Αυτή η συνοπτική επίδειξη της αλήθειας του «ίνα» («Συνετάφημεν…ίνα ώσπερ ηγέρθη Χριστός…», εδ. 4), απαιτείται τώρα ν” αναπτυχθεί. Τα εδάφια 6 και 7 αναπτύσσουν το περιεχόμενο του 5α («Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού»). Τα 8-10 εκείνο του 5β («αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα»).
Εδάφιο 6
«Τούτο γινώσκοντες, ότι ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας, του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία».
«Διότι γνωρίζομεν ότι ο παλαιός εαυτός μας εσταυρώθηκε με τον Χριστόν, δια να καταστραφή το αμαρτωλό σώμα, ώστε να μην είμαστε πλέον δούλοι της αμαρτίας.»
Γιατί άραγε να εισάγει έτσι απότομα εδώ την ιδέα της υποκειμενικής γνώσης («τούτο γινώσκοντες»);
Ο Παύλος το κάνει γιατί η συμμετοχή μας στην ανάσταση του Χριστού δεν λαμβάνει χώρα κατά τον τρόπο μιας φυσικής διαδικασίας ( όπως π.χ. δημιουργείται από μόνος του ο καρπός σαν γονιμοποιηθεί το άνθος). Για να έλθη ένα τέτοιο αποτέλεσμα, χρειάζεται μια ηθική συνεργασία εκ μέρους του πιστεύοντος. Και αυτή η συνεργασία υποθέτει βεβαίως μια «γνώση», γνώση του τρόπου (εδ. 6), και του στόχου (εδ. 8). Ο πιστός γνωρίζει και αντιλαμβάνεται ότι ο τελικός στόχος που ο Θεός έχει υπ” όψιν, καλόντας τον να σταυρώσει τον παλαιόν του άνθρωπο (εδ. 6), είναι να πραγματοποιήσει μέσα εις αυτόν την ζωή του Αναστημένου (εδ. 8,9), και έτσι συμμετέχει ενεργητικά στην Θεία σκέψη. Μόνον δι” αυτού του τρόπου μπορεί να πραγματοποιηθεί τούτο το πράγμα.
Αυτή η ιδέα της υποκειμενικής γνώσης, που εκφράζεται με τις λέξεις «τούτο γινώσκοντες», εμπεριείχετο στο προηγούμενο «ίνα» του εδαφίου 4: «Εταφήκαμε μαζί μ” Αυτόν με τον σκοπό ν” αναστηθούμε και μαζί Του, γνωρίζοντες ότι…» Το όλο αυτό τμήμα, αρχίζοντας με το «ή αγνοείτε» του εδαφίου 3, μας μεταφέρει στην εσώτερη συνείδηση του πιστού, καθώς αυτή έχει μορφωθεί στο σχολείο που τον περνά ο Θεός. Ο πιστός γνωρίζει σίγουρα ότι εκλήθη να πεθάνη, αλλά να πεθάνη για να ζήση πάλι.
Η έκφραση «ο παλαιός ημών άνθρωπος» δηλώνει την ανθρωπίνη φύση, τέτοια όπως έχει γίνει από την αμαρτία αυτού στον οποίον πρωτοπαρουσιάσθηκε, είναι ο πεσμένος Αδάμ καθώς επανεμφανίζεται σε καθε ανθρώπινο «εγώ». Το κάθε ανθρώπινο «εγώ» έρχεται στον κόσμο κάτω απ” την επιρροή του ατομισμού, που έχει την υπεροχή επάνω του. Και τούτο ξεκίνησε από εκείνη την πρωταρχική παράβαση. Αυτή η διεφθαρμένη φύση φέρει την ένδειξη «παλαιός» μόνον όσον αφορά τον πιστό, γιατί είναι μόνον αυτός που κατέχει ήδη μια ανανεωμένη φύση μέσα του.
