«Αλοίμονο, τι αγωνία έχει η ψυχή όταν χωρίζεται από το σώμα! Αλοίμονο, πόσα δάκρυα χύνει τότε και κανείς δεν υπάρχει να την ελεήσει! Στρέφει τα μάτια προς τους αγγέλους, αλλά οι ικεσίες της μένουν χωρίς αποτέλεσμα. Απλώνει τα χέρια προς τους ανθρώπους, αλλά κανείς δεν την βοηθεί. Θρηνώ και οδύρομαι όταν συλλογιστώ το θάνατο και αντικρύσω την κατ' εικόνα Θεού πλασμένη ωραιότητα του ανθρώπου να κείτεται στους τάφους, άμορφη, άδοξη, χωρίς κάλλος. Τι παράδοξο! Πώς έγινε αυτό το σχετικό μ' εμάς μυστήριο; Πώς παραδοθήκαμε στη φθορά; Πώς μπήκαμε στο ζυγό του θανάτου; Πράγματι, αυτό έγινε με πρόσταξη Θεού, όπως λέει η Γραφή(Γεν. 3,19). Αχ, τι θα κάνω τότε ο πανάθλιος στην ώρα του θανάτου, όταν οι δαίμονες θα περικυκλώσουν την άθλια ψυχή μου και θα κρατούν στα χέρια τους γραμμένα τα κακά που έπραξα, συνειδητά και ασυνείδητα, με το λόγο, με το έργο, με τη διάνοια, και θα ζητούν λόγο για όλα αυτά; Αλλά, αλοίμονο, και χωρίς άλλη αμαρτία, θα καταδικαστώ βαριά για τις εντολές που δεν έπραξα, και δικαιολογημένα.
»Ταλαίπωρη ψυχή μου, πες μου τώρα, πού είναι οι υποσχέσεις που έδωσες κατά το βάπτισμα; Που είναι η συμφωνία με το Χριστό και η απάρνηση του σατανά; Πού είναι η φύλαξη των εντολών του Θεού, πού η μίμηση του Χριστού με τις σωματικές και ψυχικές αρετές, για την οποία έλαβα το όνομα του Χριστιανού; Πού είναι και η υπόσχεση του μοναχικού σχήματος; Κι αν προφασίζεσαι ασθένεια σωματική, πού είναι η πίστη, η οποία αναθέτει όλη τη φροντίδα στο Θεό και με την οποία θα μπορούσες και όρη να μετακινήσεις, αν είχες απ' αυτή όσο ένα κόκκο σινάπι(Ματθ. 17,20); Πού είναι η ολοκληρωτική μετάνοια που απέχει από κάθε έργο και λόγο πονηρό; Πού είναι η συντριβή της ψυχής και το υπερβολικό και ακρότατο πένθος; Πού είναι η πραότητα, η ελεημοσύνη, η καθαρότητα της καρδιάς από πονηρές σκέψεις, η γενική εγκράτεια, που συγκρατεί όλα τα μέλη του σώματος και κάθε νόημα και θέλημα που δε στρέφεται στις ανάγκες του σώματος ή τη σωτηρία της ψυχής; Πού είναι η υπομονή, η οποία υποφέρει τις διάφορες θλίψεις για τη βασιλεία των ουρανών; Πού είναι η ευχαριστία σε όλα, η αδιάλειπτη προσευχή, η μέριμνα του θανάτου, τα δάκρυα της λύπης, αφού δεν έφτασα στα δάκρυα της αγάπης; Πού η θεϊκή φρόνηση που φυλάει την ψυχή από τις παγίδες των εχθρών και αντιπάλων; Πού η σωφροσύνη που απέχει από ό,τι είναι αντίθετο στο Θεό ή απορρέει από το δικό μου θέλημα; Πού είναι η ανδρεία που υπομένει τα λυπηρά και έχει θάρρος εναντίον των εχθρών με την ελπίδα; Πού η δικαιοσύνη που αποδίδει στον καθένα το ίσο; Πού η ταπεινοφροσύνη που γνωρίζει τη δική της ασθένεια και άγνοια, και τη φιλανθρωπία του Θεού, με την οποία θα γλύτωνες από όλα τα τεχνάσματα του εχθρού; Πού είναι η απάθεια, η τέλεια αγάπη και η ειρήνη που ξεπερνά κάθε νου(Φιλιπ.4,7), με την οποία θα ονομαζόμουν υιός Θεού(Ματθ. 5,9); Όλα αυτά μπορεί να τα έχει ο άνθρωπος που θέλει, και χωρίς σωματική δύναμη, με μόνη την προαίρεσή του.
