Εδάφιο 11
«Μήπω γαρ γεννηθέντων μηδέ πραξάντων τι αγαθόν ή κακόν, ίνα η κατ” εκλογήν του Θεού πρόθεσις μένη».
«Και ενώ δεν είχαν ακόμη γεννηθή και δεν είχαν κάνει τίποτα καλόν ή κακόν, δια να μείνη η πρόθεσις του Θεού κατ” εκλογήν.»
Τούτο μπορούμε να το αποδώσουμε κάπως έτσι: «Ή μάλλον, η προτίμηση στον Ιακώβ δόθηκε, πριν ακόμα την γέννηση των διδύμων, πριν αυτοί κάνουν κάποια πράξη, οτιδήποτε. Άρα δεν θεμελιώθηκε σε κάποια ιδιαίτερη αξία που μπορεί να είχε ο Ιακώβ».
Αναμφίβολλα, μπορεί κάποιος να πει στον Παύλο, ο Θεός προείδε τα καλά έργα του Ιακώβ και τις κακές πράξεις του Ησαύ, οπότε η προτίμηση στον Ιακώβ θεμελιώθηκε πάνω σ” αυτή την πρόβλεψη. Και προς υποστήριξη αυτής της θέσης, μπορεί κάλλιστα να χρησιμοποιηθή μια λέξη που ανέφερε ο ίδιος ο Παύλος στο Η29, εκείνη της «πρόγνωσης».
Εδώ, υποθέτοντας ότι ο Παύλος ήθελε να συζητήση την ερώτηση διεξοδικά, μπορούσε να απαντούσε με την σειρά του, ότι η θεία πρόβλεψη, στην οποία βασίζεται η εκλογή, δεν αναφέρεται σε κανένα έργο οτιδήποτε, σαν ικανό να δώση κάποια αξία προς χάριν του εκλεγμένου, αλλά μόνον στην πίστη του. Και η πίστη δεν μπορεί να προσδώση κάποια αξία, μια και η ίδια συνίσταται ακριβώς σε αποκήρυξη κάθε αξίας, μη όντας τίποτα άλλο παρά η ταπεινή αποδοχή του δώρου, που προσφέρεται ελεύθερα. Πίστη που προβλέφθηκε είναι λοιπόν τελείως διαφορετικό πράγμα από έργα που προβλέφθηκαν. Τα τελευταία θα συνιστούσαν ένα δικαίωμα. Η πίστη περιέχει μόνον μια ηθική προϋπόθεση, εκείνη δηλαδή η οποία έπεται από το γεγονός ότι, η κατοχή στην περίπτωση ενός ελευθέρου όντος υποθέτει αποδοχή. Έργο που προβλέφθηκε θα επέθετε υποχρέωση στον Θεό, και θα αφαιρούσε από την ελευθερία της χάρης Του. Πίστη που προβλέφθηκε υπηρετεί μόνο στο να κατευθύνη την άσκηση της.
Να διευκρινίσωμε πάλι εδώ ότι, η πίστη η ίδια δεν προσδίδει κάποια αξία, για την οποία απαιτείται αμοιβή εκ μέρους του Θεού, ή κάποια προτίμηση, σ” αυτόν που την έχει. Το ν” απλώσης το χέρι να πάρης το δώρο δεν είναι έργο προς αμοιβή, αντίθετα, δείγμα αναξιότητας και ανάγκης είναι. Και η σωτηρία μας, ειδικά, δεν είναι για λογαρισμό της πίστης μας, αλλά μέσω αυτής.
Το «να αποδεχθής» και το «να το αξίζης» είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Αλλά ο Απόστολος δεν εισέρχεται σ” αυτή την συζήτηση, και απλά αναφέρει το γεγονός ότι δεν ήταν καμμία αξία από μέρους του Ιακώβ, που ανάγκασε τον Θεό να οργανώση το σχέδιο Του έτσι όπως το έκανε. Αυτό το σχέδιο βέβαια δεν συνελήφθη αυθαίρετα, αλλά και δεν περιέχει τίποτα που να του δίνη τον χαρακτήρα μιας υποχρέωσης ή ενός χρέους.
