Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (14/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (14/50)





Αγιασμός εν Χριστώ, Πεθαμένω και Αναστημένω. (ΣΤ1-14).

Ο Απόστολος εισάγει αυτό το θέμα με μια υποθετική αντίρρηση που ο ίδιος θέτει πάνω στην δική του διδασκαλία, εδ. 1. Στην συνέχεια δίνει σ” αυτή την αντίρρηση μια συνοπτική απάντηση, εδ. 2, και δικαιολογεί αυτή την απάντηση επικαλούμενος ένα γνωστό και χειροπιαστό γεγονός, το βάπτισμα, εδ. 3,4. Μετά δίνει μια πλήρη και διδακτική ανάπτυξη του περιεχομένου της απάντησης του, εδ. 5-11. Τελικά την εφαρμόζει στην πρακτική ζωή των αναγνωστών του, εδ. 12-14.

Εδάφιο 1
«Τι ουν ερούμεν; Επιμένωμεν τη αμαρτία ίνα η χάρις πλεονάση;»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Θα επιμένωμεν στην αμαρτίαν δια να πλεονάση η χάρις;»

«Τι ουν ερούμεν;»: Τι συνέπειες θα σύρωμε από τα προηγούμενα; Μόνο που ο σκοπός του Αποστόλου δεν είναι να σύρη μια αληθινή συνέπεια από την προηγουμένη διδασκαλία, αλλά, απλά, να απορρίψη ένα εσφαλμένο συμπέρασμα, που μπορεί να εξαχθεί από κάποιον, ξένον προς την εμπειρία της πίστης που δικαιώνει.
Τούτη την ερώτηση την συνδέουν συνήθως με την δήλωση του εδαφίου 20, «όπου πολλαπλασιάσθηκε η αμαρτία, εκεί ξεχείλισε η χάρις». Αυτά όμως τα τελευταία λόγια αναφέρονται μόνον στον ρόλο που έπαιζε ο νόμος ανάμεσα στον Ιουδαϊκό κόσμο, ενώ η ερώτηση που τίθεται εδώ έχει παγκόσμια εφαρμογή. Θα πρέπει ο Παύλος να αναφέρεται μάλλον σ” αυτά που λέγει στο εδάφιο 16. Εκεί είχε δείξει, όλα τα παραπτώματα που διαπράχθηκαν απ” τους πολλούς να τακτοποιούνται μέσω μιας πράξης (η θυσία του Χριστού), που οδήγησε σε απόφαση παγκόσμιας δικαίωσης. Και εκείνο που αναρωτιέται εδώ, στο όνομα αυτών που δεν πιστεύουν σε μια τέτοια Θεία πράξη, είναι εάν οι πιστοί δεν θα το εκμεταλευθούν στο πνεύμα της ερώτησης που πρότεινε (να επιμένουν στην αμαρτία για να πλεονάσει η χάρη).
Αλλά και τούτη η σύνδεση θα ήταν ακόμα πολύ στενή. Εάν ληφθή υπ” όψιν η έννοια όλου του προηγουμένου τμήματος, και η δυσφημιστική κατηγορία που είχε ήδη εκφρασθεί εναντίον της διδασκαλίας του Παύλου, εδάφιο Γ8, ερχόμαστε στο συμπέρασμα ότι η ερώτηση αφορά το δόγμα γενικώτερα της δικαίωσης με την χάρη, κεφάλαια Α-Ε.
Όσον αφορά τώρα πιστούς που δικαιωθήκανε κατά τον τρόπο που περιγράφεται πιο πάνω, είναι φανερό ότι αυτοί ποτέ δεν θα έθεταν το: Θα αμαρτήσω ή δεν θ” αμαρτήσω. Και τούτο γιατί η σφραγίδα της αγιότητας έχει ήδη εντυπωθεί στην εσωτερική και εξωτερική τους ζωή δια του τρόπου της δικαίωσης τους. Και είναι τούτο ακριβώς που ο Απόστολος προχωρά να δείξει, απαντόντας στην προταθείσα αντίρρηση.
Το «επιμενούμεν» είναι λάθος. Το σωστό είναι το «επιμένωμεν» που βρίσκεται σε ορισμένους κώδικες, και σημαίνει, «θα έπρεπε να επιμένωνεν;», «θα έπρεπε να πάρωμε την απόφαση να συνεχίσωμε στην παληά μας κατάσταση αμαρτίας»; Είναι ένας υπολογισμός και τούτος: Όσο πιο πολλές αμαρτίες διαπράττονται, τόσο πιο πολύ υλικό θα βρει η χάρη πάνω στο οποίο θα δείξη τον εαυτόν της.
Η απάντηση είναι συνοπτική και πειστική. Ένα γεγονός έχει λάβει χώρα που καθιστά αυτόν τον υπολογισμό εκ μέρους του πιστού απόλυτα αδύνατον.

Εδάφιο 2
«Μη γένοιτο. Οίτινες απεθάνομεν τη αμαρτία, πως έτι ζήσομεν εν αυτή;»
«Μη γένοιτο. Εμείς που επεθάναμε ως προς την αμαρτίαν, πως μπορούμε να ζούμε ακόμη μέσα σ” αυτήν;»

Ακριβώς όπως ένας νεκρός δεν ξαναζεί, και δεν ξαναρχίζει τις προηγούμενες ασχολίες του, έτσι και ο πιστός δεν μπορεί να επιστρέψει στην παλαιά ζωή της αμαρτίας, διότι και στην δική του περίπτωση έχει υπάρξει ένας θάνατος.
Το «μη γένοιτο» εκφράζει τον αντιφατικό χαρακτήρα του απορριφθέντος ισχυρισμού, καθώς επίσης και μια πεποίθηση για το σφάλμα του.