»Τι έχω τάχα να πω σ' αυτά; Τι θα κάνω ο ταλαίπωρος; Αν και λίγο μόνο δειλιάζω από την έλλειψη πληροφορίας, επειδή έστω και λίγο αμέλησα σε κάτι οφειλόμενο που μπορούσα να πράξω, θα βρεθώ στον άδη, όπως λέει ο Μέγας Αθανάσιος. Αλοίμονο στην αθλιότητά μου! Τι προκάλεσα στον εαυτό μου, όχι μόνο με όσες αμαρτίες έκανα, αλλά μάλλον με όσες περιπτώσεις δε θέλησα να μετανοήσω; Γιατί αν μετανοούσα όπως ο άσωτος(Λουκ. 15,21), θα δεχόταν την επιστροφή μου ο φιλόστοργος Πατέρας· και αν έδειχνα ειλικρίνεια, όπως ο τελώνης(Λουκ.18,13), κατακρίνοντας μόνο τον εαυτό μου και όχι άλλον, θα έπαιρνα και εγώ την άφεση των αμαρτιών μου από το Θεό, και μάλιστα αν Τον παρακαλούσα κι εγώ ολόψυχα, όπως εκείνος. Αλλά τώρα δε βλέπω έτσι τον εαυτό μου. Γι' αυτό φοβούμαι ότι θα κατοικήσω στον άδη μαζί με τους δαίμονες, φοβούμαι την μέλλουσα κρίση, όπου είναι ο πύρινος ποταμός, οι θρόνοι και τα ανοιχτά βιβλία(Δαν. 7,9-10) όπου οι Άγγελοι προπορεύονται και όλο το ανθρώπινο γένος είναι παρόν, και όλα είναι γυμνά και ολοφάνερα(Εβρ. 4,13) εμπρός στον φοβερό και δίκαιο Κριτή.
»Αλοίμονο, πώς θα υποφέρω τον έλεγχο, την αγανάκτηση του φοβερού και αδέκαστου Κριτή, την συνάθροιση των αμέτρητων Αγγέλων, την απαίτηση του χρέους με φοβερές απειλές, την αμετάκλητη απόφαση, τον ακατάπαυστο θρήνο, το ανώφελο δάκρυ, το άφεγγο σκοτάδι, το ακοίμητο σκουλήκι, τη φωτιά που δε σβήνει, τις ποικίλες τιμωρίες, τον ξεπεσμό από τη βασιλεία, το χωρισμό από τους Αγίους, την απομάκρυνση από τούς Αγγέλους, την αποξένωση από το Θεό, τη μικροψυχία, τον αιώνιο θάνατο, το φόβο, τον πόνο, τη λύπη, την ντροπή, το βασανισμό της συνειδήσεως; Αλοίμονο σε μένα τον αμαρτωλό, τι έπαθα; Γιατί χάνομαι άθλια; Έχω ακόμη καιρό για μετάνοια. Ο Κύριος με ενθαρρύνει, κι εγώ αναβάλλω; Ως πότε ψυχή μου επιμένεις στις αμαρτίες, ως πότε αναβάλλεις τη μετάνοια; Σκέψου τη μέλλουσα κρίση, φώναξε δυνατά στο Χριστό και Θεό: Καρδιογνώστη, αμάρτησα· πριν με καταδικάσεις, ελέησέ με. Στη φοβερή παρουσία Σου, Χριστέ, ας μην άκούσομε ότι δε μας γνωρίζεις(Ματθ. 25,12)· στηρίζομε την ελπίδα σε σένα, το Σωτήρα, αν και δεν πράττομε τα προστάγματά Σου εξαιτίας της αμέλειάς μας. Σε παρακαλούμε όμως, λυπήσου τις ψυχές μας. Αλοίμονό μου Κύριε, γιατί σε λύπησα πολύ και δεν το συναισθάνθηκα. Αλλά η χάρη Σου με έκανε να συναισθανθώ λίγο, και απόρησα ο δυστυχής, τρόμαξε η άθλια ψυχή μου. Αλλ' άραγε μου μένει λίγη ζωή ακόμη για να κλάψω πικρά και να πλύνω την μολυσμένη μου σάρκα και ψυχή; Ή πάλι θα πενθήσω μιά ώρα και θα πάψω ξανά σαν αναίσθητος όπως πάντοτε; Άραγε τι να κάνω για να βρω πόνο ψυχής ακατάπαυστο; Να νηστέψω και ν' αγρυπνήσω; Αλλά χωρίς ταπείνωση δεν ωφελούμαι τίποτε. Να ψάλλω και να διαβάζω μόνο με το στόμα; Αλλά τα πάθη