ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 9
Η ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΤΩΝ ΙΟΥΔΑΙΩΝ Θ1 – ΙΑ36
Αναφέροντας το θέμα το οποίο είχε σκοπό ν” αναπτύξη (Α16,17), ο Απόστολος είχε εισάγει ένα στοιχείο ιστορικής φύσης, το οποίον δεν μπορούσε παρά ν” αναπτύξη σε κάποιο σημείο της Επιστολής του. Αυτό ήτο: «Στους Ιουδαίους πρώτα, και επίσης στους Έλληνας». Ποιά θέση παίρνει η σωτηρία, καθώς τούτη εκτίθεται στο Ευαγγέλιο του, σε κείνες τις δύο μεγάλες διαιρέσεις του ανθρωπίνου γένους, αν τις κυττάξης απ” το σημείο της θρησκευτικής τους ανάπτυξης; Και ειδικά, πως συνέβη ώστε ο Ιουδαϊκός κόσμος, για τον οποίον προορίσθη κατά πρώτον η σωτηρία, να δειχθή ο πλέον ανυπότακτος σ” αυτή την τελική αποκάλυψη του θείου ελέους; Το γεγονός αυτό δεν δίνει αφορμή για μια σοβαρή αντίρρηση προς την αλήθεια του ιδίου του Ευαγγελίου, και προς την Μεσσιανικότητα που αποδίδεται στο πρόσωπο του Ιησού από την νέα πίστη;
Ένας Ιουδαίος μπορεί να σκεφθή ως εξής: Ή το Ευαγγέλιο είναι αληθές, και ο Ιησούς πράγματι ο Μεσσίας – αλλά σ” αυτή την περίπτωση οι θείες υποσχέσεις που προηγουμένως δόθηκαν στον Ιουδαϊκό λαό, και οι οποίοι τώρα απορρίπτουν τον Μεσσία και την σωτηρία Του, μηδενίζονται. Ή ο Ισραήλ είναι και παραμένει για πάντα, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει δυνάμει της εκλογής του, ο λαός του Θεού – οπότε σ” αυτή την περίπτωση το Ευαγγέλιο θα πρέπει να είναι ψέμμα, και ο Ιησούς ένας απατεώνας. Έτσι το δίλημμα φαινόταν να είναι: Ή να βεβαιώσωμε την πιστότητα του Θεού στην εκλογή Του και ν” αρνηθούμε το Ευαγγέλιο, ή να βεβαιώσωμε το Ευαγγέλιο, και ν” αποδώσωμε ψέμμα στην θεία εκλογή και πιστότητα (όσον αφορά τον λαό Ισραήλ).
Ο Απόστολος θα πρέπει να συναντούσε αυτό το πρόβλημα κάθε φορά που έδινε μαρτυρία για το Ευαγγέλιο του Χριστού. Το κήρυγμα δε της σωτηρίας δια πίστεως, χωρίς τον νόμο, θα παρουσίαζε μια σοβαρή παράλειψη, εάν δεν έδινε μια λύση στο πρόβλημα γύρω από τον χαρακτήρα και την φύση του Θεού, πρόβλημα που το δημιουργούσε το μεγαλύτερο αίνιγμα στην ιστορία, η απόρριψη του εκλεγμένου λαού.
Η περιοχή που εδώ ο Παύλος εισέρχεται, είναι μια απ” τις πιο δύσκολες και πιο βαθειές για το μυαλό του ανθρώπου. Είναι η εξήγηση της θείας διακυβέρνησης όσον αφορά τις ανθρώπινες υποθέσεις. Ο Παύλος εξετάζει τούτο το θέμα όχι στο σύνολο του, αλλά μόνον αναφορικά με την τύχη του Ισραήλ. Για να μιλήσωμε με ακρίβεια, καταπιάνεται μ” ένα ιστορικό και όχι ένα δογματικό πρόβλημα.
Εκείνο το οποίο υπερασπίζεται εδώ είναι ο Ίδιος ο Θεός και το έργο Του στο ανθρώπινο γένος δια του Ευαγγελίου. Εργάζεται να διαλύση την σκιά που μπορεί να πέση στον χαρακτήρα του Θεού, ή στην αλήθεια του Ευαγγελίου, λόγω της απιστίας του εκλεγμένου λαού.
