Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (13/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (13/50)





ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 6



ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΣΤ1-Η39
Δια πίστεως στην εξιλεωτική θυσία του Χριστού ο πιστός έχει επιτύχει για τον εαυτόν του μια απόφαση δικαίωσης, δυνάμει της οποίας τώρα στέκεται συμφιλιωμένος με τον Θεό. Μπορεί να χρειάζεται και κάτι περισσότερο για την σωτηρία του; Φαίνεται πως όχι.
Ο προσεκτικός αναγνώστης όμως δεν θα έχει ξεχάσει ότι στο πρώτο μέρος του κεφαλαίου Ε, ο Απόστολος κατηύθυνε την προσοχή μας σε μια μέρα «οργής», μια μέρα κρίσης που πρόκειται να έλθη, και ότι καταπιάστηκε προκαταβολικά με την ερώτηση, εάν η δικαίωση που τώρα αποκτήθηκε, θα κρατήση σε κείνη την τελική και αποφασιστική ημέρα.
Για να απαντήση σ” αυτή την ερώτηση, ανέφερε ένα μέσον σωτηρίας, για το οποίον δεν είχε ακόμη μιλήσει, για την συμμετοχή στην «ζωή του Χριστού». Και ήταν πάνω σ” αυτό το γεγονός, ανηγγελμένο προκαταβολικά (Ε9,10), που αυτός βάσισε την βεβαιότητα ότι η δικαίωση μας θα ισχύσει ακόμα και στην ημέρα της τελικής κρίσης. Όταν είπε εκείνα τα λόγια ο Παύλος, σημάδευε προκαταβολικά την νέα περιοχή, στην οποία από τώρα εισέρχεται, αυτή του αγιασμού.
Για ν” αναπτύξη αυτό το θέμα δεν χρειάζεται να περάσει πέραν απ” τα όρια που χαράχτηκαν στην αρχή, απ” την γενική θέση που εκφράστηκε στο Α17: «Ο δε δίκαιος εκ πίστεως ζήσεται». Διότι μέσα στο «ζήσεται» περιλαμβάνεται όχι μόνον η χάρη της δικαίωσης, αλλά και εκείνη της νέας ζωής, ή της «αγιότητας». Το να «ζήσεις» δεν είναι απλά να ξανακερδίσης την ειρήνη με τον Θεό μέσω της δικαίωσης. Είναι και το να κατοικείς στο φως της αγιότητας Του, και να ενεργείς σε συνεχή κοινωνία μ” Αυτόν. Στην θεραπεία της ψυχής, η συγνώμη δεν είναι παρά η κρίση απ” την οποία αρχίζει η ανάρρωση. Η επανόρθωση της υγείας είναι ο αγιασμός. Αγιότητα είναι η αληθινή ζωή.
Ποιά να είναι η ακριβής σχέση μεταξύ αυτών των δύο Θείων ευλογιών, δικαίωσης και αγιότητας, που συνιστούν την σωτηρία στην αληθινή της φύση; Η κατανόηση αυτού του κεντρικού σημείου είναι το κλειδί στην Επιστολή προς Ρωμαίους, και ακόμη σε όλο το Ευαγγέλιο.
1. Κατά την άποψη πολλών, η σχέση μεταξύ αυτών των δύο ευλογιών της χάρης θα έπρεπε να εκφρασθεί με ένα «αλλά»: «Αναμφίβολλα είσαι δικαιωμένος δια πίστεως. Αλλά πρόσεχε, κύτταξε να διακόψης την σχέση σου με την αμαρτία, που τώρα σου “χει συγχωρηθεί. Αφοσιώσου με ζήλον στον αγιασμό. Εάν δεν το κάνεις, θα πέσεις πάλι σε καταδίκη». Σύμφωνα μ” αυτή την άποψη εισερχόμαστε εδώ στην περιοχή της «διατήρησης της σωτηρίας». Όπως τίθενται εδώ τα πράγματα, η σωτηρία αποτελείται ουσιωδώς απ” την δικαίωση, και ο αγιασμός εμφανίζεται μόνον σαν η προϋπόθεση να μην την χάσης.
2. Μια άλλη άποψη είναι αυτή που συνδέει ό,τι ακολουθεί με ό,τι προηγείται με ένα «λοιπόν»: «Δικαιωθήκατε δωρεάν. Λοιπόν, παρακινούμενοι από πίστη και ευγνωμοσύνη, ασχολειθείτε τώρα ν” αποκηρύξετε το κακό, και κάνετε ό,τι ευχαριστεί τον Θεό.» Αυτός ο τρόπος αντίληψης της σχέσης μεταξύ δικαίωσης και αγιότητας, είναι εκείνος που ίσως ακολουθείται απ” τους πιο πολλούς αναγνώστες της επιστολής μας σήμερα.