σκότισαν το νου μου και δεν μπορώ να καταλάβω τη δύναμη των λεγομένων. Να μείνω πεσμένος πολλή ώρα μπροστά σ' Εσένα, τον δοτήρα των αγαθών; Αλλά δεν έχω παρρησία. Απελπίστηκα από τη ζωή μου, έχασα την ψυχή μου. Κύριε, βοήθησέ με και δέξου με σαν τον τελώνη. Όπως ο άσωτος, αμάρτησα στον ουρανό και σε Σένα(Λουκ. 15,18κ΄ 21), και όπως η πόρνη που έκλαψε(Λουκ. 7, 37-38), για την οποία λέγεται στην υμνολογία: "Αυτή που ήταν σε απόγνωση εξαιτίας της ζωής της και που Εσύ τη δέχτηκες για τη μετάνοιά της, σε πλησίασε Κύριε, βαστάζοντας μύρα και λέγοντας· 'Μή με απορρίψεις την πόρνη, Υιέ της Παρθένου· μην παραβλέψεις τα δάκρυά μου, χαρά των αγγέλων· αλλά δέξου με μετανοιωμένη, όπως δε με απώθησες όταν αμάρτησα, Κύριε, από τη μεγάλη Σου ευσπλαχνία'." Επειδή και εγώ ο άθλιος είμαι σε απόγνωση από τις πολλές μου αμαρτίες, αλλά δεκτός χάρη στην ανέκφραστη φιλανθρωπία και το άπειρο πέλαγος των οικτιρμών Σου, όπου αφού έριξα την απόγνωση της ψυχής μου, τολμώ να συγκεντρώσω το νου μου στην άγια θύμησή Σου. Και καθώς σηκώνομαι, τουλάχιστον μια αίτηση θα κάνω με φόβο και τρόμο πολύ: να αξιωθώ και εγώ ο ανάξιος να είμαι δούλος Σου, και να έχω με τη χάρη Σου το νου μου άμορφο και ασχημάτιστο, άχρωμο και άυλο· κι όπως κάποτε ο Δανιήλ έπεσε μπροστά στον άγγελό Σου(Δαν.10,9), έτσι κι εγώ να πέφτω στα γόνατα μπροστά σε Σένα, τον μόνο Θεό και Ποιητή των όλων, ακουμπώντας στη γη τις παλάμες, και να Σου προσφέρω πρώτα ευχαριστία, έπειτα εξομολόγηση, και έτσι να αρχίσω να ζητώ το πανάγιο θέλημά Σου ο ταλαίπωρος και να αναγνωρίζω όλα τα αγαθά που έδωσες σε μένα που είμαι χώμα και σκόνη και στάχτη. Και καθώς αξιώθηκα με μόνο το νου να σταθώ εμπρός Σου, εγώ που είμαι ολόκληρος γήινος, και πιστεύοντας ότι με βλέπεις, φωνάζω με όλη μου την ψυχή και λέω:
»Κύριε πολυέλεε, σε ευχαριστώ, σε δοξάζω, σε υμνώ και σε προσκυνώ, γιατί με αξίωσες τον ανάξιο αυτή την ώρα να σε ευχαριστώ και να ακούω κάποια από τα θαύματα και τις ευεργεσίες Σου, που έκανες και κάνεις κατά χάρη σ' εμάς· ψυχικές και σωματικές, αμέτρητες και ανεξερεύνητες, φανερές και αφανέρωτες, εκείνες που ξέρομε κι εκείνες που δεν ξέρομε. Ομολογώ τις δωρεές Σου, δεν κρύβω τις ευεργεσίες, κηρύττω τα ελέη Σου. Σε δοξολογώ με όλη μου την καρδιά Κύριε, Θεέ μου, και δοξάζω το όνομά Σου στον αιώνα, γιατί το έλεός Σου φάνηκε μεγάλο επάνω μου(Ψαλμ. 85, 12-13) και είναι ανέκφραστη η ανοχή και η μακροθυμία Σου για το πλήθος των ανομιών και αμαρτιών μου, των ασεβειών και πονηριών μου, όσων έκανα και κάνω πάντοτε και έμελλε να κάνω, αλλά με φύλαξε η χάρη Σου· όσων έκανα συνειδητά ή ασυνείδητα, με το λόγο, με το έργο, με τη διάνοια, που τις γνωρίζεις καρδιογνώστη Κύριε, από τη γέννησή μου μέχρι το τέλος της ζωής μου.
