ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: Πολύβιου Δημητρακόπουλου (Pol Arkas) - Point of view

Εν τάχει

ΤΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ: Πολύβιου Δημητρακόπουλου (Pol Arkas)














Διασκευή: Γεωργίας Ν. Αγγελοπούλου – Παπαβασιλείου




Το πιο κάτω κείμενο είναι ένα από τα πλέον πρωτότυπα θεατρικά έργα του κόσμου.


Έχει ένα μόνον πρόσωπο που ερωταπαντά, επαναλαμβανόμενα, ως να μην άκουσε καλά ή ως να θέλει να σκεφτεί εάν «κάποιες ατέλειες του Θεού δεν βοηθούσαν την τελειότητα του Σατανά…»




Επίσης έχει και μία υπερφυή σκηνογραφία: Τα γαλανά του αιθέρος. Από τη μία πλευρά ένα γαλάζιο φως δείχνει τον αόρατο Θεό κι από την άλλη ένα κόκκινο, τον επίσης αόρατο Σατανά.




Ένα εντυπωσιακό και υπερβατικό έργο.




Τούτο είναι «Το Κριτήριο» του Πολύβιου Τ. Δημητρακόπουλου (Pol Arkas). Ο συγγραφέας γεννήθηκε το 1864 στην Κυπαρισσία Μεσσηνίας (Αρκαδιά), οποία είναι η παλαιότερη ονομασία της πόλης. Ξεκίνησε στρατιωτική καριέρα και παραιτήθη το 1892 για να αφοσιωθεί στη Λογοτεχνία. Καλύπτει ποικίλα έργα του γραπτού λόγου, ποίηση, πεζογραφία, χρονογράφημα, ευθυμογράφημα, ιστορικές και φιλολογικές εργασίες κλπ.




Τη βαθύτερη αγάπη προς τον κόσμο και τη στοργικότερη φροντίδα για το μέλλον του, διέγνωσαν και αναγνώρισαν η πλειονότης των Ελλήνων και ξένων συγγραφέων και κριτικών μέσ’ από την αξιόλογη εργασία του στο βιβλίο «Σιδηρά Διαθήκη». Ωστόσο, τον καταξίωσαν περισσότερο τα θεατρικά έργα του, τα οποία παίχθηκαν από μεγάλους θιάσους των Αθηνών με τεράστια εισπρακτική επιτυχία και διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της Αθηναϊκής επιθεώρησης, που ήκμαζε την εποχή εκείνη. Απέθανε το 1922.






«Το Κριτήριο» είναι έργο του 1901 το οποίο, μερικώς, διασκεύασα. Το κείμενο ακολουθεί τη γλώσσα και την ορθογραφία του πρωτοτύπου. Σας μεταφέρω αποσπάσματα.


Η θεματολογία του εστιάζεται στις αξίες της ζωής. Δίνει έμφαση στη δικαιοσύνη και την αλήθεια, στη Θεϊκή «συμπεριφορά» και την ανθρώπινη συναίσθηση.


Αναφέρεται στον μετά θάνατο κρινόμενο άνθρωπο από τον Θεό και τον Σατανά.


Η μεγαλοφυής οικονομία της γνώσης και της αγνωσίας του υπερβαίνει τη μεγαλοφυΐα της απολογίας του, η οποία αφορά την αγάπη και το φόνο της γυναίκας του, την αυτοκτονία του και τα παράπονά του, για τον Ύψιστο!…


ΥΠΟΔΙΚΟΣ:
Καταλαβαίνω… πέθανα… μα κάτι μου ’χει μείνει… /
κάτι που μέσα μου ερωτά: πού πάει και τί θα γίνει; /
Θα ’μαι του Ζέφυρου η πνοή, ή της Βροντής ο κρότος; /
θα γίνω φως από το φως, ή σκότος μέσ’ στο σκότος;… /
Θα γίνω αέρας… σύγνεφο… θα γίνω ανεμοβρόχι;… /
είμαι Μηδέν ή Αριθμός;… είμαι το «Ναι» ή το «Όχι»; /
Καλά ή κακά απέθανα… ε, ύστερα;… πού τρέχω; /
και πάρα πέρα απ’ τη ζωή ανάπαυση δεν έχω;… /
Πού βρίσκομαι… από τη γη ψηλότερα ανεβαίνω,
ή πάω στα χαμηλότερα…