Τούτο το θεμα ήταν μια από τις πιο σπουδαίες ερωτήσεις στην περίοδο της θεμελίωσης της Εκκλησίας. Πως, σε μια δεδομένη στιγμή χρόνου, μπορεί ο Θεός να απορρίπτη εκείνους τους οποίους είχε ο Ίδιος επιλέξει; Είναι αυτό το πράγμα δυνατό; Ο Απόστολος επιλύει αυτό το πρόβλημα τοποθετούμενος διαδοχικά σε τρία σημεία άποψης:
1) Εκείνο της απόλυτης ελευθερίας του Θεού αναφορικά με κάθε δήθεν αποκτηθέν δικαίωμα επάνω Του, εκ μέρους του ανθρώπου. Αυτό είναι το θέμα του κεφαλαίου Θ.
2) Εκείνο της νομιμότητας της χρήσης που ο Θεός έχει κάνει της ελευθερίας Του στην υπό ερώτηση περίπτωση. Αυτό είναι το θέμα του κεφαλαίου Ι, όπου ο Παύλος δείχνει ότι ήταν ο Ισραήλ, λόγω έλλειψης κατανόησης, που έσυρε επάνω του την τύχη που τον βρήκε.
3) Εκείνο της χρησιμότητας αυτού του τόσο μη αναμενομένου μέτρου (της απόρριψης τους). Αυτό αποτελεί το θέμα του κεφαλαίου ΙΑ, όπου αναπτύσσονται οι ωφέλιμες συνέπειες της απόρριψης του Ισραήλ, έως του δοξασμένου της τελικού αποτελέσματος.
Η Ελευθερία του Θεού αναφορικά με την Εκλογή του Ισραήλ. Θ1-29.
Ο Απόστολος ανοίγει αυτό το τμήμα της Επιστολής του με μια εισαγωγή, στην οποία εκφράζει την βαθειά του λύπη γι” αυτό το μυστηριώδες γεγονός που πρόκειται να τον απασχολήση, εδάφια 1-5. Μετά δείχνει πως η ελευθερία του Θεού τίθεται σε πλήρες φως από το θεοκρατικό παρελθόν (εδάφια 6-13), και απο τις πολύ καθαρές Γραφικές δηλώσεις (εδάφια 14-24). Τέλος, θυμίζει ότι η χρήση που ο Θεός τώρα κάνει αυτής της ελευθερίας σε σχέση με τους Ιουδαίους, είχε καθαρά προλεχθεί (εδάφια 25-29). Αυτή η τελευταία ιδέα σχηματίζει και την μετάβαση στο επόμενο τμήμα, που αναφέρεται στην νομιμότητα της εφαρμογής που ο Θεός έχει κάνει του κυριαρχικού Του δικαιώματος στους Ιουδαίους (κεφάλαιο Ι). Το κεφάλαιο Ι θα έπρεπε ν” αρχίζει στο εδάφιο 30 του κεφαλαίου Θ Εδάφια 1-5.
Εδάφια 1-2
«Αλήθεια λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι, συμμαρτυρούσης μοι της συνειδήσεως μου εν Πνεύματι Αγίω, ότι λύπη μοι εστι μεγάλη και αδιάλειπτος οδύνη τη καρδία μου».
«Την αλήθειαν λέγω ενώπιον του Χριστού, δεν ψεύδομαι. Με βεβαιώνει και η συνείδηση μου δια του Αγίου Πνεύματος, ότι υπάρχει λύπη μεγάλη και αδιάκοπος πόνος εις την καρδιά μου».
