ΚΑΙ ΤΙΣ Η ΑΛΗΘΗΣ ΑΙΤΙΑ Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΥΣΑ ΑΥΤΩ ΚΡΥΠΤΩΣ ΤΗΝ ΒΟΗΘΕΙΑΝ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΑΛΙΝ Η ΑΙΤΙΑ Η ΑΓΟΥΣΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟΝ ΕΙΣ ΤΑΠΕΙΝΩΣΙΝ
Μακάριος άνθρωπος ο γινώσκων την εαυτού ασθένειαν. Διότι αύτη η γνώσις γίνεται αυτώ θεμέλιος και ρίζα καϊ αρχή πάσης αγαθωσύνης. Όταν γαρ μάθη τις και εν αληθεία αισθηθή της εαυτού ασθενείας, τηνικαύτα περισφίγγει την εαυτού ψυχήν από της χαυνότητος της αμαυρούσης την γνώσιν και θησαυρίζει εαυτώ παραφυλακήν. Ουδείς δε δύναται αισθηθήναι της εαυτού ασθενείας, εάν μη παραχωρηθή μικρόν του πειρασθήναι, ή εν τοις καταπονούσι το σώμα ή την ψυχήν. Τότε γαρ, συγκρίνας την εαυτού ασθένειαν τη βοηθεία του Θεού, τηνικαύτα γνώσεται ταύτης την μεγαλωσύνην, και πάλιν όταν κατίδη το πλήθος των μηχανημάτων αυτού και την παραφυλακήν και εγκράτειαν και σκέπην και περίφραξιν της ψυχής αυτού, δι' ων ελπίζει ευρείν αύτη πεποίθησιν, και ου κέκτηται, η και εάν η καρδία γαλήνην μη έχη από του φόβου και τρόμου, τηνικαύτα νοείτω και γινωσκέτω, ότι ούτος ο φόβος της καρδίας αυτού δηλοί και εμφαίνει, ότι ενδεής εστί πάντως ετέρου τινός βοηθούντος. Η γαρ καρδία μαρτυρεί έσωθεν τω φόβω τω βάλλοντι και παλαίοντι ένδοθεν αυτής, και εμφαίνει λείψιν τινός. Και δια τούτο ελέγχεται μη δυναμένη κατασκηνώσαι μετά πεποιθήσεως. Η γαρ του Θεού βοήθεια, φησίν, εστίν η σώζουσα.
Όταν δε τις γνω, ότι ενδεής εστί της θείας βοηθείας, πολλάς ποιείται τάς ευχάς καί, όσον ταύτας πληθύνει, ταπεινούται η καρδία. Ουδείς γαρ δεόμενος και αιτών δύναται μη ταπεινωθήναι. «Καρδίαν γαρ συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έως αν ούν μη ταπεινωθή η καρδία, ου δύναται παύσασθαι του μετεωρισμού. Η γαρ ταπείνωσις συνάγει την καρδίαν. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος,
παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας, Διότι ευρίσκει δύναμιν τινά πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή. Όταν δε αίσθηται ο άνθρωπος της θείας βοηθείας, ότι πάρεστι βοηθούσα αυτώ, τότε η καρδία παραυτίκα εμπιπλάται πίστεως και συνίησιν εντεύθεν, ότι η προσευχή καταφύγιον πέφυκε βοηθείας και πηγή σωτηρίας και θησαυρός πεποιθήσεως και λιμήν ρυόμενος από τρικυμίας και φως τοις εν σκότει και στήριγμα των ασθενών και σκέπη εν τω καιρώ των πειρασμών και βοήθεια εν τη ακμή της νόσου και ασπίς λυτρώσεως εν πολεμώ και βέλος ηκονημένον εξ εναντίας των εχθρών και απλώς ειπείν πάν το πλήθος των αγαθών τούτων δια της προσευχής ευρίσκεται έχον την είσοδον.
