στο εξής στην συμφιλίωση με τον Θεό. Η σωτηρία όμως περιλαμβάνει, πέραν αυτού, τον αγιασμό και την δόξα. Εξ αυτού είναι που, ενώ η δικαίωση εξαρτάται μόνον από την πίστη, η σωτηρία υποθέτει συνεχή πιστότητα στην ομολογία της πίστης, ακόμη και στον θάνατο και στην δόξα.
Σ” αυτό το εδάφιο ο Παύλος επιστρέφει στην φυσική σειρά, σύμφωνα με την οποία η πίστη προηγείται της ομολογίας, και το κάνει αυτό διότι εδώ εκθέτει την σκέψη του χωρίς να δεσμεύεται πλέον από την σειρά της Μωσαϊκής αναφοράς. Και για να κλείση όλο αυτό το χωρίο, η κεντρική ιδέα του οποίου είναι το τέλεια ελεύθερο της σωτηρίας, επαναλαμβάνει ακόμα μια φορά το χωρίο του Ησαϊα που του είχε χρησιμεύσει σαν σημείο αφετηρίας (Θ33).

Εδάφιο 11
«Λέγει γαρ η γραφή, Πας ο πιστεύων επ” αυτώ ου καταισχυνθήσεται».
«Διότι λέγει η γραφή, Καθένας που πιστεύει εις αυτόν δεν θα ντροπιασθή».

Τούτα τα λόγια σημαίνουν: Είναι αρκετό να πιστεύης εις Αυτόν που τα έχει εκπληρώσει όλα, για να σωθής ακριβώς σαν ένας που θα τα είχε εκπληρώσει όλα από μόνος του. Ο πλέον άθλιος των πιστών δεν θα εξαπατηθεί από την ελπίδα του, εάν μόνον πιστεύει.
Προσθέτοντας το «πας» στην ιδέα του ελευθέρου της σωτηρίας, εκεί συνδέει και την ιδέα της παγκοσμιότητας της. Αυτό ήταν και το δεύτερο σημείο στο οποίον εκτεινόταν η άγνοια των Ιουδαίων, και μια απ” τις δύο αιτίες που κατέστησαν την απόρριψη τους αναγκαία για την εκτέλεση του σχεδίου του Θεού. Θεωρόντας ότι η σωτηρία ήταν δεμένη με την εκπλήρωση των εντολών του νόμου, την μονοπωλούσαν για τον εαυτόν τους, συγκατατιθέμενοι να την μοιρασθούν μόνο με κείνους απ” τους Εθνικούς που θα δεχόντουσαν την περιτομή και την Μωσαϊκή διακυβέρνηση, και δι” αυτών θα γινόντουσαν μέλη του λαού Ισραήλ.
Λόγω αυτής της αντίληψης, ήλθαν σε σύγκρουση με την σκέψη του Θεού, που είχε αποφασίσει το κήρυγμα της ελεύθερης σωτηρίας σ” όλον τον κόσμο, και επομένως την κατάργηση του νομικίστικου συστήματος.
Αυτός ο θείος οικουμενισμός, με την συνέπεια του, το ελεύθερο δηλαδή κήρυγμα του Ευαγγελίου σ” όλους τους ανθρώπους, είναι το θέμα του επομένου χωρίου. Εισάγοντας την λέξη «πας» (εδάφιο 11) στα λόγια του Ησαϊα, ο Απόστολος αναγγέλει αυτή την καινούργια ιδέα, την οποία προχωρά τώρα ν” αναπτύξη.
Εδάφια 12-21
Ο Παύλος έχει μόλις εξηγήσει το θέμα του κηρύγματος του που είναι, η σωτηρία δια της χάρης. Τώρα δικαιολογεί την «έκταση» του. Και το κάνει αυτό για να δείξη το δεύτερο σημείο, αναφορικά με το οποίο οι Ιουδαίοι έχουν δείξει άγνοια (εδάφιο 4) όσον αφορά το σχέδιο του Θεού, λόγω και της οποίας έχουν φέρει επάνω τους την απόρριψη Του. Όταν ο άνθρωπος τοποθετείται ενάντια στο σχέδιο του Θεού, ο Θεός δεν σταματά, απομακρύνει το εμπόδιο. Τέτοια είναι η σύνδεση των ιδεών που οδηγεί στο ακόλουθο χωρίο.

Εδάφια 12,13
«Ου γαρ έστι διαστολή Ιουδαίου τε και Έλληνος. Ο γαρ αυτός Κύριος πάντων, πλουτών εις πάντας τους επικαλουμένους αυτόν. Πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα του Κυρίου σωθήσεται.»
«Δεν υπάρχει δηλαδή διάκρισις μεταξύ Ιουδαίου και Έλληνος, διότι ο ίδιος είναι Κύριος όλων, πλούσιος εις όλους που τον επικαλούνται. Διότι ο καθένας που θα επικαλεσθή το όνομα του Κυρίου θα σωθή.»

Η σωτηρία όντας ελεύθερη για τον καθέναν, και μια και δεν υπάρχει κανενας περιορισμός στην εφαρμογή της, είναι αναγκαστικά παγκόσμια. Είναι αυτή η λογική συνέπεια που ο Απόστολος εκθέτει (εδάφιο 12), και την οποία βεβαιώνει (εδάφιο 13) με ένα χωρίο από την Γραφή.
Εκείνο που δημιουργούσε τον χωρισμό των δύο μερών του ανθρωπίνου γένους, των Ιουδαίων και των Ελλήνων, ήταν ο νόμος (Εφεσίους Β14, το «μεσότοιχον»). Άπαξ και αυτός ο τοίχος γκρεμίσθηκε (καθώς μόλις αποδείχτηκε) απ” το έργο του Μεσσία, το ανθρώπινο γένος δεν είναι πλέον παρά ένα σώμα, και έχει ολόκληρο τον ίδιο Κύριο, και έναν Κύριο αρκετά πλούσιο να μεταδίδη τις ευλογίες της σωτηρίας σ” όλο αυτό το πλήθος, κάτω από μια μόνον προϋπόθεση: Την επίκληση της πίστης.
Ο Ισραήλ δεν είχε ποτέ του φαντασθεί κάτι σαν αυτό. Και όμως, είχε τόσο καθαρά αναγγελθεί, καθώς αποδεικνύεται από το εδάφιο 13.
«Ο γαρ αυτός Κύριος πάντων»: Ο ίδιος Κύριος είναι (Κύριος) όλων».
Η προϋπόθεση της επίκλησης μας θυμίζει την ιδέα της «ομολογίας» που αναπτύχθηκε πιο πάνω, (εδάφια 9,10). Η αληθινή ομολογία της πίστης είναι, πράγματι, αυτή η κραυγή λατρείας: Κύριε Ιησού! Και αυτή η κραυγή μπορεί να βγη εξ ίσου από κάθε ανθρώπινη καρδιά, Ιουδαϊκή ή Εθνική, χωρίς την ανάγκη κανενός νόμου. Να πως η παγκοσμιότητα που θεμελιώθηκε στην πίστη εξαιρεί από τούδε την κυριαρχία του νόμου.

Εδάφιο 13
«Πας γαρ ος αν επικαλέσηται το όνομα του Κυρίου σωθήσεται.»

Ο Ιωήλ (Β32) είχε ήδη αναγγείλει αυτό το νέο γεγονός: Ότι η σωτηρία θα εξαρτιόταν μόνον από την με πίστη επίκληση του ονόματος του Ιεχοβά στην τελική Του Μεσσιανική αποκάλυψη. Οι απαιτήσεις του νόμου είχαν εξαφανισθεί εμπρός από τα μάτια του. Εκεί παρέμενε η λατρεία του Ιεχοβά εις την ανωτάτη Του αποκάλυψη. Ο Παύλος εφαρμόζει με κάθε δικαίωμα αυτόν τον προφητικό λόγο στον ερχομό του Ιησού.
Τώρα, εάν η επίκληση του ονόματος του Ιεχοβά, που αποκαλύπτεται εις το πρόσωπο του Μεσσία Ιησού, πρόκειται να είναι το μέσον της σωτηρίας για όλους, τι έπεται από εδώ; Έπεται η ανάγκη ενός παγκοσμίου κηρύγματος του ονόματος τον οποίον πρέπει να επικαλεσθούν όλοι.

Εδάφια 14,15
«Πως ουν επικαλέσονται εις ον ουκ επίστευσαν; Πως δε πιστεύσουσιν ου ουκ ήκουσαν; Πως δε ακούσουσι χωρίς κηρύσσοντος; Πως δε κηρύξουσιν εάν μη αποσταλώσι; Καθώς γέγραπται, Ως ωραίοι οι πόδες των ευαγγελιζομένων ειρήνην, των ευαγγελιζομένων τα αγαθά.»
«Πως λοιπόν θα επικαλεσθούν εκείνον, εις τον οποίον δεν επίστεψαν; Και πως θα πιστέψουν εις εκείνον δια τον οποίον δεν άκουσαν; Και πως θα ακούσουν χωρίς να κηρύττη κάποιος; Και πως θα κηρύξουν εάν δεν αποσταλούν; Καθώς είναι γραμμένον, Πόσον ωραίοι είναι οι πόδες εκείνων που κηρύττουν το χαρμόσυνον άγγελμα.»

Δεν υπάρχει επίκληση χωρίς πίστη. Και δεν υπάρχει πίστη χωρίς άκουσμα. Και άκουσμα χωρίς κήρυγμα. Και δεν υπάρχει κήρυγμα χωρίς ν” αποσταλούν. Μια παγκόσμια λοιπόν αποστολικότητα είναι η αναγκαία συνέπεια μιας ελεύθερης και παγκόσμιας σωτηρίας. Αυτό είναι το περιεχόμενο αυτών των δύο εδαφίων.
«Πως δε κηρύξουσιν εάν μη αποσταλώσι»: Ο Παύλος δεν σκέπτεται εδώ για κάποιον ανθρώπινο σύνδεσμο που αποστέλλει ιεραποστόλους. Το «αποσταλώσιν» αναφέρεται στην αποστολικότητα, που θεσπίσθηκε από τον Ίδιο τον Κύριο με την αποστολή των Αποστόλων. Αυτή η αποστολή περιλαμβάνει μέσα της όλες τις αποστολές που ακολούθησαν.
Στην σκέψη μιας παγκόσμιας αποστολικότητας το αίσθημα του Αποστόλου υψώνεται. Βλέπει εκείνους, τους αγγελιοφόρους του Ιησού, να διασχίζουν τον κόσμο, και, προς χαράν των Εθνών που τους ακούνε, να σπέρνουν παντού τα καλά νέα. Το χωρίο που αναφέρεται έχει παρθεί από το Ησαϊα ΝΒ7.
«Τα αγαθά»: Είναι οι καλά γνωστές προλεχθείσες ευλογίες που συνιστούν την Μεσσιανική Βασιλεία.
Τέτοιο επρόκειτο να είναι το τέλος της Παλαιάς Οικονομίας: Όχι η επέκταση του νόμου σ” όλα τα Έθνη, αλλά μια χαρούμενη και παγκόσμια διακήρυξη ειρήνης και ουράνιας χάρης εκ μέρους ενός Σωτήρα πλούσιου για όλους. Και εάν ο Ισραήλ είχε γνωρίσει το μέρος που του είχε ανατεθεί, αντί να κάνουν τους εαυτούς τους εχθρούς αυτής της ένδοξης οικονομίας, θα είχαν γίνει τα εθελοντικά της όργανα, και θα είχαν ενσωματωθεί σ” εκείνον τον στρατό των αποστόλων, που είναι επιφορτισμένοι να κάνουν γνωστά τα ελέη του Θεού. Αυτό το θείο σχέδιο ανετράπη λόγω της άγνοιας τους, όσον αφορά και την πραγματική φύση της σωτηρίας, και του παγκόσμιου προορισμού της.

Εδάφια 16,17
«Αλλ” ου πάντες υπήκουσαν τω ευαγγελίω. Ησαϊας γαρ λέγει, Κύριε τις επίστευσε τη ακοή ημών; Άρα η πίστις εξ ακοής, η δε ακοή δια ρήματος Θεού.»
«Αλλά δεν υπήκουσαν όλοι εις το ευαγγέλιον. Ο Ησαϊας λέγει, Κύριε, ποιός επιστεψε εις το κήρυγμα μας; Επομένως η πίστις έρχεται από την ακοήν του κηρύγματος, και το κήρυγμα είναι ο λόγος του Θεού.»

Η λέξη «αλλά» αντιπαραθέτει με έμφαση τι έχει προκύψει (απ” το γεγονός της Ιουδαϊκής απιστίας), με εκείνο που θα έπρεπε να είχε προκύψει, πίστη και σωτηρία του Ισραήλ πρώτα απ” όλους.
Το «ου υπήκουσαν» μας θυμίζει εκείνο το «ουχ υπετάγησαν» του εδαφίου 3. Υπάρχει ανυπακοή όταν δεν δέχεσαι ό,τι προσφέρει ο Θεός.
Αυτή όμως η ανυπακοή αναμενόταν («γαρ»). Είχε προβλεφθεί και προλεχθεί, Ησαϊας ΝΓ1, χωρίς, πάντως, να μειώνεται εξ αυτού η ενοχή του Ισραήλ, μια και η θεία πρόγνωση δεν εκμηδενίζει την ανθρώπινη ελευθερία.
Ο Ησαϊας σ” αυτό το χωρίο διακηρύσσει την απιστία του λαού Ισραήλ αναφορικά με τον Μεσσία, δίδοντας μια περιγραφή της όλης Του εμφάνισης στην κατάσταση Του της ταπείνωσης και των παθημάτων. Γνώριζε καλά ότι ένας τέτοιος Μεσσίας δεν θ” ανταποκρινόταν στις φιλοδοξίες του λαού, και θα απορριπτόταν απ” αυτούς.
«Ακοή ημών»: Ό,τι ακούγεται από το στόμα μας.
Εάν οι Ισραηλίτες δεν είχαν ακούσει, η ευθύνη της απιστίας τους και της απόρριψης τους θα έπεφτε στον Θεό. Αλλά να τι αναφέρει ο Απόστολος στην συνέχεια:

Εδάφιο 18
«Αλλά λέγω, μη ουκ ήκουσαν; Μενούνγε εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος αυτών, και εις τα πέρατα της οικουμένης τα ρήματα αυτών.»
«Αλλά ερωτώ, μήπως δεν άκουσαν; Βεβαίως άκουσαν: Η φωνή τους διεδόθη εις όλην την γην και τα λόγια τους εις τα πέρατα της οικουμένης».

Δεν είναι ο Θεός που φταίει. Αυτοί που δεν επίστεψαν (η πλειονότητα στον Ισραήλ) δεν μπορούν να προβάλλουν σαν δικαιολογία λέγοντας ότι, η αποστολή για κήρυγμα, η οποία είναι μια ουσιώδης προϋπόθεση της πίστης, δεν εξετελέσθη στην περίπτωση τους. Καθώς (σύμφωνα με τον Ψαλμό ΙΘ), οι ουρανοί και η στρατιά τους διακηρύσσουν την ύπαρξη του Θεού και των τελειοτήτων Του σ” όλη την οικουμένη, και κάνουν την σιωπηλή φωνή τους ν” αντηχή στις καρδιές όλων των ανθρώπων, έτσι, λέγει ο Παύλος, μ” ένα είδος ενθουσιασμού καθώς θυμάται την διακονία του, η φωνή των κηρύκων του Ευαγγελίου έχει ηχήσει σ” όλες τις χώρες και σ” όλες τις πόλεις του γνωστού κόσμου. Δεν υπάρχει μια συναγωγή που να μην το άκουσε, ούτε ένας Ιουδαίος που να μπορεί να επικαλείται δικαιολογημένη άγνοια πάνω σ” αυτό το θέμα.
Το «αυτών» αναφέρεται στο «ουρανών» του Ψαλμού.
Ο Απόστολος έχει έτσι προχωρήσει και ανασκευάσει μια πρώτη δικαιολογία που μπορεί να προταθή υπέρ των Ιουδαίων. Τώρα παρουσιάζει μια δεύτερη, την οποία και αυτήν θα ανασκευάση στην συνέχεια.

Εδάφιο 19
«Αλλά λέγω, μη ουκ έγνω Ισραήλ; Πρώτος Μωυσής λέγει, Εγώ παραζηλώσω υμάς επ” ουκ έθνει, επί έθνει ασυνέτω παροργιώ υμάς».
«Πάλιν ερωτώ, μήπως ο Ισραήλ δεν εγνώρισε; Πρώτος ο Μωυσής λέγει: Εγώ θα κεντήσω την ζηλοτυπίαν σας με έθνος που δεν είναι έθνος και θα σας εξοργίσω με έθνος ανόητον.»