Περίεργο! απέθανα κ’ έχω και πάλι σώμα!… /
Δεν μ’ έκλεισαν στο φέρετρο;…
δεν μ’ έθαψαν στο χώμα; /
Μα πώς;… μα πώς;…
στα στήθια μου δεν έχωσα μιά σφαίρα; /
Να, η πληγή της πιστολιάς μέσ’ στην καρδιά εδώ πέρα. /
Πώς!… δε σταμάτησε η καρδιά, με τη ζωή πού πάει;… /
κι όμως εγώ απέθανα… κι όμως αυτή χτυπάει!… /
Δεν φθάνει αυτό το βάσανο στον άνθρωπο που ζή, /
πηγαίνει και στο θάνατο με την καρδιά μαζί;…

Η νύχτα αυτή είν’ αληθινή, κι όχι όνειρο και ψέμα: /
απόψε την κοκκίνισα με το δικό μου αίμα, /
και ύστερα τη μαύρισε το αίμα το δικό της, /
και πήρε και το χρώμα αυτό το μαυροκόκκινό της…

Μπά, στα δεξιά μου είν’ ο Θεός
κι’ ο Σατανάς ζερβά μου…
Ποιός είν’ αυτός ο δικαστής που κάθεται κρυμμένος, /
και δεν τολμάει να φανή μπροστά στους υποδίκους, /
και στους δικαίους κρύβεται καθώς και στους αδίκους;/
Απάντησε ποιός είσαι σύ,
κι’ ο δικαστής μου αν θάσαι…/
για δείξε μου πού βρίσκεσαι ή μήπως και φοβάσαι…




Λέγαν πώς ήμουνα σοφός. είχα πολλά διαβάσει… /
αλήθεια, κ’ είχα σύστημα που είχε μεγάλη βάση… /
θαρρώ πώς ήμουν τίμιος σε όλο μου το βίο…. /
Νά, η ψυχή μου προς σε σας σαν ανοιχτό βιβλίο.…

Γιατ’ η ανθρώπινη ψυχή κρυμμένη μέσ’ στο σώμα, /
μπορεί Θεό και Διάβολο να ξεγελάση ακόμα… /
… για τούτο βγαίνετε συχνά κ’ οι δυό σας γελασμένοι /
κ’ έχουν το κέρδος οι κακοί και ζουν ευτυχισμένοι…

Γιατί δε θέλεις Ύψιστε, τη γλώσσα μου να λύσω;… /
Είπες πως είμαι Υπόδικος;…
Ε, πρέπει να μιλήσω.

…Ήμουνα παιδάκι τόσο δά, χαριτωμένο αγόρι, /
και πριν γνωρίσω τη ζωή, εγνώρισα μια κόρη… /
…Αγαπηθήκαμε κ’ οι δυό από την πρώτην ώρα; /
δεν ξέρω. τι αισθάνθηκα, πώς να το κρίνω τώρα; /
Δεν χωριζόμαστε ποτέ. κ’ οι δυό σαν αγγελούδια, /
μέσ’ στους αγρούς επαίζαμε… αμέτρητα λουλούδια, /
μάς εμεθούσαν μ’ ευωδιές, ποτάμια, καταρράχτες…/
… Πότε κρυβόμαστε κ’ οι δυό
μέσ’ στους πυκνούς τους φράχτες, /
και πότε σε μιά ρεματιά, μέσα σε μιά σπηλιά, /
είχαμε φτιάσει με κλαδιά μιά απόκοσμη φωλιά, /
που μέσα εκεί χωνόμαστε τα μεσημέρια οι δυό μας, /
κ’ ήτανε η μυστική μεριά και το νοικοκυριό μας…

Και σε βαθύτερη γωνιά, να μη το βλέπη μάτι, /
εστήσαμε κ’ οι δυό μαζί ένα διπλό κρεβάτι… /
…Φτιάσαμε το σπιτάκι μας ολόανθο περιβόλι. /
Παλάτι, ναι, δεν ήτανε, μα το ζηλεύαν όλοι… /
…Το μυστικό του στόλισμα είμαστε εγώ κ’ εκείνη… /
είχε τις δυό μας τις ψυχές ο έρωτας πλατύνει, /
και το περιτριγύριζαν σαν σκέπη φωτισμένη… /
καμιά φωλιά δεν ήτανε πιο πλούσια στολισμένη!…

