Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (05/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (05/50)









ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 3

TO IOYΔΑΪΚΟ ΠΡΟΝΟΜΙΟ ΔΕΝ ΥΠΟΝΟΕΙ ΕΞΑΙΡΕΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ (Γ1-8).
Η σειρά σκέψης σ” αυτό το κομμάτι, ένα από τα πλέον δύσκολα στην επιστολή, έχει ως ακολούθως:
1. Εάν ο Ιουδαίος αναμφίβολλα κρίνεται, όπως οι Εθνικοί, τι πλεονέκτημα έχει ως προς αυτούς; Απάντηση: Το πλεονέκτημα του είναι η κατοχή των Θείων λόγων (εδ. 1,2).
2. Αλλ” εάν αυτή η κατοχή δεν έχει πραγματοποιήσει τον σκοπό που επρόκειτο να υπηρετήσει (να οδηγήσει, δηλαδή, τον Ισραήλ σε πίστη στον Μεσσία, που τους έστειλε ο Θεός), δεν καταργείται η αξιοπιστία του Θεού ως προς αυτόν τον λαό; Δεν απέτυχε το σχέδιο Του, αφού ο λαός που ετοίμαζε όλα αυτά τα χρόνια, τελικά Τον απέρριψε; Απάντηση: Κατά κανέναν τρόπο. Αντίθετα ο Θεός θα δοξασθεί απ” αυτό, απ” τη πτώση τους, από την απιστία τους (εδ. 3,4).
3. Εάν όμως τώρα ο Θεός χρησιμοποιεί την ανθρώπινη πτώση, την ανθρώπινη αμαρτία να δοξάση τον εαυτόν Του, πως γίνεται τότε να κάνει τους αμαρτωλούς αντικείμενο της οργής Του; Γιατί να οργίζεται μαζί τους, αφού, τελικά, τη δόξα Του υπηρετούν και αυτοί; Απάντηση: Αυτό που ο Θεός αποκομίζει από την αμαρτία του ανθρώπου, δεν Τον εμποδίζει από του να τιμωρεί τους αμαρτωλούς. Αυτά τα δύο συμβιβάζονται, όπως θα δούμε και στην ανάπτυξη που ακολουθεί. Άλλωστε, εάν ήταν έτσι, δεν θα μιλούσε ποτέ για τελική κρίση (εδ. 5-8).
Ας δούμε όμως τα πράγματα αναλυτικά:

Εδάφια 1,2
«Τι ουν το περισσόν του Ιουδαίου, ή τις η ωφέλεια της περιτομής; Πολύ κατά πάντα τρόπον. Πρώτον μεν γαρ ότι επιστεύθησαν τα λόγια του Θεού».
«Ποιό λοιπόν το πλεονέκτημα του Ιουδαίου ή ποιά η ωφέλεια της περιτομής; Μεγάλη από κάθε άποψιν. Πρώτον ότι τα λόγια του Θεού εις αυτούς είναι εμπιστευμένα.»



Εάν αυτοί κρίνονται στην ίδια κατηγορία με τους Εθνικούς, όπως ο Απόστολος έχει μόλις δείξει στο κεφάλαιο Β, και ειδικά στα εδάφια 25-29, τι έχουν τότε αυτοί «περισσόν», δηλαδή, περισσότερον από τους Εθνικούς; Κάποιος θα μπορούσε να συμπεράνει απ” ότι προηγείται ότι καταργείται κάθε πλεονέκτημα του Ιουδαίου.
Ο Θεός, τελικά, θα μεταχειριστεί τον λαό που έχει εκλέξει, και σημαδέψει με την σφραγίδα αυτής της εκλογής, με την περιτομή, δηλαδή, ακριβώς όπως και τον υπόλοιπο κόσμο;
Αυτή η αντίρρηση είναι η ίδια, σαν εκείνη που θα μπορούσε να υψωθεί στις μέρες μας, από έναν κατ” όνομα Χριστιανό, εάν, όταν ερχόταν πρόσωπο προς πρόσωπο με την καταδικαστική απόφαση του Θεού, θα ρωτούσε, τι πλεονέκτημα του δίνει η θρησκεία του και το βάπτισμα του, αφού τελικά δεν τον σώζει από την καταδίκη;
Το εδάφιο 2 μας λέγει ότι, παρ” όλο που ο Ιουδαίος δεν εξαιρείται απ” την κρίση, παρ” όλα αυτά έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα, «πολύ κατά πάντα». Το πλεονέκτημα του δεν είναι μόνον «πολύ», πολυάριθμο, αλλά και ποικίλο, εκτείνεται σ” όλους τους τομείς της ζωής («κατά πάντα»).