Αυτός ο «παλαιός άνθρωπος» έχει σταυρωθεί, όσον αφορά τον πιστό, στο πρόσωπο ακριβώς του Χριστού σταυρωμένου. Ο Απόστολος δεν λέγει ότι αυτός πέθανε οριστικά. Αυτός μπορεί να υφίσταται ακόμη, αλλά σαν ένας σταυρωμένος, του οποίου η δραστηριότητα είναι σε παραλυσία.
Έως την ώρα που κάποιος πιστεύει, η αμαρτία του του παρουσιάζει τον εαυτόν της σαν την ελευθερία, ή σαν μια συγχωρητέα αδυναμία. Την στιγμή όμως που την αντικρύζομε πάνω στον σταυρωμένο Χριστό, την βλέπομε σαν έναν κακούργο καταδικασμένο και τιμωρημένο με θάνατο απ” την δικαιοσύνη του Θεού. Και η απόφαση για τον θάνατο της, αναγγελμένη στην συνείδηση μας (απ” την γνώση του έργου του σταυρού), είναι ο ίδιος ο θάνατος γι” αυτή μέσα μας, όπως ο σταυρός ήτο γι” αυτή, στην περίπτωση του Χριστού – όχι ένας άμεσος θάνατος βέβαια, αλλά η εκμηδένιση της σε αδυναμία να δράση πλέον. Ο σκοπός αυτής της ηθικής εκτέλεσης (της αμαρτίας μέσα μας), που περιλαμβάνεται στο γεγονός ακριβώς της πίστης, είναι η κατάργηση του σώματος της αμαρτίας.
Απ” ότι φαίνεται, τώρα, εδώ, άλλο γεγονός είναι η συσταύρωση (με τον Χριστό) του παλαιού ανθρώπου, και άλλο η κατάργηση του σώματος της αμαρτίας. Μάλιστα, το δεύτερο, έτσι όπως δείχνεται, είναι ο στόχος του πρώτου («ο παλαιός ημών άνθρωπος συνεσταυρώθη ίνα καταργηθή το σώμα της αμαρτίας»). Αυτό που ο Απόστολος ονομάζει «το σώμα της αμαρτίας», δεν μπορεί λοιπόν να ταυτίζεται με αυτό που ονομάζει «ο παλαιός άνθρωπος».
Να σταθούμε λίγο στο «σώμα της αμαρτίας». Μήπως θα πρέπει να θεωρήσωμε το «σώμα» στην αυστηρή έννοια της λέξης, και τον Απόστολο να βλέπει μέσα σ” αυτό την αρχή του κακού στην ανθρώπινη μας φύση, άποψη που την συμμερίζονται πολλοί; Η συνέχεια θα μας δείξει ότι κατά κανέναν τρόπο δεν θεωρεί την αμαρτία σαν ενυπάρχουσα στο σώμα, και σαν κάτι αναπόσπαστο απ” αυτήν. Στο εδάφιο π.χ. 13, αξιώνει το σώμα και τα μέλη του για την υπηρεσία του Θεού, και τα παρουσιάζει ως κάτω από υποχρέωση να γίνουν «όργανα της δικαιοσύνης». Είναι και πολλά άλλα εδάφια που ανατρέπουν αυτή την άποψη, αλλά και το γεγονός ακριβώς της ενσάρκωσης του Κυρίου μας, επαρκεί ν” ανατρέψει την γνώμη που θα έκανε το σώμα να είναι η πηγή, η αρχή της αμαρτίας.
Το σωστό είναι να θεωρήσωμε το «της αμαρτίας» σαν ένα συμπληρωματικό όρο ιδιοκτησίας ή ποιότητας: Το σώμα τόσο, όσο υπηρετεί σαν ένα όργανο της αμαρτίας στην ανθρώπινη ζωή. Μόνο που για ν” αντιληφθούμε αυτό το «της αμαρτίας», θα πρέπει να προσθέσωμε ότι, απ” την γέννηση μας υφίσταται μεταξύ του σώματος μας και της αμαρτωλής μας θέλησης εκείνη η βαθειά σχέση δια της οποίας τούτα τα δύο τοποθετούνται σε αμοιβαία εξάρτηση. Και αυτή η σχέση δεν είναι ένα απλό συμβάν. Ανήκει στην πεσμένη κατάσταση στην οποία έχομε περιπέσει.
