Η αυτογνωσία έχει αναγνωρισθεί από καιρό σαν το πιο δύσκολο εγχείρημα του ανθρώπου στην περιοχή της κατακτήσεως της πνευματικής ωριμότητος. Είναι αλήθεια, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, ότι όσο πιο πολύ γνωρίζει το άτομο τον εαυτό του, υπό ορισμένους φυσικά όρους, τόσο περισσότερο ωριμάζει ψυχολογικά και πνευματικά. Κάθε πράξη και εμπειρία αυτογνωσίας είναι ένα βήμα προς την ολοκλήρωση της ωριμότητος.
Αλλ’ η ψυχολογία, ιδιαίτερα σήμερα, υποστηρίζει ότι η αυτογνωσία, για να θεωρείται πράγματι παράγων ωριμότητας, δεν πρέπει να εννοείται σαν μια αποκλειστικά «ατομική» ενέργεια και εμπειρία. Γιατί είναι αλήθεια ότι ο ίδιος ο όρος της «αυτογνωσίας» αποτελεί συχνά μια παγίδα για τον άνθρωπο που θα ήθελε να προχωρήσει σε μια καλύτερη και βαθύτερη γνωριμία με τον εαυτό του. Και τούτο επειδή, εκ πρώτης όψεως, αυτογνωσία θα πει να στρέψεις την ερευνητική προσοχή σου και τους προβολείς της διανοίας σου στο εσώτερο βάθος ης ατομικότητάς σου. Όμως, μια τέτοια λειτουργία της εσωτερικότητας, σημαίνει συγχρόνως ψυχολογικό και πνευματικό περιορισμό, «εγκλεισμό», μέσα στην ατομικότητα με την περιορισμένη έννοια. Αυτός που εργάζεται στην ανασκαφή και βυθοσκόπηση της εσωτερικότητάς του περιορίζεται μοιραία στον εαυτό του και άρα αποξενώνεται από την ψυχολογική και πνευματική υπόσταση του πλησίον.
Ο Jung έκανε την παρατήρηση ότι «κατανοούμε τους άλλους μόνο στο ίδιο μέτρο στο οποίο κατανοούμε τον εαυτό μας». Στις διατομικές μας σχέσεις βλέπουμε τον πλησίον μας με το πρίσμα της δικής μας ατομικότητας. Και την ίδια αυτή ψυχολογική αλήθεια επαναλαμβάνει και ο Γέρων Σιλουανός με τα λόγια του γέροντος Σωφρονίου· «Έκαστος των ανθρώπων βλέπει εις τους άλλους εκείνο μόνον, το οποίον εις την πνευματικήν του πείραν εγνώρισε περί εαυτού του ιδίου. Διά τούτο η στάσις του ανθρώπου έναντι: του πλησίον είναι ασφαλές σημείον του βαθμού αυτογνωσίας εις τον οποίον έφθασεν. Όταν δηλαδή στέκεται κανείς μπροστά στον πλησίον για να τον κατανοήση ή να τον «κρίνη», στέκεται «ασυνείδητα» (χωρίς να το καταλαβαίνη) μπροστά στον εαυτόν του. Βλέπει στον άλλο αυτό μόνον που ο ίδιος «εγνώρισε» στον εαυτό του.
Η όψη αυτή της θεωρήσεως του πλησίον καταντά λοιπόν μια ασυνείδητη (ανεπίγνωστη) αυτοθεώρηση. Και είναι αλήθεια ότι πρόσφατες ψυχολογικές έρευνες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτός που κρίνει τον άλλον προσπαθεί κατά βάθος να κατανόηση τον εαυτό του. Πρόκειται βέβαια εδώ για μια παρά πολύ γνωστή αλλά και παρά πολύ ευαίσθητη ψυχολογική λειτουργία της εσωτερικότητος, την προβολή. Όσο ολιγώτερη είναι η αυτογνωσία τόσο δεσποτικώτερη γίνεται η λειτουργία της προβολής. Η προσπάθεια της βαθυτέρας γνωριμίας του εαυτού μας μειώνει κάθε φορά και περισσότερο τη δύναμη της προβολής και μας ελευθερώνει από τις αυταπάτες. Γιατί η προβολή κάνει το άτομο να νομίζει ότι γνωρίζει καλά τον πλησίον, ενώ κατ’ ουσίαν η εικόνα που το άτομο αυτό έχει σχηματίσει για τον πλησίον είναι η εικόνα του εαυτού του. Προβολή θα ειπεί να βλέπει κανείς στον άλλον ελαττώματα ή αρετές, συναισθήματα και διανοήματα που όμως είναι αποκλειστικά δικά του βιώματα. Κατά τρόπο που το ίδιο το άτομο δεν ημπορεί να αντιληφθεί («ασυνείδητα») φορτώνει στον πλησίον του τα βιώματα αυτά και τα θεωρεί σαν χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του πλησίον.