«Οίτινες»: «Άνθρωποι όπως εμείς». Εμείς έχομε ένα χαρακτηριστικό που εξαιρεί έναν τέτοιον συλλογισμό, είμαστε άτομα που έχουν περάσει μέσ” από θάνατο.
Σε πιο γεγονός ν” αναφέρεται άραγε το «απεθάνομεν»;
Είναι φανερό ότι δεν μπορεί εδώ να γίνεται αναφορά στην καταδίκη που ήλθε επάνω μας λόγω του Αδάμ («νεκροί λογω αμαρτίας»). «Απεθάνομεν τη αμαρτία»: Τούτες οι λέξεις σημαίνουν την απόλυτη διάρρηξη των σχέσεων μας με την αμαρτία, και είναι το αντίθετο του «επιμένωμεν τη αμαρτία», εδάφιο 1.
Αυτό το «απεθάνομεν» γενικά εφαρμόζεται στο βάπτισμα. Αλλά θα δούμε ότι το βάπτισμα είναι η συνέπεια του θανάτου για τον οποίον μιλά ο Παύλος στο εδάφιο 2, και όχι εκείνος ο ίδιος ο θάνατος. Τούτο αποδεικνύεται πρώτα από το «ουν», του εδαφίου 4, μετά από το «εθανατώθητε», Ζ4, – μια έκφραση η οποία, συνοδευομένη απ” τις λέξεις, «δια του σώματος του Χριστού», απομακρύνει κάθε σκέψη να ταυτίσωμε τον θάνατο, στον οποίον υπεβλήθη ο πιστός, με το βάπτισμα του.
Το γεγονός που έχει στο μυαλό του ο Απόστολος είναι μιας καθαρά ηθικής φύσης, και είναι η οικειοποίηση του εξιλεωτικού θανάτου του Κυρίου μας. Η καταδικαστική απόφαση θανάτου με την οποία ο Θεός επεσκέφθη την αμαρτία του κόσμου στον Χριστό, επαναπαράγεται στην συνείδηση του αμαρτωλού. Την στιγμή που αυτός εφαρμόζει την εξιλέωση στον εαυτόν του, (δεχόμενος δια πίστεως την θυσία του Χριστού), τούτο γίνεται εις αυτόν η καταδικαστική απόφαση του θανάτου πάνω στην δική του αμαρτία. Είναι αδύνατον αυτός να οικειοποιηθεί τον Χριστό στον εαυτόν του σαν «πεθαμένο για την αμαρτία του», αν δεν βρει τον εαυτόν του να πεθαίνει, μέσω αυτού του θανάτου που ο Χριστός εδέχθηκε γι” αυτόν, ως προς την ίδια την αμαρτία. Ήτο κάτω απ” αυτήν την εντύπωση που ο πιστός Μπετσουάνα (Αφρικάνικη φυλή που τους κηρύχθηκε το Ευαγγέλιο) φώναξε, «Ο σταυρός του Χριστού με καταδικάζει να είμαι άγιος».
Η δικαιοσύνη του Θεού που ανήγγειλε αυτή την καταδικαστική απόφαση θανάτου πάνω στην αμαρτία του κόσμου, έχει κτυπήσει την αμαρτία στην συνείδηση του κάθε πιστού μ” ένα θανατηφόρο κτύπημα. Ένα παρόμοιο θανατηφόρο κτύπημα έχει δώσει και η στάση του Ιησού, αυτό που έλαβε χώρα στη συνείδηση Του, όταν απεδέχθη και παρεδόθη βάσει αυτής της απόφασης στο μαρτύριο του σταυρού, και στην αγωνία της εγκατάλειψης Του απ” τον Θεό, επικυρώνοντας τούτη την απόφαση με μια ταπεινή υποταγή, εν ονόματι της ανθρωπότητας την οποία Αυτός αντιπροσώπευε. Τέτοιο είναι το απαράμιλλο ηθικό γεγονός το οποίον έχει βάλει ένα τέλος στην προηγουμένη ζωή του κόσμου γενικά, (προσφέροντας τώρα το ξεκίνημα για μια καινούργια ζωή στην ανθρωπότητα), και το οποίον θέτει επίσης ένα τέλος στη ζωή της αμαρτίας σε κάθε πιστό ατομικά. Και τούτο το αποτέλεσμα εξυπακούεται τόσο καθαρά μέσα στο γεγονός της δικαίωσης δια της πίστεως, που ο Παύλος προσφεύγει σ” αυτό σαν ένα γεγονός ήδη γνωστό από τους αναγνώστες του, και αντιληπτό σαν κάτι το φυσικό, («δικαιώθηκες: Άρα πέθανες ως προς την αμαρτία»).
Μερικοί θεωρούν ότι ο «θάνατος ως προς την αμαρτία» εκφράζει απεικονιστικά την πράξη της θέλησης, δια της οποίας ο πιστός αναλαμβάνει για τον εαυτόν του, και υπόσχεται στον Θεό, πάνω στο αίμα της συμφιλίωσης, να αποκηρύξη από τώρα και στο εξής το κακό. Αυτό θα το έκανε μια εσωτερική απόφαση, μια εθελοντική δέσμευση, μια αφιέρωση της καρδιάς. Αλλά ο Παύλος φαίνεται να μιλά για κάτι πιο βαθύ και σταθερό, το οποίον όχι απλά «έπρεπε να είναι», αλλά «είναι». Αυτό φαίνεται καθαρά απ” την παθητική μορφή «εθανατώθητε», Ζ4.
