Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (34/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (34/50)






Eδάφιο 16
«Άρα ουν ου του θέλοντος ουδέ του τρέχοντος, αλλά του ελεούντος Θεού».
«Ώστε λοιπόν δεν εξαρτάται από την θέλησιν ή την προσπάθειαν του ανθρώπου, αλλά από το έλεος του Θεού.»

Όταν ο Θεός δίδει, δεν είναι διότι μια ανθρώπινη θέληση («του θέλοντος»), ή ένα ανθρώπινο έργο («του τρέχοντος»), Τον βάζει κάτω από την υποχρέωση, και Τον αναγκάζει να δώση, για να μην είναι άδικος εάν αρνηθή. Ανήκει στον εαυτόν Του η πρωτοβουλία και η υλοποίηση της («Αυτού που ελεεί»), και είναι από δω που εκπηγάζει το δώρο. Αυτός δίνει όχι γιατί το οφείλει, αλλά σαν καρπό της αγάπης Του, πράγμα που σημαίνει ότι δεν ενεργεί αυθαίρετα. Μια τέτοια υπόθεση (ότι ενεργεί αυθαίρετα) εξαιρείται, ακριβώς διότι ο υπό ερώτηση δότης είναι ο Θεός, ο οποίος είναι η ίδια η σοφία, και ο οποίος δεν σκέφτεται τίποτα παρά ό,τι είναι καλό.
Η αρχή που εδώ εκτίθεται περιλαμβάνει το δικαίωμα του Θεού να καλέση τα Έθνη σε σωτηρία, όταν θα ευαρεστιόταν να τους χορηγήση αυτή την χάρη.
Για να μείνωμε λίγο ακόμα στο παράδειγμα του Μωϋσή, δεν ήταν ούτε η ευχή που εξέφρασε στην προσευχή του, ούτε η φροντίδα που με πιστότητα ανέλαβε για τον Ισραήλ στην έρημο, που θα μπορούσαν να τον κάνουν να κερδίση την χάρη που ζήτησε. Και μια και κανένας άνθρωπος δεν θα τον ξεπεράση αναφορικά με την ευσεβή του επιθυμία ή το άγιο του έργο, έπεται ότι ο κανόνας που εφαρμόζεται σ” αυτόν είναι παγκόσμιος. Έτσι αυτό θα είναι πάντα. Ο Ισραήλ ειδικά, θα έπρεπε να αντιληφθή, με το παράδειγμα του Μωυσή, ότι δεν είναι ούτε οι καθορισμένες θεοκρατικές τους υποχρεώσεις που εκτελούν, ούτε το πλήθος των τελετουργικών τους ή ηθικών τους έργων, που μπορούν να μετατρέψουν την σωτηρία σ” ένα χρέος που οφείλεται προς αυτούς από τον Θεό, πράγμα το οποίον απομακρύνει απ” Αυτόν το δικαίωμα να τους απορρίψη, εάν το θεωρήση καλό να ενεργήση έτσι, για λόγους που μόνον Αυτός γνωρίζει.
Αλλά εάν ο λόγος του Θεού προς τον Μωϋσή αποδεικνύει ότι ο Θεός δεν οφείλει την χάρη Του σε κανέναν, όποιος και να είναι αυτός, θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι είναι και ελεύθερος να απορρίψη όποιον Αυτός θέλει; Ναι. Η Γραφή Του αποδίδει ακόμα και αυτό το δικαίωμα. Αυτή η αλήθεια βγαίνει από άλλα λόγια του Θεού, που αναφέρονται στον αντίπαλο του Μωϋσή, τον Φαραώ.

Εδάφια 17,18
«Λέγει γαρ η γραφή τω Φαραώ ότι εις αυτό τούτο εξήγειρα σε, όπως ενδείξωμαι εν σοι την δύναμιν μου, και όπως διαγγελή το όνομα μου εν πάση τη γη. Άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει.»