«Μη ουκ έγνω Ισραήλ;». Να γνωρίζουν τι; Την κεντρική ιδέα αυτού του όλου χωρίου, την παγκοσμιότητα του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Ο Παύλος ερωτά: «Δεν είναι πάντως η περίπτωση, έτσι δεν είναι, ότι ο Ισραήλ δεν εγνώριζε τι επρόκειτο να γίνη. Ότι τους ήλθε ανεπάντεχο η αποστολή αυτού του κηρύγματος της χάρης στα Έθνη, σ” όλο τον κόσμο». Εάν τα πράγματα ήταν έτσι, τούτο θα μπορούσε ν” αποτελέση μια δικαιολογία γι” αυτούς. Αλλά όχι. Ο Μωυσής (εδάφιο 19), και ακόμα περισσότερο πιο καθαρά ο Ησαϊας (εδάφια 20,21), τους είχαν προειδοποιήσει του τι επρόκειτο να συμβή, έτσι που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν λέγοντας ότι τους ήλθε απρόσμενο.
Τα λόγια που αναφέρονται ευρίσκονται στο Δευτερονόμιο ΛΒ21: «Αυτοί με παρώξυναν εις ζηλοτυπίαν με τα μη όντα Θεόν…Και εγώ θέλω παροξύνει αυτούς εις ζηλοτυπίαν με τους μη όντας λαόν». Ο Μωυσής αναγγέλει στους Ιουδαίους μ” αυτά τα λόγια, καθώς αναγνωρίζει ο Παύλος, ότι οι Εθνικοί θα προηγηθούν αυτών στην κατοχή της σωτηρίας, και ότι αυτό θα είναι το ταπεινωτικό μέσον δια του οποίου ο ίδιος ο Ισραήλ στο τέλος θα ζητήση να επιστρέψη στον Θεόν του.
Το πρώτο από τα δύο ρήματα («παραζηλώσω») εννοεί ότι ο Θεός θα μεταχειριστή το ερέθισμα της ζήλειας, και το δεύτερο («παροργιώ»), ότι αυτή η ζήλεια θα φερθή να φθάση έως θυμού. Όλα αυτά όμως έχοντας σαν σκοπό ένα καλό αποτέλεσμα, την μεταστροφή του Ισραήλ.
«Ουκ έθνος»: Που δεν είναι έθνος Μου.
Ό,τι ο Μωυσής τώρα το έχει αναγγείλει κάπως καλυμμένα μ” αυτά τα λόγια, ο Ησαϊας το διακηρύσσει καθαρά: Ο Θεός θα αποκαλύψη κάποια μέρα τον εαυτό Του στα Έθνη με μια διακήρυξη χάρης, ενώ οι Ιουδαίοι θα απορρίψουν πεισματικά όλες τις ευλογίες που θα τους προσφερθούν.

Εδάφια 20,21
«Ησαϊας δε αποτολμά και λέγει, Ευρέθην τοις εμέ μη ζητούσιν, εμφανής εγενόμην τοις εμέ μη επερωτώσι. Προς δε τον Ισραήλ λέγει, Όλην την ημέραν εξεπέτασα τας χείρας μου προς λαόν απειθούντα και αντιλέγοντα.»
«Ο Ησαίας μάλιστα τολμά να λέγη: Ευρέθηκα από εκείνους που δεν μ” εζητούσαν, εφανερώθηκα εις εκείνους που δεν ερωτούσαν για μένα. Εις δε τους Ισραηλίτας λέγει: Όλην την ημέραν άπλωσα τα χέρια μου προς λαόν που είναι απειθής και αντιλέγει.»

Το χωρίο που αναφέρεται είναι το Ησαϊας ΞΕ1. Εδώ να προσθέσωμε ότι τα δύο γεγονότα, η μελλοντική απιστία των Ιουδαίων σε σχέση με τον Μεσσία, και η κλήση των Εθνών να πάρουν την θέση τους επί του παρόντος στην Βασιλεία του Θεού, αναφέρονται πολύ χαρακτηριστικά και αλλού στον Ησαϊα. Π.χ. στο ΝΒ13-15: Οι βασιλείς και οι λαοί των Εθνών, που δεν είχαν ακούσει καμμία προφητεία, πιστεύουν στον υποφέροντα και υψωμένο Μεσσία, ενώ οι Ιουδαίοι Τον απορίπτουν, παρόλο που σ” αυτούς είχε καθαρά προλεχθεί (ΝΓ1). Το ίδιο πάλι στο ΜΘ4: Η αποτυχία του έργου του Μεσσία στον Ισραήλ, που σχηματίζει μια αντίθεση στην πλούσια αποζημίωση που Του δίδεται μέσω της μεταστροφής των Εθνικών (εδάφιο 6).
Η σκέψη των εδαφίων 20 και 21 είναι ανάλογη μ” εκείνη των Θ30,31. Η φυσική άγνοια και διαστροφή των Εθνικών, είναι ένα ευκολώτερο εμπόδιο για το φως του Θεού να το διαλύση, από την υπερήφανη αμετανοησία των Ιουδαίων, τους οποίους επί μακρόν είχε επισκεφθεί η θεία χάρη.
«Εμφανής εγενόμην»: Αναφέρεται στην παγκοσμιότητα του κηρύγματος, που είναι και η βασική ιδέα του όλου χωρίου.
Το εδάφιο 21 συνοψίζει την βασική ιδέα του όλου κεφαλαίου: Η πεισματική αντίσταση του Ισραήλ στους τρόπους του Θεού. Ο Κύριος παρουσιάζεται, Ησαϊας ΞΕ2, με την εικόνα ενός πατέρα ο οποίος, από το πρωί έως το βράδυ, απλώνει τα χέρια στο παιδί του, αλλά δοκιμάζει απ” αυτό άρνηση και αντιλογία.
«Όλην την ημέραν»: Τούτες οι λέξεις δηλώνουν την όλη θεοκρατική εποχή, η οποία, στα μάτια του Κυρίου, είναι σαν μια μακρυά ημέρα εργασίας προς χάρη του λαού Του. Αλλά πως έχουν ανταποκριθεί αυτοί σε μια τέτοια συμπεριφορά!
«Αντιλέγοντα»: Τούτη η λεξη χαρακτηρίζει τις λεπτολογίες και σοφιστείες δια των οποίων οι Ισραηλίτες ζητούσαν να δικαιολογήσουν την επίμονη τους άρνηση να επιστρέψουν στον Θεό. Σύγκρινε στο βιβλίο του Μαλαχία την επωδό: «Και σεις λέτε…»!
Έτσι ο Ισραήλ, τυφλωμένος από τα προνόμια που του χορηγήθηκαν, κύτταξαν μόνο για ένα πράγμα: Να διατηρήσουν το μονοπώλιο τους, και γι” αυτό τον σκοπό να διαιωνίσουν τον νόμο τους (εδάφιο 4). Σαν συνέπεια, εσκλήρυναν ενάντια στα δύο ουσιώδη χαρακτηριστικά που συνιστούν την Μεσσιανική οικονομία, μια ελεύθερη σωτηρία (εδάφια 5-11), και μια σωτηρία που προσφέρεται σε όλους από ένα παγκόσμιο κήρυγμα (εδάφια 12-17). Και είναι χωρίς καμμία δικαιολογία. Οι αγγελιοφόροι της σωτηρίας τους έχουν ακολουθήσει έως τα άκρα της γης, να τους προσφέρουν την χάρη, καθώς επίσης και στα Έθνη. Και ήταν και ο Θεός που τους είχε προειδοποιήσει, ακόμα και από την αρχή της ιστορίας τους, για τον κίνδυνο που διέτρεχαν να ξεπερασθούν από τους Εθνικούς (εδάφια 18-20). Αλλά μάταια. Είχαν επιμείνει στην αντίσταση τους… (εδάφιο 21).
Μετά απ” αυτό, δεν είναι η περίπτωση τους πλήρως ώριμη για κρίση; Δεν μαρτυρούν τα γεγονότα ότι, δεν είναι ο Θεός που αυθαίρετα τους απέρριψε, αλλά οι ίδιοι που εξανάγκασαν τον Θεό να το κανει;
Αλλά υπάρχει έλεος το οποίον, όπου η αμαρτία του ανθρώπου περισσεύει, αυτό υπερπερισσεύει. Και αυτό είναι που έχει να πη την τελευταία λέξη σ” αυτή την ιστορία. Το έργο του σ” αυτόν τον ανυπότακτο λαό προς στιγμήν φαίνεται να τέλειωσε, αλλά μακράν απέχει από του να είναι έτσι. Το κεφάλαιο ΙΑ θα μας δείξη πως ο Θεός, στο ξεχείλισμα της χάρης Του, κρατά το δικαίωμα να κάνη αυτή την οδυνηρή κατάσταση να καταλήξη στο πλέον ένδοξο αποτέλεσμα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 11

Το Σχέδιο του Θεού για την Απόρριψη του Ισραήλ. ΙΑ1-36.
Ο Απόστολος έχει δείξει στο κεφάλαιο 9 ότι, όταν ο Θεός εδιάλεξε τον Ισραήλ, Αυτός δεν έχασε το δικαίωμα να πάρει κάποια μέρα τα σκληρότερα μέτρα εναντίον τους, εάν αυτό ήταν αναγκαίο. Μετά έδειξε, στο κεφάλαιο Ι, ότι υπήρξε πράγματι ένας βάσιμος λόγος και μια ηθική αναγκαιότητα γι” αυτό το μέτρο. Τώρα, στο κεφάλαιο ΙΑ, προχωρά να δείξη ότι αυτό το μέτρο ελήφθη με κάθε σεβασμό της θέσης αυτού του λαού, και μέσα στα όρια τα οποία θα βοηθούσαν την προώθηση της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους, και του Ισραήλ του ιδίου.
Αυτό το κεφάλαιο περιλαμβάνει την ανάπτυξη δύο βασικών ιδεών, και στην συνέχεια ενός συμπεράσματος. Η πρώτη ιδέα είναι αυτή: Η απόρριψη του Ισραήλ δεν είναι ολική, αλλά μερική (εδάφια 1-10). Η δεύτερη: Αυτή η επί μέρους απόρριψη δεν είναι ακόμα ούτε αιωνία, αλλά προσωρινή (εδάφια 11-32). Μετά που θα έχει υπηρετήσει τους διαφόρους σκοπούς που ο Θεός είχε υπ” όψιν Του αποφασίζοντας την, θα τελειώση, και το όλο Έθνος θα επανορθωθή, και με τα άλλα Έθνη μαζί θα σχηματίση την τελική ενότητα της Βασιλείας του Θεού.
Το συμπέρασμα στο τέλος του κεφαλαίου είναι μια ανακεφαλαιωτική ματιά σ” αυτό το απέραντο σχέδιο του Θεού, μαζί με την έκφραση του αισθήματος λατρείας που εμπνέει η θέα του, εδάφια 33-36.
Εδάφια 1-10
Ο μερικός χαρακτήρας της απόρριψης του λαού του Θεού αποδεικνύεται, πρώτα από την μεταστροφή του ιδίου του Παύλου (εδάφιο 1). Μετά από την ύπαρξη μιας ολόκληρης Ιουδαιο-χριστιανικής Εκκλησίας (εδάφια 2-6). Και εάν αυτή η Εκκλησία δεν περιέχει το όλο Ιουδαϊκό Έθνος, τούτο είναι το αποτέλεσμα μιας κρίσης, μιας επι μέρους σκλήρυνσης, που την κατέστησε αναγκαία η ηθική τους κατάσταση (εδάφια 7-10).

Εδάφιο 1
«Λέγω ουν, μη απώσατο ο Θεός τον λαόν αυτού; Μη γένοιτο. Και γαρ εγώ Ισραηλίτης ειμί, εκ σπέρματος Αβραάμ, φυλής Βενιαμίν.»
«Ερωτώ λοιπόν: Μήπως απέρριψε ο Θεός τον λαόν του; Μη γένοιτο, διότι και εγώ είμαι Ισραηλίτης, από τους απογόνους του Αβραάμ, από την φυλήν του Βενιαμίν».

«Τον λαόν αυτού»: Αναφέρεται στο Έθνος σαν σύνολο.
Η περίπτωση του Παύλου, με την ειδική κλήση που έλαβε από τον ουρανό, είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι ο Θεός δεν έχει απορρίψει μαζικά, και χωρίς διάκριση, το σύνολο του παλαιού Του λαού

Εδάφια 2,3
«Ουκ απώσατο ο Θεός τον λαόν αυτού ον προέγνω. Ή ουκ οίδατε εν Ηλία τι λέγει η γραφή; Ως εντυγχάνει τω Θεώ κατά του Ισραήλ λέγων, Κύριε, τους προφήτας σου απέκτειναν και τα θυσιαστήρια σου κατέσκαψαν, καγώ υπελείφθην μόνος, και ζητούσι την ψυχήν μου.»
«Δεν απέρριψε ο Θεός τον λαόν του, τον οποίον προεγνώρισε. Δεν ξέρετε τι λέγει η γραφή δια τον Ηλίαν, πως αποτείνεται εις τον Θεόν κατά του Ισραηλιτικού λαού: Κύριε, τους προφήτας σου εφόνευσαν και τα θυσιαστήρια σου κατέσκαψαν και έμεινα μόνος εγώ και ζητούν την ζωήν μου;»

«Τον λαόν αυτού ον προέγνω»: Από όλους τους λαούς της γης ένας μόνον είχε προβλεφθεί και εκλεγεί, με μια πράξη θείας πρόγνωσης και αγάπης, σαν ο λαός του οποίου η ιστορία θα ταυτιζόταν με την υλοποίηση της σωτηρίας. Σε όλους τους άλλους η σωτηρία είναι υπόθεση ατόμων, και μόνον εδώ η ιδέα της σωτηρίας είναι συνδεδεμένη με το ίδιο το Έθνος. Όχι βέβαια ότι η ελευθερία των ατόμων είναι στο ελάχιστο περιορισμένη από αυτόν τον συλλογικό προορισμό.
Οι σύγχρονοι με τον Ιησού Ισραηλίτες μπορεί να Τον απέρριψαν. Μια απροσδιόριστη σειρά γενεών μπορεί για αιώνες να διαιωνίζουν αυτό το γεγονός της εθνικής απιστίας. Ο Θεός όμως δεν είναι κάτω από περιορισμούς. Ο χρόνος μπορεί να επεκταθή όσο Αυτός θέλει. Θα προσθέση, εάν χρειασθή, αιώνες και αιώνες, έως ότου θα έλθη στο τέλος η γενιά εκείνη που θα είναι διατεθειμένη ν” ανοίξη τα μάτια της, και να υποδεχθή, στην ελευθερία της, τον Μεσσία της. Ο Θεός προείδε αυτό το Έθνος ότι θα πιστέψη και θα σωθή, και αργά ή γρήγορα θα γίνουν και τα δύο.
«Ή ουκ οίδατε»: «Ή, εάν ισχυριζόσαστε το αντίθετο, ξεχνάτε…»
«Εν Ηλία»: Στο χωρίο της Γραφής που αναφέρεται στον Ηλία. Η διαμαρτυρία του Ηλία ενάντια στην συμπεριφορά του λαού του αναφέρεται στο Α” Βασιλέων ΙΘ.
«Τα θυσιαστήρια σου»: Σύμφωνα με τον νόμο υπήρχε ένα μόνον νόμιμο θυσιαστήριο, εκείνο του ναού. Αλλά ο νόμος ο ίδιος εξουσίαζε, και πέραν αυτού, την ανέγερση θυσιαστηρίων στα μέρη όπου είχε αποκαλυφθεί ορατά ο Θεός (Έξοδος Κ24), όπως στην Βαιθήλ για παράδειγμα. Επί πλέον, μια και το θυσιαστήριο στον ναό ήταν απαγορευμένο για τις δέκα φυλές, ήταν λογικό οι πιστοί από αυτές τις φυλές να θυσιάζουν κάπου αλλού, έξω από τα Ιεροσόλυμα (Α” Βασιλέων Η29).

Εδάφια 4,5
«Αλλά τι λέγει αυτώ ο χρηματισμός; Κατέλιπον εμαυτώ επτακισχιλίους άνδρας, οίτινες ουκ έκαμψαν γόνυ τη Βαάλ. Ούτως ουν και εν τω νυν καιρώ λείμμα κατ” εκλογήν χάριτος γέγονεν».
«Αλλά τι λέγει η θεία απάντησις: Άφησα δια τον εαυτόν μου επτά χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι δεν εγονάτισαν εις τον Βάαλ. Κατά τον ίδιο τρόπο και την σημερινήν εποχήν υπάρχει υπόλοιπον που εδιάλεξε η χάρις του Θεού.»

Είναι αδύνατον να εφαρμόσωμε τις λέξεις, «Κατέλιπον εμαυτώ», στην προσωρινή διαφύλαξη αυτού του εκλεγμένου σώματος των ευσεβών Ισραηλιτών, από ανάμεσα στις κρίσεις που σύντομα επρόκειτο να ξεσπάσουν στον Ισραήλ. Είναι στην πνευματική έννοια, σαν πιστούς προσκυνητές ανάμεσα στην ειδωλολατρεία που βασιλεύει, που ο Θεός τους «κατέλιπε δια τον εαυτόν του». Αυτοί είναι το προζύμι που κρατήθηκε από την πιστότητα Του στο μέσον του διεφθαρμένου Του λαού.
Ο Βάαλ ήταν ο θεός του ηλίου μεταξύ των Φοινίκων.
Το «υπόλοιπον» του εδαφίου 5 είναι προφανώς εκείνο το μικρό κομμάτι του Ιουδαϊκού λαού, που στον Ιησού είχαν αναγνωρίσει τον Μεσσία.
Οι λέξεις «κατ” εκλογήν χάριτος», μπορεί να εφαρμοσθούν στα άτομα, πολλά ή λίγα, που περικλείονται σ” αυτό το υπόλοιπο, που τώρα γίνεται ο πυρήνας της Εκκλησίας. Η λέξη «εκλογή» θα εξηγιόταν σ” αυτή την περίπτωση, όπως στην περίπτωση των εκλεγμένων γενικά, Η29,30, δια του γεγονότος της πρόγνωσης που ο Θεός είχε για την πίστη τους. Αλλά το υπό ερώτηση θέμα μέσα σ” όλο αυτό το κεφάλαιο είναι η τύχη του Ιουδαϊκού λαού γενικά. Είναι λοιπόν σ” αυτούς, στην ολότητα τους, που αναφέρεται η ιδέα της θείας εκλογής, σύγκρινε τα εδάφια 2 και 28. Αυτό που πράγματι έπεται από την εκλογή χάρης που εφαρμόζεται στον όλον Ισραήλ, δεν είναι η σωτηρία αυτών ή αυτών των ατόμων, αλλά η συνεχής ύπαρξη ενός πιστού υπολοίπου σ” όλες τις περιόδους της ιστορίας τους, ακόμη και στις πλέον καταστροφικές κρίσεις απιστίας, όπως στον καιρό της διακονίας του Ηλία, ή του ερχομού του Ιησού Χριστού. Η ιδέα που περιέχεται στις λέξεις «Κατ” εκλογήν χάριτος» είναι λοιπόν η εξής: Δυνάμει της εκλογής του Ισραήλ σαν του λαού-σωτηρίας, ο Θεός δεν τους έχει αφήσει στις μέρες μας χωρίς ένα πιστό υπόλοιπο, όπως είχε κάνει και στο βασίλειο των δέκα φυλών, όταν είχαν πέσει σε μια πιο χειρότερη ειδωλολατρεία.

