ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΔΙΚΑΙΩΘΕΙ ΙΒ1-ΙΕ13
Στο δογματικό μέρος που μόλις τελειώσαμε, ο Απόστολος έχει εκθέσει τον τρόπο σωτηρίας. Αυτός ο τρόπος δεν είναι άλλος από την δικαίωση δια πίστεως, δια της οποίας ο αμαρτωλός συμφιλιώνεται με τον Θεό (κεφάλαια Α-Ε), και μετά αγιάζεται εν Χριστώ δια της κοινωνίας του Πνεύματος (ΣΤ-Η). Και είναι ακριβώς η άρνηση ν” ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο που έχει σύρει πάνω στον Ισραήλ την απόρριψη τους (κεφάλαια Θ-ΙΑ).
Ποιά θα είναι τώρα η ζωή του δικαιωθέντος πιστού – η ζωή μέσα στην σωτηρία; Ο Απόστολος την σκιαγραφεί κατά έναν γενικό τρόπο στα κεφάλαια ΙΒ και ΙΓ. Μετά εφαρμόζει τις ηθικές αρχές που μόλις εξέθεσε σε μια ιδιάζουσα περίπτωση, χαρακτηριστική στην Εκκλησία της Ρώμης (ΙΔ1 – ΙΕ13).
Μπορούμε λοιπόν να διακρίνωμε δύο μέρη σ” αυτή την σειρά της πρακτικής διατριβής, ένα γενικό, και ένα άλλο ειδικό.
ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ ΙΒ1-ΙΓ14
Τούτο το μέρος της επιστολής έχει θεωρηθεί από πολλούς ερμηνευτές σαν μια απλή σειρά από πρακτικά παραγγέλματα, χωρίς κάποια ιδιαίτερη εσωτερική συνοχή, κάτι που δεν ακολουθεί την συστηματική ανάλυση του προηγουμένου μέρους της επιστολής. Τούτη η θεώρηση έχει οδηγήσει μερικούς να νομίσουν ότι αυτό το μέρος δεν αποτελούσε εξ αρχής κομμάτι της επιστολής προς τους Ρωμαίους. Αλλά αυτή η άποψη είναι τελείως λανθασμένη.
Στο «ο δίκαιος θα ζήσει εκ πίστεως», υπάρχει μια λέξη της οποίας το περιέχομενο δεν έχει ακόμα αναπτυχθεί ολοκληρωτικά. Είναι το «θα ζήσει». Αυτή η λέξη περιέχει όχι μόνον το όλο θέμα των κεφαλαίων ΣΤ-Η, αλλά επίσης και εκείνο των ΙΒ και ΙΓ. Εδώ ο Απόστολος θέτει προοδευτικά τον πιστό σε δύo σφαίρες δραστηριότητας, στην θρησκευτική και στην πολιτική, την πρώτη στο κεφάλαιο ΙΒ, και την δεύτερη στο κεφάλαιο ΙΓ. Αυτές είναι οι δύο περιοχές στις οποίες ο πιστός του Χριστού καλείται ν” αποκαλύψη την ζωή της αγιότητας, που έχει τεθεί μέσα του. Ο πιστός ενεργεί στον κόσμο σαν μέλος της Εκκλησίας και σαν μέλος της Πολιτείας.
Αλλά αυτή η διπλή πορεία έχει ένα σημείο αφετηρίας και έναν στόχο. Το σημείο αφετηρίας είναι ο αγιασμός του σώματος του, κάτω από την διεύθυνση του ανανεωμένου του νου. Αυτή είναι η βάση της συνολικής δραστηριότητας του πιστού, που ο Παύλος εκθέτει στα πρώτα δύο εδάφια του κεφαλαίου ΙΒ. Ο στόχος είναι ο ερχομός του Κυρίου, που συνεχώς αναμένεται. Έτσι: Ένα σημείο αφετηρίας, δύο σφαίρες που πρέπει να τις διασχίση ταυτόχρονα, ένας προορισμός. Τέτοιο, κατά την άποψη του Αποστόλου, είναι το σύστημα της πρακτικής ζωής του πιστού. Τέτοια είναι επίσης τα θέματα των τεσσάρων τμημάτων αυτού του γενικού μέρους: ΙΒ1,2, ΙΒ3-21, ΙΓ1-10, ΙΓ11-14.
Οι ηθικές οδηγίες που ακολουθούν είναι λοιπόν το συμπλήρωμα των δογματικών οδηγιών που ανεπτύχθηκαν προηγουμένως. Είναι το αναγκαίο τους συμπλήρωμα. Και οι δύο, λαμβανόμενες μαζί, αποτελούν την πλήρη κατήχηση του Αποστόλου.
Κάποιος ίσως παρατηρήσει: Μήπως ο Απόστολος, σχεδιάζοντας έτσι το μοντέλο της χριστιανικής συμπεριφοράς, μοιάζει σαν να μην εμπιστεύεται και πολύ την αγιαστική δύναμη της πίστης, που τόσο καλά την εκθέτει στα εδάφια ΣΤ-Η; Εάν η κατάσταση της δικαίωσης παράγει αγιότητα σαν ένα είδος ηθικής αναγκαιότητας, γιατί ζητά ακόμα να την εξασφαλίση με όλα αυτά τα παραγγέλματα και τις παραινέσεις; Δεν θα φέρη το δένδρο από μόνο του, άπαξ και φυτεύτηκε, τους καρπούς του;
Εδώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ηθική ζωή υπόκειται σε τελείως διαφορετικούς νόμους απ” την φυσική ζωή. Η ελευθερία είναι και παραμένει έως το τέλος ένας από τους ουσιώδεις της παράγοντες. Είναι με μια σειρά πράξεων ελευθερίας, που ο δικαιωμένος άνθρωπος οικειοποιείται το Πνεύμα σε κάθε στιγμή, για να πραγματοποιήση με την δική Του βοήθεια το ηθικό ιδεώδες. Και ποιός δεν γνωρίζει ότι σε κάθε στιγμή επίσης μια αντίθετη δύναμη πιέζει την θέληση του; Ο πιστός είναι νεκρός ως προς την αμαρτία, αναμφίβολλα. Έχει διαρρήξει τις σχέσεις του μ” αυτόν τον ύπουλο φίλο. Αλλά η αμαρτία δεν είναι νεκρή μέσα του, και αγωνίζεται συνεχώς να επαναποκαταστήση αυτή την σχέση που διακόπηκε. Καλόντας τον πιστό στην μάχη ενάντια της, καθώς επίσης στην πρακτική του χριστιανικού καθήκοντος, ο Απόστολος δεν ξαναπέφτει στο Ιουδαϊκό νομικίστικο σύστημα. Θεωρεί την εσωτερική αφιέρωση του πιστού σαν ένα ήδη ολοκληρωμένο γεγονός. Και είναι από αυτό το γεγονός, το οποίον περιέχεται σιωπηρά στην πίστη του, που προχωρά και τον καλεί να πραγματοποιήση την Χριστιανική του υποχρέωση.
«Παρακαλώ ουν υμάς, αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού, παραστήσαι τα σώματα υμών θυσίαν ζώσαν, αγίαν, ευάρεστον τω Θεώ, την λογικήν λατρείαν υμών.»
«Σας παρακαλώ λοιπόν, αδελφοί, χάριν των οικτιρμών του Θεού, να προσφέρετε τους εαυτούς σας σαν θυσίαν ζωντανή και αγίαν, ευάρεστη εις τον Θεόν. Αυτή είναι η λογική σας λατρεία.»
Η μεγάλη διαίρεση της Επιστολής προς τους Ρωμαίους στην οποία έχομε φθάσει εξηγείται απ” αυτή την αντίθεση. Η θεμελιώδης ιδέα του πρώτου μέρους, κεφάλαια Α-ΙΑ, ήτο εκείνη της θυσίας που προσφέρεται από τον Θεό για την αμαρτία και την παράβαση του ανθρωπίνου γένους, ιδέ το κεντρικό χωρίο Γ25 και 26. Αυτοί είναι οι «οικτιρμοί του Θεού» στους οποίους ο Παύλος προσφεύγει εδώ, και η ανάπτυξη των οποίων έχει καταλάβει τα πρώτα ένδεκα κεφάλαια. Το πρακτικό μέρος που αρχίζομε αντιστοιχεί στο δεύτερο είδος θυσίας, η οποία ήταν το σύμβολο της αφιέρωσης μετά που είχε γίνει δεκτή η συγνώμη (το ολοκαύτωμα, όπου το θύμα καιγόταν ολοκληρωτικά), και της κοινωνίας που επαναποκαθίστατο μεταξύ του Ιεχοβά και του πιστού (η ειρηνική προσφορά που ακολουθιόταν από μια γιορτή στην αυλή του ναού). Η θυσία της εξιλέωσης που προσεφέρθη απ” τον Θεό στο πρόσωπο του Υιού Του, θα πρέπει να βρή την ανταπόκρισή της στον πιστό στην θυσία της πλήρους αφιέρωσης και της βαθειάς κοινωνίας.
Αυτή λοιπόν είναι η σημασία αυτών των πρώτων λέξεων: «Παρακαλώ ουν υμάς αδελφοί, δια των οικτιρμών του Θεού». Για να δηλώση την συμπεριφορά του πιστού σε ανταπόκριση του έργου του Θεού, ο Παύλος χρησιμοποιεί την έκφραση «θυσίαν ζώσαν», η οποία υπαινίσσεται ακριβώς τις Ιουδαϊκές θυσίες.
«Παρακαλώ»: Απευθύνεται σε κάτι που ήδη υπάρχει στην καρδιά, στην πίστη στους οικτιρμούς του Θεού.
Το «δια» στο «δια των οικτιρμών», δίνει στον αναγνώστη ν” αντιληφθή ότι οι οικτιρμοί του Θεού είναι η δύναμη, μέσω της οποίας αυτή η προτροπή θα μπορέση να λάβη κατοχή της θέλησης του.
«Παραστήσαι»: Είναι ο τεχνικός όρος που δηλώνει την παρουσίαση των θυμάτων και των προσφορών στην Λευιτική λατρεία, (Λουκάς Β22).
Το θύμα που πρέπει να προσφερθή είναι το σώμα του πιστού.
«Παραστήσαι τα σώματα υμών». Εδώ δεν θα πρέπει να μας διαφύγη ότι εκείνοι στους οποίους ο Απόστολος απευθύνεται («αδελφοί»), και τους οποίους προτρέπει, είναι πιστοί αφιερωμένοι ήδη εσωτερικά. Το κεφάλαιο ΣΤ έχει δείξει πως η δικαίωση δια πίστεως προμηθεύει την αρχή του αγιασμού. Είναι στο όνομα αυτού του τελειωμένου έργου που ο Παύλος τους προσκαλεί να ζήσουν την ζωή των αφιερωμένων θυμάτων. Τώρα, το απαραίτητο όργανο γι” αυτόν τον σκοπό, είναι το σώμα. Και εξ αυτού είναι που ο Απόστολος, υποθέτοντας ότι η θέληση έχει ήδη κερδηθεί, δεν ζητά παραπάνω από την αφιέρωση του σώματος.
Η έκφραση «θυσία ζώσα» αναφέρεται στα ζώα που προσφερόταν στην Λευιτική λατρεία. Η θυσία που ζητιέται από τον Παύλο είναι κάτι το αντίθετο. Το θύμα πρέπει να ζή για να γίνεται, σε κάθε στιγμή της ύπαρξης του, ο ενεργητικός πράκτορας της θείας θέλησης.
Αυτό το σώμα, γεμάτο ζωή, και συνεχώς χρησιμοποιούμενο για το καλό, θα παρουσιάση ένα ευάρεστο θέαμα στα μάτια του Θεού. Θα είναι μια προσφορά «εις οσμήν ευωδίας», κατά την έννοια της Καινής Διαθήκης.
Οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου θέτουν μια αντίθεση μεταξύ της εξωτερικής λατρείας της Παλαιάς Διαθήκης και της πνευματικής λατρείας της Καινής.
«Την λογικήν λατρείαν υμών»: «Την λατρεία η οποία λογικά αντιστοιχεί στις ηθικές προϋποθέσεις που περιέχονται στην πίστη που εσείς ομολογείτε».
Ίσως ερωτηθεί εάν ο Παύλος, απαιτόντας απλά αυτή την λατρεία, η οποία συνίσταται σε μια ζωή αφιερωμένη στο καλό, εξαιρεί ως μη λογικές τις γνωστές «λατρευτικές πράξεις». Σίγουρα όχι. Πλήθος εδαφίων αποδεικνύουν το αντίθετο, σύγκρινε για παράδειγμα το Α” Κορινθίους ΙΑ-ΙΔ. Το μόνο είναι ότι οι πράξεις της εξωτερικής λατρείας δεν έχουν αξία στα μάτια του παρά σαν μέσα συντήρησης και παρακίνησης της αληθινής λογικής λατρείας, για την οποία μιλά εδώ. Κάθε πράξη λατρείας που δεν καταλήγει στην άγια αφιέρωση αυτού που λαμβάνει μέρος σ” αυτήν, χριστιανικά είναι μη λογική.
Αλλά τι χρήση πρέπει να γίνη αυτού του αφιερωμένου σώματος; Το εδάφιο 2 απαντά σ” αυτή την ερώτηση.
«Και μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθε τη ανακαινώσει του νοός υμών, εις το δοκιμάζειν υμάς τι το θέλημα του Θεού, το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον.»
«Να μη συμμορφώνεσθε με το πνεύμα του κόσμου τούτου αλλά να μεταμορφώνεσθε δια της ανακαινίσεως του πνεύματος σας, ώστε να διακρίνετε ποιό είναι το θέλημα του Θεού, και τι είναι καλόν, ευάρεστον και τέλειον.»
Στην χρήση αυτού του αφιερωμένου σώματος, ο πιστός έχει πρώτα απ” όλα ένα πανταχού παρόν μοντέλο που πρέπει ν” απορριφθή, και ταυτόχρονα έναν νέο τύπο που πρέπει να τον ξεχωρίση και να τον πραγματοποιήση. Το μοντέλο που πρέπει ν” απορριφθή είναι αυτό που του παρουσιάζεται από τον παρόντα κόσμο, είναι το μοντέλο που έχει δημιουργήσει το γενικό πνεύμα που βασιλεύει στον κόσμο.
«Συσχηματίζεσθαι»: Δηλώνει την υιοθέτηση ή μίμηση μιας στάσης, ενός αποδεκτού τρόπου συμπεριφοράς, εδώ του τρόπου συμπεριφοράς του κόσμου.
«Παρόντας αιώνας»: Στην Καινή Διαθήκη δηλώνει τον τρόπο ζωής που ακολουθιέται από εκείνους που δεν έχουν δεχθεί την ανανέωση που εργάσθηκε ο Χριστός στην ανθρώπινη ζωή. Είναι ο τρόπος ζωής πριν την αναγέννηση, τον οποίον ο πιστός δεν πρέπει να ακολουθήσει στην χρήση που κάνει του σώματος του.
Και τι πρέπει αυτός να κάνη; Να ζητήση ένα καινούργιο μοντέλο, έναν ανώτερο τύπο, και να τον πραγματοποιήση μέσω μιας δύναμης που ενεργεί μέσα του. Θα πρέπει να μεταμορφωθή.
Θα πρέπει να σημειωθή ότι οι προστακτικές είναι σε χρόνο ενεστώτα. Το υπό συζήτηση θέμα είναι δύο συνεχείς ακατάπαυστες ενέργειες που λαμβάνουν χώρα επί τη βάσει της αφιέρωσης μας, η οποία αφιέρωση έγινε άπαξ δια παντός (ο αόριστος «παραστήσαι», εδάφιο 1).
Και ποιά θα είναι η εσωτερική αρχή αυτής της μεταμόρφωσης του πιστού όσον αφορά την χρήση του σώματος του; Η «ανακαίνιση του νου του», απαντά ο Παύλος. Ο νους είναι η ικανότητα δια της οποίας η ψυχή αντιλαμβάνεται και διακρίνει το καλό και το αληθινό. Στην φυσική μας κατάσταση αυτή η ικανότητα είναι μειωμένη. Η αγάπη του εαυτού μας που βασιλεύει επάνω μας σκοτεινιάζει τον νου, και τον κάνει να βλέπη τα πράγματα σ” ένα καθαρά προσωπικό φως. Τον φυσικό νου, έτσι παραπλανημένον, είναι που ο Παύλος ονομάζει «νου της σαρκός», σαρκικό νου (νους κάτω από την εξουσία της σάρκας), Κολοσσαείς Β18. Αυτό είναι που εξηγεί γιατί ο Απόστολος μιλά για την ανανέωση του νου, σαν μια προϋπόθεση της οργανικής μεταμόρφωσης που ζητά. Ο νους, ελευθερωμένος από την δύναμη της σάρκας, και τοποθετημένος κάτω από την δύναμη του Πνεύματος, πρέπει ν” ανακτήση την ικανότητα του να διακρίνη το νέο πρότυπο που πρέπει να πραγματοποιηθή, αυτόν τον πλέον εξαίρετο και ανώτερο τύπο, το «θέλημα του Θεού»: Να «δοκιμάζη» (να διακρίνη ακριβώς) το θέλημα του Θεού.
Μέσω του ανανεωμένου του νου ο πιστός μελετά και αναγνωρίζει σε κάθε δεδομένη στιγμή το θείο θέλημα γι” αυτόν μέσα στις περιστάσεις που βρίσκεται, το καθήκον της δεδομένης στιγμής. Σηκώνει τα μάτια του, και, σαν τον Ίδιο τον Χριστό (Ιωάννης Ε19,20), «βλέπει τι ο Πατέρας του δείχνει» να κάνη. Αυτή η αντίληψη απαιτεί προφανώς έναν ανανεωμένο νουν. Για να επιτύχωμε αυτή την διάκριση, αυτή την αναγνώριση του καθήκοντος της κάθε στιγμής, απαιτείται να υψωθούμε στην σκοπιά του Ιδίου του Θεού.
«Το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον»: «Τι είναι το καλό, αποδεκτό…θέλημα του Θεού». Δεν είναι πάντα εύκολο για τον χριστιανό που ζει στον κόσμο, ακόμα και με μια καρδιά ειλικρινά αφιερωμένη, να διακρίνη καθαρά ποιό είναι το θέλημα του Θεού, ειδικά αναφορικά με τα εξωτερικά στοιχεία της ζωής. Αυτή η λεπτή εκτίμηση απαιτεί μια συνεχή πορεία προς την τελειότητα, τελειότητα και στον μεταμορφωμένο νου.
Και γιατί το μοντέλο που πρέπει να μελετηθή και να επαναπαραχθή στην ζωή, δεν είναι ο τρόπος ενεργείας του παρόντος κόσμου, αλλά το θέλημα του Θεού; Ο Απόστολος το εξηγεί με τα τρία επίθετα με τα οποία προσδιορίζει αυτό το θέλημα: «Το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον». Τέτοιος είναι ο φυσιολογικός τύπος στον οποίον, σε όλες τις περιστάσεις, πρέπει να ζητάμε να υψωθούμε με τον νου πρώτα, μετά με την συμπεριφορά.
«Αγαθόν»: Είναι αγαθόν κατά το ότι είναι απαλλαγμένο από κάθε συμετοχή στο κακό, σε οποιαδήποτε μορφή.
«Ευάρεστον»: Τούτο το επίθετο αναφέρεται στην εντύπωση που παράγεται στους ανθρώπους, όταν βλέπουν αυτό το θέλημα να πραγματοποιείται στην ζωή του πιστού. Δεν είναι η στοργή, η μη συμφεροντολογία, η παράβλεψη του κακού, η αυτοθυσία κάτι που γοητεύει και σκλαβώνει κάθε ανθρώπινη καρδιά;
«Τέλειο»: Αυτό το χαρακτηριστικό έπεται από τον συνδυασμό των δύο προηγουμένων, διότι η τελειότητα είναι η αγαθότητα ενωμένη με την ομορφιά.
Βάσει των ανωτέρω, τα ακόλουθα είναι η συνόψιση της σκέψης του Αποστόλου: Στο εσφαλμένο μοντέλο, που παρουσιάζεται σε κάθε εποχή από τον κοσμικό τρόπο ζωής, εκεί αντιτίθεται ένας τέλειος τύπος, εκείνος του θελήματος του Θεού, τον οποίον μπορεί να διακρίνη ο ανανεωμένος νους του πιστού, και τον οποίον αγωνίζεται να πραγματοποιήση μέσω του σώματος του του αφιερωμένου στον Θεό, σε κάθε στιγμή, και σε όλες τις περιστάσεις της ζωής του. Tούτη την ζωή, που γεύεται την σωτηρία, προχωρά τώρα ο Παύλος να την δείξη, καθώς αποκαλύπτει τον εαυτόν της ταυτόχρονα σε δύο σφαίρες, εκείνη της Εκκλησίας, κεφάλαιο ΙΒ, και εκείνη της Πολιτείας, κεφάλαιο ΙΓ.
Η Ζωή του Πιστού σαν Μέλος της Εκκλησίας. ΙΒ3-21.
Η ιδέα της αφιέρωσης είναι αυτή που προεξέχει σ” αυτό το χωρίο. Αυτή η αφιέρωση πραγματοποιείται, 1ον, στην μορφή της ταπείνωσης (εδάφια 3-8). 2ον, σε κείνη της αγάπης (εδάφια 9-21).
Εδάφια 3-8
Η φυσική τάση του ανθρώπου είναι να υψώνη τον εαυτόν του. Εδώ είναι το πρώτο σημείο στο οποίο το θέλημα του Θεού, που το διακρίνει ο ανανεωμένος νους του πιστού, εντυπώνει πάνω στην συμπεριφορά του έναν τελείως αντίθετο χαρακτήρα από εκείνον της κοσμικής συμπεριφοράς. Ο πιστός αναγνωρίζει το όριο που ο Θεός θέτει επάνω του, και περιορίζεται ταπεινά μέσα σ” αυτό.
«Λέγω γαρ δια της χάριτος της δοθείσης μοι παντί τω όντι εν υμίν, μη υπερφρονείν παρ” ο δει φρονείν, αλλά φρονείν εις το σωφρονείν, εκάστω ως ο Θεός εμέρισε μέτρον πίστεως.»
«Δια της χάριτος, που μου εδόθηκε, λέγω στον καθένα από σας να μην έχη δια τον εαυτόν του μεγαλύτερη ιδέα από εκείνην που πρέπει να έχη, αλλά να σκέφτεται με μετριοφροσύνην ανάλογα με το μέτρον της πίστεως που ο Θεός εμοίρασε στον καθένα.»
Η εξουσία με την οποία ο Παύλος χαράσσει αυτή την γραμμή συμπεριφοράς βασίζεται στην «χάρη που του δόθηκε». Αυτή η χάρη είναι εκείνη της αποστολικότητας και του φωτός που την συνοδεύει. Δυνάμει αυτού του αξιώματος, δεν έχει μόνον το χάρισμα του να διδάσκει τον δρόμο σωτηρίας, όπως έχει κάνει στο δογματικό μέρος της επιστολής (κεφάλαια Α-Θ). Έχει επίσης και εκείνο του να χαράσση την σωστή κατεύθυνση για την ηθική ενέργεια, πράγμα που προχωρά να κάνη σ” αυτό το πρακτικό μέρος της Επιστολής.
«Λέγω»: Απόστολος καθώς ήταν στους Εθνικούς, είχε σαν στόχο όχι μόνον να θεμελιώνη Εκκλησίες μεταξύ τους, αλλά και να τις κατευθύνη άπαξ και θεμελιωθήκανε.
«Παντί τω όντι εν υμίν»: Από ότι φαίνεται και στην συνέχεια, ο Απόστολος απευθύνεται σε όλους, αλλά πιο ειδικά σε κείνους από ανάμεσα στην Εκκλησία, που μπορούν ν” ασκήσουν κάποια επιροή στην πρόοδο της, για να τους εξηγήση κάτω από ποιές προϋποθέσεις αυτή η επιροή θα ευλογηθή.
«Υπερφρονεί»: Να φρονή κάποιος παρα πάνω από το μέτρο του. Το μέτρο του κάθε ανθρώπου δηλώνεται με τις λέξεις, «ο δει φρονεί». Στην περίπτωση του πιστού αυτό συνίσταται στο να επιθυμή να είναι μόνον εκείνο που ο Θεός, με το χάρισμα που του έδωσε, τον καλεί να είναι. Το χάρισμα που του δίδεται θα έπρεπε να είναι το όριο στην αξίωση και την ενέργεια του κάθε ανθρώπου, διότι είναι δι” αυτού που το θέλημα του Θεού, αναφορικά μ” αυτόν, αποκαλύπτεται (εδάφιο 2).
Η ακόλουθη φράση, «φρονείν εις το σωφρονείν», είναι ένα είδος λογοπαίγνιου: «Να στρέψετε το «φρονείν», την ενέργεια του νου, σ” ένα «σωφρονείν», ν” αναγνωρίζετε τα όρια σας και να τα σεβόσαστε.» Ο άνθρωπος του κόσμου εισέρχεται σε διαμάχη με τους άλλους, για να ξεπεράση το μέτρο του, να κάνη τον εαυτόν του να προεξέχη. Ο χριστιανός εισέρχεται σε διαμάχη με τον εαυτόν του, ώστε να επιτύχη αυτοέλεγχο και αυτοσυγκράτηση. Επιδιώκει να συνεχίση μέσα στο μέτρο του ή να επιστρέψη σ” αυτό αν το έχει υπερβεί.
Αυτός είναι ένας ολοκληρωτικά νέος τύπος συμπεριφοράς που εμφανίζεται με το Ευαγγέλιο.
Ο κανόνας αυτού του εθελοντικού περιορισμού θα πρέπει να είναι το «μέτρο της πίστης», καθώς μεταδίδεται στον καθέναν. Ο Παύλος δεν εννοεί με αυτή την φράση την «ποσότητα» της πίστης που κατέχομε, διότι αυτό το μέτρο εξαρτάται εν μέρει από την ανθρωπίνη ελευθερία. Εκείνο που εννοεί είναι, η ικανότητα που δίδεται σε κάθε άνθρωπο στην περιοχή της πίστης, η ειδική μορφή δραστηριότητας για την οποία ο κάθε ένας έχει ορισθεί σαν πιστός, το ειδικό χάρισμα που συνιστά την προίκα του δυνάμει της πίστης του. Αυτό το χάρισμα, το μέτρο της ενέργειας στην οποία καλούμεθα, είναι ένα θείο όριο, που ο ανανεωμένος νους του χριστιανού θα πρέπει να το διακρίνη, και βάσει του οποίου θα πρέπει να ρυθμίζη τις επιδιώξεις του αναφορικά με τον ρόλο που έχει να παίξη στην Εκκλησία.
«Καθάπερ γαρ εν ενί σώματι μέλη πολλά έχομεν, τα δε μέλη πάντα ου την αυτήν έχει πράξιν, ούτως οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ” είς αλλήλων μέλη.»
«Διότι όπως εις ένα σώμα έχομεν πολλά μέλη, αλλά όλα τα μέλη δεν έχουν την ίδιαν λειτουργίαν, έτσι εμείς οι πολλοί αποτελούμεν ένα σώμα εν Χριστώ και ο καθένας είμεθα μέλη ο ένας του άλλου.»
«Έχοντες δε χαρίσματα κατά την χάριν την δοθείσαν ημίν διάφορα, είτε προφητείαν, κατά την αναλογίαν της πίστεως, είτε διακονίαν, εν τη διακονία, είτε ο διδάσκων, εν τη διδασκαλία, είτε ο παρακαλών, εν τη παρακλήσει, ο μεταδιδούς, εν απλότητι, ο προϊστάμενος, εν σπουδή, ο ελεών, εν ιλαρότητι.»
«Έχοντες δε χαρίσματα διαφορετικά, σύμφωνα με την χάριν που μας εδόθηκε, ας τα χρησιμοποιήσωμεν, εάν προφητείαν, ανάλογα με την πίστιν μας, εάν υπηρεσίαν, εις το έργον της υπηρεσίας, ο διδάσκαλος, εις την διδασκαλίαν, εκείνος που παρηγορεί, εις την παρηγορίαν, εκείνος που δίνει κάτι, ας το κάνη με γεναιοδωρίαν, εκείνος που είναι προϊστάμενος, ας εργάζεται με ζήλον, εκείνος που ελεεί, ας ελεή με χαράν.»
Ο όρος «χάρισμα» δηλώνει στην γλώσσα του Παύλου μια πνευματική ικανότητα που μεταδίδεται στον πιστό, δια του οποίου αυτός μπορεί να βοηθήση στην ανάπτυξη της πνευματικής ζωής στην Εκκλησία. Συχνά τούτο το χάρισμα είναι ένα φυσικό ταλέντο, που το Πνεύμα του Θεού το παίρνει, του αυξάνει την δύναμη, και αγιάζει την άσκηση του. Το χάρισμα που κρατά την πρώτη θέση στις απαριθμήσεις των Α” Κορ. ΙΒ και Εφ. Δ είναι η αποστολικότητα. Ο Παύλος δεν την αναφέρει εδώ. Την έδειξε στο εδάφιο 3 καθώς εξεπλήρωνε τον στόχο της.
Μετά την αποστολικότητα, σ” όλες αυτές τις λίστες, έρχεται η προφητεία. Ο προφήτης είναι το μάτι της Εκκλησίας που παίρνει νέες αποκαλύψεις. Στα χωρία Εφεσίους Β20 και Γ5 συνδέεται στενά με την αποστολικότητα, η οποία, χωρίς αυτό το χάρισμα δεν θα ήταν πλήρης. Αλλά μπορεί να είναι και χωριστή απ” αυτή, και γι” αυτόν τον λόγο συναντάμε στην πρώτη Εκκλησία συχνά προφήτες, πρόσωπα διαφορετικά από τους αποστόλους, για παράδειγμα, Πράξεις ΙΓ1, και Α” Κορινθίους ΙΔ. Οι προφήτες διέφεραν από τους δασκάλους, στο ότι οι τελευταίοι απλά συνεκέντρωναν σ” ένα ενιαίο δογματικό σώμα τις νέες αλήθειες που απεκαλύπτοντο στην Εκκλησία από τους προφήτες.