3. Σύμφωνα με άλλους, η σύνδεση που ζητιέται, θα χρειαζόταν, για να εκφρασθεί, ένα «δια» ή «πράγματι»: «Εάν η πίστη σας δικαιώνει καθώς μόλις έδειξα, είναι διότι στην πραγματικότα, δια της μυστικής και προσωπικής ένωσης που αυτή εγκαθιστά μεταξύ σας και του Χριστού, αυτή μόνη έχει την δύναμη να σας αγιάση». Το δώρο της συγνώμης αναβλύζει, σύμφωνα μ” αυτή την άποψη, από εκείνο της αγιότητας, και όχι το αντίστροφο, ή για να το πούμε πιο σωστά, αυτές οι ευλογίες της χάρης συγχέονται η μία με την άλλη. Τούτη η άποψη είναι εκείνη που από την σύνοδο της Τρέντης υψώθηκε σε δόγμα απ” την Καθολική Εκκλησία.
4. Τέλος, άλλοι το εξηγούν χρησιμοποιόντας το «ή μάλλον». Η αμαρτία κατ” αυτούς δεν εμφανίζεται σαν ένα παράπτωμα που εξαλείφεται από μια ελεύθερη συγνώμη. Είναι μια αντικειμενική, μια εξωτερική δύναμη, που μπορεί να συντριβεί απ” την προσωπική ένωση του πιστού με τον Χριστό πεθαμένο και αναστημένο. Η ιδέα της δικαίωσης αποσιωπάται όπως στην προηγουμένη άποψη. Το όλο κατ” αυτούς, που ο Θεός έχει να κάνει για να μας σώση, είναι να μας αγιάση.
Δεν νομίζομε ότι κάποια απ” αυτές τις τέσσερες θέσεις δίνει ακριβώς την αποστολική άποψη. Οι δύο ειδικά τελευταίες έρχονται σε κατ” ευθείαν αντίθεση μ” αυτήν.
Ας τις πάρομε μία μία:
1. Ο αγιασμός είναι κάτι περισσότερο και καλλίτερο από μια περιοριστική και καθαρά αρνητική προϋπόθεση της διατήρησης της κατάστασης της δικαίωσης, άπαξ και την αποκτήσαμε. Είναι μια καινούργια κατάσταση, μέσα στην οποία είναι αναγκαίο να διεισδύσωμε και να προχωρήσωμε, για να κερδίσωμε έτσι την πλήρη σωτηρία. Κάποιος μπορεί να δει, Ι 10, πως ο Απόστολος διαχωρίζει ακριβώς τις δύο ιδέες, της δικαίωσης και της σωτηρίας.
2. Δεν είναι επίσης ακριβές να παρουσιάσωμε τον αγιασμό σαν μια απλή συνέπεια που είναι να προκύψη απ” την δικαίωση. Η σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο γεγονότων είναι πολύ πιο βαθειά. Η αγιότητα δεν είναι μια υποχρέωση που ο πιστός συνάγει απ” την πίστη του. Είναι ένα γεγονός που εξυπακούεται μέσα στην ίδια την δικαίωση, ή μάλλον ένα που απορρέει, καθώς επίσης και η δικαίωση, απ” το αντικείμενο της δικαιώνουσας πίστης, δηλαδή, τον Χριστό πεθαμένο και αναστημένο. Ο πιστός οικειοποιείται αυτόν τον Χριστό σαν την δικαιοσύνη του πρώτα, και μετά σαν την αγιότητα του (Α” Κορ. Α30). Ο δεσμός ένωσης που συνδέει αυτές τις δύο χάρες δεν είναι λοιπόν απλά λογικός ή υποκειμενικός. Είναι ένας δεσμός που εντυπώνεται πολύ βαθειά στην καρδιά του πιστού, και αυτό μόνον διότι έχει μια προηγουμένη πραγματικότητα στο πρόσωπο ακριβώς του Χριστού, του οποίου η αγιότητα, ενώ υπηρετεί να μας δικαιώση, είναι ταυτόχρονα και η αρχή της δικής μας αγιότητας.