Αυτή η έκφραση αποδεικνύει ότι ο Παύλος σκέφτεται, πάνω από όλα, για μια Θεία πράξη που έχει περάσει σε μας στο πρόσωπο ενός άλλου («δια του σώματος του Χριστού», Z4), αλλά και η οποία έχει το αντίστοιχο της μέσα σε μας, απ” την στιγμή που τη οικειοποιούμεθα δια πίστεως.
Άρα, το υπό συζήτηση θέμα δεν είναι απλά μια «πράξη», αλλά μια «κατάσταση» θέλησης, αποφασισμένη από ένα γεγονός που εκτελέσθηκε χωρίς εμάς, μια κατάσταση απ” την οποία η θέληση μας δεν μπορεί ν” αποσύρει τον εαυτόν της, απ” την στιγμή που η ύπαρξη μας εμπηρεάζεται από την δύναμη της πίστης στον θάνατο του Χριστού για μας.
Μερικοί άλλοι θέλησαν να παρουσιάσουν το αποτέλεσμα που παράγεται στον πιστό απ” τον θάνατο του Χριστού, σαν ένα γεγονός που έλαβε χώρα μέσα μας άπαξ δια παντός, που από τούδε υπάρχει μέσα μας σύμφωνα σχεδόν με τον τρόπο μιας φυσικής κατάστασης, και σαν κάτι έξω απ” την ίδια μας την θέληση. Αν δεχθούμε αυτή την άποψη μιλάμε τολμηρά για έναν «θάνατο της αμαρτίας», σαν να εννοούσε αυτό ο Παύλος, όταν λέγει, «θάνατος ως προς την αμαρτία». Τούτη η άποψη είναι όμως μια σοβαρή και επικίνδυνη υπερβολή. Η ψευδαίσθηση μιας απόλυτης απελευθέρωσης, που αντανακλούσε στα μάτια τόσων ψυχών διψασμένων για αγιότητα, γρήγορα εξαφανίσθηκε εμπρός στο άγγιγμα της εμπειρίας, αφήνοντας τους σε μια οδυνηρή απογοήτευση, ακόμα και απελπισία.
Ο θάνατος ως προς την αμαρτία, για τον οποίον μιλά ο Απόστολος, είναι αναμφίβολλα μια κατάσταση, αλλά μια κατάσταση της θέλησης, που συνεχίζει μόνον, όσο αυτή κρατεί τον εαυτόν της κάτω από τον έλεγχο του γεγονότος που τον παρήγαγε, και τον παράγει συνεχώς – τον θάνατο του Ιησού. Καθώς κάθε στιγμή ο Ιησούς θα μπορούσε να αποσύρει τον εαυτόν Του απ” τον θάνατο με μια πράξη της δικής Του θέλησης (Ματθ. ΚΣΤ 53), έτσι και ο πιστός, μπορεί την κάθε στιγμή να ελευθερώση την θέληση του απ” την δύναμη της πίστης, και ν” αναλάβει πάλι το νήμα εκείνης της φυσικής ζωής, η οποία ποτέ δεν είναι πλήρως κατεστραμμένη μέσα του.
Εάν ήταν διαφορετικά, εάν ο πιστός θα μπορούσε να εισέλθει στην σφαίρα της απόλυτης αγιότητας, μια νέα πτώση, σαν εκείνη του Αδάμ, θα χρειαζόταν να τον μετακινήσει από εκεί. Εάν ποτέ η αμαρτία είχε ξεριζωθεί ολοκληρωτικά απ” την καρδιά του, η επανεμφάνιση της θα ήταν κάτι σαν την ανάσταση ενός νεκρού.
Πέραν αυτού, σε τι σημείο της Χριστιανικής ζωής θα πρέπει να τοποθετήσωμε ένα τέτοιο ηθικό γεγονός; Μήπως στην στιγμή της μεταστροφής; Η εμπειρία όλων των πιστών αποδεικνύει το αντίθετο. Κανείς δεν μεταμορφώνεται σε απόλυτα άγιο τότε. Σε μια μεταγενέστερη περίοδο μήπως; Η Καινή Διαθήκη δεν μας διδάσκει τίποτα σαν και αυτό. Δεν υπάρχει μέσα σ” αυτή καμμία ειδική αναφορά για μια δεύτερη μεταμόρφωση, εκείνη του αναγεννημένου σ” έναν τέλειο άγιο.
Άρα, σαν συμπέρασμα θα πρέπει να πούμε ότι, ο θάνατος ως προς την αμαρτία δεν είναι ένα απόλυτο σταμάτημα της αμαρτίας οποτεδήποτε στην ζωή του πιστού, αλλά μια απόλυτη ρήξη της θέλησης μ” αυτή, με τα ένστικτα της και τις επιθυμίες της, και τούτο απλά, κάτω από την εξουσία της πίστης στον θάνατο του Χριστού για την αμαρτία.