Σε τι άραγε να συνίσταται ο εθελοντικός περιορισμός που ο προφήτης θα έπρεπε να βάλη στον εαυτόν του στην άσκηση του χαρίσματος του (το «σωφρονείν» του); Θα έπρεπε να προφητεύη «κατά την αναλογίαν της πίστεως». Ο προφήτης δεν είναι απόλυτα ελεύθερος. Θα πρέπει να ρυθμίζη την προφητείαν του σύμφωνα με την πίστη. Με ποιά πίστη; Μερικοί ερμηνευτές απαντούν: Την δική του. Αυτός θα πρέπει να προσέχη, καθώς μιλά, να μην υπερβαίνη το όριο της εμπιστοσύνης, της πραγματικής ελπίδας που του μεταδίδεται από το Πνεύμα. Να μην αφήση τον εαυτόν του να πάη μακρυά, από επιθυμία ν” αναμείξη ανθρώπινες προσμείξεις με την άγια πληροφορία που παίρνει από επάνω. Αλλά σ” αυτή την περίπτωση γιατί ο Απόστολος να μην προσθέτη το «αυτού», «την αυτού πίστη»; Και δεν θα ήταν εδώ ο όρος «αποκάλυψη» πιο κατάλληλος από τον «πίστη» («κατά την αναλογία της αποκάλυψης που του δόθηκε»);
Άλλοι δίνουν στον όρο «πίστη» την αντικειμενική έννοια που αυτός πήρε αργότερα στην Εκκλησιαστική γλώσσα, όπως όταν μιλάμε π.χ. για την Ευαγγελική πίστη, ή την Χριστιανική πίστη. Ο προφήτης στις ομιλίες του θα πρέπει να σέβεται τα θεμέλια της πίστης που ήδη έχουν τεθεί, τα χριστιανικά γεγονότα και τις αλήθειες που εκπηγάζουν απ” αυτά. Αλλά η λέξη «πίστη» πουθενα στην Καινή Διαθήκη δεν δηλώνει το ίδιο το δόγμα. Πάντα αναφέρεται στην υποκειμενική θέση της αυτοπαράδοσης, της εμπιστοσύνης στον Θεό, ή στον Χριστό σαν αυτόν που αποκαλύπτει τον Θεό.
Τελικά, μπορούμε εδώ να διατηρήσωμε αυτή την υποκειμενική έννοια, εφαρμόζοντας την επίσης στην πίστη όλης της Εκκλησίας. Οι προφήτες θα πρέπει ν” αναπτύσσουν το θείο έργο της πίστης στην καρδιά των πιστών, ξεκινόντας από το σημείο στο οποίον έχουν ήδη φθάσει τούτοι οι τελευταίοι, και προσαρμόζοντας ταπεινά τον εαυτόν τους στο έργο των προκατόχων τους. Δεν θα πρέπει, δίδοντας ευρύτητα στις δικές τους εικασίες, να διαταράσσουν απερίσκεπτα την σειρά του έργου που έχει αρχίσει μέσα σε ψυχές που ήδη κερδήθηκαν. Με μια λέξη, οι αποκαλύψεις που εκθέτει ο προφήτης δεν θα πρέπει να τείνουν να κάνουν τον εαυτόν του να λάμπη, αλλά μόνον να υψώνουν το πνεύμα της Εκκλησίας, της οποίας η παρούσα κατάσταση είναι ένα είδος κανόνα για τις νέες οδηγίες.
Είναι φανερό πως, στην άσκηση αυτού του χαρίσματος, θα ήταν εύκολο για κάποιον ν” αφήση τον εαυτόν του να πάη πέραν από το μέτρο των αποκαλύψεων του, και έτσι να προσθέση ετερογενή στοιχεία στην πίστη και στην ελπίδα της Εκκλησίας.
«Διακονία»: Είναι ένα καθήκον που ανατίθεται σε κάποιον από την Εκκλησία. Ένα τέτοιο αξίωμα υποθέτει αναμφίβολλα κάποια πνευματική ικανότητα. Αυτός που το έχει είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση του, όχι μόνον σε σχέση με τον Θεό από όπου έρχεται το χάρισμα, αλλά επίσης και προς την Εκκλησία, που του το έχει αναθέσει. Εδώ είναι και η διαφορά μεταξύ των λειτουργιών που δηλώνονται με το όνομα «διακονία», και της διακονίας του προφήτη, ή αυτού που «μιλά σε γλώσσες». Αυτά τα τελευταία είναι καθαρά χαρίσματα, που ο άνθρωπος δεν μπορεί να τα μετασχηματίσει σ” ένα καθήκον.
Στο χωρίο μας, αυτός ο όρος «διακονία», τοποθετημένος μεταξύ της προφητείας και της διδασκαλίας, μπορεί να δηλώνη μόνον μια υπηρεσία πρακτικής φύσης, που ασκείται με πράξεις, όχι με λόγο. Ίσως εδώ να δηλώνη τις υπηρεσίες του επισκόπου, του πρεσβυτέρου, και του διακόνου.
Ο καθένας απ” αυτούς, λέγει ο Απόστολος, θα πρέπει να μένη στο μέρος του, να περιορίζη τον εαυτόν του μέσα στο αξίωμα που του ανατέθηκε. Ο πρεσβύτερος δεν θα πρέπει να επιθυμή ν” ανέβη στην θέση του προφήτη, ούτε ο διάκονος να παίξη τον ρόλο του επισκόπου ή του διδασκάλου. Είναι πάντα αυτός ο εθελοντικός περιορισμός τον οποίον είχε εισηγηθεί ο Απόστολος, εδάφια 3-5.
Ο «διδάσκαλος» ασκεί το χάρισμα του με τον λόγο, σαν τον προφήτη. Αλλά ενώ ο τελευταίος λαμβάνει δια αποκαλύψεων νέες όψεις της αλήθειας που πλουτίζουν την πίστη της Εκκλησίας, ο δάσκαλος περιορίζεται σε μια μεθοδική και καθαρή έκθεση των αληθειών που έχουν ήδη έλθει στο φως, και στο να συνδέση την μία με την άλλη. Αυτός είναι που, με τον «λόγο της γνώσης» ή «της σοφίας» (Α” Κορ. ΙΒ8), δείχνει την αρμονία όλων των μερών του θείου σχεδίου.
«Ο παρακαλών»: Αυτός που παρηγορεί. Το χάρισμα της παρηγορίας διακρίνεται από αυτό της προφητείας και το άλλο της διδασκαλίας. Ο διδάσκαλος ενεργεί ειδικά στον νου. Στην γλώσσα μας αυτός θα ήταν ο κατηχητής, ή ο θεολόγος για τα δογματικά θέματα. Αυτός που παρηγορεί ενεργεί στην καρδιά, και δι” αυτής στην θέληση.
Τα τρία τελευταία λειτουργήματα που αναφέρονται σ” αυτό το εδάφιο δεν ασκούνται πλέον σαν ειδικά χαρίσματα στις συναθροίσεις της Εκκλησίας. Αυτά τα συναντάς, μέχρι ένα ορισμένο σημείο, κάτω από την άσκηση της ατομικής αρετής.
«Ο μεταδιδούς»: Είναι ο πιστός ο οποίος μέσω των υπαρχόντων του, και μιας φυσικής κλίσης αγιασμένης δια του Αγίου Πνεύματος, αισθάνεται για τον εαυτόν του ένα ειδικό κάλεσμα να βοηθήση αυτούς που έχουν ανάγκη γύρω του. Ο Παύλος του συνιστά να το κάνη «με απλότητα».
Το «με απλότητα» ερμηνεύεται συχνά «με γεναιοδωρία», ιδέ Β” Κορ. Η2, Θ13.
Σύμφωνα με την ετυμολογική της έννοια, η λέξη δηλώνει: Με διάθεση να μην το στρέψης πίσω στον εαυτόν σου. Και είναι φανερό ότι από αυτή την έννοια μπορεί ν” ακολουθήση είτε εκείνη της γεναιοδωρίας, όταν ένας άνθρωπος δίνει χωρίς να αφήνη τον εαυτόν να καταληφθή από ατομιστικούς υπολογισμούς, ή εκείνη της απλότητας, όταν αυτός δίνει χωρίς το αριστερό του χέρι να γνωρίζει τι κάνει το δεξί του, δηλαδή, χωρίς καμμία ματαιοδοξία και χωρίς κανέναν αέρα υψηλοφροσύνης. Τούτη η δεύτερη έννοια φαίνεται προτιμώτερη εδώ, διότι η προεξέχουσα ιδέα σ” όλο αυτό το χωρίο είναι εκείνη του «σωφρονείν» (του αυτοπεριορισμού, της αυτοκυβέρνησης).
«Ο προϊστάμενος». Στο Τίτο Γ8 βρίσκομε την έκφραση, «προϊστασθαι καλών έργων». Είναι κυρίως τα έργα φιλανθρωπίας που πρέπει να ξεκινήσουν και να συντηρηθούν. Η ειδωλολατρική κοινωνία δεν είχε ούτε νοσοκομεία, ούτε ορφανοτροφεία, ούτε άσυλα, σαν αυτά των ημερών μας. Η Εκκλησία, ωθουμένη από το ένστικτο της χριστιανικής φιλανθρωπίας, ήταν αυτή που εισήγαγε όλους αυτούς τους θεσμούς στον κόσμο. Στην συνέχεια προέκυψε η ανάγκη οργάνωσης, επάνδρωσης, διοίκησης όλων αυτών των ιδρυμάτων. Ο Απόστολος αναφέρεται εδώ στην υπηρεσία της διοίκησης, και συνιστά να γίνεται με ζήλον. Αυτός που την έχει να την πάρη υπεύθυνα επάνω του.
«Ο ελεών»: Είναι ο πιστός που αισθάνεται την κλήση να αφιερωθή στην επίσκεψη αρρώστων, και γενικά ανθρώπων που υποφέρουν από διάφορα προβλήματα. Υπάρχει ένα χάρισμα συμπάθειας που χρειάζεται ειδικά γι” αυτό το είδος του έργου, και το οποίον είναι το κλειδί ν” ανοίξη την καρδιά αυτού που υποφέρει.
Η φράση «εν ιλαρότητι», δηλώνει τον χαρούμενον ζήλον, την φιλική χάρη, την καταδεκτικότητα, που κάνει τον επισκέπτη, άνδρα ή γυναίκα, μια ηλιαχτίδα που φωτίζει το δωμάτιο της αρρώστειας και την καρδιά του πονεμένου.
Στην προηγουμένη απαρίθμηση, οι συστάσεις του Αποστόλου είχαν κατά νουν ειδικά την ταπείνωση, για κείνους που έχουν να ασκήσουν ένα χάρισμα. Αλλά στους τελευταίους όρους η σκέψη του πηγαίνει στην αρετή της αγάπης. Είναι το θέαμα αυτής της χριστιανικής αρετής, σε πλήρη δραση μέσα στην Εκκλησία και στον κόσμο, που τώρα γεμίζει το μυαλό του, και που το παρουσιάζει στην ακόλουθη περιγραφή, εδάφια 9-21. Πρώτα, αυτοσυγκράτηση, αυτοκυριαρχία, αυτό ήταν που μόλις εισηγήθηκε. Μετά αυτοπροσφορά, αυτό είναι που προχωρά να εκθέση.
Εδάφια 9-21
Τα χαρίσματα είναι διάφορα, καθώς είδαμε. Αλλά υπάρχει ένα χάρισμα που είναι στην ρίζα όλων των υπολοίπων, και το οποίον θα έπρεπε να είναι κοινό σ” όλους τους πιστούς. Αυτό είναι η αγάπη. Η Εκκλησία, που κερδήθηκε δια πίστεως στην θεία αγάπη, ζει δια της αγάπης. Όλοι που πιστεύουν, αγαπάνε. Όταν αυτή η αγάπη είναι ειλικρινής, παράγει σε κάθε πιστό μια αυθόρμητη διακονία, που εκτελείται σ” όλη του την ζωή μέσω της πολυποίκιλης δραστηριότητας της αγάπης. Αυτή η ευεργετική δραστηριότητα ασκείται, πρώτα, προς στα φιλικά στοιχεία που ο πιστός βρίσκει γύρω του, εδάφια 9-16. Μετά, προς τα εχθρικά στοιχεία που συμβαίνει να συναντήση, είτε μέσα στην ίδια την Εκκλησία, είτε έξω απ” αυτήν, εδάφια 17-21.
Εδάφια 9-16
«Η αγάπη ανυπόκριτος. Αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ, τη φιλαδελφία εις αλλήλους φιλόστοργοι, τη τιμή αλλήλους προηγούμενοι.»
«Η αγάπη να είναι ειλικρινής. Μισείτε το κακόν και προσκολλάσθε εις το καλόν. Ως προς την αδελφικήν αγάπην, να είσθε γεμάτοι στοργήν ο ένας προς τον άλλον. Ως προς την αμοιβαίαν εκτίμησιν, ο ένας να ξεπερνά τον άλλον.»
«Ανυπόκριτος»: Χωρίς μάσκα. Η καρδιά θα πρέπει να αισθάνεται πράγματι όλο το μέτρο της αγάπης για το οποίον δίνει μαρτυρία. Υπάρχει επίσης εδώ κάτι από το «σωφρονείν» (το αυτοκυβερνάσθαι), την βασική ιδέα του προηγουμένου χωρίου, σε αντίθεση του «υπερφρονείν».
Το «αποστυγούντες το πονηρόν, κολλώμενοι τω αγαθώ» εδώ δεν είναι μια κοινότυπη συμβουλή, αλλά ένας προσδιορισμός που χαρακτηρίζει την «ανυπόκριτη αγάπη». Ο Παύλος εννοεί ότι η αγάπη δεν είναι καθαρή, παρά όταν είναι ο δεδηλωμένος εχθρός του κακού, ακόμα και στο πρόσωπο εκείνων τους οποίους αγαπάμε, και όταν εφαρμόζει όλη την ενεργητικότητα της να εργασθή για την πρόοδο τους στο καλό. Στερημένη απ” αυτή την ηθική ακεραιότητα, η οποία είναι το πνεύμα της αγιότητας, η αγάπη δεν είναι παρά μια μορφή ατομισμού.
«Τη φιλαδελφία», «τη τιμή». Ο τρόπος που τις παρουσιάζει δείχνουν αυτές τις δύο αρετές σαν ήδη παρούσες στην καρδιά του πιστού, αλλά που θα πρέπει να εκδηλωθούν και στην πρακτική του ζωή.
«Φιλόστοργοι»: Χρησιμοποιόντας ο Απόστολος αυτόν τον όρο, επιθυμεί να δώση στην αγάπη των μελών της Εκκλησίας μεταξύ τους τον στοργικό χαρακτήρα ενός οικογενειακού συναισθήματος, την στοργή πατέρα προς παιδί, αδελφού προς αδελφή.
«Τιμή»: Είναι το αίσθημα σεβασμού που ο κάθε πιστός αισθάνεται για τον αδελφόν του, σαν έναν λυτρωμένον του Χριστού, και παιδί του Θεού σαν αυτόν τον ίδιον.
«Προηγούμαι»: Τίθεμαι εμπρός για να οδηγήσω. Μπορεί να δοθή και η έννοια, «οδηγώ άλλους πριν από μένα», δηλαδή, «τους κάνω να περάσουν σε κάθε περίπτωση πριν από μένα».
«Τη σπουδή μη οκνηροί, τω πνεύματι ζέοντες, τω Κυρίω δουλεύοντες».
«Να μην είσθε οκνηροί ως προς τον ζήλον, να είσθε κατά το πνεύμα θερμοί, να υπηρετήτε τον Κύριον».
Η λέξη «πνεύμα» εδώ αναφέρεται στο πνευματικό στοιχείο μέσα στον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά καθώς τούτο διεισδύεται και διεγείρεται από το Άγιο Πνεύμα. Τούτα τα λόγια προτρέπουν τον πιστό να σπεύδη, με την καρδιά του γεμάτη φλόγα, οπουδήποτε υπάρχει κάποιο καλό που πρέπει να γίνη.
«Τω Κυρίω δουλεύοντες»: «Ενώ ασχολείσθε με τους ανθρώπους, κάνετε το πάντα με τον Κύριο και το έργο Του κατά νουν.» Υπάρχει όμως και μια άλλη γραφή που λέγει, «τω καιρώ δουλεύοντες», δηλαδή, «προσαρμοσθείτε σαν θα βρήτε την ευκαιρία», «ανταποκριθείτε στην ανάγκη που θα φέρη η στιγμή». Τούτη η τελευταία γραφή μοιάζει να είναι και η πιο αυθεντική. Ο κατά Θεόν ζήλος, περιορίζεται να ξεχωρίζη την θεόσταλτη ευκαιρία, και να προσαρμόζη την δραστηριότητα μας σ” αυτήν.
«Τη ελπίδι χαίροντες, τη θλίψει υπομένοντες, τη προσευχή προσκαρτερούντες.»
«Να χαίρετε για την ελπίδα σας, να έχετε υπομονήν εις την θλίψιν, να επιμένετε εις την προσευχήν».
Και τι πρέπει να κάνωμε για να κρατήσωμε στην καρδιά το χαρούμενο ξεχείλισμα της ελπίδας, και εκείνη την σταθερότητα της υπομονής που αντέχει; «Τη προσευχή προσκαρτερούντες», λέγει ο Απόστολος.
Σε μια παράφραση, τούτο το εδάφιο μπορούμε να το αποδώσωμε ως εξής: «Όσο έχομε να ελπίζωμε, ας είμαστε χαρούμενοι. Όσο έχομε αιτία να πονάμε, ας υπομένωμε. Όσο η πόρτα της προσευχής μας είναι ανοικτή, ας συνεχίζωμε να την χρησιμοποιούμε.»
Ο Παύλος μέχρι εδώ κατέβηκε από την χριστιανική αγάπη και τις εξωτερικές της εκδηλώσεις στα βάθη της εσωτερικής ζωής. Τώρα επιστρέφει στις πρακτικές εκδηλώσεις αυτού του αισθήματος, και δείχνει τις ευλογίες της ενεργητικής αγάπης που εκτείνεται σε τρεις κατηγορίες προσώπων: Τους αδελφούς, τους ξένους, τους εχθρούς.
«Ταις χρείαις των αγίων κοινωνούντες, την φιλοξενίαν διώκοντες. Ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε.»
«Να συμμετέχετε εις τας ανάγκας των αγίων, την φιλοξενίαν να επιδιώκετε. Ευλογείτε εκείνους που σας διώκουν, ευλογείτε και μη καταράσθε.»
Ο όρος «διώκειν» δείχνει ότι δεν πρέπει να περιορισθούμε να προσφέρωμε την φιλοξενία όταν μας την ζητάνε, αλλά και να ζητάμε ευκαιρίες να την ασκήσωμε.
«Ευλογείτε τους διώκοντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε.» Η πράξη για την οποία μας καλεί εδώ ο Απόστολος απαιτεί μια δυναμική προσπάθεια της θέλησης. Ο διωκόμενος θα πρέπει να λέγη «όχι» στο φυσικό αίσθημα που υψώνεται στην καρδιά του. Ο Απόστολος προφανώς υπαινίσσεται τα λόγια του Κυρίου στην Επί του Όρους Ομιλία, Ματθαίος Ε44, Λουκάς ΣΤ28.
«Χαίρειν μετά χαιρόντων και κλαίειν μετά κλαιόντων. Το αυτό εις αλλήλους φρονούντες. Μη τα υψηλά φρονούντες, αλλά τοις ταπεινοίς συναπαγόμενοι. Μη γίνεσθε φρόνιμοι παρ” εαυτοίς.»
«Να χαίρετε με εκείνους που χαίρουν και να κλαίτε με εκείνους που κλαίουν. Μεταξύ σας να έχετε το αυτό φρόνημα. Να μη είσθε υψηλόφρονες, αλλά να συναναστρέφεσθε τους ταπεινούς. Μη θεωρήτε τους εαυτούς σας σοφούς.»
«Το αυτό εις αλλήλους φρονούντες»: Στοχεύοντες στο ίδιο αντικείμενο ο ένας για τον άλλον όπως και για τον εαυτόν σας, δηλαδή, έχοντας ο καθένας την ίδια φροντίδα για την υγεία των αδελφών του, την σωματική και πνευματική, όπως και για την δική του, σύγκρινε Φιλ. Β4.
Τούτη η φράση ερμηνεύεται συνήθως σαν μια προτροπή για καλά αισθήματα μεταξύ των μελών της Εκκλησίας. Αλλά σ” αυτή την περίπτωση θα απαιτείτο το «εν αλλήλοις» και όχι το «εις αλλήλους», χώρια που η οδηγία που ακολουθεί δεν θα είχε πλέον καμμία φυσική σύνδεση μ” αυτή.
Καθώς τώρα αυτή η κοινή ανιδιοτελής επιδίωξη συνδέει φυσιολογικά τον εαυτόν της με την συμπάθεια, εδάφιο 15, έτσι θα πρέπει να συνοδεύεται και με το αίσθημα της ισότητας, που συνιστάται στο επόμενο εδάφιο.
Συχνά στις συναθροίσεις των πιστών δημιουργείται μια τάση αριστοκρατική, δηλαδή, ο καθένας ν” αγωνίζεται μέσω της χριστιανικής αδελφότητας να ενωθή μ” εκείνους οι οποίοι, λόγω των χαρισμάτων τους ή της περιουσίας τους, κατέχουν μια υψηλότερη θέση. Απ” αυτό σχηματίζονται μικρές ομάδες, εμπνεόμενες από ένα πνεύμα υπερηφανείας, και έχοντας σαν αποτέλεσμα μια παγερή υπεροψία. Ο Απόστολος γνωρίζει αυτές τις μικρότητες, και επιθυμεί να τις εμποδίση. Συνιστά στα μέλη της Εκκλησίας να προσκολληθούν σε όλους το ίδιο, και αν θελήσουν μια προτίμηση, να την δείχνουν πιο πολύ στους ταπεινούς. Ο όρος «υψηλά» δηλώνει λοιπόν διακρίσεις, υψηλές σχέσεις, εκκλησιαστικές τιμές.
Και από που προέρχονται αυτές οι μικρές ομάδες, εάν όχι από το αλαζονικό αίσθημα που ο κάθε ένας έχει για την δική του σοφία («Μη θεωρείτε τους εαυτούς σας σοφούς»). Είναι αυτό το αίσθημα που σε οδηγεί να ζητάς επαφή ειδικά μ” εκείνους που σε κολακεύουν, ή με τους οποίους η σχέση σου φέρει τιμή.
Αυτή η οδηγία έχει ληφθεί από τις Παροιμίες Γ 7.
Ήδη, στο εδάφιο 14, ο Απόστολος είχε κάνει μια επίσκεψη στην περιοχή των σχέσεων προς τα εχθρικά στοιχεία που ο πιστός συναντά γύρω του. Επιστρέφει σ” αυτό το θέμα να το εξετάση πιο αναλυτικά. Εδώ είναι το ύψιστο σημείο των αποκαλύψεων της αγάπης. Ο Παύλος έχει υπ” όψιν του εδώ, όχι μόνον την εχθρότητα του κόσμου που δεν πιστεύει. Γνώριζε πολύ καλά από πείρας, ότι μέσα στην ίδια την Εκκλησία κάποιος μπορεί να συναντήση κακίες, αδικίες, ζήλειες, μίση. Στα ακόλουθα εδάφια μας περιγράφει την νίκη της αγάπης πάνω στα κακά αισθήματα και πρακτικές, από όποιο μέρος και αν προέρχονται, χριστιανικό ή μη χριστιανικό. Και πρώτα, εδάφια 17-19, στην παθητική μορφή της επιείκειας. Μετά, εδάφια 20,21, στην ενεργητική μορφή της μεγαλόψυχης ευεργεσίας.
«Μηδενί κακόν αντί κακού αποδιδόντες. Προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων. Ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες. Μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή. Γέγραπται γαρ, «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος.»
«Σε κανένα να μη αποδίδετε κακόν αντί κακού. Φροντίζετε να κάνετε ό,τι είναι καλόν ενώπιον όλων των ανθρώπων. Εάν είναι δυνατόν, όσον εξαρτάται από σας, να έχετε ειρήνην με όλους τους ανθρώπους. Μη εκδικήσθε οι ίδιοι, αγαπητοί, αλλά δώσατε τόπον εις την οργήν του Θεού, διότι είναι γραμμένον: «Σ” εμένα ανήκει η εκδίκησις, εγώ θα ανταποδώσω, λέγει ο Κύριος».
«Προνοούμενοι καλά ενώπιον πάντων ανθρώπων»: Ο Παύλος θα ήθελε η μέριμνα του πιστού για το καλό να είναι τόσο φανερή στην συμπεριφορά του, ακόμη και προς τους αντιθέτους του και τους εχθρούς του, ώστε κανένας να μην είναι σε θέση να υποπτευθή σ” αυτόν καμμία διεργασία του νου που εμπνέεται από μια αντίθετη διάθεση.
«Ει δυνατόν, το εξ υμών μετά πάντων ανθρώπων ειρηνεύοντες».
«Το εξ υμών»: Αναφέρεται στην δική μας συμπεριφορά, διότι εμείς μπορούμε ν” ασκήσωμε πειθαρχία πάνω μας. Εάν δεν εξαρτάται από εμάς να φέρωμε τον πλησίον μας σε ειρηνικές διαθέσεις απέναντι μας, εξαρτάται από εμάς να είμαστε πάντα διατεθειμένοι να κάνωμε ειρήνη.
«Μη εαυτούς εκδικούντες, αγαπητοί, αλλά δότε τόπον τη οργή. Γέγραπται γαρ, «Εμοί εκδίκησις, εγώ ανταποδώσω, λέγει Κύριος.»
«Δότε τόπον τη οργή»: Είναι το να μην εκδικηθούν οι ίδιοι, δίδοντας έτσι ελεύθερη πρόσβαση στην δικαιοσύνη που ο Θεός ο Ίδιος θ” ασκήση, όταν και όπως το θεωρήσει σωστό. Το να ζητάμε να προλάβωμε την δικαιοσύνη Του, είναι το να της φράζωμε τον δρόμο. Σύγκρινε τι λέγεται για τον Ίδιον τον Ιησού, Α” Πέτρου Β23.
Η αναφορά απ” την Παλαιά Διαθήκη είναι παρμένη από το Δευτερονόμιο ΛΒ35 κατά τους Ο”.
Αλλά η αυτοσυγκράτηση μόνο θα ήταν μισή νίκη. Δεν είναι αρκετό να μην σταματήσωμε το κακό με το κακό. Η αγάπη θα πρέπει να φθάση να θέλη να μετασχηματίση το κακό σε καλό.
«Εάν ουν πεινά ο εχθρός σου, ψώμιζε αυτόν, εάν διψά, πότιζε αυτόν. Τούτο γαρ ποιών άνθρακας πυρός σωρεύσεις επί την κεφαλήν αυτού. Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν.»
«Αλλ” εάν πεινά ο εχθρός σου, δώσε του ψωμί, εάν διψά, πότιζε τον. Κάνοντας αυτό, θα συσσωρεύσης αναμμένα κάρβουνα στο κεφάλι του. Να μη νικάσαι από το κακόν, αλλά να νικάς το κακόν δια του καλού.»
Τα λόγια του εδαφίου είναι παρμένα από το Παροιμίες ΚΕ21,22.
Τούτα τα λόγια θα μπορούσαμε να τα παραφράσωμε κάπως έτσι, για εκείνους που επιμένουν να τρέφουν στην καρδιά τους ένα αίσθημα εκδίκησης: «Θα ήθελες να εκδικηθής μόνος σου; Κάνε το. Αλλά να ο τρόπος κατά τον οποίον ο Θεός σου επιτρέπει να το κάνης: Συσσώρευε ευεργεσίες επάνω στον εχθρό σου. Με αυτές θα του προκαλέσης τον ευεργετικό πόνο της ντροπής και της λύπης για όλο το κακό που σου έχει κάνει. Και έτσι θ” ανάψης στην καρδιά του την φωτιά της ευγνωμοσύνης αντί για εκείνη του μίσους».
Η εικόνα με τ” αναμμένα κάρβουνα είναι κάτι συνηθισμένο στις εκφράσεις των Αράβων και Εβραίων, και δηλώνει τον βίαιο πόνο.
«Μη νικώ υπό του κακού, αλλά νίκα εν τω αγαθώ το κακόν.»
Καθώς έχομε δει, ο Παύλος, μετά που υπέδειξε στον χριστιανό την αφιέρωση του σώματος του στην υπηρεσία του Θεού, τον τοποθετεί προοδευτικά στις δύο περιοχές στις οποίες αυτός καλείται να πραγματοποιήση την θυσία του εαυτού του, σε κείνη της εκκλησιαστικής ζωής, και σε κείνη της πολιτικής.
Μέχρι εδώ έχει υποδείξει στον χριστιανό, πρώτα, τον περιορισμό του εαυτού του με την ταπείνωση. Μετά, το δόσιμο του εαυτού του με την αγάπη. Στα επόμενα εδάφια ακολουθεί την ίδια σειρά. Στα εδάφια 1-7, διδάσκει το καθήκον της υποταγής, δια του οποίου ο πιστός κυβερνά και περιορίζει τον εαυτόν του σε σχέση προς την πολιτεία. Μετά, στα εδάφια 8-10, εισέρχεται στην περιοχή των ιδιωτικών σχέσεων, και δείχνει έναν χριστιανό ο οποίος δίδει τον εαυτόν του σε όλους, καθώς ασκεί την δικαιοσύνη.
Στα εδάφια 1-7 ο Απόστολος δείχνει το χριστιανικό καθήκον αναφορικά με την πολιτεία (1α), και εξηγεί την βάση του (1β). Δείχνει την νομική του επικύρωση (εδ. 2), και την δικαιολογεί (εδ. 3 και 4). Στο εδάφιο 5 εξάγει την γενική συνέπεια απ” αυτές τις βασικές αρχές. Τέλος, εδάφια 6 και 7, κάνει εφαρμογή στις λεπτομέρειες της κοινωνικής ζωής.
«Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού. Αι δε ούσαι εξουσίαι υπό του Θεού τεταγμέναι εισίν.»
«Ας υποτάσσεται ο καθένας εις τας ανωτέρας εξουσίας, διότι δεν υπάρχει εξουσία παρά από τον Θεόν, και αι εξουσίαι που υπάρχουν έχουν ταχθή από τον Θεόν.» /p>
«Εξουσίαις υπερεχούσαις»: Είναι όλες οι εξουσίες τις πολιτείας, κάθε βαθμού. Δηλώνονται σαν «υπερέχουσες» διότι είναι πάνω από τον απλό πολίτη, σύγκρινε το εδάφιο 7.