Απ” αυτά τα πολυάριθμα («πολύ»), και ποικίλα («κατά πάντα») πλεονεκτήματα, αναφέρει μόνον ένα, που του φαίνεται, εάν κάποιος μπορεί να το ονομάσει έτσι, κεντρικό: «Πρώτον μεν γαρ ότι επιστεύθησαν τα λόγια του Θεού».
«Πρώτον». Η έννοια αυτού του «πρώτον» είναι η εξής: «Θα μπορούσα ν” αναφέρω αρκετά πλεονεκτήματα εδώ. Αλλά θα περιοριστώ σε ένα, που είναι στην πρώτη σειρά». Όλα τ” άλλα, που δεν προτίθεται ν” αναφέρει, εκπηγάζουν απ” αυτό.
Αυτό το πλεονέκτημα, που προέχει όλων των άλλων, έτσι που μετά απ” αυτό να μην χρειάζεται ν” αναφέρει και αυτά επιπλέον, είναι η θέση που χορηγήθηκε στους Ιουδαίους να είναι οι θεματοφύλακες των Θείων λόγων, «επιστεύθησαν τα λόγια του Θεού».
«Επιστεύθησαν» (υποκείμενο οι Ιουδαίοι): Εκρίθησαν αξιόπιστοι, ώστε να τους τα εμπιστευθεί. Εκείνο που τους εμπιστεύθηκε ο Θεός είναι τα Θεία λόγια, δηλαδή, η Παλαιά Διαθήκη. Ο Απόστολος έχει εδώ ειδικώτερα κατά νου τις Μεσσιανικές υποσχέσεις.
Τούτα τα Θεία λόγια είναι η πηγή κάθε ευεργετικής επιρροής, θρησκευτικής και ηθικής, στην εθνική, οικογενειακή και ατομική ζωή των Ισραηλιτών, πλεονεκτήματα που ο Παύλος δεν αναφέρει, περιοριζόμενος μόνον ν” αναφέρει την πηγή τους, για να μην ξεφύγει από το θέμα του.
Αυτή είναι η πρώτη φάση της συζήτησης. Αλλά υψώνεται αμέσως μια αντίρρηση: Δεν έχει αυτό το πλεονέκτημα, της κατοχής των Μεσσιανικών υποσχέσεων, καταστεί άχρηστο απ” την Ισραηλιτική απιστία; Και που τις έχουν αυτές τις υποσχέσεις, σε τι τους ωφέλησαν, αφού τελικά δεν τις πίστεψαν; Εδώ αρχίζει η δεύτερη φάση της συζήτησης.




Εδάφια 3,4
«Τι γαρ ει ηπίστησαν τινές; Μη η απιστία αυτών την πίστιν του Θεού καταργήσει; Μη γένοιτο. Γινέσθω δε ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης, καθώς γέγραπται, «Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και νικήσεις εν τω κρίνεσθαι σε».
«Διότι τι σημασίαν έχει εάν μερικοί έγιναν άπιστοι; Μήπως η απιστία τους μπορεί να καταργήση την αξιοπιστίαν του Θεού; Όχι βέβαια! Ας αναγνωρισθή ότι ο Θεός είναι αληθής, και κάθε άνθρωπος ψεύτης, καθώς είναι γραμμένον, «Διά να αποδειχθής δίκαιος εις τα λόγια σου και να νικήσεις όταν σε κρίνουν.»



«Τι γαρ ει ηπίστησαν τινές; Μη η απιστία αυτών την πίστιν του Θεού καταργήσει;». «Διότι τι θα πούμε; Εάν μερικοί δεν επίστευσαν, θα καταργήσει η δική τους απιστία την αξιοπιστία του Θεού;»
Ποιά να είναι η απιστία των Ιουδαίων, που έχει εδώ υπ” όψιν του ο Παύλος; Πρόκειται για απιστία σ” ένα συγκεκριμένο γεγονός. Είναι η απόρριψη του Ιησού, του Μεσσία τους, και επί πλέον η επίμονη απόρριψη του Αποστολικού κηρύγματος, που Θεός τους χάρισε μετά την ανάληψη του Κυρίου. Η εχθρική συμπεριφορά του Ισραήλ απέναντι στο Ευαγγέλιο, ήταν, στις μέρες που ο Παύλος έγραφε την επιστολή, μια οριστική υπόθεση πλέον.