Η πρακτική εφαρμογή του δόγματος του Αποστόλου αναφορικά μ” αυτόν τον μυστηριώδη θάνατο, ο οποίος είναι θεμέλιο για τον Χριστιανικό αγιασμό, φαίνεται να είναι η εξής: Η ρήξη του Χριστιανού με την αμαρτία είναι αναμφίβολλα προοδευτική στην πραγματοποίηση της, αλλά απόλυτη και οριστική στην βασική της αρχή. Όταν θέλουμε να διακόψουμε οριστικά τις σχέσεις μας μ” έναν παλιό φίλο, του οποίου η κακή επίδραση φάνηκε αισθητά επάνω μας, τα ημίμετρα είναι ανεπαρκή. Το μόνον αποτελεσματικό μέσο είναι μια ειλικρινής εξήγηση, που ακολουθιέται από μια πλήρη διακοπή επαφών, κάτι σαν φραγμός, που υψώνεται προκαταβολικά ενάντια κάθε νέας προσπάθειας για επανασύνδεση. Έτσι, το να διαρρήξωμε τις σχέσεις μας με την αμαρτία χρειάζεται μια οριστική και ριζική απόφαση, και ένα Θείο έργο να λάβη κατοχή της ψυχής, και να παρεμβάλλεται από τούδε μεταξύ της θέλησης του πιστού και της αμαρτίας (Γαλ. ΣΤ14). Αυτό το Θείο έργο δεν μπορεί να λαμβάνει χώρα μέσα στον άνθρωπο, παρά μέσω της ενέργειας της πίστης στην θυσία του Χριστού. (Είναι αυτό, που όταν έρχεται ο πειρασμός για μια αμαρτία, αμέσως με οδηγεί στη σκέψη, «Πως μπορώ να κάνω τούτη την αμαρτία, όταν γι” αυτή πέθανε ο Χριστός»).

Εδάφιο 3
«Ή αγνοείτε ότι όσοι εβαπτίσθημεν εις Χριστόν Ιησούν, εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν;»
«Ή δεν ξέρετε ότι όλοι εμείς που βαπτισθήκαμε εις τον Ιησούν Χριστόν, βαπτισθήκαμε εις τον θάνατον του;»

«Ή αγνοείτε…». Θα μπορούσαμε να το παραφράσωμε κάπως έτσι: «Ή, εάν δεν καταλαβαίνετε αυτό που έχω μόλις πει, εάν δεν καταλαβαίνετε τι σήμαινε το βάπτισμα που εσείς λάβατε. Εάν αντιληφθήκατε σωστά εκείνη την πράξη, θα γνωρίζατε ότι αυτή προϋποθέτει έναν θάνατο (ως προς την αμαρτία), και υπόσχεται μια δεύτερη γέννηση, η οποία απομακρύνει κάθε δυνατότητα επιστροφής στην παλαιά ζωή».
«Ή αγνοείτε…». Απ” αυτή τη φράση έχει γενικά εξαχθεί σαν συμπέρασμα, ότι το βάπτισμα παρουσιάζεται σαν να ήταν το ίδιο ο θάνατος, που ανεφέρθη από τον Παύλο στο εδάφιο 2. Τούτη η άποψη όμως δυσκολεύει πολύ στο να εξηγήσωμε ικανοποιητικά το χωρίο που ακολουθεί, και ειδικά τις λέξεις, «συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατο». Σύμφωνα μ” αυτές τις λέξεις, δεν είναι με τον θάνατο, αλλά με τον ενταφιασμό που τον ακολουθεί, που ο Παύλος συγκρίνει το βάπτισμα. Και πράγματι, όπως η τελετή του ενταφιασμού, ορατή και δημόσια καθώς είναι, πιστοποιεί τον θάνατο, έτσι και το βάπτισμα, όσο αυτό είναι μια εξωτερική και αντιληπτή στους άλλους πράξη, πιστοποιεί, μαρτυρά πίστη, μέσα στην οποία αναμφίβολλα περιλαμβάνεται και ο θάνατος ως προς την αμαρτία.
Όσο για την φράση «ή αγνοείτε», βρίσκει ακόμα πιο φυσιολογική εξήγηση εάν το βάπτισμα θεωρηθεί σαν η απόδειξη του θανάτου, και όχι, όπως συνήθως γίνεται προς ζημίαν αυτού του όμορφου χωρίου, σαν ο ίδιος ο θάνατος. Ο Παύλος θέλει να πει: «Δεν γνωρίζετε ότι είσθε νεκροί; Καλά τότε, δεν γνωρίζετε ότι όλοι σας είσαστε άνθρωποι ενταφιασμένοι (βαπτισμένοι)! Και ο κόσμος δεν θάβει ποτέ τους ζωντανούς».
«Όσοι»: Όσοι εταφήκανε (εβαπτισθήκανε), τόσοι και νεκροί υπάρχουν.
Μερικοί παίρνουν την λέξη «βαπτίζω» στην κατά γράμμα της έννοια, της εμβυθίνσεως στο νερό, και το καταλαβαίνουν: «Όσοι από σας βυθισθήκατε (βαπτισθήκατε) στον Χριστό». Αλλά στην παρόμοια έκφραση, Α” Κορ. Ι 2, «εβαπτίσθησαν εις τον Μωυσή», η έννοια σίγουρα δεν είναι, «βυθισθήκατε (βαπτισθήκατε) στον Μωυσή». Το «βαπτίζομαι» θα πρέπει να το πάρωμε στην κοινή του έννοια, «βαπτίζομαι με νερό», και το προηγούμενο εδάφιο θα πρέπει επομένως να δηλώνει: Βαπτίσθηκαν σε σχέση με τον Μωυσή, σαν τυπικό σωτήρα, δηλαδή, για να έχουν μέρος στην Θεία απελευθέρωση της οποίας ο Μωυσής ήταν το όργανο. Παρόμοια είναι και η έννοια του «βαπτισθήκατε στον Χριστό Ιησού» του εδαφίου μας: Ελάβατε βάπτισμα με νερό σε σχέση με το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, του οποίου κτήμα γίνατε με εκείνη την πράξη (σύγκρινε την φράση, «βαπτίζοντες εις το όνομα…», Ματθ. ΚΗ19, Α” Κορ. Α13, η οποία θα πρέπει να εξηγηθή κατά έναν παρόμοιο τρόπο). Κάποιος δεν βυθίζεται μέσα σ” ένα όνομα, αλλά μέσα στο νερό σε σχέση («εις») με ένα όνομα, δηλαδή, ως προς την νέα αποκάλυψη του Θεού και του θελήματος Του που εδόθηκε μέσω ενός ονόματος. Είναι τελικά στον Θεό, αποκεκαλυμμένον κάτω απ” αυτή την μορφή (εδώ συγκεκριμένα όπως Τον απεκάλυψε ο Χριστός), που ο πιστός αφιερώνει τον εαυτόν του εξωτερικά δια του βαπτίσματος.