Και λοιπόν από του νυν εντρυφά εν τη της πίστεως προσευχή, η δε καρδία αυτού φαιδρύνεται τη πεποιθήσει, και ουδαμώς τη προτέρα πυρώσει και τη ψιλή λαλιά του στόματος εναπομένει, αλλ' όταν νόηση ταύτα, ούτω τότε κτήσεται την προσευχήν εν τη ψυχή, καθάπερ θησαυρόν. Και από της πολλής ευφροσύνης το σχήμα της προσευχής αυτού είς ευχαριστήριους φωνάς αμείβει. Και ούτος εστίν ο λόγος ο ρηθείς υπό του διορίσαντος εκάστω των πραγμάτων το ίδιον σχήμα ότι η προσευχή χαρά εστίν, ευχαριστίαν αναπέμπουσα. Ευχήν δε ταύτην ηνίξατο, την εν γνώσει του Θεού ανυομένην, τουτέστι την παρά του Θεού πεμπομένην. Διότι ουκ εν κόπω και μοχθώ τηνικαυτα προσεύχεται ο άνθρωπος, ως η λοιπή προσευχή η προσευχομένη προ του αισθάνεσθαι ταύτης της χάριτος, αλλά μετά χαράς της καρδίας και θαύματος βρύει τάς ευχαριστήριους κινήσεις διηνεκώς αλαλήτοις γονυκλισίαις, και από του πλήθους της κινήσεως αυτού είς την γνώσιν και του θαυμάζειν και εκπλήττεσθαι την χάριν του Θεού, εξαίφνης υψοί την φωνήν αυτού, υμνολογών και δοξάζων αυτόν, και την ευχαριστίαν αναπέμπει και εκπληττόμενος λίαν την γλώσσαν κινεί.
Ει τις ενταύθα έφθασεν εν αληθεία και ου φαντασία και σημειώσεις πολλάς τέθεικε τω πράγματι εν εαυτώ και πολλάς έγνω διαφοράς δια την πολλήν δοκιμήν αυτού, ούτος οίδε τί λέγω, ότι ουκ εστίν εναντίον. Και από του νυν παυέσθω του ενθυμείσθαι τα μάταια και προσμενέτω τω Θεώ δια της διηνεκούς προσευχής, δειλιών και φοβούμενος, μήποτε στερηθή του πλήθους της αρρωγής του Θεού.
Ταύτα πάντα τα αγαθά τίκτονται τω ανθρώπω από του επιγνώναι την οικείαν ασθένειαν. Εκ γαρ της πολλής εφέσεως αυτού προς την βοήθειαν τον Θεού προσεγγίζει τω Θεώ, διαμένων εν τη προσευχή. Και όσον προσεγγίζει τω Θεώ τη προθέσει αυτού, και ο Θεός προσεγγίζει αυτώ δια των χαρισμάτων αυτού, και ου μη άρη απ' αυτού την χάριν δια την πολλήν αυτού ταπείνωσιν διότι, ώσπερ η χήρα, προς τον κριτήν αδιαλείπτως κράζει εκδικηθήναι από του αντιδίκου.
Διά τούτο δε ο οικτίρμων Θεός παρακατέχει απ' αυτού τάς χάριτας, ίνα γένηται αυτώ τούτο αιτία του προσεγγίζειν αυτώ καί ένεκεν της χρείας αυτού παραμένη τω βρύοντι τάς ωφελείας. Και τινας μεν των αιτήσεων δίδωσιν αυτώ τάχιστα, εκείνας λέγω ων εκτός ου δύναται τις σωθήναι, τινας δε παρακατέχει απ’ αυτού. Και εν τισί μεν των πραγμάτων αποσοβεί και αποδιώκει το καυσώδες του εχθρού απ' αυτού, εν τισι δε παραχωρεί πειράζεσθαι, ίνα γένηται αυτώ εκείνο το πειρατήριον αίτια του προσεγγίσαι τω Θεώ, ως προείπον, και ίνα παιδευθή και πείραν σχή των πειρασμών. Και ούτος εστίν ο λόγος της Γραφής, ότι «Κύριος εγκατέλιπεν έθνη πολλά, του μη εξολοθρεύσαι αυτά, και ου παρέδωκεν αυτά εις τάς χείρας Ιησού του υιού Ναυή, ίνα παιδεύση εν αυτοίς τους υιούς Ισραήλ και ίνα διδαχθώσιν αι φυλαί των υιών Ισραήλ και μάθωσι τον πόλεμον».