«Πίστις (Αξιοπιστία) του Θεού»: Αυτή η Θεία τελειότης συνίσταται στην αρμονία μεταξύ των λόγων του Θεού και των έργων Του, ή μεταξύ των ενεργειών Του στο παρελθόν και της μελλοντικής Του συμπεριφοράς.
«Εάν μερικοί δεν επίστευσαν, θα καταργήσει η δική τους απιστία την αξιοπιστία του Θεού;» Βάσει των όσων είπαμε προηγουμένως, τούτη την ερώτηση μπορούμε να την διατυπώσουμε κάπως έτσι: «Μπορεί η Ιουδαϊκή απιστία, αναφορικά με τον Μεσσία, ν” ακυρώσει την αξιοπιστία του Θεού στον λαό Του;». Ή, «Απ” το γεγονός ότι ο Ισραήλ έχει απορρίψει την Μεσσιανική σωτηρία, έπεται ότι ο Θεός δεν θα εκπληρώσει όλες Του τις υποσχέσεις σ” αυτούς στο μέλλον»; «Μη γένοιτο». Κατά κανέναν τρόπο. Η πιστότητα Του θα βρει ένα μέσον, ακριβώς στην ίδια την απιστία του λαού Του, να μεγαλυνθεί από μόνη της. Όπως θα μας αναπτύξει και στο κεφάλαιο ΙΑ, αφού η προσωρινή τους απόρριψη συμβάλλει στην σωτηρία των Εθνικών, θα σωθούν τελικά και αυτοί στα τέλη των ημερών.
Ο Απόστολος αναφωνεί: «Μη γένοιτο (να καταργηθή η αξιοπιστία του Θεού!)». Και σ” αυτή την δυναμική άρνηση προσθέτει την αντίθετη κατάφαση: «Το αντίθετο είναι που θα συμβεί: Αλήθεια, τίποτα άλλο παρά αλήθεια, απ” την πλευρά του Θεού! Κάθε ψέμμα, εάν υπάρχει, απ” την πλευρά του ανθρώπου!». «Μη γένοιτο. Γινέσθω δε ο Θεός αληθής, πας δε άνθρωπος ψεύστης»,
«Γινέσθω»: Η αλήθεια του Θεού «γίνεται», αποκαλύπτεται περισσότερο και περισσότερο στην ιστορία, απ” τα αποτελέσματα που κάθε φορά παράγει.
«Πας δε άνθρωπος ψεύστης». Το «ψεύδος» δηλώνει στην Γραφή εκείνη την εσωτερική κακοπιστία, δια της οποίας η ανθρώπινη καρδιά ανθίσταται στο ηθικό καλό, που της είναι γνωστό και αντιληπτό. Ο Απόστολος εδώ φαίνεται να έχει κατά νου τα λόγια του ψαλμού ΡΙΣΤ 11, «Εγώ είπα εν τη εκπλήξει μου, Πας άνθρωπος είναι ψεύστης». Εκείνο που ο ψαλμωδός είπε μ” ένα αίσθημα πίκρας, ύστερα από μια οδυνηρή προσωπική του εμπειρία, ο Παύλος το αναφέρει, μ” ένα αίσθημα βαθειάς ταπείνωσης, έχοντας κατά νου την αμαρτία του λαού του. Όλοι οι άνθρωποι, Ισραηλίτες και Εθνικοί, είναι ψεύστες, ο Θεός είναι μόνον αληθής.
Η αντίθεση μεταξύ των υποσχέσεων του Θεού και της αλήθειας Του, που φάνηκε προς στιγμήν να προκύπτει απ” το γεγονός της Ισραηλιτικής απιστίας, πρέπει να καταλήξει προς δόξαν της Θείας πιστότητας. Ο Απόστολος εκφράζει αυτό το αναγκαίο αποτέλεσμα μέσω του εδαφίου 6 του ψαλμού ΝΑ, που εγράφη απ” τον Δαβίδ όταν διέπραξε μια απ” τις βαρύτερες αμαρτίες του: «Δια να δικαιωθής εν τοις λόγοις σου και να νικήσεις εν τω κρίνεσθαι σε».