«Εις τον θάνατον αυτού εβαπτίσθημεν»: «Βαπτισθήκαμε με νερό σε σχέση με τον θάνατο του». Όταν κάποιος βαπτίζεται στον Χριστό, είναι δυνάμει του θανάτου Του που συνάπτεται ο δεσμός μαζί Του. Δεν βαπτιζόμαστε στο αίμα Του, γιατί με το αίμα Του έχουμε αγορασθεί. Το βάπτισμα υποθέτει λοιπόν τον θάνατο του Χριστού και τον θάνατο του βαπτιζομένου (μέσω της οικειοποίησης του θανάτου του Χριστού). Έτσι εξηγείται το συμπέρασμα που αναφέρει το εδάφιο 4, και το οποίον φέρει την συζήτηση σ” ένα τέρμα.

Εδάφιο 4
«Συνετάφημεν ουν αυτώ δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον, ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός εκ νεκρών δια της δόξης του πατρός, ούτω και ημείς εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν.»
«Έχομεν ταφή λοιπόν μαζί του δια του βαπτίσματος εις τον θάνατον ώστε όπως ο Χριστός αναστήθηκε εκ νεκρών με την δόξαν του Πατέρα, έτσι και εμείς να ζήσωμεν μια νέα ζωή.»

Το βάπτισμα, όπως είπαμε, είναι η εξωτερική απόδειξη του θανάτου, καθώς η ταφή είναι η απόδειξη του σωματικού θανάτου. Βάσει αυτού, ο Απόστολος συνεχίζει: «Σε συνέπεια αυτού του θανάτου ως προς την αμαρτία που υποστήκαμε εν Χριστώ, έχομε ταφεί με Αυτόν… για ν” αναστηθούμε επίσης μ” Αυτόν». Τούτο σημαίνει : «Θαμμένοι μ” Αυτόν, όχι με τον σκοπό να παραμείνωμε στον τάφο, ή να βγούμε από κει για να επιστρέψωμε στην παλαιά ζωή, αλλά να προχωρήσωμε σε μια καινούργια ζωή, απ” όπου αποκλείεται οριστικά μια επιστροφή στην παλαιά ζωή».
Το «εις τον θάνατον» δεν μπορεί να εξαρτάται από το «εταφήκαμε», αλλά από το «βάπτισμα»: «Δια του βαπτίσματος εις τον θάνατο».
Την φράση «βάπτισμα εις τον θάνατον» θα πρέπει να την ερμηνεύσωμε σαν τις παρόμοιες που προηγούνται, «βάπτισμα (με νερό) σε σχέση με τον θάνατο». Με την λέξη «θάνατο» εδώ εννοούμε, και τον θάνατο του Ιησού, και τον δικό μας που περιλαμβάνεται στον δικό Του. Είναι σε σχέση μ” αυτούς τους δύο θανάτους, που ήδη έχουν λάβει χώρα, που ο πιστός βαπτίζεται.
Να και ένα παράδειγμα που αποδεικνύει πως αυτά τα λόγια του Αποστόλου, προφανώς τόσο μυστηριώδη, βρίσκουν μια εύκολη εξήγηση κάτω από το φως της ζωντανής εμπειρίας της πίστης: Κάποτε ρωτήθηκε ένας Μπετσουάνα (Αφρικάνικη φυλή) από κάποιον ιεραπόστολο, για το πως καταλαβαίνει ένα ανάλογο εδάφιο με τούτο εδώ (το Κολοσσαείς Γ3). Τούτος απάντησε: «Σύντομα θα πεθάνω, και θα με θάψουν στο χωράφι μου. Το κοπάδι μου θα έλθει να βοσκήσει από πάνω μου. Αλλά δεν θα το ακούω πλέον, και δεν θα βγω από το μνήμα μου να το πάρω και να το φέρω μαζί μου εκεί μέσα. Θα είναι ξένο σε μένα, όπως και εγώ σ” αυτό. Τέτοια είναι η εικόνα της ζωής μου ανάμεσα στον κόσμο που ζω, από τότε που πίστεψα στον Χριστό.»
Λέγοντας τούτα τα λόγια ο Παύλος πιθανόν να έχει κατά νουν την τελετή του βαπτίσματος στην πρώτη Εκκλησία, είτε αυτό γινόταν δια πλήρους εμβαπτίσεως, κατά την οποίαν ο βαπτιζόμενος εξαφανιζόταν για μια στιγμή κάτω απ” το νερό (κάτι που αντιστοιχεί πιο καλά στην εικόνα της ταφής), είτε κατέβαινε στο νερό έως την μέση, και αυτός που τον βάπτιζε έχυνε νερό με τις παλάμες του στο κεφάλι του, πράγμα που συμβόλιζε την κατάδυση. Το Μάρκος Ζ4, όπου ο όρος «βαπτισμός» (Εβραίους ΣΤ2) εφαρμόζεται όχι μόνον στον καθαρισμό κυπέλλων και σκευών, αντικειμένων δηλαδή που μπορούν να βυθισθούν στο νερό, αλλά επίσης σ” εκείνον των καναπέδων και κρεββατιών, αποδεικνύει ότι το βάπτισμα μπορεί να γίνει και χωρίς ολοκληρωτική κατάδυση μέσα στο νερό. Πάντως είτε στην μια του μορφή, είτε στην άλλη, το κατέβασμα στο νερό του ανθρώπου αντιπροσώπευε, κατά την άποψη του Παύλου, το θάψιμο του παλαιού ανθρώπου, και η έξοδος του απ” το νερό, την ανάσταση του καινούργιου.