Από την άλλη μεριά ο Jung υπογραμμίζει τη σημασία της ενδοβολής (Inrojection) στη σύγχυση των διατομικών σχέσεων. Η ενδοβολή είναι ψυχολογική λειτουργία αντίθετη της προβολής. Αυτό σημαίνει ότι ιδιότητες και χαρακτηριστικά (δηλ. βιώματα) που ανήκουν πράγματι στον πλησίον, τα θεωρεί το άτομο σαν δικά του βιώματα. Έτσι η προβολή και η ενδοβολή είναι δυο ψυχολογικές λειτουργίες που κυριαρχούν στην ατομικότητα, όταν η προσπάθεια για αυτογνωσία είναι ανύπαρκτη ή ασθενική. Αλλά και στην περίπτωση που η αυτογνωσία ασκείται συστηματικά είναι όμως παγιδευμένη σ’ ένα ψυχολογικό ατομισμό, κι οι δυο αυτές λειτουργίες διαταράσσουν ψυχολογικά το άτομο και το καταδικάζουν σε μια στασιμότητα πνευματική.
Ο Άγιος Κασσιανός ο Ρωμαίος ασχολείται διεξοδικά με το θέμα της αυτογνωσίας στην επιστολή του «Προς Λεόντιον Ηγούμενον». Υποστηρίζει ότι όσο κι’ αν θεωρεί κανείς τον εαυτό του καλλιεργημένο πνευματικά, πρέπει να εμπιστεύεται την πνευματική του δίαιτα και την όλη εργασία της «τελειώσεώς» του «τοις διακριτικωτάτοις των πατέρων». Η συνήθεια (που παγιώνεται με τη δύναμη μιας δεσποτικής αλαζονείας) να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του μόνο… στον εαυτό του, παγιδεύει το άτομο σε μια κατάσταση στάσιμοτητος, απ’ την οποία δεν ημπορούν να το αποκολλήσουν «ατομικές» προσπάθειες μιας ολόκληρης σκληρής ασκητικής ζωής.
Για να παρουσιάσει ζωντανά την πλάνη, στην οποία περιέρχεται εκείνος που εμπιστεύεται τον εαυτό του μόνο στον εαυτό του, διηγείται ο άγιος Κασσιανός διά του στόματος του αββά Μωϋσή την έξης ιστορία.
***
Ήταν κάποτε ένας αδελφός πολύ σπουδαίος και πνευματικός. Μια φορά όμως ενοχλήθηκε φοβερά από τις καυτερές προσβολές του «δαίμονος της πορνείας». Σ’ αυτή λοιπόν την κατάσταση, που ο αγώνας του γινόταν κουραστικός και του δημιουργούσε μια ανυπόφορη ψυχική ένταση, σκέφθηκε να επισκεφθεί ένα γέροντα ασκητή, «προς την ηλικίαν αποβλέπων», για να του εξαγορεύσει τους λογισμούς του και να του αποκαλύψει τις δραματικές όψεις του ψυχικού και πνευματικού του προβληματισμού. Αλλά ο γέρων ασκητής, «ακούσας, άπειρος ων, αγανακτών, άθλιον έλεγε τον αδελφόν και ανάξιον του μοναχικού σχήματος, ως τοιούτους δεξάμενος λογισμούς». Ο γέρων ασκητής κεραυνοβόλησε τον κλονιζόμενο από τις προσβολές του δαίμονος της πορνείας μοναχό με τους μύδρους μιας κατακρίσεως συντριπτικής. Του απέδωσε την ευθύνη και του κατελόγισε θανάσιμη ένοχη γιατί δέχθηκε ο μοναχός αυτός να πιαστεί στήθος με στήθος μ’ ένα δαίμονα τόσο αποκρουστικό και πανάθλιο.