Το δεύτερο μέρος του εδαφίου δικαιολογεί το καθήκον της υποταγής. Υπάρχουν δύο λόγοι γι” αυτή την υποταγή: Ο πρώτος είναι η θεία προέλευση της πολιτείας σαν θεσμός. Ο δεύτερος, ότι είναι το θέλημα του Θεού που κανονίζει την ύψωση των ατόμων στα αξιώματα σε κάθε δεδομένη στιγμή.
«Ου γαρ εστιν εξουσία ει μη υπό Θεού»: Τούτο είναι μια γενική αρχή. Η ύπαρξη της πολιτείας είναι σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού, που δημιούργησε τον άνθρωπο κοινωνικό ον. Έτσι καλούμεθα, στην ύπαρξη μιας εξουσίας, ν” αναγνωρίσωμε την πραγματοποίηση μιας θείας σκέψης.
Στην δεύτερη πρόταση ο Απόστολος πηγαίνει πάρα πέρα («δε»). Δηλώνει ότι σε κάθε εποχή, τα πρόσωπα που εγκαθίστανται στο αξίωμα, καταλαμβάνουν αυτή την «υπερέχουσα» θέση μόνον δυνάμει του θείου θελήματος. Αυτό βέβαια εάν θεωρήσωμε σαν «εξουσίες», τα πρόσωπα που τις ασκούν (και σ” αυτό οδηγούμεθα, γιατί διαφορετικά τούτη η πρόταση, μετά την προηγουμένη, θα ήταν ένας περιττός πλεονασμός).
Αλλά εάν δεν είναι μόνο η Πολιτεία που είναι από τον Θεό, αλλά και τα άτομα που κατέχουν την εξουσία σε μια δεδομένη στιγμή, εάν και αυτά τα τοποθετεί το θέλημα Του, τι πρέπει να κάνωμε σε περίοδο επανάστασης, όταν μια καινούργια εξουσία αντικαθιστά με βίαια μέτρα μια άλλη;
Αυτή η ερώτηση, που ο Απόστολος δεν την θέτει, μπορεί να απαντηθή ως εξής, αν λάβωμε υπ” όψιν τις αρχές που θέτει: Ο χριστιανός θα υποταχθή στην καινούργια εξουσία, ευθύς ως η αντίσταση της παλαιάς θα έχη σταματήσει. Στην κατάσταση των πραγμάτων, όπως έχει διαμορφωθεί, θ” αναγνωρίση την αποκάλυψη του θελήματος του Θεού, και δεν θα λάβη κανένα μέρος σε καμμία επαναστατική συνωμοσία.
Αλλά θα πρέπει ο χριστιανός να υποστηρίξη την εξουσία της πολιτείας ακόμα και στα άδικα μέτρα της; Όχι, δεν υπάρχει τίποτα να δείχνη ότι η υποταγή που συνιστά ο Παύλος περιλαμβάνει μια τέτοια ενεργητική συνεργασία. Μπορεί τούτη η υποταγή να δείξη τον εαυτόν της στην μορφή της παθητικής αντίστασης, που κατά κανέναν τρόπο δεν εξαιρεί την διαμαρτυρία με λόγο, ακόμα και την άρνηση υπακοής, με την προϋπόθεση ότι σ” αυτή την τελευταία, εκεί αποδεχόμαστε με ηρεμία την ποινή που συνεπάγεται, σύγκρινε την συμπεριφορά των Αποστόλων και την απάντηση του Πέτρου, Πράξεις Ε29, 40-42. Αυτή η υπάκοη αλλά ταυτόχρονα σταθερή συμπεριφορά είναι ένας σεβασμός στο απαραβίαστο της εξουσίας. Και η εμπειρία αποδεικνύει ότι είναι κατ” αυτόν τον τρόπο που όλες οι τυραννίες έχουν συντριβεί ηθικά, και έχει συντελεσθεί όλη η αληθινή πρόοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας.
«Ώστε ο αντιτασσόμενος τη εξουσία τη του Θεού διαταγή ανθέστηκεν. Οι δε ανθεστηκότες εαυτοίς κρίμα λήψονται».
«Ώστε εκείνος που αντιτάσσεται εις την εξουσίαν, αντιτάσσεται εις την διαταγήν του Θεού και εκείνοι που αντιστάθηκαν, θα κατακριθούν».
Η λέξη «κρίμα» (χωρίς άρθρο) σίγουρα δεν αναφέρεται στην αιώνια απώλεια. Αλλά ούτε και μόνον στην ποινή που θα επιβληθή από την εξουσία, εκείνη που προσεβλήθη. Το σίγουρο, σύμφωνα με την σκέψη του Αποστόλου, είναι ότι ο Θεός θα βάλη το χέρι Του να εκδικηθή τον θεσμό Του που έχει προσβληθεί, είτε το κάνει κατ” ευθείαν, είτε μέσω κάποιου οργάνου από τους ανθρώπους. Τα λόγια τούτα του Παύλου μας θυμίζουν αντίστοιχα λόγια του Κυρίου, Ματθαίος ΚΣΤ 52: «Όλοι όσοι κρατούν μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνουν». Γενικά, ο Λόγος του Θεού έχει την εξής οδηγία να δώση στον πιστό όσον αφορά την σχέση του με την πολιτεία: Υποταγή, και όταν είναι αναγκαίο, υπομονή.
«Οι γαρ άρχοντες ουκ εισί φόβος των αγαθών έργων, αλλά των κακών. Θέλεις δε μη φοβείσθαι την εξουσίαν; Το αγαθόν ποίει, και έξεις έπαινον εξ αυτής. Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν. Εάν δε το κακόν ποιής, φοβού. Ου γαρ εική την μάχαιραν φορεί. Θεού γαρ διάκονος εστιν, έκδικος εις οργήν τω το κακόν πράσσοντι.»
«Διότι οι άρχοντες δεν είναι φόβος δια τα καλά έργα, αλλά δια τα κακά. Θέλεις να μη φοβάσαι την εξουσίαν; Κάνε το καλόν και θα επαινεθής, διότι η εξουσία είναι όργανο του Θεού, δια το καλόν σου, εάν όμως κάνης το κακόν, τότε να φοβάσαι, διότι δεν φέρει μαχαίρι χωρίς λόγον, αλλά διότι είναι όργανον του Θεού, εκδικητής της οργής του εναντίον εκείνου που κάνει το κακόν.»/p>
Τα «αγαθά έργα» δεν είναι μόνον η υποταγή, όπως και τα «κακά» δεν είναι μόνον η ανυπακοή. Με τον πρώτο όρο, ο Παύλος εννοεί την άσκηση της δικαιοσύνης, και με τον δεύτερο εκείνη της αδικίας, γενικά, στην όλη κοινωνική ζωή. Η πολιτεία καλείται να ενθαρρύνη την άσκηση του καλού, και να αναχαιτίση το κακό στην περιοχή που της έχει ανατεθεί. Αυτή η περιοχή δεν είναι εκείνη των εσωτερικών αισθημάτων, είναι εκείνη των εξωτερικών πράξεων, του «έργου» ή «έργων» όπως ο Απόστολος αναφέρει.
Μπορεί μερικές φορές να συμβή, ο ενάρετος άνθρωπος να καταδικασθή από τους νόμους, ή να γίνη στόχος της αδικίας των δικαστών. Αλλά παραμένει αληθές ότι σ” αυτή την περίπτωση το καλό δεν τιμωρείται σαν καλό. Ένας άδικος νόμος ή μια τυραννική εξουσία κάνει το καλό να εμφανίζεται εσφαλμένα σαν κακό, αλλά το αποτέλεσμα αυτού του παθήματος, που υποφέρεται άδικα, θα είναι σίγουρα η αναμόρφωση αυτού του νόμου, και η πτώση μιας τέτοιας εξουσίας. Ποτέ καμμία εξουσία δεν έχει θέσει σαν αρχή την τιμωρία του καλού και την αμοιβή του κακού, διότι εάν το κάνη, τούτο θα γίνη η καταστροφή της.
Ο «έπαινος» για τον οποίον μιλά ο Απόστολος, συνίσταται στην εκτίμηση που ο έντιμος άνθρωπος γενικά απολαμβάνει από τις αρχές, καθώς επίσης και στις τιμητικές λειτουργίες που καλείται ν” αναλάβη.
«Θεού γαρ διάκονος εστί σοι εις το αγαθόν»: Οι αρχές της πολιτείας είναι μια θεία υπηρεσία, που θεσπίσθηκαν για το καλό του κάθε πολίτη («σοι»), και, παρ” όλο που μπορεί να σφάλουν στην άσκηση του καθήκοντος τους, δεν μπορούμε ν” αρνηθούμε ότι σαν βασική αρχή είναι επιφορτισμένες να εξασφαλίσουν την δικαιοσύνη.
Την δύναμη της πολιτείας δεν την φοβάται παρά εκείνος που κάνει το κακό.
Η «μάχαιρα» ήταν ένα μεγάλο μαχαίρι με κεκαμμένη λάμα. Ο Παύλος αναφέρεται σε κείνη την «μάχαιρα» που φορούσαν στο πλάϊ τους οι ανώτεροι δικαστές στις Ρωμαϊκές επαρχίες, στους οποίους ανήκε το δικαίωμα της θανατικής καταδίκης.
Θα πρέπει να πούμε ότι είναι τελείως ακατάλληλο να εφαρμόσωμε εδώ την ιδέα της χάρης του Ευαγγελίου. Αλλά, κατά την στιγμή ακριβώς που η Πολιτεία εκτελεί πάνω στον εγκληματία το έργο της δικαιοσύνης στο οποίον έχει κληθεί, η Εκκλησία μπορεί, χωρίς τούτο να είναι καθόλου αντίθετο, να φέρη προς τον ίδιο άνθρωπο το έργο του ελέους, υπηρεσία που της έχει ανατεθεί από τον Θεό. Έτσι, ο Παύλος, παραδίδει «προς καταστροφή της σάρκας» (Α” Κορινθίους Ε4,5), τον άνθρωπο του οποίου εργάζεται την σωτηρία για την ημέρα του Χριστού. Και ο Πέτρος μας λέγει για ανθρώπους που χάθηκαν όταν «κρίθηκαν σύμφωνα με την σάρκα», αλλά προς τους οποίους κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο, ώστε να ζουν «εν πνεύματι προς τον Θεόν». Η εμπειρία αποδεικνύει ακόμη ότι, η ελαχίστη τιμωρία από τον νόμο, γίνεται πολύ συχνά το μέσον που ανοίγει στην καρδιά του αμαρτωλού πόρτα για την θεία χάρη.
Η ποινή ειδικά του θανάτου ήταν το πρώτο καθήκον που ανετέθη στην πολιτεία κατά τον χρόνο που την θεμελίωσε ο Θεός, Γένεση Θ6: «Εκείνος που θα χύση αίμα ανθρώπου, υπό ανθρώπου θα χυθή το αίμα του. Διότι ο Θεός έκανε τον άνθρωπο κατά την εικόνα του». Είναι ο βαθύς σεβασμός της ανθρωπίνης ζωής, που σε ορισμένες περιπτώσεις απαιτεί την θυσία της ανθρωπίνης ζωής. Η ερώτηση εδώ δεν είναι για μια απλή κοινωνική σκοπιμότητα, αλλά εκείνη του να κρατήση στην ανθρωπίνη συνείδηση το πρόσωπο του ανθρώπου στο επίπεδο της αξίας που ο Θεός ο Ίδιος του έχει δώσει.
«Έκδικος εις οργήν»: Του έχει ανατεθεί το αξίωμα του εκδικητή, για να ικανοποιήση τις απαιτήσεις της οργής του Θεού, της μόνης οργής που είναι τέλεια άγια.
«Διο ανάγκη υποτάσσεσθαι ου μόνον δια την οργήν, αλλά και δια την συνείδησιν.»
«Δια τούτο είναι ανάγκη να υποτάσσεσθε όχι μόνον ένεκα της οργής αλλά και δια λόγους συνειδήσεως.»
Είναι φανερό ότι ο Απόστολος έχει μια πιο ευγενική ιδέα για την Πολιτεία, από εκείνες που κάνουν αυτόν τον θεσμό να βασίζεται μόνον σε ωφελιμιστικές βάσεις. Σαν θεμέλιο της θέτει μια θεία αρχή, και βλέπει σ” αυτή έναν κατ” ουσίαν ηθικό θεσμό. Αυτή η διδασκαλία είναι αναγκαία καθώς ο χριστιανός είναι καθημερινά μάρτυρας της διαφθοράς που βασιλεύει στις δημόσιες αρχές, και μπορεί να οδηγηθή σε αποδοκιμασία, όχι μόνον των καταχρήσεων που κάνουν, αλλά και του ιδίου του θεσμού τους.
Αλλά θα πρέπει να επισημανθεί ότι, θεωρόντας την συνείδηση σαν το έδαφος της υπακοής, ο Απόστολος θέτει έμμεσα το όριο αυτής της υπακοής. Εφόσον η πολιτεία κυβερνά στο όνομα του Θεού, όταν διατάσσει κάτι αντίθετο από τον νόμο του Θεού, δεν υπάρχει τίποτα άλλο να γίνη, από του να διαμαρτυρηθείς για να την κάνης να αισθανθή την αντίθεση μεταξύ της συμπεριφοράς της και της αποστολής της (ιδέ πιο πάνω το παράδειγμα των Αποστόλων). Και αυτό θα το κάνεις, συνεχίζοντας ν” αποδίδεις υποταγή στην θεία αρχή της πολιτείας, δια του σεβασμού με τον οποίον η εν λόγω διαμαρτυρία θα εκφρασθεί, και δια της ηρεμίας με την οποία θα γίνει δεκτή η ποινή που τυχόν θα επιβληθή.
Στα δύο εδάφια που ακολουθούν, ο Απόστολος βεβαιώνει, μ” ένα ειδικό γεγονός της δημόσιας ζωής, την παγκόσμια αποδοχή της ιδέας της πολιτείας, που μόλις έχει αναφερθεί (εδάφιο 6), και περνά από την αρχή, στις πρακτικές της εφαρμογές (εδάφιο 7).
«Δια τούτο γαρ και φόρους τελείτε. Λειτουργοί γαρ Θεού εισίν εις αυτό τούτο προσκαρτερούντες. Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν.»
«Αυτός είναι ο λόγος που πληρώνετε τους φόρους, διότι αι αρχαί είναι υπηρέται του Θεού, αφοσιωμένοι εις αυτό ακριβώς το έργον. Αποδώσατε λοιπόν εις όλους ό,τι τους οφείλεται. Φόρον εις εκείνον που οφείλεται φόρος, δασμόν εις εκείνον που οφείλεται δασμός, σεβασμός εις εκείνον που οφείλεται σεβασμός, τιμή εις εκείνον που οφείλεται τιμή.»
«Λειτουργός»: Είναι από το λαός + έργο. «Λειτουργός του Θεού»: Είναι ένα δημόσιο αξίωμα που έχει ανατεθεί από τον Θεό, σαν τους Ιερείς και τους Λευίτες στην θεοκρατία. Αυτοί οι αξιωματούχοι μεταξύ των Ισραηλιτών υποστηριζόταν από το δέκατο. Η ίδια αρχή είναι που εξηγεί τον φόρο που πληρώνεται από τους πολίτες στην Πολιτεία, διότι, όπως είπαμε, η Πολιτεία επιτελεί έργο του Θεού.
«Λειτουργοί εις αυτό τούτο»: Λειτουργοί για αυτό ακριβώς το πράγμα, δηλαδή, να κάνουν να βασιλεύη η δικαιοσύνη, ελέγχοντας το κακό και αμείβοντας το καλό.
Το «προσκαρτερούντες» (προσέχοντας εκεί συνεχώς), φαίνεται με την πρώτη ματιά περιττό, αλλά έχει σαν σκοπό να διευκρινίση ακόμα περισσότερο την πληρωμή του φόρου. Οι υπεύθυνοι των αρχών, αφιερώνοντας όλον τους τον χρόνο στην διατήρηση της δημόσιας τάξης και στο καλό των πολιτών, δεν μπορούν οι ίδιοι να προμηθεύσουν τις ανάγκες τους, και θα πρέπει να συντηρούνται με τα έξοδα του κράτους.
«Απόδοτε ουν πάσι τας οφειλάς, τω τον φόρον τον φόρον, τω το τέλος το τέλος, τω τον φόβον τον φόβον, τω την τιμήν την τιμήν.»
Ο συγγραφέας της επιστολής προς Διόγνητον, περιγράφοντας στον δεύτερο αιώνα την συμπεριφορά των χριστιανών κατά την διάρκεια διωγμών, την χαρακτηρίζει με τις εξής λέξεις: «Υβρίζονται και τιμώσι».
Πάνω σ” αυτό το εδάφιο ιδέ και Α” Πέτρου Β13-17.
Στην συνέχεια, απ” το καθήκον της υποταγής στην Πολιτεία, ο Παύλος περνά σε κείνο της δικαιοσύνης στις ιδιωτικές σχέσεις.
«Μηδενί μηδέν οφείλετε ει μη το αγαπάν αλλήλους. Ο γαρ αγαπών τον έτερον νόμον πεπλήρωκε».
«Σε κανένα να μη χρωστάτε τίποτε, παρά το να αγαπάτε αλλήλους. Εκείνος που αγαπά τον άλλον έχει εκπληρώσει τον νόμον.»
Ο πιστός δεν θα πρέπει να κρατήση κανένα άλλο χρέος στην ζωή του, από εκείνο που κάποιος δεν μπορεί ποτέ να ξεπληρώση, το χρέος που ανανεώνεται και ακόμα μεγαλώνει, αναλογικά καθώς ξεπληρώνεται: Εκείνο της αγάπης. Πράγματι, ο στόχος της αγάπης είναι άπειρος. Όσο πιο ενεργητική είναι η αγάπη, τόσο βλέπει τον στόχο της να πλαταίνη, διότι, καθώς είναι εφευρετική, πάντα ανακαλύπτει καινούργια αντικείμενα για την δραστηριότητα της. Ο πιστός φέρει λοιπόν αυτό το χρέος μαζί του σ” όλη του την ζωή (κεφάλαιο ΙΒ). Άλλο χρέος δεν μπορεί να φέρη επάνω του.
Αγαπόντας τώρα έτσι, βρίσκει ότι, σ” αυτή ακριβώς την πράξη, έχει εκπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις που ανήκουν στην περιοχή της δικαιοσύνης, και τις οποίες θα μπορούσε ο νόμος να του τις είχε επιθέσει. Η αγάπη μέσα στον νόμο δεν είναι μια εντολή σαν τις άλλες. Η αγάπη είναι από μόνη της η ουσία του νόμου.
Ο παρακείμενος «πεπλήρωκεν» δηλώνει ότι σ” αυτή την μία πράξη αγάπης, περιέχεται κατ” ουσίαν η εκπλήρωση όλων των υποχρεώσεων που ορίζονται από τον νόμο, διότι κανείς δεν κλέβει, δεν σκοτώνει, δεν αδικεί, δεν προσβάλλει εκείνον που αγαπά. Αυτή είναι η σκέψη που αναπτύσσεται στα δύο επόμενα εδάφια.
«Το γαρ «ου μοιχεύσεις», «ου φονεύσεις», «ου κλέψεις», «ουκ επιθυμήσεις», και ει τις ετέρα εντολή, εν τούτω τω λόγω ανακεφαλαιούται, εν τω, «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Η αγάπη τω πλησίον κακόν ουκ εργάζεται. Πλήρωμα ουν νόμου η αγάπη.»
«Διότι το «μη μοιχεύσεις», «μη φονεύσης», «μη κλέψης», «μη επιθυμήσης» και οποιαδήποτε άλλη εντολή συγκεφαλαιώνονται εις τα λόγια αυτά: «Να αγαπήση τον πλησίον σου όπως τον εαυτόν σου». Η αγάπη δεν προξενεί κακόν εις τον πλησίον, επομένως η αγάπη είναι εκπλήρωσις του νόμου.»
Πριν προχωρήσουμε στην συνέχεια μας να πούμε δυό λόγια για την φύση της Πολιτείας, καθώς παρουσιάζεται στο Ρωμαίους ΙΓ.
Η θέση του Αποστόλου πάνω σ” αυτό το σπουδαίο θέμα είναι στην μέση μεταξύ δύο αντιθέτων λανθασμένων θέσεων, και των δύο εξ ίσου επικινδύνων: Εκείνης που αντιπαραθέτει την Πολιτεία στην Εκκλησία, και εκείνης που τις ταυτίζει.
Η πρώτη άποψη είναι αυτή που εκφράζεται στο περίφημα αξίωμα: «Η Πολιτεία είναι ασεβής, άθρησκη». Κάποιος είπε, «Η Πολιτεία είναι η σάρκα», αντιπαραθέτοντας την έτσι με την Εκκλησία, η οποία θα ήταν τότε η ενσάρκωση του Πνεύματος. Αυτή η γνώμη είναι εσφαλμένη, διότι η Πολιτεία αντιπροσωπεύει τον φυσικό άνθρωπο, και ο φυσικός άνθρωπος δεν είναι ούτε «άθρησκος», ούτε απλή «σάρκα». Υπάρχει μέσα του ένα ηθικό στοιχείο, ο νόμος, που είναι γραμμένος στην καρδιά (κεφάλαια Β14 και 15), και επί πλέον ένα θρησκευτικό στοιχείο, η φυσική αποκάλυψη του Θεού στην ανθρώπινη ψυχή (Α19-21). Και αυτά τα δύο στοιχεία, που είναι ανώτερα από την σάρκα, θα έπρεπε να εισέλθουν στην κοινωνία των φυσικών ανθρώπων οργανωμένων σαν πολιτεία. Αυτό είναι που ο Παύλος έχει δείξει, και που, σύμφωνα μ” αυτόν, δίνει έναν ηθικό και ακόμα θρησκευτικό χαρακτήρα στον θεσμό της Πολιτείας, καθώς μόλις είδαμε στην εξήγηση αυτού του χωρίου.
Αλλά από το άλλο μέρος, θα πρέπει να προσέχωμε να μην συγχέωμε αυτόν τον θρησκευτικό χαρακτήρα της Πολιτείας με τον χριστιανικό χαρακτήρα. Ο πιο καλός διαχωρισμός μεταξύ της χριστιανικής σφαίρας και της πολιτικής είναι αυτός που ο Παύλος κάνει σ” αυτά τα δύο κεφάλαια, ΙΒ και ΙΓ. Η μία ανήκει στην ψυχική τάξη, εξ αυτού το «πάσα ψυχή», ΙΓ1. Η άλλη είναι πνευματική, και υποθέτει πίστη (ΙΒ1-6). Η μία έχει την δικαιοσύνη σαν την βασική αρχή της υποχρέωσης, η άλλη την αγάπη. Στην μία ανήκουν μέσα εξαναγκασμού, διότι έχομε το δικαίωμα ν” απαιτήσωμε από κάθε άνθρωπο να εκπληρώση τα καθήκοντα της δικαιοσύνης. Η άλλη είναι η βασιλεία της ελευθερίας, διότι η αγάπη είναι ουσιαστικά αυθόρμητη, ελεύθερη, και δεν μπορεί να αξιωθή επιτακτικά από κανέναν.
Υπάρχει λοιπόν μια βαθειά διάκριση μεταξύ της Πολιτείας και της Εκκλησίας, σύμφωνα με την διδασκαλία του Παύλου, αλλά όχι αντίθεση, αντιπαράθεση, όπως κάτι τέτοιο δεν υπάρχει μεταξύ του νόμου και της χάρης, ή μεταξύ της δικαιοσύνης και της αγάπης. Καθώς ο νόμος στρώνει τον δρόμο για την χάρη, και καθώς η ενσυνείδητη άσκηση της δικαιοσύνης προετοιμάζει την ψυχή για την άσκηση της αγάπης, έτσι και η Πολιτεία, αναχαιτίζοντας το έγκλημα, διατηρεί την δημόσια τάξη, και δι” αυτής εκείνη την κατάσταση στην οποία η Εκκλησία μπορεί να προωθήση ήρεμα το έργο της, εκείνο του μετασχηματισμού των πολιτών της γης σε πολίτες της Βασιλείας των Ουρανών. Υπάρχει έτσι μια αμοιβαία υπηρεσία που οι δύο θεσμοί προσφέρουν ο ένας στον άλλον.
Αλλά πρέπει να προσέχωμε να μη πάμε παραπέρα. Η Εκκλησία δεν έχει τίποτα περισσότερο να ζητήση από την Πολιτεία από την ελευθερία της, δηλαδή, το κοινό δικαίωμα. Έτσι δηλώνει ο ίδιος ο Παύλος , Α” Τιμόθεο Β1 και 2. Και από την πλευρά της η Πολιτεία, δεν πρέπει να παντρεύεται τα ενδιαφέροντα της Εκκλησίας, ούτε επομένως να επιθέτη πάνω σ” αυτή την κοινωνία ανθρώπων, στον σχηματισμό της οποίας δεν έχει συνεισφέρει, κανένα πιστεύω ή κανόνα. Μια και η ουσία και ο προορισμός αυτών των δύο κοινωνιών είναι διαφορετικός, η διοίκηση τους πρέπει να παραμένη χωριστή.
Ο Παύλος μέχρι εδώ έχει τελειώσει την ανάπτυξη του για τα καθήκοντα του χριστιανού σαν μέλους της πολιτικής κοινωνίας. Παραμένει γι” αυτόν τώρα να στρέψη την σκέψη των αναγνωστών του σε κείνο, που μπορεί να στηρίξη τον ζήλο τους και την επιμονή τους στην εκτέλεση όλων αυτών των θρησκευτικών και κοινωνικών υποχρεώσεων.
Η Προσμονή του Ερχομού του Χριστού Κίνητρο για τον Χριστιανικό Αγιασμό. ΙΓ11-14.
Αυτό το χωρίο είναι το αντίστοιχο εκείνου με το οποίο ο Απόστολος είχε αρχίσει την ηθική του διδασκαλία, ΙΒ1 και 2. Εκεί είχε εκθέσει τούτη την αρχή: Μια ζωντανή αφιέρωση του σώματος στον Θεό, κάτω από την οδηγία ενός νου ανανεωμένου δια πίστεως στους οικτιρμούς του Θεού. Αυτή είναι η δύναμη που θα ωθεί και θα στηρίζει τον πιστό στο διπλό του, πνευματικό και πολιτικό περπάτημα.
Αλλά για να είναι αυτή η πορεία και σταθερή και συνεχής, εκεί, στην δύναμη που ωθεί τον πιστό, θα πρέπει να προστεθή μια ελκυστική δύναμη που ασκείται στην καρδιά του από έναν στόχο, μια ελπίδα συνεχώς παρούσα σ” αυτόν δια πίστεως. Αυτή την ένδοξη προσμονή είναι που ο Απόστολος μας θυμίζει στο ακόλουθο χωρίο. Το χωρίο, ΙΒ1,2 ήταν το θεμέλιο. Αυτό εδώ, ΙΓ11-14, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του οικοδομήματος του χριστιανικού αγιασμού.
«Και τούτο, ειδότες τον καιρόν, ότι ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι. Νυν γαρ εγγύτερον ημών η σωτηρία ή ότε επιστεύσαμεν. Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός.»
«Αυτά να κάνετε, τοσούτω μάλλον καθ” όσον γνωρίζετε σε τι καιρόν ζούμε: ότι είναι πλέον ώρα να ξυπνήσετε από τον ύπνον, διότι τώρα είναι πλησιέστερα σ” εμάς η σωτηρία παρά τότε που επιστέψαμε. Η νύχτα επροχώρησε. Η ημέρα επλησίασε. Ας πετάξουμε λοιπόν τα έργα του σκότους και ας οπλισθούμε με τα όπλα του φωτός.»
Η πιστότητα για την πραγματοποίηση μιας τέτοιας ζωής βασίζεται στην γνώση που οι χριστιανοί έχουν για την παρούσα κατάσταση του κόσμου και την σοβαρότητα της: «Η παρούσα ώρα είναι σοβαρή. Ο χρόνος είναι σύντομος. Σύντομα δεν θα μπορούμε να εργασθούμε πλέον στο έργο του αγιασμού μας. Δεν πρέπει να χαθή ούτε στιγμή».
Στην φράση, «ώρα ημάς ήδη εξ ύπνου εγερθήναι», ο Απόστολος συγκρίνει την θέση του χριστιανού μ” εκείνη ενός ανθρώπου που έχει αρχίσει να ξυπνά απ” τον ύπνο στον οποίον ήταν βυθισμένος, και ο οποίος, με μια ενεργητική πράξη, ζητά να αποτινάξη τα τελευταία υπολείμματα της υπνηλίας. Ο «ύπνος» είναι το σύμβολο της κατάστασης του ανθρώπου που έχει λησμονήσει τον Θεό και έχει αποξενωθεί απ” Αυτόν, αναπαυόμενος σε μια σαρκική ασφάλεια μέσα στον κόσμο. Το «ξύπνημα» είναι η πράξη δια της οποίας ο άνθρωπος φθάνει στην ζωντανή πεποίθηση της υπευθυνότητας του, παραδίδεται στην παρόρμηση της προσευχής που τον σύρει προς τον Θεό, και έρχεται σε κοινωνία μαζί Του, για να επιτύχη, μέσω του Χριστού, την συγνώμη των αμαρτιών του και την Θεία βοήθεια.
Όσον τώρα αφορά το ξύπνημα, οι αναγνώστες του Παύλου το είχαν ήδη δοκιμάσει. Αλλά οι περισσότεροι που είχαν «ξυπνήσει» στην Εκκλησία, είχαν ακόμα ανάγκη ξυπνήματος. Και αυτός είναι ο λόγος που τους θυμίζει ότι, το βασικό στην παρούσα κατάσταση είναι το να ξυπνήσουν πλήρως.
Η ανάγκη του πλήρους ξυπνήματος προκύπτει από την ταχύτητα με την οποία η «ημέρα» προς την οποία βαδίζομε πλησιάζει. Τούτη η «ημέρα» είναι η αποφασιστική στιγμή του ερχομού του Χριστού, την οποία ο Παύλος την συγκρίνει (εδάφιο 12) με την ανατολή του ηλίου. Εδώ την ονομάζει «σωτηρία», διότι αυτή θα είναι η ώρα της πλήρους απολύτρωσης για τους πιστούς, σύγκρινε Ε10, Η23-25, Ι 10.