Κ’ η καμαρούλα μας! Ποτέ σε βασιλιά παλάτι /
σαν τη δική μας κάμαρα δεν είδε ανθρώπου μάτι… /
Αντίκρυ στο κρεβάτι μας ένα μικρό καντήλι /
γιατί το ξέρεις, είμαστε τότε δικοί σου φίλοι /
και κόκκινο εκρεμότανε τις νύχτες αναμμένο, /
κι’ ώμοιαζε μέσ’ στον κήπο αυτό σαν ρόδο φωτισμένο…/
Ούτε στο φως της χαραυγής, που διώχνει τα σκοτάδια, /
ούτε στο ηλιοβασίλεμα σε φθινοπώρου βράδυα, /
ω, πουθενά! ούτε σε γη και σ’ ουρανό δεν βρήκα /
εκείνη την ατέλειωτη του καντηλιού μας γλύκα /
που με φιλιά, μας έκανε τις νύχτες να μεθούμε… /
τι ελέγαμε!… τι όνειρα προτού να κοιμηθούμε!…

Αν ξέρατε τι αισθάνονται δυό ενωμένα χείλια, /
και σεις – Θεός και Δαίμονας – θα σκάζατε απ’ τη ζήλεια!


(Προς τον Σατανά:)
Σ’ ακούω να γελάς! εσύ τα ξέρεις,
βέβαια, γι’ αυτό και τα χαλάς!

(Προς τον Θεό:)
Μα τότε γιατί τάδωκες;…
να τα χαλάει εκείνος; /
ατέλειωτα ν’ αντιλαλεί στο θρόνο σου ένας θρήνος, /
σ’ αρέσει;… θέλεις τη ζωή λουλούδι με το αγκάθι, /
τις ευτυχίες με θάνατο, και τις χαρές με πάθη;…

Ήταν γαλήνη γύρω μας για κάμποσο καιρό./
Ο χρόνος μπρος μας έτρεχε σαν γάργαρο νερό… /
Μα πέρασε από κοντά αυτός, της ευτυχίας ο κλέφτης, /
τούτο το τέρας… Ύψιστε, /
και στο καθάριο νερό, που ήταν σαν καθρέφτης,/
μαγεύτηκε κυττάζοντας τα ίδια της τα κάλλη…/
Κατάλαβε πώς σαν κι’ αυτή καμμιά δεν ήταν άλλη /
και, μ’ όλο που δεν θ’ άλλαζε και πάλι θάταν η ίδια, /
εγύρευε να φαίνεται με λούσα, με στολίδια!… /
Δεν είχε άλλο τίποτα στο νου από τα λούσα, /
κι όλο εκείνη εγύρευε, κι όλο εγώ πουλούσα… /

Μια μέρα ήταν ανήσυχη… μ’ ετρέλλανε απ’ τη γκρίνια. /
Της παίρνω κάποιο κόσμημα… διαμάντια και ρουμπίνια/
είχαν στολίσει μιά καρδιά μικρούλα, τόση δά…

Κύττα, της λέω, τι σούφερα!… Γελάει, χοροπηδά, /
τρέχει σαν το μωρό παιδί, στην αγκαλιά μου πέφτει, /
και τη χρυσή καρδιά φορεί και πάει στον καθρέφτη… /
Της λέω: τα ρουμπίνια αυτά, τα κόκκινα σαν αίμα, /
που ρίχνεις τώρα απάνω τους χαρούμενες ματιές… /
είν’ απ’ το ίδιο αίμα μου κρυφές σταλαγματιές, /
κι’ απ’ τους ιδρώτες, που έχυσα γράφοντας νύχτα μέρα,/
έγιναν τα διαμάντια αυτά που βλέπεις εδώ πέρα.

Και μ’ απαντά: – Απ’ το λαιμό ποτέ δεν θα το βγάλω.

Κι ύστερα λέει σκεπτική: – Αν ήταν πιο μεγάλο!

Ήθελε πιο πολλές σταξιές από αίμα κι’ από ιδρώτα, /
απάνω της περισσότερο να λάμπουνε τα φώτα, /
κι’ ας έμενε λιγώτερο στις φλέβες μου το αίμα!…

Δεν το πιστεύεις, Κύριε; Αν ίσως λέω ψέμα, /
ο γείτονάς σου θα στο ειπή, πού βρίσκονταν μαζί της, /
και την ουρά του άρχιζε να χώνη στην ψυχή της…

ΘΕΟΣ: – Τι έκαμες στο λόγο της εκείνο!