«Καταργώ». Κατά γράμμα σημαίνει, του αποστερώ την δύναμη να ενεργήση, δηλαδή το αχρηστεύω, όπως στο Λουκά ΙΓ7, Ρωμαίους Γ3, ή το μηδενίζω, το καταστρέφω, όπως στο Α” Κορινθίους ΙΓ8,10, Α” Κορινθίους ΣΤ13 κ.λ.π. Είναι προφανές ότι ούτε η μία ούτε η άλλη έννοια θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο σώμα, θεωρόντας το σαν φυσικό οργανισμό από μόνο του. Ο Απόστολος δεν έχει εδώ κατά νουν να συστήσει τον σωματικό ασκητισμό στους πιστούς. Δεν είναι για το σώμα σαν τέτοιο που αυτός μιλά. Είναι για το σώμα τόσο, όσο αυτό είναι όργανο στην υπηρεσία της αμαρτίας.
Για το σώμα, θεωρούμενο σ” αυτή την ειδική σχέση με την αμαρτία, ο Παύλος δηλώνει ότι θα έπρεπε να υποβληθεί σε αδράνεια, ή ακόμα να καταστραφεί. Και σ” αυτή την εφαρμογή οι δύο έννοιες της λέξης «καταργώ» είναι σχεδόν ταυτόσημες. Η έννοια «καταστρέφω» ίσως ν” αποδίδει την σκέψη του καλλίτερα. Ένα σώμα, εκείνο της αμαρτίας, καταστρέφεται, ώστε ένα άλλο να μπορεί να πάρει την θέση του, το σώμα το οποίον είναι όργανο της δικαιοσύνης (εδ. 13).
Στην τρίτη πρόταση, («του μηκέτι δουλεύειν ημάς τη αμαρτία»), που εκφράζει τον τελικό στόχο αυτού του εσωτερικού έργου, ο Παύλος εισάγει ένα τρίτο υποκείμενο, «ημάς», ένας όρος που δηλώνει την όλη ηθική προσωπικότητα, ανεξάρτητα από το αν αυτή είναι ή δεν είναι κάτω από την εξουσία της αμαρτίας. Αυτό το τρίτο υποκείμενο διαφέρει ολοκληρωτικά από εκείνο της πρώτης πρότασης, «ο παλαιός άνθρωπος», καθώς επίσης και από εκείνο της δεύτερης, «το σώμα της αμαρτίας».
Ο παλαιός άνθρωπος είναι σταυρωμένος δια πίστεως στην σταύρωση του Χριστού. Το σώμα της αμαρτίας είναι κατεστραμμένο διότι, σε συνέπεια της σταύρωσης του παλαιού ανθρώπου, η διεφθαρμένη θέληση που προηγουμένως χρησιμοποιούσε το σώμα για την δική της ικανοποίηση, είναι παράλυτη, και έτσι δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει πλέον (οπότε και αυτό αχρηστεύεται, όχι σαν σώμα, βέβαια, αλλά σαν σώμα αμαρτίας, σαν όργανο στα χέρια της αμαρτίας – αρρώστησε και σταμάτησε ο γερο ψαράς το ψάρεμμα, αχρηστεύθηκε και η βάρκα του, εκτός εάν την πάρει άλλος). Το «εγώ» τότε, ο αληθινός μας εαυτός, η ηθική προσωπικότητα στην ουσία της, ελευθερώνεται με μιας, και από την δύναμη της παλαιάς φύσης, και από το σώμα, έτσι όπως το κατηύθυνε αυτή σαν όργανο της, και μπορεί, επομένως, να οδηγήσει αυτό το τελευταίο σε μια ολοκληρωτικά νέα χρήση. Ο Απόστολος διευκρινίζει την αλήθεια αυτής της ηθικής κατάστασης μ” ένα παράδειγμα απ” την ζωή.