Λοιπόν, «τοιαύτα άκουσας ο αδελφός, απογνούς εαυτού και καταλείψας τον ίδιον τόπον, επί τον κόσμον επανήρχετο». Η απόγνωση κυρίευσε οριστικά πλέον τον μαχητή μοναχό γιατί σκέφθηκε ότι, για να τον κατακρίνει τόσο πολύ ο λευκότριχος από τα χρόνια και την πείρα γέρων, σημαίνει πως δεν είναι φτιαγμένος για μοναχός. Έτσι ξεκίνησε από το κελλί του γέροντα για την πόλη. Με τον τρόπο αυτό, έστω κι αρνητικά, θα έλυνε το πρόβλημά του και θα ησύχαζε.
Όμως, «κατά Θεού, οικονομίαν απαντά αυτώ ο αββάς Απολλώς, των γερόντων ο δακιμώτατος και βλέπων αυτόν τεταραγμένον και πάνυ σκυθρωπόν, ηρώτα αυτόν λέγων· τέκνον, τις η αιτία της τοσαύτης στυγνότητος;».
Το σχέδιο του Θεοΰ διορθώνει με θαυμαστή οικονομία και αξιοποιεί θετικά τα λάθη και τις αδυναμίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς και μάλιστα εκείνης των «πνευματικών» ηγετών. Έτσι η πορεία του μοναχού προς τον πνευματικό θάνατο σταμάτησε με την παρουσία του δοκιμωτάτου γέροντα Απολλού. Διακριτικός αλλά και προορατικός και διορατικός ο γέρων Απολλώς, μα πιο πολύ «πνευματικός» με την πλήρη ασκητική έννοια της λέξεως αυτής, διορθώνει με πολλή σοφία και ποιμαντική τέχνη το ασύγγνωστο λάθος του γέροντα ασκητού, που ώθησε τον μοναχό στην απελπισία και την απογοήτευση. Αφού επέμεινε να μάθει το λόγο της σκυθρωπότητος του αδελφού και αφού άκουσε το σκοπό της δραματικής του πορείας· «απογνούς ουν εμαυτού, απέρχομαι εις τον κόσμον», «πολλά παρεκάλει και ενουθέτει» αυτόν. Ο δοκιμώτατος γέρων Απολλώς πρόβαλλε στον αδελφό, κατά τη δραματική αυτή ώρα της εξουθενώσεώς του, το ανδρικό μεγαλείο του ασκητικού φρονήματος. «Μη ξενίζου τέκνον, μηδέ απελπίσης σεαυτόν». Μη παραξενεύεσαι και μη απελπίζεσαι, παιδί μου, λέγει στον πτοημένο μοναχό. Στάσου με το κεφάλι ψηλά, με το αγωνιστικό σου φρόνημα ακμαίο. Γιατί αυτό που σου συμβαίνει ούτε περίεργο είναι ούτε αφύσικο. Δεν ευρίσκεσαι σε μονοπάτι λαθεμένο. Παλαίεις μόνο επάνω στη νόμιμη κονίστρα των ασκητικών μόχθων και αγωνισμάτων.