Το αίσθημα της θριαμβευτικής χαράς που εξέφρασε στο τέλος του προηγουμένου κεφαλαίου, όταν είδε τα πτωχά, καταδικασμένα και χαμένα δημιουργήματα, μέσω της δικαίωσης της πίστης και του αγιασμού του Πνεύματος, να φθάνουν στο κατώφλι της δόξας, το διαδέχεται τώρα η λύπη, καθώς βλέπει τον πάνω απ” όλα αγαπημένον του Ισραήλ να στερείται ακόμα αυτές τις ευλογίες. Έχει μόλις παρακολουθήσει έναν λαό εκλεγμένων και δοξασμένων να υψώνεται από ανάμεσα την πεσμένη ανθρωπότητα, και ο Ισραήλ να λείπει από ανάμεσα τους…!
«Αλήθειαν λέγω εν Χριστώ, ου ψεύδομαι»: Ένας άνθρωπος, ακόμα και ο πιο φιλαλήθης, μπορεί να υπερβάλλει λέγοντας τι αισθάνεται. Αλλά στα μάτια του Παύλου υπάρχει κάτι τόσο άγιο εν Χριστώ, ώστε στην καθαρή και φωτεινή ατμόσφαιρα της αισθητής Του παρουσίας, κανένα ψέμμα, ακόμα και καμμία υπερβολή δεν είναι δυνατή.
Το «ου ψεύδομαι» μπορούμε να το αποδώσωμε εδώ: «Δεν ψεύδομαι βεβαιώνοντας ότι…Είναι κάτω απ” την θέα του Χριστού που δηλώνω ό,τι λέγω εδώ». Ο Παύλος δηλώνει ότι κατά την ίδια στιγμή που δίνει την μαρτυρία, αισθάνεται, μέσω του Αγίου Πνεύματος, την αίσθηση αυτής της κοινωνίας με τον Κύριο («εν Χριστώ»).
«Συμμαρτυρεί»: Μαρτυρεί σε συμφωνία με την δική μου δήλωση («Επί του στόματος δύο και τριών μαρτύρων θα βεβαιώνεται κάθε λόγος»). Φαίνεται σαν ο Παύλος να επιθυμούσε να βεβαιώση την δήλωση του με μια διπλή μαρτυρία, εκείνη της συνείδησης του, και εκείνη του Αγίου Πνεύματος.
Γιατί όμως ξεκινά με τόσο δραματικό τρόπο καθώς εισέρχεται στο θέμα του; Θα το καταλάβωμε όταν σκεφθούμε τι έχει υπ” όψιν να αναπτύξη, την απόρριψη του Ισραήλ. Και ήταν αυτός που οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν ότι εκινείτο σ” όλο του το έργο από ένα πνεύμα εχθρικό προς τον λαόν του. Εκείνο που κάνει εδώ είναι να εκφράση τα πραγματικά του αισθήματα.
Εδάφιο 3
«Ηυχόμην γαρ αυτός εγώ, ανάθεμα είναι από του Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα».
«Θα ευχόμουν μάλιστα να είμαι εγώ ο ίδιος ανάθεμα, μακρυά από τον Χριστόν, χάριν των αδελφών μου, των φυσικών συγγενών μου».
Το «ηυχόμην» σπρώχνει αυτή την ευχή στο παρελθόν, και σ” ένα παρελθόν που πάντα παραμένει ατελείωτο, έτσι ώστε αυτή η έκφραση να παίρνη μακρυά από την ευχή κάθε δυνατότητα πραγματοποίησης. Άρα η έννοια είναι: «Εύχομαι, εάν μια τέτοια επιθυμία θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθή…»
Δεν απαιτείται βέβαια να ρωτήσει κάποιος πως αυτή η ευχή θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθή, μια και ο ίδιος ο Παύλος δηλώνει ότι είναι κάτι το αδύνατο. Αλλά εάν η πραγματοποίηση της εξαρτιόταν απ” την αγάπη του, θα εξέφραζε σίγουρα μια τέτοια επιθυμία εμπρός στον Κύριο.