Η σχέση μεταξύ των δύο γεγονότων, της ταφής και του βαπτίσματος, καθώς την δείχνει ο Απόστολος είναι αυτή: Ταφή είναι η πράξη που ολοκληρώνει την διάρρηξη και του τελευταίου δεσμού μεταξύ του ανθρώπου και της γηίνης του ζωής. Ακριβώς αυτή ήταν και η έννοια της ταφής του Κυρίου μας. Παρόμοια τώρα και στο βάπτισμα, ολοκληρώνεται δημόσια η διάρρηξη των σχέσεων του πιστού με την ζωή του παρόντος κόσμου, και με την δική του φυσική ζωή.
Θα ήταν λάθος να παρουσιάσωμε την ιδέα της πρώτης πρότασης του εδαφίου σαν ολοκληρωτικά απομονωμένη απ” ό,τι ακολουθεί. Ο Παύλος εννοεί ότι, όχι απλά έχομε θαφτεί με τον Χριστό, αλλά αυτό έγινε, όπως και στην δική Του περίπτωση, για ν” αναστηθούμε. Το «ίνα» είναι η κεντρική λέξη αυτού του εδαφίου.
Στην περίπτωση ενός συνηθισμένου θανάτου, ο άνθρωπος εγκλείεται μέσα στον τάφο, για να παραμείνει εκεί. Αυτός όμως που θάβεται με τον Χριστό, θάβεται μ” έναν που πέθανε και αναστήθηκε, επομένως με τον σκοπό να αναστηθεί και αυτός. Τούτη η ιδέα είναι ουσιώδης στην επιχειρηματολογία του Αποστόλου. Πράγματι, ο θάνατος του πιστού, ακόμη και με το βάπτισμα που τον σφραγίζει, δεν θα ήταν αρκετός για μια σίγουρη εγγύηση ότι αυτός δεν θα επιστρέψει στην παλαιά ζωή της αμαρτίας. Ο πιστός, όντας θαμμένος με τον Χριστό δια του βαπτίσματος, δεν του έχει ταχθεί σαν σκοπός να μείνει εκεί, αδρανής και χωρίς ζωή, όπως και ο Ίδιος ο Χριστός, δίνοντας τον εαυτόν Του στον τάφο, δεν σκόπευε να παραμείνει σ” αυτόν. Καθώς ο Χριστός έδωσε την ζωή Του «για να την πάρη πίσω» (Ιωάννης Ι 17,18), ο πιστός αποκηρύσσει την ζωή της αμαρτίας, μόνο και μόνο για να λάβη απ” Αυτόν μια άλλη τελείως διαφορετική ζωή (Λουκάς ΙΖ 33). Το βάπτισμα του, το οποίον προϋποθέτει τον θάνατο του, τον οδηγεί προς την ζωή. Το να πεθάνεις ως προς την αμαρτία δεν είναι να πεθάνεις για θάνατο, αλλά να εγερθείς για ζωή. Καθώς τότε, δια της ταφής Του, ο Χριστός έκοψε και τον τελευταίο δεσμό με την γήινη ζωή Του, και εισήλθε σε μια υψηλότερη ζωή, έτσι και ο πιστός, δια του βαπτίσματος του, βρίσκει τον εαυτόν του τοποθετημένο μεταξύ μιας ζωής που έχει πάρει τέλος, και μιας ολοκληρωτικά διαφορετικής που ανοίγεται εμπρός του. Τούτη η νέα του ζωή είναι και η εγγύηση ότι δεν θα γυρίσει πάλι πίσω.
Ο Παύλος γνώριζε από δική του εμπειρία την κατάσταση που δείχνεται με εκείνο το «ίνα». Στο Πράξεις Θ, εκεί που τον κάλεσε ο Κύριος στο δρόμο προς την Δαμασκό, βλέπομε τον ίδιο τοποθετημένο μεταξύ του θανάτου αφ” ενός (εδ. 8,9), και της ταφής του βαπτίσματος αφ” ετέρου, που ακολουθιέται από ανάσταση δια του Αγίου Πνεύματος (εδ. 17,18). Σύγκρινε επίσης την θέση των μετανοημένων της Πεντηκοστής, στους οποίους ο Πέτρος λέγει: «Βαπτισθήτε για την συγχώρηση των αμαρτιών σας, και θα λάβετε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος». Είναι λοιπόν αληθές, καθώς και το τέλος του εδαφίου το λέγει, ότι, ό,τι ήταν η ανάσταση στον Χριστό, είναι η αναγέννηση δια του αγίου Πνεύματος στους πιστούς. Και σ” αυτό το τελευταίο γεγονός βρίσκεται η απάντηση στην ερώτηση του εδαφίου 2: «Πως εμείς, που πεθάναμε ως προς την αμαρτία, θα ζήσωμε πλέον εις αυτήν;» Βεβαίως, εάν δεν είμασταν «νεκροί», δεν θα μπορούσαμε ν” απαντήσωμε σ” αυτή την ερώτηση τόσο κατηγορηματικά. Αλλ” εάν, όντες νεκροί, έχομε εισέλθει σε μια υψηλότερη ζωή, η σχέση μας με την παλαιά ζωή είναι πέρα για πέρα τερματισμένη.