Και για να γίνει πειστικός ο γέρων Απολλώς φέρνει μπροστά στα πνευματικά μάτια του έκπληκτου μοναχού τα προϊόντα της ιδικής του αυθεντικής αυτογνωσίας. Εξαγορεύει σ’ αυτόν τον εσώτερο κόσμο του που γνώρισε βήμα μέ βήμα σ’ ένα σκληρό αγώνα αυτογνωσίας και αδιάλειπτης ενδοσκοπήσεως. «Εγώ γαρ εν τοιαύτη ηλικία και πολιά υπάρχων, σφόδρα υπό τούτων των λογισμών οχλούμαι». Εξομοιώνεται πλήρως, ο δοκιμώτατος γέρων, με τη δραματική κατάσταση του αδελφού. Αποκαλύπτει σ’ αυτόν μια αλήθεια συγκλονιστική μα σωτήρια. Με τον τρόπο αυτό παίρνει αυτόματα επάνω του όλο τον πόλεμο του δαίμονος της πορνείας και καταπίνει λαίμαργα όλη τη φρίκη του πολέμου αυτού, ικετεύοντάς τον· «Μη ουν αθυμήσης επί τη τοιαύτη πυρώσει, ήτις ου τοσούτον ανθρωπίνη σπουδή θεραπεύεται, όσον τη του Θεού φιλανθρωπία». Με τα λόγια αυτά ο γέρων Απολλώς συμπληρώνει το οδόφραγμα που σταματά πράγματι την πορεία του πτοημένου αδελφού προς τον κόσμο. Η δύναμη που χρειάζεται κανείς για να ξεπεράσει τους κινδύνους ενός απειλητικού και ισχυρού πειρασμού δεν πηγάζει από την ανθρώπινη φύση αλλά χορηγείται πλούσια απ’ τη φιλανθρωπία του Θεού. Η σκέψη ότι κανείς μόνος του πρέπει να ξεπεράσει τους πειρασμούς του, είναι όχι απλώς ανθρώπινη αλλά αλαζονική.
Έτσι ο γέρων Απολλώς προσφέρει στον μαχητή Μοναχό δυο πνευματικά ερείσματα που του αρνήθηκε ο πνευματικός του οδηγός: αφ’ ενός την ψυχολογική και πνευματική εξίσωση, με μια εξαγόρευση του δικού του αγώνος και αφ’ έτερου την υπόμνηση του ελέους του Θεού. Και τα δυο αυτά πνευματικά στοιχεία είναι, αλήθεια, αλληλένδετα. Όσο πιο πολύ γνωρίζει κανείς τον εαυτό του τόσο πιο βαθειά αισθάνεται την ανάγκη να ζητήσει το έλεος του Θεού. Κι αντίθετα· όσο πιο μακριά ευρίσκεται από τον εαυτό του, τόσο περισσότερο εξαρτά τις πνευματικές του επιδιώξεις από τον εαυτό του.
Αλλά ο γέρων Απολλώς δεν κατάφερε μόνο να ενθαρρύνει το Μοναχό να συνεχίσει τον αγώνα του με τη δύναμη της φιλανθρωπίας του Θεού. Προσπάθησε συγχρόνως να δώσει ένα μάθημα αυτογνωσίας και ποιμαντικής τέχνης στον ασκητή που αντιμετώπισε αδέξια τον προβληματισμό του αδελφού. Προς το σκοπό αυτό παρεκάλεσε τον τελευταίο να επιστρέψει στο κελλί του και να περιμένει να περάσει η ημέρα. «Μόνον δε την σήμερον χάρισαί μοι και υπόστρεψον εις το κελλίον σου. Εποίησε δε ο αδελφός ούτω».
Αφού λοιπόν άφησε ενισχυμένο κάπως τον αγωνιζόμενο σκληρά Μοναχό, ήλθε ο αββάς Απολλώς και στάθηκε έξω από το κελλί του γέροντος ασκητού. Εκεί κάνει την εξής προσευχή «μετά δακρύων». «Κύριε, ο τους πειρασμούς υπέρ του συμφέροντος έπάγων, μετάστρεψον τον πόλεμον του αδελφού εις τοΰτον τον γέροντα, ίνα δια της πείρας εις το γήρας αυτού μάθη, άπερ εν τω μακρώ χρόνω ουκ εδιδάχθη· όπως συμπάσχη τοις πολεμουμένοις».
Μόλις τελείωσε ο αββάς Απολλώς την προσευχή του αυτή, βλέπει αιθίοπα να στέκεται κοντά στο κελλί του γέροντος και να στέλνει επάνω του καυτερά βέλη.
Ο ταλαίπωρος γέρων, φορτωμένος με τα βέλη αυτά, γυρόφερνε μέσα στο κελλί του σαν μεθυσμένος.