Γι' αυτές τολμώ ο πανάθλιος να κάνω εξομολόγηση ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, ανόμησα, ασέβησα, έπραξα το πονηρό ενώπιόν Σου(Ψαλμ. 50,6) και δεν είμαι άξιος να ατενίσω και να δω το ύψος του ουρανού. Αλλά έχοντας θάρρος στην ανέκφραστη φιλανθρωπία Σου και την αγαθότητα και ευσπλαχνία Σου που υπερβαίνουν κάθε νου, πέφτω εμπρός Σου και σε ικετεύω. Ελέησέ με, Κύριε, γιατί είμαι αδύνατος(Ψαλμ. 6,3), και συγχώρεσε το πλήθος των αμαρτιών μου. Μη με αφήσεις άλλο να αμαρτήσω ή να πλανηθώ από τον ίσιο δρόμο Σου, ούτε να βλάψω, ούτε να λυπήσω κανένα. Αλλά βάλε χαλινάρι σε κάθε μου κακία και κακή συνήθεια και παράλογη ορμή της ψυχής και του σώματος και του θυμού και της επιθυμίας, και δίδαξέ με να πράττω το θέλημά Σου. Ελέησε και τους αδελφούς και πατέρες μου και όλους παντού τους μοναχούς και ιερείς, τους γονείς μου, τους αδελφούς και συγγενείς· εκείνους που μας υπηρετούν και μας υπηρέτησαν· εκείνους που προσεύχονται για μας και όσους μας έδωσαν εντολή να προσευχόμαστε γι' αυτούς· εκείνους που μας μισούν και εκείνους που μας αγαπούν· όποιους έβλαψα ή λύπησα και όποιους μου έκαναν τα ίδια ή πρόκειται να μου κάνουν και όλους, όσοι πιστεύουν σε Σένα.
Συγχώρεσέ μας κάθε αμάρτημα θεληματικό και αθέλητο και φύλαξέ μας στην ζωή και στον θάνατο από τα ακάθαρτα πνεύματα και από κάθε πειρασμό και κάθε αμαρτία και πονηρία, από υπερηφάνεια και απόγνωση, από απιστία και απελπισία, από έπαρση και δειλία, από πλάνη και τυραννική διάθεση, από απάτη και παγίδα του διαβόλου. Χάρισέ μας τα συμφέροντα στις ψυχές μας, και σ' αυτή τη ζωή και στη μέλλουσα, όπως ευαρεστείται η φιλανθρωπία Σου. Ανάπαυσε τους πατέρες και τους αδελφούς μας που έφυγαν από τη ζωή. Με τις προσευχές όλων, δείξε οίκτο στην αθλιότητά μου, σπλαχνίσου με στην απώλειά μου, κοίτα πόσο έχω καταπονηθεί απ' όλα. Διόρθωσε τον βίο μου, κυβέρνησε με ειρήνη τη ζωή και το τέλος μου.