Η έκφραση «εκ νεκρών», είναι ένας υπαινιγμός στην κατάσταση θανάτου ως προς την αμαρτία, στην οποία ο πιστός λαμβάνει το βάπτισμα, και η οποία στρώνει τον δρόμο για την πνευματική του ανάσταση.
Η «δόξα του Πατέρα» δια της οποίας αναστήθηκε ο Χριστός, δεν είναι η επίδειξη της δύναμης Του χωριστά απ” τις άλλες Του τελειότητες, αλλά είναι, ως συνήθως, εκείνη όλων των Θείων ιδιοτήτων συνδυασμένων, διότι όλες έχουν συνεισφέρει σ” αυτό το αριστούργημα της αποκάλυψης του Θεού πάνω στην γη. Είναι η δικαιοσύνη Του καθώς επίσης και το έλεος Του, η σοφία Του, καθώς επίσης και η αγιότητα Του. Μιλόντας για την ανάσταση του Λαζάρου, ο Κύριος είπε στην Μάρθα: «Θα δεις την δόξα του Θεού». Εδώ λέγει «δια της δόξης του Πατρός» γιατί έχομε να κάνωμε με την ανάσταση του Υιού.
«Και ημείς»: Είναι όλοι αυτοί στους οποίους επαναπαράγεται το πρότυπο («ούτω»).
Μιλόντας για τους πιστούς, ο Απόστολος δεν σταματά, όπως στην περίπτωση του Κυρίου, στο γεγονός μόνον της ανάστασης τους, αλλά προχωρά και στην μόνιμη συνέπεια του, στην νέα ζωή που εκπηγάζει απ” αυτό: «Εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν». Και το κάνει αυτό διότι, αναφορικά με τους πιστούς, επιθυμεί ν” αποκλείσει την επιστροφή τους στην προηγουμένη τους ζωή.
«Περιπατήσωμεν»: Είναι μια συχνή εικόνα που χρησιμοποιεί ο Παύλος για την ηθική συμπεριφορά.
«Καινότητα ζωής», αντί «καινή ζωή». Μ” αυτήν την έκφραση δίνεται λιγώτερη σπουδαιότητα στην ιδέα της ζωής (σε αντίθεση μ” εκείνη του θανάτου), και περισσότερη στην νέα φύση της δεύτερης αυτής ζωής (σε αντίθεση προς την φύση της προηγουμένης που αυτή καταργεί).

Εδάφιο 5
«Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα».
«Διότι εάν ενωθήκαμε μαζί του σ” έναν θάνατο σαν τον δικό του, τότε θα ενωθούμε μαζί του και σε μια ανάσταση σαν την δική του».

Ο Απόστολος είχε χρησιμοποιήσει το γεγονός του βαπτίσματος για να εξηγήση το αδύνατον που δοκιμάζει ο πιστός στο να συνεχίσει στην προηγουμένη του ζωή. Τώρα αναπτύσσει αυτή την αλήθεια. Το «ίνα» του εδαφίου 4 γίνεται πράγματι το θέμα αυτής της ανάπτυξης (εδ. 5-11), της οποίας το εδάφιο 5 περιέχει την συνόψιση.
Η ιδέα του εδαφίου 4 ήταν: Εταφήκαμε δια του βαπτίσματος μόνον με την πρόθεση του ν” αναστηθούμε. Αυτή η πρόθεση δείχνεται από το ηθικό γεγονός που αναφέρεται στο εδάφιο 5: Ο άνθρωπος που συμμετέχει στον θάνατο του Ιησού, δεν μπορεί παρά να συμμετέχει και στην ανάσταση Του. Και από το άλλο μέρος, η συμμετοχή στην ζωή του Χριστού για την οποίαν μιλά ο Απόστολος, έχει σαν αναγκαία και πρωταρχική της προϋπόθεση την συμμετοχή στον θάνατο Του. Η αποδοχή του σταυρού είναι ο μόνος δρόμος του να έλθεις σε κοινωνία με την ζωή του Αναστημένου. Εάν ξεχασθεί τούτο το σημείο αφετηρίας, οι συνέπειες θα είναι σοβαρές, διότι το δεύτερο γεγονός δεν έχει καμμία πραγματικότητα παρά μόνον σε σύνδεση με το πρώτο.
Το «του θανάτου» εξαρτάται φυσιολογικά απ” το «τω ομοιώματι». Με αυτό το «τω ομοιώματι» μπορεί να γίνει αντιληπτή είτε η εξωτερική πράξη του βαπτίσματος, σαν κάτι που παρουσιάζει απεικονιστικά τον θάνατο του Χριστού, ή ο δικός μας θάνατος ως προς την αμαρτία (η πνευματική επαναπαραγωγή του θανάτου του Χριστού μέσα μας).
Αλλά κάποιος γίνεται «σύμφυτος» όχι με το ομοίωμα ενός πράγματος, αλλά με το ίδιο το πράγμα. Πέραν αυτού, το βάπτισμα δεν είναι η απεικόνιση του θανάτου, αλλά της ταφής (ιδέ παραπάνω). Άρα πιο σωστό είναι να συνδέσωμε το «σύμφυτοι» μ” ένα «Αυτώ» που υπονοείται: «Σύμφυτοι μ” Αυτόν, στην ομοιότητα του θανάτου Του».
Η έκφραση «τω ομοιώματι του θανάτου αυτού», αναφέρεται, σύμφωνα με ότι προηγείται, στο εσωτερικό γεγονός δια του οποίου ο θάνατος του Χριστού για την αμαρτία επαναπαράγεται μέσα μας, δηλαδή, στον δικό μας θάνατο ως προς την αμαρτία, που υπονοείται στην πράξη της πίστης.
