Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (36/50) - Point of view

Εν τάχει

Ανάλυση της προς Ρωμαίους επιστολής (36/50)





Στην συνέχεια ο Παύλος, άπαξ και το δικαίωμα του Θεού αποδείχθηκε, εξετάζει την χρήση που ο Θεός του έχει κάνει. Είναι το θέμα που εκτείνεται από το εδάφιο 30 έως το τέλος του κεφαλαίου 10.

Ο Ισραήλ, ο Ίδιος η Αιτία της Απόρριψης τους. Θ 30-Ι 21.

Στα εδάφια 30-33 ο Απόστολος εξετάζει τούτο το καινούργιο θέμα συνοπτικά. Στην συνέχεια, το αναπτύσσει στο κεφάλαιο 10.

Εδάφια 30-31
«Τι ουν ερούμεν; Ότι έθνη τα μη διώκοντα δικαιοσύνην κατέλαβε δικαιοσύνην, δικαιοσύνην δε την εκ πίστεως, Ισραήλ δε διώκων νόμον δικαιοσύνης εις νόμον δικαιοσύνης ουκ έφθασε.»
«Τι θα πούμε λοιπόν; Ότι οι εθνικοί που δεν επεδίωκαν δικαίωσιν την επέτυχαν, αλλά δικαίωσιν που προέρχεται από την πίστιν. Ενώ οι Ισραηλίται που επεδίωκαν δικαίωσιν δια της τηρήσεως του νόμου δεν την επέτυχαν.»

«Τι ουν ερούμεν;»: Μια και δεν μπορούμε να εξηγήσωμε το γεγονός λέγοντας ότι ο Θεός έχει αθετήσει τον λόγον Του, τότε ποιά είναι η λύση του αινίγματος; Έχοντας έτσι παραμερίσει την εσφαλμένη λύση, ο Παύλος προσκαλεί τον αναγνώστη να ψάξη μαζί του για την αληθινή. Τούτη την λύση την αναφέρει στο εδάφιο 31. Ενώ οι Εθνικοί επέτυχαν αυτό που δεν ζητήσουν, οι Ιουδαίοι έχασαν αυτό που ζητήσουν, η πλέον οδυνηρή ειρωνεία στην όλη ιστορία.
Σαν δικαιοσύνη εδώ δεν εννοείται η ηθική έννοια της αγιότητας, αλλά η δικαίωση, στην θρησκευτική έννοια του όρου. Είναι αυτό που ποτέ δεν έψαχναν να βρουν τα Έθνη. Η ιδέα που είχαν σχηματίσει για την αμαρτία, σαν ένα απλό σφάλμα, και για την θεότητα, ότι δεν παρακολουθεί τόσο στενά τις ανθρώπινες υποθέσεις, δεν τους οδηγούσε στην επιδίωξη της δικαιοσύνης κατ” αυτή την έννοια. Και όμως την επέτυχαν, ακριβώς επειδή ήσαν έξω από εσφαλμένες αξιώσεις που έφραζαν την πρόσβαση σ” αυτή, όπως ήταν η περίπτωση των Ιουδαίων.
Οι Εθνικοί ήσαν σαν τον άνθρωπο που είπε ο Κύριος στην παραβολή, ο οποίος, καθώς περνούσε σ” ένα χωράφι, ανεκάλυψε έναν θησαυρό σ” αυτό, τον οποίον δεν έψαχνε, και χωρίς καθυστέρηση τρέχει να εξασφαλίση την κατοχή του. Η λέξη «κατέλαβεν» ταιριάζει μ” αυτόν τον τρόπο απόκτησης.
«Δικαιοσύνην δε την εκ πίστεως»: Αλλά η δικαιοσύνη που επετεύχθη έτσι δεν θα μπορούσε βέβαια να είναι άλλη από την δικαιοσύνη την εκ πίστεως.

Εδάφιο 31
«Ισραήλ δε διώκων νόμον δικαιοσύνης εις νόμον δικαιοσύνης ουκ έφθασε.»