Εκείνο που ο Θεός ήθελε, με το να εκλέξη το νεώτερο από τα δύο παιδιά, και να παραμερίση το μεγαλύτερο, ήταν να παραμείνη άθιχτη η ελευθερία Του να οργανώνη τα σχέδια Του δυνάμει της ελεύθερης Του εκλογής μεταξύ των ατόμων.
«Η κατ” εκλογήν του Θεού πρόθεσις». «Πρόθεσις» είναι ο αιώνιος σκοπός Του, ιδέ σχόλια πάνω στο Η27. Αυτός ο σκοπός για να πραγματοποιηθή χρειάζεται όργανα από ανάμεσα στους ανθρώπους. Και είναι στην εκλογή αυτών των ατόμων που η λέξη «εκλογή» αναφέρεται.
Η έκφραση, «η κατ” εκλογήν πρόθεσις του Θεού», δηλώνει λοιπόν ένα σχέδιο ενεργειών στην προετοιμασία της σωτηρίας, στο οποίο ο Θεός προχωρά δυνάμει μιας εκλογής που Αυτός έχει κάνει μεταξύ ορισμένων ατόμων, για να εξασφαλίση τον άνθρωπο που ταιριάζει πιο καλά στα σχέδια Του. Ένα τέτοιο σχέδιο είναι το αντίθετο ενός σχεδίου θεμελιωμένου πάνω στο δικαίωμα ή την αξία κάποιου από εκείνα τα άτομα.
Η ελεύθερη θέληση του Θεού πράγματι θα τελείωνε, εάν κάποιος άνθρωπος, ο οποιοσδήποτε, θα μπορούσε να Του πει: «Έχω το δικαίωμα να εκλεγώ και να χρησιμοποιηθώ από σένα, εγώ παρά εκείνος ο άλλος.» Υποθέστε ότι ο Σαούλ είχε εκλεγεί βασιλιάς βάσει κάποιας δικής του αξίας. Όταν θα ερχόταν ο καιρός να τον αντικαταστήση με τον Δαβίδ, ο Θεός θα είχε τα χέρια Του δεμένα. Κατά παρόμοιο τρόπο, δυνάμει του δικαιώματος του σαν μεγαλύτερος, ο Ησαύ έπρεπε αναγκαστικά να έχη γίνει ο κληρονόμος της υπόσχεσης, ένας άνθρωπος που ταίριαζε τόσο λίγο στους σκοπούς του Θεού. Το σχέδιο και η εκλογή του Θεού θα πρέπει λοιπόν να είναι ελεύθερα από κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, ώστε η θέληση του μόνου Σοφού και Αγαθού να μπορή να ασκηθή χωρίς εμπόδιο. Αυτή είναι η αρχή της διακυβέρνησης Του, που ο Θεός επιθυμούσε να διαφυλάξει, εκλέγοντας τον νεώτερο αντί του μεγαλυτέρου, στην περίπτωση που αναφέρει εδώ ο Παύλος.
«Μένη»: Να μπορή να σταθή καλά εδραιωμένη στην συνείδηση. Αλλά ίσως εδώ είναι κάτι περισσότερο στην σκέψη του Παύλου. Ίσως να εννοεί, «να μπορή να σταθή στην πραγματικότητα». Η ελευθερία του Θεού θα διακινδύνευε, εάν κάποια ανθρώπινη αξία ρύθμιζε την εκλογή Του. Ο Θεός ο οποίος είχε καθορίσει να χρησιμοποιήση τον Ιακώβ και να παραμερίση τον Ησαύ, θα μπορούσε να είχε κάνει τον Ιακώβ να γεννηθή πρώτος. Εάν δεν το έκανε έτσι, είναι ακριβώς για τον λόγο του να μπορή να παραμένη το δικαίωμα της ελεύθερης εκλογής Του εδραιωμένο και άθικτο.
Χρησιμοποιόντας τώρα ο Παύλος τον ενεστώτα «μένη», αντί του αορίστου «μείνη», επεκτείνει αυτή την συνέπεια του γεγονότος σ” όλες τις εποχές. Άρα έχει και εφαρμογή στους Ιουδαίους των ημερών του.