Η λέξη «ανάθεμα», από το «ανατίθημι», πάντα δηλώνει ένα αντικείμενο αφιερωμένο στον Θεό. Αλλά αυτή η αφιέρωση μπορεί να έχει σαν σκοπό είτε την συντήρηση του σαν μια ευσεβή προσφορά, π.χ. αυτά που προσφέρονται σ” έναν ναό – σ” αυτή την περίπτωση η μετάφραση των Ο” και η Καινή Διαθήκη χρησιμοποιεί τον όρο «ανάθημα» (ιδέ Λουκάς ΚΑ5) – ή μπορεί να εκπληρωθή δια της καταστροφής του αφιερωμένου αντικειμένου, όπως στην περίπτωση της κατάρας. Οι Ο” και η Καινή Διαθήκη σ” αυτή την περίπτωση χρησιμοποιούν τον όρο «ανάθεμα», (ιδέ Γαλάτας Α8,9, Α” Κορ. ΙΣΤ22).
Λέγοντας «ανάθεμα από του Χριστού», ο Παύλος έχει προφανώς στο μυαλό του το σπάσιμο του δεσμού που τον ενώνει με τον Χριστό σαν Σωτήρα του. Θα συμφωνούσε, εάν ήταν δυνατόν, να ξαναπέση πίσω, και για πάντα, στην κατάσταση της καταδίκης στην οποία ζούσε, πριν την μεταστροφή του, εάν με την θυσία της σωτηρίας του θα μπορούσε να φέρη την μεταστροφή του λαού του. Πρόκειται για έναν παροξυσμό πατριωτικής αφιέρωσης.
Τα εδάφια 4 και 5 δικαιολογούν την επιθυμία που εκφράσθηκε στο εδάφιο 3, δηλώνοντας τα ένδοξα προνόμια που κάνουν αυτό τον λαό υπερβολικά πολύτιμο σε μια αληθινή Ισραηλιτική καρδιά.
Εδάφιο 4
«Οίτινες εισιν Ισραηλίται, ων η υιοθεσία και η δόξα και αι διαθήκαι και η νομοθεσία και η λατρεία και αι επαγγελίαι».
«Οι οποίοι είναι Ισραηλίται, εις τους οποίους ανήκει η υιοθεσία, η δόξα, αι διαθήκαι, η νομοθεσία, η λατρεία και οι υποσχέσεις».
«Οίτινες»: Πρόσωπα για τα οποία θα άξιζε να δεχθή ακόμα και αιώνια απώλεια.
«Ισραηλίται»: Είναι το όνομα τιμής που τους ανήκει. Είναι ένας τίτλος που βασίζεται στο ένδοξο γεγονός που αναφέρεται στο Γένεση ΛΒ28, και περιέχει όλα τα προνόμια που ακολουθούν.
Αυτά τα προνόμια είναι έξι:
«Υιοθεσία»: Ο Ισραήλ πάντα παρουσιάζεται σαν ο υιός του Κυρίου, ή ο πρωτότοκος μεταξύ όλων των λαών, Έξ. Δ22, Δευτ. ΙΔ1, Ωσηέ ΙΑ1.
«Δόξα»: Αυτός ο όρος δεν εκφράζει την τελική δόξα της Βασιλείας του Θεού, διότι αυτή η δόξα ανήκει και στα Έθνη. Τούτος ο όρος εδώ λαμβάνεται στην ειδική έννοια που έχει συχνά στην Παλαιά Διαθήκη: Είναι η ορατή, η φωτεινή εμφάνιση της παρουσίας του Θεού, Έξ. ΚΔ16, ΚΘ43, Α” Βασ. Η11, Ιεζ. Α28.
«Διαθήκαι»: Αυτή η λέξη δηλώνει τις διάφορες διαθήκες που συνήφθησαν απ” τον Θεό με τους πατριάρχες.
«Νομοθεσία»: Μαζί με τον ίδιο τον νόμο, αυτός ο όρος περιλαμβάνει και την επίσημη δημόσια διακήρυξη του στο βουνό Σινά (σύγκρινε αυτό που λέγει ο ψαλμωδός στον Ψαλμό ΡΜΖ20: «Δεν έκανεν ούτω εις ουδέν έθνος»).
«Λατρεία»: Είναι η Λευιτική λατρεία που θεσπίσθηκε από τον νόμο.
«Επαγγελίαι»: Αυτός ο όρος μας ματαφέρει απ” τις ευλογίες του παρελθόντος στις ακόμα μεγαλύτερες ευλογίες που πρόκειται να έλθουν, τις οποίες ο Θεός υπεσχέθη στον λαό Του.