Η πορεία των γεγονότων προς αυτόν τον στόχο, ή αυτού του στόχου προς εμάς, είναι τόσο γρήγορη, λέγει ο Απόστολος, ώστε το διάστημα που μας χωρίζει απ” αυτόν έχει ήδη μειωθεί αισθητά, από τότε που αυτός και οι αναγνώστες του ήλθαν στην πίστη.
Για ν” αντιληφθούμε αυτά τα λόγια, που παραξενεύουν κάπως, όταν σκεφθούμε τους αιώνες που ακολούθησαν μετά που αυτά γράφηκαν, θα πρέπει να θυμηθούμε:
1ον. Ο Κύριος έχει πει ότι η επιστροφή Του θα λάβη χώρα, όταν όλα τα Έθνη της γης θα έχουν ακούσει το Ευαγγέλιο Του.
2ον. Ο Απόστολος, κυττάζοντας πίσω στην δική του πορεία, και βλέποντας τον όλο σχεδόν γνωστό κόσμο να ευαγγελίζεται από τις προσπάθειες του (Κολ. Α6), μπορεί να λέγει, χωρίς να υπερβάλλει, ότι η ιστορία της Βασιλείας του Θεού έχει κάνει ένα βήμα εμπρός κατά την διάρκεια της διακονίας του.
Αυτά τα λόγια βέβαια υποθέτουν ότι ο Απόστολος δεν είχε ιδέα των αιώνων που θα περνούσαν πριν τον ερχομό του Χριστού. Η αποκάλυψη του Κυρίου τον είχε διδάξει ότι θα επέστρεφε, αλλά όχι και το πότε θα επέστρεφε. Και όταν ζητιόταν να καθορισθή αυτός ο χρόνος, ο ίδιος αντετίθετο σ” αυτή την προσπάθεια (Α” Θεσσ. Ε1,2, Β” Θεσσ. Β1 και συνέχεια).
Μερικές φορές εκφράζεται σαν ένας πιθανός μάρτυρας αυτού του γεγονότος (Α” Θεσσ. Δ17, Α” Κορ. ΙΕ52). Μερικές φορές σαν να μη πρόκειται να λάβη ο ίδιος μέρος σ” αυτό, Α” Κορ. ΣΤ14 («ημάς», το σωστό κείμενο), Β” Τιμ. Δ18. Και δεν είναι έτσι που εμείς πρέπει να ζούμε συνεχώς, περιμένοντας χωρίς διακοπή; Δεν είναι αυτή η στάση η πλέον ευνοϊκή για την πρόοδο στον αγιασμό; Δεν αξιώνει ο Κύριος από τους δικούς Του αυτή την στάση όταν λέγη, Λουκάς ΙΒ36: «Να είσθε σαν τους δούλους εκείνους που περιμένουν τον κύριο τους απ” τους γάμους, ώστε όταν έλθη και κτυπήση την πόρτα να του ανοίξουν αμέσως.»;
Και εάν δεν είναι Αυτός που θα έλθη σε μας με την Παρουσία, δεν είναι εμείς που θα πάμε σ” Αυτόν με τον θάνατο μας; Δεν είναι ο θάνατος για τον καθέναν ότι είναι η Παρουσία για την Εκκλησία – η συνάντηση με τον Κύριο; Το διάστημα λοιπόν μεταξύ του χρόνου, όταν οι αναγνώστες της επιστολής είχαν έλθει στην πίστη, και εκείνου που θα λάβει χώρα αυτή η συνάντηση, ατομική ή ομαδική, είχε αισθητά μειωθεί απ” την ημέρα της μεταστροφής τους.
«Η νυξ προέκοψεν, η δε ημέρα ήγγικεν. Αποθώμεθα ουν τα έργα του σκότους και ενδυσώμεθα τα όπλα του φωτός.»
«Τα έργα του σκότους»: Το κάθε τι που δεν τολμά να το κάνη κάποιος την ημέρα, στο φως (εδάφιο 13).
«Τα όπλα του φωτός»: Ο Παύλος μπορεί ν” αναφέρεται στον θώρακα, την περικεφαλαία και τα σανδάλια του Ρωμαίου στρατιώτη, όπλα που μπορούν να θεωρηθούν ρούχα που φοριούνται το πρωί σε αντικατάσταση των ρούχων της νύκτας. Αλλά η όλη περιγραφή εδώ δεν φαίνεται να έχη εφαρμογή σε ημέρα μάχης. Μάλλον δείχνει ότι η εν λόγω ημέρα είναι μια ημέρα ειρηνικής εργασίας. Και γι” αυτό, το πιθανώτερο είναι ότι το «όπλα» έχουν εφαρμογή εδώ στα ρούχα του εργάτη ο οποίος, από νωρίς το πρωί, είναι σε ετοιμότητα για την ώρα, όταν ο κύριος του του αναθέσει το έργο του. Αυτές οι εικόνες βρίσκουν την εφαρμογή τους στα εδάφια 13 και 14. Τα έργα της νύκτας, στο εδάφιο 13. Τα όπλα του φωτός, στο εδάφιο 14.
«Ως εν ημέρα ευσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις και μέθαις, μη κοίταις και ασελγείαις, μη έριδι και ζήλω. Αλλ” ενδύσασθε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας».
«Ας είναι η συμπεριφορά μας σεμνή, όπως όταν είναι ημέρα, όχι συμπόσια και μεθύσια, όχι ακολασίες και ασέλγειες, όχι έριδες και ζηλοτυπίες, αλλ” ενδυθήτε τον Κύριον Ιησούν Χριστόν και μη φροντίζετε δια την σάρκα δια να ικανοποιήσετε τας επιθυμίας της.»
Αυτό το καθαρό ένδυμα του πιστού (η αγιότητα του Χριστού την οποία οικειοποιείται), θα πρέπει να κρατηθή μακρυά από κάθε κηλίδα.
Αλλά ο Απόστολος εδώ διακρίνει μια πολύ κοινή αδυναμία, η οποία δεν πολυαυτοκαταδικάζεται. Ενάντια σ” αυτήν αισθάνεται την ανάγκη να επιστήση την προσοχή των αναγνωστών του. Είναι μια τρυφηλότητα, μια φιληδονία, η οποία δεν έχει τον χονδροειδή χαρακτήρα των έργων του σκότους, και η οποία μπορεί ακόμα να προσλάβη μια νόμιμη μορφή: «Της σαρκός πρόνοιαν μη ποιείσθε εις επιθυμίας».
Το σώμα, όντας ένας υπηρέτης, δεν θα πρέπει να φροντίζεται; Ο Απόστολος δεν το αρνείται. Αλλά το να λάβης φροντίδα για το σώμα, και το να είσαι απορροφημένος με το πως θα το ικανοποιήσεις, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Η έκφραση «πρόνοιαν ποιείσθαι», δείχνει καθαρά μια σκέψη που στοχεύει, με μια ορισμένη ένταση, προς την σαρκική απόλαυση.
Η έννοια της αμαρτίας δεν φαίνεται να περιέχεται στην λέξη «σάρκα», η οποία εδώ δηλώνει απλά την φύση μας, έτσι όπως είναι συγκροτημένη με τις επιθυμίες και τα συναισθήματα της. Θα πρέπει μάλλον να ευρεθή στον όρο «πρόνοιαν ποιείσθαι».
Ο Παύλος δεν απαγορεύει στον πιστό να δεχθή μια ευχαρίστηση που έρχεται από μόνη της. Ιδέ π.χ. το Πράξεις ΚΖ3, όπου αναφέρεται ότι ο Ιούλιος ο εκαντόταρχος επέτρεπε στον Παύλο να μεταβαίνη στους φίλους του για να τον φροντίζουν. Αλλά το να δεχθής με ευχαρίστηση την ικανοποίηση που ο Θεός σου δίνει, είναι ένα πράγμα τελείως διαφορετικό, από του να πηγαίνης εις αναζήτηση της ευχαρίστησης. Σ” αυτή την δεύτερη περίπτωση υπάρχει μια αδυναμία, ή, για να το πούμε πιο καλά, μια κηλίδα που μολύνει το ρούχο των γάμων πολλών χριστιανών.
«Εις επιθυμίας». Μπορούμε να το πάρωμε κατά δύο τρόπους: α) «Μην απορροφείσθε στο να ικανοποιείτε επιθυμίες», ή, β) «Μην απορροφείσθε με την ικανοποίηση της σάρκας, πράγμα που θα ξεσηκώση επιθυμίες μέσα σας».
Τελειώνοντας και τούτο το τμήμα της επιστολής, ν” αναφέρωμε την κεντρική ιδέα των τεσσάρων μερών του: Η πίστη στους οικτιρμούς του Θεού σαν η βάση της χριστιανικής ζωής (ΙΒ1,2). Η πραγματοποίηση αυτής της ζωής στις δύο σφαίρες, θρησκευτική και πολιτική, κάτω από τον υπέρτατο νόμο της αγάπης (ΙΒ3-21 και ΙΓ1-10). Τέλος, το μάτι της ελπίδας συνεχώς προσηλωμένο στον ερχομό του Χριστού, σαν η πηγή της προόδου στον αγιασμό (ΙΓ11-14). Αυτά τα τέσσερα μέρη, που μπορεί να μειωθούν σε τρία, μας φέρουν στην συνήθη τριάδα του Παύλου: Πίστη, αγάπη και ελπίδα (Α” Θεσσ. Α3, Α” Κορ. ΙΓ13, κ.λ.π.).
Ποιό να ήταν το θέμα της διαφοράς απόψεων στην οποία αναφέρεται η ακόλουθη οδηγία; Το εδάφιο 2 αποδεικνύει ότι ένας ορισμένος αριθμός χριστιανών στην Ρώμη ενόμιζαν ότι θα έπρεπε να απέχουν από την χρήση κρεάτων και κρασιού. Και είναι πιθανόν, εδάφια 5 και 6, ότι οι ίδιοι άνθρωποι ένωναν σ” αυτή την αποχή, την επιμελή τήρηση ορισμένων ημερών, που τους φαινόταν πιο άγιες από τις άλλες. Αυτή η ομάδα δεν φαίνεται να ήταν μεγάλη, ή με επιροή. Και ο Παύλος, μακρυά από του να τους μεταχειρίζεται καθώς μεταχειρίστηκε εκείνους που διεστρέβλωναν το Ευαγγέλιο στην Γαλατία, στην Κόρινθο, ή στις Κολοσσαίς, φαίνεται μάλλον να έκλινε να τους πάρη κάτω από την προστασία του, απέναντι των υπολοίπων στην Εκκλησία.
Το ερώτημα είναι, από που προήλθαν τέτοιες ιδέες. Θα πρέπει εδώ να πάμε πίσω, πιο πίσω και από τον νόμο. Σύμφωνα με την διήγηση της Γένεσης, το κρέας των ζώων αρχικά δεν επιτρεπόταν στον άνθρωπο (Γένεση Α29). Δεν ήταν παρά μετά τον κατακλυσμό που του επετράπη (Θ3). Η εφεύρεση του κρασιού χρονολογείται επίσης απ” αυτή την τελευταία εποχή, και η κατάχρηση αυτού του ποτού άρχισε με την ανακάλυψη του. Και είναι εύκολο ν” αντιληφθούμε πως τέτοια βιβλικά προηγούμενα έχουν απασχολήσει τους σοβαρούς αναγνώστες της Παλαιάς Διαθήκης, και τους οδήγησαν στην αποχή για την οποία μιλά το κείμενο μας. Σ” αυτή την συμπεριφορά καμμία χριστιανική αρχή δεν ερχόταν σε σοβαρό συμβιβασμό. Ήταν απλά μια προσπάθεια επιστροφής στο αρχικό σύστημα, και η οποία εύκολα παρουσιαζόταν σαν η πιο φυσιολογική. Και έτσι εξηγείται γιατί ο Απόστολος ούτε που αγγίζει την ρίζα της ερώτησης, και καταπιάνεται μόνο με την πλευρά η οποία ενδιαφέρει, την διατήρηση της αρμονίας μεταξύ των μελών της Εκκλησίας.
Θα πρέπει να ήταν μάλλον στα γεύματα της αγάπης, που ξέσπασε αυτή η διαφορά, και έδωσε αφορμή για ορισμένες οδυνηρές σκηνές, για τις οποίες ο Παύλος επιθυμούσε να έλθη ένα τέλος.
Από μερικούς έχει νομισθεί ότι ο Απόστολος, στο πρώτο μέρος αυτού του κεφαλαίου, εδάφια 1-12, απευθύνεται στους αδυνάτους, έχοντας κατά νου να ελέγξη την άδικη κρίση τους πάνω στους δυνατούς, και ότι στο δεύτερο, εδάφια 13-23, απευθύνεται στους δυνατούς, για να τους καλέση στην άσκηση της επιείκειας προς τους αδυνάτους. Αυτή η άποψη δεν φαίνεται ακριβής, τουλάχιστον ως προς το πρώτο μέρος. Μάλλον ο Παύλος αρχίζει απευθυνόμενος και στους δύο σ” αυτό το μέρος, για να τους δείξη το καθήκον της αμοιβαίας ανοχής. Στην συνέχεια στρέφεται ιδιαίτερα προς τους δυνατούς, στο δεύτερο μέρος, για να τους θυμίση την διακριτική στάση που η αγάπη αξιώνει απ” αυτούς προς τους αδυνάτους.
Εδάφια 1-12
«Τον δε ασθενούντα τη πίστει προσλαμβάνεσθε, μη εις διακρίσεις διαλογισμών. Ος μεν πιστεύει φαγείν πάντα, ο δε ασθενών λάχανα εσθίει.»
«Εκείνον που είναι ασθενής κατά την πίστιν, να τον δέχεσθε, αλλ” όχι δια συζητήσεις γνωμών. Ο ένας πιστεύει ότι επιτρέπεται να φάγη από όλα, αλλ” ο ασθενής τρώγει λάχανα.»
«Προσλαμβάνεσθε»: Να τον δέχεσθε με τρυφερότητα, σύγκρινε ΙΕ7.
«Μη εις διακρίσεις διαλογισμών»: Αλλά καθώς τους δέχεσθε να μην μπαίνετε σε διαμάχες, που στο τέλος δεν θα τελειώσουν παρά σε μάταιους διαλογισμούς.
«Πιστεύει φαγείν πάντα»: Έχει πίστη αρκετά σταθερή ώστε να είναι σε θέση να τρώγη το κάθε τι χωρίς ενδοιασμό.
«Ο δε εσθίων τον μη εσθίοντα μη εξουθενείτω, και ο μη εσθίων τον εσθίοντα μη κρινέτω. Ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβατο.»
«Εκείνος που τρώγει, ας μη περιφρονή εκείνον που δεν τρώγει, και εκείνος που δεν τρώγει, ας μη κρίνη εκείνον που τρώγει, διότι ο Θεός τον έχει δεχθή.»
Το ρήμα «εξουθενείτω» εφαρμόζεται σ” αυτόν που αισθάνεται τον εαυτόν του δυνατό, και θεωρεί με περιφρόνηση την δειλή συμπεριφορά του αδυνάτου.
Το ρήμα «κρίνη» ταιριάζει σ” αυτόν τον τελευταίο, ο οποίος, μη καταλαβαίνοντας την ελευθερία του δυνατού, προχωρά και την θεωρεί κατάχρηση.
«Ο Θεός γαρ αυτόν προσελάβετο»: Ένα πρόσωπο το οποίον ο Θεός έχει πάρει κοντά Του, που το έχει κάνει δικό Του, δεν θα πρέπει να κρίνεται με ελαφρότητα από τον αδελφό του, σαν να ήταν ένα πρόσωπο ξένο προς τον Κύριο. Αυτό είναι εκείνο που αναπτύσσεται στο επόμενο εδάφιο.
«Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον οικέτην; Τω ιδίω κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται δε. Δυνατός γαρ εστιν ο Θεός στήσαι αυτόν.»
«Ποιός είσαι εσύ που κρίνεις ξένον υπηρέτην; Το αν θα σταθή ή θα πέση αφορά τον δικόν του κύριον, θα σταθή όμως, διότι ο Θεός έχει την δύναμιν να τον κάνη να σταθή».
Οι όροι «στήκει», «πίπτει» αναφέρονται όχι στην αθώωση ή την καταδίκη του πιστού κατά την κρίση, αλλά στην καθημερινή του πιστότητα ή ολιγοπιστία, και στο δυνάμωμα ή αδυνάτισμα της εσωτερικής του σχέσης προς τον Χριστό. Εκείνο που αποδεικνύει αυτή την άποψη είναι το έδαφος για εμπιστοσύνη που δείχνεται στις λέξεις: «Ναι, θα σταθή. Διότι ο Θεός είναι δυνατός να τον στήση.» Δεν υπάρχει ανάγκη για «στήσιμο» την ημέρα της κρίσης. Βεβαίως, θεωρείται δεδομένη η ειλικρίνεια του δούλου στην γραμμή συμπεριφοράς που έχει υιοθετήσει, έστω και αν σφάλλη σ” ένα συγκεκριμένο σημείο. Ο Παύλος βεβαιώνει ότι ο Κύριος είναι σε θέση να τον κρατήση σε κοινωνία με τον εαυτόν Του.
«Ος μεν κρίνει ημέραν παρ” ημέραν, ος δε κρίνει πάσαν ημέραν. Έκαστος εν τω ιδίω νοϊ πληροφορείσθω. Ο φρονών την ημέραν Κυρίω φρονεί, και ο μη φρονών την ημέραν Κυρίω ου φρονεί. Και ο εσθίων Κυρίω εσθίει. Ευχαριστεί γαρ τω Θεώ. Και ο μη εσθίων Κυρίω ουκ εσθίει, και ευχαριστεί τω Θεώ.»
«Ο ένας θεωρεί μίαν ημέραν καλύτερη από την άλλην, ενώ για άλλον κάθε ημέρα είναι το ίδιο. Ο καθένας ας σχηματίση δικήν του πεποίθησιν. Εκείνος που κάνει διάκρισιν ως προς την ημέραν, το κάνει δια τον Κύριον, και εκείνος που δεν κάνει διάκρισιν, το κάνει πάλιν δια τον Κύριον. Και εκείνος που τρώγει δια τον Κύριον τρώγει, διότι ευχαριστεί τον Θεόν, και εκείνος που δεν τρώγει, δια τον Κύριον δεν τρώγει και ευχαριστεί τον Θεόν».
«Κρίνει ημέραν παρ” ημέραν»: Ξεχωρίζει ημέρες ότι αξίζουν πιο πολύ ν” αγιασθούν.
Μεταξύ αυτών των δύο τρόπων ενεργείας, ο Απόστολος δεν αποφασίζει. Εκείνο που ζητά από τον καθένα είναι η πρακτική του να υπακούη μια προσωπική και ελεύθερη πεποίθηση. Η έκφραση «εν τω ιδίω νοϊ» περιέχει την ιδέα μιας σοβαρής εξέτασης, και ο όρος «πληροφορείσθαι», δηλώνει μια κατάσταση πεποίθησης, που δεν αφήνει τον παραμικρό χώρο για κανέναν δισταγμό.
«Ο φρονών την ημέραν Κυρίω φρονεί, και ο μη φρονών την ημέραν Κυρίω ου φρονεί. Και ο εσθίων Κυρίω εσθίει. Ευχαριστεί γαρ τω Θεώ. Και ο μη εσθίων Κυρίω ουκ εσθίει, και ευχαριστεί τω Θεώ.»
Απ” αυτά τα λόγια του Αποστόλου μερικοί έχουν φθάσει στο συμπέρασμα ότι, η υποχρέωση του να κρατάμε την Κυριακή, σαν μια μέρα θεσπισμένη απ” τον Θεό, δεν συμβιβάζεται με την χριστιανική πνευματικότητα, όπως την αντιλαμβανόταν ο Παύλος. Το κείμενο όμως δεν μας επιτρέπει να εξάγουμε ένα τέτοιο συμπέρασμα. Ο πιστός που κρατά την Κυριακή, δεν το κάνει ούτε κατ” ελάχιστον κάτω από την σκέψη του ν” αποδώση σ” αυτή την ημέρα μια μεγαλύτερη αγιότητα από εκείνη των άλλων ημερών. Κατ” αυτόν, σύμφωνα με την σκέψη του Παύλου, όλες οι ημέρες είναι ίσες σε άγια αφιέρωση. Καθώς η ανάπαυση δεν είναι αγιώτερη από την εργασία, έτσι και η Κυριακή δεν είναι αγιώτερη από τις άλλες ημέρες. Είναι μια άλλη μορφή αφιέρωσης, η περιοδική επανάληψη της οποίας, σαν τις εναλλαγές του ύπνου και της εγρήγορσης, καθίσταται αναγκαία από τις συνθήκες της φυσικο-ψυχικής μας ύπαρξης. Ο χριστιανός δεν παύει να είναι άνθρωπος με το που έγινε ένας πνευματικός άνθρωπος. Και καθώς μια μέρα ανάπαυσης στις επτά θεσπίσθηκε από τον Θεό, κατά την Δημιουργία, για λογαριασμό της φυσικής ανθρωπότητας, δεν μπορείς να πεις ότι ο πιστός δεν χρειάζεται αυτή την περιοδική ανάπαυση, ακριβώς όπως και ο μη αναγεννημένος άνθρωπος.
«Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο», και τόσο όσο ο χριστιανός διατηρεί την γηίνη του φύση, αυτά τα λόγια ισχύουν και γι” αυτόν, και δεν θα έπρεπε να στραφούν προς ζημίαν του, αλλά προς όφελος της πνευματικής του ζωής. Η τήρηση της Κυριακής, αντιληπτής κατ” αυτόν τον τρόπο, δεν έχει τίποτα κοινό με την τήρηση του Σαββάτου, που διαιρεί την ζωή σε δύο μέρη, το ένα άγιο, και το άλλο κοσμικό. Είναι αυτή η νομική διάκριση που ο Παύλος εξαιρεί στο εδάφιο μας 5 και στο Κολοσσαείς Β.
Στο θέμα τώρα των φαγητών: Σαν μια απόδειξη ότι αυτός που τρώγει (το κάθε τι), τρώγει για τον Κύριο, ο Απόστολος προβάλλει («γαρ») το γεγονός ότι ευχαριστεί γι” αυτά τα φαγητά. Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνονται αυτές οι ευχαριστίες είναι ο Θεός σαν ο Δημιουργός της φύσης.
Αυτά τα τόσο αξιοσημείωτα λόγια μας προμηθεύουν την απάντηση σε όλες εκείνες τις ερωτήσεις περιπτωσιολογίας, που τόσο συχνά προκύπτουν στην χριστιανική ζωή, και προκαλούν τόση αμηχανία στον πιστό: «Μου επιτρέπεται αυτή ή άλλη ευχαρίστηση;». Η απάντηση είναι, «Ναί, εάν μπορώ να την απολαύσω για τον Κύριο, και ενώ Τον ευχαριστώ γι” αυτή». Ή, «Όχι εάν δεν μπορώ να την λάβω σαν δώρο από το χέρι Του, και να Τον ευλογήσω γι” αυτήν». Αυτός ο τρόπος αντιμετώπισης της ερώτησης, σαν τούτη προκύψει, σέβεται, ταυτόχρονα, τα δικαιώματα του Κυρίου, και εκείνα της ατομικής μας ελευθερίας.
Η αντίθεση μεταξύ αυτών των δύο τρόπων ενεργείας, συμμετέχοντας και απέχοντας, τους οποίους θα πρέπει να προσέχωμε να μην τους μεταστρέφωμε σε μια αντίθεση πιστότητας και απιστίας, δεν είναι παρά η ειδική εφαρμογή μιας πιο γενικής αντίθεσης που διεισδύει το όλον της ανθρωπίνης ζωής: Εκείνης μεταξύ του να ζης και του να είσαι νεκρός. Ο Παύλος, πάντα κάτω από την ανάγκη του να αγκαλιάζει τις ερωτήσεις σ” όλο τους το πλάτος, επεκτείνει, στα ακόλουθα εδάφια, εκείνη με την οποία μόλις ασχολήθηκε, στην όλη περιοχή της ζωής και του θανάτου.
«Ουδείς γαρ ημών εαυτώ ζη και ουδείς εαυτώ αποθνήσκει. Εάν τε γαρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν. Εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν. Εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν.»
«Διότι κανείς από μας δεν ζη δια τον εαυτόν του και κανείς δεν πεθαίνει δια τον εαυτόν του, διότι εάν ζούμε, ζούμε δια τον Κύριον, και εάν πεθαίνωμε, πεθαίνομε δια τον Κύριον. Είτε λοιπόν ζούμε είτε πεθαίνομε ανήκομε εις τον Κύριον.»
«Εάν τε γαρ ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν. Εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν. Εάν τε ουν ζώμεν εάν τε αποθνήσκωμεν, του Κυρίου εσμέν.»
Η στερεότητα του δεσμού ιδιοκτησίας που ενώνει τον πιστό με τον Κύριο, βασίζεται, απ” την μεριά του πιστού, στο υποκειμενικό γεγονός της πίστης, απ” την μεριά δε του Κυρίου, σ” ένα αντικειμενικό γεγονός που τίποτα δεν μπορεί να το μετακινήση: Την κυριαρχία του δοξασμένου Χριστού, δυνάμει της οποίας Αυτός κυβερνά παντοτεινά την ζωή και τον θάνατο (εδάφιο 9).
«Εις τούτο γαρ Χριστός και απέθανε και ανέστη και έζησεν ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύση».
«Προς τον σκοπόν αυτόν ο Χριστός και επέθανε και αναστήθηκε και έζησε: δια να γίνη Κύριος και νεκρών και ζώντων.»
Για να καταλάβωμε σωστά αυτά τα λόγια, θα πρέπει να μελετήσωμε το Εφεσίους Δ10, όπου ο Απόστολος, μετά που δείχνει προς τον Χριστό «κατελθόντα στα κατώτερα μέρη (στην κατοικία των νεκρών)», μετά «ανελθόντα στους υψίστους ουρανούς», προσθέτει: «Ωστε να γεμίση τα πάντα». Πράγμα που σημαίνει ότι, περνόντας από όλες τις περιοχές της ύπαρξης ο Ίδιος, τις έχει έτσι κερδίσει, ώστε περνόντας απ” αυτές και εμείς με την σειρά μας σαν πιστοί, ποτέ να μην σταματήσωμε να είμαστε δικοί Του, και να Τον έχωμε Κύριο μας.
«Συ δε τι κρίνεις τον αδελφόν σου; Ή και συ τι εξουθενείς τον αδελφόν σου; Πάντες γαρ παραστησόμεθα τω βήματι του Χριστού».
«Συ γιατί κρίνεις τον αδελφόν σου; Και συ γιατί περιφρονείς τον αδελφόν σου; Όλοι θα παρουσιασθούμε εμπρός εις το βήμα του Χριστού.»
Η πρώτη ερώτηση απευθύνεται στον αδύνατο (σύγκρινε το εδάφιο 3). Η δεύτερη, στον δυνατό. Το «και» εξηγείται από το γεγονός ότι και η περιφρόνηση δεν είναι παρά ένας τρόπος κρίσης.
Κριτής είναι μόνον ο Κύριος.
«Πάντες»: Κανένας δεν θα ξεφύγει από τούτη την κρίση.
Σίγουρα αναφέρεται, Ιωάννης Ε24, ότι «ο πιστός δεν θα έλθει σε κρίση». Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα σταθεί εμπρός στην δικαστική έδρα (Β” Κορ. Ε10). Μόνο που θα εμφανισθή εκεί σαν ένας που έχει ήδη κρίνει τον εαυτόν του εθελοντικά στο φως του λόγου του Χριστού, και κάτω από την μαθητεία του Πνεύματος Του, σύγκρινε Ιωάννη ΙΒ 48 και Α” Κορ. ΙΑ31.
«Γέγραπται γαρ, «ζω εγώ, λέγει Κύριος, ότι εμοί κάμψει παν γόνυ, και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται τω Θεώ. Άρα ουν έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τω Θεώ.»
«Διότι είναι γραμμένον: «Εις την ζωήν μου, λέγει ο Κύριος, κάθε γόνατο θα κάμψη εμπρός μου και κάθε γλώσσα θα δοξολογήση τον Θεόν. Άρα λοιπόν ο καθένας από μας θα δώση λόγον δια τον εαυτόν του εις τον Θεόν.»
«Ζω εγώ…ότι»: «Όσο στ” αλήθεια είμαι ο αιώνια ζωντανός Θεός, τόσο αληθινά θα έλθη στιγμή που αυτό θα γίνη.» Τούτη η φράση είναι μια μορφή βεβαίωσης, μια μορφή όρκου.
«Εξομολογήσεται»: Αυτή η λέξη ίσως να εννοεί την κρίση που θα πέση πάνω στον κάθε άνθρωπο, η οποία και θα τον οδηγήση στην αναγνώριση της ενοχής του, και θα κάνη να βγη απ” την καρδιά του η αναγνώριση της αγιότητας και της δικαιοσύνης του Θεού. Ίσως όμως και να εννοεί την ομολογία κατά την θρησκευτική λατρεία, η οποία διακηρύσσει τον Θεό σαν το μόνο όν που Του πρέπει να δοξασθή, σύγκρινε Λουκά Β38, Φιλιππησίους Β11.
«Άρα ουν έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τω Θεώ.»
Εδάφια 13-23
Μετά που απευθύνθηκε ταυτόχρονα, στους δυνατούς και στους αδυνάτους, ο Απόστολος απευθύνει επί πλέον μια προειδοποίηση στους πρώτους, να τους προτρέψη να μην χρησιμοποιούν την ελευθερία τους παρά σε συμφωνία με τον νόμο της αγάπης. Δεν έχει να συστήση κάτι παρόμοιο στους αδυνάτους. Διότι αυτός που είναι εσωτερικά δεσμευμένος δεν μπορεί ν” αλλάξη την συμπεριφορά του. Αντίθετα, ο δυνατός, που αισθάνεται τον εαυτόν του ελεύθερο, μπορεί να κάνει χρήση του δικαιώματος του, αλλά μπορεί και να παραιτηθεί απ” αυτό στην πράξη.