Δίκαιος γαρ μη συνειδώς την εαυτού ασθένειαν επί ακμής ξυρού έχει τα πράγματα και ουδαμώς απέστη από πτώσεως ούτε από του φθοροποιού λέοντος, λέγω δη του δαίμονος της υπερηφανίας. Και πάλιν ο μη γινώσκων την εαυτού ασθένειαν ελλείπει εκ της ταπεινώσεως, ο δε ταύτης ελλείπων ελλιπής εστί και από της τελειώσεως, και ο από ταύτης ελλιπής, αεί περίφοβός εστί διότι η πόλις αυτού ου τεθεμελίωται επί στύλους σιδηρούς ούτε επί φλοιάς χαλκάς, λέγω δη της ταπεινώσεως. Ταπείνωσιν δε ου δύναται τις κτήσασθαι, αλλ' η δια των τρόπων αυτής, δι' ων πέφυκε γίνεσθαι η καρδία συντετριμμένη και οι διαλογισμοί της οιήσεως εξουδενωμένοι.
Διά τούτο ούν πολλάκις ευρίσκει εν αυτώ ο εχθρός ίχνος αιτίας του εκκλίναι τον άνθρωπον άνευ γαρ ταπεινώσεως ου δύναται τελειωθήναι το έργον του ανθρώπου και ουδαμώς επετέθη τω γραμματείω της ελευθερίας αυτού η σφραγίς του Πνεύματος, μάλλον δε έως του νυν δούλος υπάρχει και το έργον αυτού ουχ υπερήρθη του φόβου. Καθότι ου διορθουταί τις το έργον αυτού άνευ ταπεινώσεως, και ου παιδεύεται, ει μη δια πειρασμών, και άνευ παιδείας την ταπείνωσιν ου καταλαμβάνει.
Διά τούτο αφίησιν ο Κύριος αιτίας ταπεινώσεως και συντριμμού καρδίας δι' εμπόνου προσευχής επί τους αγίους, ίνα προς αυτόν εγγίζωσι δια ταπεινώσεως οι αυτόν αγαπώντες.Και πολλάκις εκφοβεί αυτούς τοις πάθεσι της φύσεως και διολισθήμασιν αισχρών και μιαρών ενθυμήσεων πολλάκις δε και δι' ονειδισμών και δι' ύβρεων και ανθρωπίνων κολαφισμών ενίοτε δε νόσοις και αρρωστήμασι σωματικοίς και άλλοτε πτωχεία και ενδεία της αναγκαίας χρείας και ποτέ μεν πόνοις φόβου δεινού και εγκαταλείψει και πολεμώ φανερω του διαβόλου, δι' ων αυτούς εκφοβείν είωθε, ποτέ δε διαφόροις φοβεροίς πράγμασι. Και ταύτα πάντα γίνεται, ίνα σχώσιν αιτίας τον ταπεινωθήναι και ίνα μη συμβή αυτοίς ο της αμελείας νυσταγμός, ή χάριν των πραγμάτων, εν οίς ευρίσκεται αρρωστήσας ο αγωνιστής, ή δια τον φόβον τον μέλλοντα. Ώστε εξ ανάγκης επωφελείς είσι τοις ανθρώποις οι πειρασμοί.
Σύ λέγω δε τούτο, ότι πρέπει τω ανθρώπω χαυνωθήναι εκουσίως υπό των αισχρών λογισμών, ίνα γένηται αυτώ πρόφασις ταπεινώσεως εν τη μνήμη αυτών, ούτε ίνα σπουδάση εισελθείν εις τους άλλους πειρασμούς, αλλ' ότι πρέπει αυτώ εν τω εργάζεσθαι το αγαθόν νήφειν εν παντί καιρώ και τηρείν την ψυχήν αυτού και διαλογίζεσθαι, ότι κτιστός εστί και δια τούτο ευμετάπτωτος. Έκαστος γαρ κτιστός ενδεής εστί της δυνάμεως του Θεού προς αντίληψιν, και πάς τις ενδεής της ετέρου αντιλήψεως, εκφαίνει φυσικήν ασθένειαν πάς δε τις, ειδώς το εαυτού ασθενές, εξ ανάγκης δέεται του ταπεινωθήναι, ίνα ανύση την χρείαν αυτού παρά του δυναμένου διδόναι. Και ει ην εξ αρχής ειδώς και θεασάμενος την εαυτού ασθένειαν, ουκ αν ημέλησε, και ει μη ότι ημέλησεν, ουκ αν ύπνωσε και παρεδόθη είς χείρας των θλιβόντων αυτόν του εξυπνίσαι αυτόν.