«Διότι λέγει η γραφή εις τον Φαραώ, Γι” αυτό ακριβώς σε ανύψωσα, δια να δείξω δια σου την δύναμιν μου και να διαλαληθή το όνομα μου εις όλην την γην. Άρα λοιπόν όποιον θέλει ελεεί, και όποιον θέλει τον κάνει σκληρόν.»

Έχοντας αναφέρει μια περίπτωση της ελευθερίας με την οποία ο Θεός χορηγεί την χάρη, ο Παύλος δίνει τώρα ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίον Αυτός σκληραίνει τον άνθρωπο.
Η λογική σύνδεση που εκφράζεται με το «γαρ» είναι αυτή: Δεν υπάρχει τίποτα παράξενο στην Γραφή, που αποδίδει στον Θεό το δικαίωμα να χορηγή χάρη, μια και Του αποδίδει το ακόμα πιο ακατανόητο δικαίωμα του να καταδικάζει σε σκληρότητα. Αυτά τα δύο δικαιώματα πράγματι υποθέτουν αμοιβαία το ένα το άλλο. Ο Θεός που δεν θα είχε το ένα, δεν θα είχε ούτε το άλλο.
Το αναφερόμενο εδάφιο είναι το Έξοδος Θ16. Ο Θεός προφέρει αυτή την απόφαση μετά την έκτη μάστιγα.
«Εξηγειρα»: Έχω κανονίσει για σένα να εμφανισθής κατ” αυτόν τον καιρό, σ” αυτό το μέρος, και σ” αυτή την θέση. Το υπό ερώτηση θέμα δεν είναι η κακή προδιάθεση που εμπνέει τον Φαραώ, αλλά η όλη θέση και κατάσταση στην οποία αυτός βρίσκει τον εαυτόν του τοποθετημένο από την θεία πρόνοια. Ο Θεός θα μπορούσε να είχε κανονίσει να γεννηθή ο Φαραώ σε μια καλύβα, όπου το υπερήφανο πείσμα του θα είχε επιδειχθεί με όχι λιγότερη επιμονή, αλλά χωρίς καμμία αξιοσημείωτη ιστορική συνέπεια. Απ” το άλλο μέρος, ο Θεός θα μπορούσε να είχε τοποθετήσει στον θρόνο της Αιγύπτου έναν αδύνατο, ευκολομεταχείριστο άνθρωπο, που θα είχε παραδοθεί με το πρώτο κτύπημα. Τι θα είχε συμβεί τότε; Ο Φαραώ στην άσημη του θέση δεν θα ήταν λιγώτερο αλλαζόνας και ξεροκέφαλος. Αλλά ο Ισραήλ θα είχε βγει από την Αγυπτο χωρίς δόξα. Δεν θα είχαμε πληγές την μια κατόπιν της άλλης, ούτε θαυματουργικό πέρασμα της Ερυθράς θάλασσας, ούτε την καταστροφή του Αιγυπτιακού στρατού. Τίποτα απ” όλα αυτά που χαράχτηκαν τόσο βαθειά στην Ισραηλιτική συνείδηση, και τα οποία παρέμειναν για τον εκλεγμένο λαό το αμετακίνητο θεμέλιο της σχέσης τους με τον Ιεχοβά. Και μετά απ” αυτό καμμία επιρροή επίσης στα γειτονικά έθνη. Η όλη ιστορία θα είχε πάρει μια διαφορετική κατεύθυνση.