Εδάφιο 5
«Ων οι πατέρες, και εξ ων ο Χριστός το κατά σάρκα, ο ων επί πάντων Θεός ευλογητός εις τους αιώνας. Αμήν.»
«Εις τους οποίους ανήκουν οι πατέρες και εκ των οποίων, από ανθρωπίνης πλευράς, κατάγεται ο Χριστός, ο οποίος είναι υπεράνω όλων Θεός ευλογητός αιωνίως. Αμήν.»
Στις ευλογίες μιας απρόσωπης φύσης, ο Παύλος προσθέτει τις ευλογίες που συνίστανται σε ζωντανά πρόσωπα. Τέτοια είναι οι πατριάρχες απ” τους οποίους προήλθε ο λαός, και οι οποίοι είναι οι ρίζες του, και ο Μεσσίας που εβγήκε μέσα απ” τον λαό, που είναι και το άνθος του.
«Ων οι πατέρες»: Εις τους οποίους ανήκουν οι πατέρες σαν εθνική κληρονομιά. Οι ήρωες ενός λαού θεωρούνται σαν οι πλέον πολύτιμοι θησαυροί του. Αλλά ο Απόστολος είναι προσεκτικός να μην εφαρμόση την ίδια έκφραση και στον Μεσσία, πραγμα που θα δήλωνε ότι ο Χριστός είναι κληρονομιά των Ιουδαίων. Εδώ λέγει «εξ ων», «από ανάμεσα των οποίων». Όσον αφορά τον ερχομό Του στην γη, προήλθε απ” αυτούς. Αλλά δεν ανήκει μόνον σ” αυτούς όσον αφορά τον προορισμό Του. Επίσης, ενώ αναγνωρίζει πλήρως ότι ο Χριστος ήλθε απ” τους Ιουδαίους, επισημαίνει ότι αυτός ο τρόπος προέλευσης αναφέρεται μόνον στην ανθρώπινη πλευρά του προσώπου Του, γι” αυτό και προσθέτει αμέσως «το κατά σάρκα».
Ο όρος «σάρκα» περιλαμβάνει εδώ την ανθρωπίνη φύση στο σύνολο της, και είναι λάθος να ψάξωμε να βρούμε σε τούτες τις λέξεις εδώ την αντίθεση μεταξύ της σάρκας και του πνεύματος. Είναι η ίδια η έννοια με το Ιωάννη Α14: «Ο λόγος σαρξ εγένετο». Η αντίθεση εδώ είναι μεταξύ της θείας Του προέλευσης και της ανθρωπίνης, και πιο ειδικά της Ισραηλιτικής.
Ο Παύλος θεωρεί σαν κορώνα όλων των προνομίων που χορηγήθηκαν στον Ισραήλ, το ότι μέσω αυτών ήλθε για τον κόσμο ο Χριστός, ο οποίος τώρα, καθώς υψώθηκε πάνω απ” όλα, είναι Θεός ευλογημένος εις τους αιώνας.
«Επί πάντων»: Μερικοί το μεταφράζουν, «όλων των ανθρώπων», ή «όλων των υπηρετών του Θεού της Παλαιάς Διαθήκης». Άλλοι, ότι είναι πάνω απ” όλα τα προνόμια που χορηγήθηκαν στον Ισραήλ, άλλοι, πάνω από όλη την οικουμένη. Αυτή η τελευταία έννοια φαίνεται η πιο φυσική, και η πιο σύμφωνη με το κείμενο. Τι μπορεί να αποτελέση τον ανώτατο τίτλο τιμής ενός λαού, εάν όχι το γεγονός ότι έχει δώσει στον κόσμο τον παγκόσμιο μονάρχη.