Εδάφιο 6
«Ει δε χάριτι, ουκέτι εξ έργων. Επεί η χάρις ουκέτι γίνεται χάρις. Ει δε εξ έργων, ουκέτι εστί χάρις. Επεί το έργον ουκ έτι εστίν έργον.»
«Αλλ” εάν αυτό έγινε κατά χάριν, τότε δεν βασίζεται εις έργα, διότι αλλοιώς η χάρις θα έπαυε να είναι χάρις.»

Ο Απόστολος επιθυμεί να εκφράση την ιδέα ότι, εάν ο Ισραήλ κατέχει αυτό το προνόμιο του να διατηρήται πάντα από ανάμεσα του ένα πιστό υπόλοιπο, δεν είναι από κάποια ειδική αξία που έχουν αποκτήσει ενώπιον του Θεού με τα έργα τους. Είναι καθαρά ένα θέμα χάρης εκ μέρους Αυτού που τους έχει διαλέξει. Την στιγμή που θα εισήγετο σ” αυτή την οικονομία μια περίπτωση ανταμοιβής για κάποιο έργο, ή για κάποια αξία, είτε για λίγο είτε για πολύ, θα απομακρυνόταν από την χάρη ο χαρακτήρας της της ελευθερίας. Δεν θα ήταν πλέον αυτό που είναι.
Γιατί άραγε να προσθέτη αυτή την ιδέα εδώ; Την προσθέτει διότι είναι μόνον τόσο όσο η διατήρηση του πιστού υπολοίπου είναι ένα θέμα χάρης, που η απόρριψη της μάζας (για την οποία ο Παύλος πρόκειται να μιλήση, εδάφια 7-9) δεν είναι μια αδικία. Εάν η βάση της εκλογής του Ισραήλ, σαν λαού για την υπόθεση της σωτηρίας, προέκυπτε, έστω και κατ” ελάχιστον, από κάποια δική τους αξία, ή από κάποια έργα δικά τους, ακόμη και εκείνη η επί μέρους απόρριψη, για την οποία μιλά ο Απόστολος, θα ήταν αδύνατη.
«Ουκέτι γίνεται χάρις»: Η χάρη σταματά να δείχνει τον εαυτόν της, να δείχνει αυτό που είναι. Σταματά να γίνεται στην πραγματοποίηση της ό,τι είναι στην ουσία της.
H τελευταία πρόταση του εδαφίου («Επεί το έργον ουκ έτι εστίν έργον») δεν αναφέρεται σε πολλούς κώδικες, και δεν πρέπει να είναι αυθεντική.
Εδώ ας κάνουμε έναν συσχετισμό μεταξύ αυτού του χωρίου, εδάφια 1-5, και του Θ6-13. Το τελευταίο αναφέρεται στο σαρκικό κομμάτι του Έθνους, και αποδεικνύει το δικαίωμα που έχει ο Θεός να τους απορρίψει (όπως τον Ισμαήλ και τον Ησαύ). Το χωρίο που μελετάμε αναφέρεται στο πιστό κομμάτι, και αναγνωρίζει το γεγονός ότι ο Θεός διετήρησε έναν αριθμό εκλεγμένων στον Ισραήλ. Αυτή είναι η πλήρης αλήθεια πάνω σ” αυτό το θέμα.
Να διευκρινίσωμε επίσης ότι η χάρη πάνω σ” αυτούς τους εκλεγμένους υπονοεί πίστη από μέρους τους. Και αν η μάζα του Έθνους απορρίπτεται, αυτή η απόρριψη προκύπτει μόνον από την θεληματική και επίμονη τους αντίσταση στις προσκλήσεις της χάρης.
Ο Απόστολος έθεσε την ερώτηση εάν η παρούσα σχέση μεταξύ του Θεού και του Ισραήλ είναι εκείνη ενός οριστικού διαζυγίου. Και άρχισε απαντόντας: Όχι, με την έννοια ότι ένα κομμάτι τουλάχιστον του Ισραήλ έχει επιτύχει την χάρη, και σχηματίζει από τούδε τον πυρήνα της Εκκλησίας. Αλλά, προσθέτει, το μεγαλύτερο κομμάτι του λαού έχει κτυπηθεί με σκλήρυνση. Αυτό είναι που εκθέτει στα εδάφια 7-10, δείχνοντας ότι αυτό το βαρύ μέτρο είναι σε συμφωνία με τα προηγούμενα της θεοκρατικής ιστορίας, και με τις δηλώσεις της Γραφής.

Εδάφια 7,8
«Τι ουν; Ό επιζητεί Ισραήλ, τούτο ουκ επέτυχεν, η δε εκλογή επέτυχεν. Οι δε λοιποί επωρώθησαν, καθώς γέγραπται, Έδωκεν αυτοίς ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, οφθαλμούς του μη βλέπειν και ώτα του μη ακούειν, έως της σήμερον ημέρας»
«Ποιό λοιπόν είναι το συμπερασμα; Εκείνο που ζητούσε ο Ισραηλιτικός λαός δεν το επέτυχε, ενώ οι εκλεγέντες το επέτυχαν. Οι λοιποί επωρώθησαν, καθώς είναι γραμμένον: Ο Θεός τους έδωσε πνεύμα ναρκώσεως, μάτια να μην βλέπουν και αυτιά να μην ακούουν μέχρι της σημερινής ημέρας.»

Με την ερώτηση, «Τι ουν;», ο Παύλος εννοεί: «Εάν ο Ισραήλ δεν έχει πράγματι απορριφθεί, τι τότε; Τι έχει συμβεί;» Καθώς έχει αποσαφηνίσει αυτή την ερώτηση στο κεφάλαιο 10, περιορίζεται να συνοψίση όλα που έχει εξηγήσει πιο πάνω, αναφορικά με την ανόητη συμπεριφορά του Ισραήλ. Το αντικείμενο της αναζήτησης τους, την δικαίωση που πρέπει να παρθεί από τον Θεό, αυτοί προσπάθησαν να την φτάσουν μέσω των ανθρωπίνων έργων. Αυτό τους έκανε να μην έχουν φθάσει στο τέρμα στο οποίο οι εκλεγμένοι έχουν φθάσει, χωρίς προβλήματα, δια πίστεως.
«Πώρωσις»: Είναι να χάση ένα όργανο την φυσική του ευαισθησία. Στην ηθική περιοχή, είναι να απομακρύνης από την καρδιά την ικανότητα να αγγίζεται από ότι είναι καλό ή θείο, και από τον νου την ικανότητα να διακρίνη μεταξύ του αληθινού και του εσφαλμένου, του καλού και του κακού. Η συνέχεια θα δείξη πως ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι δυνατόν ν” αποδοθή σε θεία ενέργεια.

Εδάφιο 8
«Καθώς γέγραπται, Έδωκεν αυτοίς ο Θεός πνεύμα κατανύξεως, οφθαλμούς του μη βλέπειν και ώτα του μη ακούειν, έως της σήμερον ημέρας»

Η Αγία Γραφή είχε ήδη, είτε δώσει μαρτυρία για ενέργεια του Θεού προς αυτήν την κατεύθυνση σε ορισμένες περιπτώσεις, ή την είχε προαναγγείλει αναφορικά με τους Ιουδαίους. Για παράδειγμα, ο Μωυσής είπε στον λαό μετά από την έξοδο τους από την Αίγυπτο, Δευτερονόμιο Κθ4: «Ο Κύριος δεν έδωσε εις σας καρδίαν δια να καταλαμβάνητε, και οφθαλμούς δια να βλέπητε, και ώτα δια να ακούητε, μέχρι της ημέρας ταύτης». Και όμως (εδάφιο 2), «Είχαν δει όλα που ο Κύριος έκανε εμπρός στα μάτια τους». Όλα τα θαυμάσια που έγιναν στην έρημο τα είχαν δει, χωρίς να τα δουν. Είχαν ακούσει τις καθημερινές προειδοποιήσεις του Μωυσή χωρίς να τις ακούνε, διότι ήσαν κάτω από το πνεύμα της αναισθησίας. Και αυτή η κρίση που είχε πέσει επάνω τους κατά τα σαράντα χρόνια της απόρριψης τους στην έρημο, συνέχιζε ακόμα κατά τον χρόνο που ο Μωυσής τους μιλούσε στα υψίπεδα του Μωάβ, όταν ετοιμαζόταν να εισέλθουν στην Χαναάν: «Έως αυτή την ημέρα».
Αναφέροντας ο Παύλος τούτα τα λόγια του Μωυσή, τα τροποποιεί ελαφρά με αντίστοιχα λόγια παρμένα από τον Ησαϊα ΚΘ10.
Ο Θεός μπορεί να θέση σε ενέργεια μια δύναμη που παραλύει. Αυτό κάνει όταν επιθυμή να παραδώση για ορισμένον χρόνο έναν άνθρωπο, που επιμένει να Του ανθίσταται, σε τύφλωση, τέτοια που να τιμωρή ο ίδιος τον εαυτόν του, ιδέ το παράδειγμα του Φαραώ (Θ17), και εκείνο του Σαούλ (Α” Σαμουήλ ΙΗ10).
«Πνεύμα κατανύξεως»: Τα έργα του Θεού έχουν δύο όψεις, η μία εξωτερική, το γεγονός, η άλλη εσωτερική, η θεία σκέψη που περιέχεται στο γεγονός. Όταν, τώρα, το μάτι της ψυχής έχει παραλύσει, κάποιος μπορεί να βλέπη αυτά τα έργα, χωρίς να τα βλέπη (χωρίς να καταλαβαίνει την θεία σκέψη που αυτά φανερώνουν), σύγκρινε Ησαϊας ΣΤ10, Ματθαίος ΙΓ14,15, Ιωάννης ΙΒ40 κ.λ.π.
Στην συνέχεια ο Απόστολος προσθέτει μια δεύτερη αναφορά παρμένη από τον Ψαλμό ΞΘ22 και 23.

Εδάφια 9,10
«Και Δαυείδ λέγει, γεννηθήτω η τράπεζα αυτών εις παγίδα και εις θήραν και εις σκάνδαλον και εις ανταπόδομα αυτοίς. Σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη βλέπειν, και το νώτον αυτών δια παντός σύγκαμψον.»
«Και ο Δαυίδ λέγει: Η τράπεζα των ας γίνη παγίδα, ενέδρα, αιτία πτώσεως προς ανταπόδοσιν των. Τα μάτια τους ας σκοτεινιάσουν, ώστε να μην βλέπουν. Κύρτωσε την ράχι τους για πάντα.»

Ο Δαυίδ περιγράφει εκείνον τον δίκαιο Ισραηλίτη που υποφέρει για την υπόθεση του Θεού. Οι εχθροί του, προς τους οποίους απευθύνονται οι κατάρες που περιέχονται στα δύο εδάφια που αναφέρει ο Παύλος, είναι όλοι οι εχθροί του δίκαιου ανθρώπου μέσα στην ίδια την θεοκρατία, από τον Σαούλ που εδίωκε τον Δαυίδ, έως τους Ιουδαίους τους εχθρούς του Ιησού και της Εκκλησίας Του.
Η «τράπεζα» κατά τον ψαλμωδό είναι το σύμβολο των υλικών απολαύσεων μέσα στις οποίες ζει ο ασεβής. Η ζωή τους, των αισχρών απολαύσεων, πρόκειται να γίνη εις αυτούς ό,τι είναι οι κάθε είδους παγίδες για τα ζώα.
Εδώ όμως ο Απόστολος εφαρμόζει αυτή την εικόνα κατά μία πνευματική έννοια, διότι η ποινή που έχει υπ” όψιν είναι πνευματικής φύσης, είναι η ηθική σκλήρυνση. Η αιτία μιας τέτοιας κρίσης πρέπει να είναι κάτι χειρότερο από την απλή κοσμική απόλαυση. Είναι, καθώς έχομε δει, η υπερήφανη εμπιστοσύνη του Ισραήλ στα δικά τους έργα. Η «τράπεζα» λοιπόν στο μυαλό του Παύλου, είναι το σύμβολο της αλλαζονικής τους σιγουριάς, που είναι θεμελιωμένη στην πιστότητα τους στο τυπικό της λατρείας. Και η αναφορά μπορεί να είναι στην τράπεζα των άρτων της προθέσεως σαν ένα σύμβολο της Λευιτικής λατρείας γενικά, ή στα θρησκευτικά πανηγύρια. Αυτά τα έργα, τα οποία υπέθεταν ότι θα τους σώσουν, είναι ακριβώς ό,τι τους καταστρέφει.
Ο ψαλμωδός εκφράζει την ιδέα της καταστροφής με δύο μόνον όρους, εκείνον της «παγίδας», και εκείνον του «σκανδάλου». Ο Παύλος προσθέτει έναν τρίτο, την «θήρα», εννοόντας το κάθε μέσον με το οποίον συλαμβάνεται το θήραμα. Αυτός ο τρίτος όρος λαμβάνεται από τον Ψαλμό ΛΕ8 (μετάφραση των Ο”), όπου χρησιμοποιείται σαν όρος παράλληλος προς την «παγίδα». Με αυτή την συγκέντρωση σχεδόν συνωνύμων όρων, ο Παύλος θέλει να εκφράση την ιδέα ότι θα είναι αδύνατον γι” αυτούς να ξεφύγουν, διότι δεν θα υπάρχει είδος παγίδας που δεν θα χρησιμοποιηθεί. Πρώτα η «παγίδα», μετά τα μέσα της «θήρας», μετά η παγίδα που κάνει το θύμα να πέση στον λάκκο («σκάνδαλο»).
Στο εδάφιο 10 ο Παύλος συνεχίζει να εφαρμόζει τις εκφράσεις του ψαλμωδού στην παρούσα κρίση του Ισραήλ (την σκλήρυνση). Η αναφορά είναι στο σκοτείνιασμα του νου που ακολουθεί την αναισθησία της καρδιάς (εδάφιο 9), σ” ένα τέτοιον βαθμό που τα Έθνη, με την φυσική τους διαίσθηση, να καταλαβαίνουν καλλίτερα το Ευαγγέλιο από εκείνους τους Ιουδαίους που έχουν οδηγηθεί και καλλιεργηθεί με την θεία αποκάλυψη.
«Και το νώτον αυτών δια παντός σύγκαμψον»: Πρόκειται για ένα αίτημα. Τούτα τα λόγια αναφέρονται στην κατάσταση του δουλικού φόβου στον οποίον θα κρατηθούν οι Ιουδαίοι για τόσο χρόνο, όσο διαρκέσει αυτή η κρίση της σκλήρυνσης, που τους κρατά έξω από το Ευαγγέλιο. Είναι σκλάβοι στους νόμους τους, στους Ραββίνους τους, και ακόμη στον Θεό τους (Η15).
Εδώ θα πρέπει να προσέξουμε να μη θεωρήσουμε αυτήν την τιμωρία σαν την ποινή τους για την απόρριψη του Μεσσία. Στα μάτια του Αποστόλου, τούτη η απόρριψη δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της κρίσης της σκλήρυνσης που είχε πέσει προηγουμένως επάνω τους. Όπως δείχνει ο Ιωάννης, ΙΒ37 και συνέχεια, οι Ιουδαίοι δεν θα είχαν απορρίψει τον Ιησού, εάν τα μάτια τους δεν είχαν τυφλωθεί, και τα αυτιά τους κουφαθεί. Δεν θα μπορούσε να είναι παρά κάτω από το βάρος μιας από εκείνες τις κρίσεις, που επισκέπτονται τον άνθρωπο μ” ένα πνεύμα νάρκωσης, που αυτός δεν μπορεί να δει την ακτινοβολία της δόξας του Θεού στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, καθώς δηλώνει ο Απόστολος, Β” Κορινθίους Δ4. Σ” αυτό το εδάφιο, την πράξη της τύφλωσης την αποδίδει στον «θεό αυτού του κόσμου», ο οποίος έχει απλώσει ένα κάλυμμα πάνω στο πνεύμα αυτών που εξουσιάζει. Αυτό σημαίνει, καθώς φαίνεται και από το βιβλίο του Ιώβ, ότι είναι ο Θεός που, ή αποδεικνύει κάτι (περίπτωση Ιωβ) ή τιμωρεί αφήνοντας τον Σατανά να ενεργήση. Και αυτό μπορεί να γίνη με το «πνεύμα της νάρκωσης», που αναφέρεται στο εδάφιο 8, όπως και μ” εκείνο το πνεύμα ψεύδους που ο Κύριος έστειλε να παραπλανήση τον Αχάβ, στην όραση του προφήτη Μιχαϊα, Α” Βασιλέων ΚΒ. Όπως και αυτό να είναι πάντως, η απόρριψη του Ιησού από τους Ιουδαίους ήτο το αποτέλεσμα, και όχι η αιτία της σκλήρυνσης τους. Η αιτία – ο Παύλος το έχει πει αρκετά καθαρά, Θ31,32,33 – ήτο η εμμονή στην αυτοδικαίωση τους.
Εδάφια 11-32
Ο Θεός δεν έχει λοιπόν, ομιλόντας απόλυτα, απορρίψει τον λαό Του. Αλλά είναι πέρα για πέρα αληθές ότι έχει σκληρύνει και απορρίψει ένα μέρος αυτών. Στο ακόλουθο χωρίο ο Παύλος αναπτύσσει και κάτι άλλο όσον αφορά αυτή την τιμωρία: Τούτη δεν είναι μόνον μερική, αλλά και προσωρινή.
Αυτό το χωρίο περιλαμβάνει τέσσερα τμήματα, που το κάθε ένα έχει ένα συγκεκριμένο θέμα. Το πρώτο, εδάφια 11-15, δείχνει τους δύο στόχους, τον εγγύ και τον τελικό, της απόρριψης των Ιουδαίων. Ο εγγύς στόχος ήτο να διευκολύνη την μεταστροφή των Εθνικών, και ο τελικός είναι να επανορθώση τους ιδίους τους Ιουδαίους μέσω των μετεστραμμένων Εθνικών, και να φέρει στο τέλος, πάνω σ” αυτούς τους τελευταίους, την πληρότητα της θείας ευλογίας.
Το δεύτερο κομμάτι, εδάφια 16-24, έχει σαν στόχο να κάνει τους Εθνικούς να προσέξουν ενάντια στην υπερηφάνεια στην οποία μπορεί να οδηγηθούν από την θέση η οποία τους έχει δοθεί τώρα στην Βασιλεία του Θεού, καθώς επίσης και ενάντια στην περιφρόνηση για τους Ιουδαίους την οποία μπορεί να νοιώσουν.
Στο τρίτο, εδάφια 25-29, ο Παύλος αναγγέλει κατηγορηματικά, σαν ένα θέμα αποκάλυψης, το γεγονός της τελικής μεταστροφής του Ισραήλ.
Τέλος, το τέταρτο, εδάφια 30-32, περιέχει μια γενική όψη της σειράς του θείου έργου για την ολοκλήρωση της σωτηρίας.
Εδάφια 11-15