Για να παρακινήση τον δυνατό πιστό να θυσιάση την ελευθερία του, του εφιστά την προσοχή σε τούτα τα δύο:
1ον, εδάφια 13-19α, ότι μπορεί να πληγώση την καρδιά του αδυνάτου, ή να παράγη εκεί εσωτερικό ερεθισμό.
2ον, εδάφια 19β-23, ότι υπάρχει φόβος να καταστρέψη το έργο του Θεού μέσα στον αδύνατο αδελφό του, με το να τον οδηγήση να κάνη κάτι ενάντια στην συνείδηση του.
«Μηκέτι ουν αλλήλους κρίνωμεν, αλλά τούτο κρίνατε μάλλον, το μη τιθέναι πρόσκομμα τω αδελφώ ή σκάνδαλον.»
«Ας μη κρίνωμεν λοιπόν πλέον ο ένας τον άλλον, αλλά τούτο μάλλον αποφασίσετε: το να μη βάζετε εις τον αδελφόν πρόσκομμα ή κάτι που θα κλονίση την πίστιν του.»
«Σκάνδαλο»: Αναφέρεται κυρίως στην αμαρτία, που κάποιος μπορεί να κάνη τον άλλον να διαπράξη, οδηγόντας τον σε μια πράξη αντίθετη με την συνείδηση του. Το πρώτο απ” αυτά τα δύο κακά αναπτύσσεται, καθώς έχομε πει, στα εδάφια 14-19α.
«Οίδα και πέπεισμαι εν Κυρίω Ιησού ότι ουδέν κοινόν δι” εαυτού. Ει μη τω λογιζομένω τι κοινόν είναι, εκείνω κοινόν. Ει δε δια βρώμα ο αδελφός σου λυπείται, ουκέτι κατ” αγάπην περιπατείς. Μη τω βρώματι σου εκείνον απόλλυε, υπέρ ου Χριστός απέθανε.»
«Ξέρω και έχω πεποίθησιν εν Κυρίω Ιησού ότι κανένα πράγμα δεν είναι αυτό καθ” εαυτό ακάθαρτον. Ακάθαρτον είναι ένα πράγμα μόνον δι” εκείνον που το θεωρεί ακάθαρτον. Εάν ο αδελφός σου λυπάται για κάτι που τρως, δεν φέρεσαι πλέον με αγάπην. Μη καταστρέφης με την τροφήν σου εκείνον, δια τον οποίον επέθανε ο Χριστός.»
«Δι” εαυτού»: Από μόνο του. Τίποτα δεν είναι ακάθαρτο από την φύση του (στην περίπτωση της τροφής), σύγκρινε Α” Κορ. Ι 26, Α” Τιμ. Δ4,5, Τίτο Α15.
Αυτή η επισήμανση δια της οποίας ο Παύλος μας θυμίζει ότι ό,τι θεωρείται ως ακάθαρτον γίνεται πράγματι ακάθαρτο σε κείνον που το χρησιμοποιεί κάτω απ” αυτή την αντίληψη, στρώνει τον δρόμο για να δείξη τα εθελοντικά όρια, που ο δυνατός θα πρέπει να είναι σε θέση να βάλη επάνω του, στην άσκηση της ελευθερίας του.
«Ει δε δια βρώμα ο αδελφός σου λυπείται, ουκέτι κατ” αγάπην περιπατείς. Μη τω βρώματι σου εκείνον απόλλυε, υπέρ ου Χριστός απέθανε.»
«Λυπείται»: Είναι το οδυνηρό και πικρό αίσθημα που παράγεται στην καρδιά του αδυνάτου, από το θέαμα του ελεύθερου και τολμηρού φαγητού του δυνατού.
Ποιά να είναι άραγε η αμαρτία στην οποία κινδυνεύει να οδηγηθεί ο αδύνατος, από τούτη την συμπεριφορά του δυνατού, με κίνδυνο να χάσει την σωτηρία του; Μήπως το ότι θα τον μιμηθεί στην πράξη του, παρά τους ελέγχους της συνείδησης του; Φαίνεται απίθανον όμως, ο αδύνατος, κατά την στιγμή που πληγώνεται από την συμπεριφορά του δυνατού, να οδηγηθεί να τον μιμηθή (τούτη η περίπτωση εξετάζεται στο εδάφιο 20). Άρα μάλλον αυτές οι λέξεις αναφέρονται στον βαθύ ερεθισμό, στις επιζήμιες κρίσεις, στην ρήξη των αδελφικών δεσμών, που προκύπτουν από μια τέτοια συμπεριφορά.
Τα ακόλουθα εδάφια (16-19α) συμπληρώνουν με μερικές δευτερεύουσες σκέψεις την βασική ιδέα, που έχει εκφρασθεί στο τέλος του εδαφίου 15.
«Μη βλασφημείσθω ουν υμών το αγαθόν».
«Ας μη γίνεται λοιπόν αντικείμενο δυσφημήσεως εκείνο που για σας είναι σωστό».
«Υμών»: Δεν έχει εφαρμογή σ” όλους τους πιστούς, αλλά μόνον στους δυνατούς. Ο Παύλος τους συνιστά να μη χρησιμοποιούν την ελευθερία τους έτσι ώστε να προκαλούν την αγανάκτηση, και να κατηγορούνται από τους αδυνάτους αδελφούς τους. Η ευλογία που απολαμβάνουν δεν θα έπρεπε ν” αλλάξη, από έλλειψη αγάπης εκ μέρους τους, σε πηγή για κατάρες. Σύγκρινε προσεκτικά Α” Κορ. Η9-11, και Ι 29,30.
«Ου γαρ εστιν η βασιλεία του Θεού βρώσις και πόσις, αλλά δικαιοσύνη και ειρήνη και χαρά εν Πνεύματι Αγίω.»
«Διότι η βασιλεία του Θεού δεν είναι φαγητό και πιοτά, αλλά δικαιοσύνη, ειρήνη και χαρά που χορηγεί το Πνεύμα το Άγιο.»
Οι τρείς όροι, «δικαιοσύνη», «ειρήνη», «χαρά», θα πρέπει, σύμφωνα με το κείμενο, να ληφθούν στην κοινωνική τους έννοια, που δεν είναι παρά μια εφαρμογή της θρησκευτικής τους έννοιας.
«Δικαιοσύνη»: Ηθική ακεραιότητα δια της οποίας αποδίδομε στον πλησίον μας ό,τι του οφείλεται – εδώ ειδικά σεβασμό για τις πεποιθήσεις του.
«Ειρήνη»: Αρμονικές σχέσεις μεταξύ όλων των μελών της Εκκλησίας.
«Χαρά»: Εκείνη η ατομική και συλλογική χαρά που επικρατεί μεταξύ των πιστών, όταν η αδελφική κοινωνία κάνει την γλυκύτητα της αισθητή, και κανένας δεν λυπείται. Μέσω τέτοιων διαθέσεων καρδιάς, η ψυχή βρίσκει τον εαυτόν της υψωμένον σε μια σφαίρα όπου όλες οι θυσίες γίνονται εύκολες, και η αγάπη βασιλεύει χωρίς εμπόδια. Τέτοια είναι η πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού στην γη. Δεν θα ήταν λοιπόν τότε ανοησία να την ζητήσωμε στην απερίσκεπτη απόλαυση φαγητών ή πιοτών, και εις βάρος εκείνων των μόνων αληθινών ευλογιών;
«Εν Πνεύματι Αγίω»: Είναι η πηγή αυτών των αρετών. Είναι αυτός ο θείος επισκέπτης ο οποίος, με την παρουσία Του, τις παράγει στην Εκκλησία. Την στιγμή που αποσύρεται λυπημένος, τις παίρνει μαζί Του.
«Ο γαρ εν τούτοις δουλεύων τω Χριστώ ευάρεστος τω Θεώ και δόκιμος τοις ανθρώποις.»
«Εκείνος που μ” αυτόν τον τρόπον υπηρετεί τον Χριστόν είναι ευάρεστος εις τον Θεόν και επιδοκιμάζεται από τους ανθρώπους.»
«Δόκιμος»: Ένας αποδεκτός χριστιανός, που έχει περάσει επιτυχώς την δοκιμασία.
«Άρα ουν τα της ειρήνης διώκωμεν και τα της οικοδομής της εις αλλήλους. Μη ένεκεν βρώματος κατάλυε το έργον του Θεού. Πάντα μεν καθαρά, αλλά κακόν τω ανθρώπω τω δια προσκόμματος εσθίοντι.»
«Ας επιδιώκωμεν λοιπόν ό,τι συντελεί εις την ειρήνην και εις την οικοδομήν μεταξύ μας. Μη καταστρέφης το έργον του Θεού εξ αιτίας τροφής. Όλα είναι καθαρά, αλλά είναι κακόν για ένα άνθρωπον να γίνεται με την τροφήν του αιτία να πέση ο άλλος.»
Δεν μετρά καθόλου εδώ το ότι η τροφή είναι καθαρή από μόνη της. Δεν είναι πλέον έτσι από την στιγμή που ο άνθρωπος την χρησιμοποιεί ενάντια στην συνείδηση του.
«Κακόν»: Είναι κακόν (αμαρτία) γι” αυτόν που τρώγει κάτω από τέτοιες περιστάσεις.
«Κακόν τω ανθρώπω τω δια προσκόμματος εσθίοντι»: Να αναφέρονται αυτά τα λόγια στον δυνατό, ο οποίος τρώγει ενώ προκαλεί σκάνδαλο, ή στον αδύνατο αδελφό που αφήνει τον εαυτόν του να συρθή στο φαγητό ενδίδοντας στο σκάνδαλο; Προφανώς το δεύτερο. Ο Παύλος δεν μιλά εδώ για το κακό που ο δυνατός πιστός κάνει στον εαυτόν του, αλλά για εκείνο που κάνει στον αδελφό του, καθώς τον παρασύρει στην αμαρτία.
Εκπλησσόμεθα βέβαια να βρίσκωμε τον Απόστολο να θεωρή την σωτηρία του αδυνάτου να κινδυνεύη από αυτή ακριβώς την παράβαση. Αλλά δεν είναι αρκετή μια εθελοντική αμαρτία, παρεμβαλλομένη μεταξύ του Χριστού και του πιστού, να τους διαχωρίση, και εάν αυτή η αμαρτία δεν εξαλειφθή, και η κατάσταση συνεχίζη, να τον βυθίση πάλι στον θάνατο;
Το εδάφιο 21 είναι η συνόψιση της όλης προειδοποίησης που απευθύνθηκε στον δυνατό από το εδάφιο 13 και μετά.
«Καλόν το μη φαγείν κρέας μηδέ πιείν οίνον μηδέ εν ω ο αδελφός σου προσκόπτει ή σκανδαλίζεται ή ασθενεί.»
«Καλόν είναι να μη φας κρέας, ούτε να πιής κρασί, ούτε να κάνης κάτι που θα έχη ως αποτέλεσμα να σκοντάψη ο αδελφός σου ή να πέση ή να εξασθενήση η πίστις του.»
«Προσκόπτει»: Αναφέρεται στο πλήγωμα της καρδιάς που προκαλείται στον πλησίον μας, από συμπεριφορά την οποία δεν εγκρίνει.
«Σκανδαλίζεται»: Αναφέρεται στην αμαρτία που αυτός θα οδηγιόταν να διαπράξη, παρασυρόμενος να κάνη ό,τι η συνείδηση του καταδικάζει.
«Ασθενεί»: Αναφέρεται στην έλλειψη προσοχής προς τους ενδοιασμούς τους οποίους αισθάνεται λόγω αδυναμίας της πίστης. Τα τρία ρήματα μπορούμε λοιπόν να τα αποδώσωμε ως εξής: Να τον κάνης να σε κρίνη άσχημα, να τον κάνης να κάνη κάτι που καταδικάζει, να κάνης στην παρουσία του κάτι που ξεσηκώνει ενδοιασμούς μέσα του.
Τα δύο τελευταία εδάφια είναι το συμπέρασμα και η συνόψιση του όλου κεφαλαίου. Το εδάφιο 22 αναφέρεται στον δυνατό. Το εδάφιο 23 στον αδύνατο.
«Συ πίστιν έχεις; Κατά σεαυτόν έχε ενώπιον του Θεού. Μακάριος ο μη κρίνων εαυτόν εν ω δοκιμάζει. Ο δε διακρινόμενος, εάν φάγη, κατακέκριται, ότι ουκ εκ πίστεως. Παν δε ο ουκ εκ πίστεως, αμαρτία εστίν.»
«Έχεις πίστιν; Κράτησε την για τον εαυτόν σου ενώπιον του Θεού. Μακάριος εκείνος που δεν βρίσκει λόγον να καταδικάση τον εαυτόν του δι” εκείνα που επιδοκιμάζει. Εκείνος όμως που έχει αμφιβολίες καταδικάζεται, εάν φάγη, διότι κάνει κάτι που δεν προέρχεται από πίστιν. Και κάθε πράγμα που δεν προέρχεται από πίστιν, είναι αμαρτία.»
«Μακάριος»: Με αυτή την λέξη ο Παύλος του δίνει να καταλάβη ότι είναι με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και όχι υπερηφανείας, με το οποίο θα έπρεπε να εμπνέεται από τον βαθμό της πίστης, και από την ελευθερία στην πίστη στην οποία έχει φθάσει.
Η λέξη «κρίνω» θα πρέπει να ληφθή στην έννοια του δικάζω, αποφαίνομαι, και όχι καταδικάζω. «Το να καταδικάζη τον εαυτόν του σε ότι θεωρεί καλό» θα ήταν μια αντιφατική ιδέα. Το υπό ερώτηση θέμα είναι μια απλή έρευνα, όσον αφορά την πορεία που έχει υιοθετηθεί άπαξ δια παντός. Ευτυχής ο άνθρωπος που δεν αισθάνεται πλέον κανέναν ενδοιασμό, ούτε θέτει καμμία ερώτηση συνείδησης στον εαυτόν του, αναφορικά με την απόφαση που έχει πάρει.
«Δοκιμάζει»: Να το βρει καλό μετά από εξέταση.
Το εδάφιο 23 έχει εφαρμογή στην αντίθετη περίπτωση: Εκείνη της αμφιβολίας αναφορικά με την γραμμή που πρέπει ν” ακολουθηθή. Η συνείδηση δεν έχει φθάσει σε συμφωνία μέσα της. Εξ αυτού ο όρος «διακρίνεσθαι» που σημαίνει, να είσαι διαιρεμένος σε δύο ανθρώπους, ο ένας να λέγη ναι, ο άλλος όχι.
Πολλοί δίνουν εδώ στην λέξη «πίστη» την αφηρημένη έννοια της «πεποίθησης», αλλά αυτό δεν είναι σωστό. Τούτη η λέξη αναφέρεται, όπως πάντα, στην αποδοχή της σωτηρίας που κερδήθηκε από τον Χριστό. Ό,τι κάποιος δεν μπορεί να κάνη σαν λυτρωμένος Του, και στην χαρά της σωτηρίας Του, δεν πρέπει να γίνεται καθόλου. Διαφορετικά αυτή η πράξη, της οποίας η πίστη δεν είναι η ψυχή, γίνεται αμαρτία, και μπορεί να οδηγήση στο αποτέλεσμα που δείχνεται στο εδάφιο 20: Στην ολική καταστροφή του έργου του Θεού μέσα μας.
Ο Παύλος πρώτα προτρέπει, με το παράδειγμα του Χριστού, σε αμοιβαία καταδεκτικότητα, εδάφια 1-3. Καταδεικνύει, εδάφια 4-7, σαν ένα στόχο που πρέπει να φθασθή, την ομόψυχη λατρεία, στην οποία, μια τέτοια συμπεριφορά, θα φέρει την Εκκλησία. Τέλος, εδάφια 8-13, δείχνει το ειδικό μέρος που ανήκει στους Ιουδαίους και τους Εθνικούς σ” αυτήν την δοξολογία του όλου λυτρωμένου γένους.
«Οφείλομεν δε ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν, και μη εαυτοίς αρέσκειν.»
«Εμείς οι δυνατοί πρέπει να βαστάζωμεν τας αδυναμίας των αδυνάτων και να μη περιοριζώμεθα εις όσα είναι αρεστά εις τον εαυτόν μας».
«Δυνατοί» είναι αυτοί που έχουν φθάσει ψηλά στην χριστιανική πνευματικότητα. Μεταξύ των «αδυνάτων, απ” το άλλο μέρος, θα πρέπει να είναι, ειδικά στην Εκκλησία της Ρώμης, ένας αριθμός προηγουμένων προσηλύτων, που είχαν φέρει μαζί τους και την προσκόλληση τους στον νόμο.
«Τα ασθενήματα των αδυνάτων»: Είναι οι προκαταλήψεις, οι πλάνες και τα σφάλματα, που προκύπτουν απ” την αδυναμία της πίστης. Ο δυνατός θα πρέπει να δείχνη την δύναμη του, όχι ταπεινώνοντας τον αδύνατο και θριαμβεύοντας στο αίσθημα της υπεροχής του, αλλά βαστάζοντας το φορτίο της αδυναμίας του με αγάπη και στοργή. Η υπηρεσία είναι πάντα στο Ευαγγέλιο το αληθινό σημάδι της δύναμης (Γαλάτας ΣΤ2).
Αλλά για να είμαστε σε θέση να ενεργήσωμε έτσι, υπάρχει ένας εχθρός που θα πρέπει να εκδιωχθή απ” την καρδιά μας: Η αυταρέσκεια. Ο άνθρωπος που καυχιέται για την ανωτερότητα του στην αντίληψη των αληθειών του Ευαγγελίου και στην Χριστιανική ελευθερία, δεν είναι κατάλληλος να βοηθήση τον αδύνατο. Μάλλον τον απομακρύνει, και τον κάνει ν” αγανακτή.
«Έκαστος ημών τω πλησίον αρεσκέτω εις το αγαθόν προς οικοδομήν. Και γαρ ο Χριστός ουχ εαυτώ ήρεσεν, αλλά καθώς γέγραπται, «οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ” εμέ.»
«Ο καθένας από μας ας φροντίζη να είναι αρεστός εις τον πλησίον δια το καλόν του και την οικοδομήν του, διότι και ο Χριστός δεν εζήτησε εκείνα που ήσαν αρεστά εις τον εαυτόν του, αλλά, καθώς είναι γραμμένον, «Αι ύβρεις των υβριστών σου έπεσαν επάνω μου».
Το «έκαστος» αναφέρεται και στους δυνατούς και στους αδυνάτους.
Υπάρχουν δύο τρόποι του να ζητάμε ν” αρέσωμε στον πλησίον μας. Στον έναν ζητάμε να ικανοποιήσωμε τα συμφέροντα μας, την φιλαυτία μας. Στον άλλον, ζητάμε το καλό του ιδίου του πλησίον μας. Είναι αυτόν τον τελευταίο τρόπο που ο Απόστολος συνιστά: «Εις το αγαθόν προς οικοδομήν», όχι από εγωισμό. Η ζωή όλη του Παύλου ήταν η πραγματοποίηση αυτής της αρχής, σύγκρινε Α” Κορινθίους Ι 33,34.
«Και γαρ ο Χριστός ουχ εαυτώ ήρεσεν, αλλά καθώς γέγραπται, «οι ονειδισμοί των ονειδιζόντων σε επέπεσον επ” εμέ.»
Σ” αυτή την θαρραλέα και επίμονη μάχη ενάντια στον εχθρό μας, το κακό, έσυρε επάνω Του το μίσος όλων των εναντίων του Θεού εδώ κάτω, έτσι που ο θρήνος του ψαλμωδού, ΞΘ9, έγινε το έμβλημα της ζωής Του. Εργαζόμενος κατ” αυτόν τον τρόπον για την δόξα του Θεού και την σωτηρία των ανθρώπων, δεν οπισθοχώρησε, όπως είχε προφητεύσει και ο Ησαϊας, «ούτε εμπρός στην ντροπή, ούτε εμπρός στους εμπαιγμούς», κάτι που θα είχε κάνει εάν ήθελε να ευχαριστήση τον εαυτόν Του.
Ο ψαλμός ΞΘ δεν έχει παρά έμμεση εφαρμογή στον Μεσσία, γιατί στο εδάφιο 5 αναφέρεται: «Οι αμαρτίες μου δεν είναι κρυμμένες». Περιγράφει τον δίκαιο Ισραηλίτη που υποφέρει για την υπόθεση του Θεού. Αλλά αυτός είναι ακριβώς ο τύπος του οποίου ο Ιησούς είναι η υψίστη πραγματοποίηση.
Χρειάζεται όμως θεία συμπαράσταση για να είμαστε σε θέση ν” ακολουθήσωμε άφοβα αυτή την γραμμή συμπεριφοράς. Και αυτή την συμπαράσταση ο πιστός την βρίσκει στην συνεχή μελέτη και υπακοή της Γραφής, και στην βοήθεια του Θεού που την συνοδεύει (εδάφια 4-6).
«Όσα γαρ προεγράφη, εις την ημετέραν διδασκαλίαν προεγράφη, ίνα δια της υπομονής και της παρακλήσεως των γραφών την ελπίδα έχωμεν. Ο δε Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως δώη υμίν το αυτό φρονείν εν αλλήλοις κατά Χριστόν Ιησούν, ίνα ομοθυμαδόν εν ενί στόματι δοξάζητε τον Θεόν και πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.»
«Διότι όσα προεγράφησαν, εγράφησαν για την διδασκαλίαν μας ώστε δια της υπομονής και της παρηγορίας που δίνουν αι γραφαί να διατηρούμεν την ελπίδα. Και είθε ο Θεός που είναι η πηγή της υπομονής και της παρηγορίας να σας αξιώση να έχετε το ίδιο φρόνημα μεταξύ σας κατά το υπόδειγμα του Ιησού Χριστού, ώστε όλοι μαζί με μια ψυχή και με ένα στόμα να δοξάζετε τον Θεό και Πατέρα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.»
Το νέο φως που η Γραφική αποκάλυψη ρίχνει πάνω σ” όλα τα πράγματα, και ειδικά στα γεγονότα της ανθρώπινης ζωής, μεταδίδει στην καρδιά την δύναμη που μας κάνει να υπομένωμε («υπομονή»), και ακόμη να υπομένωμε παρηγορημένοι («παράκλησις»), με χαρά.
Και είναι μέσω αυτών των διαθέσεων της καρδιάς («υπομονή», «παράκλησις»), που διατηρούμεθα στο ύψος της χριστιανικής «ελπίδας», η οποία προσδοκά την χαρά της τέλειας σωτηρίας.
Αλλά ο Παύλος γνωρίζει καλά ότι η Γραφή δεν είναι αποτελεσματική χωρίς την άμεση βοήθεια του Θεού της Γραφής. Είναι λοιπόν σ” Αυτόν που υψώνει τα μάτια του στο εδάφιο 5.
«Ο δε Θεός της υπομονής και της παρακλήσεως δώη υμίν το αυτό φρονείν εν αλλήλοις κατά Χριστόν Ιησούν».
Υπάρχει στενή σχέση σε μια Εκκλησία μεταξύ της «παρηγορίας» και της ενότητας των μελών της. Όταν είναι όλοι εσωτερικά παρηγορημένοι από επάνω, είναι στρωμένος και ο δρόμος για την επικοινωνία των καρδιών, μια και όλοι μαζί εμπνέονται με πάθος για το ίδιο ύψιστο αγαθό. Είναι αυτή η κοινή παρόρμηση που εκφράζεται με τον όρο «το αυτό φρονείν εν αλλήλοις» του Παύλου. Έτσι επιστρέφει στην βασική ιδέα του χωρίου, που την είχε για λίγο αφήσει, για να μιλήση για την Γραφή.
«Ίνα ομοθυμαδόν εν ενί στόματι δοξάζητε τον Θεόν και πατέρα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.»
Η έκφραση, «Θεός του Ιησού Χριστού», δηλώνει την σχέση της πλήρους εξάρτησης. Και η έκφραση, «Πατέρας του Ιησού Χριστού», την σχέση της τέλειας οικειότητας.
Το ιδανικό που περιγράφεται εδώ απ” τον Απόστολο, και το οποίο είναι το αντικείμενο της προσευχής που μόλις έχει υψώσει, εδάφιο 5, είναι εκείνο της ένωσης της όλης Εκκλησίας, στην λατρεία του Θεού και Πατέρα, που την έχει λυτρώσει και αγιάσει δια του Ιησού Χριστού. Ανήκει λοιπόν σε κάθε πιστό να κάνη όλες τις προόδους και όλες τις θυσίες που απαιτεί η αγάπη, για να φθάση σ” ένα τόσο μεγαλειώδες αποτέλεσμα. Έτσι προστίθεται, σαν το συμπέρασμα όλων που προηγούνται (από το ΙΔ1 και μετά), το εδάφιο 7.
«Διό προσλαμβάνεσθε αλλήλους, καθώς και ο Χριστός προσελάβετο υμάς εις δόξαν Θεού».
«Δια τούτο ο ένας να δέχεται τον άλλον, όπως και ο Χριστός σας εδέχθηκε δια να δοξασθή ο Θεός».
Το «εις δόξαν Θεού» συνδέεται πιο πολύ με το «προσλαμβάνεσθε αλλήλους».
Εδώ θα φαινόταν ότι ο Απόστολος, με αυτό το συμπέρασμα, έχει φθάσει το τέλος της όλης ανάπτυξης που άρχισε στο ΙΔ1. Αλλά έχει ακόμα μια εξήγηση να προσθέση: Εάν ο Χριστός μας έχει δεχθεί με ίση καλωσύνη, έχουν υπάρξει διαφορές στον τρόπο αυτής της υποδοχής. Η ενότητα στο έργο του Θεού δεν είναι ποτέ ομοιομορφία. Μάλλον η αρμονία υπονοεί την ποικιλία. Αυτή η κοινή λατρεία, στην οποία όλες οι επί του παρόντος υπάρχουσες αντιθέσεις στην Εκκλησία θα πρέπει να συντηχθούν, δεν εμποδίζει την κάθε ομάδα, στον νέο λαό του Θεού, να φέρη μαζί της τις δικές της εμπειρίες, και να παίζη το δικό της ειδικό μέρος στην τελική συναυλία.
«Λέγω δε Χριστόν Ιησούν διάκονον γεγενήσθαι περιτομής υπέρ αληθείας Θεού, εις το βεβαιώσαι τας επαγγελίας των πατέρων, τα δε έθνη υπέρ ελέους δοξάσαι τον Θεόν.»
«Διότι ο Ιησούς Χριστός, λέγω, δια να φανή ότι ο Θεός είναι αληθής, έγινε υπηρέτης των Ισραηλιτών, ώστε να πραγματοποιηθούν αι υποσχέσεις που έγιναν εις τους πατέρας, τα δε έθνη να δοξάσουν τον Θεόν δια την ευσπλαγχνίαν του προς αυτά.»
«Λέγω δε»: «Τώρα, να η όλη μου σκέψη αναφορικά μ” αυτή την υποδοχή εκ μέρους του Χριστού, και το καθήκον της ενότητας που εκπηγάζει απ” αυτήν.»
Εκείνο που ελκύει τον Ιουδαίο στον Χριστό δεν είναι ακριβώς το ίδιο μ” εκείνο που κερδίζει γι” Αυτόν την καρδιά του Εθνικού. Ο Ιουδαίος εντυπωσιάζεται με την εκπλήρωση των προφητειών στο πρόσωπο Του (ιδέ το Ευαγγέλιο του Ματθαίου). Η καρδιά του Εθνικού κερδίζεται απ” την θέα του ελέους Του (ιδέ το Ευαγγέλιο του Λουκά).
«Χριστόν Ιησούν διάκονον γεγενήσθαι περιτομής»: Όλα τα Ευαγγέλια αποδεικνύουν ότι ο Ιησούς υπετάγη στην πιο αυστηρή υπακοή του νόμου, και ότι από την περιτομή Του έως τον θάνατο Του ενέκλεισε τον εαυτόν Του στην εθνική μορφή της Ισραηλιτικής ζωής.
«Υπέρ της αληθείας του Θεού»: Την βεβαίωσε εκπληρώνοντας την, ιδέ Β” Κορινθίους Α19,20, ένα χωρίο το οποίο είναι η εξήγηση αυτού που μελετάμε εδώ.
«Τα δε έθνη υπέρ ελέους δοξάσαι τον Θεόν.»
Το «δοξάσαι» εξαρτάται από το «λέγω»: «Τώρα, λέγω ότι ο Ιησούς έγινε διάκονος… για την αλήθεια του Θεού… ώστε τα Έθνη να δοξάσουν (να έχουν εν Αυτώ μια αιτία για να δοξάσουν) τον Θεό για το έλεος Του.»
Προς υποστήριξη αυτής της σκέψης, ο Παύλος αναφέρει στην συνέχεια μια σειρά από χωρία της Παλαιάς Διαθήκης, που ανήγγειλαν την μελλοντική συμμετοχή των Εθνικών στο αιώνιο αλληλούια.
«Καθώς γέγραπται, «Δια τούτο εξομολογήσομαι σοι εν έθνεσι, και τω ονόματι σου ψαλώ». Και πάλιν λέγει, «Ευφράνθητε έθνη μετά του λαού αυτού.»
«Καθώς είναι γραμμένον, «Δια τούτο θα σε δοξάζω, Κύριε, μεταξύ εθνών και θα ψάλλω εις το όνομα σου». Και πάλιν λέγει: «Ευφράνθητε έθνη μαζί με τον λαόν του».
Τα λόγια του εδαφίου 10 βρίσκονται στο Δευτερονόμιο ΛΒ43. Ο Μωυσής, στον τελευταίο του ύμνο, περιγράφει την μελλοντική απελευθέρωση του Ισραήλ και την κρίση των εχθρών τους. Μετά προσκαλεί τα Έθνη που έχουν διαφύγει την τιμωρία, να ενώσουν τον ύμνο τους της χαράς με εκείνον του Ισραήλ δοξασμένου τώρα. Ο Απόστολος ακολουθεί την μετάφραση των Ο”.
Η κεντρική ιδέα αυτών των δύο αναφορών, καθώς και των άλλων δύο που ακολουθούν, είναι η αναγγελία του μεγάλου γεγονότος: Ότι θα έλθη μια μέρα, όταν οι Εθνικοί θα εορτάζουν τον Ιεχοβά μαζί με τον Ισραήλ.