Κι επειδή δεν μπορούσε να υπομείνει την αφόρητη αυτή κατάσταση, «εξελθών του κελλίου, τη αυτή οδώ και η και ο νεώτερος, επί τον κόσμον εχώρει».
Αλλ’ ο αββάς Απολλώς, που ευρίσκετο συνεχώς έξω από το κελλί του γέροντος, φρόντισε να τον συναντήσει, καθώς εκείνος έφευγε τρεχάτος για την πόλη.
Κι αφού τον πλησιάζει τον ρωτά.
«Πού πορεύης; Τίς δε η αιτία της κατεχούσης σε ταραχής;»
Το ερώτημα αυτό σαν καυτός έλεγχος πληροφορεί τον γέροντα, ότι ο αββάς Απολλώς τα γνωρίζει όλα.
Αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να του κρύψει τίποτε, γι’ αυτό προτιμά να σιωπήσει επίμονα.
Τότε όμως ο γέρων Απολλώς ευρίσκει την ευκαιρία να του δώσει το μάθημα που θα τον βοηθούσε να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και επομένως και τον αδελφό του,
«Γύρισε στο κελλί σου, λέγει στον «άμαθη» γέροντα.
Και στο μέλλον φρόντισε να αντιληφθείς πολύ καλά την ασθένειά σου.
Προσπάθησε να γνωρίσεις τον εαυτό σου σ’ όλο το βάθος και το πλάτος των αδυναμιών του.
Κι αν εσύ δεν αντιμετωπίζεις πειρασμούς τόσο μεγάλους όσο ο αδελφός, να σκέπτεσαι ότι ο διάβολος ή σε αγνοεί ή σε περιφρονεί, γι’ αυτό δεν αξιώθηκες να παλέψεις μαζί του.
Αλλά τί λέγω να παλέψεις;
Εσύ δεν μπόρεσες να αντέξεις προσβολή μιας ημέρας και αναστατωμένος και πανικόβλητος επήρες το δρόμο για την πόλη.
Για σκέψου όμως, αλήθεια, έτι σου δόθηκε η ευκαιρία να ενισχύσεις και να ενθαρρύνεις νεώτερόν σου που πολεμήθηκε σκληρά από τον ίδιο τον δαίμονα που σε εξουθένωσε και εσύ τον έσπρωξες στην απόγνωση.
Δεν έλαβες υπ’ όψη σου καθόλου το σοφό εκείνο παράγγελμα που λέγει·
«Ρύσαι απαγομένους εις θάνατον· και εκπριάν κτεινομένους μη φείση»
(Παροιμ. 24, 11).
Ούτε τα λόγια του Σωτήρος Ιησού που προτρέπουν «κάλαμον συντεθλασμένον μη συντρίβειν και λίνον καπνιζόμενον μη σβεννύειν»
(Ματθ. 12, 20).
Και συμπληρώνει ο σοφός καί διακριτικότατος Απολλώς.
«Ουδείς γάρ του εχθρού φέρειν ηδύνατο τας επιβουλάς, αλλ’ ουδέ τον έμπυρον τής φύσεως βρασμόν σβέσαι, ει μη η του Θεού χάρις εφρούρει την ανθρωπίνην ασθένειάν».
Η μακροχρόνια λοιπόν άσκηση δεν βοήθησε τον γέροντα να αποκτήσει αυτογνωσία για να μπορέσει έτσι να κατακτήσει έδαφος και στην ετερογνωσία.
Η μόνωσή του στην έρημο και οι ασκητικοί του αγώνες παρέμειναν εξωτερικά στοιχεία μιας ζωής χωρίς ενδοσκοπήσεις και βυθοσκοπήσεις αυτοθεωρήσεως!