Ανησυχία έχει προκαλέσει αυτό το «όπως αν» (δια να). Ορισμένοι ερμηνευτές το έχουν κάνει ένα απλό «ούτως ώστε», σαν να ήταν ένα αποτέλεσμα αυτό που λέγεται, και όχι ένας στόχος. Το πήραν έτσι για ν” αποφύγουν να κάνουν τον Δαβίδ να λέγει ότι, έχει αμαρτήσει, «για να» δοξασθεί ο Θεός. Είναι κάτι που κατά κανέναν τρόπο δεν μπορεί να εννοεί ο Δαβίδ. Είναι αδιανόητο να κάνει τον Θεό υπεύθυνο, έστω και κατ” ελάχιστον, για την αμαρτία του.
Για να εξηγήσωμε αυτό το «όπως αν» θα πρέπει, απλά, να λάβωμε υπ” όψιν πως εκφράζεται ο Δαβίδ στα προηγούμενα λόγια του. Αν προσέξωμε, δεν λέγει μόνον «αμάρτησα», αλλά «αμάρτησα εις σε», δεν λέγει «έκανα το πονηρόν», αλλά «έκανα το πονηρόν ενώπιον σου». Το «όπως αν» συνδέεται με κείνα τα «εις σε» και «ενώπιον σου», που επιδεινώνουν την ομολογία «αμάρτησα».
Εκείνο που εννοεί ο Δαβίδ είναι: «Ήξερα καθαρά το τι έκανα. Δεν με είχες αφήσει σε άγνοια ότι, όταν αμάρτανα, αμάρτανα ενάντια στο πρόσωπο Σου, το οποίον βλασφημείται με τέτοια κακά έργα. Έκανα ό,τι Εσύ μισείς – ώστε εάν παρ” όλο που το γνώριζα, παρ” όλα αυτά το έκανα, Εσύ είσαι καθαρός πάνω σ” αυτό το θέμα, με είχες καταστήσει πλήρως ενήμερο, η ενοχή ανήκει μόνον σε μένα.»
Το ότι εγνώριζε το Θείο θέλημα ο Δαβίδ το εκφράζει και πιό κατηγορηματικά στο εδάφιο 6 του ψαλμού: «Τα κρύφια της σοφίας σου εδήλωσας μοι» (μετάφραση των Ο”). Ο Θεός είχε συμβουλεύσει και προειδοποιήσει τον Δαβίδ πως αν αμάρτανε, αυτός αμάρτανε, αυτός θα ήταν ο μόνος ένοχος, και δεν θα μπορούσε να κατηγορήση τον Θεό σε τίποτα. Το «όπως αν» έχει λοιπόν την ίδια σχεδόν έννοια με το «ώστε να είναι αναπολόγητοι» του Α20. Αυτή είναι η αναλογία της θέσης μεταξύ του Δαβίδ και του Ισραήλ, που οδηγεί τον Απόστολο ν” αναφέρει εδώ αυτά τα λόγια. Ο Ισραήλ, ο θεματοφύλακας των Θείων λόγων, είχε λάβει σαφείς οδηγίες και προειδοποιηθεί ότι, εάν στην συνέχεια, και παρά τις εξαιρετικές αυτές αποκαλύψεις που του είχαν δοθεί, παραδίδοντας τον εαυτόν τους στο ψέμμα (εθελοντική τύφλωση) των καρδιών τους, έφταναν στο σημείο να μην αναγνωρίσουν τον Μεσσία, δεν θα μπορούσαν να κατηγορήσουν τον Θεό για την απόρριψη τους, αλλά θα εθεωρούντο, και αυτό προς τιμή της Θείας αγιότητας, οι αποκλειστικά ένοχοι για την καταστροφή που θ” ακολουθούσε.
Οι λέξεις: «Όπως αν δικαιωθής εν τοις λόγοις σου» σημαίνουν λοιπόν: «Ώστε ν” αναγνωρισθείς δίκαιος, και όσον αφορά τις προειδοποιήσεις που έχεις δώσει, και όσον αφορά τις καταδικαστικές αποφάσεις που θ” αναγγείλεις (πάνω στον Δαβίδ με το στόμα του Νάθαν, πάνω στον Ισραήλ με την απόρριψη τους)».