Και όμως, τέτοια προνόμια δε εξαίρεσαν το Ισραηλιτικό Έθνος από την δυνατότητα μιας απόρριψης. Στην ιστορία ακριβώς αυτού του λαού, που τόσο ιδιαίτερα ευλογήθηκε, υπήρξαν προηγούμενα, κατάλληλα να τους επιστήσουν την προσοχή ενάντια σ” αυτόν τον τρομερό κίνδυνο. Αυτό είναι το σημείο που τονίζει ο Παύλος στο ακόλουθο χωρίο, εδάφια 6-13. Προς τούτο, δανείζεται από την ιστορία τους δύο γεγονότα, τα οποία αποδεικνύουν ότι απ” τις αρχές αυτού του λαού, ο Θεός είχε προχωρήσει με την μέθοδο του αποκλεισμού, αναφορικά με ένα ολόκληρο κομμάτι του εκλεγμένου γένους. Είναι ο Ισαάκ μόνον που θεωρήθηκε εκλεγμένο σπέρμα, μετά τον αποκλεισμό του Ισμαήλ, παρ” όλο που και τούτος ο τελευταίος ήταν επίσης γυιός του Αβραάμ, εδάφια 6-9, και πάλιν, όταν από τα δύο παιδιά του Ισαάκ, προτιμήθηκε ο Ιακώβ, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του απορρίφθηκε, εδάφια 10-13.
Εδάφια 6-13
Εδάφιο 6
«Ουχ οίον δε ότι εκπέπτωκεν ο λόγος του Θεού. Ου γαρ πάντες οι εξ Ισραήλ, ούτοι Ισραήλ».
«Αυτό δεν σημαίνει ότι έχει διαψευσθή ο λόγος του Θεού. Διότι πραγματικοί Ισραηλίται δεν είναι όλοι όσοι κατάγονται από τον Ισραήλ».
Το «δε» μεταξύ των εδαφίων 5 και 6 είναι εμφατικά αντιθετικό: «Αλλά όλα εκείνα τα προνόμια, εξαίρετα καθώς ήταν, δεν θα μπορούσαν να βεβαιώσουν τον Ισραήλ ότι ο λόγος του Θεού είπε ότι, η θεία εκλογή θα πρέπει να έχη εφαρμογή σ” όλα τα κατά σάρκα παιδιά του Αβραάμ.»
«Ουχ οίον τε»: «Δεν είναι δυνατόν», «Το πράγμα δεν είναι τέτοιο ώστε κάποιος να μπορεί να πει ότι…», δηλαδή, δεν πρέπει να ερμηνευθή ότι, λόγω της απόρριψης του Ισραήλ, έχει διαψευσθεί ο λόγος του Θεού.
«Ο λόγος του Θεού» εδώ δηλώνει τις υποσχέσεις δια των οποίων ο Ισραήλ έχει διακηρυχθεί ότι είναι ο λαός του Θεού – υποσχέσεις που φαινόταν να εξαιρούν την δυνατότητα της απόρριψης τους.
Το «εκπέπτωκεν» δηλώνει την μη πραγματοποίηση της υπόσχεσης, την ακύρωση της από τα γεγονότα.
«Οι εξ Ισραήλ»: Δηλώνει όλα τα μέλη του Έθνους σε μια δεδομένη στιγμή, σαν απογόνους της προηγουμένης γενιάς.
«Ούτοι Ισραήλ»: Ο Παύλος εντοπίζει ανάμεσα στην μάζα του Έθνους, έναν αληθινόν Ισραήλ, εκείνον τον εκλεγμένον λαό, εκείνο το άγιο υπόλοιπο, για το οποίο μιλά συνεχώς η Παλαιά Διαθήκη, και στο οποίο μόνον αναφέρεται η απόφαση της εκλογής.
Τα δύο ακόλουθα παραδείγματα αποδεικνύουν την δυνατότητα της απόρριψης της μάζας του λαού. Και πρώτα εκείνο του Ισαάκ:
Εδάφιο 7
«Ουδ” ότι εισί σπέρμα Αβραάμ, πάντες τέκνα, αλλ” εν Ισαάκ κληθήσεται σοι σπέρμα».
«Ούτε επειδή είναι απόγονοι του Αβραάμ, είναι όλοι πραγματικά παιδιά του, αλλά κατά το υπόδειγμα Ισαάκ θα προέλθουν οι απόγονοι σου».