Δεν ήταν ο Θεός λοιπόν που εδημιούργησε την αδάμαστη υπερηφάνεια του Φαραώ, για να έχη ένα σημείο αντίστασης, και να δείξη την δόξα Του. Αρκέστηκε να την χρησιμοποιήση γι” αυτόν τον σκοπό, όπως την βρήκε. Αυτό είναι που εκφράζεται με το «όπως». Ιδέ πάνω σ” αυτό τα λόγια του ύμνου τους μετά την διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης, Έξοδος ΙΕ14,15. Επίσης και τα λόγια της Ραχαάβ στους κατασκόπους που έστειλε ο Ιησούς του Ναυή, (Ιησούς του Ναυή Β9,10), και των Γαβαωνιτών στον Ιησού, (Ιησούς του Ναυή Θ9): «…διότι ακούσαμε την φήμη Αυτού και όλα που έκανε στην Αίγυπτο». Έτσι οι καταστροφές που σημάδεψαν την έξοδο τους απ” την Αίγυπτο, και οι οποίες προκλήθηκαν απ” την τυφλή αντίσταση του Φαραώ, έστρωσαν τον δρόμο για την κατάκτηση της Χαναάν. Και ακόμα και στις μέρες μας, οπουδήποτε σ” όλον τον κόσμο διαβάζεται η Έξοδος, η θεία πρόθεση βρίσκει πραγματοποίηση ακόμα μια φορά: «Να δείξω την δύναμη μου, και να κάνω γνωστό το όνομα μου σ” όλη την γη».
Στο εδάφιο 18 έχομε το γενικό συμπέρασμα σε συνδυασμό και με το εδάφιο 16: «Άρα ουν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει.»
Σ” έναν γυιό που θα παραπονιόταν για τις χάρες που χορηγούνται σ” έναν απ” τους αδελφούς του, και για την σκληρή μεταχείριση στην οποία υποβάλλεται αυτός, δεν θα μπορούσαμε να πούμε: «Ο πατέρας σου είναι ελεύθερος και να δείξη χάρη και να τιμωρήση»; Λαμβανομένου υπ” όψιν όμως ότι ο άνθρωπος που απαντά έτσι δεν συγχέει την ελευθερία με το καπρίτσιο, και υποθέτει ότι ο χαρακτήρας του πατέρα εξασφαλίζει ικανοποιητικά την σοφή και δίκαια άσκηση της ελευθερίας του.
Οι Ιουδαίοι για παράδειγμα, νόμιζαν ότι σε καμμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να εγκαταλειφθούν απ” τον Θεό, και σε καμμία περίπτωση οι Εθνικοί δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτοί απ” Αυτόν. Ο Απόστολος σπάει εδώ τον σιδερένιο κύκλο μέσα στον οποίον αυτός ο λαός ζητούσε να περιορίση την θεία συμπεριφορά προς τους ιδίους και προς τα Έθνη, με το να λένε: Στα Έθνη, οργή. Σε μας, τους μόνους εκλεγμένους, επιείκεια!
«Σκληρύνει», σημαίνει, να πάρει από έναν την αίσθηση του αληθινού, του δικαίου, και ακόμη του χρησίμου, έτσι ώστε αυτός να μην είναι πλέον ανοικτός στις συνετές νουθεσίες και στην ερμηνεία των σοβαρών γεγονότων, που θα έπρεπε να τον στρέψουν μακρυά απο τον κακό δρόμο στον οποίον έχει εισέλθει.