«Και νικήσεις εν τω κρίνεσθαι σε». Ο Παύλος έχει προφανώς υπ” όψιν την κρίση και κατηγορία εναντίον της πιστότητας του Θεού, που μπορεί να υψωθεί απ” το γεγονός της απιστίας και της απόρριψης του εκλεγμένου λαού Του.
Αλλ” αυτή ακριβώς η σκέψη, ότι η αλήθεια του Θεού θα μεγαλυνθεί απ” την απιστία του Ισραήλ, ξεσηκώνει μια καινούργια αντίρρηση:




Εδάφια 5,6
«Ει δε η αδικία ημών Θεού δικαιοσύνην συνίστησι, τι ερούμεν; Μη άδικος ο Θεός ο επιφέρων την οργήν; Κατά άνθρωπον λέγω. Μη γένοιτο. Επεί πως κρινεί ο Θεός τον κόσμον;»
«Αλλ” εάν η αδικία μας αναδεικνύη την δικαιοσύνην του Θεού, τι θα συμπεράνωμεν; Μήπως είναι άδικος ο Θεός, όταν επιφέρη την οργήν; Κατά ανθρώπινον τρόπον μιλώ. Όχι βέβαια! Διότι τότε πως θα είναι δυνατόν να κρίνη ο Θεός τον κόσμον;»



Από το «όπως αν» του εδαφίου 4, φαίνεται να βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Θεός θέλει την αμαρτία του ανθρώπου γιατί Του δίνει την ευκαιρία να δοξασθεί. Αλλά σ” αυτή την περίπτωση έχει το δικαίωμα να καταδικάση μια πράξη απ” την οποία αποκομίζει δόξα, και να οργίζεται μ” αυτόν που την διαπράττει;
Αυτή την αντίρρηση μπορεί να την έχει ένας Ιουδαίος, ο οποίος, ακούγοντας τον Παύλο να λέγει ότι η απόρριψη από τον Ισραήλ του Μεσσία θα δοξάση την πιστότητα του Θεού, και θα συμβάλλει στην ολοκλήρωση των σχεδίων Του, θα έκρινε τον Θεό πολύ άδικο που θυμώνει με τον Ισραήλ, λόγω μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Είναι δίκαιο εκ μέρους του Θεού να κρίνει και να καταδικάζει μια πράξη, που την στρέφει τελικά σε δικό Του όφελος; «Αλλ” εάν η αδικία μας αναδεικνύη την δικαιοσύνην του Θεού, τι θα συμπεράνωμεν; Μήπως είναι άδικος ο Θεός, όταν επιφέρη οργήν;»
Αυτός ο όρος, «δικαιοσύνη του Θεού, στην πλέον του γενική έννοια, δηλώνει την τελειότητα δυνάμει της οποίας ο Θεός δεν μπορεί να ενοχοποιηθεί για κανένα λάθος προς κανένα ον. Τώρα ομως φαίνεται ν” αδικεί τον αμαρτωλό, όταν ταυτόχρονα τον καταδικάζει και τον χρησιμοποιεί.
Υπάρχει κάτι που επαναστατεί μέσα σε μια συνείδηση φωτισμένη απ” το Θείο φως, όταν συνδέει το επίθετο «άδικος» με την λέξη «Θεός», ακόμα και υποθετικά. Γι” αυτό και ο Παύλος προσθέτει: «Κατά άνθρωπον λέγω». Λέγοντας «κατά άνθρωπον», θεωρεί τον άνθρωπον αφειμένον στον εαυτόν του και στην δική του λογική, να μιλά με ελαφρότητα και αυθάδεια για τους τρόπους του Θεού.
Και συμπληρώνει ο Παύλος για να δείξει το αδύνατον μιας τέτοιας υπόθεσης:
«Μη γένοιτο. Επεί πως κρινεί ο Θεός τον κόσμο;» : Εάν η ενέργεια του Θεού να βγάλει ένα καλό αποτέλεσμα από ένα κακό έργο, ήταν αρκετή να καταστρέψει το δικαίωμα Του να κρίνει αυτόν που το διέπραξε, η τελική κρίση, για την οποία μας μιλά τόσο καθαρά η Γραφή, θα γινόταν προφανώς αδύνατη. Διότι καθώς ο Θεός πάντα μεταστρέφει σε καλό το κακό που έχουν μηχανευθεί οι άνθρωποι, ο κάθε αμαρτωλός θα μπορούσε να επικαλεσθεί προς υπεράσπιση του τούτο: «Η αμαρτία μου στο κάτω κάτω έχει υπηρετήσει κάποιον καλό σκοπό.»