«Και πάλιν, «Αινείτε τον Κύριον πάντα τα έθνη, και επαινέσατε αυτόν πάντες οι λαοί». Και πάλιν Ησαϊας λέγει, «Έσται η ρίζα του Ιεσσαί, και ο ανιστάμενος άρχειν εθνών. Επ” αυτώ έθνη ελπιούσιν».
«Και πάλιν: «Αινείτε τον Κύριον όλα τα έθνη και υμνήσατε αυτόν όλοι οι λαοί». Και πάλιν ο Ησαϊας λέγει: «Θα έλθη η ρίζα του Ιεσσαί και εκείνος που θα εμφανισθή δια να γίνη άρχων εθνών, εις αυτόν τα έθνη θα ελπίζουν.»
Το εδάφιο 12 είναι παρμένο από τον Ησαϊα ΙΑ10.
Όποιος διαβάζει αυτές τις αναφορές, καταλαβαίνει αυτό που είπε ο Παύλος στο εδάφιο 4, προφανώς απ” την δική του πείρα, για την υπομονή και την παρηγορία που συντηρούνται στον πιστό απ” την καθημερινή μελέτη της Γραφής, καθώς επίσης και για την διαρκώς ανανεουμένη ελπίδα που εμπνέουν. Αυτή η ιδέα της ελπίδας είναι που εκφράζεται στην προσευχή του εδαφίου 13, και τούτο διότι η λατρεία των Εθνών, στην οποία αναφέρονται τα 4 προηγούμενα εδάφια, είναι ο καρπός όχι μόνον της απόλαυσης των τωρινών ευλογιών, αλλά επίσης, και πάνω απ” όλα, της ελπίδας των μελλοντικών ευλογιών.
«Ο δε Θεός της ελπίδος πληρώσαι υμάς πάσης χαράς και ειρήνης εν τω πιστεύειν, εις το περισσεύειν υμάς εν τη ελπίδι εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου.»
«Είθε ο Θεός της ελπίδος να σας γεμίση με κάθε χαράν και ειρήνην, που προέρχονται από την πίστιν, ώστε να έχετε άφθονη την ελπίδα δια της δυνάμεως του Αγίου Πνεύματος.»
Όσο πιο πλούσια είναι η κατοχή των παρουσών ευλογιών («ειρήνη» και «χαρά») την οποία ο πιστός αποκομίζει απ” την συνεχώς ανανεουμένη πράξη της πίστης («εν τω πιστεύειν»), τόσο πιο πολύ η ψυχή του υψώνεται στην ζωντανή θέα των μελλοντικών ευλογιών, και σύμφωνα με την έκφραση του Αποστόλου, «περισσεύει εν τη ελπίδι».
Οι τελευταίες λέξεις: «Εν δυνάμει Πνεύματος Αγίου», δείχνουν στον αναγνώστη, ακόμα μια φορά, όπως και στο ΙΔ17, την αληθινή δύναμη την οποία θα πρέπει να ζητήσει, σε αντίθεση μ” εκείνη, δια της οποίας κάποιος υψώνει τον εαυτόν του τόσο εύκολα πάνω από τους άλλους. Η πρώτη ενώνει, διότι αγωνίζεται να υπηρετήση (ΙΕ1), ενώ η δεύτερη χωρίζει.
Οι προσωπικοί χαιρετισμοί που βρίσκομε στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου ΙΣΤ αντιστοιχούν στον χαιρετισμό, Α7, «Σε όλους που είναι στην Ρώμη, αγαπητούς του Θεού».
Τέλος η δοξολογία με την οποία κλείνει το κεφάλαιο ΙΣΤ και η όλη Επιστολή (εδάφια 25-27), μας ξαναφέρνει πίσω στην ιδέα με την οποία είχε αρχίσει η Επιστολή (Α1,2), εκείνη της εκπλήρωσης του θείου σχεδίου δια του Ευαγγελίου, το οποίον ο Θεός είχε υποσχεθεί από πριν στην Παλαιά Διαθήκη.
Αυτό το τελευταίο μέρος μπορεί να χωρισθεί ως εξής:
1. ΙΕ14-33, όπου ο Απόστολος δίνει εξηγήσεις προσωπικής φύσης αναφορικά με το γράμμα του, το έργο του γενικά, την εγγύζουσα επίσκεψη του στην Ρώμη, και το ταξίδι που πρέπει να κάνη πρώτα στην Ιερουσαλήμ.
2. ΙΣΤ1-16, εισηγήσεις και χαιρετισμοί του Αποστόλου.
3. ΙΣΤ17-20, μια προειδοποίηση αναφορικά με την πιθανή άφιξη Ιουδαϊζόντων στην Εκκλησία της Ρώμης.
4. ΙΣΤ21-24, οι χαιρετισμοί των συνεργατών του.
5. ΙΣΤ25-27, η δοξολογία με την οποία κλείνει η Επιστολή.
«Πέπεισμαι δε, αφελφοί μου, και αυτός εγώ περί υμών, ότι και αυτοί μεστοί εστε αγαθωσύνης πεπληρωμένοι πάσης γνώσεως, δυνάμενοι και αλλήλους νουθετείν, τολμηρότερον δε έγραψα υμίν, αδελφοί, από μέρους, ως επαναμιμνήσκων υμάς, δια την χάριν την δοθείσαν μοι υπό του Θεού.»
«Εγώ ο ίδιος, αδελφοί μου, είμαι πεπεισμένος για σας ότι ήδη είσθε γεμάτοι καλωσύνην, πλήρεις από κάθε γνώσιν, ώστε να μπορήτε να νουθετήτε ο ένας τον άλλον. Αλλά σας έγραψα, αδελφοί, με τόλμην σε μερικά σημεία δια να σας υπενθυμίσω, και τούτο ένεκα της χάριτος που μου εδόθηκε από τον Θεόν.»
«Και αυτοί»: «Σεις στους οποίους γράφω έτσι».
Οι αρετές στις οποίες ο Απόστολος βασίζει αυτή την ευνοϊκή του κρίση για τους Ρωμαίους είναι ταυτόχρονα ηθικής και διανοητικής φύσης. Αυτοί είναι «μεστοί αγαθωσύνης». Η λέξη «αγαθωσύνη» δηλώνει σταθερότητα στην εκτέλεση του καλού, ωριμότητα πνευματικής ζωής. Μετά, αυτοί κατέχουν εν αφθονία κάθε είδος χριστιανικής γνώσης («πάσα γνώσιν»). Εδώ μπορούμε να σημειώσωμε την διαφορά μεταξύ αυτής της μαρτυρίας, και της αντίστοιχης του για τους Κορινθίους (Α” επιστολή Α5), όπου ο Παύλος αναφέρει γι” αυτούς μόνο αυτό το δεύτερο είδος χαρισμάτων (γνώση και λόγο).
Απ” αυτά τα δύο έπεται ότι υπήρχε μεταξύ τους η δυνατότητα να υπηρετήσουν, μέχρι ένα ορισμένο σημείο, την δική τους οικοδομή και αμοιβαία νουθεσία.
«Και αλλήλους»: Χωρίς την συνδρομή κάποιου έξω από σας.
«Τολμηρότερον δε έγραψα υμίν, αδελφοί, από μέρους, ως επαναμιμνήσκων υμάς, δια την χάριν την δοθείσαν μοι υπό του Θεού.»
Η επανάληψη της λέξης «αδελφοί» εκφράζει συνεχώς το αίσθημα της ισότητας με το οποίο ο Απόστολος επιθυμεί να τους πλησιάση.
«Από μέρους»: Δεν εννοεί «σε μερικά σημεία» αλλά «κατά ένα μέτρο», «εν μέρει». Τούτος ο περιορισμός αναφέρεται στο «επαναμιμνήσκων», και έχει εφαρμογή, όχι στην έκταση και τα περιεχόμενα της διδασκαλίας εδώ του Παύλου, ως εάν οι αναγνώστες της Επιστολής είχαν ορισμένα μέρη της αλήθειας παρόντα στο μυαλό τους, και άλλα όχι, αλλά στον τρόπο που τους απευθύνει την διδασκαλία. Ο Απόστολος τους έχει γράψει, όχι έχοντας κατά νουν να τους διδάξη πράγματα νέα σ” αυτούς, αλλά να φέρη πίσω στην μνήμη τους, κατά έναν τρόπο που να μην λησμονηθή, πράγματα που γνώριζε ότι τους ήταν ήδη γνωστά μέχρι κάποιου σημείου. Έτσι εξηγείται το «ως». Είναι πιο πολύ θυμίζοντας τους, και όχι δίδοντας τους οδηγίες, που τους έχει γράψει. Δεν επιθυμούσε να τους μεταχειριστή σαν κατηχουμένους, αλλά σαν χριστιανούς αδελφούς.
Και εάν έχει πάρει το ελεύθερο να ενεργήση έτσι προς αυτούς, δεν είναι κάτι το αυθαίρετο εκ μέρους του. Είναι δυνάμει της αποστολής που έχει λάβει, και του χαρίσματος που του έχει δοθεί για την εκπλήρωση της. Αυτή είναι η έννοια του «δια την χάριν». Το πράγμα στο οποίο αναφέρεται, καθώς φαίνεται από το ακόλουθο εδάφιο, είναι το έργο του σαν απόστολος των Εθνών. Εκτελόντας αυτό το έργο οδηγείται να γράψει έτσι προς την Εκκλησία της Ρώμης. Έτσι, ο τρόπος που απολογείται για το γράμμα του είναι: α) Δηλώνοντας ότι επιθυμεί απλά να θυμίση στους αναγνώστες τους αυτό που ήδη γνώριζαν. β) Αποδίδοντας το δικαίωμα του να ενεργή έτσι στο αξίωμα του αποστόλου που έχει λάβει.
«Εις το είναι με λειτουργόν Ιησού Χριστού εις τα έθνη, ιερουργούντα το ευαγγέλιον του Θεού, ίνα γένηται η προσφορά των εθνών ευπρόσδεκτος, ηγιασμένη εν Πνεύματι Αγίω.»
«Να είμαι υπηρέτης του Ιησού Χριστού εις τα έθνη, προσφέρων ως θυσίαν το κήρυγμα του ευαγγελίου του Θεού, δια να είναι η προσφορά των εθνών ευπρόσδεκτη, αγιασμένη δια του Πνεύματος του Αγίου.»
Αυτή η παγκοσμίου εύρους υπηρεσία στην οποία ο Ιησούς Χριστός ο Ίδιος είχε καλέσει τον Παύλο, δεν ήταν μόνον εκείνη ενός κήρυκα, είχε και έναν ιερατικό χαρακτήρα. Αυτό είναι που εκφράζεται με τον όρο «ιερουργείν»: «Να προσφέρει σαν ιερέας». Όχι ότι ο κήρυκας του Ευαγγελίου δεν είναι, κατά κάποια έννοια, ένας μεσολαβητής που έρχεται μεταξύ του Θεού και του πιστού. Η αποστολή του Παύλου όμως δεν είναι αυτή ενός απλού κήρυκα. Είναι μια πράξη αφιέρωσης δια της οποίας, κάθε φορά, ο αγγελιοφόρος της σωτηρίας προσφέρει στον Θεό το πρόσωπο του, καθώς επίσης και τα πρόσωπα των ακροατών του. Γνωρίζομε πως ο Παύλος προσευχόταν συνεχώς για τις Εκκλησίες που είχε ήδη θεμελιώσει (σύγκρινε τα Α8-10, και την αρχή όλων των Επιστολών του), και μπορούμε έτσι να γνωρίσουμε σε τι συνίστατο ακριβώς το έργο της θεμελιώσεως τους. Από εδώ καταλαβαίνουμε ότι το όλο του έργο σαν αποστόλου ήταν μια ιερατική λειτουργία.
Ο στόχος αυτού του ιερατικού λειτουργήματος του Αποστόλου ήταν να μετασχηματίση τον κόσμο των Εθνικών σε μια «προσφορά ευπρόσδεκτη στον Θεό», σύγκρινε Φιλιππησίους Β17.
«Η προσφορά των εθνών»: Την προσφορά η οποία συνίσταται από τα πρόσωπα των Εθνικών.
Το ρήμα «γένηται» δείχνει πρόοδο. Αυτή η πρόοδος δεν περιλαμβάνει μόνον την επέκταση του έργου, αλλά επίσης, και ειδικώτερα, καθώς φαίνεται από τ” ακόλουθα λόγια, την μεταμόρφωση εκείνων στους οποίους αναφέρεται: «Ηγιασμένη εν Πνεύματι Αγίω». Ο λόγος της σωτηρίας, λαμβανόμενος με πίστη, πρέπει να σφραγισθή στην καρδιά με δύναμη από τον ουρανό, ώστε να μπορέση να κερδηθή αληθινά η ψυχή, έτσι που αυτή να μπορή ν” ανήκη στον Θεό, σύγκρινε Εφεσίους Α13. Ο Απόστολος πιθανώς να υπαινίσσεται την Λευιτική εντολή, σύμφωνα με την οποία, το ρίξιμο του αλατιού πάνω στην προσφορά κρέατος, ήταν η προϋπόθεση της αποδοχής της εκ μέρους του Θεού.
Όσον αφορά τώρα την αποστολή του στον Εθνικό κόσμο, που ο Θεός την έχει στεφανώσει με τόσες επιτυχίες, αυτή την στιγμή έχει τελειώσει στην Ανατολή, και το μόνο που μένει για τον Απόστολο είναι να την συνεχίση στην Δύση, πράγμα που θα τον οδηγήσει και στην Ρώμη. Τέτοιο είναι το περιεχόμενο των ακολούθων εδαφίων, 17-24, την κάπως ελεύθερη σύνδεση των οποίων με ό,τι προηγείται δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε.
Εδάφια 17-24
«Έχω ουν καύχησιν εν Χριστώ Ιησού τα προς τον Θεόν. Ου γαρ τολμήσω λαλείν τι ων ου κατειργάσατο Χριστός δι” εμού εις υπακοήν εθνών λόγω και έργω, εν δυνάμει σημείων και τεράτων, εν δυνάμει Πνεύματος Θεού, ώστε με από Ιερουσαλήμ και κύκλω μέχρι του Ιλλυρικού πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον του Χριστού».
«Έχω λόγον λοιπόν να καυχώμαι εν Χριστώ Ιησού δια το έργον που κάνω δια τον Θεόν, διότι δεν θα τολμήσω να μιλήσω παρά μόνον δι” ότι έκανε ο Χριστός δι” εμού δια να φέρη εις υπακοήν τα έθνη, με τον λόγον και τα έργα, με την δύναμιν σημείων και τεράτων, με την δύναμιν του Πνεύματος του Θεού, ώστε από τα Ιεροσόλυμα και πέριξ μέχρι του Ιλλυρικού να έχω συμπληρώσει το κήρυγμα του ευαγγελίου του Χριστού.»
«Έχω ουν καύχησιν…τα προς τον Θεόν»: Έχω πραγματικά λόγο να καυχηθώ σε ότι αφορά την υπηρεσία του Θεού. Η έκφραση «τα προς τον Θεόν» είναι ένα είδος τυπικής φράσης στην Ιουδαϊκή λειτουργική γλώσσα, που δηλώνει τις υπηρεσίες της λατρείας (Εβραίους Β17, Ε1, κ.λ.π.). Άρα αυτός ο όρος ανήκει στην ιδία σειρά ιδεών όπως όλες εκείνες του προηγουμένου εδαφίου (ιερουργείν, λειτουργός, προσφορά, ηγιασμένη).
Ο Παύλος δεν μπορεί να καυχηθή παρά «εν Χριστώ Ιησού». Αυτό το εδάφιο, ενώ θυμίζει το έργο που είχε ήδη γίνει από τον Παύλο στην υπηρεσία του Θεού, συμπληρώνει την δικαιολογία εκείνου που ο ίδιος είχε ονομάσει «τολμηρότερον», τον κάπως τολμηρόν χαρακτήρα της συμπεριφοράς του.
Αυτό το εδάφιο 17 είναι ταυτόχρονα και η μετάβαση σε ό,τι ακολουθεί. Σαν βεβαίωση της αποστολής του προς τα Έθνη, εκθέτει τα ασυνήθη αποτελέσματα που έχει επιτύχει, α) Από την άποψη της φύσης του έργου, εδάφια 18,19α, β) Από την έκταση του έργου που επετελέσθηκε, εδάφιο 19β.
«Ου γαρ τολμήσω λαλείν τι ων ου κατειργάσατο Χριστός δι” εμού εις υπακοήν εθνών λόγω και έργω».
Η πιο καλή απόδοση τούτων των λέξεων μοιάζει να είναι η εξής: «Θα δήλωνε κάποιο θάρρος εκ μέρους μου να δείξω ένα και μόνο σημάδι της αποστολικότητας δια του οποίου ο Θεός δεν έχει καταδεχθεί να θέση την σφραγίδα Του στην διακονία μου προς τους Εθνικούς.»
Αυτό το «δεν θα τολμήσω» είναι η αποκορύφωση της «καύχησις», εκείνου του «καυχήματος» δια το οποίον μιλά στο εδάφιο 17. Θα ήταν μάταιο γι” αυτόν να ζητήση να βρει κάτι στο έργο του που να μην είναι ο Χριστός που το εργάστηκε δι” αυτού. Αυτός ο τρόπος ομιλίας δεν είναι φανφαρονισμός. Είναι η έκφραση ενός άγιου ζήλου για λογαριασμό των Εθνικών, εκείνης της περιοχής που ο Θεός του έχει αναθέσει, και της έχει δώσει το προνόμιο της αποστολικότητας του Παύλου, όχι λιγώτερο από ότι έχει κάνει στον Ιουδαϊκό κόσμο με την αποστολικότητα των Δώδεκα, σύγκρινε Β” Κορ. ΙΒ11,12.
«Λόγω»: Εδώ περιλαμβάνονται όλες οι διδασκαλίες του, δημόσιες και κατ” ιδίαν.
«Έργω»: Τα έργα του, τα ταξίδια του, οι συναθροίσεις που έκανε, τα παθήματα του, οι θυσίες κάθε είδους, και τα θαύματα, παρ” όλο που αυτά αναφέρονται στην συνέχεια σαν μια ιδιαίτερη κατηγορία.
«Εν δυνάμει σημείων»: Η (θεία) δύναμη που αποκαλυπτόταν με σημάδια.
Τα θαυματουργικά γεγονότα ονομάζονται «σημεία» σε σχέση προς την έννοια που ο Θεός τους δίνει, και την οποία οι άνθρωποι θα πρέπει να δουν σ” αυτά, και «τέρατα» σε σχέση προς την φύση και τους νόμους της, αναφορικά με τους οποίους το θαύμα είναι μια παρέκκλιση.
Στο δεύτερο μέρος του εδαφίου ο Παύλος περνά, από την φύση της δραστηριότητας του, στην έκταση των αποτελεσμάτων που επετεύχθησαν. Τα τελευταία είναι το αποτέλεσμα της προηγουμένης, εξ αυτού το «ώστε».
«Από Ιερουσαλήμ και κύκλω»: Από την Ιερουσαλήμ και τις γύρω περιοχές. Στην πραγματικότητα ήταν ακριβώς στην Δαμασκό, και μετά στην Αραβία, που ο Παύλος είχε αρχίσει να κηρύσση το Ευαγγέλιο. Αλλά μια και η Ιερουσαλήμ ήταν το πιο γνωστό μέρος στους χριστιανούς της δύσης, ο Παύλος ονομάζει μόνον αυτή.
«Το ευαγγέλιον»: Το κήρυγμα του Ευαγγελίου.
«Πεπληρωκέναι το ευαγγέλιον»: Ο Παύλος θεώρησε τον αποστολικό του στόχο πλήρως εκπληρωθέντα από την στιγμή που είχε ανάψει την δάδα στα μεγάλα κέντρα, τέτοια όπως η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος και η Έφεσσος. Άπαξ και έγινε αυτό, βασιζόταν πλέον στις Εκκλησίες που θεμελιώθηκαν σ” αυτές τις πρωτεύουσες, να συνεχίσουν τον ευαγγελισμό των επαρχιών τους.
Την επίσκεψη του Παύλου στα μέρη της Ιλλυρίας δεν την αναφέρει το βιβλίο των Πράξεων, όπως δεν αναφέρει για παράδειγμα και τα τρία χρόνια που κήρυξε στην Αραβία (Γαλάτας Α17).
«Ούτω δε φιλοτιμούμενον ευαγγελίζεσθαι ουχ όπου ωνομάσθη Χριστός, ίνα μη επ” αλλότριον θεμέλιον οικοδομώ αλλά καθώς γέγραπται, «οις ουκ ανηγγέλη περί αυτού όψονται, και οι ουκ ακηκόασι συνήουσι.»
«Φιλοτιμούμενος να κηρύττω το ευαγγέλιον εκεί όπου δεν είχε κηρυχθή ο Χριστός, δια να μη οικοδομώ επάνω σε ξένον θεμέλιον, αλλά καθώς είναι γραμμένον, «Θα ιδούν εκείνοι εις τους οποίους δεν τον είχαν αναγγείλει, και εκείνοι που δεν είχαν ακούσει γι” αυτόν, θα εννοήσουν.»
«Φιλοτιμούμενον»: Καθορίζει τον τρόπο που ενεργεί στο έργο του για τον στόχο προς τον οποίον τώρα πλησιάζει. Το «φιλοτιμούμαι» είναι από το φίλος+τιμή, εκτιμώ κάτι σαν θέμα τιμής. Όχι ότι ο Παύλος εζητούσε να τιμηθεί προσωπικά στην μέθοδο που ακολουθούσε. Εκείνο που τον ενδιέφερε ήταν το αποστολικό του έργο. Ένας απόστολος δεν είναι ένας απλός πάστορας ή ευαγγελιστής. Το έργο του Αποστόλου, όπως και ο ίδιος ο Παύλος λέγει στην Α” Κορ. Γ10, είναι να «θέση το θεμέλιο» πάνω στο οποίο άλλοι μετά απ” αυτόν μπορούν να οικοδομήσουν, επομένως, να κηρύξη εκεί όπου δεν έχουν ακόμα έλθει άλλοι. Ο Παύλος θέλει να κηρύξη το Ευαγγέλιο, αλλά όχι σε μέρος που κάποιος άλλος το έχει ήδη κάνει.
Εδώ θα πρέπει να θυμηθούμε ότι οι ιδρυτές της Εκκλησίας της Ρώμης ήσαν κυρίως μαθητές του Παύλου από τις Εκκλησίες της Ανατολής. Άρα και αυτός ερχόμενος στην Ρώμη, ή γράφοντας τους, δεν οικοδομεί πάνω σε ξένο θεμέλιο. Πέραν τούτου, βέβαια, δεν παύει να είναι ο ορισθείς απ” τον Θεό απόστολος των Εθνών, και με αυτή την εξουσία είναι που τους γράφει, όπως άλλωστε το δηλώνει και ο ίδιος.
«Αλλά καθώς γέγραπται, «οις ουκ ανηγγέλη περί αυτού όψονται, και οι ουκ ακηκόασι συνήουσι.»
«Αλλά καθώς γέγραπται»: Αλλά κάνοντας καθώς είναι γραμμένον.
«Διο και ενεκοπτόμην τα πολλά του ελθείν προς υμάς. Νυνί δε μηκέτι τόπον έχων εν τοις κλίμασι τούτοις, επιποθίαν δε έχων του ελθείν προς υμάς από πολλών ετών, ως εάν πορεύωμαι εις την Σπανίαν, ελεύσομαι προς υμάς. Ελπίζω γαρ διαπορευομενος θεάσασθαι υμάς και υφ” υμών προπεμφθήναι εκεί, εάν υμών πρώτον από μέρους εμπλησθώ.»
«Δια τούτο και εμποδίσθηκα πολλές φορές να έλθω σ” εσάς. Τώρα όμως, επειδή δεν έχω πλέον έργον σ” αυτά εδώ τα μέρη, και από πολλά χρόνια επιθυμώ ζωηρά να έλθω σ” εσάς, θα το κάνω, όταν θα μεταβώ εις Ισπανίαν. Ελπίζω περνώντας να σας ίδω και να με προπέμψετε προς τα εκεί, αφού πρώτα σας απολαύσω για λίγον καιρόν».
Εδάφια 23,24
Και το ταξίδι του στην Ρώμη, σύμφωνα με την αρχή που εξετέθη στα εδάφια 20 και 21, δεν θα είναι, αν θέλωμε να είμαστε ακριβείς, μια αποστολή, αλλά μάλλον μια επίσκεψη, καθώς θα περνά για την Ισπανία, διότι η Εκκλησία ήδη υπάρχει στην πρωτεύουσα. Η κύρια αποστολή του είναι η Ισπανία, χώρα που ακόμα δεν έχει ευαγγελισθεί, και η Ρώμη απλώς ένας ενδιάμεσος σταθμός. Θα μπορούσε βέβαια να πάη στην Ισπανία κατ” ευθείαν μέσω θαλάσσης, αλλά ήθελε πολύ την προσωπική κοινωνία με τους χριστιανούς της Ρώμης, γι” αυτό ακολουθεί αυτόν τον δρόμο. Αυτό είναι που εξηγεί σ” αυτά εδώ τα δύο εδάφια.
Για το εδάφιο 24 το πιο σωστό κείμενο είναι αυτο του Greco-Latin κώδικα: «Μη έχοντας πλέον μέρος…, αλλά έχοντας την επιθυμία να σας δω…, όταν πηγαίνω στην Ισπανία, ελπίζω να σας δω παιρνόντας.»
«Προπεμφθήναι»: Να συνοδευθή από μερικούς απ” αυτούς μέχρι ένα διάστημα, και να του προμηθεύσουν τα αναγκαία για το ταξίδι, σύγκρινε Τίτο Γ13 και Γ” Ιωάννη 6.
«Εμπλησθήναι»: Μια πολύ ζωντανή έκφραση για την ανάγκη που αυτός αισθάνεται να κάνη την προσωπική τους γνωριμία, και για την ευχαρίστηση που αυτό θα του φέρει, σύγκρινε Α12.
«Από μέρους»: Ο Παύλος εννοεί ότι ο χρόνος που θα βρεθούν μαζί δεν θα είναι αρκετός για να ικανοποιήση πλήρως την έλλειψη που αισθάνεται της πνευματικής κοινωνίας μαζί τους.
Αλλά πριν αναχωρήσει για την Δύση, ο Απόστολος έχει ακόμα να επιτελέση ένα έργο. Προτίθεται να σφραγίση με μια επίσημη πράξη την ένωση μεταξύ των δύο μερών της Εκκλησίας, του Εθνικού, και του Ιουδαϊκού. Αυτό είναι το αντικείμενο μιας τελευταίας επίσκεψης που ακόμα λογαριάζει να κάνη στην Ιερουσαλήμ. Πρέπει να μεταβιβάση στην μητρική Εκκλησία της Ιερουσαλήμ, τους καρπούς μιας συνεισφοράς που οι Εκκλησίες της Ελλάδας έχουν κάνει αυθόρμητα γι αυτήν. Ο Παύλος ενδιαφέρεται να πληροφορήση γι” αυτό τους χριστιανούς της Ρώμης, όχι μόνο διότι τούτο το ταξίδι θα τον κρατήση μερικό χρόνο ακόμα στην Ανατολή, αλλά ειδικά διότι μπορεί να τον οδηγήση σε κινδύνους, και διότι έχει μια αίτηση να τους απευθύνη αναφορικά μ” αυτό. Αυτό είναι το περιεχόμενο του τέλους του παρόντος κεφαλαίου.
Εδάφια 25-33
«Νυνί δε πορεύομαι εις Ιερουσαλήμ διακονών τοις αγίοις. Ευδόκησαν γαρ Μακεδονία και Αχαϊα κοινωνίαν τινα ποιήσασθαι εις τους πτωχούς των αγίων των εν Ιερουσαλήμ. Ευδόκησαν γαρ και οφειλέται αυτών εισιν. Ει γαρ τοις πνευματικοίς αυτών εκοινώνησαν τα έθνη, οφείλουσι και εν τοις σαρκικοίς λειτουργήσαι αυτοίς.»
«Τώρα όμως πηγαίνω εις την Ιερουσαλήμ εκτελών υπηρεσίαν προς τους εκεί αγίους. Διότι η Μακεδονία και η Αχαϊα απεφάσισαν να κάνουν κάποια συνεισφοράν δια τους πτωχούς των αγίων της Ιερουσαλήμ. Απεφάσισαν αυτό και μάλιστα είναι χρεώσται σ” αυτούς. Διότι εάν τα έθνη έχουν συμμερισθή τα πνευματικά τους αγαθά, οφείλουν να τους συνδράμουν και εις τα υλικά αγαθά.»
Εδάφιο 26
Η ύπαρξη πτωχών στην Εκκλησία της Ιερουσαλήμ εξηγείται, όπως και σε όλες τις Εκκλησίες, απ” το ότι συνήθως οι πτωχότερες τάξεις ανταποκρίνονται πιο πολύ στο κήρυγμα του Ευαγγελίου, και από τους διωγμούς και τις δημεύσεις περιουσιών που υπέστησαν τότε οι χριστιανοί. Ίσως αυτός να ήταν κυρίως ο λόγος που τους οδήγησε να καθιερώσουν τα κοινά τραπέζια αγάπης.
«Κοινωνία»: Εδώ εννοεί την υλική μετάδοση, τόσο, όσο αυτή προκύπτει απ” την κοινωνία των καρδιών, σύγκρινε Εβραίους ΙΓ16.
Εδάφιο 27
«Ευδόκησαν»: Τονίζει με αυτή την λέξη τον ελεύθερο, αβίαστο και αυθόρμητο χαρακτήρα αυτής της συνεισφοράς. Οι Εκκλησίες που συνείσφεραν αισθάνθηκαν την ανάγκη να τιμήσουν με αυτό την Εκκλησία από την οποία είχε έλθει σ” αυτές το δώρο της σωτηρίας. Έκριναν ότι δεν ήταν σπουδαίο πράγμα να ενεργήσουν έτσι σε μια κατώτερη περιοχή, στην περιοχή των υλικών αγαθών, για λογαριασμό εκείνων στους οποίους όφειλαν ευλογίες άπειρης αξίας. Ο Παύλος πλαταίνει πάνω σ” αυτό το θέμα, όχι μόνο για να ευχαριστήση τις Εκκλησίες της Ελλάδας, ή έχοντας κατά νουν να οδηγήση την Εκκλησία της Ρώμης να προχωρήση άμεσα σ” ένα παρόμοιο έργο, αλλά με την πρόθεση του να ξυπνήση στην καρδιά των ακροατών του την αίσθηση ενός καθήκοντος, το οποίο και αυτοί θα έχουν την ευκαιρία να εκπληρώσουν τώρα ή αργότερα.