Ειδικά για τον Φαραώ θα πρέπει να πούμε, καθώς φαίνεται καθαρά από την διήγηση της Εξόδου, ότι η σκλήρυνση του ήταν κατά πρώτον δική του ενέργεια. Πέντε φορές λέγεται γι” αυτόν, ότι ο ίδιος σκλήρυνε την καρδιά του (Ζ13,14,22, Η15,32, Θ7, δεν μιλάμε εδώ για το Δ21 και Ζ3, που είναι μια προφητεία), πριν την ώρα που τελικά αναφέρεται ότι ο Θεός τον σκλήρυνε (Θ12). Και ακόμη μετά απ” αυτό, σαν ένα υπόλοιπο ελευθερίας να παρέμενε ακόμα σ” αυτόν, λέγεται για μια τελευταία φορά, ότι αυτός εσκλήρυνε ο ίδιος (Θ34,35). Ήταν ένα γεγονός παράλληλο σαν και αυτό του Ιούδα, που έκλεισε την καρδιά του στην τελευταία έκκληση, που του απηύθυνε έμμεσα ο Κύριος. Τότε τελικά τον Φαραώ, σαν μια τρομερή ανταπόδοση, ο Θεός τον σκλήρυνε πέντε φορές (Ι1,20,27 ΙΑ10 και ΙΔ8). Έτσι, ήταν αυτός ο ίδιος που κατ” αρχάς έκλεισε την καρδιά του πεισματικά ενάντια στην επιρροή που ασκιόταν σ” αυτόν από τα καλέσματα του Μωϋσή, και από τις πρώτες τιμωρίες που έπεσαν επάνω του. Αυτό ήταν η αμαρτία του. Μετά απ” αυτό, αλλά ακόμα μέσα σε όρια, ο Θεός τον κατέστησε κουφό όχι απλά στην φωνή της δικαιοσύνης, αλλά και σε κείνη της υγιούς αίσθησης και της απλής σύνεσης. Αυτή ήταν η τιμωρία του. Δεν είναι λοιπόν ο Θεός που τον ώθησε στο κακό. Ο Θεός, απλά, τον τιμώρησε για το κακό στο οποίο εθελοντικά παραδόθηκε.
Σ” αυτό το «σκλήρυνε» βρίσκομε την ίδια ιδέα με το «παρέδωκε» δια του οποίου ο Απόστολος εκφράζει την κρίση του Θεού πάνω στα Έθνη, για την άρνηση τους να καλωσορίσουν την αποκάλυψη που Αυτός έδωσε για τον εαυτόν Του μέσω της φύσης και της συνείδησης (Α24,26,28). Όταν ο άνθρωπος έχει πεισματικά καταπνίξει το φως που έχει λάβει, και δεν έχει δεχθεί τις πρώτες επιπλήξεις του θείου ελέους, και όταν επιμένει να παραδίδεται στα κακά ένστικτα του, εκεί έρχεται κάποια ώρα που ο Θεός αποσύρει απ” αυτόν την ευεργετική ενέργεια της χάρης Του. Τότε γίνεται αναίσθητος ακόμα και στις συμβουλές της σύνεσης. Αυτός από τούδε είναι σαν ένα άλογο χωρίς χαλινάρι στο στόμα, που τρέχει τυφλό προς την καταστροφή του. Απέρριψε την σωτηρία για τον εαυτόν του, και ήτο ελεύθερος να το κάνει. Αλλά δεν μπορεί να εμποδίση τον Θεό να χρησιμοποιήση αυτόν και την πτώση του, από τώρα και στο εξής, για να εργασθεί την σωτηρία άλλων. Αυτός ο άνθρωπος από στόχος, έχει υποβιβασθεί σε μέσον.
Τέτοια ήταν η τύχη του Φαραώ. Ο καθένας στην Αίγυπτο έβλεπε καθαρά προς τα που έτεινε η παράλογη αντίσταση του. Οι μάγοι του του είπαν (Έξοδος Η19): «Αυτό είναι δάκτυλος Θεού». Οι υπηρέτες του του είπαν (Έξοδος Ι7): «Άφησε αυτόν τον λαό να φύγη». Αυτός ο ίδιος, μετά από κάθε πληγή, ένοιωθε την καρδιά του να κάμπτεται. Κάποτε έφθασε να πει (Θ27): «Αμάρτησα αυτή την φορά. Ο Κύριος είναι δίκαιος». Τώρα ήταν η αποφασιστική στιγμή. Αλλά για μια ακόμη φορά, μετά απ” αυτή την στιγμή του μαλακώματος, εσκλήρυνε και πάλι τον εαυτόν του (Θ33). Τότε τον ανέλαβε η δικαιοσύνη του Θεού. Είχε αρνηθεί να δοξάση τον Θεό ενεργητικά, πρέπει τώρα να Τον δοξάση παθητικά.