Καμμία τελική κρίση δεν είναι πλέον δυνατή, εάν οι ευεργετικές συνέπειες της αμαρτίας, Εθνικής ή Ιουδαϊκής, δικαιολογούν τον αμαρτωλό. Αυτή η ιδέα είναι ακριβώς που εκτίθεται στα δύο εδάφια που ακολουθούν.




Εδάφια 7,8
«Ει γαρ η αλήθεια του Θεού εν τω εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις την δόξαν αυτού, τι έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι, και μη καθώς βλασφημούμεθα και καθώς φασί τινές ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τα κακά ίνα έλθη τα αγαθά; Ων το κρίμα ένδικον εστι».
«Εάν δια του ψεύδους μου η αλήθεια του Θεού κατεδείχθη μεγάλη προς δόξαν του, γιατί ακόμη κατακρίνομαι ως αμαρτωλός; Και γιατί να μην κάνωμε το κακό δια να έλθη το καλό, όπως μερικοί μας συκοφαντούν ότι τάχα εμείς λέμε; Αυτοί είναι άξιοι της καταδίκης των.»



Εάν ήταν έτσι τα πράγματα, εάν το καλό που τελικά βγάζει ο Θεός και από την αμαρτία, αναιρούσε την ευθύνη αυτού που την διέπραξε, τότε ο κάθε αμαρτωλός θα μπορούσε να έλθει εμπρός στον Κριτή και να Του πει: «Και εγώ με το ψέμμα μου έχω συνεισφέρει στην δόξα Σου». Και θα έπρεπε και αυτός ν” αθωωθεί. Οπότε θα ήταν αδύνατη η τελική κρίση για την οποία μας μιλά καθαρά η Γραφή («Επεί πως κρινεί ο Θεός τον κόσμο;»).
«Ει γαρ η αλήθεια του Θεού εν τω εμώ ψεύσματι επερίσσευσεν εις την δόξαν αυτού, τι έτι καγώ ως αμαρτωλός κρίνομαι, και μη καθώς βλασφημούμεθα και καθώς φασί τινές ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τα κακά ίνα έλθη τα αγαθά; Ων το κρίμα ένδικον εστι».
Με την φράση, «αλήθεια του Θεού», ο Παύλος επιστρέφει στην αρχή της συζήτησης (εδ. 3 και 4). Εκείνο που τίθεται υπό ερώτηση είναι η ηθική δικαιοσύνη του Θεού. Αντίστοιχα, ο όρος «ψέμμα», μας φέρει πίσω στο «κάθε άνθρωπος είναι ψεύστης» (εδ. 4). Αυτό το ψέμμα συνίσταται σε εθελοντική άγνοια του καλού, στο ν” αποφύγης την υποχρέωση να το κάνεις.
Το ρήμα «επερίσσευσεν» δηλώνει την περίσσεια δόξας που η ηθική τελειότης του Θεού αποκομίζει απ” την ανθρώπινη αμαρτία σε κάθε περίπτωση.
«Έτι»: Ακόμα μετά που ένα τόσο κερδοφόρο αποτέλεσμα έχει προκύψει απ” τις αμαρτίες μου.
«Καγώ»: «Εγώ ο οποίος, όπως και οι λοιποί, έχομε συνεισφέρει στην δόξα Του». Είναι σαν ένας να είδε το όλο πλήθος των αμαρτωλών να εμφανίζεται εμπρός στην δικαστική έδρα, ο ένας κατόπιν του άλλου, και να «πετάνε» αυτή την ίδια ερώτηση κατά πρόσωπο στον Θεό. Η κρίση τότε εκμηδενίζεται.
Ο Απόστολος, ανασκευάζοντας εδώ την αντίρρηση, προχωρά τώρα σ” ένα ακραίο σημείο, εδάφιο 8: «Γιατί να μην πάμε ακόμα παραπέρα; Γιατί, μετά που εκμηδενίσαμε την κρίση, να μην αμαρτάνωμε πιο ελεύθερα, προμηθεύοντας έτσι τον Θεό με περισσότερες ευκαιρίες να κάνει το καλό; Δεν θα είναι η κάθε αμαρτία, το υλικό που θα το μετασχηματίσει σε καθαρό χρυσάφι της δόξας Του;» Και είναι αυτό που τους συκοφαντούν ότι διδάσκουν, («καθώς βλασφημούμεθα και καθώς φασί τινές ημάς λέγειν ότι ποιήσωμεν τα κακά ίνα έλθη τα αγαθά»).