Εδάφιο 7
«Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας».
«Διότι εκείνος που έχει πεθάνει έχει ελευθερωθή από την αμαρτία».
«Δεδικαίωται». Μερικοί το εφαρμόζουν στην απελευθέρωση από την ενοχή και την ποινή – καθώς φαίνεται ν” απαιτεί η συνήθης έννοια της λέξης «δικαιώνω» στον Παύλο. Άλλοι στην απελευθέρωση από την δύναμη της αμαρτίας, κατά την έννοιαν ότι αυτός που είναι νεκρός, δεν υπόκειται πλέον σ” αυτόν τον κύριο, δεν του οφείλει πλέον τίποτα. Αλλά καμμία απ” αυτές τις έννοιες δεν είναι ικανοποιητική. Η πρώτη δε, θα μας έφερνε πίσω στο θέμα της δικαίωσης, η οποία βγήκε σαν συμπέρασμα στο τέλος του κεφαλαίου Ε.
Σύμφωνα με άλλους, ο Παύλος θέλει εδώ να εκφράσει την ιδέα ότι, η απαλλαγή του πιστού από την αμαρτία (δικαίωση), λαμβάνει χώρα μόνο με την προϋπόθεση του θανάτου του ως προς την αμαρτία. Τούτη η άποψη όμως θα είχε σαν αποτέλεσμα να κάνει τον αγιασμό σαν την προϋπόθεση της δικαίωσης.
Η ακόλουθη έννοια θα ήταν πιο κατάλληλη από ορισμένες απόψεις: Αυτός που είναι νεκρός (στην έννοια του εδαφίου 6 – συσταύρωση με τον Χριστό), είναι δι” αυτού του θανάτου, ελεύθερος από την δύναμη της αμαρτίας.
Αναμφίβολλα, κατά έναν γενικό τρόπο, αυτή είναι η έννοια του Αποστόλου στο εδάφιο 7 («Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας). Το κείμενο την απαιτεί. Αλλά και τούτη όμως η ερμηνεία δεν ταιριάζει ακριβώς λόγω των εκφράσεων που χρησιμοποιούνται. Η λέξη «δικαιώνω», ακόμα και όταν ακολουθείται, όπως εδώ, από την πρόθεση «από», δεν μπορεί να δηλώνει, «ελευθερώνω από την δύναμη κάποιου», ή τουλάχιστον, εάν φθάσωμε σ” αυτή την έννοια, θα πρέπει να δειχθεί, κατά ποιόν τρόπο είναι δυνατή. Μετά, η αντωνυμία «αποθανών», μη συνοδευομένη από κανέναν προσδιορισμό, πρέπει μάλλον να γίνη αντιληπτή στην κατά γράμμα της σημασία (αυτή του φυσικού θανάτου), και τόσο περισσότερο, όσο στο ακόλουθο εδάφιο, όπου ο Απόστολος επιστρέφει στην πνευματική έννοια, τον βλέπουμε να δείχνει χαρακτηριστικά την αλλαγή, προσθέτοντας τις λέξεις «συν Χριστώ».
Τελικά, τούτα τα λόγια θα πρέπει να είναι ένα αξίωμα, δανεισμένο απ” την ζωή, το οποίο ο Απόστολος αναφέρει εδώ, αφήνοντας στον αναγνώστη να το εφαρμόση άμεσα στο αντίστοιχο γεγονός της ηθικής ζωής, εκείνο που μόλις περιέγραψε στο εδάφιο 6, (συσταυρωθήκαμε με τον Χριστό, για να καταργηθεί το σώμα της αμαρτίας, ώστε να μην είμαστε πλέον δούλοι της).
Απ” αυτό έπεται ότι η λέξη «δικαιώνω» πρέπει να έχει μια κάπως διαφορετική έννοια, απ” την συνήθη της δογματική έννοια στα γραπτά του Παύλου. Η περιοχή άλλωστε στην οποία την εφαρμόζει εδώ είναι ολοκληρωτικά διαφορετική.