Κάνε με τέτοιον που με θέλεις και με όποιον τρόπο θέλεις, είτε θέλω, είτε δε θέλω· μη χάσω μόνο τη θέση στα δεξιά Σου την ημέρα της κρίσεως, Κύριε Ιησού Χριστέ, Θεέ μου, και ας είμαι ο τελευταίος από τους δούλους Σου που σώζονται. Ειρήνεψε τον κόσμο Σου και ελέησε όλους όπως γνωρίζεις. Αξίωσέ με να μεταλάβω το άχραντο σώμα Σου και το τίμιο αίμα Σου για τη συγχώρηση των αμαρτιών μου, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και τον αρραβώνα της αιώνιας ζωής κοντά Σου μαζί με τους εκλεκτούς Σου, με τις πρεσβείες της πανάχραντης Μητέρας Σου, των αγίων Σου επουρανίων δυνάμεων και όλων των Αγίων Σου. Γιατί Σου πρέπει να ευλογείσαι στους αιώνες των αιώνων. Αμήν. Παναγία Δέσποινα Θεοτόκε, όλες οι ουράνιες δυνάμεις των αγίων αγγέλων και αρχαγγέλων και όλοι οι Άγιοι, πρεσβεύσατε για μένα τον αμαρτωλό. Δέσποτα Θεέ, Πάτερ Παντοκράτωρ, Κύριε Υιέ Μονογενές Ιησού Χριστέ και Άγιο Πνεύμα κτλ.».
Και αμέσως στρέφεται κανείς στους λογισμούς του και λέει: «Ελάτε να προσκυνήσομε και να προσπέσομε στο βασιλέα μας Θεό» (τρεις φορές). Και αρχίζει τους ψαλμούς, λέγοντας σε κάθε αντίφωνο το τρισάγιο, και συγκεντρώνοντας το νου του στα λεγόμενα. Στο τέλος των σαράντα «Κύριε ελέησον» καθενός αντιφώνου κάνει προσευχή και τελειώνει προσκυνώντας με το «Αμάρτησα, Κύριε, συγχώρεσέ με» (μιά φορά), ενώ σηκώνεται υψώνοντας τα χέρια και λέει: «Θεέ μου σπλαχνίσου με τον αμαρτωλό»(Λουκ. 18,13) (μια φορά). Και αφού προσευχηθεί, πρέπει να λέει τη δεύτερη προσευχή, το «Δεύτε προσκυνήσωμεν» τρεις φορές και το άλλο αντίφωνο επίσης. Πλήν, όσες φορές η χάρη του δίνει στην καρδιά κατάνυξη, οφείλει μάλλον να έχει το νου του μέσα στα νάματα της κατανύξεως, και αν ακόμη σταματά το στόμα να ψάλλει και αιχμαλωτίζεται η διάνοια στην καλή αιχμαλωσία της κατανύξεως, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί τότε είναι καιρός του τρύγου, όχι του φυτέματος(Εκκλ. 3,2)· και γι' αυτό οφείλει να επιμένει σ' αυτές τις έννοιες για να κατανυχθεί πιο πολύ η καρδιά και να δώσει τον καρπό, δηλαδή τα κατά Θεόν δάκρυα. Όταν ένας λόγος σου προκαλεί κατάνυξη, λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, μένε σ' αυτόν. Επειδή κάθε σωματική ενέργεια, νηστεία και αγρυπνία, ψαλμωδία και ανάγνωση, ησυχία και τα λοιπά, γίνονται για να καθαρίζεται ο νους. Ο νους όμως χωρίς πένθος δεν μπορεί να καθαριστεί, για να ενώνεται με το Θεό μέσω της καθαρής προσευχής, που τον αρπάζει απ' όλα τα νοήματα και τον κάνει άμορφο και ασχημάτιστο. Γιατί έτσι γίνονται καλά όσα αναφέραμε, που βέβαια είναι καλά· όπως και αντίθετα.