«Βλασφημούμεθα»: Αυτός ο όρος εκλέγεται για να τονίσει ότι, αυτό που τον κατηγορούν ότι διδάσκει, είναι από μόνο του, απ” την φύση του, βλάσφημο.
«Ων το κρίμα ένδικον εστι»,(«των οποίων η καταδίκη είναι άξια)». Εκείνοι που κακόβουλα και εσφαλμένα υψώνουν τέτοιες κατηγορίες ενάντια στο πρόσωπο του, και την διδασκαλία του, εκείνοι οι ίδιοι θα υποστούν την καταδίκη που καλούν πάνω στο κεφάλι του Παύλου. Θα πρέπει εδώ να παρατηρήσωμε ότι ο Απόστολος δεν εκφράζεται έτσι, παρά μόνον αφού έχει ικανοποιήσει όλες τις απαιτήσεις μιας συζήτησης σύμφωνης με την λογική.
Παρατηρήσεις στο τμήμα Γ1-8.
Παρ” όλη την προσωρινή του εφαρμογή στον Ιουδαϊκό κόσμο, αυτό το κομμάτι, που θα βρει την πλήρη του εξήγηση στο κεφάλαιο ΙΑ, έχει μια πραγματική διαρκή αξία. Έχει πάντα ζητηθεί να δικαιολογηθούν τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην ιστορία, παρουσιάζοντας τα πλεονεκτήματα στα οποία έχουν οδηγήσει υπέρ της ανθρωπότητας. Δεν είναι ένας Ροβεσπιέρος που έχει γίνει άγιος στο όνομα του ωφελιμισμού;
Αλλά για να κάνεις να ισχύσει ένας τέτοιος κανόνας, θα πρέπει ν” αρχίσεις αποδεικνύοντας ότι το χρήσιμο αποτέλεσμα ξεπήδησε απ” αυτό το ίδιο το κακό. Τέτοια είναι η διδασκαλία του Πανθεϊσμού. Ο ζωντανός Θεϊσμός αντιθέτως, διδάσκει ότι αυτή η μεταμόρφωση του κακού έργου σ” έναν μέσον προόδου, είναι το θαύμα της σοφίας και της δύναμης του Θεού, που συνεχώς παίρνει την ανθρώπινη αμαρτία να βγάλει απ” αυτή ένα αποτέλεσμα αντίθετο προς την φύση της. Κατά την πρώτη άποψη, όλη η ανθρώπινη υπευθυνότητα τελειώνει, και η κρίση μηδενίζεται. Κατά την δεύτερη, ο άνθρωπος παραμένει πλήρως υπεύθυνος απέναντι στον Θεό για το κακό έργο, σαν την έκφραση της κακής του θέλησης, και παρά το καλό που ο Θεός ευαρεστείται να βγάλη απ” αυτό.
Ο Απόστολος μέχρι εδώ έχει ζωγραφίσει σε δύο μεγάλες εικόνες την βασιλεία της οργής του Θεού, α) Πάνω στον Εθνικό κόσμο (κεφ. Α), και β) Πάνω στον Ιουδαϊκό κόσμο (κεφ. Β). Στην συνέχεια, προς επικύρωση των όσων έχει πει, αναφέρει τι λέγει η Γραφή πάνω σ” αυτό το θέμα.
Η Γραφή Διακηρύττει το Γεγονός της Παγκόσμιας Καταδίκης. Γ9-20.
Μετά από μια γενική δήλωση πάνω στο θέμα της καταδίκης των Ιουδαίων και των Ελλήνων (Εθνικών) (εδ. 9), που ήδη το έχει αναπτύξει στα προηγούμενα, ο Παύλος αναφέρει τώρα μια σειρά από Γραφικά εδάφια που βεβαιώνουν τούτη την αλήθεια (εδ. 10-18). Μετά προχωρά στο συμπέρασμα (εδ. 19-20).
Εδάφιο 9
«Τι ουν; Προεχόμεθα; Ου πάντως. Προητιασάμεθα γαρ Ιουδαίους τε και Έλληνας πάντας υφ” αμαρτίαν είναι».