Εκείνο που μάλλον θέλει να πει είναι: Κάποιος που είναι νεκρός, μη έχοντας ένα σώμα να το θέσει στην υπηρεσία της αμαρτίας, είναι τώρα απαλλαγμένος δικαιολογημένα, από του να εκτελέσει τις επιθυμίες εκείνου του αφέντη, ο οποίος μέχρι τότε τον διέθετε όπως ήθελε.
Υποθέστε έναν νεκρό σκλάβο. Θα είναι μάταιο για τον κύριο του να τον διατάξη να ληστέψη, να πει ψέμματα, να σκοτώση. Αυτός θα μπορεί δικαιολογημένα να του απαντήσει (αν μπορούσε): «Η γλώσσα μου, τα χέρια μου, τα πόδια μου δεν με υπακούουν πλέον». Πως ήταν τότε δυνατόν να κατακριθεί διότι αρνείται να υπηρετήση τον κύριο του; Τέτοια είναι η θέση του πιστού, μετά που η σταύρωση του ατομιστικού του «εγώ» (του παλαιού άνθρωπου) έχει φέρει το «σώμα της αμαρτίας» (εδ. 6) σε πλήρη αδυναμία. Αυτός πλέον δεν μπορεί να υπηρετήση την αμαρτία στην εκτέλεση του κακού, περισσότερο απ” ότι ο σκλάβος, αποστερημένος από το σώμα του λόγω θανάτου, δεν μπορεί να συνεχίσει να εκτελεί τις εντολές που του έχει δώσει ο κακός του κύριος.
Το ρήμα «δικαιώνομαι» κατ” αυτή την έννοια δηλώνει, «είμαι ελεύθερος κατηγορίας σε περίπτωση ανυπακοής», «είμαι δικαιολογημένος, νόμιμος, όταν δεν υπακούω». Η ιδέα της νομιμότητας είναι στην λέξη «δεδικαίωται», εκείνη της ελευθερίας (αποδέσμευσης) στην πρόθεση «από».
Η περίπτωση του νεκρού σκλάβου που περιγράφεται στο εδάφιο 7, εάν είναι έτσι όπως την εκθέσαμε, είναι ο ακριβής αντίποδας της ηθικής θέσης του πιστού που περιγράφεται στο εδάφιο 6. Ο Απόστολος αφήνει στον αναγνώστη να κάνη αυτή την εφαρμογή ο ίδιος, και περνά στα επόμενα εδάφια, απ” την αρνητική πλευρά του αγιασμού, σταύρωση με τον Χριστό, στην θετική πλευρά αυτής της μεγάλης αλήθειας, ανάσταση μαζί μ” Αυτόν. Αυτή η δεύτερη πλευρά είναι το αναγκαίο συμπλήρωμα της πρώτης, διότι, η αμαρτωλή θέληση άπαξ και εσταυρώθη εν Χριστώ, και το όργανο της, το σώμα, περιορίσθηκε σε αδράνεια, η ηθική προσωπικότητα του πιστού, ελεύθερη τώρα, δεν μπορεί να παραμείνει αδρανής. Πρέπει ν” αποκτήσει μια καινούργια δραστηριότητα. Το ίδιο το σώμα ζητά μια καινούργια απασχόληση στην υπηρεσία αυτής της δραστηριότητας. Έχομε ιδεί πως αυτή η ιδέα εμπεριεχόταν στο «ίνα» του εδαφίου 4. Ο πιστός πεθαίνει, όχι για να παραμείνει νεκρός, αλλά για ν” αναστηθεί. Και αυτό το ξέρει καλά, διότι στο πρόσωπο Αυτού μαζί με τον οποίον πεθαίνει, του Αναστημένου, αυτός βλέπει προκαταβολικά την ηθική αναγκαιότητα αυτού του γεγονότος. Αυτό το θέμα, που δείχθηκε ήδη στα εδάφια 4,5, αναπτύσσεται τώρα στα εδάφια 8-10 (σύγκρινε και Γαλάτας Β20).