Εδάφια 11,12
«Λέγω ουν, μη έπταισαν ίνα πέσωσι; Μη γένοιτο. Αλλά τω αυτών παραπτώματι η σωτηρία τοις έθνεσιν, εις το παραζηλώσαι αυτούς. Ει δε το παράπτωμα αυτών πλούτος κόσμου και το ήττημα αυτών πλούτος εθνών, πόσω μάλλον το πλήρωμα αυτών;»
«Τώρα ερωτώ: Μήπως εσκόνταψαν δια να είναι η πτώσις των τελειωτική; Μη γένοιτο! Δια του αμαρτήματος των ήλθε η σωτηρία εις τα έθνη, δια να κινήση την ζηλοτυπίαν των Ισραηλιτών. Αλλ” εάν το αμάρτημα των έφερε πλουτισμόν του κόσμου και η αποτυχία των πλουτισμόν των εθνών, πόσον περισσότερον η πλήρης προσέλευσις των;»

«Ουν»: «Ένα μέρος έχει σκληρυνθεί. Είναι λοιπόν αυτό για πάντα;»
«Μη έπταισαν ίνα πέσωσι»: «Εσκόνταψαν έτσι ώστε ν” αφήσουν για πάντα την θέση τους σαν λαός του Θεού, και να παραμείνουν πεσμένοι κάτω (βυθισμένοι στην απώλεια);» «Όχι», απαντά ο Απόστολος, «ο Θεός έχει διαφορετική άποψη. Αυτή η οικονομία τείνει σ” έναν πρώτο κοντινό στόχο, συγκεκριμένα, ν” ανοίξη στα Έθνη την πύλη της σωτηρίας.»
Εάν, πράγματι, αυτός ο λαός είχε αγκαλιάσει με κατανόηση και αγάπη τον σκοπό του Θεού για το υπόλοιπο του ανθρωπίνου γένους, θα είχαν αφήσει με προθυμία να πέσουν οι θεοκρατικές τους αξιώσεις, και υποκαθιστόντας την δικαίωση του νόμου με εκείνην της πίστης, θα είχαν γίνει οι ίδιοι τα όργανα του Θεού, προσφέροντας στα Έθνη την χάρη που αυτοί θα απολάμβαναν. Αλλά καθώς η εθνική τους υπερηφάνεια δεν τους επέτρεψε να εισέλθουν σ” αυτό το μονοπάτι, και καθώς επιθυμούσαν με κάθε κόστος να διατηρήσουν το νομικίστικο τους σύστημα, ο Θεός υποχρεώθηκε να τους τυφλώση, ούτως ώστε να μην αναγνωρίσουν στον Ιησού τον Μεσσία τους. Διαφορετικά το Ευαγγέλιο θα είχε εξιουδαϊσθεί. Θα είχε ζητηθεί από τους Εθνικούς που πίστευαν να γίνουν προσήλυτοι του Ισραήλ, και αυτό θα ήταν ένα τέλος της σωτηρίας για τον κόσμο, και του κόσμου για την σωτηρία.
Επί πλέον να πούμε και τούτο: Σε συνέπεια της περιφρόνησης των Ιουδαίων για τα Έθνη, είχε σχηματιστεί μεταξύ αυτών και των Εθνικών μια σχέση εχθρότητας, έτσι που, εάν η Χριστιανοσύνη πρόσφερε τον εαυτόν της στον κόσμο κάτω από το κάλυμμα αυτού του απεχθή Ιουδαϊσμού, θα είχε, αναμφίβολλα, κερδίσει μερικούς οπαδούς, αλλά θα έπεφτε και αυτή κάτω απ” την γενική αντιπάθεια που ο Εθνικός κόσμος αισθανόταν για τον Ιουδαϊκό λαό.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Θεός, που ήθελε την σωτηρία του κόσμου, έπρεπε αναγκαστικά να ελευθερώση την υπόθεση του Ευαγγελίου από εκείνη του Ιουδαϊσμού, και ακόμη να τις θέση σε αντιπαράθεση. Και αυτό ήταν ακριβώς εκείνο το οποίο προκλήθηκε από την άρνηση του Ισραήλ ν” αναγνωρίση τον Ιησού σαν Μεσσία. Το κήρυγμα του Χριστού, ελευθερωμένο από κάθε Ιουδαϊκό εμπόδιο εξ αιτίας αυτής ακριβώς της άρνησης, ήτο σε θέση τώρα να απλωθή πάνω σ” όλον τον κόσμο. Άπαξ και ο Ισραήλ είχε γίνει, εξ αιτίας δικού του λάθους, ό,τι ήταν, ο Θεός δεν θα μπορούσε προφανώς να ενεργήση διαφορετικά, εάν επρόκειτο να σώση τα Έθνη.
Εδώ να πούμε πάλι ότι τίποτα το εξωτερικό δεν ανάγκασε τον Ισραήλ να γίνη τέτοιος. Έτσι, ακόμα μια φορά βλέπομε το σχέδιο του Θεού να χρησιμοποιή τους παραλογισμούς της ανθρώπινης ελευθερίας, και να τους κάνη να εργασθούν για την εκπλήρωση του.
Αλλά αυτό δεν είναι το όλο. Ο Ισραήλ, μη θέλοντας να συμπράξη με τον Θεό στην σωτηρία των Εθνών, πρέπει να καταλήξη στο να σωθή ο ίδιος μέσω της σωτηρίας αυτών. Είναι αναμφίβολλα ταπεινωτικό γι” αυτούς να είναι οι τελευταίοι που θα εισέλθουν εκεί όπου αυτοί θα έπρεπε να είχαν εισάγει όλους τους άλλους. Αλλά από την μεριά του Θεού και αυτό είναι ένα ξεχείλισμα ελέους. Εδώ είναι και ο πλέον μακρυνός στόχος, για τον οποίον η μεταστροφή των Εθνικών υπηρετεί σαν μέσον. Είναι αυτός που ο Παύλος δείχνει με τα λόγια τα δανεισμένα απ” το χωρίο του Μωυσή που ανεφέρθη πιο πάνω, Ι 19: «Να τους κεντήση την ζηλοτυπία». Βλέποντας όλες τις ευλογίες της Βασιλείας, την συγνώμη, την δικαίωση, το Άγιο Πνεύμα, την υιοθεσία, που έχουν εκχυθεί με αφθονία πάνω στα Έθνη, μέσω της πίστης εις Αυτόν που αυτοί έχουν απορρίψει, πως μπορούν να αποφύγουν να πουν στο τέλος: «Είναι αυτές οι ευλογίες δικές μας»; Και πως μπορούν ν” αποφύγουν ν” ανοίξουν τα μάτια τους και ν” αναγνωρίσουν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας, μια και εις Αυτόν βρίσκουν την εκπλήρωση τους όλα εκείνα που είχαν προφητευθεί για τον Μεσσία; Πως θα μπορέση ν” αποφύγη ο μεγαλύτερος γιός, να ζητήση να ξαναμπή στο πατρικό σπίτι, και να έλθη να καθίση δίπλα με τον αδελφό του, μετά που θα πέση στην αγκαλιά του πατέρα, βλέποντας τον νεώτερο αδελφό του να κάθεται και να γιορτάζη το δείπνο στο τραπέζι του πατέρα; Τέτοιο είναι το θέαμα για το οποίο ο Παύλος μας δίνει μια αναλαμπή στις λέξεις: «Θα κεντήσω την ζηλοτυπία τους». Η αμαρτία των Ιουδαίων θα μπορούσε να τροποποιήση την εκτέλεση του σχεδίου του Θεού, αλλά κατά κανέναν τρόπο να το εμποδίση.

Εδάφιο 12
«Ει δε το παράπτωμα αυτών πλούτος κόσμου και το ήττημα αυτών πλούτος εθνών, πόσω μάλλον το πλήρωμα αυτών;»

Εάν ο αποκλεισμός των Ιουδαίων – πράγμα το οποίον επέτρεψε να παρουσιασθή το Ευαγγέλιο στον κόσμο ελεύθερο από κάθε νομικίστικη μορφή – έχει ανοίξει γι” αυτό μια πλατειά είσοδο μεταξύ των Εθνικών, ποιό θα είναι το αποτέλεσμα της επανόρθωσης αυτού του λαού, όταν κάποτε πραγματοποιηθή; Τι ανώτερες ευλογίες για όλον τον κόσμο δεν θα πρέπει να αναμένονται απ” αυτό! Έτσι ο Απόστολος προχωρά βήμα βήμα στην εξήγηση αυτής της μυστηριώδους απόφασης της απόρριψης τους.
«Παράπτωμα»: Είναι η απιστία τους.
«Πλούτος κόσμου»: Είναι η κατάσταση χάρης μέσα στην οποία τα Έθνη εισάγονται δια πίστεως σε μια ελεύθερη σωτηρία.
«Ήτημμα»: Η μείωση σ” έναν μικρό αριθμό. «Εάν η μείωση τους, σαν λαός του Θεού, σ” ένα πολύ μικρό αριθμό μεμονωμένων ατόμων (εκείνων που έχουν δεχθεί τον Μεσσία) έχει συνεισφέρει στον πλουτισμό των Εθνών, πόσο πιο περισσότερο η επανόρθωση τους στην πλήρη κατάσταση ενός λαού…»!
«Το πλήρωμα αυτών»: Το σύνολο των τότε ζώντων μελών του λαού Ισραήλ.
Τα εδάφια 13-15 είναι μια πιο ειδική εφαρμογή στην διακονία του Παύλου των ιδεών που εκτίθενται στα εδάφια 11 και 12. Αυτή η διακονία είχε έναν αποφασιστικό ρόλο να παίξη στην εκτέλεση του σχεδίου του Θεού που σκιαγραφήθηκε σ” αυτά τα δύο τελευταία εδάφια. Και τα αισθήματα με τα οποία ο Παύλος εκτελούσε την αποστολή του, πρέπει να είναι σε αρμονία με την σειρά του έργου του Θεού. Αυτό είναι ακριβώς που δείχνει σ” αυτά τα τρία εδάφια.

Εδάφια 13-15
«Υμίν γαρ λέγω τοις έθνεσιν. Εφ” όσον μεν ειμί εγώ εθνών απόστολος, την διακονίαν μου δοξάζω, ει πως παραζηλώσω μου την σάρκα και σώσω τινάς εξ αυτών. Ει γαρ η αποβολή αυτών καταλλαγή κόσμου, τις η πρόσληψις ει μη ζωή εκ νεκρών;»
«Σ” εσάς τους εθνικούς λέγω: Εφ” όσον είμαι απόστολος των εθνών, τιμώ την υπηρεσίαν μου, δια να κεντήσω τον ζήλον των ομοεθνών μου και σώσω μερικούς απ” αυτούς. Διότι εάν η απόρριψις των επέφερε συμφιλίωσιν δια τον κόσμον, τότε τι θα είναι η αποδοχή των παρά ζωή εκ νεκρών;»

«Γαρ»: Η σύνδεση των εδαφίων 11, 12 με τα εδάφια 13-15 είναι αυτή: «Ό,τι μόλις σας έχω πει για τα μεγαλειώδη αποτελέσματα που μια μέρα θα προκύψουν μεταξύ σας Εθνικοί από την επανόρθωση των Ιουδαίων, είναι τόσο αληθές, ώστε προς συμφέρον σας, και ακόμη σαν απόστολος, απόστολος σε σας Εθνικοί, είναι που αγωνίζομαι για την σωτηρία των Ιουδαίων. Διότι γνωρίζω όλα εκείνα που μια μέρα θα προκύψουν προς όφελος σας απ” την μεταστροφή τους σαν Έθνος, θα προκύψει μια αληθινή πνευματική ανάσταση (εδάφιο 15).»
Η έμφαση εδώ δεν είναι, όπως οι πιο πολλοί σχολιαστές θεωρούν, στο ότι, εργαζόμενος ο Παύλος για την μεταστροφή των Εθνικών εργάζεται τελικά για εκείνη των Ιουδαίων – πράγμα που είναι αναμφίβολλα αληθές, εδάφια 13 και 14 – αλλά στο ότι, εργαζόμενος κατ” αυτόν τον τρόπο για την μεταστροφή των Ιουδαίων, είναι ακριβώς σε κείνον τον δρόμο του να εργάζεται για το καλό των Εθνικών, που είναι και το κύριο έργο του, εδάφια 13-15.
«Εφ” όσον μεν ειμί εγώ εθνών απόστολος, την διακονίαν μου δοξάζω»: Εκείνο που εννοεί είναι ότι, εάν σαν ένας Ιουδαίος που έχει γίνει πιστός, αυτός αισθάνεται την επιθυμία να εργασθή για την σωτηρία των συμπατριωτών του («της σάρκας του»), εργάζεται μ” όλη του την δύναμη να το κάνη επειδή είναι ο Απόστολος των Εθνικών. Και τούτο διότι η μεταστροφή του λαού του θα καταλήξη στο να φέρη στους Εθνικούς όλα τα πλούτη των ευλογιών του Ευαγγελίου. Η συνέχεια θα εξηγήση το πως (εδάφιο 15).
Τι να εννοεί ο Παύλος με την έκφραση, «την διακονίαν μου δοξάζω»; Είναι για τον ζήλον του και την δραστηριότητα του στην υπηρεσία της αποστολής του, που ο Απόστολος σκέφτεται εδώ. Το να «δοξάση την διακονίαν του» σαν ο Απόστολος των Εθνικών, είναι το να μεταστρέψη όσο πιο πολλούς ειδωλολάτρες είναι δυνατόν. Και σε τι απώτερο αποτέλεσμα στοχεύει δι” αυτού; Μας το λέγει στο εδάφιο 14.

Εδάφιο 14
«Ει πως παραζηλώσω μου την σάρκα και σώσω τινάς εξ αυτών».

Εδώ, όπως και στο εδάφιο 11, χρησιμοποιεί την έκφραση που είχε αναφέρει ο Μωυσής (Ι 19). Αναμφίβολλα δεν αυταπατάται. Δεν υπολογίζει σε μια μαζική μεταστροφή του Ισραήλ πριν τους τελευταίους καιρούς. Θα ήθελε όμως, προσθέτει, να σώση, τουλάχιστον μερικούς, σαν απαρχή της συγκομιδής. Αλλά δεν είμαστε ακόμη στον τελικό στόχο. Αυτό εδώ δεν είναι παρά ένα μέσο που βοηθά να φθάσουμε σ” αυτόν. Ο τελικός στόχος δηλώνεται στο εδάφιο 15.