Εδάφιο 12
«Ουκ εξ έργων, αλλ” εκ του καλούντος, ερρέθη αυτή ότι ο μείζων δουλεύσει τω ελάσσονι».
«Η οποία δεν εξαρτάται από έργα αλλά από εκείνον, ο οποίος καλεί, ελέχθη εις αυτήν, Ο μεγαλύτερος θα δουλέψη τον νεώτερον.»
Η προφητεία που αναφέρεται εδώ λαμβάνεται από το Γένεση ΚΕ23.
Η κατωτερότητα του Ησαύ ως προς τα θεία πράγματα προέκυψε από το σαρκικό πνεύμα του, το οποίο δείχθηκε στην πώληση των πρωτοτοκίων. Όσο για τον λαό που προήλθε απ” τον Ησαύ, η ίδια κατωτερότητα εμφανίσθηκε, πρώτα στο γεγονός ότι το μέρος κατοικίας του ορίσθηκε έξω από την γη της υπόσχεσης, μετά στην υποταγή τους στον Ισραήλ στις μέρες του Δαβίδ, και τέλος, μετά από πολλές εναλλασσόμενες υποταγές και απελευθερώσεις, στην τελική τους ενσωμάτωση στο Ιουδαϊκό κράτος, στις μέρες του Ιωάννη του Υρκανού, και την εξαφάνιση τους απ” τον κατάλογο των Εθνών.
Εδάφιο 13
«Καθώς γέγραπται, τον Ιακώβ ηγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα.»
«Καθώς είναι γραμμένον, Τον Ιακώβ αγάπησα, τον δε Ησαύ εμίσησα.»
Τούτη η αναφορά είναι παρμένη από τον Μαλαχία Α2,3 και έχει σαν σκοπό να επιβεβαιώση την προηγουμένη.
Το «καθώς» μπορεί να γίνη αντιληπτό κατά δύο τρόπους: α) Ότι η αγάπη του Θεού για τον Ιακώβ και το μίσος Του για τον Ησαύ, ήταν η αιτία της υποταγής του τελευταίου στον προηγούμενο. β) Μπορεί να θεωρηθή ότι ο Παύλος αναφέρει αυτά τα λόγια του Μαλαχία, διότι δείχνουν μ” ένα χαρακτηριστικό γεγονός στην μετέπειτα ιστορία των δύο λαών, την αλήθεια που ανεφέρθη στο εδάφιο 12 («ο μεγαλύτερος θα δουλέψη τον νεώτερον»).
Ο Μαλαχίας έζησε σε μια περίοδο όταν, μετά την επιστροφή τους απ” την εξορία, ο Ισραήλ είχε μόλις λάβει μια θαυμαστή απόδειξη της προστασίας του Θεού, ενώ ο Εδώμ (οι απόγονοι του Ησαύ) ήταν ακόμα στην ερήμωση. Βλέποντας τα ερείπια απ” την μια μεριά, και την ανοικοδόμηση απ” την άλλη, ο Μαλαχίας διακηρύττει, σαν κάτι που το βεβαιώνει η πράξη, τα θεία αισθήματα αγάπης και μίσους, που αποκαλύπτονται σ” αυτούς τους δύο αντιθέτους τρόπους μεταχείρισης.
Τα «αγάπησα» και «μίσησα» δεν δηλώνουν απλά ότι έχω προτιμήσει τον έναν έναντι του άλλου, αλλά: Επήρα τον Ιακώβ για δικό μου, ενώ παραμέρισα τον Ησαύ. Ο Θεός έχει κάνει τον έναν θεματοφύλακα της Μεσσιανικής Του υπόσχεσης για την σωτηρία του κόσμου, ενώ αρνήθηκε στον άλλον κάθε συνεργασία στην θεμελίωση της Βασιλείας Του.
Και αυτή η διαφορά στην συμπεριφορά δεν είναι τυχαία. Βασίζεται σε μια διαφορά στα αισθήματα του Ιδίου του Θεού.