Λοιπόν πρέπει τω πορευομένω εν τη οδώ του Θεού ευχαριστήσαι αυτώ εν πάσι τοις επερχομένοις αυτώ και μέμψασθαι και καθυβρίσαι την εαυτού ψυχήν, και γνώναι, ότι ουκ αν παρεχωρήθη υπό του προνοητού, εί μη δια τίνα αμέλειαν, ίνα εξυπνισθή η διανοία αυτού, ή διότι τετύφωται, και μη θορυβηθή δια τούτο, μήτε επηδήση του σταδίου και του αγώνος μήτε άνευ μέμψεως εαυτόν ποίηση, ίνα μη διπλούν γένηται αυτού το κακόν. Διότι ουκ εστί παρά τω βρύοντι Θεώ την δικαιοσύνην αδικία. Μη γένοιτο.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
Όταν δε τις γνω, ότι ενδεής εστί της θείας βοηθείας, πολλάς ποιείται τάς ευχάς καί, όσον ταύτας πληθύνει, ταπεινούται η καρδία. Ουδείς γαρ δεόμενος και αιτών δύναται μη ταπεινωθήναι. «Καρδίαν γαρ συντετριμμένην και τεταπεινωμένην ο Θεός ουκ εξουδενώσει». Έως αν ούν μη ταπεινωθή η καρδία, ου δύναται παύσασθαι του μετεωρισμού. Η γαρ ταπείνωσις συνάγει την καρδίαν. Όταν δε ταπεινωθή ο άνθρωπος,
παραυτίκα κυκλοί αυτόν το έλεος, και τότε αισθάνεται η καρδία της θείας βοηθείας, Διότι ευρίσκει δύναμιν τινά πεποιθήσεως κινουμένην εν αυτή. Όταν δε αίσθηται ο άνθρωπος της θείας βοηθείας, ότι πάρεστι βοηθούσα αυτώ, τότε η καρδία παραυτίκα εμπιπλάται πίστεως και συνίησιν εντεύθεν, ότι η προσευχή καταφύγιον πέφυκε βοηθείας και πηγή σωτηρίας και θησαυρός πεποιθήσεως και λιμήν ρυόμενος από τρικυμίας και φως τοις εν σκότει και στήριγμα των ασθενών και σκέπη εν τω καιρώ των πειρασμών και βοήθεια εν τη ακμή της νόσου και ασπίς λυτρώσεως εν πολεμώ και βέλος ηκονημένον εξ εναντίας των εχθρών και απλώς ειπείν πάν το πλήθος των αγαθών τούτων δια της προσευχής ευρίσκεται έχον την είσοδον.
Και λοιπόν από του νυν εντρυφά εν τη της πίστεως προσευχή, η δε καρδία αυτού φαιδρύνεται τη πεποιθήσει, και ουδαμώς τη προτέρα πυρώσει και τη ψιλή λαλιά του στόματος εναπομένει, αλλ' όταν νόηση ταύτα, ούτω τότε κτήσεται την προσευχήν εν τη ψυχή, καθάπερ θησαυρόν. Και από της πολλής ευφροσύνης το σχήμα της προσευχής αυτού είς ευχαριστήριους φωνάς αμείβει. Και ούτος εστίν ο λόγος ο ρηθείς υπό του διορίσαντος εκάστω των πραγμάτων το ίδιον σχήμα ότι η προσευχή χαρά εστίν, ευχαριστίαν αναπέμπουσα. Ευχήν δε ταύτην ηνίξατο, την εν γνώσει του Θεού ανυομένην, τουτέστι την παρά του Θεού πεμπομένην. Διότι ουκ εν κόπω και μοχθώ τηνικαυτα προσεύχεται ο άνθρωπος, ως η λοιπή προσευχή η προσευχομένη προ του αισθάνεσθαι ταύτης της χάριτος, αλλά μετά χαράς της καρδίας και θαύματος βρύει τάς ευχαριστήριους κινήσεις διηνεκώς αλαλήτοις γονυκλισίαις, και από του πλήθους της κινήσεως αυτού είς την γνώσιν και του θαυμάζειν και εκπλήττεσθαι την χάριν του Θεού, εξαίφνης υψοί την φωνήν αυτού, υμνολογών και δοξάζων αυτόν, και την ευχαριστίαν αναπέμπει και εκπληττόμενος λίαν την γλώσσαν κινεί.