Η τύχη των Εθνικών παρουσιάζει μια αντίθεση κατάλληλη να δείξη πιο καθαρά τον τραγικό χαρακτήρα εκείνης του Ισραήλ. Αυτός ο λαός, ο οποίος μόνος ακολούθησε τον δρόμο της δικαιοσύνης, είναι ακριβώς εκείνος που δεν πέτυχε να την φθάση.
«Ισραήλ διώκων νόμον δικαιοσύνης»: Εκείνο που ο Ισραήλ εζητούσε δεν ήταν τόσο πολύ η δικαιοσύνη η ίδια στην ηθική της έννοια, αλλά τυπικά τον νόμο σ” όλες τις λεπτομέρειες των εξωτερικών πολλαπλών του εντολών. Αυτό το «νόμον δικαιοσύνης» είναι εδώ σκόπιμα εκλεγμένο για να θυμίζη στον αναγνώστη την αδυναμία της θρησκευτικής συνείδησης του Ισραήλ, η οποία πάντα ζητούσε έναν εξωτερικό κανόνα. Εάν οι Ιουδαίοι γενικά είχαν απασχοληθεί σοβαρά, σαν τον νεαρό Σαούλ, με την αληθινή ηθική δικαιοσύνη, ο νόμος εφαρμοζόμενος κατ” αυτόν τον τρόπο, θα είχε γίνει γι” αυτούς ότι ήταν προρισμένος να είναι, ο παιδαγωγός που θα τους έφερνε στον Χριστό (Γαλάτας Γ23,24).
Αλλά ζητόντας μόνον το γράμμα, αυτοί παραμέλησαν το πνεύμα. Οι Λευτικές εντολές, οι λεπτολογίες γύρω από τα Σάββατα, φαγητά, γιορτές, πλυσίματα κ.λ.π., αυτές ήσαν οι μόνες τους επιδιώξεις. Το αντικείμενο τους ήταν στην πραγματικότητα ο νόμος, απ” τον οποίον θα έπρεπε να έχη προέλθει η δικαιοσύνη, και όχι η δικαιοσύνη η ίδια, σαν το αληθινό περιεχόμενο του νόμου. Εδώ υπήρχε μια βαθειά ηθική παρέκκλιση, που τους οδήγησε στην άρνηση της αληθινής δικαιοσύνης, όταν τους παρουσιάσθηκε στο πρόσωπο του Μεσσία. Κυνηγόντας την σκιά χάσανε την πραγματικότητα.
Η λέξη «νόμος» την δεύτερη φορά παίρνεται σε κείνη την πιο γενική έννοια στην οποία την έχομε βρει να χρησιμοποιείται συχνά στην Επιστολή μας (Γ27, Ζ21,25, Η2): Ένας ορισμένος τρόπος ύπαρξης, που ρυθμίζει την θέληση.

Εδάφια 32,33
«Διατί; Ότι ουκ εκ πίστεως, αλλ” εξ έργων νόμου. Προσέκοψαν γαρ τω λίθω του προσκόμματος, καθώς γέγραπται, Ιδού τίθημι εν Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου, και πας ο πιστεύων επ” αυτώ ου καταισχυνθήσεται.»
«Γιατί; Διότι δεν επεδίωκαν να την επιτύχουν δια πίστεως, αλλά δια των έργων του νόμου. Εσκόνταψαν δηλαδή εις τον λίθον του προσκόμματος, καθώς είναι γραμμένον, Θέτω εις την Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου και καθένας που πιστεύει εις αυτόν δεν θα ντροπιασθή.»

«Διατί;»: Δεν σημαίνει, «για ποιόν σκοπό», αλλά «γιατί, τι έφταιξε;».
«Προσέκοψαν γαρ τω λίθω του προσκόμματος»: Το σωστό είναι, «προσέκοψαν όθεν (λοιπόν) τω λίθω του προσκόμματος», όπως αναφέρεται σε ορισμένους κώδικες. Το πρόσκομμα είναι το αποτέλεσμα μάλλον και όχι η αιτία, ή η απόδειξη ότι την ζητούσαν σε λάθος δρόμο. Άρα μπορούμε να το αποδώσωμε κάπως έτσι: «Γιατί αυτοί δεν βρήκαν την αληθινή δικαιοσύνη; Διότι, ζητόντας την στο δρόμο των έργων, τέλειωσαν με το να σκοντάψουν στον λίθο του προσκόμματος, τον Μεσσία, που τους έφερε την αληθινή δικαιοσύνη, εκείνη της πίστης.»
Ο Παύλος μπορεί για σοβαρούς λόγους να κατηγορήση τους Ιουδαίους ότι δεν έχουν ζητήσει την δικαιοσύνη στον δρόμο της πίστης. Έχει ήδη δείξει (κεφάλαιο Δ), με το παράδειγμα του Αβραάμ, ότι αυτός ο τρόπος είχε καθορισθεί στην Παλαιά Διαθήκη. Κάθε ημέρα, οι εμπειρίες κάτω από τον νόμο, θα έπρεπε να είχαν φέρει τον σοβαρό Ισραηλίτη στα πόδια του Ιεχοβά, για μετάνοια και πίστη, ώστε να επιτύχη συγνώμη και βοήθεια (ιδέ τους Ψαλμούς). Αν ακολουθούσαν τούτη την πορεία, θα είχαν αποφύγει να σκοντάψουν στην Μεσσιανική δικαιοσύνη. Αντιθέτως, θα την είχαν αδράξει με απληστία.
«Ως εξ έργων νόμου»: «Σαν να ήταν δυνατόν να βρούν δικαιοσύνη μ” αυτό το μέσον (με τα έργα του νόμου)».
Ψάχνοντας σ” αυτόν τον εσφαλμένο δρόμο, τέλειωσαν με το να σκοντάψουν στην πέτρα που τους έκανε να πέσουν. Αυτή η πέτρα ήταν ο Ιησούς, ο οποίος τους έφερε μια δικαιοσύνη που αποκτήθηκε απ” Αυτόν, και προσφέρεται μόνον στην πίστη. Στην ανόητη πορεία του, ο Ισραήλ νόμιζε ότι προχωρούσε σ” ένα έλεύθερο από εμπόδια μονοπάτι. Και να, ξαφνικά βρέθηκε ένα εμπόδιο σ” αυτόν τον δρόμο, πάνω στο οποίον συντρίφθηκαν. Και αυτό το εμπόδιο ήταν ακριβώς ο Μεσσίας, τον οποίον για τόσο καιρό επεκαλούντο στις προσευχές τους! Αλλά και αυτό το γεγονός είχε προλεχθεί:

Εδάφιο 33
«Καθώς γέγραπται, Ιδού τίθημι εν Σιών λίθον προσκόμματος και πέτραν σκανδάλου, και πας ο πιστεύων επ” αυτώ ου καταισχυνθήσεται.»

Ο Παύλος σ” αυτή την αναφορά συνδυάζει τα εδάφια Ησαϊας ΚΖ16 και Η14.
Οι όροι «λίθος» και «πέτρα» εκφράζουν την ιδέα της στερεότητας, της σταθερότητας. Όποιος πολεμά τον Μεσσία, συντρίβεται ο ίδιος, και όχι ο Μεσσίας.
«Πρόσκομμα»: Δηλώνει την σύγκρουση, και «σκάνδαλο» την πτώση που προκύπτει απ” αυτή. Άρα με το πρώτο δηλώνεται η ηθική διαμάχη μεταξύ του Ισραήλ και του Μεσσία, και με το δεύτερο, η απιστία του λαού. Η πρώτη εικόνα λοιπόν έχει εφαρμογή σ” όλες τις εσφαλμένες κρίσεις των Ιουδαίων πάνω στην συμπεριφορά του Ιησού – τις θεραπείες Του το Σάββατο, την δήθεν περιφρόνηση του νόμου, τις βλασφημίες Του κ.λ.π. Η δεύτερη έχει εφαρμογή στην απόρριψη του Μεσσία, και στο πρόσωπο Του, στην απόρριψη του Ιδίου του Θεού.
Να συμπληρώσωμε τώρα τούτα τα σχόλια με μερικές γενικές σκέψεις πάνω σ” αυτό το κεφάλαιο:
1. Το πρόβλημα που συζητιέται εδώ απ” τον Απόστολο δεν είναι η θεωρητική ερώτηση της σχέσης μεταξύ της κυριαρχικής εξουσίας του Θεού και της ελεύθερης υπευθυνότητας του ανθρώπου. Αυτή η ερώτηση εμφανίζεται προφανώς στο βάθος της συζήτησης, αλλά δεν είναι το θέμα της. Το θέμα της είναι απλά και μόνον το γεγονός της απόρριψης του Ισραήλ, του εκλεγμένου λαού.
2. Πρέπει να προσέχωμε να μην συγχέωμε την ελευθερία με την αυθαιρεσία στο μέρος του Θεού, και την δεκτικότητα με την αξία στο μέρος του ανθρώπου. Για να αρχίσωμε μ” αυτή την δεύτερη διάκριση, η ελεύθερη αποδοχή της όποιας θείας χάρης, και της σωτηρίας γενικά, είναι μια δεκτικότητα, είναι, απλά, το να πάρης και να κατέχης το δώρο του Θεού, και κατά κανέναν τρόπο δεν συνιστά κάποια αξία, που παρέχει στον άνθρωπο το δικαίωμα να το αξιώση. Και πράγματι, πως μπορεί η πίστη να προσδώσει κάποια αξία, όταν η ίδια, στην ουσία της, είναι, ακριβώς, η αποκήρυξη κάθε αξίας;
Άπαξ και θεμελιωθεί αυτή η διάκριση, η άλλη εξηγείται εύκολα. Πρόσωπο προς πρόσωπο με την ανθρώπινη αξία, ο Θεός δεν θα ήταν πλέον ελεύθερος, και αυτό είναι πράγματι όλο εκείνο που ο Παύλος θέλει να διδάξη σ” αυτό το κεφάλαιο. Εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι να απορρίψη το εσφαλμένο συμπέρασμα στο οποίο είχαν φθάσει οι Ισραηλίτες, βασισμένοι στην ειδική τους εκλογή, τον νόμο τους, την περιτομή τους, τα τελετουργικά τους έργα, τον μονοθεϊσμό τους, και την ηθική τους ανωτερότητα. Αυτά όλα στα μάτια τους ήσαν οι τόσοι πολλοί δεσμοί, με τους οποίους ο Θεός ήταν αμετάκλητα δεσμευμένος μαζί τους. Ο Θεός, κατ” αυτούς, δεν είχε πλέον το δικαίωμα να αποδεσμευθή απ” την ένωση που συνήψε κάποτε μαζί τους, κάτω από καμμία προϋπόθεση.