Πάνω στο «εμίσησα» ιδέ τα σχόλια στο Λουκά ΙΔ26 («Εάν κάποιος δεν μισεί τον πατέρα του και την μητέρα…και την ζωήν του…»)
Η αγάπη του Θεού για τον Ιακώβ δεν είναι γιατί το άξιζε, αλλά ούτε και αυθαίρετη. Όταν σκεφθούμε για τα πολλά και βαρειά αμαρτήματα του πατριάρχη, όταν σκεφθούμε για τις συνεχείς αποστασίες του Ισραήλ, μπορούμε να καταλάβωμε ότι θέμα «αξίας» δεν εισήλθε καθόλου σ” αυτή την περίπτωση. Αλλά όταν λογαριάσωμε την πρόβλεψη του Θεού για την πίστη, και τον τελικό της θρίαμβο πάνω σε κείνον τον άνθρωπο, και σε κείνον τον λαό (την «πρόγνωση», Η29), θα δούμε ότι, ούτε ένα από τα προνόμια που απενεμήθη στον Ιακώβ δεν ήταν αυθαίρετο.
Όσο για τον Ησαύ, ας σημειωθούν οι τρείς ακόλουθες παρατηρήσεις αναφορικά με το «μίσος» του οποίου αυτός είναι το αντικείμενο:
1) Ομιλόντας για τον Ιακώβ και Ησαύ, είτε ως ανθρώπους είτε ως έθνη, ούτε η Γένεση, ούτε ο Μαλαχίας, ούτε ο Παύλος έχουν την αιωνία σωτηρία κατά νουν.
2) Ο Ησαύ, παρόλο που στερήθηκε την υπόσχεση και την κληρονομιά, παρ” όλα αυτά επέτυχε μια ευλογία και μια κληρονομιά για τον ίδιο και τους απογόνους του.
3) Ο χαρακτήρας που κληρονομήθηκε απ” τον πατέρα του γένους δεν είναι τόσο βαθειά τυπωμένος στους απογόνους του, ώστε αυτοί να μην μπορούν να ξεφύγουν απ” αυτόν. Καθώς υπήρχαν στον Ισραήλ αρκετοί Εδωμίτες, άπιστες δηλαδή καρδιές, θα πρέπει να υπήρχαν και πολλοί Ισραηλίτες, πνευματικές δηλαδή καρδιές, στον Εδώμ. Να θυμηθούμε τι λέγεται για τους σοφούς της Θαιμάν, Ιερεμίας ΜΘ 7, και το πολύ σεβαστό πρόσωπο του Ελιφάζ (παρόλο το σφάλμα του) στο βιβλίο του Ιώβ.
Τα δύο παραδείγματα αποκλεισμού από τα θεία σχέδια, του Ισμαήλ και του Ησαύ, αποδεικνύουν ένα γεγονός που ο Ισραήλ έχει αγκαλιάσει με όλη του την καρδιά: Το δικαίωμα του Θεού να τους προικίση με προνόμια εις βάρος των Αράβων (Ισμαήλ), και των Εδωμιτών (Ησαύ), δίδοντας σ” αυτούς το επικρατέστερο μέρος στο έργο της απολύτρωσης, το οποίο φαινόταν να το δικαιούνται αυτοί οι δύο που αποκλείστηκαν, βάσει των προνομίων των πρωτοτόκων. Αλλά τώρα όμως, εάν ο Ισραήλ επεδοκίμαζε την αρχή της θείας ελευθερίας, όταν αυτή εργαζόταν προς χάριν τους, πως θα μπορούσαν να την αποκηρύξουν όταν εστρεφόταν εναντίον τους;
Στην συνέχεια, στο εδάφιο 14, ο Παύλος θέτει μια αντίρρηση που ενδεχομένως να υψωθή, και μ” αυτήν ασχολείται έως το εδάφιο 24: Δεν θίγει η ελευθερία, έτσι όπως αξιώνεται για τον Θεό στις αποφάσεις και επιλογές Του, τον ηθικό Του χαρακτήρα, και ειδικά την δικαιοσύνη Του; Είναι σ” αυτή την ερώτηση που τα εδάφια 14-18 δίδουν απάντηση. Ο Παύλος αποδεικνύει εδώ ότι η Γραφή αναγνωρίζει αυτή την ελευθερία στον Θεό. Και καθώς δεν μπορεί να προσάψη σ” Αυτόν τίποτα ανάξιο Αυτού, πρέπει να γίνη παραδεκτό ότι αυτή η ελευθερία δεν έρχεται σε αντίθεση με τον ηθικό Του χαρακτήρα και την δικαιοσύνη Του. Στην συνέχεια, στα εδάφια 19-24, δείχνει, με μια εικόνα, ότι η ανωτερότητα του Θεού ως προς τον άνθρωπο, θα πρέπει να κάνη να σιωπούν οι υπερήφανες αξιώσεις αυτού του τελευταίου. Μετά εφαρμόζει αυτό στην σχέση του Θεού με τον Ισραήλ.