Μετά απ” αυτά τα λόγια, επιστρέφει στο βασικό του θέμα.
«Τούτο ουν επιτελέσας, και σφραγισάμενος αυτοίς τον καρπόν τούτον, απελεύσομαι δι” υμών εις την Σπανίαν. Οίδα δε ότι ερχόμενος προς υμάς εν πληρώματι ευλογίας του ευαγγελίου του Χριστού ελεύσομαι.»
«Αφού λοιπόν εκτελέσω το έργον αυτό και τους παραδώσω εν ασφαλεία την συνεισφοράν αυτήν, θ” αναχωρήσω δια την Ισπανίαν, περνώντας από σας. Ξέρω δε ότι όταν έλθω σε σας, θα έλθω με τον πλούτον της ευλογίας του ευαγγελίου του Χριστού.»
Ο Παύλος τους γράφει ότι άπαξ και τελειώσει μ” αυτό το τυπικό καθήκον, θα επισπεύση το ταξίδι του στην Δύση (εδάφιο 29). Και εάν τα πράγματα έλθουν τελικά έτσι, είναι σίγουρος για την ευλογία που θ” απολαύση μεταξύ των αδελφών του της Εκκλησίας της Ρώμης.
Όσο βεβαιωμένος είναι τώρα ο Παύλος όταν σκέφτεται για την Ρώμη, τόσο ανησυχία καταλαμβάνει την καρδιά του όταν σκέφτεται για την Ιερουσαλήμ.
«Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, δια του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και δια της αγάπης του Πνεύματος συναγωνίσασθαι μοι εν ταις προσευχαίς υπέρ εμού προς τον Θεόν, ίνα ρυσθώ από των απειθούντων εν τη Ιουδαία και ίνα η διακονία μου η εις Ιερουσαλήμ ευπρόσδεκτος γένηται τοις αγίοις, ίνα εν χαρά έλθω προς υμάς δια θελήματος Θεού και συναναπαύσωμαι υμίν.»
«Σας παρακαλώ, αδελφοί, δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και δια της αγάπης του Πνεύματος να αγωνισθήτε μαζί μου σε προσευχάς εις τον Θεόν δι” εμέ, δια να σωθώ από τους απειθείς της Ιουδαίας και δια να γίνη η αποστολή μου εις την Ιερουσαλήμ ευπρόσδεκτη εις τους εκεί αγίους, ώστε να έλθω σε σας με χαράν, εάν τούτο είναι το θέλημα του Θεού, και να απολαύσω την συντροφιά σας.»
Τούτη η αίτηση του Αποστόλου, που τους την ζητά τόσο σοβαρά, αφορά μια κοινή μάχη. Υπάρχουν εχθρικές δυνάμεις που πρέπει να πολεμηθούν (εδάφιο 31). Τους ζητά ν” αγωνισθούν «προς τον Θεόν», του Οποίου το χέρι μπορεί μόνον να καλύψη τον Απόστολο σ” αυτό το ταξίδι με μια αδιαπέραστη ασπίδα, «εν ταις προσευχαίς» τους, μια και αυτές είναι το αποτελεσματικό μέσον για να κινηθή αυτό το πανίσχυρο χέρι.
Η φράση, «συναγωνίσασθαι μοι», θυμίζει στους Ρωμαίους πόσο και αυτός ο ίδιος αγωνίζεται για τον ίδιο σκοπό.
«Ίνα ρυσθώ από των απειθούντων εν τη Ιουδαία και ίνα η διακονία μου η εις Ιερουσαλήμ ευπρόσδεκτος γένηται τοις αγίοις».
«Ίνα εν χαρά έλθω προς υμάς δια θελήματος Θεού και συναναπαύσωμαι υμίν.»
«Ο δε Θεός της ειρήνης μετά πάντων υμών. Αμήν.»
«Ο δε Θεός της ειρήνης να είναι μαζί με όλους σας. Αμήν.»
Και πρώτα, εδάφια 1 και 2, η σύσταση της διακόνισσας Φοίβης.
«Συνίστημι δε υμίν Φοίβην την αδελφήν ημών, ούσαν διάκονον της εκκλησίας της εν Κεχρεαίς, ίνα αυτήν προσδέξησθε εν Κυρίω αξίως των αγίων και παραστήτε αυτή εν ω αν υμών χρήζη πράγματι. Και γαρ αύτη προστάτις πολλών εγενήθη και αυτού εμού.»
«Σας συνιστώ την Φοίβην την αδελφήν μας, η οποία είναι διακόνισσα της εκκλησίας εν Κεγχρεάς, δια να την δεχθήτε εν Κυρίω όπως αξίζει εις αγίους και την βοηθήσετε εις ό,τι χρειασθή από σας, διότι και αυτή εβοήθησε πολλούς και εμέ τον ίδιον.»
Οι Κεχρεαίς ήταν το λιμάνι της Κορίνθου το προς την ανατολή, στην πλευρά του Αιγαίου.
Εδάφιο 2
«Εν Κυρίω»: Στην βαθειά αίσθηση της κοινωνίας με Αυτόν, που ενώνει σ” ένα σώμα όλα τα μέλη της Εκκλησίας.
«Προστάτις πολλών εγεννήθη και αυτού εμού»: Πιθανόν η Φοίβη να φρόντισε τον Παύλο στην παραμονή του στις Κεχρεαίς, που αναφέρεται στις Πράξεις ΙΗ18, ίσως και επ” ευκαιρία κάποιας αρρώστειας του.
Εδάφια 3-16
Μετά την σύσταση της Φοίβης ο Απόστολος προσθέτει μια σειρά χαιρετισμών. Τούτους τους χαιρετισμούς, σημάδι της αγάπης του, επιφορτίζει την Εκκλησία την ιδία να τους μεταφέρη (προφανώς στην δημόσια ανάγνωση της Επιστολής του στο εκκλησίασμα).
«Ασπάσασθε Πρίσκιλλαν και Ακύλαν τους συνεργούς μου εν Χριστώ Ιησού, οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οις ουκ εγώ μόνος ευχαριστώ, αλλά και πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών, και την κατ” οίκον αυτών εκκλησίαν».
«Χαιρετήστε την Πρίσκιλλαν και τον Ακύλαν, τους συνεργάτες μου εν Χριστώ Ιησού, οι οποίοι χάριν της ζωής μου εκινδύνευσαν να αποκεφαλισθούν και τους οποίους όχι μόνον εγώ ευχαριστώ αλλά και όλαι αι εκκλησίαι των εθνών. Χαιρετήστε επίσης την εκκλησίαν του σπιτιού τους».
Γνωρίζομε, από το Πράξεις ΙΘ21, ότι από την Έφεσσο ο Παύλος είχε ήδη κάνει το σχέδιο του να προχωρήση στην Ρώμη, ευθύς ως τελείωνε το έργο του στην Ασία και την Ελλάδα. Ο Ακύλας και η Πρίσκιλλα, που του είχαν σταθεί τόσο χρήσιμοι στην Κόρινθο, οι οποίοι είχαν ακόμα πάει και στην Έφεσσο μαζί του, έχοντας κατά νουν την αποστολή που προετοίμαζε, πηγαίνοντας τώρα από την Έφεσσο στην Ρώμη, κάνουν γι” αυτόν, ίσως για μια δεύτερη φορά, ό,τι είχαν κάνει αφήνοντας την Κόρινθο για την Έφεσσο. Το Ιάκωβος Δ13 δείχνει την ευκολία με την οποία οι πλούσιοι Ιουδαίοι έμποροι ταξίδευαν από την μια μεγάλη πόλη στην άλλη («Σήμερα ή αύριο θα πάμε σε τούτη την πόλη, και θ” αγοράσωμε και θα πωλήσωμε και θα κερδίσωμε»).
«Οίτινες υπέρ της ψυχής μου τον εαυτών τράχηλον υπέθηκαν, οις ουκ εγώ μόνος ευχαριστώ, αλλά και πάσαι αι εκκλησίαι των εθνών, και την κατ” οίκον αυτών εκκλησίαν».
«Και την κατ” οίκον αυτών εκκλησίαν»:
Εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι αυτά τα δύο πρόσωπα χαιρετιόνται εδώ, όχι μόνον σαν φίλοι του Παύλου, αλλά λόγω του σπουδαίου ρόλου που έπαιζαν στο έργο της αποστολικότητας του. Το Πράξεις ΙΗ24-28 παρουσιάζει ένα παράδειγμα της δραστηριότητας τους, και της δυναμικής επίδρασης που αυτοί ασκούσαν. Και είναι πιθανον ότι ό,τι υπήρξαν στην Έφεσσο, το ίδιο ήταν και στην Ρώμη, απ” την ημέρα που επέστρεψαν σ” αυτήν. Μ” έναν λόγο, αυτοί ήσαν ευαγγελιστές της πρώτης σειράς. Αυτό είναι που τους συνιστά στην Εκκλησία, και τους βάζει στην πρώτη σειρά σ” αυτή την λίστα των αποστολικών χαιρετισμών. Τούτο είναι επίσης που ρίχνει και φως στον χαρακτήρα της όλης αυτής λίστας.
«Ασπάσασθε Επαίνετον τον αγαπητόν μου, ος εστιν απαρχή της Αχαϊας εις Χριστόν. Ασπάσασθε Μαριάμ, ήτις πολλά εκοπίασεν εις ημάς.»
«Χαιρετήστε τον Επαίνετον τον αγαπητόν μου, που είναι ο πρώτος από την Αχαϊαν που επίστεψε εις τον Χριστόν. Χαιρετήστε την Μαριάμ, η οποία πολύ εκοπίασε για μας.»
Εδάφια 7,8
«Ασπάσασθε Ανδρόνικον και Ιουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισιν επίσημοι εν τοις αποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Χριστώ. Ασπάσασθε Αμπλίαν τον αγαπητόν μου εν Κυρίω.»
«Χαιρετήστε τον Ανδρόνικον και την Ιουνίαν, τους ομοεθνείς μου και συντρόφους μου εις την φυλακήν. Είναι διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων και είχαν πιστέψει εις τον Χριστόν πριν από εμέ. Χαιρετήστε τον Αμπλίαν τον αγαπητόν μου εν Κυρίω.»
«Συγγενείς»: Μάλλον εδώ δηλώνει «συμπατριώτες» (ιδέ και Θ3, ΙΣΤ11,21).
«Επίσημοι εν τοις αποστόλοις»: Επίσημοι μεταξύ εκείνου του μεγάλου αριθμού των ευαγγελιστών οι οποίοι, με το ιεραποστολικό τους έργο στις χώρες της Ανατολής, φέρουν επάξια τον τίτλο του αποστόλου. Πράγματι, αυτός ο τίτλος θα μπορούσε σε ορισμένες περιπτώσεις να έχη μια πλατύτερη έννοια απ” αυτή που έχει στα Ευαγγέλια, μια έννοια σαν και αυτή που έχει στις ημέρες μας.
Τούτοι οι δύο θα πρέπει ν” ανήκαν σε κείνη την πρώτη Εκκλησία της Ρώμης.
«Αμπλίαν τον αγαπητόν μου εν Χριστώ»: Αυτό το «εν Χριστώ», σύμφωνα με το πνεύμα αυτής της λίστας των χαιρετισμών, υπονοεί την αφιέρωση του Αμπλία στην υπηρεσία του Κυρίου.
«Ασπάσασθε Ουρβανόν τον συνεργόν ημών εν Χριστώ και Στάχυν τον αγαπητόν μου. Ασπάσασθε Απελλήν τον δόκιμον εν Χριστώ. Ασπάσασθε τους εκ των Αριστοβούλου».
«Χαιρετήστε τον Ουρβανόν τον συνεργάτην μας εν Χριστώ, και τον Στάχυν τον αγαπητόν μου. Χαιρετήστε τον Απελλήν τον δοκιμασμένον εν Χριστώ. Χαιρετήστε τους οικιακούς του Αριστοβούλου».
«Ασπάσασθε Ηρωδίωνα τον συγγενή μου. Ασπάσασθε τους εκ των Ναρκίσσου τους όντας εν Κυρίω. Ασπάσασθε Τρύφαιναν και Τρυφώσαν τας κοπιώσας εν Κυρίω. Ασπάσασθε Περσίδα την αγαπητήν, ήτις πολλά εκοπίασεν εν Κυρίω.»
«Χαιρετήστε τον Ηρωδίωνα τον ομοεθνή μου. Χαιρετήστε εκείνους από τους οικιακούς του Ναρκίσσου που ανήκουν στον Κύριον. Χαιρετήστε την Τρύφαιναν και την Τρυφώσαν, αι οποίαι κοπιάζουν δια τον Κύριον. Χαιρετήστε την Περσίδα την αγαπητήν, η οποία πολύ εκοπίασε δια τον Κύριον.»
Εδάφιο 13
«Ασπάσασθε Ρούφον τον εκλεκτόν εν Κυρίω και την μητέρα αυτού και εμού.»
«Χαιρετήστε τον Ρούφον τον εκλεκτόν εν Κυρίω, και την μητέρα του που είναι και δική μου.»
Οι λέξεις, «την μητέρα αυτού και εμού», αποδεικνύουν ότι ο Παύλος ήταν ενωμένος μ” αυτή την οικογένεια με στενούς δεσμούς, ότι ίσως είχε ζήσει και μαζί τους. Και εάν θυμηθούμε ότι ο Μάρκος, γράφοντας το Ευαγγέλιο του στην Ρώμη, δηλώνει τον Σίμωνα τον Κυρηναίο, που μετέφερε τον σταυρό του Κυρίου, σαν «τον πατέρα Αλεξάνδρου και Ρούφου», οδηγούμεθα φυσιολογικά να συμπεράνωμε, αν πρόκειται φυσικά για τα ίδια πρόσωπα, ότι αυτή η οικογένεια είχε μετοικήσει από την Ιερουσαλήμ στην Ρώμη, όπου ο Ρούφος κατείχε διακεκριμένη θέση στην Εκκλησία. Ίσως στα χρόνια της νεότητας του, όταν ο Παύλος σπούδαζε στην Ιερουσαλήμ, να έζησε σ” αυτή την οικογένεια, και να απόλαυσε την μητρική φροντίδα της συζύγου του Σίμωνα.
«Ασπάσασθε Ασύγκριτον, Φλέγοντα, Ερμάν, Πατρόβαν, Ερμήν και τους συν αυτοίς αδελφούς. Ασπάσασθε Φιλόλογον και Ιουλίαν, Νηρέα και την αδελφήν αυτού, και Ολυμπάν και τους συν αυτοίς πάντας αγίους.»
«Χαιρετήστε τον Ασύγκριτον, τον Φλέγοντα, τον Ερμάν, τον Πατρόβαν, τον Ερμήν και τους αδελφούς που είναι μαζί τους. Χαιρετήστε τον Φιλόλογον και την Ιουλίαν, τον Νηρέα και την αδελφήν του, τον Ολυμπάν και όλους τους αγίους που είναι μαζί τους.»
«Ασπάσασθε αλλήλους εν φιλήματι αγίω. Ασπάζονται υμάς αι εκκλησίαι του Χριστού».
«Χαιρετήστε ο ένας τον άλλον με άγιο φίλημα. Σας χαιρετούν όλαι αι εκκλησίαι του Χριστού.»
Όσο για το «άγιο φίλημα», πιθανόν ο υπεύθυνος της συνάθροισης να φιλούσε τον αδελφό που καθόταν δίπλα του, αυτός τον επόμενο, και ούτω καθ” εξής. Το ίδιο θα λάμβανε χώρα και στην μεριά των γυναικών.
Εδάφια 17-20
Στην Πρώτη Επιστολή προς Κορινθίους, ο Απόστολος, μετά από ένα χωρίο χαιρετισμών, ΙΣΤ19-21, σταματά με μιας, για ν” απευθύνη στην Εκκλησία, σαν σε υστερόγραφο, μια επίσημη προειδοποίηση (εδάφιο 22). Είναι σαν ο χαιρετισμός που μόλις είχε γράψει να ξύπνησε μέσα του, ακόμα μια φορά πριν κλείση το γράμμα του, το αίσθημα του κινδύνου που ήταν στον δρόμο των αναγνωστών του. Και εδώ είναι το ίδιο, με την διαφορά ότι στην Κόρινθο ο κίνδυνος ήταν παρών και πίεζε, καθώς φαίνεται από την όλη Επιστολή, ενώ στην Ρώμη είναι ακόμα μακρυνός, παρόλο αναπόφευκτος.
«Παρακαλώ δε υμάς, αδελφοί, σκοπείν τους τας διχοστασίας και τα σκάνδαλα παρά την διδαχήν ην υμείς εμάθετε ποιούντας, και εκκλίνατε απ” αυτών. Οι γαρ τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία, και δια της χρηστολογίας και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων.»
«Σας παρακαλώ, αδελφοί, να προσέχετε εκείνους που δημιουργούν διχόνοιες και σκάνδαλα, αντίθετα προς όσα εδιδαχθήκατε, και απομακρυνθήτε απ” αυτούς, διότι οι τέτοιοι άνθρωποι δεν είναι δούλοι του Κυρίου μας Ιησού Χριστού αλλά των δικών τους επιθυμιών και με τα γλυκά και τα ωραία τους λόγια εξαπατούν τις καρδιές των αθώων».
Το άρθρο πριν τις λέξεις «διχοστασίας» και «σκανδαλα», δείχνει ότι ο Απόστολος είχε κατά νουν γεγονότα ήδη γνωστά στους Ρωμαίους, που συνέβαιναν σε άλλες Εκκλησίες.
Ο όρος «διχοστασίες» αναφέρεται σε εκκλησιαστικές διαιρέσεις. Ο όρος «σκάνδαλα» σε ηθικές αταξίες που τόσο συχνά συνόδευαν τις προηγούμενες, ειδικά στην Κόρινθο, σύγκρινε Β” Κορινθίους Ι-ΙΓ.
«Την διδαχήν ην υμείς εμάθετε»: Πρόκειται για το Ευαγγέλιο του Παύλου που διδάχθηκε στους Ρωμαίους, όχι από τον ίδιον, αλλά από τους συνεργάτες του τους οποίους μόλις χαιρέτησε στην Επιστολή. Η διδασκαλία που αντιτίθεται σ” αυτό το Ευαγγέλιο, είναι το νομικίστικο σύστημα, το οποίο, σύμφωνα μ” αυτό το χωρίο, καθώς επίσης το Α8,11,12, ΣΤ17, και την όλη Επιστολή γενικά, δεν είχε βάλει ακόμα πόδι στην Ρώμη.
«Εκκλίνατε απ” αυτών»: Σαν θα φθάσουν και μέχρι εσάς, μην εισέλθετε σε κοινωνία μαζί τους, γυρίστε τους την πλάτη. Και γιατί αυτό; Το εδάφιο 18 δίνει την απάντηση.
«Οι γαρ τοιούτοι τω Κυρίω ημών Ιησού Χριστώ ου δουλεύουσιν, αλλά τη εαυτών κοιλία, και δια της χρηστολογίας και ευλογίας εξαπατώσι τας καρδίας των ακάκων.»
«Η γαρ υμών υπακοή εις πάντας αφίκετο. Χαίρω ουν το εφ” υμίν. Θέλω δε υμάς σοφούς μεν είναι εις το αγαθόν, ακεραίους δε εις το κακόν.»
«Η υπακοή σας έγινε γνωστή εις όλους. Χαίρω λοιπόν για σας, αλλά θέλω να είσθε σοφοί για ό,τι είναι καλό, και ακέραιοι εις το κακό.»
«Χαίρω ουν το εφ” υμίν». Η σωστότερη γραφή είναι αυτή του Αλεξανδρινού κειμένου, «Εφ υμίν ουν χαίρω». Η προσκόλληση τους στην ευαγγελική αλήθεια δίνει χαρά στον Απόστολο (σύγκρινε το «χάρις δε τω Θεώ», ΣΤ17). Μόνο που πρέπει να την διατηρήσουν, και γι” αυτόν τον σκοπό ο Απόστολος θέλει, στην υπακοή τους προς την αλήθεια, να προσθέσουν δύο πράγματα: Διάκριση και ακεραιότητα.
Ένας ηθικολόγος γράφοντας πάνω σ” αυτό το θέμα πιθανώς να είχε πει: «σοφία όσον αφορά το κακό, και ακεραιότητα όσον αφορά το καλό». Ο Παύλος κάνει το αντίθετο: Θέλω δε υμάς σοφούς μεν είναι εις το αγαθόν, ακεραίους δε εις το κακόν.»
Και από εδώ πάλιν φαίνεται ότι αυτός μιλά «δια της χάρης που του δόθηκε». Αναφορικά με το τι είναι κακό, δεν υπάρχουν δύο ερωτήσεις. Το συμπέρασμα, η κρίση: «Είναι κακό!», άπαξ και ανηγγέλθη στην συνείδηση, το κάθε τι έχει λεχθεί. Αλλοίμονον σε κείνον που μετά απ” αυτό ακόμα διαφωνεί, και αναπτύσσει επιχειρήματα. Ένας ικανώτερος απ” αυτόν (σύγκρινε εδάφιο 20) δεν θ” αποτύχη να τον παγιδέψη. Δεν υπάρχει πλέον παρά ένα πράγμα που πρέπει να γίνη: «Να εκκλίνουν απ” αυτό» (εδάφιο 17). Εξ αυτού, όσον αφορά το κακό, το μόνο πράγμα που χρειάζεται είναι η ακεραιότητα.
Δεν είναι το ίδιο αναφορικά με το καλό. Όταν ένα πράγμα αναγνωρίζεται σαν καλό, δεν έχει λεχθεί ακόμα το κάθε τι. Εδώ, αντιθέτως, χρειάζεται σύνεση για να μη καταστρέψεις ένα καλό πράγμα με τον άσοφο ή αδέξιο τρόπο που θα το κάνης. Εδώ είναι που παρουσιάζονται διάφορες ερωτήσεις: «Είναι η ώρα να το κάνω»; «Πως θα πρέπει να το κάνω»; κ.λ.π. κ.λ.π. Όλες αυτές είναι ερωτήσεις που χρειάζονται ένα ορισμένο μέτρο σοφίας, διάκρισης, πρακτικής ικανότητας, («σοφίας»). Στην περίπτωση του κακού, αλλοίμονο στον ικανό! Η ικανότητα δημιουργεί θύματα. Στην περίπτωση του καλού, αλλοίμονο στον απλό! Η απλότητα είναι ο πατέρας των λαθών.
Θα πρέπει να σημειωθή ότι για να δηλώση την ακεραιότητα, ο Παύλος σ” αυτό το εδάφιο χρησιμοποιεί έναν τελείως διαφορετικόν όρο από ότι στο προηγούμενο. Εκεί είχε υπ” όψιν ανθρώπους σε άγνοια ως προς το κακό, που ευκολα εξαπατόνται, εξ αυτού η χρήση του όρου «άκακος». Εδώ επιθυμεί να ομιλήση για την ηθική ακεραιότητα η οποία, την στιγμή που αναγνωρίζει το κακό, σπάει τις σχέσεις της μαζί του. Εξ αυτού ο όρος «ακέραιος», που κατά γράμμα σημαίνει «μη αναμεμειγμένος», «ελεύθερος από ακάθαρτη ανάμειξη».
Αυτά τα λόγια του Αποστόλου εξηγούν την εντολή του Κυρίου, Ματθαίος Ι16: «Απλοί σαν τα περιστέρια, φρόνιμοι σαν τα φίδια». Σύγκρινε επίσης Α” Κορινθίους ΙΔ20 και Β” Κορινθίους ΙΑ3.
«Ο δε Θεός της ειρήνης συντρίψει τον Σατανάν υπό τους πόδας υμών εν τάχει. Η χάρις του Κυρίου Ιησού Χριστού μεθ” υμών.»
«Ο δε Θεός της ειρήνης θα συντρίψη γρήγορα τον Σατανάν κάτω από τα πόδια σας. Η χάρις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας.»
Η σύνδεση μεταξύ των εδαφίων 19 και 20 μπορεί να βρή την εξήγηση της στα εδάφια 13-15 του Β” Κορινθίους ΙΑ, όπου ο Απόστολος εκφράζεται κατά τον ίδιο τρόπο αναφορικά με τους Ιουδαϊζοντες ταραξίες: «Τέτοιοι άνθρωποι είναι ψευδαπόστολοι, εργάται δόλιοι, που μεταμφιέζονται εις αποστόλους του Χριστού. Και δεν είναι αυτό περίεργον, διότι ο ίδιος ο Σατανάς μεταμφιέζεται εις άγγελον φωτεινόν. Δεν είναι λοιπόν μεγάλο πράγμα, εάν οι υπηρέται του μεταμφιέζονται εις υπηρέτας δικαιοσύνης, των οποίων το τέλος θα είναι σύμφωνον προς τα έργα τους».
Η έκφραση, «Θεός της ειρήνης», έχει διαλεχθεί επί τούτου για να περιγράψη τον Θεό σαν έναν ο οποίος, εάν η Εκκλησία εκπληρώση καλά το καθήκον της σ” αυτές τις περιστάσεις, θα φροντίση ν” ανατρέψη τα σχέδια των εχθρών της, και να διατηρήση την ειρήνη μεταξύ των πιστών.
Ο όρος «συντρίψη» είναι προφανώς ένας υπαινιγμός στην αρχαία υπόσχεση, Γένεση Γ15.
«Εν τάχει»: Τούτες οι λέξεις συνήθως ερμηνεύονται σαν «γρήγορα», πράγμα που θα δήλωνε, «σ” έναν χρόνο κοντινό μ” αυτόν που σας γράφω το γράμμα». Από εδώ πολλοί έχουν οδηγηθεί στην ιδέα της εγγύτητας του ερχομού του Χριστού. Η λέξη όμως «ταχύς», και τα παράγωγα της, δεν δηλώνουν την εγγύτητα του γεγονότος. Τούτη η λέξη δηλώνει την ταχύτητα με την οποία επιτελείται αυτό το γεγονός. Ο όρος με τον οποίο δηλώνεται η εγγύτητα είναι το «ευθύς». Άρα ο Παύλος εννοεί ότι η νίκη θα κερδηθή γρήγορα, άπαξ και αρχίσει η μάχη. Όταν ο πιστός μάχεται με τα όπλα του Θεού (Εφεσίους ΣΤ), η μάχη ποτέ δεν τραβά εις μάκρος.
Η νίκη θα προκύψη από δύο παράγοντες, ο ένας θείος («ο Θεός θα συντρίψη»), ο άλλος ανθρώπινος («υπό τους πόδας υμών»). Ο Θεός μεταδίδει δύναμη. Αλλά αυτή περνά μέσω του ανθρώπου που την δέχεται και την χρησιμοποιεί.
«Ασπάζονται υμάς Τιμόθεος ο συνεργός μου, και Λούκιος και Ιάσων και Σωσίπατρος οι συγγενείς μου. Ασπάζομαι υμάς εγώ Τέρτιος ο γράψας την επιστολή εν Κυρίω. Ασπάζεται υμάς Γάϊος ο ξένος μου και της εκκλησίας όλης. Ασπάζεται υμάς Έραστος ο οικονόμος της πόλεως και Κούαρτος ο αδελφός.»
«Σας χαιρετούν ο Τιμόθεος, ο συνεργάτης μου, και ο Λούκιος, ο Ιάσων και ο Σωσίπατρος οι συμπατριώται μου. Σας χαιρετώ εν Κυρίω εγώ ο Τέρτιος, ο οποίος έγραψα την επιστολήν. Σας χαιρετά ο Γάϊος που φιλοξενεί εμέ και όλην την εκκλησίαν. Σας χαιρετά ο Έραστος, ο οικονόμος της πόλεως, και Κούαρτος ο αδελφός.»
Η Ύψωση των Ματιών προς τα Επάνω. ΙΣΤ25-27
Κλείνοντας ο Παύλος μια τέτοια Επιστολή, δεν μπορεί παρά να σηκώση ακόμα μια φορά τα μάτια προς τον ουρανό, και να επικαλεσθή γι” αυτό το έργο, την βαρύτητα του οποίου γνώριζε, και για την Εκκλησία για την οποίαν προοριζόταν, την ευλογία Αυτού ο οποίος μόνος οικοδομεί και δυναμώνει αληθινά. Το έχει κάνει αρκετές φορές στην πορεία αυτού του γραψίματος, όταν έφθανε στο συμπέρασμα κάποιας σπουδαίας ανάπτυξης. Πως θα μπορούσε να αποφύγη να το κάνη τώρα στο τέλος της Επιστολής;
«Τω δε δυναμένω υμάς στηρίξαι κατά το ευαγγέλιον μου και το κήρυγμα Ιησού Χριστού, κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου, φανερωθέντος δε νυν, δια τε γραφών προφητικών κατ” επιταγήν του αιωνίου Θεού εις υπακοήν πίστεως εις πάντα τα έθνη γνωρισθέντος, μόνω σοφώ Θεώ δια Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Εις εκείνον δε που έχει την δύναμιν να σας στηρίξη σύμφωνα με το ευαγγέλιον μου και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού, σύμφωνα με την αποκάλυψιν του μυστηρίου δια το οποίον ετηρείτο σιγή επί πολλούς αιώνας αλλά εφανερώθηκε τώρα, και, δια προφητικών γραφών, κατ” εντολήν του αιωνίου Θεού, έγινε γνωστόν εις όλα τα έθνη, ώστε να υπακούσουν εις την πίστιν. Εις τον μόνον σοφόν Θεόν δια του Ιησού Χριστού, εις αυτόν ας είναι η δόξα αιωνίως. Αμήν.»
«Στηρίξει»: Ο Παύλος μιλά για την σταθερότητα της εσωτερικής ζωής γενικά, γι” αυτήν την πνευματική σταθερότητα, η οποία αποκρούει νικηφόρα όλες τις επιθέσεις, από μέσα και από έξω. Θα τους ήθελε όλους να γίνουν σαν εκείνους τους «δυνατούς» για τους οποίους μίλησε στο ΙΕ1. Αυτή η δύναμη είναι που βοηθά και στην εσωτερική απελευθέρωση της συνείδησης από τους νομικίστικους περιορισμούς.