Εδάφιο 15
«Ει γαρ η αποβολή αυτών καταλλαγή κόσμου, τις η πρόσληψις ει μη ζωή εκ νεκρών;»

Δεν θα είναι παρά μόνον όταν η εθνική μεταστροφή του Ισραήλ θα λάβει χώρα, που το έργο του Θεού θα φθάση την τελειότητα του μεταξύ των ιδίων των Εθνικών, και που ο καρπός του έργου του σαν Απόστολος τους θα φανή σ” όλη του την μεγαλειότητα. Αυτή είναι η εξήγηση των λέξεων του εδαφίου 13: «Εφ” όσον ειμι εγώ των Εθνών απόστολος». Σαν Ιουδαίος, σίγουρα επιθυμεί την μεταστροφή των Ιουδαίων. Αλλά την επιθυμεί ακόμα περισσότερο, σαν ο Απόστολος των Εθνικών, επειδή γνωρίζει τι θα είναι αυτό το γεγονός για όλη την Εκκλησία.
Την σκέψη του Αποστόλου, καθώς προκύπτει από τον συνδυασμό των τριών εδαφίων, μπορούμε να την αποδώσωμε κάπως έτσι: «Για να το πούμε πιο σωστά, είναι σαν δικός σας Απόστολος Εθνικοί, που εργάζομαι να κεντήσω τον ζήλον των Ιουδαίων με την δική σας μεταστροφή. Διότι δεν είναι παρά όταν αυτοί επανορθωθούν στην χάρη, που σεις θα στεφανωθήτε με την πληρότητα της ζωής.»
«Η αποβολή αυτών καταλλαγή κόσμου»: Πως η απόρριψη των Ιουδαίων έφερε την συμφιλίωση του κόσμου; Την έφερε διότι αυτή έριξε κάτω τον τοίχο του νόμου που κρατούσε τους Εθνικούς έξω από την θεία διαθήκη, και άνοιξε πλατειά σ” αυτούς την πόρτα της χάρης, δι” απλής πίστης στην ιλαστήριο θυσία του Χριστού.
Τώρα, εάν αυτό είναι το αποτέλεσμα της απόρριψης τους, τι θα είναι το αποτέλεσμα της «πρόσληψης τους»; Κάτω από κατάρα, συνείσφεραν στην επανόρθωση του κόσμου. Τι πρόκειται να κάνουν όταν βρεθούν κάτω από ευλογία; Εδώ τα λόγια φαίνονται σαν ένας υπαινιγμός στο τι ο Ίδιος ο Χριστός πρόσφερε στον κόσμο δια του εξιλεωτικού Του θανάτου και της ανάστασης Του. Στον λαό του Χριστού πάντα υπάρχει κάτι από τον Ίδιο τον Χριστό.
«Ει μη ζωή εκ νεκρών»: Πρόκειται για μια μεγάλη πνευματική αφύπνιση που θα γίνη στην καρδιά της Εθνικής Χριστιανοσύνης από το γεγονός της μεταστροφής των Ιουδαίων. Το φως που οι μετεστραμμένοι Ιουδαίοι φέρουν στην Εκκλησία, και η δύναμη ζωής που αυτοί έχουν μερικές φορές αφυπνίσει σ” αυτήν, είναι η εγγύηση εκείνης της πνευματικής αναζωπύρωσης που θα λάβει χώρα στην Εθνική Χριστιανοσύνη από την μαζική τους είσοδο. Δεν είναι που και μεις αισθανόμαστε ότι στην παρούσα μας κατάσταση υπάρχει κάτι που λείπει για να εκπληρωθούν οι υποσχέσεις του Ευαγγελίου σ” όλη τους την πληρότητα; Ότι υπάρχει ένα μυστηριώδες εμπόδιο στην αποτελεσματικότητα του κηρύγματος, μια ατονία έμφυτη στην πνευματική μας ζωή, μια έλλειψη χαράς και δύναμης, που έρχεται σε αντίθεση με τα χαρούμενα ξεσπάσματα των προφητών και των ψαλμωδών; Ότι, το δείπνο στο σπίτι του Πατέρα δεν είναι πλήρες…; Γιατί; Είναι διότι η οικογένεια δεν είναι πλήρως ανασυγκροτημένη. Τούτο θα γίνει με την επιστροφή του μεγαλυτέρου γιού. Τότε είναι που θα έλθη η Πεντηκοστή των τελευταίων ημερών, η όψιμη βροχή.
Εδάφια 16-24
Ο Απόστολος εδώ δείχνει ότι η μελλοντική τους επανόρθωση είναι σε συμφωνία με τον άγιο χαρακτήρα με τον οποίον έχουν σφραγισθεί. Δεν είναι λοιπόν μόνον δυνατή, αλλά και ηθικά αναγκαία (εδάφιο 16). Αυτή η σκέψη, προσθέτει ο Παύλος, θα έπρεπε να εμπνέη τους Εθνικούς, αφ” ενός μ” ένα αίσθημα βαθύ σεβασμού για τον Ισραήλ, ακόμα και στην κατάσταση της αποστασίας τους (εδάφια 17,18). Από το άλλο μέρος, μ” ένα αίσθημα άγιου φόβου γι” αυτούς τους ιδίους. Διότι εάν μια κρίση απόρριψης έπεσε επάνω σ” έναν τέτοιο λαό, πόσο πιο εύκολα μπορεί η ίδια τιμωρία να πέση επάνω τους (εδάφια 19-21)! Και τελειώνει μ” ένα συμπέρασμα που βεβαιώνει την βασική ιδέα του χωρίου (εδάφια 22-24).

Εδάφιο 16
«Ει δε η απαρχή αγία, και το φύραμα. Και ει η ρίζα αγία, και οι κλάδοι.»
«Εάν είναι άγιον το προζύμι, τότε θα είναι και το ζυμάρι, και εάν είναι αγία η ρίζα, τότε θα είναι και τα κλαδιά.»

Ο Ιουδαϊκός λαός είναι αφιερωμένος στον Θεό από καταγωγής – δηλαδή, από την κλήση του Αβραάμ, η οποία περιελάμβανε και την δική τους (εδάφιο 29).
Σύμφωνα με το Αριθμοί ΙΕ18-21, κάθε φορά που οι Ισραηλίτες έτρωγαν από το ψωμί της γης που ο Θεός τους είχε δώσει, έπρεπε, πρώτα απ” όλα, να βάλουν στην άκρη ένα μέρος του ζυμαριού για να κάνουν μια πίττα για τους ιερείς. Αυτή η πίττα ονομαζόταν «απαρχή». Είναι αυτή την χρήση που ο Απόστολος υπαινίσσεται στο πρώτο μέρος του εδαφίου μας. Αυτή η πίττα που προσφερόταν στον αντιπρόσωπο του Θεού, εντύπωνε την σφραγίδα της αφιέρωσης στην όλη μάζα απ” όπου είχε παρθεί. Και ποιά είναι η άγια «απαρχή» αυτού του λαού; Είναι οι πατριάρχες, στο πρόσωπο των οποίων όλοι οι απόγονοι τους είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένοι στην αποστολή του να είναι ο λαός που θα υπηρετήσει το έργο σωτηρίας του κόσμου, σύγκρινε Θ5 και ΙΑ28.
Αλλά αυτή η εικόνα, δια της οποίας το όλον Έθνος συγκρίνεται με μια μάζα ζυμαριού αφιερωμένη στον Θεό, δεν προμηθεύει στον Απόστολο το μέσον που θα τον βοηθήσει να διακρίνη μεταξύ Ιουδαίων και Ιουδαίων, μεταξύ εκείνων που έχουν διατηρήσει με πιστότητα αυτόν τον εθνικό χαρακτήρα, και εκείνων που τον έχουν εξαλλείψει με την προσωπική τους απιστία. Έτσι είναι υποχρεωμένος να προσθέση μια δεύτερη εικόνα, ώστε να μπορή να κάνη την διάκριση μεταξύ αυτών των δύο τόσο διαφορετικών τμημάτων του Έθνους.
Από αυτές τις δύο συγκρίσεις έπεται επίσης ότι, για να επιτύχη την σωτηρία ο Ιουδαϊκός λαός έχει μόνον να παραμείνη στο έδαφος όπου φυσιολογικά είχαν ριζώσει, ενώ η σωτηρία των εθνικών απαιτεί μια πλήρη μεταφύτευση. Εξ αυτού μια διπλή προειδοποίηση που ο Παύλος αισθάνεται τον εαυτόν του αναγκασμένο να κάνη σ” αυτούς τους τελευταίους (στους εθνικούς). Και πρώτα η προειδοποίηση ενάντια στην υπερηφάνεια.

Εδάφια 17,18
«Ει δε τινες των κλάδων εξεκλάσθησαν, συ δε αγριέλαιος ων ενεκεντρίσθης εν αυτοίς και συγκοινωνός της ρίζης και της πιότητος της ελαίας εγένου, μη κατακαυχώ των κλάδων. Ει δε κατακαυχάσαι, ου συ την ρίζαν βαστάζεις, αλλ” η ρίζα σε.»
«Αλλ” εάν μερικά από τα κλαδιά ξεκόπηκαν και εσύ, ένα βλαστάρι αγριεληάς, εμπολιάσθηκες στην θέσι τους και έγινες μέτοχος της ρίζας και του πάχους της εληάς, μη καυχάσαι απέναντι των κλάδων. Εάν καυχάσαι, να θυμάσαι ότι δεν βαστάζεις εσύ την ρίζαν, αλλ” η ρίζα βαστάζει εσένα.»

«Δε»: Μπορούμε να του δώσωμε την ερμηνεία του «αλλά», ή του «τώρα»: «Αλλά εάν, παρόλο την φυσική (κληρονομική) τους αφιέρωση, τα κλαδιά κόπηκαν…»
Αναμφίβολλα, έχει συμβεί ένα γεγονός που φαίνεται να είναι σε αντίθεση με τον χαρακτήρα αγιότητας αυτού του λαού. Ένας ορισμένος αριθμός («τινές») των μελών του έχει απορριφθεί, σαν τα κλαδιά που κόβονται με το τσεκούρι.
«Συ δε»: Εδώ ο Παύλος μιλά σε κάθε χριστιανό, εθνικής προέλευσης, και του θυμίζει ότι παρ” όλο που κατέχει την ποιότητα ενός άγριου δένδρου, έχει πάρει μέρος σ” αυτόν τον ευλογημένο και άγιο οργανισμό, προς τον οποίον αρχικά ήταν ξένος.
«Εν αυτοίς»: «Εις την θέση τους», στην θέση αυτών που απεβλήθηκαν, ή «αναμεταξύ τους», ανάμεσα σ” αυτούς που μετεστράφησαν και παρέμειναν στο δένδρο. Άπαξ και κεντρώθηκαν πάνω σ” αυτόν τον κορμό, τα άγρια κλαδιά έχουν γίνει «συγκοινωνοί» της ρίζας.
«Συγκοινωνός της ρίζης και της πιότητος της ελαίας»: Όπως από την ρίζα ανεβαίνει σ” όλο το δένδρο ένας πλούσιος χυμός που εμποτίζει όλα τα κλαδιά, έτσι η ευλογία που βεβαιώθηκε στον Αβραάμ («η ευλογία του Αβραάμ», Γαλάτας Γ14) παραμένει έμφυτη στην εθνική ζωή του Ισραήλ, και επιπλέον μεταδίδεται από τους πιστεύοντας Ιουδαίους σε κείνους από τους Εθνικούς που γίνονται παιδιά του πατριάρχη δια πίστεως, σύγκρινε Γαλάτας Γ5-9.
Όπως φαίνεται εδώ, οι πιστοί του Ισραήλ είναι ο πυρήνας γύρω απ” τον οποίον μαζεύτηκαν οι μετεστραμμένοι από τα Έθνη. Ο παλιός λαός του Θεού είναι το κοπάδι μέσα στο οποίο ενσωματώθηκαν οι Εθνικοί. «Έχω και άλλα πρόβατα», είπε ο Ιησούς (Ιωάννης Ι 16), «που δεν είναι απ” αυτό το κοπάδι. Πρέπει να μαζέψω και αυτά, και θα γίνουν ένα κοπάδι, ένας Ποιμένας».
Εφόσον το πράγμα είναι έτσι, οι Χριστιανοί Εθνικής προέλευσης δεν έχουν αιτία για υπερηφάνεια απέναντι στα φυσικά κλαδιά.
«Μη κατακαυχώ των κλάδων»: Εδώ σαν «κλάδοι» εννοούνται οι κομμένοι, των οποίων οι Εθνικοί πήραν την θέση. Και ακόμα στις ημέρες μας βλέπομε Χριστιανούς να φέρωνται με περιφρόνηση στα μέλη του Ιουδαϊκού Έθνους που κατοικούν μεταξύ τους.
Όπου και να έχουν φθάσει οι Εθνικοί δεν πρέπει να ξεχνάνε το γεγονός ότι, η σωτηρία που απολαμβάνουν, έχει προετοιμασθεί από μια θεία ιστορία που ταυτίζεται με εκείνη του Ισραήλ, και ότι παίρνουν στην κατοχή τους μια ευλογία που ήδη υπάρχει σ” αυτόν τον λαό. Είναι οι Ιουδαίοι το κανάλι των ευλογιών στα Έθνη, και όχι αντίστροφα. Οι Εθνικοί έγιναν λαός του Θεού μέσω των Ιουδαίων, και όχι οι Ιουδαίοι με την μεσολάβηση των Εθνικών. Με αυτό το γεγονός κατά νουν, η περιφρόνηση που αισθάνονται αυτοί οι τελευταίοι για τους Ιουδαίους είναι παράλογη και επικίνδυνη.
Άρα, όχι μόνον ο Εθνικός πιστός δεν θα πρέπει να «κατακαυχάται» ενάντια στον Ιουδαίο, αλλά, εάν καταλαβαίνει την θέση του σωστά, η θέα της απόρριψης αυτού του λαού θα πρέπει να τον κάνει προσεκτικό για τον εαυτόν του

Εδάφιο 19
«Ερείς ουν, εξεκλάσθησαν οι κλάδοι, ίνα εγώ εγκεντρισθώ.»
«Θα πης: «Εκόπηκαν τα κλαδιά, δια να μπολιασθώ εγώ».

Τούτο μπορούμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: «Αφού τα κλαδιά αποκόπηκαν από τον κορμό για να κάνουν μέρος για μένα, που εκ φύσεως ήμουν ξένος σ” αυτόν, μ” αυτό το γεγονός φαίνεται καθαρά η προτίμηση του Θεού για μένα. Ειδικά φαίνεται απ” το ότι, δεν με έχει κεντρώσει στον ίδιο κορμό μαζί μ” αυτά, αλλά τα έκοψε για να κάνη μέρος για μένα.»
«Εξεκλάσθησαν οι κλάδοι»: Η πλειονότητα των κωδίκων δεν έχει το άρθρο «οι», και αυτό είναι το σωστό: «Εξεκλάσθησαν κλάδοι».

Εδάφιο 20
«Καλώς. Τη απιστία εξεκλάσθησαν, συ δε τη πίστει έστηκας. Μη υψηλοφρόνει».
«Πολύ καλά. Εκόπηκαν ένεκα της απιστίας των, και συ στέκεσαι δια της πίστεως. Μη υπερηφανεύεσαι».

Ό,τι έγινε δεν είναι αυθαιρεσία εκ μέρους του Θεού. Εάν οι Ιουδαίοι έχουν απορριφθεί, αυτό είναι σε συνέπεια της απιστίας τους. Και εάν ο Εθνικός έχει επί του παρόντος πάρει την θέση τους, είναι σε συνέπεια της πίστης του – δηλαδή από θεία χάρη. Και είναι μόνο αποτέλεσμα χάρης διότι δεν υπάρχει καμμία αξία στην πίστη, μια και αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά το άπλωμα του χεριού να πάρη το δώρο του Θεού.
«Συ δε τη πίστει έστηκας»: Εδώ αναφέρεται η προνομιούχα θέση του κεντρωμένου κλαδιού, που τώρα υψώνεται πάνω στον κορμό, ενώ εκείνα τα κλαδιά, την θέση των οποίων πήρε, βρίσκονται κατά γης.
Αλλά δεν είναι αρκετό να αποφύγη την υψηλοφροσύνη μόνον. Θα πρέπει να έχη και έναν συγκεκριμένο φόβο.

Εδάφιο 21
«Αλλά φοβού. Ει γαρ ο Θεός των κατά φύσιν κλάδων ουκ εφείσατο, μήπως ουδέ σου φείσεται.»
«Αλλά φοβού. Διότι εάν ο Θεός δεν ελογάριασε τους φυσικούς κλάδους, δεν θα λογαριάση ούτε εσένα.»

Δεν μπορεί να συμβή με τους κεντρωμένους κλάδους ότι συνέβηκε με τους φυσικούς; Μπορεί, και ακόμα πιο εύκολα (σε περίπτωση απιστίας), διότι αυτοί έχουν λιγώτερη ομοιογένεια με τον κορμό απ” ότι οι φυσικοί κλάδοι.

Eδάφιο 22
«Ίδε ουν χρηστότητα και αποτομίαν Θεού, επί μεν τους πεσόντας αποτομίαν, επί δε σε χρηστότητα, εάν επιμείνης τη χρηστότητι. Επεί και συ εκκοπήση.»
«Βλέπε λοιπόν την αγαθότητα και την αυστηρότητα του Θεού, αυστηρότητα εις εκείνους που έπεσαν, αγαθότητα σ” εσένα, εάν παραμένης εις την σφαίραν της αγαθότητος του Θεού, διότι αλλοιώς και συ θ” αποκοπής.»

Οι αναγνώστες της επιστολής έχουν μόλις δει δύο παραδείγματα, το ένα αυστηρότητας, το άλλο χάρης. Το πρώτο στο πρόσωπο των Ιουδαίων. Το δεύτερο στο δικό τους. Από δω βγαίνουν δύο διδάγματα που ο Απόστολος τους προτρέπει να μην αμελήσουν να πάρουν.
«Εάν επιμείνης τη χρηστότητι»: Η συνέχεια εξασφαλίζεται με τον ίδιο τρόπο όπως και η οικειοποίηση της χάρης κατ” αρχάς, με ταπεινή πίστη. Δυστυχής ο πιστός για τον οποίον η χάρη δεν είναι πλέον χάρη την εκατοστή ή την χιλιοστή ημέρα, όπως ήταν την πρώτη! Διότι η ελαχίστη αίσθηση υψηλοφροσύνης που μπορεί να τον καταλάβη, επ” ευκαιρία κάποιας χάρης που δέχθηκε, ή των καρπών της, παραλύει και καταστρέφει στην περίπτωση του την ιδία την χάρη. Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο γι” αυτόν να περιμένη σ” αυτή την κατάσταση, από του ν” αποκοπή και ο ίδιος από τον κορμό.
Είναι πολύ καθαρό σε κάθε έναν που έχει μάτια να δει, ότι η Εθνική μας Χριστανοσύνη έχει τώρα φθάσει το σημείο που αναφέρει εδώ ο Παύλος. Στην υπερηφάνεια της ποδοπατά ακριβώς την ιδέα εκείνη της χάρης που την έκανε ό,τι είναι. Άρα βαδίζει σε μια κρίση απόρριψης σαν εκείνη του Ισραήλ. Και τούτη η κρίση δεν θα έχει μια υπόσχεση να την απαλύνη, σαν αυτή που συνόδευσε την πτώση των Ιουδαίων (για μελλοντικη επανόρθωση). Βέβαια να θυμίσωμε ότι το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι η Εθνική Χριστιανοσύνη γενικά, και όχι ειδικά τούτο ή εκείνο από τα μέλη της.
Στα εδάφια 23 και 24 αναφέρεται η ιδέα της αυστηρότητας, όπως εκείνη της χρηστότητας αναφέρθηκε στο προηγούμενο εδάφιο. Όπως η χρηστότητα που έχουν απολαύσει τα Έθνη μπορεί, μέσω της απιστίας τους, να μετατραπεί σε αυστηρότητα, έτσι η αυστηρότητα με την οποία ο Θεός μεταχειρίστηκε τους Ιουδαίους, μπορεί ν” αλλάξη γι” αυτούς σε σπλαχνική καλοσύνη, εάν συγκατατεθούν να πιστέψουν, όπως έκαναν προηγουμένως τα Έθνη. Με το κλείσιμο αυτού του εδαφίου ο Απόστολος επιστρέφει στο βασικό του θέμα, το μέλλον του Ισραήλ.