«Σύμφυτοι», είναι από το συν + φύομαι, που σημαίνει, γεννιέμαι, και μεγαλώνω μαζί. Αυτό το επίθετο δηλώνει την οργανική ένωση δυνάμει της οποίας ένα ον μοιράζεται την ζωή, την ανάπτυξη, και τις φάσεις ύπαρξης που ανήκουν σ” ένα άλλο. Είναι όπως το κλαδί του οποίου η ύπαρξη, η ανάπτυξη, αλλά και η αποσύνθεση είναι ταυτισμένα μ” εκείνα του κορμού. Έτσι μπορούμε να το αποδώσωμε και με την έκφραση «να γίνωμε ένα και το ίδιο φύτεμα μ” αυτόν». Καμμία περίπτωση θανάτου ως προς την αμαρτία δεν φθάνει στην Εκκλησία η οποία δεν εμπεριέχεται ήδη στον θάνατο του Χριστού (και η οποία πραγματοποιείται οπουδήποτε θα βρεθεί η πίστη). Από το άλλο μέρος, ούτε μία πνευματική ανάσταση δεν πραγματοποιείται στην εκκλησία, που να μην είναι του Χριστού η ανάσταση, καθώς αυτή επαναπαράγεται υπό του Αγίου Πνεύματος στην καρδιά εκείνη που ξεκινά ενώνοντας τον εαυτόν της μ” Αυτόν, στην κοινωνία του θανάτου Του.
Θα πρέπει πάντως να σημειωθεί (και θα το συναντήσωμε αυτό το χαρακτηριστικό πάλι στην συνέχεια του χωρίου), ότι το γεγονός της συμμετοχής στον θάνατο έχει τεθεί σε χρόνον παρελθόντα («γεγόναμεν σύμφυτοι»), ενώ η συμμετοχή στην ανάσταση εκφράζεται στον μέλλοντα («εσόμεθα»).
Μερικοί θεώρησαν, απ” αυτή την αλλαγή στον χρόνο, ότι στις τελευταίες λέξεις ο Απόστολος θέλει να μιλήσει για την μελλοντική ανάσταση, για τον σωματικό δοξασμό των πιστών. Αλλά τούτη η ιδέα είναι ξένη προς αυτό το κείμενο εδώ, που από την αρχή έως το τέλος αναφέρεται στην αντίρρηση του εδαφίου 1 (την σχέση του πιστού προς την αμαρτία). Το υπό συζήτηση θέμα εδώ είναι ο αγιασμός, η ηθική ανάσταση του πιστού, και η αντίθεση που δείχνεται μεταξύ του παρακειμένου και του μέλλοντα, πρέπει να βρει μια τελείως διαφορετική εξήγηση.
Καθώς η κοινωνία πίστης με τον Χριστό σταυρωμένον, είναι η προϋπόθεση του να μοιρασθής την ζωήν Του σαν αναστημένου, είναι γι” αυτόν τον λόγο που ο Απόστολος αναφέρει το πρώτο γεγονός σε χρόνο παρελθόντα, και το δεύτερο σε μέλλοντα («σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα»). Έχοντας λάβει χώρα το ένα, το άλλο πρέπει ν” ακολουθήσει. Ο παρακείμενος και ο μέλλοντας περιγράφουν, ο ένας την βασική αρχή, ο άλλος την συνέπεια. Αρχίζομε με ένωση στο πρόσωπο του Χριστού δια πίστεως σε εκείνο το μυστηριώδες, «Αυτός για μένα», το οποίον και σχηματίζει την ουσία του Ευαγγελίου. Μετά αυτή η ένωση προχωρά, έως ότου η όλη Του ύπαρξη σαν Αναστημένος έχει περάσει μέσα μας.
«Αλλά και…»: «Λοιπόν τότε επίσης». Το δεύτερο γεγονός έρχεται σαν η χαρμόσυνη συνέπεια του πρώτου.
«Αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα». Ο όρος «ανάσταση» δεν λαμβάνεται εδώ στην γενική του έννοια. Αναφέρεται μόνον στην ανάσταση του Χριστού. Η σωστή του απόδοση είναι: «Λοιπόν, τότε, θα συμμετέχωμε επίσης και στην ανάσταση Του».
Ο Ιησούς δεν μας μεταδίδει τον ίδιο τον θάνατο Του. Κατέχομε μόνον την ομοιότητα του θανάτου Του, στον θάνατο μας ως προς την αμαρτία. Είναι διαφορετικά όμως με την ανάσταση Του και την ζωή Του ως αναστημένου. Είναι αυτή η ίδια η ζωή Του, που Αυτός μεταβιβάζει εις εμάς: «Δεν ζω εγώ, αλλά ζει ο Χριστός μέσα μου», έγραφε ο Παύλος (Γαλάτας Β20). «Επειδή εγώ ζω, και σεις θα ζήσετε», είπε ο Ίδιος ο Κύριος (Ιωάννης ΙΔ18). Ο πιστός άπαξ και «εμβολιάσθηκε» στον Χριστό, δια πίστεως στον θάνατο Του, και δι” αυτού πέθανε ως προς την προηγουμένη του ζωή, ζαναζεί μέσω του Αγίου Πνεύματος στην ζωή ακριβώς του αναστημένου Χριστού. Έτσι εξηγείται η διαφορά στην μορφή μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των προτάσεων του εδαφίου.
Αυτή η συνοπτική επίδειξη της αλήθειας του «ίνα» («Συνετάφημεν…ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός…», εδ. 4), απαιτείται τώρα ν” αναπτυχθεί. Τα εδάφια 6 και 7 αναπτύσσουν το περιεχόμενο του 5α («Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού»). Τα 8-10 εκείνο του 5β («αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα»).

Pages