Η μετάδοση αυτής της πνευματικής δύναμης συνδέεται από τον Απόστολο μ” έναν συγκεκριμένο κανόνα: «Κατά το ευαγγέλιον μου». Με αυτό τον όρο θέλει να δείξη τον τύπο του χριστιανικού δόγματος που του έχει αποκαλυφθεί προσωπικά (Γαλάτας Α11-16), τα δύο βασικά χαρακτηριστικά του οποίου είναι, καθώς έχομε δει σ” όλη την Επιστολή, η τέλεια ελευθερία, και, σαν συνέπεια, η παγκοσμιότητα της σωτηρίας. Σωτηρία χωρίς καμμία προϋπόθεση (κάποιου έργου ή κάποιας αξίας), σωτηρία προσφερομένη χωρίς διάκριση σε όλους, αυτό είναι, με δύο λέξεις, ό,τι ο Παύλος ωνόμαζε «ευαγγέλιο του».
Να πούμε και τούτο: Η δύναμη του Θεού μπορεί να ενεργήση μόνον σε συμφωνία με την σκέψη του Θεού. Τώρα, μια και το Ευαγγέλιο του Παύλου είναι η σκέψη του Θεού, έπεται ότι, η δύναμη του Θεού μπορεί να ασκηθή στην καρδιά του ανθρώπου τόσο μόνον, όσο αυτό το Ευαγγέλιο είναι δεκτό και αντιληπτό απ” αυτή. Τέτοια είναι η έννοια της πρόθεσης «κατά».
«Το κήρυγμα του Ιησού Χριστού»: Είναι το θέμα του Ευαγγελίου του Παύλου: «Και (γενικά) σύμφωνα με το κήρυγμα του οποίου ο Χριστός είναι το θέμα». Πράγματι, ο Χριστός που κηρύχθηκε από τους Δώδεκα είναι ο Ίδιος τον οποίον κηρύττει ο Παύλος. Σύγκρινε Α” Κορινθίους ΙΕ11. Είναι ο Χριστός σταυρωμένος και αναστημένος για μας. Και εάν η ιδιαίτερη αποκάλυψη που έλαβε ο Παύλος είχε σαν αποτέλεσμα της να φέρη στο φως νέες μη γνωστές πλευρές του έργου του Χριστού, δεν παύει να είναι αληθές ότι ο Χριστός που κηρύχθηκε απ” αυτόν, είναι ο ίδιος ο Χριστός του αποστολικού κηρύγματος γενικά.
«Κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου»: Η πράξη του κηρύγματος υπόκειται σ” έναν κανόνα. Ο άνθρωπος δεν το λέγει κατά έναν ανεξάρτητο και αυθαίρετο τρόπο. Έτσι ο Παύλος είναι προσεκτικός να συμμορφώση το ευαγγελικό του κήρυγμα προς την αποκάλυψη που έχει λάβει της θείας σκέψης για την σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
Ο Θεός έχει συλλάβει από την αιωνιότητα ένα σχέδιο για μας (Α” Κορ. Β7). Αυτό το σχέδιο εκρατήθηκε μυστικό για αιώνες. Και όσο ο άνθρωπος δεν εισήγετο σ” αυτό, παρέμενε ένα μυστήριο, κάτι απλησίαστο στον άνθρωπο αφημένον στον εαυτόν του, σύγκρινε ΙΑ25. Αλλά τώρα αυτό το αιώνιο σχέδιο έχει αποκαλυφθεί. Αφού πραγματοποιήθηκε μέσω της εμφάνισης και του έργου του Ιησού Χριστού, έχει αποκαλυφθεί υπό του Αγίου Πνεύματος (Α” Κορινθίους Β7-12) σε κείνους που έχουν κληθεί να το κάνουν γνωστό στον κόσμο, και ειδικά στον Παύλο, όσον αφορά τους Εθνικούς (Εφεσίους Γ2 και 3).
Το περιεχόμενο αυτού του μυστηρίου είναι, ομιλόντας γενικά, η εν Χριστώ σωτηρία, αλλά πιο ειδικά στο χωρίο μας, εκείνη η σωτηρία καθώς είναι να κηρυχθή στους Εθνικούς (Γαλ. Α16) – δηλαδή, ότι δια πίστεως αυτοί γίνονται ένα σώμα εν Χριστώ με τους Ιουδαίους πιστούς (Εφ. Γ4-6).
Οι «αιώνιοι χρόνοι» είναι οι πολυάριθμοι αιώνες που έχουν περάσει μεταξύ της δημιουργίας του ανθρώπου και της εμφάνισης του Χριστού, σύγκρινε Τίτος Α2.
«Φανερωθέντος δε νυν, δια τε γραφών προφητικών κατ” επιταγήν του αιωνίου Θεού εις υπακοήν πίστεως εις πάντα τα έθνη γνωρισθέντος».
Η μετοχή «φανερωθέντος» αναφέρεται στην εσωτερική αποκάλυψη του θείου μυστηρίου υπό του Αγίου Πνεύματος, την οποία έχει λάβει ο Απόστολος, σύγκρινε τις ακριβώς όμοιες εκφράσεις, Εφεσίους Γ5.
Αυτή η πράξη της αποκάλυψης θα πρέπει να συμπληρωθή αναγκαστικά και από μία άλλη, καθώς δείχνεται από την ακόλουθη μετοχή: «γνωρισθέντος». Εκείνο που οι Απόστολοι έλαβαν δια αποκαλύψεως, δεν είναι να το κρατήσουν για τους εαυτούς τους. Έχουν κληθεί να το διακηρύξουν σε όλο τον κόσμο.
Το «γνωρισθέντος» καθορίζεται από τέσσερις όρους. Ο πρώτος αναφέρεται στην αιτία: «Η θεία εντολή». Ο δεύτερος στο μέσον: «Οι προφητικές γραφές». Ο τρίτος στον στόχο: «Εις υπακοήν πίστεως». Ο τέταρτος στον αποδέκτη: «Εις πάντα τα Έθνη».
Η «επιταγή του Θεού» ήλθε από το στόμα του Ιησού όταν του είπε: «Πήγαινε και δίδαξε όλα τα έθνη». Αυτή η εντολή δεν ήταν για την υλοποίηση μιας παροδικής ή δευτερεύουσας σκέψης. Ήτο η αναλλοίωτη και αιώνια σκέψη στην οποία υπόκεινται όλες οι υπόλοιπες, ακόμα και η απόφαση της δημιουργίας. Αυτό είναι εκείνο που το επίθετο «αιώνιο», αναφερόμενο στον Θεό, προτίθεται να μας θυμίση. Ο Θεός παραμένει υψωμένος πάνω απ” όλες τις φάσεις μέσω των οποίων περνά η εκτέλεση των σχεδίων Του.
Οι «προφητικές γραφές», που είναι το μέσον δια του οποίου έγινε γνωστό αυτό το μυστήριο, εδώ δεν είναι τα προφητικά βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης. Το Ευαγγέλιο δεν κηρύχθηκε από αυτά τα βιβλία. Αντίθετα, ο Παύλος έχει δηλώσει ότι το μυστήριο είχε κρατηθεί καλυμμένο μέχρι τον «παρόντα χρόνο», μέχρι, δηλαδή, τον χρόνο που δέχτηκε ο Παύλος και οι Απόστολοι την αποκάλυψη του. Η μόνη εξήγηση αυτού του όρου μπορεί να ληφθή από το Εφεσίους Γ2-6: «Διά το σχέδιον της χάριτος του Θεού που μου δόθηκε για σας, ότι δηλαδή κατ” αποκάλυψιν μου εγνώρισε το μυστήριον, όπως σας έγραψα προηγουμένως με λίγα λόγια, εις τα οποία μπορείτε, εάν τα αναγνώσετε, να εννοήσετε πως αντιλαμβάνομαι το μυστήριον του Χριστού, το οποίον εις άλλας γενεάς δεν έγινε γνωστόν εις τους ανθρώπους, όπως αποκαλύφθηκε τώρα εις τους αγίους αποστόλους του και προφήτας δια του Πνεύματος ότι δηλαδή οι Εθνικοί είναι κληρονόμοι μαζί με εσάς και συσσωματωμένοι και συμμέτοχοι της υποσχέσεως του εν τω Χριστώ δια του ευαγγελίου». Οι Απόστολοι εδώ ονομάζονται προφήτες, τόσο όσον έχουν επιφορτισθεί να αναγγείλουν μια καινούργια αποκάλυψη. Οπότε και τα γραπτά τους δεν είναι παρά «προφητικές γραφές». Ο ίδιος ο Παύλος αισθάνεται ότι το γράμμα που μόλις έχει γράψει έχει αυτόν τον χαρακτήρα, και ότι συγκαταλέγεται μεταξύ των μέσων που ο Θεός χρησιμοποιεί για να κάνη γνωστή την νέα αποκάλυψη. Είναι λοιπόν γι” αυτό ακριβώς το γράμμα, καθώς επίσης και για τ” άλλα γράμματα που έχουν βγεί από την πέννα του, ή από εκείνη των άλλων Αποστόλων, που μιλά στο χωρίο μας. Ο Παύλος πράγματι εννοεί, «δια προφητικών γραφών». Είναι μια νέα σειρά θεοπνεύστων γραφών που έρχονται να συμπληρώσουν την συλλογή των αρχαίων και καλά γνωστών βιβλίων, όπως ακριβώς η καινούργια αποκάλυψη είναι η συμπλήρωση της παλαιάς.
Ο στόχος δηλώνεται με τις λέξεις «εις υπακοήν πίστεως», μια έκφραση η οποία επαναπαράγει την σκέψη του Α5, και η έννοια της οποίας είναι, καθώς αποδείξαμε εκεί, η υπακοή στον Θεό που συνίσταται στην ίδια την πίστη.
Τέλος, εκείνοι στους οποίους απευθύνεται αυτή η αποκάλυψη: «Εις πάντα τα έθνη», μια έκφραση όμοια μ” εκείνη του Α5: «Εν πάσι τοις έθνεσιν». Ο Παύλος έτσι τελειώνει εκεί απ” όπου είχε αρχίσει: Στην αποστολικότητα του προς τους Εθνικούς, η οποία έπεται μιας νέας και τελικής αποκάλυψης των σχεδίων του Θεού.
«Μόνω σοφώ Θεώ δια Ιησού Χριστού, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Διά Ιησού Χριστού»: Είναι μέσω του Ιησού Χριστού που ο Απόστολος απευθύνει την ικεσία του, όπως είναι μέσω του Ιησού Χριστού που θα έλθη κάτω στους Ρωμαίους η βοήθεια του μόνου δυνατού και μόνου σοφού Θεού.
Το ρήμα λοιπόν που εννοείται στην τελευταία πρόταση είναι το «εστί», «ω εστί η δόξα εις τους αιώνας»: Η δόξα ανήκει σ” Αυτόν ολοκληρωτικά σ” όλη την αιωνιότητα, διότι Αυτός είναι που έκανε το κάθε τι σ” αυτό το έργο της σωτηρίας, που εξετέθη στο γράμμα που μόλις ετελείωσε.
Το σχέδιο και των δύο είναι τέλεια λογικό. Η σωτηρία στην αντικειμενικότητα της εν Χριστώ, και έτσι όπως την οικειοποιείσαι ελεύθερα δια πίστεως. Σωτηρία που πραγματοποιείται στο άτομο δια του αγιασμού, το έργο του Αγίου Πνεύματος. Σωτηρία ειργασμένη σ” όλη την ανθρωπότητα μέσω των μεγάλων γεγονότων της ιστορίας, το σχέδιο της οποίας έχει χαράξει το δάκτυλο του Θεού – αυτό είναι το περιεχόμενο του δογματικού μέρους.
Η ζωή του σωθέντος πιστού, που εξηγείται πρώτα στην εσωτερική της αρχή: Αφιέρωση στον Θεό δια της θυσίας του σώματος. Αυτή η ζωή αποκαλύπτοντας τον εαυτόν της σε δύο σφαίρες, στην θρησκευτική και την πολιτική, στην πρώτη με ταπείνωση και αγάπη, στην δεύτερη με υποταγή και δικαιοσύνη. Αυτή η ζωή κινουμένη τελικά προς τον ένδοξο της στόχο: Την συνάντηση με Αυτόν που θα επιστρέψη, και ο Οποίος πρόκειται να εντυπώση πάνω της την σφραγίδα της τελειότητας – αυτό είναι το περιεχόμενο του πρακτικού μέρους της Επιστολής. Αμφιβάλλομε εάν η ακρίβεια αυτής της πρωταρχικής αντίληψης του έργου του Χριστού έχει ποτέ ξεπερασθεί.
Η Απολογητική επίσης βρίσκει σ” αυτή την Επιστολή τα πλέον πολύτιμα υλικά. Είκοσι εννέα χρόνια μετά τον θάνατο του Κυρίου μας, ο Χριστιανισμός έχει διασχίσει ηπείρους και θάλασσες, και έχει δημιουργήσει μια καινούργια κοινωνία στην Ρώμη. Τι δύναμη επέκτασης και ανανέωσης!
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά τον ερχομό στη γη του Ιησού, η ζωή Του εθεωρείτο σαν εκείνη του δευτέρου Αδάμ, σαν η εμφάνιση ενός νέου προσωπικού κέντρου του ανθρωπίνου γένους, σαν η αρχή μιας παγκόσμιας επανόρθωσης. Οι σύγχρονοι του Ιησού ζούσαν ακόμα, και ο θάνατος Του ήταν, στα μάτια της Εκκλησίας, η εξιλεωτική θυσία που προσεφέρθη για όλο το ανθρώπινο γένος, η ανωτάτη αποκάλυψη, ταυτόχρονα, της δικαιοσύνης του Θεού και του ελέους Του.
Το γεγονός της ανάστασης Του δεν ήταν μόνο αποδεκτό και πιστευτό χωρίς αντίρηση, αλλά εθεωρείτο σαν η αποκάλυψη μιας δικαίωσης, που είχε αποφασισθεί προς χάριν του κάθε αμαρτωλού. Μόλις που είχε πάψει να φαίνεται ο Ιησούς, και το μάτι της πίστης αμέσως Τον ακολούθησε στον αόρατο κόσμο, και Τον αντίκρυζε εκεί σαν τον Κύριο ο οποίος, απ” το μέσον της δόξας Του, εγέμιζε τα πάντα, από τον ουρανό έως αυτό το μέρος των νεκρών (κεφάλαιο ΙΔ). Η προσμονή του ερχομού Του ήταν η ψυχή της συλλογικής και της ατομικής ζωής όλων των πιστών. Τα γεγονότα της ανθρωπίνης Του ζωής ήταν ακόμα παρόντα στον νου όλων, και ήδη από την Ιερουσαλήμ έως την Ρώμη, η Εκκλησία Τον ανεγνώριζε σαν ένα ον του οποίου το όνομα μπορούσαν να το επικαλούνται σαν εκείνο του Ιδίου του Θεού (Ρωμαίους Ι12), και στο οποίον μπορούσε ν” αποδοθή ο τίτλος του Θεού χωρίς αυτό να είναι βλασφημία (Θ5). Τι εντύπωση, πράγματι, θα πρέπει να είχε παραχθεί απ” αυτή την δημόσια δραστηριότητα των δύο ή τριών ετών! Και τι θα πρέπει να ήταν Αυτός, ο οποίος σ” ένα τόσο σύντομο χρόνο είχε χαράξει ένα τόσο βαθύ σημάδι στις συνειδήσεις των ανθρώπων!
Δεν είναι η Θεολογία μόνον, αλλά και η ανθρωπίνη σκέψη γενικά, που καθώς έρχεται σ” επαφή μ” αυτό το γραπτό του Παύλου, πίνει από νέες πηγές. Στα δύο πρώτα κεφάλαια, η Φιλοσοφία της θρησκείας μπορεί να μάθη αυτές τις δύο αποφασιστικές αλήθειες: Το πως παρουσιάσθηκε ο πολυθεϊσμός, και την ανθρωπίνη υπευθυνότητα για την εμφάνιση του.
Μελετόντας το κεφάλαιο ΣΤ η Ψυχολογία βρίσκει τον εαυτόν της κατά πρόσωπο με τον τρομερό νόμο σε συνέπεια του οποίου ο άνθρωπος, σε κάθε στιγμή, μεταβιβάζει κάτι από την ελευθερία του της εκλογής, δια της εθελοντικής υπακοής του στο καλό ή στο κακό, στο οποίο παραδίδεται, και το οποίο δεν θ” αποτύχη από τούδε να τον κυβερνά ακόμα πιο ολοκληρωτικά.
Το κεφάλαιο Ζ προμηθεύει την ίδια επιστήμη με μια ασύγκριτη ανάλυση της κατάστασης της ανθρωπίνης ψυχής που δημιουργήθηκε για το καλό, αλλά είναι όμως ακόμα σκλάβα του κακού.
Το κεφάλαιο Η παραδίδει στην Φιλοσοφία της φύσης την μεγάλη ιδέα μιας μελλοντικής ανανέωσης του σύμπαντος, που θα προέλθη απ” την ηθική και την φυσική αναγέννηση της ανθρωπότητας.
Στο κεφάλαιο ΙΑ χαράσονται οι μεγάλες γραμμές της Φιλοσοφίας της ιστορίας, και το κεφάλαιο ΙΓ δεν είναι λιγώτερο σίγουρος οδηγός για την Φιλοσοφία του νόμου, στην έρευνα της θεμελιώδους της ιδέας, εκείνης της πολιτείας. Σ” όλα αυτά τα σημεία, στα οποία η ανθρωπίνη σκέψη εργάζεται προς όλες τις κατευθύνσεις, η σκέψη του Παύλου πηγαίνει κατ” ευθείαν στον στόχο. Ολόκληρη η περιοχή της αλήθειας φαίνεται ν” απλώνεται χωρίς κάλυμμα εμπρός του, ενώ εκείνη του λάθους φαίνεται να του είναι κλεισμένη απ” όλες τις πλευρές.
Αλλά το ουσιώδες σημείο, όταν ζητιέται να εκτιμηθή η σπουδαιότητα ενός τέτοιου γραπτού, είναι το πλήρες φως που ρίχνει στον δρόμο σωτηρίας που έχει ανοιχθεί στον αμαρτωλό άνθρωπο. Ο Απόστολος γνωρίζει την ανησυχία που βασανίζει τα βάθη της ανθρωπίνης καρδιάς, και η οποία την κρατά μακρυά από τον Θεό, και φυλακισμένη στο κακό. Και καταλαβαίνει ότι είναι μέσα σε κείνα τα βάθη της συνείδησης, όπου αντηχεί η ηχώ της θείας καταδίκης, που μια σωτήρια μεταμόρφωση πρέπει πρώτα απ” όλα να λάβη χώρα. Εξ αυτού, το πρώτο δώρο της χάρης που το Ευαγγέλιο προσφέρει στον άνθρωπο είναι, σύμφωνα μ” αυτόν, το δώρο της δικαίωσης του, χωρίς καμμία άλλη προϋπόθεση, έξω από εκείνη που κάθε άνθρωπος μπορεί να εκπληρώση – την πίστη. Άπαξ και γίνη αυτή η πρώτη πράξη, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος από την ενοχή του σε σχέση με τον Θεό. Κανένα σύννεφο πλέον δεν ταράσσει τις σχέσεις του μ” Αυτόν. Η ειρήνη παίρνει την θέση της εσωτερικής ανησυχίας. Και σ” αυτή την κατάσταση της εσωτερικής ηρεμίας, εκεί μπορεί να σπαρθή ο σπόρος της δικαιοσύνης, ο αγιασμός. Ο άνθρωπος που συμφιλιώθηκε είναι ανοικτός στην κοινωνία του Αγίου Πνεύματος. Όπως φυσιολογικά αυτός ο επισκέπτης πρέπει ν” αποσυρθή από μια καταδικασμένη καρδιά, έτσι αναγκαστικά έρχεται να κατοικήση στον άνθρωπο, τον οποίον τίποτα πλέον δεν χωρίζει από τον Θεό. Και πραγματοποιεί μέσα του την ζωή και τον θάνατο του Χριστού, στο μέτρο που αυτή η ζωή και αυτός ο θάνατος έχουν συλληφθεί απ” την πίστη του.
Τέλος, σ” αυτόν που περιπατεί σε τούτον τον δρόμο, εκεί τον περιμένει κάπου στο μέλλον ένα νέο δώρο, η ανανέωση του σώματος του και η κληρονομιά της δόξας, μέσω της πλήρους του μεταμόρφωσης στην ομοιότητα του δοξασμένου Χριστού.
Τι πιο καθαρό, τι πιο απλό, τι ταυτόχρονα πιο πραγματικά θείο και ανθρώπινο, απ” αυτή την σειρά σωτηρίας που χαράσσεται απ” τον Απόστολο! Και τι σφραγίδα δεν έχει εντυπώσει η εμπειρία των αιώνων σ” αυτή την ανάπτυξη που περιέχεται στα πρώτα οκτώ κεφάλαια της Επιστολής μας! Ας προσπαθήσει κάποιος που επιθυμεί να δη ένα τέτοιο έργο να ολοκληρώνεται μέσα του, ή μέσα σε άλλους – απελευθέρωση απ” την ενοχή και νίκη πάνω στην αμαρτία – να το κάνη κατά κάποιον άλλο τρόπο. Θα αποτύχη οικτρά!
Παραμένει όμως για μας μια τελευταία ερώτηση που πρέπει να εξετασθή: Είναι η σύλληψη του τρόπου σωτηρίας που ο Παύλος εκθέτει στην Επιστολή προς Ρωμαίους, μια δημιουργία της πλατειάς του αντίληψης, ή μια αποκάλυψη της σκέψης του Θεού πάνω σ” αυτό το θέμα; Αυτή η ερώτηση, βέβαια, μπορεί να υποτιμηθή. Μπορεί να λεχθή ότι ένας ορισμένος θείος φωτισμός δεν εξαιρεί την άσκηση της αντίληψης, και εκείνος ο εσωτερικός στοχασμός είναι ένα μέσο του να πάρης την βοήθεια από επάνω. Γι” αυτό δεν υπάρχει αμφιβολλία. Μας δίνει λοιπόν ο Παύλος εδώ μια άποψη στην οποία έχει υψωθεί με την άσκηση του νου του, ή, αντιθέτως, μας δίνει την σκέψη του Θεού που του έχει μεταδοθεί με μια κατ” ευθείαν ενέργεια του Πνεύματος, με σκοπό να τον εισάγει, και μέσω αυτού τον κόσμο, στο αιώνιο σχέδιο της θείας σωτηρίας; Στην δεύτερη αυτή περίπτωση έχομε έναν μάρτυρα που μιλά, στην πρώτη, μια μεγαλοφυία που διαλογίζεται.
Εάν είναι αυτή η τελευταία περίπτωση, έχουμε εμπρός μας μια υψηλή σκέψη, αλλά μια σκέψη που κάποια μέρα μπορεί ενδεχομένως να ξεπερασθή από κάποια άλλη υψηλότερη. Στην προηγουμένη περίπτωση, είναι η σκέψη του Θεού επανασκεπτομένη και αναγγελμένη από τον άνθρωπο σε μια δεδομένη στιγμή, όχι για να τελειοποιηθή στο μέλλον, αλλά για να την οικειοποιηθή, όπως είναι, η κάθε ψυχή που επιθυμεί την σωτηρία. Στην πρώτη περίπτωση, η Επιστολή του Παύλου παίρνει τον θαυμασμό μας. Στην δεύτερη την πίστη μας. Είναι καθαρό ότι η διαφορά είναι μεγάλη, και η ερώτηση που ετέθη στην αρχή βασική.
Δεν γνωρίζομε καμμία κατηγορηματική απάντηση σ” αυτή την ερώτηση παρά μόνον εκείνη που η ίδια η συνείδηση του Παύλου δίδει σ” αυτή. Με τα πρώτα λόγια της Επιστολής του, τοποθετεί το περιεχόμενο αυτού του γράμματος κάτω από την εγγύηση του Χριστού, που τον κάλεσε για το έργο Του, εκείνου του Χριστού ο οποίος, γεννημένος σαν υιός του Δαβίδ, έχει με την ανάσταση Του ανακτήσει την ουσιαστική Του θέση σαν ο Υιός του Θεού, μέσω της οποίας αγκαλιάζει στην σωτηρία Του όχι μόνον τους Ιουδαίους, αλλά και όλον τον Εθνικό κόσμο. Η αποστολικότητα του Παύλου είναι έργο αυτού του παγκοσμίου Κυρίου, και τα γραπτά του ο καρπός της αποστολικότητας του.
Σ” αυτά τα πρώτα λόγια της Επιστολής θα πρέπει να προστεθούν τα τελευταία, ΙΣΤ25: «Κατά το ευαγγέλιον μου και το κήρυγμα του Ιησού Χριστού, κατά αποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αιωνίοις σεσιγημένου, φανερωθέντος δε νυν». Η ευαγγελική σκέψη που ο Απόστολος αναπτύσσει είναι λοιπόν, σύμφωνα μ” αυτόν, η αιώνια σκέψη του Θεού, που την είχε κρατήσει μυστική απ” την Δημιουργία, και η οποία, μετά τον ερχομό του Ιησού Χριστού, απεκαλύφθη σ” αυτόν – σ” αυτόν, τον Παύλο – με την αποστολή να την κάνει γνωστή στους Εθνικούς. Και εξ αυτού είναι που μπορεί να την ονομάζει, πολύ σωστά, «το ευαγγέλιον του». Τέτοια είναι η εσωτερική πεποίθηση του Αποστόλου.
Κάπως παρόμοια εκφράζεται στο Γαλάτας Α11,12: «Σας κάνω γνωστόν, αδελφοί, ότι το ευαγγέλιον, το οποίον εκηρύχθηκε από εμέ, δεν είναι ανθρώπινον, διότι ούτε το επήρα ούτε το εδιδάχθηκα από ανθρώπους αλλά δι” αποκαλύψεως Ιησού Χριστού.» Και εξ αυτού είναι επίσης που γράφει στους Θεσσαλονικείς (Πρώτη Επιστολή, Δ8): «Όποιος περιφρονεί αυτά δεν περιφρονεί άνθρωπον αλλά τον Θεόν», και στους Εφεσσίους (Γ2-4): «Ότι δηλαδή κατ” αποκάλυψιν μου εγνώρισε το μυστήριον, όπως σας έγραψα προηγουμένως με λίγα λόγια, εις τα οποία μπορείτε, εάν τα αναγνώσετε, να εννοήσετε πως αντιλαμβάνομαι το μυστήριον του Χριστού».
Όταν του εμφανίσθηκε στον δρόμο προς την Δαμασκό, ο Χριστός έκανε τον Σαούλ έναν απόστολο. Με την αποκάλυψη δε που του έδωσε στην συνέχεια, του παραχώρησε την προίκα την αναγκαία για την εκπλήρωση της αποστολικότητας του.
Τελειώνοντας να πούμε για ένα χαρακτηριστικό πολύ κτυπητό στο γράψιμο του: Είναι η τέλεια ηρεμία με την οποία φαίνεται να χειρίζεται την αλήθεια. Δεν την ψάχνει, την έχει. Είναι επίσης προφανές ότι ο Απόστολος ο ίδιος αντλεί την ζωή του από την πίστη που κηρύττει. Έχει πίστη στην πίστη του, τέτοια πίστη, που κάποιος δεν μπορεί να έχη στην σκέψη του, δια τον πολύ απλό λόγο ότι αυτή η πίστη δεν είναι δική του ανακάλυψη, αλλά δώρο του Θεού.
Και ας μην ξεχνάμε ότι η εμπειρία των αιώνων έχει μιλήσει. Έχει θέσει την σφραγίδα της στην πεποίθηση που ο Απόστολος έφερε μέσα του, ότι με το Ευαγγέλιο του έδινε στον κόσμο, όχι την δική του σκέψη, αλλά εκείνη του Θεού. Η ιστορία δείχνει ότι μια αληθινά δυνατή και υγιής Χριστιανοσύνη δεν έχει ποτέ αναπτυχθεί, παρά στον δρόμο της σωτηρίας που χαράχθηκε από τον Παύλο. Που μπορούμε να βρούμε έναν αμαρτωλό που να έχη βρει πλήρη ανάπαυση στην συνείδηση του σε σχέση προς τον Θεό, ακολουθόντας διαφορετικό τρόπο από εκείνον της αποδοχής του δώρου της ελεύθερης δικαίωσης; Έναν αμαρτωλό να έχη κτυπήσει αποφασιστικά την κυριαρχία της αμαρτίας πάνω στην καρδιά του και το σώμα του, με άλλον τρόπο, απ” ότι με εκείνον του πνεύματος της ζωής που χορηγείται εν Χριστώ Ιησού στον αμαρτωλό που δικαιώθηκε υπ” Αυτού;
Η Καινή Διαθήκη περιέχει δύο γραπτά που συμπληρώνουν θαυμαστά το ένα το άλλο, την Επιστολή προς Ρωμαίους και το τέταρτο Ευαγγέλιο. Το ένα παρουσιάζει στην θέα μας το αντικείμενο της πίστης στο μεγαλείο του και στην τέλεια του ομορφιά. Παρουσιάζει την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό που πραγματοποιήθηκε σε Έναν, για να πραγματοποιηθή στην συνέχεια, μέσω Αυτού, σε όλους. Το άλλο μας εισάγει στο μέσον που θα μας οδηγήσει να κατανοήσωμε την σωτηρία που πραγματοποιήθηκε σ” Αυτόν τον έναν για όλους, και του να την οικειοποιηθούμε: Τούτο το μέσον είναι η πράξη της πίστης. Εκεί, στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, το ιδανικό πραγματοποιημένο σαν πάνω σε ουράνια κορυφή. Εδώ, στην Επιστολή προς Ρωμαίους, το δύσκολο μονοπάτι δια του οποίου ο αμαρτωλός μπορεί να το φθάση. Ας κρατά συνεχώς η Εκκλησία τον Χριστό του Ιωάννη μέσω της πίστης του Παύλου – και θα διασωθή, όχι από διωγμούς, αλλά από έναν πιο τρομερό εχθρό, τον θάνατο.