Κάθε πράγμα έχει ανάγκη από διάκριση για να γίνει ορθά. Χωρίς διάκριση δεν γνωρίζομε την φύση των πραγμάτων και ίσως οι περισσότεροι σκανδαλιζόμαστε, όταν δούμε ότι αντιφάσκουν μεταξύ τους εκείνα πού λένε και εκείνα που κάνουν οι Πατέρες. Όπως για παράδειγμα· η Εκκλησία παρέλαβε να ψάλλει τροπάρια με μέλος και ύμνους πολλούς, ενώ ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, εγκωμιάζοντας αυτούς που πενθούν κατά Θεόν, λέει ότι αυτοί δε θα ψάλλουν ύμνους. Και ο άγιος Ισαάκ για εκείνους που προσεύχονται καθαρά λέει ότι πολλές φορές βρίσκεται κανείς να έχει συγκεντρώσει το νου του στην προσευχή και αμέσως πέφτει αβίαστα στη γη και γονατίζει, όπως κάποτε ο προφήτης Δανιήλ(Δαν. 6,10)· έχει υψωμένα τα χέρια και τα μάτια του ατενίζουν το σταυρό του Χριστού, ενώ οι λογισμοί του μεταβάλλονται και παραλύουν τα μέλη του από τα καινούργια νοήματα που έρχονται αυτόματα στο νου του. Όμοια πάλι πολλοί από τους αγίους Πατέρες γράφουν για κάτι τέτοιους ότι όχι μόνο τους ύμνους και τις ψαλμωδίες ξεπέρασαν από την έκπληξη του νου, αλλά και αυτόν το νου τον λησμόνησαν, όπως λέει ο άγιος Νείλος.
Και η Εκκλησία καλά και θεάρεστα βέβαια δέχθηκε τα άσματα και τα λοιπά τροπάρια, για την ασθένεια του νου μας· για να υμνούμε με τη γλυκύτητα της μελωδίας το Θεό εμείς, που δεν έχομε γνώση επειδή δε θέλομε. Εκείνοι όμως που έχουν γνώση και εννοούν τα λεγόμενα, έρχονται σε κατάνυξη. Και σαν με σκάλα ανεβαίνομε στο επίπεδο να έχομε καλές έννοιες, όπως λέει ο Δαμασκηνός. Και όσο προοδεύομε με τη συνήθεια των κατά Θεόν εννοιών, τόσο ο πόθος του Θεού μας έλκει στο να εννοούμε και να φτάσομε να προσκυνούμε τον Πατέρα πνευματικά και αληθινά(Ιω. 4,24), όπως λέει ο Κύριος. Και ο Απόστολος λέει: «Θέλω να πω πέντε λόγια με το νου μου παρά χιλιάδες με τη γλώσσα»(Α΄ Κορ. 14,19), και πάλι: «Θέλω οι άνθρωποι σε κάθε τόπο να σηκώνουν όσια χέρια στην προσευχή, χωρίς οργή και ολιγοπιστία»(Α΄ Τιμ. 2,8). Ώστε τα άσματα και οι ψαλμωδίες είναι φάρμακα της ψυχικής μας ασθένειας, ενώ τα άλλα που είπαμε είναι τελειότητες του νου. Αυτή είναι η λύση αυτών των ζητημάτων. Γιατί όλα είναι καλά στον καιρό τους(Σ.Σειρ. 39,34), όταν όμως δεν είναι στον καιρό τους, φαίνονται σ' εκείνους που δεν ξέρουν τον καιρό του καθενός, ότι δεν συμφωνούν μεταξύ τους· κάθε πράγμα έχει τον καιρό του(Εκκλ. 3,1), όπως λέει ο Σολομών.
Όταν όμως φτάσει κανείς σε αγαθές έννοιες, οφείλει να προσέχει με ακρίβεια να παραμένουν μέσα του οι θεωρίες αυτές, μην τυχόν από αμέλεια ή έπαρση εγκαταλειφθεί από τη χάρη, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ. Γιατί αν πληθαίνουν στην ψυχή του ανθρώπου οι κατά Θεόν έννοιες και τον οδηγούν σε μεγαλύτερη κατάνυξη και ταπείνωση, οφείλει να ευχαριστεί πάντοτε και να ομολογεί στο Θεό τη χάρη, γιατί αξιώθηκε να μάθει αυτά, και να λογαριάζει τον εαυτό του ότι είναι ανάξιος. Αν όμως αυτές σταματήσουν και σκοτίζεται πάλι η διάνοια και αποβάλλει το φόβο και το πένθος, οφείλει να λυπηθεί πολύ και να ταπεινώσει τον εαυτό του με έργο και λόγο, ότι τον εγκατέλειψε η χάρη, για να γνωρίζει την ασθένειά του και ν' αποκτήσει ταπείνωση και να φροντίσει για τη διόρθωσή του· όπως λέει ο Μέγας Βασίλειος, αν δεν αμελούσε κανείς το κατά Θεόν πένθος, δεν θα του έλειπαν τα δάκρυα, όταν θα τα ήθελε.