ΥΠΟΔΙΚΟΣ: Τίποτε.
Μόνο στην ψυχή αγροίκησα ένα θρήνο /
και μιά φωνή που μούλεγε: Αυτή δεν σ’ αγαπάει. /
για σένα δεν υπάρχει πιά, την έχασες και πάει… /
Ήμουν νεκρός και ζωντανός, ήμουν και νιός και γέρος. /
Έπρεπε χρήματα να βρώ και άφθονα κ’ εγκαίρως…
Εσκέφθηκα ένα φίλο μου, παλιό συμμαθητή μου. /
ήταν από μικρό παιδί τύπος ανθρώπου ατίμου, /
είχ’ ένα χέρι τρομερό. με πόση ευκολία /
μου ’κλεβε τα τετράδια, τις πέννες, τα βιβλία! /
Κάτω από τη φτέρνα του είχε πολλούς πατήσει…

Αλήθεια, πού τους έχετε αυτούς τοποθετήσει, /
που γεννηθήκαν’ για μικροί και πέθαναν μεγάλοι; /
θέλω να ιδώ τι φτιάνουνε και στη ζωή την άλλη!…

Τον βρήκα και του εξήγησα το μυστικό μου πόνο. /
δεν ζήτησα βοήθημα, να με δανείσει μόνο… /
Πραγματικώς, με δάνεισε ποσά πολύ μεγάλα /
και μου είπε, αν μου χρειασθούν,
μπορεί να δώσει κι άλλα…

Να μη σας λέω πράγματα που ο Σατανάς δω πέρα /
τα ξέρει όλα, – γιατί αυτός τα φτιάχνει νύχτα μέρα, /
και συ δεν σκύβεις να τα ιδείς και να τα καταλάβεις, /
μα τα δικάζεις μοναχά χωρίς να τα προλάβεις -, /
ο φίλος μου εκόλλησε στο σπίτι μου προστάτης, /
και μου ’δινε επιδειχτικά τα χρήματα μπροστά της…

Θα ειπής πώς τον υπόφερα τον εξευτελισμό μου!… /
Νά, η ψυχή μου είν’ ανοιχτή και κρίνε τον καϋμό μου…

(Προς τον Σατανά:)
Σύ, που γκρεμίζεις τις ψυχές

(Προς τον Θεό:)
– και Σύ που τις υψώνεις,
Σύ που γεννάς τον έρωτα

(Προς τον Σατανά:)
– και σύ που τόν σκοτώνεις… /
…γιατί χώνεις τα νύχια σου και στ’ άϋλά μου στήθια; /
Γιατί η ψυχή μου μίλησε και είπε μιάν αλήθεια;

… Καταλαβαίνετε κ’ οι δυό καλλίτερα από μένα… /
Έπεσα στο κρεβάτι μου… δεν μ’ είχε ο ύπνος πάρει, /
όταν ο σκύλος μου ο Πιστός, που ήταν μαζί μου χρόνια /
του κρεβατιού μου ξαφνικά τραβάει τα σεντόνια, /
κι’ αρχίζει. ένα μουρμουρητό,
σαν κλάψιμο, σαν θρήνο…/
Έκλαιγε, σαν να μου ’λεγε: «Τρελέ, σοφέ πού πας; /
Εχάθηκε για σένα πια εκείνη που αγαπάς…»

Πού να τις νοιώσει ο τίμιος τις τέχνες του ατίμου! /
…Είναι δικό σου, Σατανά, το σχέδιο εκείνου…

Μήπως θα ειπής πώς είνε αυτό δικό μου σφάλμα τάχα; /
Είναι δικό σου, Κύριε, συ το έφτιασες μονάχα…

Και νάμαι!… νάμαι!… όρθια η ψυχή μου θα μιλήση, /
κι’ όποιος μπορέση από τους δυό
ναρθή να τη γκρεμίση…

Ένας μου φίλος τολμηρός μούδωκε απ’ έξω απ’ έξω /
μιάν υποψία… θέλησα στο σπίτι μου να τρέξω /
να την σκοτώσω αλύπητα… μα πώς να την σκοτώσω; /
αυτό ένας λόγος ήτανε… την αγαπούσα τόσο! /
Νάν τη χωρίσω; – η συφορά θα ήταν πιο μεγάλη: /
νάν της τρυγάη τις ομορφιές η μιά αγκαλιά κ’ η άλλη!…