Ει τις ενταύθα έφθασεν εν αληθεία και ου φαντασία και σημειώσεις πολλάς τέθεικε τω πράγματι εν εαυτώ και πολλάς έγνω διαφοράς δια την πολλήν δοκιμήν αυτού, ούτος οίδε τί λέγω, ότι ουκ εστίν εναντίον. Και από του νυν παυέσθω του ενθυμείσθαι τα μάταια και προσμενέτω τω Θεώ δια της διηνεκούς προσευχής, δειλιών και φοβούμενος, μήποτε στερηθή του πλήθους της αρρωγής του Θεού.
Ταύτα πάντα τα αγαθά τίκτονται τω ανθρώπω από του επιγνώναι την οικείαν ασθένειαν. Εκ γαρ της πολλής εφέσεως αυτού προς την βοήθειαν τον Θεού προσεγγίζει τω Θεώ, διαμένων εν τη προσευχή. Και όσον προσεγγίζει τω Θεώ τη προθέσει αυτού, και ο Θεός προσεγγίζει αυτώ δια των χαρισμάτων αυτού, και ου μη άρη απ' αυτού την χάριν δια την πολλήν αυτού ταπείνωσιν διότι, ώσπερ η χήρα, προς τον κριτήν αδιαλείπτως κράζει εκδικηθήναι από του αντιδίκου.
Διά τούτο δε ο οικτίρμων Θεός παρακατέχει απ' αυτού τάς χάριτας, ίνα γένηται αυτώ τούτο αιτία του προσεγγίζειν αυτώ καί ένεκεν της χρείας αυτού παραμένη τω βρύοντι τάς ωφελείας. Και τινας μεν των αιτήσεων δίδωσιν αυτώ τάχιστα, εκείνας λέγω ων εκτός ου δύναται τις σωθήναι, τινας δε παρακατέχει απ’ αυτού. Και εν τισί μεν των πραγμάτων αποσοβεί και αποδιώκει το καυσώδες του εχθρού απ' αυτού, εν τισι δε παραχωρεί πειράζεσθαι, ίνα γένηται αυτώ εκείνο το πειρατήριον αίτια του προσεγγίσαι τω Θεώ, ως προείπον, και ίνα παιδευθή και πείραν σχή των πειρασμών. Και ούτος εστίν ο λόγος της Γραφής, ότι «Κύριος εγκατέλιπεν έθνη πολλά, του μη εξολοθρεύσαι αυτά, και ου παρέδωκεν αυτά εις τάς χείρας Ιησού του υιού Ναυή, ίνα παιδεύση εν αυτοίς τους υιούς Ισραήλ και ίνα διδαχθώσιν αι φυλαί των υιών Ισραήλ και μάθωσι τον πόλεμον».
Δίκαιος γαρ μη συνειδώς την εαυτού ασθένειαν επί ακμής ξυρού έχει τα πράγματα και ουδαμώς απέστη από πτώσεως ούτε από του φθοροποιού λέοντος, λέγω δη του δαίμονος της υπερηφανίας. Και πάλιν ο μη γινώσκων την εαυτού ασθένειαν ελλείπει εκ της ταπεινώσεως, ο δε ταύτης ελλείπων ελλιπής εστί και από της τελειώσεως, και ο από ταύτης ελλιπής, αεί περίφοβός εστί διότι η πόλις αυτού ου τεθεμελίωται επί στύλους σιδηρούς ούτε επί φλοιάς χαλκάς, λέγω δη της ταπεινώσεως. Ταπείνωσιν δε ου δύναται τις κτήσασθαι, αλλ' η δια των τρόπων αυτής, δι' ων πέφυκε γίνεσθαι η καρδία συντετριμμένη και οι διαλογισμοί της οιήσεως εξουδενωμένοι.