Εδάφια 23,24
«Και εκείνοι δε, εάν μη επιμείνωσι τη απιστία, εγκεντρισθήσονται. Δυνατός γαρ εστίν ο Θεός πάλιν εγκεντρίσαι αυτούς. Ει γαρ συ εκ της κατά φύσιν εξεκόπης αγριελαίου και παρά φύσιν ενεκεντρίσθης εις καλλιέλαιον, πόσω μάλλον ούτοι οι κατά φύσιν εγκεντρισθήσονται τη ιδία ελαία;»
«Και εκείνοι, εάν δεν επιμείνουν εις την απιστίαν, θα μπολιασθούν, διότι ο Θεός έχει την δύναμιν να τους μπολιάση πάλιν. Διότι εάν εσύ εκόπηκες από την κατά φύσιν αγριεληά και εμπολιάσθηκες παρά φύσιν σε ήμερη εληά, πόσο μάλλον αυτοί οι κατά φύσιν θα μπολιασθούν στην δική τους εληά;»

Όπως η αυστηρότητα στους Ιουδαίους είναι μια προειδοποίηση προς τα Έθνη, έτσι και η χρηστότητα που επιδείχθηκε προς τα Έθνη είναι μια εγγύηση ελέους προς τους Ιουδαίους. Μόνον να σταματήσουν να επιμένουν στην απιστία τους, και μ” αυτή μόνον την προϋπόθεση η δύναμη του Θεού θα επανορθώση την θέση τους στην Βασιλεία Του. Θα τους εγκεντρίση στον Χριστό, που θα γίνη γι” αυτούς ένα ζωοποιό στέλεχος, όπως είναι και για τα Έθνη. Και αυτή η μεταφύτευση θα πραγματοποιηθή ακόμα πιο εύκολα στην περίπτωση τους, απ” ότι στην περίπτωση των Εθνικών.
Υπάρχει, πράγματι, μια σχέση μεταξύ του Ιουδαϊκού Έθνους και της Βασιλείας του Θεού, ένα είδος ενυπάρχουσας αρμονίας, έτσι που, όταν θα έλθη η ώρα, η επανόρθωση τους θα επιτελεσθή ακόμα πιο εύκολα από την ενσωμάτωση των Εθνικών.
«Πόσω μάλλον ούτοι»: «Πόσο πιο εύκολα». Σε τούτη την ερμηνεία μπορεί να τεθή η αντίρρηση ότι για τον Θεό δεν υπάρχουν πράγματα λιγώτερο εύκολα και περισσότερο εύκολα. Και αυτό είναι σωστό όσον αφορά τον φυσικό κόσμο. Στον ηθικό όμως κόσμο ο Θεός συναντά έναν παράγοντα που ο Ίδιος τον σέβεται, την ηθική ελευθερία.
Ειδικά με τους Ιουδαίους τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα, διότι ο Ιουδαϊκός λαός, έχοντας ξεχωρισθεί μόνον για τον σκοπό της Βασιλείας του Θεού, δεν έχει ανάγκη να υποστή μια οργανική μεταμόρφωση για να επιστρέψη σ” αυτή. Και εάν προβληθή σαν αντίρρηση ότι ένας Ιουδαίος μεταστρέφεται πιο δύσκολα από έναν Εθνικό, αυτό δεν έχει να κάνει τίποτα με την συλλογική επανάσταση που θα γίνη σ” αυτό το Έθνος στα τέλη των καιρών. Ένα κάλυμμα θα πέση (Α” Κορ. Γ14,15), και όλα θα γίνουν.
Έως εδώ ο Απόστολος έχει δείξει την ηθική βάση του γεγονότος το οποίον αναπτύσσει. Στην συνέχεια το αναγγέλει κατηγορηματικά, και μάλιστα σαν ένα θέμα ειδικής αποκάλυψης.
Εδάφια 25-32
Το εδάφιο 25 περιέχει την αναγγελία του γεγονότος. Τα εδάφια 26,27 αναφέρουν μερικές προφητείες σχετικά μ” αυτό. Τα εδάφια 28,29 κλείνουν το θέμα όσον αφορά τον Ισραήλ. Τέλος, τα εδάφια 30-32, συνοψίζουν το όλο θείο σχέδιο όσον αφορά τον Ισραήλ και τα Έθνη.

Εδάφια 25,26α
«Ου γαρ θέλω υμάς αγνοείν, αδελφοί, το μυστήριον τούτο, ίνα μη ήτε παρ” εαυτοίς φρόνιμοι, ότι πώρωσις από μέρους τω Ισραήλ γέγονεν άχρις ου το πλήρωμα των εθνών εισέλθη, και ούτω πας ο Ισραήλ σωθήσεται».
«Δεν θέλω να αγνοήτε, αδελφοί, το μυστικό αυτό, δια να μη θεωρήτε τους εαυτούς σας σοφούς, ότι δηλαδή έπεσεν εν μέρει αναισθησία επί των Ισραηλιτών, έως ότου εισέλθη ο πλήρης αριθμός των εθνικών και έτσι θα σωθή όλος ο Ισραηλιτικός λαός.»

Ο Παύλος, για να δηλώση το γεγονός που πρόκειται ν” αναγγείλη, χρησιμοποιεί την λέξη «μυστήριο». Με αυτό δεν εννοεί, καθώς μπορεί να νομισθή από την έννοια που αυτός ο όρος έχει πάρει στην εκκλησιαστική γλώσσα, ότι αυτό το γεγονός παρουσιάζει κάτι το ακατάληπτο στην λογική. Στην Καινή Διαθήκη αυτή η λέξη δηλώνει μια αλήθεια ή ένα γεγονός που μπορεί να γίνη γνωστό στον άνθρωπο μόνο μέσω μιας αποκάλυψης από επάνω, αλλά και το οποίο, μετά που αυτή η αποκάλυψη έχει λάβει χώρα, πέφτει πλέον μέσα στην περιοχή της αντίληψης. Οι δύο έννοιες «μυστήριο» και «αποκάλυψη» είναι αλληλοεξαρτώμενες, σύγκρινε Εφεσίους Γ3-6. Ο Απόστολος λοιπόν έχει κατ” ευθείαν από τον ουρανό την γνώση του γεγονότος που προχωρά ν” αναγγείλη, σύγκρινε Α” Κορ. ΙΕ51 και Α” Θεσσ. Δ15.
Πριν ν” αναφέρη το γεγονός, εξηγεί που αποσκοπεί η ανακοίνωση του: «Ίνα μη ήτε παρ” εαυτοίς φρόνιμοι». Η αναφορά εδώ δεν είναι, όπως στο εδάφιο 19, σε υπερήφανες σκέψεις που μπορεί να προκύπτουν από την προτίμηση που ο Θεός φαίνεται να έχη δείξη τώρα στους Εθνικούς. Είναι η «δική μας σοφία, η ανθρώπινη» της οποίας τις θέσεις ζητά ν” απομακρύνει εδώ ο Παύλος. Οι μετεστραμμένοι Εθνικοί που συνθέτουν την Εκκλησία της Ρώμης μπορεί να σκέφτονται παράξενες εξηγήσεις όσον αφορά την απόρριψη του Ισραήλ και την μελλοντική ιστορία. Ο Παύλος θέλει να συγκεντρώσει και να καθαρίσει τις ιδέες τους πάνω σ” αυτό το σπουδαίο σημείο, και να μην αφήσει χώρο στο μυαλό τους για μάταιες και αλαζονικές σκέψεις. Τις εκφράσεις του τις δανείζεται από το Παροιμίες Γ7.
Το περιεχόμενο του «μυστηρίου» δηλώνεται στο τέλος αυτού του εδαφίου και στις πρώτες λέξεις του ακολούθου: «Έχει πέσει πώρωσις». Ο Παύλος το είχε ήδη αναφέρει, εδάφιο 7, αλλά εδώ προσθέτει: «Από μέρους», σ” ένα μέρος δηλαδή του λαού. Η κρίση δεν έχει πέσει στο σύνολο του Ισραήλ, αλλά μόνον σ” ένα μέρος.
Αλλά ακόμη και αυτή η κρίση, που έχει πέσει σ” ένα ολόκληρο κομμάτι του Έθνους, θα έχη ένα τέλος. Για να την σηκώσει από επάνω τους, ο Θεός περιμένει έως ότου το σύνολο των Εθνικών λαών εισέλθει στην Βασιλεία Του. Και να σκεφθής ότι αυτοί (οι Ιουδαίοι) είναι ο λαός που θα έπρεπε να είχε εισάγει όλους τους άλλους λαούς μεσα σ” αυτή. Για τιμωρία τους θα συμβή το αντίθετο, καθώς και ο Κύριος εδήλωσε, «Οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι».
«Το πλήρωμα των εθνών»: Το σύνολο των ειδωλολατρικών εθνών που εισέρχονται προοδευτικά στην Εκκλησία μέσω του κηρύγματος του Ευαγγελίου. Αυτή η εποχή της μεταστροφής του Εθνικού κόσμου είναι εκείνη που ο Ιησούς δηλώνει, Λουκάς ΚΑ24, με την φράση, «καιροί εθνών», και την οποία αντιπαραθέτει σιωπηρά με την θεοκρατική εποχή, με «τους καιρούς των Ιουδαίων» (ΙΘ 42,44).
Ο Ιησούς προσθέτει, κατά την ίδια ακριβώς έννοια όπως ο Παύλος, «ότι η Ιερουσαλήμ θα είναι πατουμένη έως ότου εκπληρωθούν εκείνοι οι καιροί των εθνικών», το οποίο προφανώς δηλώνει ότι μετά που θα έχουν περάσει αυτοί οι καιροί, η Ιερουσαλήμ θα απελευθερωθή και θα ξανακτισθή. Σ” αυτή την ομιλία του Κυρίου, καθώς αναφέρεται από τον Ματθαίο (ΚΔ14) και τον Μάρκο (ΙΓ10), επισημαίνεται ότι, «Το ευαγγέλιο της βασιλείας θα κηρυχθή σ” όλα τα έθνη της γης, και τότε θα έλθη το τέλος.» Αυτό το τέλος περιλαμβάνει και την τελική σωτηρία του Ιουδαϊκού λαού. Έως λοιπόν την ολοκλήρωση της μεταστροφής των Εθνικών, μεταξύ των Ιουδαίων θα σημειώνονται μόνον ατομικές μεταστροφές. Αλλά άπαξ και επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θα λάβη χώρα η μαζική τους μεταστροφή.
«Και ούτω»: Όχι «και τότε», αλλά «και έτσι», δηλαδή, μέσω της εισόδου των Εθνικών στην Εκκλησία, σύγκρινε εδάφιο 31. Όταν ο Ισραήλ θα δει τις υποσχέσεις της Παλαιάς Διαθήκης, οι οποίες αποδίδουν στον Μεσσία την μεταστροφή των Εθνικών προς τον Θεό του Αβραάμ, να εκπληρώνονται σ” όλον τον κόσμο υπό του Ιησού Χριστού, και τους Εθνικούς να πλημμυρίζουν, με την μεσολάβηση Του, από τις ευλογίες που αυτοί οι ίδιοι λαχταρούν, θα αναγκασθούν να ομολογήσουν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας. Διότι εάν αυτός ο τελευταίος επρόκειτο να είναι ένα διαφορετικό πρόσωπο, τι αυτός ο άλλος θα είχε να κάνη, μια και ο Ιησούς θα έχει ήδη κάνει όλα που αναμένονται από τον Μεσσία;
«Πας Ισραήλ»: Ο Ισραήλ στην ολότητα του. Ο Παύλος, εκφραζόμενος έτσι, δεν εννοεί να καταπνίξη την ατομική ελευθερία στους Ισραηλίτες που θα ζουν εκείνη την εποχή. Ομιλεί για μια συλλογική κίνηση του Έθνους γενικά, που θα τους φέρει, σαν Έθνος, στα πόδια του Μεσσία τους. Πιθανόν ορισμένα άτομα ν” αντισταθούν. Σύγκρινε την θαυμάσια σκιαγράφηση αυτής της περιόδου στον προφήτη Ζαχαρία (ΙΒ 10-14). Στην συνέχεια αναφέρει δύο προφητείες που περιέχουν την αποκάλυψη αυτού του μυστηρίου.

Εδάφια 26β, 27
«Καθώς γέγραπται, «Ήξει εκ Σιών ο ρυόμενος και αποστρέψει ασεβείας από Ιακώβ. Και αύτη αυτοίς η παρ” εμού διαθήκη, όταν αφέλωμαι τας αμαρτίας αυτών».
«Καθώς είναι γραμμένον: «Από την Σιών θα έλθη ο Λυτρωτής και θα διώξη τας ασεβείας από τον Ιακώβ. Αυτή θα είναι η διαθήκη μου εις αυτούς, όταν αφαιρέσω τας αμαρτίας των.»

Τα χωρία που συνδυάζονται σ” αυτή την αναφορά είναι τα Ησαϊας ΝΘ20 και ΚΖ9. Και τα δύο στον Ησαϊα αναφέρονται στους τελευταίους καιρούς, και επομένως έχουν Μεσσιανική σημασία.
«Εκ Σιών»: Ίσως να εννοεί ότι, μετά που θα ξεκινήση απ” την Σιών το κήρυγμα του Ευαγγελίου, και αφού έχει κάνει τον γύρο του κόσμου, θα επιστρέψει στον Ισραήλ να τον καθαρίση, μετά απ” όλα τ” άλλα Έθνη. Μπορεί όμως και να δηλώνουν αυτές οι λέξεις το μέρος όπου ο Κύριος θα κάνη την δόξα Του να λάμψη, όταν θα εκπληρώση αυτή την τελευταία υπόσχεση Του στην γη.
Να σημειώσωμε ότι ο Παύλος ακολουθεί την μετάφραση των Ο”, αλλάζοντας μόνον το «ένεκεν Σιών» εις «εκ Σιών».
Η κεντρική ιδέα των δύο εδαφίων είναι ότι, εκείνος που θ” απελευθερώση την Σιών από την επί μακρόν της καταπίεση, θα το κάνη απομακρύνοντας την ανομία από τον λαό σαν σύνολο. Άπαξ και η αμαρτία του Ισραήλ έχει συγχωρηθεί (η απιστία τους στον Μεσσία), ο Κύριος θα ανανεώση μ” αυτούς την ακυρωθείσα διαθήκη Του.
Το «αυτών» αναφέρεται στα άτομα, ενώ το «Ιακώβ» δηλώνει το σύνολο του λαού.
Στα δύο εδάφια που ακολουθούν ο Απόστολος εξάγει, απ” ό,τι προηγείται, το συμπέρασμα σχετικά με τον Ισραήλ. Στο εδάφιο 28 το εκφράζει με μια κτυπητή αντίθεση, και στο εδάφιο 29 δικαιολογεί το τελικό αποτέλεσμα (28β) αναφέροντας μια γενική αρχή της θείας διακυβέρνησης.

Εδάφια 28,29
«Κατά μεν το ευαγγέλιον, εχθροί δι” υμάς, κατά δε την εκλογήν αγαπητοί δια τους πατέρας. Αμεταμέλητα γαρ τα χαρίσματα και η κλήσις του Θεού.»
«Εν σχέσει προς το ευαγγέλιον είναι εχθροί του Θεού προς χάριν σας, αλλ” εν σχέσει προς την εκλογήν των από τον Θεόν είναι αγαπητοί εις αυτόν, χάριν των προπατόρων των, διότι τα χαρίσματα και η κλήσις του Θεού είναι πράγματα που δεν ανακαλούνται.»