Γι' αυτό έχομε χρέος πάντοτε να γνωρίζομε την ασθένειά μας και τη χάρη του Θεού, και μήτε ν' απελπιζόμαστε ό,τι και αν συμβεί, μήτε πάλι να νομίζομε ότι είμαστε κάτι, αλλά μάλλον να ελπίζομε πάντοτε στο Θεό με ταπείνωση. Αυτά αρμόζουν σ' εκείνον που ζητά πολύ τα δάκρυα με έργο και λόγο, επειδή αξιώθηκε να λάβει τόσο μεγάλη χάρη, μα δε φύλαξε εκείνο που ο Θεός γνώριζε από πριν, εξαιτίας προηγούμενης ή τωρινής ή μελλοντικής αμέλειας ή επάρσεως, όπως είπαμε. Σ' εκείνον όμως που με τη θέλησή του άφησε τα χαρίσματα αυτά, δηλαδή το πένθος και τα δάκρυα και τα φωτεινά νοήματα, τι άλλο αρμόζει, παρά το αλοίμονο; Γιατί δεν έχει ο κόσμος πιο ανόητο απ' αυτόν, που αφού αξιώθηκε αυτά τα χαρίσματα και έμελλε από τα παρά φύση να φτάσει στα υπέρ φύση, δηλαδή στα δάκρυα της συνέσεως και της αγάπης, για τιποτένια πράγματα ή λογισμούς άσχετους και για χάρη των δικών του θελημάτων στρέφεται στην αγνωσία των ζώων, όπως ο σκύλος στον εμετό του(Β΄ Πέτρ. 2,22).
Αλλά αν θέλει πάλι και σχολάσει κατά Θεόν στην ανάγνωση των θείων Γραφών με προσοχή και μέριμνα του θανάτου και φυλάξει όσο μπορεί το νου του από μάταιους λογισμούς κατά την προσευχή, θα ξαναβρεί εκείνα πού έχασε· και μάλιστα αν δε λυπάται ποτέ εναντίον κανενός, ακόμη και αν παθαίνει τα χειρότερα δεινά απ' αυτόν, και αν δεν αφήσει κανένα να λυπηθεί εναντίον του, αλλά με όλη του τη δύναμη τον υπηρετεί με έργο και με λόγο. Τότε μάλλον περισσότερο χαίρεται ο νους, καθώς ελευθερώνεται από την ταραχή του θυμού. Και αποκτά πείρα ώστε να μην παραμελήσει ποτέ την ψυχή του, από το φόβο μήπως πάλι εγκαταλειφθεί. Και από το φόβο, δεν πέφτει σε αμαρτίες, και έχει πάντοτε τα δάκρυα της μετάνοιας και του πένθους, μέχρις ότου φτάσει στα δάκρυα της αγάπης και της χαράς και από αυτά έρθει στην ειρήνη των λογισμών με τη χάρη του Χριστού. Έτσι είναι αυτά.
Εμείς όμως οι εμπαθείς και αναίσθητοι, έχομε χρέος να μελετούμε πάντοτε τα λόγια του πένθους και να εξετάζομε τους εαυτούς μας κάθε μέρα, και πρίν από τον ορισμένο κανόνα και κατά τη διάρκεια του και στο τέλος, είτε εργαζόμενοι οι πιο ασθενείς ακόμη για την κατά Θεόν απραξία και σχολή απ' όλα, όπως λέει ο άγιος Ισαάκ, είτε αργοί, καθισμένοι στο ίδιο μέρος, όσοι έχουν ανύσταχτα μάτια και άγρυπνη διάνοια, όπως λέει ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος. Πρόσεχε να προοδεύεις για να σφιχθεί η ψυχή σου και ν' αρχίσει να δακρύζει, όπως λέει ο άγιος Δωρόθεος. Αλλά αυτά τα είπαμε για τις τρείς προηγούμενες θεωρίες, για να καταξιωθούμε να φτάσομε και στις υπόλοιπες, από τις οποίες ακολουθεί ευθύς αμέσως η τέταρτη θεωρία.