Εδάφιο 8
«Ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι συζήσομεν αυτώ».
«Αλλ” εάν επεθάναμε μαζί με τον Χριστόν, πιστεύομεν ότι και θα ζήσωμεν μαζί του.»
Το «δε» σημειώνει την πρόοδο που πρέπει να γίνει απ” την συμμετοχή στον θάνατο του Χριστού στην συμμετοχή στην ζωή Του.
Η συμμετοχή στο θάνατο Του αναφέρεται σαν ένα γεγονός του παρελθόντος, που περικλείεται στο γεγονός της πίστης (ιδέ και 5α, «σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού»), ενώ η συμμετοχή στην ζωή Του περιγράφεται σαν ένα γεγονός που είναι να γίνη: Θα ζήσωμε επίσης μ” Αυτόν. Το πρώτο, πράγματι, είναι σε κάθε αληθινό πιστό ένα αντικείμενο εμπειρίας, κάτι που ήδη το έχει γευθεί. Δεν είναι όμως ακόμα το ίδιο με το δεύτερο. Σύμφωνα με την άποψη του Αποστόλου (εδ. 3,4), κατά την στιγμή του βαπτίσματος, η νέα ζωή είναι ακόμα αντικείμενο ελπίδας και πίστης. Εξ αυτού, σε σχέση με το προηγούμενο, ο όρος «γινώσκοντες», εδάφιο 6, σε σχέση όμως με το τελευταίο, το «πιστεύομεν», εδάφιο 8. Ο βαπτιζόμενος στέκεται ανάμεσα στον θάνατο που εδοκίμασε πιστεύοντας, και στην ζωή που την περιμένει με βεβαιότητα, σαν ένα δώρο απ” Αυτόν, ο οποίος δεν είναι μόνον νεκρός, αλλά και αναστημένος.
Το να ζεις με τον Χριστό («συζείν αυτώ»), είναι το να μοιράζεσαι την ζωή Του σαν ενός αναστημένου και δοξασμένου. Ο Ιησούς, απ” τα βάθη της ουράνιας κατοικίας Του, μεταδίδει τον εαυτόν Του στον άνθρωπο, που έχει οικειοποιηθεί τον θάνατο Του δια πίστεως, και έτσι γεμίζει με την άγια Του ζωή το κενό που δημιουργήθηκε μέσα του μετά την αποκήρυξη της ζωής του. Αυτή είναι η Πεντηκοστή μας, το αντίστοιχο της Ανάστασης Του.
Εδάφιο 9
«Ειδότες ότι ο Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει».
«Γνωρίζομεν ότι ο Χριστός, αφού αναστήθηκε εκ νεκρών, δεν θα πεθάνη πλέον, ο θάνατος δεν έχει πλέον εξουσίαν επάνω του.»
Αυτή η πίστη, αυτή η σταθερή προσμονή του πιστού που είναι νεκρός με Αυτόν, δεν είναι μια μάταια φαντασίωση. Βασίζεται σ” ένα συγκεκριμένο γεγονός, την ανάσταση του Χριστού: «Ειδότες». Αυτό το «ειδότες» δικαιολογεί το «πιστεύομε» του εδαφίου 8. Πιστεύομε ότι η πνευματική μας ανάσταση θα συμβεί, διότι γνωρίζομε ότι η ανάσταση Του έχει λάβει χώρα, και αυτή αμετάκλητα. Και είναι η δική Του ανάσταση που μας δίνει βεβαιότητα και για την δική μας.