3. Η τρίτη άποψη, που βρίσκει στον αγιασμό την αποτελεσματική αιτία της συγνώμης και δικαίωσης, είναι ακριβώς η αντίθετη θέση απ” αυτή του Αποστόλου. Ο Απόστολος εγνώριζε πολύ καλά, από δική του πείρα, την ανθρώπινη καρδιά, για να σκεφθεί να βρει την πίστη για συμφιλίωση πάνω στα ηθικά έργα του ανθρώπου. Χρειαζόμαστε να ελευθερωθούμε από τους εαυτούς μας, όχι να ριχθούμε πάλι πίσω σ” αυτούς. Εάν είχαμε να βασίσωμε την βεβαιότητα της δικαίωσης μας λιγώτερο ή περισσότερο πάνω στον δικό μας αγιασμό, μια και αυτός είναι πάντα ατελής, η καρδιά μας ποτέ δεν θα ελευθερωνόταν ολοκληρωτικά απέναντι του Θεού (ως προς τον φόβο, τις ενοχές, και κείνο το δουλικό πνεύμα), και ποτέ δεν θα γευόταν εκείνη τη υιική εμπιστοσύνη, που είναι από μόνη της η απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε αληθινή ηθική πρόοδο. Η φυσιολογική σειρά στις σχέσεις μας με τον Θεό δεν μπορεί λοιπόν να είναι άλλη απ” αυτή: Πρώτα ανάπαυση στον Θεό μέσω της δικαίωσης. Μετά έρχεται η αγιότητα σαν έργο σε κοινωνία μαζί Του. Η άποψη που μελετάμε, αντιστρέφοντας αυτή την σχέση, τοποθετεί, για να χρησιμοποιήσωμε την κοινή έκφραση, το κάρρο εμπρός απ” το άλογο.
4. Την τετάρτη άποψη την ανατρέπουν τελείως τα όσα έχει πει μέχρι εδώ ο Παύλος (περί πρωταρχικής ανάγκης δικαίωσης κ.λ.π.).
Ο αγιασμός λοιπόν δεν είναι ούτε προϋπόθεση, ούτε απόρροια της δικαίωσης. Ούτε είναι αυτός η αιτία της, και ακόμα λιγώτερο η άρνηση της. Η αληθής σχέση μεταξύ δικαίωσης και Χριστιανικής αγιότητας, καθώς την παρουσιάζει ο Παύλος, φαίνεται να είναι αυτή: Η δικαίωση δια πίστεως είναι το μέσον, και ο αγιασμός ο στόχος. Όσο πιο πολύ διαχωρίζομε αυτά τα δύο Θεία δώρα, τόσο καλλίτερα κατανοούμε τον αληθή δεσμό που τα ενώνει. Ο Θεός είναι ο μόνος καλός. Ως εκ τούτου, το δημιούργημα δεν μπορεί να είναι καλό, παρά στην ένωση μαζί Του. Επομένως, το να βάλης τον άνθρωπο σε μια κατάσταση του ν” αγιάση τον εαυτόν του, είναι αναγκαίο ν” αρχίσης πρώτα συμφιλιώνοντας τον με τον Θεό, και επανατοποθετόντας τον σε σύνδεση μαζί Του. Προς τούτο είναι αναγκαίο να γκρεμισθεί ο τοίχος που τον χωρίζει απ” τον Θεό, η Θεία καταδίκη, που οφείλεται σ” αυτόν τον αμαρτωλό. Άπαξ και μετακινηθεί αυτό το εμπόδιο με την δικαίωση, και επιτελεσθεί η συμφιλίωση, η καρδιά του ανθρώπου ανοίγει ανεπιφύλαχτα στην Θεία χάρη, ο αγωγός για την διοχέτευση της έχει αποφραγεί. Και έτσι το άλλο μέρος, ο Θεός, αρχίζει την μετάδοση της, που είχε διακοπεί απ” την κατάσταση της καταδίκης. Το Άγιο Πνεύμα, το οποίον ο Θεός δεν θα μπορούσε να παραχωρήσει σ” ένα άτομο που ήταν σε πόλεμο μαζί Του, έρχεται να σφραγίση σε τούτη την καρδιά την νέα σχέση που εγκαθίσταται πάνω στην δικαίωση, και να προχωρήσει στο έργο ενός πραγματικού και ελεύθερου εσωτερικού αγιασμού. Τέτοιος ήταν ο στόχος που είχε ο Θεός απ” την αρχή. Αγιότητα είναι η ουσία ακριβώς της σωτηρίας. Η δικαίωση θα πρέπει να θεωρείται σαν η στενή πύλη, μέσω της οποίας εισερχόμεθα στον στενό δρόμο του αγιασμού, ο οποίος οδηγεί στην δόξα.