Ο Απόστολος όμως, με τα όσα αναφέρει εδώ, απωθεί κάθε υποχρέωση απ” το μέρος του Θεού, και απ” αυτή την άποψη αποδεικνύει την πληρότητα της θείας ελευθερίας. Αλλά μ” αυτό δεν προτίθεται στο ελάχιστο να διδάξη την θεία αυθαιρεσία. Δεν εννοεί ούτε για μια στιγμή ότι ο Θεός, χωρίς αιτία, απεφάσισε να χωρίση απ” τον λαό Του, και να συνάψη δεσμό με του Εθνικούς. Εάν ο Θεός διακόπτει τις σχέσεις Του με τον Ισραήλ, είναι διότι αυτοί έχουν αρνηθεί πεισματικά να Τον ακολουθήσουν στον δρόμο τον οποίον Αυτός επιθυμούσε να πάρη η ανάπτυξη της Βασιλείας Του εδώ κάτω (ιδέ την ανάπτυξη στο κεφάλαιο Ι).
Και εάν Αυτός τώρα καλωσορίζη τους Εθνικούς, είναι διότι εισέρχονται με ζήλον και εμπιστοσύνη στον δρόμο που τους ανοίγεται από το έλεος Του. Δεν υπάρχει καμμία αυθαιρεσία του Θεού σ” αυτή την διπλή ενέργεια. Ο Θεός απλά χρησιμοποιεί την ελευθερία Του, αλλά σύμφωνα με τον κανόνα που προκύπτει απ” την αγάπη Του, την αγιότητα Του, και την σοφία Του. Καμμία προηγουμένη εκλογή δεν μπορεί να Τον εμποδίση από του να δείξη χάρη στον άνθρωπο που δεν περιλαμβανόταν κατά πρώτον σ” αυτή, αλλά τον οποίον βρίσκει διατεθειμένον να θέση τον εαυτόν του ταπεινά στην διάθεση Του. Τίποτα επίσης δεν μπορεί να Τον εμποδίσει να απορίψη και να σκληρύνη τον άνθρωπο με τον οποίον ήταν ενωμένος, αλλά ο οποίος υψώνει τον εαυτόν του υπερήφανα, και σε αντίθεση προς την πρόοδο του έργου Του. Μια ελεύθερη πρωτοβουλία εκ μέρους του Θεού σε όλα τα πράγματα, αλλά χωρίς ίχνος αυθαιρεσίας, αυτή είναι η άποψη του Αποστόλου εδώ.
3. Όσο για την ερώτηση της σχέσης μεταξύ του αιωνίου σχεδίου του Θεού και της ελευθερίας των ανθρωπίνων αποφάσεων, ο Παύλος την απάντησε με το γεγονός της θείας πρόγνωσης. Αυτός ο ίδιος μας θέτει σ” αυτόν τον δρόμο, Η29,30, κάνοντας την πρόγνωση την βάση του προορισμού. Καθώς ένας στρατηγός που είναι σε πλήρη γνώση των σχεδίων εκστρατείας του αντιπάλου στρατηγού, θα οργάνωνε τα δικά του σχέδια σε συμφωνία με αυτή την σίγουρη πρόβλεψη, και θα εύρισκε τρόπους να στρέψη όλες τις προελάσεις και αντιπροελάσεις του εχθρού του σε επιτυχία των δικών του σχεδίων, έτσι και ο Θεός, αφού όρισε τον τελικό στόχο, χρησιμοποιεί τις ελεύθερες ανθρώπινες ενέργειες, τις οποίες βλέπει απ” τα βάθη της αιωνιότητας, σαν παράγοντες και μέσα για την πραγματοποίηση του αιωνίου Του σχεδίου.

Pages