Οι Ιουδαίοι δεν απέρριπταν καθόλου αυτή την συμπεριφορά εκ μέρους του Θεού τόσο όσο αφορούσε μόνον τον Φαραώ ή τους Εθνικούς. Αλλά εκείνο που βεβαίωναν, δυνάμει της θείας τους εκλογής, ήτο, ότι ποτέ, και σε καμμία περίπτωση, θα μπορούσαν αυτοί οι ίδιοι να είναι τα αντικείμενα μιας τέτοιας κρίσης. Περιόριζαν την ελευθερία της θείας κρίσης επάνω τους, καθώς περιόριζαν την ελευθερία της θείας χάρης προς τα Έθνη. Ο Παύλος στο εδάφιο μας επαναποκαθιστά και τις δύο αυτές ελευθερίες, εξηγόντας το αποκλειστικό δικαίωμα του Θεού να κρίνη ποιός απ” αυτόν ή εκείνον τον άνθρωπο, κατέχει τις προϋποθέσεις πάνω στις οποίες Αυτός νομίζει σωστό να δείξη σ” αυτόν χάρη, ή εκείνες εξ αιτίας των οποίων θα τιμωρήση τον άνθρωπο σκληρύνοντας τον. Σ” αυτό το θέμα, έτσι αντιληπτό, δεν υπάρχει τίποτα να σοκάρει την συνείδηση, και είναι ολοκληρωτικά προς δόξα του θείου χαρακτήρα.
Θα πρέπει να σημειώσωμε ότι εκείνο που κάνει εδώ ο Παύλος είναι να αποκαλύψη την πλευρά της αλήθειας, που παραβλεπόταν στις μέρες του απ” τον Ιουδαϊκό Φαρισαϊσμό, εκείνη της θείας ελευθερίας. Σίγουρα, εάν ερχόταν σε διαφωνία με έναν αντίθετο που άρχιζε από το άλλο σημείο, και παραμόρφωνε την θεία ελευθερία να την κανη μια καθαρά αυθαίρετη και τυραννική θέληση, ο Παύλος θα είχε αναπτύξει την αντίθετη πλευρά της αλήθειας, εκείνη των ηθικών προϋποθέσεων που λαμβάνονται υπ” όψιν από μια σοφή και αγαθή κυριαρχία σαν αυτή του Θεού.
Ο Απόστολος λοιπόν, έχει έως εδώ αποδείξει απ” την Γραφή την ελευθερία του Θεού να δείξη χάρη όπου το νομίζει σωστό, καθώς επίσης και την ελευθερία Του να τιμωρήση σκληρύνοντας, όπου Αυτός το νομίζει πάλι σωστό. Αλλά ο αντίθετος μπορεί να πει: «Δεκτόν! Ο Θεός έχει το δικαίωμα να με σκληρύνη. Αλλά τουλάχιστον ας μην με κατηγορεί μετά που μ” έχει σκληρύνει». Σ” αυτή την παρατήρηση ο Παύλος απαντά με μια εικόνα, την οποία στην συνέχεια θα εφαρμόση στην υπό ερώτηση περίπτωση. Η εικόνα είναι εκείνη του αγγειοπλάστη.

Εδάφιο 19
«Ερείς ουν μοι, τι έτι μέμφεται; Τω γαρ βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε;»
«Θα μου πης όμως, «Γιατί κατηγορεί ακόμη; Διότι ποιός μπορεί ν” αντισταθή εις την θέλησιν του;»

«Έτι»: Ακόμη, μετά που μ” έχει σκληρύνει.
«Μέμφεται»: Αναφέρεται στην αιώνια καταδίκη με την οποία ο Θεός απειλεί τους αμαρτωλούς που σκληρύνονται απ” Αυτόν. Όταν σκληρύνη κάποιον, ο Θεός δεν μπορεί μετά να ζητά απ” αυτόν να μην σκληρυνθή.
«Βουλήματι αυτού τις ανθέστηκε»: Ποιός είναι αυτός που μπορεί να Του αντισταθή.»