Διά τούτο ούν πολλάκις ευρίσκει εν αυτώ ο εχθρός ίχνος αιτίας του εκκλίναι τον άνθρωπον άνευ γαρ ταπεινώσεως ου δύναται τελειωθήναι το έργον του ανθρώπου και ουδαμώς επετέθη τω γραμματείω της ελευθερίας αυτού η σφραγίς του Πνεύματος, μάλλον δε έως του νυν δούλος υπάρχει και το έργον αυτού ουχ υπερήρθη του φόβου. Καθότι ου διορθουταί τις το έργον αυτού άνευ ταπεινώσεως, και ου παιδεύεται, ει μη δια πειρασμών, και άνευ παιδείας την ταπείνωσιν ου καταλαμβάνει.
Διά τούτο αφίησιν ο Κύριος αιτίας ταπεινώσεως και συντριμμού καρδίας δι' εμπόνου προσευχής επί τους αγίους, ίνα προς αυτόν εγγίζωσι δια ταπεινώσεως οι αυτόν αγαπώντες.Και πολλάκις εκφοβεί αυτούς τοις πάθεσι της φύσεως και διολισθήμασιν αισχρών και μιαρών ενθυμήσεων πολλάκις δε και δι' ονειδισμών και δι' ύβρεων και ανθρωπίνων κολαφισμών ενίοτε δε νόσοις και αρρωστήμασι σωματικοίς και άλλοτε πτωχεία και ενδεία της αναγκαίας χρείας και ποτέ μεν πόνοις φόβου δεινού και εγκαταλείψει και πολεμώ φανερω του διαβόλου, δι' ων αυτούς εκφοβείν είωθε, ποτέ δε διαφόροις φοβεροίς πράγμασι. Και ταύτα πάντα γίνεται, ίνα σχώσιν αιτίας τον ταπεινωθήναι και ίνα μη συμβή αυτοίς ο της αμελείας νυσταγμός, ή χάριν των πραγμάτων, εν οίς ευρίσκεται αρρωστήσας ο αγωνιστής, ή δια τον φόβον τον μέλλοντα. Ώστε εξ ανάγκης επωφελείς είσι τοις ανθρώποις οι πειρασμοί.
Σύ λέγω δε τούτο, ότι πρέπει τω ανθρώπω χαυνωθήναι εκουσίως υπό των αισχρών λογισμών, ίνα γένηται αυτώ πρόφασις ταπεινώσεως εν τη μνήμη αυτών, ούτε ίνα σπουδάση εισελθείν εις τους άλλους πειρασμούς, αλλ' ότι πρέπει αυτώ εν τω εργάζεσθαι το αγαθόν νήφειν εν παντί καιρώ και τηρείν την ψυχήν αυτού και διαλογίζεσθαι, ότι κτιστός εστί και δια τούτο ευμετάπτωτος. Έκαστος γαρ κτιστός ενδεής εστί της δυνάμεως του Θεού προς αντίληψιν, και πάς τις ενδεής της ετέρου αντιλήψεως, εκφαίνει φυσικήν ασθένειαν πάς δε τις, ειδώς το εαυτού ασθενές, εξ ανάγκης δέεται του ταπεινωθήναι, ίνα ανύση την χρείαν αυτού παρά του δυναμένου διδόναι. Και ει ην εξ αρχής ειδώς και θεασάμενος την εαυτού ασθένειαν, ουκ αν ημέλησε, και ει μη ότι ημέλησεν, ουκ αν ύπνωσε και παρεδόθη είς χείρας των θλιβόντων αυτόν του εξυπνίσαι αυτόν.
Λοιπόν πρέπει τω πορευομένω εν τη οδώ του Θεού ευχαριστήσαι αυτώ εν πάσι τοις επερχομένοις αυτώ και μέμψασθαι και καθυβρίσαι την εαυτού ψυχήν, και γνώναι, ότι ουκ αν παρεχωρήθη υπό του προνοητού, εί μη δια τίνα αμέλειαν, ίνα εξυπνισθή η διανοία αυτού, ή διότι τετύφωται, και μη θορυβηθή δια τούτο, μήτε επηδήση του σταδίου και του αγώνος μήτε άνευ μέμψεως εαυτόν ποίηση, ίνα μη διπλούν γένηται αυτού το κακόν. Διότι ουκ εστί παρά τω βρύοντι Θεώ την δικαιοσύνην αδικία. Μη γένοιτο.
Αυτώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.