Έσκέφθηκα, εσκέφθηκα… λίγες στιγμές, μα επήρα /
στο τέλος την απόφαση στης κάμαρας τη θύρα…/
Νάτοι!… στα μαύρα σύγνεφα…
τους βρήκα έτσι αγκαλιά…

Τι τους κυττάς;… έτσι ήτανε… /
γιατί δεν τους χαλάς;… /
για τους αθώους μοναχά τους κεραυνούς φυλάς;…/
Χτύπα δυό μαύρα σύγνεφα παράνομα ενωμένα… /
Ύψιστε!… πάλι ελάθεψες… επλήγωσες κ’ εμένα…

Την ευτυχία πώς άφησες χωρίς να λυπηθής /
να την κλονίζουν άπονα απ’ τα βαθιά θεμέλια /
ο δυστυχής με κλάματα κι’ ο κόσμος με τα γέλια;

Τη σκότωσα… τη σκότωσα… χωρίς στιγμή να χάνω… /
Βρέθηκα εδώ, δεν ξέρω πού. πιό κάτω ή πιό απάνω. /
Και στην ψυχή μου η εικόνα της αιώνια θα μείνει, /
και θα ’ναι εδώ μπροστά μου αυτός…
κι εδώ μπροστά μου εκείνη…

Εκόλλησα τα χείλια μου στο πεθαμένο στόμα, /
που απ’ τα ξένα τα φιλιά ήταν ζεστό ακόμα, /
κι έτσι βρεθήκαμε κοντά τόνα με το άλλο θύμα… /
αφού δεν είχε πια ψυχή ήταν δικό μου κτήμα /
και θα είχα το δικαίωμα να εσάπιζα μαζί της… /
Μα πέστε μου: ποιός από σας επήρε την ψυχή της;…

Έμεινα εκεί στο πτώμα της κοντά, στιγμές κ’ αιώνες… /
Κ’ ακόμα θα επρόσμενα, αν ίσως το σκυλί μου /
το δύστυχο, μήν έχοντας φωνή για να μιλήση, /
δεν μ’ ετραβούσε πίσωθε για να με ξεκολλήση… /
Κάτι μου είπε πως κι’ αυτό έπρεπε να πεθάνη… /
Τόσφιξα μέσ’ στην αγκαλιά με μίαν ορμή μεγάλη, /
και με μιά σφαίρα του έσπασα το έξυπνο κεφάλι… /
…κατόπιν ένοιωσα κ’ εγώ πώς πρέπει να πεθάνω, /
– κ’ έτσι πλαγιάσαμε κ’ οι τρεις στην ίδια κλίνη απάνω…

Αφήστε με… αφήστε με να μείνω έτσι αιώνες… /
να κλαίω, για να γίνουνε τα δάκρυα μου σταγόνες /
και μέσ’ από τα σύγνεφα να πέφτουνε βροχή, /
σαν βάλσαμο για τις πληγές του κάθε δυστυχή… /
Κι αν ένα δάκρυ πιο πολλά κι’ από τα λόγια λέη, /
να σεβασθήτε την ψυχή που μιάν αγάπη κλαίει…

Γιατί δεν είνε, Κύριε, ο πόνος ο μεγάλος /
στο χάσιμο ενός κορμιού, πού σούχει πάρει ο άλλος. /
μπορεί να βρής και πιό όμορφο, με πιό μεγάλη χάρη. /
μα τί σημαίνει κι’ αν το βρής; αυτό που σ’ έχει αφήσει /
και πέφτει σε άλλην αγκαλιά, έχει ψυχή ροφήσει /
απ’ τη δική σου ύπαρξη και ζή με τη ζωή σου, /
και ζής με τη ζωή του εσύ… Το ίδιο το κορμί σου /
να νοιώθης σε άλλη αγκαλιά με μιά στιγμή ν’ αδειάζη, /
αυτό και σύ, που είσαι Θεός, δεν ξέρεις με τί μοιάζει;

Είνε ζωή και θάνατος, πού εσύ τάχεις χωρίσει. /
ε, σαν μπορής βάλτα μαζί κ’ έλα να κάνης κρίση!…

Σ’ ακούω, Κύριε.