Εδάφιο 20
«Μενούνγε, ω άνθρωπε, συ τις ει ο ανταποκρινόμενος τω Θεώ; Μη ερεί το πλάσμα τω πλάσαντι, τι με εποίησας ούτως;»
«Αλλά ποιός είσαι εσύ, ω άνθρωπε, που αντιλέγεις εις τον Θεόν; Μήπως θα πη το πλάσμα εις τον πλάστην , «Γιατί με έπλασες έτσι;»

«Μενούνγε»: Μεν+ουν+γε, βεβαίως+ λοιπόν+τουλάχιστον, που πιο ελεύθερα σημαίνει: «Ό,τι ακολουθεί παραμένει σε κάθε περίπτωση αληθές, έστω και αν όλα τ” άλλα είναι λανθασμένα». Εδώ ειδικά δηλώνει: «Δεν εξετάζω την ουσιαστική αλήθεια αυτού που ισχυρίζεσαι. Αλλά, όπως και να είναι, εκείνο που είναι πιο σίγουρο είναι, ότι εσύ δεν είσαι σε θέση να διαφωνήσης με τον Θεό.» Πιο απλά μπορούμε να το ερμηνεύσουμε σαν «αντιθέτως».
«Ω άνθρωπε»: Θυμίζει στον αντίθετο την αιτία της ανικανότητας του. Είναι η απόλυτη κατωτερότητα του σε σχέση προς τον Δημιουργό.
«Ανταποκρίνεσαι»: Ανταπαντάς, απαντάς στην απάντηση. Ο Θεός πράγματι είχε ήδη απαντήσει μια φορά στα προηγούμενα λόγια.
Η απεικόνιση της σχέσης μεταξύ του Θεού και του ανθρώπου με εκείνη μεταξύ του αγγείου και του αγγειοπλάστη φαίνεται λογικά ελλειπής. Ο άνθρωπος, ελεύθερος και υπεύθυνος, δεν μπορεί να είναι ένα απλό όργανο στα χέρια του Θεού. Ακόμη περισσότερο, προικισμένος καθώς είναι με ευαισθησία στην ευχαρίστηση και στον πόνο, δεν μπορεί να τον μεταχειρίζονται σαν χωρίς αξία υλικό. Και βέβαια, εάν η ερώτηση που απευθύνεται από το αγγείο στον αγγειοπλάστη: «Γιατί με έκανες έτσι;» δήλωνε, «Γιατί με έφτειαξες καλό πηλό ή κακό πηλό;», που στην εφαρμογή στην σχέση του ανθρώπου προς τον Θεό θα σήμαινε: «Γιατί με εδημιούργησες με την προδιάθεση προς το καλό ή το κακό;», η σύγκριση δεν θα είχε καμμία έννοια. Διότι τότε ο αγγειοπλάστης θα ήταν παράλογο να θεωρή την άργιλο υπεύθυνη για την ανωτέρα, ή κατωτέρα της ποιότητα. Αλλά η ερώτηση δεν είναι καθόλου για την παραγωγή της αργίλου, και επομένως για την ποιότητα της, αλλά, απλά, για την χρήση που της κάνει ο αγγειοπλάστης. Δεν είναι αυτός που δημιουργεί την άργιλο. Την παίρνει καθώς την βρίσκει, και την προσαρμόζει, όσο καλλίτερα μπορεί, στις διάφορες χρήσεις που προτίθεται να της κάνη.
Και πέραν αυτού, δεν είναι η ακόμα ασχημάτιστη άργιλλος που ερωτά: «Γιατί με έκανες έτσι (μιας τέτοιας ποιότητας);», είναι το πλήρως κατασκευασμένο αγγείο (το «πλάσμα») που ρωτά έτσι αυτόν που του έχει δώσει την παρούσα του μορφή («τω πλάσαντι»). Επομένως, στην εφαρμογή που γίνεται στην σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού, αυτή η ίδια ερώτηση δεν δηλώνει: «Γιατί με έχεις δημιουργήσει καλό ή κακό;», αλλά: «Γιατί, στην ανάπτυξη του έργου σου εδώ κάτω, μου έχεις κάνει μια τίμια χρήση (ευνοόντας με με την χάρη σου, σαν τον Μωϋσή), ή μια ταπεινωτική χρήση (σκληρύνοντας με σαν τον Φαραώ); Γιατί άλλος να υπηρετή την δόξα Σου με την σωτηρία του, και άλλος με την τιμωρία του;».