«Τι συμπέρασμα λοιπόν βγαίνει; Έχομεν εμείς οι Ιουδαίοι κάλυμμα; Καθόλου, διότι κατηγορήσαμεν ήδη και τους Ιουδαίους και τους Έλληνας ότι είναι όλοι υπό την αμαρτίαν.»
«Προεχόμεθα»: Σημαίνει «έχομε την υπεροχή», αλλά και «καλυπτόμεθα», «προστατευόμεθα». Εδώ η μόνη κατάλληλη έννοια είναι εκείνη του «καλύπτομαι», «βρίσκω καταφύγιο», «“Εχομε εμείς οι Ιουδαίοι κάλυμμα, κάτω απ” το οποίο μπορούμε να θεωρήσωμε τους εαυτούς μας σωσμένους απ” την οργή;»
Ο Απόστολος έχει δείξει ότι ο Ιουδαϊκός κόσμος, καθώς επίσης και ο Εθνικός, είναι κάτω απ” την οργή του Θεού. Έχει δε θέσει στον εαυτόν του και την αντίρρηση: «Αλλά τι γίνεται σ” αυτή την περίπτωση με το Ιουδαϊκό προνόμιο;», και έχει αποδείξει ότι αυτό το προνόμιο, απόλυτα πραγματικό, δεν μπορεί να εμποδίσει την απόρριψη και την κρίση αυτού του λαού. «Τι τότε», αυτός ερωτά, σαν συνέπεια του ό,τι προηγείται, «μπορούμε να πιστεύωμε εμείς οι Ιουδαίοι, ότι έχομε τελικά κάποιο καταφύγιο;» «Κατά κανέναν τρόπο», τέτοια είναι η απάντηση του. «Προητιασάμεθα γαρ Ιουδαίους τε και Έλληνας πάντας υφ” αμαρτίαν είναι». «Διότι κατηγορήσαμεν ήδη και τους Ιουδαίους και τους Έλληνας ότι είναι όλοι υπό την αμαρτίαν.»
Το «προ» πριν το «αιτιάσθαι» θυμίζει στον αναγνώστη τις δύο μεγάλες εικόνες που ο Παύλος έχει μόλις ζωγραφίσει.
«Πάντας υφ” αμαρτίαν είναι». Τούτη η φράση δεν δηλώνει απλά ότι είναι κάτω απ” την ενοχή των αμαρτιών που διέπραξαν, αλλά επίσης ότι είναι κάτω απ” την δύναμη της ιδίας της αμαρτίας, η οποία, σαν αστείρευτη πηγή, συνεχώς κάνει να ξεχειλίζει αυτή η ενοχή. Πράγματι, η οργή του Θεού δεν οφείλεται μόνο στις παραβάσεις που διεπράχθησαν, των οποίων ο χαρακτήρας έχει κάτι το εξωτερικό και τυχαίο. Θεμελιώνεται, πρώτα απ” όλα, πάνω στην μόνιμη κατάσταση αμαρτίας της ανθρωπίνης φύσης, καθώς πρόκειται τώρα να εκτεθή απ” την Γραφή.
Όσο τώρα η Γραφή δεν έχει μιλήσει, ο Παύλος μπορεί να θεωρηθεί σαν ένας απλός κατήγορος. Αλλά ευθύς ως η φωνή αυτού του κριτή ακουσθεί, η περίπτωση θ” αποφασισθή, και η καταδικαστική απόφαση θ” αναγγελθεί. Τα εδάφια 10-18 απαριθμούν, εάν κάποιος μπορεί να το πει έτσι, τις βάσεις πάνω στις οποίες στηρίζεται η κρίση. Τα εδάφια 19 και 20 αναφέρουν την καταδικαστική απόφαση.
Ο Παύλος θυμίζει πρώτα στους αναγνώστες του τα γενικά χαρακτηριστικά της ανθρωπίνης διαφθοράς, εδάφια 10-12. Μετά παρουσιάζει δύο ειδικές ομάδες των εκδηλώσεων αυτής της διαφθοράς, εδάφια 13-17. Τέλος, κλείνει αυτή την περιγραφή μ” ένα αποφασιστικό χαρακτηριστικό το οποίο πηγαίνει πίσω, ακριβώς στην πηγή του κακού, εδάφιο 18.

Pages