Συμβαίνει πράγματι να αγωνίζεται κανείς σκληρά στην περιοχή των αρετών και μάλιστα στην εγκράτεια, χωρίς όμως να αισθάνεται την ανάγκη να γνωρίσει μεθοδικά και σωστά τον εσώτερο εαυτό του, Στην περίπτωση αυτή θεωρεί την αυτογνωσία χρήσιμη, την αντιλαμβάνεται όμως σαν ένα περιορισμό στην ατομικότητά του, σαν μια (νόμιμη) αποξένωση από τον αδελφό. Έτσι συμβαίνει πράγματι να συμπεριφέρονται με σκληρότητα και απανθρωπιά προς τον πλησίον «πνευματικοί» άνθρωποι, που έχουν να επιδείξουν πλούσια διαπιστευτήρια αυτοθυσίας (Α’ Κορ. 13, 3), ιδρώτων, ανιδιοτέλειας, πνευματικής «σοφίας» και άλλων, γιατί όχι, ασκητικών αρετών. Κι εμείς οι ίδιοι απορούμε με τον εαυτό μας για την σκληρότητα ή την ψυχική αντίσταση και την ψυχολογική ακαμψία που δείχνουμε στον πλησίον μας. Η εγωκεντρική αντίδρασή μας στις διατομικές μας σχέσεις έχει τέτοια ανακλαστικότητα που πολλές φορές δεν μπορούμε να αντιληφθούμε την έκταση του κακού που κάνουμε στους άλλους και όταν ακόμη τους επιδαψιλεύουμε την «αγάπη» μας.
Στο επίκεντρο των διατομικών σχέσεων που συμπλέκονται ψυχολογικά απ’ το παραπλανητικό παιχνίδι της προβολής και της ενδοβολής ευρίσκεται πάντοτε η απώθηση της ενοχής. Όποιος απωθεί την ενοχή του, μένει τελικά ξένος προς τον πλησίον του γιατί ήδη έχει αποξενωθεί από τον εαυτό του. Η απώθηση της ενοχής τον προικίζει με σκληρότητα στη συμπεριφορά του προς τον πλησίον και πολύ περισσότερο με μια έλλειψη κατανοήσεως και συμπαθείας. Η καταδίκη του αδελφού από τον γέροντα ασκητή πρέπει να κατανοηθεί σαν αντίδραση στη δική του απωθουμένη ενοχή. Ο γέρων ασκητής δεν είχε εξοικειωθεί με την ενοχή του με την δύναμη μιας «φωτιστικής» αυτογνωσίας. Γι’ αυτό κατακρίνοντας τον αδελφό τόσο βίαια, κατέκρινε ανεπίγνωστα (χωρίς να το γνωρίζει) τον ίδιο τον εαυτό του. Αν είχε μάθει να κατακρίνει τον εαυτό του μ’ ένα αυθεντικό πνεύμα ασκητικής ταπεινώσεως, θα έδειχνε συμπάθεια στον αγώνα του αδελφού. Γιατί είναι αλήθεια ακλόνητη και αδιάσειστη, ότι, όσο πιο πολύ γνωρίζει κανείς την άβυσσο του ενοχικού και ακαθάρτου βάθους του εαυτού του, τόσο περισσότερη συμπάθεια και κατανόηση δείχνει στους πειρασμούς του αδελφού. Όσο περισσότερο σκληρός κριτής του πλησίον είναι, τόσο καθαρότερα αποκαλύπτει την παγίδευσή του στα ενοχικά και πάντοτε απωθούμενα συμπλέγματά του.
Οπωσδήποτε όμως ο γέρων ασκητής, χάρις στη θεία οικονομία, έλαβε ένα εντυπωσιακό μάθημα ετερογνωσίας. Έστω και με αυτόν τον ανεπιθύμητο τρόπο ανακάλυψε στους πειρασμούς του αδελφού την αληθινή πνευματική του φυσιογνωμία: τον «καθυστερημένο» πνευματικά Εαυτό του.
Πώς όμως θα μπορέσει ο σύγχρονος χριστιανός να αντιληφθεί το είδος και την ποιότητα της δικής του εσωτερικότητος και μάλιστα πώς θα κατορθώσει να κατανόησει την ψυχολογική και πνευματική αμοιβαιότητα αυτογνωσίας και ετερογνωσίας σε σχέση με την εσωτερικότητα αυτή; Το πρόβλημα δεν είναι εδώ θεωρητικό. Είναι πρώτα-πρώτα υπαρξιακό..!
Ι. Κορναράκη,
«Φιλοκαλικά θέματα»,
εκδ, Ορθόδοξος Κυψέλη,