Αυτή είναι η ερώτηση με την οποίαν ο Παύλος θυμίζει σε κείνους που διαφωνούν απ” τους Ισραηλίτες, την ανικανότητα του ανθρώπου εμπρός στον Θεό. Καθώς ανήκει μόνον στον αγγειοπλάστη, δυνάμει της γνώσης που έχει πάνω στην τέχνη του, να καθορίση την χρήση που αυτός θα κάνει των διαφόρων μερών της μάζας που διαθέτει, για να βγάλη από το καθένα το καλλίτερο δυνατό αποτέλεσμα, έτσι ανήκει μόνον στον Θεό να αναθέση στα διάφορα μέρη της ανθρωπότητας, το έργο που Αυτός νομίζει πιο σωστό, έχοντας κατά νουν τον τελικό Του στόχο.
Η ερώτηση εάν, καθορίζοντας το έργο του ενός ή του άλλου, Αυτός θα ενεργήση χωρίς λόγο, αυθαίρετα, ή εάν, αντιθέτως, θα είναι οι τελειότητες Του που θα κανονίσουν την χρήση που κάνει στον καθέναν, δεν βρίσκει ποτέ μέρος στον νου κανενός, που γνωρίζει ότι οι τελειότητες του Θεού ενεργούν πάντα σε αρμονία, και ότι επομένως η δύναμη Του είναι πάντα ο υπηρέτης της καλωσύνης, της δικαιοσύνης και της σοφίας Του. Όπως εκείνο που δικαιολογεί την εξουσία του αγγειοπλάστη πάνω στην μάζα της αργίλου δεν είναι μόνον η ανωτερότητα της δύναμης του, αλλά εκείνη της νόησης του, έτσι, για σοβαρότερο λόγο, αυτό που εξηγεί την κυριαρχία του Θεού και του δικαιώματος Του πάνω στο ανθρώπινο γένος δεν είναι μόνον η παντοδυναμία Του, αλλά η ανωτέρα Του νόηση, και η άπειρη Του ηθική τελειότητα. Τούτο εκφράζουν και οι όροι «θέλων» (εδάφιο 22) και «ίνα» (εδάφιο 23), την τέλεια σοφία του Θεού στην εκλογή των στόχων Του, και στην χρησιμοποίηση των μέσων Του.
Η τιμή ή η ατιμία στην οποία ο Θεός στρέφει τον άνθρωπο στην εκτέλεση του έργου Του, δεν είναι ανεξάρτητη, καθώς φαίνεται από αυτό το παράδειγμα, της συμπεριφοράς του ανθρώπου προς τον Θεό. Το έργο του εμπείρου αγγειοπλάστη δεν είναι το σύμβολο μιας αυθαίρετης χρήσης δύναμης. Αντιθέτως, είναι το σύμβολο μιας σοφής και με σκοπό χρήσης του υλικού που έχει στην διάθεση του.
Αλλά είναι αληθές, όπως κάποιος είπε, ότι, όταν ο άνθρωπος φθάνει να κάνει για τον εαυτόν του έναν θεό στον οποίον επενεργεί να τον δέσει με τα δικαιώματα του, ο Θεός τότε φορά την μεγαλειότητα Του, και εμφανίζεται σ” όλη Του την πραγματικότητα σαν ελεύθερος Θεός, εμπρός στον οποίον ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα τίποτα, τίποτα παρά πάνω από την άργιλο στα χέρια του αγγειοπλάστη.

Pages