Εδάφιο 14
«Τι ουν ερούμεν; Μη αδικία τω Θεώ; Μη γένοιτο.»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Ότι ο Θεός είναι άδικος; Μη γένοιτο».
Ο αντίθετος τον οποίον υπονοεί εδώ ο Παύλος είναι ένας Ιουδαίος, ο οποίος νομίζει ότι η κυριαρχική ελευθερία την οποία ο Απόστολος αποδίδει στον Θεό, και δια της οποίας ζητά να δικαιολογήση την απόρριψη του Ισραήλ, αδικεί τον θείο χαρακτήρα. Θα πρέπει, εδώ, να φέρωμε στον νου μας ότι η Ιουδαϊκή συνείδηση, καθώς είχε αναπτυχθεί κάτω από τον νόμο, είχε φθάσει να θεωρή τις δοσοληψίες του Θεού με τον άνθρωπο να εξαρτώνται ολοκληρωτικά από την αξία ή μη του ανθρώπου. Κατ” αυτούς, οι πράξεις του ανθρώπου κανόνιζαν εκείνες του Θεού.
Εδάφιο 15
«Τω γαρ Μωϋσή λέγει, ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω.»
«Διότι εις τον Μωϋσήν λέγει, Θα ελεήσω εκείνον που ελεώ και θα σπλαγχνισθώ εκείνον που σπλαγχνίζομαι.»
Η ίδια η Γραφή, αυτό το θεμέλιο όλων των Ισραηλιτικών θεοκρατικών αξιώσεων, δείχνει την θεία ελευθερία καθώς αυτή διδάσκεται από τον Παύλο. Αυτή λοιπόν η ελευθερία δεν μπορεί να περιέχη καμμία αδικία.
Και πρώτα, μια αναφορά που αποδεικνύει την απουσία, στην περίπτωση του ανθρώπου, κάθε δικαιώματος έναντι του Θεού. Έχει παρθεί από την Έξοδο ΛΓ19, όπου ο Θεός, όταν συγκατατίθεται να ικανοποιήσει την τολμηρή αίτηση του Μωϋσή να δει την δόξα Του με τα γήινα του μάτια, του δίνει να καταλάβη ότι τίποτα σ” αυτόν, παρ” όλα όσα έκανε έως τώρα στην υπηρεσία του Θεού, δεν του εξασφάλιζε κανένα δικαίωμα. Εάν ο Θεός του την χορηγή, δεν είναι γιατί είναι ο Μωϋσής που την ζητά, ή γιατί υπάρχει κάποιο δικαίωμα σ” αυτή του την αίτηση. Είναι καθαρά θέμα χάρης εκ μέρους του Θεού. Είναι λοιπόν η ιδέα της ελεύθερης εκλογής του Θεού που επανεμφανίζεται εδώ.
Η συναίνεση του Θεού στον Μωϋσή δεν είναι βεβαίως μια αυθαίρετη πράξη. Ο Θεός ξέρει γιατί την χορηγεί. Ούτε όμως είναι και ένα δικαίωμα εκ μέρους του Μωϋσή, σαν αυτός να μπορούσε να παραπονεθή στην περίπτωση άρνησης.
«Ελεώ»: Εκφράζει την συμπάθεια της καρδιάς.
«Οικτίρω»: Εκφράζει την αποκάλυψη αυτού του αισθήματος.