Οι Ισμαήλ και Ισαάκ ήσαν οι δύο γυιοί του Αβραάμ. Και οι δύο ήσαν σπέρμα του Αβραάμ, αλλά δεν εδικαιούντο και οι δύο, εξ αιτίας αυτού του πράγματος, τον τίτλο του «τέκνου». Ο όρος «τέκνον του Αβραάμ» στην βαθύτερη του έννοια δηλώνει «τέκνο του Θεού», διότι το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι εκείνο των αληθινών μελών της οικογενείας του Θεού.
Το απλό γεγονός της καταγωγής απ” τον Αβραάμ είναι μακρυά από του να κάνη έναν άνθρωπο «τέκνο» του, σ” αυτή την βαθειά έννοια (τέκνο του Θεού). Έτσι ο Θεός εξαιρεί από την θεία οικογένεια κάθε άλλον απόγονο του Αβραάμ εκτός του Ισαάκ και του σπέρματος του, όταν λέγη στον Αβραάμ, Γένεση ΚΑ12: «Εν τω Ισαάκ θα κληθή εις σε σπέρμα». Αυτή η τελευταία λέξη, «σπέρμα», δηλώνει προφανώς το σπέρμα του Αβραάμ, εκείνο που επρόκειτο να παραμείνη ο θεματοφύλακας της υπόσχεσης της σωτηρίας του κόσμου.
Στην φράση «εν Ισαάκ» μπορούμε να ταυτίσωμε το πρόσωπο του Ισαάκ με το σπέρμα του, και να το αντιληφθούμε σ” αυτή την έννοια: «Στο πρόσωπο ακριβώς του Ισαάκ (ως περιέχοντας σ” αυτό όλους τους απογόνους του)».
«Κληθήσεται»: Θα φέρει το όνομα. Το γένος που θα γεννηθή απ” τον Ισαάκ, αυτό θα φέρει το όνομα του «σπέρματος».
Εδάφιο 8
«Τούτ” έστιν ου τα τέκνα της σαρκός ταύτα τέκνα Θεού, αλλά τα τέκνα της επαγγελίας λογίζεται εις σπέρμα.»
«Δηλαδή, παιδιά του Θεού δεν είναι όσοι γεννιώνται κατά τρόπον φυσικόν, αλλά όσοι γεννιώνται από την υπόσχεσιν του Θεού θεωρούνται απόγονοι.»
Σε αυτό το εδάφιο ο Παύλος εξάγει την γενική αρχή απ” το ειδικό γεγονός που μόλις ανέφερε. Η γέννηση του Ισμαήλ προήλθε από την σάρκα, δηλαδή, δεν υπήρχε τίποτα σ” αυτή, παρά ό,τι ήταν ανθρώπινο. Στην γέννηση του Ισαάκ ο Θεός παρενεβλήθη με την υπόσχεση Του. Και ήταν από αυτή την θεία υπόσχεση, σύμφωνα με το κεφάλαιο Δ, που ο Αβραάμ δια πίστεως έσυρε την δύναμη που τον κατέστησε ικανό να γίνη πατέρας του υπεσχειμένου σπέρματος. Σε συνέπεια αυτού του υψηλοτέρου στοιχείου, μόνον ο Ισαάκ και οι απόγονοι του μπορούν να θεωρηθούν ως τέκνα του Θεού. Αυτό είναι που εξηγεί η δεύτερη πρόταση του εδαφίου, όπου το όνομα του σπέρματος δίνεται μόνον στους απογόνους που αποκτήθηκαν δια πίστεως στην υπόσχεση.
Η πρώτη πρόταση αυτού του εδαφίου νομιμοποιεί σιωπηρά την απόρριψη των κατά σάρκα Ιουδαίων, η δεύτερη, την υιοθεσία των Εθνικών που πιστεύουν.
Εδάφιο 9
«Επαγγελίας γαρ ο λόγος ούτος. Κατά τον καιρόν τούτον ελεύσομαι και έσται τη Σάρρα υιός.»
«Διότι ο λόγος της υποσχέσεως είναι ο εξής: κατά τον καιρόν τούτον θα έλθω και η Σάρρα θα έχη υιόν.»