Αλλά πιστός στο θέμα που τον απασχολεί εδώ ο Απόστολος, αντί ν” αναπτύξει την ιδέα της νέας ζωής του Ιησού, περιορίζεται να εκφράσει αυτή την συνέπεια, ότι «Αυτός ουκέτι αποθνήσκει». Και είναι εύκολο να δούμε την λογική σχέση μεταξύ αυτής της συνέπειας, και της ερώτησης που τέθηκε στο εδάφιο 2, «Πως εμείς που είμαστε νεκροί ως προς την αμαρτία θα ζήσωμε πλέον μέσα εκεί;» Δεν υπάρχει επιστροφή προς τα πίσω για τον αναστημένον Ιησού (μια και έχει εισέλθει τώρα πλέον σε μια ουράνια ζωή). Πως λοιπόν θα μπορούσε να υπάρξει για μας (επιστροφή προς τα πίσω, στην αμαρτία), απ” την στιγμή που μοιραζόμαστε την ζωή Του σαν αναστημένου; Είναι η συμμετοχή μας στη ζωή Του που κάνει αδύνατο τούτο το πισωγύρισμα.
Οι τελευταίες λέξεις του εδαφίου 9 («θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει»), σχηματίζουν μια ανεξάρτητη πρόταση. Έχοντας περάσει η εποχή που ο θάνατος επιτρεπόταν ν” απλώση το σκήπτρο του επάνω Του, Αυτός είναι ελεύθερος από την δύναμη του για πάντα.
Εδάφιο 10
«Ο γαρ απέθανε, τη αμαρτία απέθανεν εφάπαξ, ο δε ζη, ζη τω Θεώ.»
«Διότι τον θάνατον που υπέστη, τον υπέστη μια για πάντα αναφορικώς προς την αμαρτίαν, την δε ζωήν δε που ζη, την ζη δια τον Θεόν».
Η πρώτη πρόταση του εδαφίου 10 μας εκθέτει τον λόγο γιατί επετράπη στον θάνατο να βασιλεύση επάνω Του για μια στιγμή. Η δεύτερη εξηγεί τον λόγο γιατί αυτό δεν μπορεί να επαναληφθεί.
«Ο»: Εκείνο το οποίον (θάνατο, ζωή).
Η μικράς διαρκείας δύναμη του θανάτου πάνω στον Ιησού εξηγείται από το «τη αμαρτία». Η σχέση που ο Ιησούς βάσταξε προς την αμαρτία ήτο η κυρία αιτία της υποβολής Του σε θάνατο.
Καθώς σ” αυτό το κομμάτι το, «θάνατος ως προς την αμαρτία», δηλώνει μια απόλυτη διάρρηξη των σχέσεων μ” αυτή (εδ. 2), μπορεί να επιχειρηθεί εδώ να δοθεί η ερμηνεία: Ο Ιησούς πάλεψε νικηφόρα ενάντια στην αμαρτία κατά την διάρκεια όλης Του της ζωής εδώ κάτω, μη χορηγόντας της ούτε στιγμή το δικαίωμα της ύπαρξης στο πρόσωπο Του. Αλλά το επίρρημα «εφάπαξ» μας απαγορεύει να επεκτείνωμε την εφαρμογή του όρου «τη αμαρτία απέθανεν» στην όλη Του ζωή.
Οι σχολιαστές οι οποίοι υιοθετούν αυτή την έννοια, περιορίζουν την έκφραση να ισχύει στην στιγμή του θανάτου Του: Με το τέλος της ζωής Του, η μάχη Του με την αμαρτία ετελείωσε. Από εκείνη τη στιγμή, η αμαρτία (στην μορφή του πειρασμού), δε άσκησε πλέον δύναμη πάνω Του. Αυτή η έρμηνεία θα μέτραγε σίγουρα, σε κάποιο βαθμό, για το «εφάπαξ». Αλλά μας αναγκάζει να πάρωμε το «πέθανε» σε δύο ολοκληρωτικά διαφορετικές έννοιες στην ίδια πρόταση, και δεν είναι εύκολο τότε να σχηματίσωμε μια καθαρή ιδέα αυτού του «τη αμαρτία απέθανεν», που αποδίδεται στον Ιησού.