Και τώρα η βαθειά σύνδεση μεταξύ των δύο μερών της επιστολής, και πιο ειδικά μεταξύ των κεφαλαίων Ε και ΣΤ γίνεται φανερή. Μπορεί να εκφραστεί κάπως έτσι: Όπως δεν δικαιωνόμαστε ο καθένας δια του εαυτού του, αλλά όλοι δια του ενός, «δια του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας» (σύγκρινε Ε11,17,21), έτσι αγιαζόμαστε μεν ο καθένας ατομικά, αλλά όλοι «εν ενί», «εν Ιησού Χριστώ τω Κυρίω μας» (ΣΤ23, Η39).
Η σειρά σκέψης στο επόμενο τμήμα είναι η εξής: Στο πρώτο κομμάτι ο Απόστολος ξεδιπλώνει την νέα αρχή του αγιασμού που εμπεριέχεται στο αντικείμενο ακριβώς της δικαιώνουσας πίστης, τον Ιησού Χριστό, και δείχνει τις συνέπειες αυτής της αρχής, και όσον αφορά την αμαρτία, και όσον αφορά τον νόμο (ΣΤ1-Ζ6).
Στο δεύτερο, ρίχνει μια ματιά πίσω, για να συγκρίνη την ενέργεια αυτής της νέας αρχής, με την ενέργεια της παλαιάς, του νόμου δηλαδή (Ζ7-25).
Στο τρίτο δείχνει προς το Άγιο Πνεύμα, σαν τον Θείο πράκτορα, που κάνει την καινούργια αρχή (την ζωή του Χριστού) να διεισδύσει στην ζωή του πιστού, τον οποίον, μεταμορφώνοντας τον, τον κάνει κατάλληλο να απολαύσει την μελλοντική δόξα, και να πραγματοποιήσει τελικά τον αιώνιο προορισμό του (Η1-39). Όλα αυτά μπορούμε να τα συνοψίσωμε σε τούτα τα τρία: Αγιότητα εν Χριστώ (ΣΤ1-Ζ6), χωρίς νόμο (Ζ7-25), δια του Αγίου Πνεύματος (Η1-39).
Η μεγάλη αντίθεση στην οποία κινείται εδώ η σκέψη του Παύλου, δεν είναι, όπως στο προηγούμενο τμήμα, η αντίθεση μεταξύ «οργής» και «δικαίωσης», αλλά μεταξύ «αμαρτίας» και «αγιότητας», διότι το υπό ερώτηση θέμα εδώ δεν είναι πλέον να εξαλείψεις την αμαρτία σαν ενοχή, αλλά να την κατανικήσης σαν δύναμη, ή ασθένεια.

Η Αρχή του Αγιασμού Εμπεριέχεται στην Δικαίωση δια Πίστεως. ΣΤ1-Ζ6
Το όλο τούτο τμήμα έχει σαν σκοπό να θέση τα θεμέλια του Χριστιανικού αγιασμού. Περιλαμβάνει τρεις ενότητες.
Στην πρώτη (ΣΤ1-14), φανερώνει την νέα αρχή του αγιασμού μέσα στο αντικείμενο ακριβώς της δικαιώνουσας πίστης.
Στη δεύτερη (ΣΤ15-23), εκθέτει την εσωτερική δύναμη που ενυπάρχει σ” αυτή την αρχή, για να ελευθερώσει τον πιστό από την αμαρτία, και να τον υποτάξει στην δικαιοσύνη.
Στη τρίτη (Ζ1-6), ο Παύλος συνάγει απ” τα προηγηθέντα, το δικαίωμα που από τούδε κατέχει ο πιστός να αποκηρύξη την χρήση των προηγουμένων μέσων, δηλαδή του νόμου. Έτσι εγκαθίσταται στερεά η νέα ηθικότητα.

Αγιασμός εν Χριστώ, Πεθαμένω και Αναστημένω. (ΣΤ1-14).
Ο Απόστολος εισάγει αυτό το θέμα με μια υποθετική αντίρρηση που ο ίδιος θέτει πάνω στην δική του διδασκαλία, εδ. 1. Στην συνέχεια δίνει σ” αυτή την αντίρρηση μια συνοπτική απάντηση, εδ. 2, και δικαιολογεί αυτή την απάντηση επικαλούμενος ένα γνωστό και χειροπιαστό γεγονός, το βάπτισμα, εδ. 3,4. Μετά δίνει μια πλήρη και διδακτική ανάπτυξη του περιεχομένου της απάντησης του, εδ. 5-11. Τελικά την εφαρμόζει στην πρακτική ζωή των αναγνωστών του, εδ. 12-14.

Pages