Ο Ισραήλ βρίσκεται σε μια διπλή σχέση προς τον Θεόν, είναι ταυτόχρονα εχθροί και αγαπητοί Του. Αλλά ο τελευταίος χαρακτήρας θα επικρατήση τελικά του προηγουμένου.
«Εχθρός», σημαίνει, αντικείμενο της δίκαιας οργής του Θεού, ιδέ και το Ε10. Δεν είναι ανάγκη βέβαια να λεχθή ότι όταν το αίσθημα του μίσους εφαρμόζεται στον Θεό, θα πρέπει να εξαλλείφωμε απ” αυτό κάθε πρόσμειξη προσωπικής πικρίας, ή του πνεύματος της εκδίκησης. Ο Θεός μισεί τον αμαρτωλό κατά την ίδια έννοια κατά την οποίαν ο αμαρτωλός θα πρέπει να μισή τον εαυτόν του, δηλαδή, «την ίδια του την ζωή». Αυτό το αίσθημα στον Θεό είναι μόνον το μίσος της αγιότητας προς το κακό, και μετά προς τον αμαρτωλό τον ίδιο, όσο αυτός ταυτίζεται με το κακό.
Οι λέξεις, «κατά μεν το ευαγγέλιον», αναφέρονται σε ότι ελέχθη πιο πάνω: Ότι οι Ιουδαίοι άπαξ και απεφάσισαν να μην εγκαταλείψουν τον νόμο τους και το μονοπώλιο τους που ήταν θεμελιωμένο σ” αυτόν, χρειάστηκε να κτυπηθούν με τύφλωση, ώστε να μην διακρίνουν στον Ιησού τον Μεσσία τους. Διαφορετικά ένα Ιουδαϊζον ευαγγέλιο θα είχε εμποδίσει την προσφορά της σωτηρίας στα ειδωλολατρικά Έθνη. Γι” αυτό και ο Απόστολος προσθέτει το «δι” υμάς» («εχθροί δι” υμάς»).
Αλλά ο κάθε Ιουδαίος δεν είναι μόνο ένα αντικείμενο του μίσους, της οργής του Θεού, είναι και ένα αντικείμενο της αγάπης Του. Εάν ρωτήσει κάποιος πως αυτά τα δύο συναισθήματα μπορούν να συνυπάρξουν στην καρδιά του Θεού, θα πρέπει να σημειώσωμε, πρώτον, ότι ίδια είναι η περίπτωση έως κάποιο σημείο αναφορικά με τον κάθε άνθρωπο. Σε κάθε έναν, εκεί συνυπάρχει ένα ον, που ο Θεός το μισεί, ο αμαρτωλός, και ένα ον που ακόμα αγαπά, ο άνθρωπος δημιουργημένος στην εικόνα Του, και για τον οποίον πέθανε ο Υιός Του. Μετά θα πρέπει να σημειωθή ότι αυτός ο δυασμός αισθημάτων δεν είναι παρά προσωρινός, και καταλήγει τελικά είτε σε απόλυτο μίσος είτε σε τέλεια αγάπη. Διότι ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να φθάση στον τελικό στόχο είτε του απολύτου καλού ή του απολύτου κακού, όσον αφορά την ηθική του ανάπτυξη, και τότε το θείο αίσθημα θα απλοποιηθή (ιδέ Ε9,10).
«Κατά δε την εκλογήν»: Είναι η θεία πράξη δια της οποίας ο Θεός εδιάλεξε αυτόν τον λαό σαν λαό για την υπόθεση της σωτηρίας. Αυτή η ιδέα της εκλογής συνδέεται στενά με την επεξήγηση, «αγαπητοί δια τους πατέρας». Ήτο στα πρόσωπα του Αβραάμ, Ισαάκ, και Ιακώβ, που η θεία εκλογή του Ισραήλ αρχικά πραγματοποιήθηκε, και μέσω αυτών που μεταβιβάστηκε σε όλο τον λαό. Η αγάπη με την οποία ο Θεός αγάπησε τους πατέρες συνεχίζει προς τους απογόνους τους «έως χίλιες γενεές» (Έξοδος Κ6). Μόνον οι καρδιές των τέκνων να επιστρέψουν στους πατέρες τους, δηλαδή, να επιστρέψουν στα αισθήματα των πατέρων τους (Μαλαχίας Δ6, Λουκάς Α17), και το ευεργετικό σύννεφο που πάντα απλώνεται πάνω απ” τα κεφάλια τους, θα στάξη πάλι την δροσιά του επάνω τους.
Το εδάφιο 29 δικαιολογεί την βεβαιότητα της σωτηρίας που εκφράσθηκε για τον Ισραήλ στην δεύτερη πρόταση του εδαφίου 28.
«Τα χαρίσματα του Θεού» μπορεί να δηλώνουν τις θείες χάρες γενικά. Αλλά φαίνεται να είναι πιο πολύ σε αρμονία με το κείμενο, το οποίο από την αρχή έως το τέλος αναφέρεται στον προορισμό του Ισραήλ, να δώσωμε σ” αυτόν τον όρο την ειδική έννοια που έχει συνήθως στις επιστολές του Παύλου. Εδώ αυτή η λέξη χρησιμοποιείται να δηλώση τις ηθικές και διανοητικές ικανότητες με τις οποίες ο Θεός προικίζει έναν άνθρωπο, αποβλέποντας στο έργο που του έχει εμπιστευθεί. Και ποιός μπορεί να μην δει ότι ο λαός του Ισραήλ είναι πράγματι προικισμένος με μοναδικές ιδιότητες για την αποστολή του σαν ο λαός της σωτηρίας; Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι, οι Φοίνικες είχαν τα ειδικά τους χαρίσματα στις διάφορες περιοχές της επιστήμης και της τέχνης, του νόμου και της πολιτικής, της βιομηχανίας και του εμπορίου. Ο Ισραήλ, χωρίς να στερήται των δυνάμεων που σχετίζονται μ” αυτές τις σφαίρες της κοσμικής δραστηριότητας, εχει λάβει ένα ανώτερο χάρισμα, την ικανότητα να προσεγγίζη το θείον και την διαίσθηση της αγιότητας.
Η «κλήσις του Θεού» είναι από το ένα μέρος η αιτία, και από το άλλο το αποτέλεσμα αυτών των χαρισμάτων. Είναι διότι ο Θεός εκάλεσε αυτόν τον λαό στο αιώνιο σχέδιο Του, που Αυτός τους εμπιστεύτηκε τα χαρίσματα. Και είναι διότι τους επλούτισε μ” εκείνα τα χαρίσματα, που στην πορεία του χρόνου τους εκάλεσε να εκπληρώσουν τον στόχο του να εισάγουν τον κόσμο στον δρόμο της σωτηρίας, και να προετοιμάσουν την σωτηρία για τον κόσμο.
Αλλά επί του παρόντος έχουν στερηθεί αυτή την υψηλή αποστολή. Αντί να εισέλθουν πρώτοι, θα εισέλθουν τελευταίοι. Αλλά ο προορισμός τους είναι, παρ” όλα αυτά, αμετάκλητος, και θα πραγματοποιηθή σ” αυτούς, μέσα απ” το ξεχείλισμα του θείου ελέους (Ε20), στην περίοδο που ανηγγέλθη απ” τον Απόστολο, όταν, αφού σωθούν οι ίδιοι, θα προκαλέσουν ένα ρεύμα ζωής από τον ουρανό να εκχυθή στην καρδιά της Εθνικής Χριστανοσύνης (ΙΕ12, 15, και 25,26).
Αυτός ο αμετάκλητος χαρακτήρας του προορισμού του Ισραήλ δεν έχει τίποτα μέσα του αντίθετο στην ατομική ελευθερία. Κανένας εξαναγκασμός δεν θα ασκηθή. Ο Θεός θ” αφήση τις άπιστες γενιές να διαδέχονται η μία την άλλη όσο τούτο θα είναι αναγκαίο, έως ότου στο τέλος έλθει εκείνη η γενιά που θ” ανοίξη τα μάτια της, και θα επιστρέψη ελεύθερα σ” Αυτόν. Και ακόμη τότε η υπό συζήτηση κίνηση θα είναι μια εθνική και συλλογική κίνηση, απ” την οποία θα είναι σε θέση ν” αποσυρθούν εκείνοι που αρνούνται αποφασιστικά να πάρουν μέρος σ” αυτήν. Είναι αδύνατον η θεία πρόγνωση αναφορικά με τον Ισραήλ σαν λαό («τον λαό που ο Θεός προγνώρισε», εδάφιο 2) να μην πραγματοποιηθή στην ιστορία.
Συνοψίζοντας, να πούμε ότι ο Απόστολος μιλά εδώ για μια πνευματική επανόρθωση του Ισραήλ, μέσω μιας γενικής συγνώμης, και για την έκχυση των χαρισμάτων που θα εκπηγάσουν απ” αυτήν. Σύμφωνα με την Αποστολική αποκάλυψη, ο Ισραήλ θα μεταστραφή εν σώματι. Και αυτό το γεγονός θα είναι το σημείο αφετηρίας για μια συγκλονιστική πνευματική αφύπνιση μέσα σ” όλη την Εκκλησία.
Εδώ εξαντλείται το θέμα του κεφαλαίου. Αποκτήσαμε φως πάνω σε όλα τα σημεία, πάνω σε κείνο του δικαιώματος, σ” εκείνο της αιτίας, και σ” εκείνο του στόχου όσον αφορά αυτή την μυστηριώδη απόφαση της απόρριψης του Ισραήλ. Δεν μένει τίποτα παρά να συγκεντρωθή ό,τι έχει λεχθεί για το παρελθόν και το μέλλον αυτού του εκλεγμένου λαού, σε μια γενική θέα του σχεδίου του Θεού όσον αφορά την θρησκευτική πρόοδο της ανθρωπότητας. Αυτό είναι που κάνει ο Απόστολος στα εδάφια 30-32.

Εδάφια 30,31
«Ώσπερ γαρ και υμείς ποτε ηπειθήσατε τω Θεώ, νυν δε ηλεήθητε τη τούτων απειθεία, ούτω και ούτοι νυν ηπείθησαν, τω υμετέρω ελέει ίνα και αυτοί ελεηθώσι.»
«Καθώς και σεις κάποτε ήσαστε απειθείς εις τον Θεόν, αλλά τώρα ελεηθήκατε εξ αιτίας της παρακοής των, έτσι και τώρα, όταν σεις ελεήσθε, αυτοί έχουν απειθήσει δια να ελεηθούν και αυτοί.»

Η όλη σειρά της θρησκευτικής ιστορίας του κόσμου καθορίζεται από τον ανταγωνισμό που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος μετά την κλήση του Αβραάμ, μεταξύ ενός λαού ειδικά προορισμένου απ” τον Θεό να λάβη τις αποκαλύψεις Του, και των άλλων Εθνών παραδομένων στους εαυτούς τους. Από εκείνη τη στιγμή (Γένεση ΙΒ), από εκεί αρχίζουν να παρουσιάζονται εκείνες οι δύο καμπύλες που διασχίζουν τους αιώνες της αρχαιότητας σε αντίθετες κατευθύνσεις, και οι οποίες, διασταυρώνοντας η μία την άλλη με τον ερχομό του Χριστιανισμού, συνεχίζουν, από εκείνη την περίοδο, σε αντίθετες κατευθύνσεις, και θα τελειώσουν με το να ενωθούν και να ταυτισθούν η μία με την άλλη κατά το τέλος της ιστορίας.
Το εδάφιο 30 περιγράφει την αποστασία των Εθνικών, και στην συνέχεια την σωτηρία τους, που υπηρετήθηκε από την αποστασία των Ιουδαίων. Το εδάφιο 31, την αποστασία των Ιουδαίων, και στην συνέχεια την σωτηρία τους, που προκύπτει από την σωτηρία των Εθνικών.

Εδάφιο 30
«Ώσπερ γαρ και υμείς ποτε ηπειθήσατε τω Θεώ, νυν δε ηλεήθητε τη τούτων απειθεία».

Οι Εθνικοί πρώτοι είχαν την περίοδο της ανυπακοής τους. Το «ποτέ» μας φέρει πίσω στα περιεχόμενα του κεφαλαίου Α, σε κείνους τους καιρούς της ειδωλολατρείας, όταν οι Εθνικοί έσβυσαν εθελοντικά το φως της φυσικής αποκάλυψης, για ν” αφήσουν τους εαυτούς τους πιο ελεύθερα στις κακές τους τάσεις. Τούτους τους καιρούς της ανυπακοής είναι που ο Απόστολος τους ονομάζει στην Αθήνα (Πράξεις ΙΖ30) μ” ένα λιγώτερο βαρύ όνομα: «Οι καιροί της αγνοίας».
Αυτή η εποχή της ανυπακοής έχει τώρα τελειώσει. Οι Εθνικοί έχουν εύρει χάρη. Αλλά με ποιό κόστος; Είναι με την ανυπακοή των Ιουδαίων. Ο Θεός χρειάστηκε να κάνη την προσωρινή θυσία του εκλεγμένου Του λαού, για ν” αποδεσμεύση το Ευαγγέλιο απ” τις νομικίστικες φόρμες, στις οποίες αυτοί επιθυμούσαν να το κρατήσουν φυλακισμένο. Ήταν γι” αυτόν τον λόγο που ο Ισραήλ χρειάστηκε να παραδοθή σε απιστία αναφορικά με τον Μεσσία τους. Εξ αυτού η απόρριψη τους, η οποία άνοιξε τον κόσμο στο Ευαγγέλιο. Στην συνέχεια, μια ανάλογη, αν και κατά μία έννοια αντίθετη οικονομία, θα λάβη χώρα στην περίπτωση των Ιουδαίων.

Εδάφιο 31
«Ούτω και ούτοι νυν ηπείθησαν, τω υμετέρω ελέει ίνα και αυτοί ελεηθώσι.»

Τώρα είναι οι Ιουδαίοι που περνάνε μέσα από την εποχή τους της ανυπακοής, ενώ οι Εθνικοί απολαμβάνουν τον ήλιο της χάρης. Αλλά με ποιόν στόχο; Με τον στόχο, η χάρη που τώρα χορηγήθηκε σ” αυτούς τους τελευταίους, να μπορέση επίσης να χορηγηθή και στους Ιουδαίους. Αυτή την φορά δεν θα είναι η ανυπακοή του ενός που θα φέρη την μεταστροφή των άλλων. Δεν θα παραστή ανάγκη ενός καινούργιου διχασμού στην Βασιλεία του Θεού, για να έλθη η τελική αρμονία. Σ” αυτή την τελευταία φάση, το καλό του ενός δεν θα προκύψη απ” το κακό του άλλου, αλλά ακριβώς, απ” αυτή του την ευλογία. Ο Ισραήλ βγήκε έξω για να εισέλθουν τα Έθνη. Αλλά τα Έθνη δεν θα βγούν έξω για να κάνουν χώρο για τους Ιουδαίους. Θα ανοίξουν την πόρτα σ” αυτούς από μέσα.
«Τω υμετέρω ελέει»: Το έλεος που έχει δειχθεί σε σας.

Εδάφιο 32
«Συνέκλεισε γαρ ο Θεός τους πάντας εις απείθειαν, ίνα τους πάντας ελεήση».
«Διότι ο Θεός έκλεισε όλους εις απείθειαν, δια να τους ελεήση όλους.»

Εδώ έχομε την τελεία και παύλα σε ό,τι ανεφέρθη, την τελευταία λέξη στην εξήγηση του όλου του σχεδίου του Θεού, οι βασικές φάσεις του οποίου έχουν μόλις σκιαγραφηθεί («γαρ»).
Ο όρος «συνέκλεισε» αναφέρεται σ” ένα πλήθος ατόμων, περικλεισμένων κατά έναν τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε αυτοί να έχουν μία μόνον έξοδο, μέσα από την οποία αναγκάζονται όλοι να περάσουν. Η πρόθεση «συν» στο ρήμα περιγράφει την περίφραξη ως υπάρχουσα σ” όλες τις πλευρές ταυτόχρονα.
Το ρήμα «συνέκλεισε» αναφέρεται σε μια πράξη, βάσει της οποίας τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους, που μόλις αναφέρθηκαν, είχαν το καθένα την περίοδο του της ανυπακοής του. Και η πράξη δια της οποίας ο Θεός έχει προκαλέσει αυτό το αποτέλεσμα, καθώς γνωρίζομε από αυτά που προηγούνται, είναι η κρίση που δηλώνεται στην περίπτωση των Εθνικών με τον όρο «παρέδωκεν», ο οποίος επαναλαμβάνεται τρεις φορές, Α24,26 και 28, και στην περίπτωση των Ιουδαίων με την λέξη «επωρώθησαν», ΙΑ7.
Μόνο που πρέπει να σημειωθή ότι αυτή η θεία ενέργεια έχει προκληθεί και στις δύο περιπτώσεις από την αμαρτία του ανθρώπου. Από το μέρος των εθνικών, λόγω της αχαριστίας και της αντίστασης τους προς την αποκάλυψη του Θεού στην φύση, και από το μέρος των Ιουδαίων, από το πείσμα τους στο να κρατήσουν πέρα από τον καθορισμένον καιρό την νομικίστικη τους ιδιαιτερότητα.
Η αμαρτωλή φύση ήδη υπήρχε σε όλους. Αλλά για να μπορέση να ξυπνήση σωτηριακά στα άτομα η βεβαιότητα γι” αυτό, χρειαζόταν ν” αποκαλυφθή αυτή η κρυπτομένη αμαρτία μέσα στην ιστορία, σε μια μεγάλη κλίμακα στην πορεία των λαών. Θα πρέπει όμως να προστεθή ότι αυτή η κρυπτομένη αμαρτία ήτο ήδη αποκαλυμμένη ενεργητικά και ελεύθερα απ” την πλευρά και των Εθνικών και των Ιουδαίων, πριν να πάρη την μορφή μιας παθητικής κατάστασης και μιας κρίσης από τον Θεό. Έτσι η πράξη του «συνέκλεισε» εξηγείται από την άποψη της αιτίας. Αλλά πόσο πιο μεγαλειωδώς εξηγείται και από την άποψη του στόχου! Αυτός ο στόχος είναι να κάνη εκείνους τους Ιουδαίους και Εθνικούς αντικείμενα του παγκοσμίου ελέους.
«Τους πάντας»: Μερικοί ερμηνευτές το εφαρμόζουν στο σύνολο των εκλεγμένων σ” αυτά τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους. Αλλά δεν θα πρέπει να ξεχασθή ότι αυτά τα λόγια δεν αναφέρονται στην εποχή της τελικής κρίσης και του αιωνίου μέλλοντος, το οποίον αναγκαστικά υποθέτει την ανάσταση των νεκρών, για την οποία εδώ δεν τίθεται ερώτηση. Σύμφωνα με το όλο κείμενο, ο Απόστολος έχει υπ” όψιν του μια εποχή στην ιστορία της Βασιλείας του Θεού πάνω σ” αυτή την γη, μια εποχή επομένως που περιλαμβάνει μόνο τα άτομα που τότε θα είναι στην ζωή. Γι” αυτό και βάζει το άρθρο «τους» πριν το «πάντας». Το υπό ερώτηση θέμα είναι ένα καθορισμένο και ήδη γνωστό σύνολο, εκείνο το οποίο περιλαμβάνει τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους, που ο Παύλος τα έχει θέσει σε αντιπαράθεση, το ένα με το άλλο, απ” την αρχή μέχρι το τέλος όλου αυτού του κεφαλαίου.
H περιοχή της ανυπακοής μέσα στην οποία ο Θεός τους έχει κλείσει με την σειρά όλους, αφήνει και στους δύο στο τέλος μόνον μια έξοδο, εκείνη της ταπεινής αποδοχής της σωτηρίας από το χέρι του ελέους.
Εκείνο που διδάσκει εδώ ο Παύλος είναι ότι, στο τέλος της ιστορίας του ανθρωπίνου γένους πάνω σ” αυτή την γη, θα υπάρχει μια οικονομία χάρης, στην οποίαν η σωτηρία θα επεκτείνεται στο σύνολο των Εθνών που ζουν εδώ κάτω, και ότι αυτό το μεγαλειώδες αποτέλεσμα θα είναι η συνέπεια των ταπεινωτικών φάσεων, μέσα από τις οποίες θα έχουν περάσει με την σειρά τους τα δύο μέρη του ανθρωπίνου γένους.
Ο Απόστολος είχε αρχίσει αυτή την ανάπτυξη του θέματος της σωτηρίας με το γεγονός της παγκόσμιας καταδίκης. Την κλείνει με εκείνη του παγκοσμίου ελέους. Τι θα μπορούσε να μείνη σ” αυτόν μετά απ” αυτό, παρά να κρούση τον ύμνο του θαυμασμού και της λατρείας. Και αυτό είναι που κάνει στα εδάφια 33-36.
Εδάφια 33-36

Εδάφιο 33
«Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού. Ως ανεξερεύνητα τα κρίματα αυτού και ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού.»
«Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως του Θεού! Πόσον ανεξερεύνητοι είναι οι κρίσεις του, πόσον ανεξιχνίαστοι αι οδοί του!»

