Στο βασιλικό παλάτι είχαν να γίνουν και να μπουν στη θέση τους πολλά, γιατί οι νεαροί που έβραζε το αίμα τους, τα είχαν κάνει όλα άνω κάτω. Ο Οδυσσέας κατάστρωσε ένα σχέδιο, πήρε αναφορά από τους επιστάτες του και ρίχτηκε στη δουλειά. Έστρωσε τη μεγάλη αίθουσα με καινούργιες μαρμάρινες πλάκες, για να σβήσει και την τελευταία ανάμνηση του κρασιού μα και του αίματος που χύθηκε. Τα κελλάρια και οι αποθήκες είχαν αδειάσει ως τη μέση κι έπρεπε να γεμίσουν πάλι. Τα ελαιοτριβεία, παλιότερα καμάρι της βασιλικής οικονομίας, χρόνια τώρα δεν χρησιμοποιούνταν και ήθελε χρόνο και κόπο για να τα ξαναφτιάξουν.
Στο μακρυνό ταξίδι της επιστροφής απ' όλα πιο πολλή χαρά έδινε στον Οδυσσέα το πως θα διηγιόταν στη γυναίκα του όλες αυτές τις περιπέτειες και πως εκείνη θα κρεμόταν αχόρταγα απ' τα χείλη του και θα τον διέκοπτε με ερωτήσεις. Όμως γρήγορα κατάλαβε πως δεν ήταν τόσο προσεκτικός ακροατής σαν τους Φαίακες, που δύο μέρες ολάκερες άκουγαν με προσήλωση τη μελωδική του αφήγηση. Όταν άρχισε τη διήγηση στην Πηνελόπη, εκείνη δούλευε αμίλητη το χρυσό σχέδιο ενός κεντήματος και κοίταζε αφηρημένη απ' το παράθυρο. Όταν κάποτε της έκανε μια ερώτηση, κατάλαβε πως μπέρδευε τους Λαιστρυγόνες με τους Λωτοφάγους. Κι αυτό τον πόναγε, γιατί θυμόταν με ακρίβεια τις εμπειρίες του, που όσο γίνονταν πιο μακρυνές, όλο και πιο πολύ τις αγαπούσε.
Μόνον όταν μιλούσε για τη νύμφη Καλυψώ φαινόταν ν' ακούει προσεκτικότερα. Και το ενδιαφέρον της αυτό τον ερέθιζε κι εξιστορούσε τούτο το κομμάτι της περιπλάνησής του πιο διεξοδικά: το μοναχικό νησί, το θαυμαστό ιερό άλσος, που στα δέντρα του φώλιαζαν τα θαλασσοπούλια, και την ευωδιαστή σπηλιά της θεάς.