ΘΕΟΣ: – Γιατί προτίμησες το Χάρο;
Λέγε – γιατί εσκοτώθηκες;

ΥΠΟΔΙΚΟΣ: Πώς;
δεν θα με υπερασπισθής εσύ, που είσαι Θεός μου, /
κ’ είσαι κριτής αιώνιος κι’ αυτού και τ’ άλλου κόσμου; /
Ρωτάς τον δυστυχή…

Αυτόχειρ είνε αυτός που ζή,/
σκοτώνοντας το εγώ του /
και όχι αυτός που πιστολιά /
τραβάει στον εαυτό του. /
Τι και να ζή δίχως ζωή και ύπαρξη καμμία; /
ε, νά!… γι’ αυτό εσκοτώθηκα… Όταν την ατιμία /
με το χρυσάφι ελεύθερα ο κόσμος ανταμείβει, /
τι μένει; – να πληρώνεται η τιμή με το μολύβι!

- …Σε ικετεύω, Ύψιστε, άλλαξε τώρα γνώμη /
γιατί δε στέκονται καλά οι θεϊκοί σου νόμοι. /
Αν θέλεις αμερόληπτα και δίκαια να δικάσεις, /
χάλασε αυτόν τον κόσμο σου για να τον ξαναφτιάσεις, /
και κάλεσε τους δυστυχείς κάθε καιρού και τόπου /
για να σου φτιάσουν σχέδιο
ενός καινούργιου ανθρώπου, /
που να μην έχει την καρδιά πλημμυρισμένη πάθη, /
– για να δικάζεις διαρκώς όλο δικά σου λάθη!…

Σε πείραξαν τα λόγια μου… γιατί έχουν σημασία… /
Γιατί μου κλείς το στόμα μου;… και εδώ λογοκρισία;… /
Μιλώ με λόγια καθαρά κι’ απ’ την ψυχή βγαλμένα… /
Πρόσεξε στην απόφαση, πού ετοίμασες για μένα, /
και δώσε στο μαρτύριο το δίκιο που του ανήκει. /
Γιατί να φράζης στόματα, δεν είσαι Θεία Δίκη, /
μα είσαι δίκη ανθρώπινη, – συνείδηση του αδίκου, /
που ψαλιδίζει ο δικαστής τη γλώσσα του Υποδίκου!

Ανέβα πιο ψηλότερα τη δύναμή μου να ’βρω, /
να σβήσει το σκοτάδι αυτό το κόκκινο και μαύρο, /
πού στέλνει ατέλειωτα στη γη τις συφορές για δώρα. /
Ψηλότερα!
Συ είσαι Θεός, ο Ύψιστος, στα κάτω τι γυρεύεις; /
Δεν εκατάλαβες κι εσύ, πως χαμηλά… εκατέβης; /

Ψηλότερα! Το τέρας να μικρύνει. /
Να, βλέπεις; Λίγο ανέβηκες κι όλο το φως του σβήνει. /
Ανέβα πιο ψηλότερα, το τέρας να ημερώσει /
κι’ απ’ την νυχτιά την κόκκινη να γλυκοξημερώσει!…

Ανέβα στ’ άστρα!… πιο ψηλά!…
κι’ από τους ήλιους πέρα… /
Ανέβα! Ανέβα! Να το φως!… Ημέρα!… Ημέρα!… Ημέρα!


(Προς τον Σατανά:)
– Τέρας!… Έσβυσες!…
Μάταια τώρα με χτυπάς εσύ, του κόσμου κλέφτη! /
Γιατ’ η ψυχή με τις χτυπιές πάει ψηλά, δεν πέφτει!…

(Προς τον Θεό:)
– Ανέβα, Θεέ μου, ανέβα, /
να μη σε βρει στα χαμηλά η Αλήθεια, /
όταν θ’ αρχίσει μια φορά στον κόσμο φως να δίνει /
– γιατί έφαγε πολλούς Θεούς και Δαίμονες Εκείνη!…




«Άνθρωποι!



εστέ ευτυχείς και πορεύεσθε



όπως εις τον Αιώνιον Δρόμον της Ζωής.



Το τέρας που φοβείσθε,



ψυχορραγεί σε δρόμους ίσιους κι ευκολοδιάβατους…






Δεν θα ημπορέση να του δώσει την ζωήν κανείς.



Προχωρήσατε με τη δικαιοσύνη και την Αλήθεια…»
(Πολύβιος Δημητρακόπουλος)
Γεωργία Ν. Αγγελοπούλου – Παπαβασιλείου
(Μαλλούσα)

via

πηγή

Pages