Μήπως πάλι αναφέρεται στην μάχη Του ενάντια στον πειρασμό; Η φράση «τη αμαρτία απέθανεν» δεν είναι κατάλληλη.
Θα πρέπει μήπως να σκεφθούμε για την μάχη ενάντια στην αμαρτία έξω απ” Αυτόν; Αλλά αυτή η μάχη συνεχίζεται μέχρι και αυτή την ώρα.
Να είναι, μήπως, μια προσωπική διάρρηξη των σχέσεων Του με το κακό, που εννοείται εδώ; Μα Αυτός δεν έκανε τίποτα άλλο σ” όλη Του την ζωή.
Η μόνη πιθανή έννοια φαίνεται να είναι ότι, Αυτός πέθανε να πληρώση για την αμαρτία και να την καταστρέψη. Υπήρξε μια στιγμή στη ζωή Του κατά την οποία βάσταξε την ποινή της, και δι” αυτού εδραίωσε την συντριβή της. Αλλά αυτή η στιγμή ήταν σύντομη, και παραμένει μία και μοναδική. Αυτό δηλώνει το «εφάπαξ». Ήτο μια σύντομη, προσωρινή αναγκαιότητα, που Αυτός συγκατατέθηκε να την υπηρετήσει. Αλλά μια τέτια κρίση δεν θα ξαναγίνει. Το χρέος άπαξ και πληρώθηκε, είναι πληρωμένο για πάντα. Σύγκρινε Εβραίους Ζ27, Θ12, 26,28, Ι 10. Α” Πέτρου Γ18.
«Τη αμαρτία» δηλώνει κατ” αυτή την άποψη, «για την υπόθεση της αμαρτίας», δηλαδή, για να επιτελέση όλα που απαιτούντο για την καταστροφή αυτού του παράγοντα ανάμεσα στο ανθρώπινο γένος.
Είναι φανερό από το «ένας για όλους», ότι ο θάνατος του Ιησού καταλαμβάνει από μόνος του ένα μέρος στο έργο Του, και δεν θα έπρεπε να θεωρηθεί απλά σαν το μεσουράνημα της άγιας Του ζωής. Άπαξ και τούτη η κρίση πέρασε, ο Ιησούς δεν οφείλει τίποτα πλέον στην υπόθεση της αμαρτίας, και η ζωή Του μπορεί ν” αποκαλυφθεί, χωρίς εμπόδιο, σαν ένα όργανο της ζωής του Θεού.
«Ζη τω Θεώ»: Ζει μόνον για να αποκαλύπτει και να υπηρετεί τον Θεό, χωρίς να έχει να υποβληθεί πλέον σε ορισμένες άλλες υποχρεώσεις που τίθενται επάνω Του από μια αντίθετη αρχή (σαν αυτή της αμαρτίας). Ο δοξασμένος Ιησούς ζει και ενεργεί για έναν μόνον σκοπό, ν” αποκαλύπτει στην καρδιά των ανθρώπων, δια του Αγίου Πνεύματος, την ζωή του Θεού, η οποία έχει γίνει ζωή Του, ζωή αιώνια (σύγκρινε Ιωάννη ΙΖ2, «Σύμφωνα με την εξουσία που του έδωκες επί όλων των ανθρώπων, δια να δώση ζωήν αιώνιον εις τον καθένα από εκείνους που του έδωκες.»). Έτσι είναι που Αυτός υπηρετεί και δοξάζει τον Θεό.
Καθώς ο Χριστός τότε, άπαξ και εισήλθε σ” αυτή την ζωή, σ” αυτή την δοξασμένη δραστηριότητα, δεν φεύγει απ” αυτή για να επιστρέψη πάλι πίσω, έτσι και ο πιστός, άπαξ και πέθανε ως προς την αμαρτία, και ζει στον Θεό εν Χριστώ, δεν μπορεί να επιστρέψει στην παλαιά του ζωή της αμαρτίας. Αυτό το συμπέρασμα εξάγεται στο εδάφιο 11.