Σαν ένας ορειβάτης που έχει φθάσει την κορυφή, ο Απόστολος στρέφει κάτω και κυττά. Βάθη απλώνονται στα πόδια του, αλλά κύματα φωτός τα φωτίζουν, και εκεί απλώνεται ολόγυρα ένας απέραντος ορίζοντας που τον εξουσιάζει το μάτι του. Το σχέδιο του Θεού στην διακυβέρνηση του ανθρωπίνου γένους απλώνεται εμπρός του, και αυτός εκφράζει τα συναισθήματα του θαυμασμού και της ευγνωμοσύνης με τα οποία αυτή η θέα γεμίζει την καρδιά του.
Η λέξη «βάθος» εφαρμόζεται ακριβώς σε κείνη την άβυσσο την οποίαν μόλις εξερευνούσε. Τούτη η λέξη προσδιορίζει το «πλούτου», «άπειρα πλούσιο βάθος», δηλαδή, ένα βάθος που αντί να είναι ένα απέραντο κενό, παρουσιάζεται να περιέχη περιεχόμενο ανεξάντλητης πληρότητας.
Αυτό το βάθος είναι πλούσιο, όχι σε σκοτάδι, αλλά σε φως. Είναι ένα βάθος «σοφίας και γνώσης».
Ο δεύτερος όρος «γνώσις» αναφέρεται ειδικά στο περιεχόμενο της θείας πρόγνωσης, και γενικά στην πλήρη θέα που ο Θεός έχει όλων των ελευθέρων αποφάσεων των ανθρώπων, είτε σαν ατόμων είτε σαν Εθνών.
Ο πρώτος, «σοφία», δηλώνει την θαυμαστή ικανότητα με την οποία ο Θεός ζυγίζει στα σχέδια Του τις ελεύθερες ενέργειες του ανθρώπου, και τις μεταμορφώνει στα τόσα πολλά μέσα για την επιτέλεση του εξόχου σκοπού, που είχε αρχικά θέσει εμπρός Του.
Βλέπουμε εδώ τον Παύλο να διαχωρίζει αυτές τις δύο θείες τελειότητες, την σοφία του Θεού από την γνώση Του. Πράγματι, είναι διάφορη η μία από την άλλη, και τούτη η διαφορά δεν είναι τίποτα λιγώτερο από τον φρουρό της ανθρωπίνης ελευθερίας. Εάν η παντογνωσία του Θεού, ειδικά η πρόγνωση Του, συνεχέετο με την σοφία Του, το κάθε τι στο σύμπαν θα ήταν κατ” ευθείαν έργο του Θεού, και τα δημιουργήματα δεν θα ήταν τίποτα περισσότερο από τυφλά όργανα στα χέρια Του.
Ο Παύλος βλέπει αυτές τις δύο ιδιότητες του Θεού να ακτινοβολούν σε δύο σειρές αποφάσεων και ενεργειών, οι οποίες, συνδυασμένες, συνιστούν την όλη διακυβέρνηση του κόσμου: «Κρίματα» και «Οδοί».
Η λέξη «οδοί» δεν δηλώνει στην πραγματικότητα διαφορετικά πράγματα από την λέξη «κρίματα». Ο όρος «κρίματα» εκφράζει, εάν κάποιος μπορεί να το πει έτσι, το «διότι» των πραγμάτων, όπως η λέξη «οδοί» δείχνει στο «ώστε» τους. Από την γνώση που ο Θεός κατέχει, εκεί έπονται, από τις ελεύθερες αποφάσεις του ανθρώπου, οι κρίσεις στις οποίες Αυτός καταλήγει, και αυτές οι κρίσεις γίνονται οι «οδοί» που η σοφία Του χρησιμοποιεί για την πραγματοποίηση του σχεδίου Του (Ησαϊας Μ14: κρίματα, οδοί).
Αυτά τα «κρίματα» και «οι οδοί» χαρακτηρίζονται με τις λέξεις «ανεξερεύνητες», κάτι που δεν μπορεί να εξερευνηθή έως τον πυθμένα του, και «ανεξιχνίαστες», κάτι του οποίου τα ίχνη δεν μπορούν ν” ακολουθηθούν έως το τέλος τους. Το πρώτο απ” αυτά τα επίθετα έχει εφαρμογή στην ανωτάτη αρχή την οποία ο νους ζητά να φθάση, αλλά που δεν την φθάνει. Το δεύτερο, σε ένα πλήθος διακλαδώσεων και λεπτομερειών στην εκτέλεση του θείου σχεδίου, τις οποίες ο νους δεν μπορεί ν” ακολουθήση έως το τέλος.

Εδάφια 34,35
«Τις γαρ έγνων νουν Κυρίου; Ή τις σύμβουλος αυτού εγένετο; Ή τις προέδωκεν αυτώ, και ανταποδοθήσεται αυτώ;»
«Διότι, Ποιός εγνώρισε την σκέψιν του Κυρίου; Ή ποιός έγινε σύμβουλος του; Ή ποιός του έδωσε πρώτος κάτι, ώστε να λάβη ανταπόδοσιν;»

Εδώ είναι η Γραφική απόδειξη ότι τα σχέδια του Θεού είναι ανεξιχνίαστα έως ότου ο Ίδιος τα αποκαλύψει στους Αποστόλους και Προφήτες Του, και δι” αυτών στον λαόν Του.
Το πρώτο χωρίο είναι παρμένο από τον Ησαϊα Μ13. Αυτή η ερώτηση στο στόμα του Προφήτη έχει εφαρμογή στα θαυμάσια της δημιουργίας. Ο Παύλος την επεκτείνει σε κείνα της θείας διακυβέρνησης γενικά, διότι τα έργα του Θεού στην ιστορία δεν είναι παρά η συνέχεια εκείνων στην φύση.
Η ερώτηση, «τις έγνω», είναι μια πρόκληση στην φυσική αντίληψη. Όσο για εκείνους που ο Θεός έχει φωτίσει πάνω στο θέμα των σχεδίων Του, ο Παύλος ο ίδιος λέγει, Α” Κορινθίους Β16: «Αλλά εμείς έχομεν νουν Χριστού».
Αυτή η πρώτη ερώτηση αντιπαραθέτει την πάντα περιορισμένη γνώση του ανθρώπου με την άπειρη γνώση του Θεού («γνώσις του Θεού», εδάφιο 33).
Η δεύτερη ερώτηση πηγαίνει παρα πέρα, στην σχέση μεταξύ της ανθρώπινης και της θείας σοφίας. Εδώ δεν μιλάμε για την ανακάλυψη των μυστικών του Θεού δια της μελέτης των έργων Του, αλλά για κάποια καλή συμβουλή που ο άνθρωπος μπορεί να δώση στον Δημιουργό, όσον αφορά την οργάνωση των σχεδίων Του. Άρα είναι μια πιο υψηλή θέση από εκείνη που υποθέτει η προηγουμένη ερώτηση.
Η τρίτη ερώτηση, εδάφιο 35, υπονοεί μια ακόμα υψηλότερη θέση. Το υπό ερώτηση θέμα εδώ είναι μια υπηρεσία που προσφέρεται στον Θεό, ένα δώρο που ο άνθρωπος υποτίθεται έχει κάνει σ” Αυτόν, ούτως ώστε, και αυτός με την σειρά του, να εξασφαλίση ένα δώρο σε ανταπόδοση. Τέτοια, στην πραγματικότητα, είναι η θέση που έπαιρναν οι Ιουδαίοι, και δια της οποίας, ειδικά, αξιούσαν να περιορίσουν την ελευθερία του Θεού στην διακυβέρνηση του κόσμου, για λογαριασμό των αξιομίσθων έργων τους. «Δεν υπάρχει διαφορά», έλεγαν με δυστροπία οι Ιουδαίοι της εποχής του Μαλαχία, «μεταξύ του ανθρώπου που υπηρετεί τον Θεό και εκείνου που δεν τον υπηρετεί. Τι κερδίσαμε τηρόντας τις εντολές του;» Αυτό το πνεύμα της υπερηφανείας είχε αυξηθεί. Στον Φαρισαϊσμό είχε φθάσει στο απώγειο του.
Οι προθέσεις «προ» στο «προέδωκεν», και «αντί» στο «ανταποδοθήσεται» περιγράφουν τέλεια την σχέση εξάρτησης πάνω στον άνθρωπο που θα τοποθετιόταν ο Θεός, εάν ο άνθρωπος θα μπορούσε να είναι πράγματι ο πρώτος να κάνη κάτι για τον Θεό, και δι” αυτού να Τον κάνη οφειλέτη του. Με αυτή την τρίτη ερώτηση ο Παύλος επιστρέφει προφανώς στο ειδικό θέμα αυτής της όλης μελέτης πάνω στην θεία διακυβέρνηση: Τη απόρριψη των Ιουδαίων. Με την πρώτη ερώτηση αρνήθηκε στον άνθρωπο την δύναμη του ν” αντιληφθή τον Θεό και να Τον κρίνη, έως ότου ο Θεός έχει αποκαλύψει ο Ίδιος τον εαυτόν Του. Με την δεύτερη, την δύναμη συνεργασίας με Αυτόν. Με την τρίτη, αρνείται σ” αυτόν την δύναμη και το δικαίωμα να επιθέση πάνω στον Θεό οιανδήποτε υποχρέωση. Έτσι αποδεικνύεται πλήρως η ελευθερία του Θεού, αυτή η βασική αρχή απ” όπου ξεκινά το μυστηριώδες γεγονός το οποίον αναλύεται εδώ.
Η ερώτηση του εδαφίου 35 παίρνεται από τον Ιώβ ΜΑ11.

Εδάφιο 36
«Ότι εξ αυτού και δι” αυτού και εις αυτόν τα πάντα. Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Διότι από αυτόν και δι” αυτού και εις αυτόν είναι τα πάντα. Εις αυτόν ας είναι η δόξα αιωνίως. Αμήν».

Η απόλυτη ανεξαρτησία του Θεού, η ολική εξάρτηση του ανθρώπου στο κάθε τι το οποίον μπορεί να είναι ένα θέμα δόξας γι” αυτόν, τέτοια είναι η σκέψη αυτού του εδαφίου, ο τερματισμός αυτής της επισκόπησης του σχεδίου του Θεού.
«Εξ αυτού»: Είναι απ” Αυτόν σαν Δημιουργό που ο άνθρωπος παίρνει το κάθε τι, «ζωή και πνοή και το κάθε τι», Πράξεις ΙΖ25.
«Δι” αυτού»: Αναφέρεται στην διακυβέρνηση του ανθρωπίνου γένους. Το κάθε τι, ακόμα και οι ελεύθερες αποφάσεις της ανθρωπίνης θέλησης, εκτελούνται μόνον μέσω Αυτού, και στρέφονται αμέσως στην εξυπηρέτηση των σχεδίων Του.
«Εις αυτόν»: Αναφέρεται στον τελικό στόχο. Τούτες οι λέξεις δεν αναφέρονται στην προσωπική ικανοποίηση του Θεού, όπως κάποιος είπε, «Ο εγωισμός του Θεού είναι η ζωή του κόσμου». Είναι πιο φυσικό να εφαρμόσωμε τον όρο «εις αυτόν», στην πραγματοποίηση της θέλησης Του, στην οποίαν η δική Του δόξα και η ευτυχία των εξαγιασμένων δημιουργημάτων Του, αναμειγνύονται σαν ένα και το ίδιο πράγμα.
Εκείνο που θέλει να πει κλείνοντας ο Απόστολος είναι ότι, όλα τα πράγματα, προερχόμενα απ” την δημιουργική θέληση του Θεού, προχωρόντας μέσω της σοφίας Του, και τερματίζοντας στην αποκάλυψη της αγιότητας Του, πρέπει κάποια μέρα να γιορτάσουν την δόξαν Του, την δική Του δόξα μόνον.
«Τα πάντα»: Το σύνολο των δημιουργηθέντων, ορατών και αοράτων.
Η δόξα του Θεού, η αντανάκλαση των τελειοτήτων Του σε όλα που υπάρχουν, εκείνη η δόξα, τώρα καλυμμένη από τόσες πλευρές στο σύμπαν, θα πρέπει ν” ακτινοβολήση με μεγαλείο και τελειότητα για πάντα, διότι ο υψηλότερος στόχος για τον οποίον μπορούν να υπάρξουν και να ρυθμισθούν τα πάντα, είναι να επιδείξουν τον χαρακτήρα του Θεού. Αυτός ο στόχος της ιστορίας προσδοκάται από την ευχή και προσευχή του Αποστόλου: «Αυτώ η δόξα»!
Το πρώτο μέρος της δογματικής μελέτης είχε τελειώσει με τον παραλληλισμό μεταξύ των δύο κεφαλών του ανθρωπίνου γένους, ένα χωρίο στο οποίο ήδη ακούστηκε μια πιο υψηλή νότα. Το δεύτερο μέρος έκλεισε, στο τέλος του κεφαλαίου Η, μ” ένα είδος λυρικού χωρίου, στο οποίο ο Απόστολος εόρτασε την ευλογία του αγιασμού που στεφανώνει την χάρη της δικαίωσης, και που έτσι εξασφαλίζει την κατάσταση της δόξας. Το τρίτο, εκείνο που κλείνομε εδώ, τελειώνει μ” ένα χωρίο του ιδίου είδους, μ” έναν ύμνο λατρείας προς τιμήν του θείου σχεδίου που πραγματοποιήθηκε όχι μόνον παρά την ανθρώπινη απιστία, αλλά και μέσω αυτής. Αφού έτσι τελειώνει την έκθεση της σωτηρίας στο θεμέλιο της (δικαίωση), στην εσωτερική της ανάπτυξη (αγιασμός), και στην ιστορική της πορεία μεταξύ του ανθρωπίνου γένους (το διαδοχικό κάλεσμα των διαφόρων Εθνών, και την τελική τους ένωση στην Βασιλεία του Θεού), ο Απόστολος θέτει τελεία, το «Αμήν», το οποίο κλείνει αυτό το μέρος της επιστολής.
Τούτο που μελετήσαμε εδώ είναι η πιο βαθειά ανάλυση του θείου σχεδίου πάνω στην ιστορία του κόσμου. Πρώτα η εποχή της αρχικής ενότητας, στην οποία η ανθρώπινη οικογένεια σχηματίζει ακόμα ένα αδιάσπαστο σύνολο. Μετά ο ανταγωνισμός μεταξύ των δύο θρησκευτικών μερών του γένους, που δημιουργήθηκε από την ειδική κλήση του Αβραάμ. Οι Ιουδαίοι που συνέχισαν στο σπίτι του πατέρα, αλλά μ” ένα νομικίστικο και δουλικό πνεύμα, και οι Εθνικοί που πήραν τους δρόμους τους. Στο τέλος αυτής της περιόδου, η αποκάλυψη του Χριστού που έφερε την επιστροφή των τελευταίων στην οικογενειακή εστία, αλλά κατά τον ίδιο χρόνο η αναχώρηση απ” αυτή των Ιουδαίων. Τέλος, οι Ιουδαίοι, παραδιδόμενοι στις θείες προσκλήσεις στο θέαμα της σωτηρίας που απολαμβάνουν οι Εθνικοί σαν παιδιά της χάρης. Και έτσι η τελική παγκοσμιότητα, στην οποία όλες οι προηγούμενες διαιρέσεις τακτοποιούνται, επανορθώνοντας σε μια άπειρα υψηλότερη μορφή την αρχική ενότητα, και τοποθετόντας εμπρός στην θέα του σύμπαντος την οικογένεια του Θεού πλήρως συγκροτημένη.

Pages