Αυτό το εδάφιο έχει σαν σκοπό να δικαιολογήση την φράση, «τέκνα της υπόσχεσης», εδάφιο 8.
Όταν ο Παύλος λέγει, «επαγγελίας ο λόγος», εννοεί: Ένας λόγος που είχε τον ελεύθερο χαρακτήρα μιας υπόσχεσης, και ο οποίος δεν υπονοεί στο ελάχιστο την αναγνώριση ενός δικαιώματος.
Η αναφορά από την Παλαιά Διαθήκη είναι ένας συνδυασμός των εδαφίων 10 και 14 του Γένεση ΙΗ (μετάφραση των Ο”).
Ο όρος, «κατά τον καιρόν τούτον» δηλώνει: «Τον επόμενον χρόνο, κατά την στιγμή που αυτός ο ίδιος καιρός (αυτή η ίδια εποχή) θα επιστρέψη.»
Αλλά θα μπορούσε ο Ισαάκ και το γένος του, προερχόμενοι από τον Αβραάμ, και αυτό με την μεσολάβηση ενός θείου παράγοντα, να θεωρηθούν, χωρίς καμμία άλλη προϋπόθεση, σαν πραγματικά «τέκνα του Θεού»; Προφανώς όχι. Διότι εάν η πίστη του Αβραάμ σταματούσε ν” ανήκει σ” αυτούς, αυτοί γινόντουσαν πάλιν ένα καθαρά σαρκικό σπέρμα. Τότε, ο ίδιος νόμος της εξαίρεσης που είχε εφαρμοσθεί στον Ισμαήλ προς χάριν του Ισαάκ, θα εφαρμοζόταν και στους απογόνους αυτού του τελευταίου. Και είναι αυτό ακριβώς που συνέβη, καθώς φαίνεται από το δεύτερο παράδειγμα, εκείνο του Ησαύ και του Ιακώβ.
Εδάφιο 10
«Ου μόνον δε, αλλά και Ρεβέκκα εξ ενός κοίτην έχουσα, Ισαάκ του πατρός ημών.»
«Και όχι μόνον αυτό, αλλά και η Ρεβέκκα, από έναν άνδρα, τον πατέρα μας Ισαάκ, συνέλαβε παιδιά.»
Αυτό το δεύτερο γεγονός είναι ακόμα πιο σπουδαίο από το προηγούμενο. Είμαστε τώρα στην καθαρή γραμμή του Αβραάμ δια του Ισαάκ, τον πρόγονο από τον οποίον είναι το υπεσχειμένο σπέρμα. Και όμως, η σύζυγος του βλέπει εκείνη την θεία επιλογή που είχε ασκηθεί αναφορικά με τους γυιούς του Αβραάμ, να ασκείται και μεταξύ των δικών της παιδιών.
Στο «Ρεβέκκα» μπορούμε να συμπληρώσωμε: «Επάθη το αυτό», δηλαδή, και σ” αυτή συνέβη το ίδιο.
Το «εξ ενός» αναφέρεται λόγω της αντίθεσης τούτης της περίπτωσης με την περίπτωση του Ισαάκ και του Ισμαήλ. Εκεί υπήρχαν δύο μητέρες και έτσι μπορεί να δικαιολογηθή η προτίμηση που δόθηκε στον Ισαάκ. Εδώ που τα παιδιά ήσαν από την ίδια μάννα, η μόνη δυνατή διαφορά θα ήταν από την πλευρά του πατέρα. Αλλά πρόκειται για δίδυμα, άρα η προέλευση ήταν κοινή πέρα για πέρα. Οπότε κανένα εξωτερικό κίνητρο ή προτίμηση δεν θα μπορούσε να εμπηρεάση την θεία εκλογή. Αυτό είναι που δηλώνεται ακόμα μια φορά με τις τελευταίες λέξεις: «Ισαάκ του πατρός ημών».
Το «ημών», αναμφίβολλα, εφαρμόζεται πρώτα στους Ιουδαίους, αλλά επίσης και στους Χριστιανούς σαν παιδιά του Ισαάκ δια πίστεως (Δ1).